ἀπολείπω
English (LSJ)
aor. ἀπέλῐπον (ἀπέλειψα late, Them.Or.25.310d, Ps.-Phoc.77):—
A leave over or leave behind, οὐδ' ἀπέλειπεν ἔγκατα Od.9.292, cf. Heraclit.56, etc.; κλέος καὶ φήμην Critias 44 D.; bequeath, Test. Epict.2.3, cf. Mosch.3.97; ἀ. κληρονόμον leave as one's heir, POxy. 105.3 (ii A.D.); bequeath to posterity, of writings, D.L.8.58, cf. 7.54.
2 leave hold of, lose, ψυχάν Pi.P.3.101 (tm.); βίον S.Ph. (lyr., tm.); νέαν ἁμέραν ἀπολιπὼν θάνοι E.Ion720 (lyr.): conversely, ἐμὲ μὲν ἀπολέλοιπεν ἤδη βίοτος S.El.185 (lyr.). 3. leave behind in the race, distance: generally, surpass, X.Cyr.8.3.25, Lys.2.4; τινὰ περί τι Isoc.4.50:—more freq. in Med. and Pass., v. infr. 4. leave undisputed: hence, admit, Chrysipp.Stoic.3.173, Phld.Piet.17, S.E.M.7.55, D.L.7.54; αἰτίαν νόσων ἀ. τὸ αἷμα MenoIatr.11.43; [ὁ Διοκλῆς] τὴν φρόνησιν περὶ τὴν καρδίαν ἀ. Herod. Med. in Rh.Mus.49.540.5. leave, allow, ὑπερβολὴν οὐδὲ ταῖς ἑταίραις Jul.Or.7.210d.
II desert, abandon, one's post, etc., οὐδ' ἀπολείπουσιν κοῖλον δόμον, of bees, Il.12.169, cf. Hdt.8.41, al.; ἀ. (sc. τὴν πολιορκίην) Id.7.170; τὴν ξυμμαχίαν, τὴν ξυνωμοσίαν, Th.3.9,64; of persons, καί σ' ἀπολείψω σου λειπόμενος E.El.1310; ξεῖνον πατρώϊον ἀπολείπειν = leave him in the lurch, Thgn.521; ἀπολιπὼν οἴχεται Hdt.3.48, cf. 5.103, Ar.Ra. 83; of a wife, desert her husband, And.4.14, D.30.4 (not of the husband, Luc.Sol.9); of sailors, desert, τὴν ναῦν D.50.14.2. c. inf., ἀ. τούτους κακῶς γηράσκειν leave them to grow old, X.Oec. 1.22.3. leave undone or leave unsaid, ὅσα ἀπέλιπε κτείνων τε καὶ διώκων.. σφέα ἀπετέλεσε Hdt.5.92.ή; ὕβρεως οὐδ' ὁτιοῦν ἀ. D.54.4, cf. Pl.R. 420a; omit, συχνὰ ἀπολείπω ib.509c.
III leave open, leave a space, ἀ. μεταίχμιον οὐ μέγα Hdt.6.77; ἀ. ὡς πλέθρον X.An. 6.5.11; μικρὸν ἀ. = leaving a small interval, Hero Aut.27.1.
IV intr., cease, fail, τάων οὔποτε καρπὸς ἀπόλλυται οὐδ' ἀπολείπει Od.7.117; opp. γίνεται, Diog.Apoll.7; of rivers, fall, sink, Hdt.2.14,93; ἀ. τὸ ῥέεθρον Id.2.19; τῆς θαλάττης τὰ μὲν ἀπολειπούσης, τὰ δ' ἐπιούσης Arist.Mete.353a22; of swallows, δι' ἔτεος ἐόντες οὐκ ἀπολείπουσι Hdt.2.22; of youth, begin to decay, X.Smp.8.14; fail, flag, lose heart, Id.Cyr.4.2.3; of the moon, wane, Arist.APo.0.98a33.
2 c. gen., to be wanting of or be wanting in a thing, προθυμίας οὐδὲν ἀ. Th.8.22, cf. Pl.R. 533a: freq. of numbers, μηδὲν ἀ. τῶν πέντε κτλ. Id.Lg.828b; τῶν εἴκοσιν ὀλίγον ἀ. Arist.HA573b16, etc.; ἀπὸ τεσσέρων πηχέων ἀ. τρεῖς δακτύλους = wanting three fingers of four cubits, Hdt.1.60, cf. 7.117; μήτ' ἄρ' ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ' ἀπολείπων Hes.Op.489: c. inf., ὀλίγον ἀπέλιπον ἐς Ἀθήνας ἀπικέσθαι = wanted but little of coming, Hdt.7.9.ά; βραχὺ ἀ. διακόσιαι γενέσθαι Th.7.70; οὐδὲν δ' ἀπολείπετε οὕτω πολεμεῖν D.4.40; ἡ πόλις μικρὸν ἀπέλιπεν ἔρημος εἶναι Plu. Tim. I.
3 c. part., leave off doing, ἀ. λέγων X.Oec.6.1: abs., ὅθεν ἀπέλιπες = from the point at which... Pl.Grg. 497c, cf. Phd.78b, Is.5.12.
4 depart from, ἐκ τῶν Συρακουσῶν Th.5.4; ἐκ τοῦ Μηδικοῦ πολέμου Id.3.10, cf. Pl.Phd. 112c.
B Med. (aor. ἀπελιπόμην in A.R.1.399 (tm.)), like Act.1.1, bequeath to posterity, Hdt.2.134 codd.; cf. ἀπολείψεται· ἐάσεται, Hsch.
C Pass., to be left behind, stay behind, Th.7.75 (v.l. for ὑπο-) X.Cyr.1.4.20; μόνος ἀπολελειμμένος Antipho 1.3; to be unable to follow an argument, be at a loss, Pl.Tht.192d.
2 to be distanced by, be inferior to, ἀ. [ἀπὸ] τῶν ἄλλων θηρίων Diocl.Fr.145; to be inferior, ἔν τισι Isoc.12.61.
II to be absent or be distant from, c. gen., πολὺ τῆς ἀληθηΐης ἀπολελειμμένοι Hdt.2.106, cf. Pl.R. 475d; ἥβας E.HF 440 (lyr.): c. gen. pers., X.Mem.4.2.40, Pl.Smp. 192d: abs., E.Or. 80, Pl.Phdr.240c; to be deprived of, τοῦ σοῦ.. μὴ ἀπολείπεσθαι τάφου S.El.1169; πατρῴας μὴ ἀ. χθονός E., Med. 35; τῶν πρὶν ἀπολειφθεὶς φρενῶν Id.Or.216.
2 to be wanting in, fall short of, ὅτι τοῦ σκώπτειν ἀπελείφθη Ar.Eq.525; τοῖς ἀπολειφθεῖσι (sc. τῆς παιδείας D.18.128, cf. Isoc.12.209; ἀπολειφθεὶς ἠμῶν = without our cognizance, D.19.36; ἀπολειφθῆναι τῶν πραγμάτων = to be left in ignorance of.., Id.27.2; καιροῦ ἀ. miss the opportunity, Id.34.38, cf. Isoc.3.19; θεάματος, ἑορτῆς ἀ., Luc.DMar.15.1, Sacr.1; εἰσβολῆς Isoc.14.31.
3 remain to be done, Plb.3.39.12: impers., ἀπολείπεται λέγειν, διδάσκειν, D.L.7.85, S.E.M.7.1.
Spanish (DGE)
A tr. en v. act., gener. c. suj. de pers. o anim.
I c. idea de mov.
1 dejar, abandonar c. compl. dir. de lugar μέλισσαι ... οὐδ' ἀπολείπουσιν κοῖλον δόμον Il.12.169, τὴν ἀκρόπολιν Hdt.8.41, τὴν ναῦν D.50.14, τὰ τείχη Plb.4.78.11, ὁδοὺς τοῦ ἑαυτοῦ ἀμπελῶνος LXX Pr.9.12b
•c. compl. dir. de pers. τοὺς Ἴωνας Hdt.5.103, ἀπολιπών μ' ἀποίχεται Ar.Ra.83, ἀπέλιπόν σε ἐν Κρήτῃ Ep.Tit.1.5, cf. 2Ep.Ti.4.13
•esp. la esposa que abandona al marido, Luc.DIud.15, cf. abs. And.4.14, D.30.4
•como un uso incorrecto, del marido εἰ δέ τις λέγοι ὡς ἀπολίποι τὴν γυναῖκα Luc.Sol.9
•tb. abs. οἱ φύλακοι οἴχοντο ἀπολιπόντες Hdt.3.48.
2 dejar atrás, aventajar c. ac. de pers. o anim. ἀπέλιπον τοὺς διώκοντας Lys.2.4, ἀνὴρ ἀπέλιπεν ... τῷ ἵππῳ τοὺς ἄλλους ἵππους X.Cyr.8.3.25
•fig. ser superior ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν ... τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους Isoc.4.50.
II sin idea de mov.
1 dejar, abandonar c. ac. de pers. o anim. ξεῖνον πατρώϊον Thgn.521, ἐμὲ μὲν ὁ πολὺς ἀπολέλοιπεν ἤδη βίοτος S.El.185, σ' ἀπολείψω σοῦ λειπόμενος E.El.1310, υἱούς SB 7568.5 (I d.C.), las ovejas y los lobos a sus crías, Arr.Epict.1.23.9
•tb. c. suj. abstr. ἡ αἴσθησις ἀπολείπει ἡμας Arist.Top.131a34, σωτηρία δὲ αὐτοὺς ἀπολείψει LXX Ib.11.20
•c. ac. de abstr. ὅσα εἴδομεν ... ταῦτα ἀπολείπομεν op. φέρομεν Heraclit.B 56, τὴν ξυμμαχίαν Th.3.9, ξυνωμοσίαν Th.3.64, ὑψοῦ τέλος ἀθανάτων A.Fr.151, νέαν ἁμέραν E.Io 720 (cf. 4), κλέος καὶ φήμην Critias B 44, ἁμαρτίας LXX Si.17.25, τὸν καιρόν Plu.2.988e, γόον GVI 2000.2 (Palestina Tertia VI d.C.), tb. abs. ἀπολιπόντας οἴχεσθαι Hdt.7.170.
2 dejar en herencia, legar c. ac. de cosa y dat. de pers., gener. τεὸν ὄλβον ἐμοὶ δ' ἀπέλειπες Mosch.3.97
•sin dat. legar a la posteridad un tratado de Arte, D.L.8.58
•esp. en testamentos, c. ac. y dat. ἀπολείπω τὸ Μουσεῖον καὶ τὸ τέμενος ... τᾷ θυγατρί IG 12(3).330.35, cf. PWisc.13.6 (II d.C.)
•c. ac. de pers. y pred. κληρονόμον ἀπολείπω τὴν θυγατέραν ἐμοῦ POxy.105.3 (II d.C.), ὁ πατὴρ τὸν δεῖνα ἀποκληρονόμον ἀπέλιπεν su padre desheredó a Fulano Arr.Epict.3.8.2
•tb. en v. pas., de unos descendientes ἀπ[όρους ἀπο] λελειμμένους POxy.2711.6 (III d.C.), τὰ ἀπολελιμμένα la herencia, PAmh.86.5 (I d.C.), PHeid.337.8 (I d.C.).
3 dejar sin hacer, dejar de hacer c. ac. de cosa ἔγκατα dejar (sin comer) las entrañas, Od.9.292, ὅσα ... ἀπέλιπε κτείνων cuantas cosas dejó sin hacer matando Hdt.5.92η, ὕβρεως οὐδ' ὁτιοῦν D.54.4
•en v. pas. τὰ γὰρ ἀπολειφθέντα διὰ τὸν φόβον Plu.2.666c
•en cont. de diálogos dejar sin decir, omitir ταῦτα καὶ ἄλλα τοιαῦτα συχνὰ τῆς κατηγορίας ἀπολείπεις Pl.R.420a, cf. 509c.
4 ref. a la vida perder en tm. ἀπὸ γὰρ βίον αὐτίκα λείψω S.Ph.1158, ἀπὸ ψυχὰν λιπών Pi.P.3.101.
5 dejar en medio c. ac. de espacio μεταίχμιον Hdt.6.77, ἐὰν τειχίον (παρ' ἀλλοτρίῳ χωρίῳ <οἰκοδομῇ>), πόδα ἀπολείπειν Sol.Lg.60a, ἀπολιπόντας ὡς πλέθρον X.An.6.5.11, μικρὸν ... ἀπολιπών dejando un pequeño intervalo Hero Aut.27.1
•en v. pas. τὰ ἀπολειφθέντα τμήματα μεταξύ Archim.Sph.Cyl.1.6.
6 distar, faltarle a uno c. ac. cuantificador τριηκόντων ἐτέων μάλα πόλλ' ἀπολείπων Hes.Op.696, τῶν εἴκοσιν ὀλίγον ἀ. Arist.HA 573b16, cf. Hes.Op.489, Pl.Chrm.176b, R.533a, Is.1.7
•tb. en v. med. τὸ πλέον αὐτῷ μέρος ἀπελείπετο τῆς πορείας Plb.3.39.12
•frec. c. numerales μέγαθος ἀπὸ τεσσέρων πήχεων ἀπολείπουσα τρεῖς δακτύλους Hdt.1.60, cf. 7.117, Pl.Lg.828b
•c. ac. cuantificador e inf. μοὶ ... ὀλίγον ἀπολιπόντι ἐς αὐτὰς Ἀθήνας ἀπικέσθαι faltándome poco para llegar a la misma Atenas Hdt.7.9α, οὐδὲν ἀπολείποντες προθυμίας ... ἀποστῆσαι τὰς πόλεις Th.8.22, βραχὺ γὰρ ἀπέλιπον ... διακόσιαι γενέσθαι Th.7.70, οὐδὲν δ' ἀπολείπετε ... οὕτω πολεμεῖν Φιλίππῳ D.4.40, ἡ πόλις ... μικρὸν ἀπέλιπεν ἔρημος εἶναι Plu.Tim.1.
III fig.
1 pasar por alto, dejar como algo aprobado c. ac. de abstr. ταῦτα (unos presupuestos), Chrysipp.Stoic.3.173, κριτήριον S.E.M.7.55, κατάληψιν S.E.M.7.110, κριτήρια D.L.7.54
•admitir αἰτίαν ἀπολείπει τῶν νόσων τὸ αἷμα admite a la sangre como causa de las enfermedades Meno Iatr.11.43.
2 permitir c. inf. o abstr. τούτους (esclavos) κακῶς γηράσκειν X.Oec.1.22, ὑπερβολὴν ... οὐδὲ ταῖς ἑτέραις Iul.Or.7.210d.
IV Ἀπολείπουσα, -ης, ἡ la fugitiva e.d. la que abandona al marido, tít. de una comedia de Cróbilo, Ath.429d
•de otra de Dífilo, Ath.132c
•de otra de Apolodoro Caristio, Sud.s.u. ἐγκομβώσασθαι
•de otra de Apolodoro de Gela, Ath.125a.
B intr.
I en v. med.-pas., gener. c. suj. de pers.
1 c. idea de mov. quedarse atrás καὶ οἱ ἄλλοι δὲ οὐκ ἀπελείποντο y los demás no se quedaban rezagados X.Cyr.1.4.20
•fig. quedarse atrás, ser incapaz de seguir una argumentación, Pl.Tht.192d
•quedarse huérfano μόνος ἀπολελειμμένος Antipho 1.3
•ser inferior a σοι τὴν καλὴν Πηνελόπην ἐννάκις ἀπολείπεσθαι τῷ σωφρονεῖν ἧς βούλει κορώνης que para tí la hermosa Penélope es nueve veces inferior en prudencia a la corneja que tú quieres Plu.2.989a
•tb. suj. de abstr. ἰσχὺν ἀπολειπομένην αὐτοῖς ἀπὸ τῶν ἄλλων θηρίων Diocl.Fr.145, una ciudad τὴν ἐν ἅπασι τούτοις ἀπολελειμμένην Isoc.12.61.
2 c. gen. de cosa o abstr. verse privado de, estar alejado de, carecer de τῆς ἀληθείης ἀπολελειμμένοι Hdt.2.106, τᾶς εὐδαίμονος ἥβας E.HF 440, τάφου S.El.1169, πατρώας ... χθονός E.Med.35, τῶν πρὶν ... φρενῶν E.Or.216, τοῦ σκώπτειν Ar.Eq.525, τῶν καιρῶν Isoc.3.19, ποίας ... εἰσβολῆς ἀπελείφθησαν ...; ¿de qué invasión se han visto libres? Isoc.14.31, οἱ ἀπολειφθέντες ... (τῆς παιδείας) D.18.128, τῶν πραγμάτων D.27.2, οὐκ ἀπολείπεται δ' αὐτῆς (ἐπιστήμης) Numen.14.11, τῶν (χορῶν) Pl.R.475d, θεάματος Luc.DMar.15.1, ἑορτῆς Luc.Sacr.1
•c. gen. de pers. ἀπολειφθεὶς ἡμῶν sin nuestro consentimiento D.19.36, οὐκ ἀπελείπετο ἔτι αὐτοῦ (Σωκράτους) X.Mem.4.2.40
•tb. suj. de cosa ὥστε καὶ νύκτα καὶ ἡμέραν μὴ ἀπολείπεσθαι ἀλλήλων Pl.Smp.192d
•abs. ἀπολειφθεῖσα δ' αἰάζω τύχας abandonada lloro mi infortunio E.Or.80, cf. Pl.Phdr.240c.
3 quedar, restar c. inf. suj. ἀπολείπεται ... λέγειν resta por decir D.L.7.85, διδάσκειν S.E.M.7.1.
II en v. act.
1 c. suj. anim. y part. cesar de, dejar de de unas golondrinas δι' ἔτεος ἐόντες οὐκ ἀπολείπουσι Hdt.2.22
•en cont. de diálogos dejar de hablar, interrumpirse ἔνθεν λέγων ... ἀπέλιπες X.Oec.6.1, ὅθεν οὖν ἀπέλιπες desde el punto en que te interrumpiste Pl.Grg.497c, cf. Phd.78b, Is.5.12.
2 c. suj. de cosa o abstr. cesar, acabarse τάων οὔ ποτε καρπὸς ἀπόλλυται οὐδ' ἀπολείπει Od.7.117
•disminuir, decrecer la corriente del Nilo, Hdt.2.14, 93, τὸ ῥέεθρον Hdt.2.19, del mar τῆς θαλάττης τὰ μὲν ἀπολειπούσης, τὰ δ' ἐπιούσης el mar retrocediendo unas veces, avanzando otras Arist.Mete.353a22
•decaer, debilitarse la juventud, X.Smp.8.14, (ἡδονή) Arist.MM 1209b23
•tb. c. suj. de pers. οἱ σύμμαχοι ... ὡς ἀθύμως ἔχοιεν καὶ ἀπολείποιεν X.Cyr.4.2.3
•desaparecer, eclipsarse la luna, Arist.APo.98a33.
German (Pape)
[Seite 311] 1) übrig lassen, zurücklassen, z. B. Speisen, Od. 9, 292; selten in Prosa, wo καταλείπειν in dieser Bdtg üblicher. – 2) verlassen, bes. im Unglück verlassen, einen Ort unvertheidigt lassen, δόμον Il. 12, 169; τῆς θεοῦ ἀπολελοιπυίης τὴν ἀκρόπολιν Her. 8, 41; τετρωμένον Plat. Conv. 220 e; vgl. Xen. Cyr. 7, 1, 29; den Mann verlassen, von der Frau, Dem. 30, 4; τόξοις ἀπὸ ψυχὰν λιπών Pind. P. 3, 101, wie Soph. Phil. 1143; βίον Xen. Mem. 4, 8, 1; τὴν ἀγοράν, d. i. nicht mehr auf dem Markt erscheinen, Plut. Pomp. 23; auch außer Acht lassen, unterlassen, γοητείας, προθυμίας οὐδέν, Plat. Rep. X, 602 d Conv. 210 a; Thuc. 8, 22; ὕβρεως οὐδ' ὁτιοῦν ἀπέλιπον Dem. 54, 4. – 3) im Wettlauf hinter sich zurücklassen, Xen. Cyr. 8, 3, 25; dah. übertreffen, τοσοῦτον τοὺς ἄλλους ἀπολέλοιπε, ὥστε Isocr. 4, 50. Aehnl. fehlen lassen, z. B. ἀπὸ τεσσέρων πηχέων ἀπολείπουσα τρεῖς δακτύλους, sie hatte vier Ellen weniger drei Zoll, Her. 1, 60, vgl. 1, 117. – 4) absol. intrans., davon gehen, Her. 2, 14. 22, wo der accus. aus dem Zusammenhang sich ergiebt; ἐκ Συρακουσῶν, d. i. Syrakus verlassen, Thuc. 5, 4; ἐκ τῶν Μηδικῶν, aus dem Perserkrieg abziehen, 3, 10; ὅθεν ἀπέλιπον, von wo ich (im Reden) abgeschweift war, Is. 5, 11; Plat. Gorg. 497 c u. sonst; ἔνθεν λέγων ἀπέλιπες Xen. oec. 6, 1; bei Maaßbestimmungen, entfernt sein, ὡς πλέ θρον Xen. An. 6, 3, 11 u. öfter; ἀρετῆς Plat. Lach. 199 d; μικρὸν ἀπολείπω ποιεῖν τι, ich bin nicht weit entfernt, es zu thun, Plut.; ἡ πόλις μικρὸν ἀπέλιπεν ἔρημος εἶναι Timol. 1; τοῦ πολέμου μικρὸν ἀπολείποντος συνῃρῆσθαι ib. 9; μικρὸν ἀπέλιπον διακόσιαι γενέσθαι, es waren beinahe 200, Thuc. 7, 70; Her. 7, 9, 1; – verbraucht werden, ausgehen, τάων ὁὔ ποτε καρπὸς ἀπόλλυται οὐδ' ἀπολείπει Od. 7, 117; ὑποδήματα, abgehen, Xen. An. 4, 5, 14; zurückbleiben, wie Her. 7, 221 auch ἀπελίπετο braucht. – Gew. aber so – 5) pass., a) ἀπολείπεσθαί τινος, hinter Einem zurückbleiben, ihm nicht folgen können, Xen. Cyr. 3, 1, 42 u. öfter; mit τὸ (τοῦ v.l.) μὴ ἀκολουθεῖν Cyr. 5, 1, 24; πολὺ τῆς ἀληθείας Her. 2, 106, wie Pol. 1, 4; τῶν καιρῶν, sie nicht zweckmäßig benutzen, Isocr. 3, 19; Dem. 34, 38; τῶν πραγμάτων, die Lage der Dinge nicht durchschauen, 27, 2; τῶν ἐμαυτοῦ κακῶν, nichts davon ahnen, Lys. 1, 15. – b) sich entfernen, verlassen, ἀλλήλων Plat. Conv. 192 d; συνουσίας Tim. 17 a. – c) beraubt werden, Soph. El. 1160; Eur. Or. 216 Med. 35.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπολείψω, ao.2 ἀπέλιπον, pf. ἀπολέλοιπα;
A. tr. I. laisser en place, laisser : οὐδ' ἀπέλειπεν OD il ne laissa rien, càd il dévora tout;
II. laisser en partant, càd :
1 laisser, quitter, abandonner;
2 laisser derrière soi, dépasser : τινά qqn ; fig. τοσοῦτον ἀπ. τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους περὶ τὸ φρονεῖν ὥστε ISOCR surpasser tellement les autres hommes en sagesse que … ; laisser une distance, un intervalle ; ἀπ. ὡς πλέθρον XÉN laisser une distance d'un plèthre environ ; μέγαθος ἀπὸ τεσσέρων πήχεων ἀπολείπειν τρεῖς δακτύλους HDT avoir une taille de quatre coudées moins trois doigts ; βραχὺ ἀπέλιπον διακόσιαι γενέσθαι THC il s'en fallut de peu qu'elles ne fussent deux cents ; fig. μικρόν, ὀλίγον ἀπολείπω avec l'inf., peu s'en faut que je ne … ; οὐδὲν ἀπολείπετε avec l'inf. DÉM il ne s'en faut de rien que vous ne …;
B. intr. I. laisser derrière soi, abandonner ; s'éloigner : ἐκ τῶν Συρακουσῶν THC de Syracuse;
II. faire défaut, manquer en parl. de fruits, de récoltes : ὁ ποταμὸς ἀπολείπει HDT le fleuve baisse ; en parl. de pers. s'abandonner, perdre courage;
C. Pass. (f. ἀπολειγθήσομαι, etc.) être laissé en arrière, rester en arrière : ἀπολείπεσθαί τινος DÉM être distancé par qqn, être inférieur à qqn ; ἔν τινι en qch ; p. suite :
1 être éloigné de, gén. : τῆς ἀληθηΐης HDT de la vérité;
2 être privé de, manquer de, gén. : τάφου SOPH d'un tombeau ; παιδείας DÉM d'instruction;
Moy. ἀπολείπομαι laisser après soi, laisser à la postérité.
Étymologie: ἀπό, λείπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολείπω:
1 оставлять нетронутым (σάρκας Hom.): ἀπολείπεται λέγειν Diog. L. остается сказать;
2 тж. med. оставлять после себя (πυραμίδα Her.);
3 оставлять, покидать, бросать (δόμον Hom.; ξυμμαχίαν Thuc.; ἄνδρα Dem., Plut.): ὅθεν ἀπέλιπες ἀποκρίνου Plat. продолжай отвечать с того места, на котором ты остановился;
4 расставаться (с чем-л.), терять (ψυχάν Pind.; βίον Soph.; νέαν ἁμέραν Eur.); pass. не иметь, быть лишенным (τινος Soph., Plat.): τῶν πρὶν ἀπολειφθεὶς φρενῶν Eur. впавший в безумие; μεγάλης ἡδονῆς ἀπολελεῖφθαι Plut. лишиться большого удовольствия;
5 оставлять в стороне, обходить молчанием (συχνά Plat.): ἀπολειφθῆναί τινος Dem. быть в неведении относительно чего-л.;
6 тж. med. оставлять позади, обгонять (τινα Lys., Xen.): ἀ. τινὰ περί τι Isocr. превосходить кого-л. в чем-л.; pass. уступать (ἔν τινι Isocr.) и отставать Xen., Plat.: πολὺ ἀπολείπεσθαι τῆς ἀληθείας Her., Polyb.; быть далеким от истины;
7 отстоять, не достигать; ἀπὸ τεσσέρων πήχεων ἀ. τρεῖς δακτύλους Her. быть размером в четыре пехия без трех дактилей; βραχὺ ἀπέλιπον διακόσιοι γενέσθαι Thuc. их было почти двести; ἐφέπεσθαι ἀπολιπόντες ὡς πλέθρον Xen. следовать на дистанции приблизительно в плетр; ἡ πόλις μικρὸν ἀπέλιπεν ἔρημος εἶναι Plut. город чуть не обезлюдел; ἀπολείπεσθαι καιροῦ Isocr., Dem.; упускать благоприятный момент;
8 уходить, удаляться (ἐκ τῶν Συρακουσῶν Thuc.);
9 уменьшаться, убывать (ὁ Νεῖλος ἀπολείπει Her.; ἡ σελήνη ἀπολείπει Arst.): καρπὸς οὐκ ἀπολείπει Hom. плоды не переводятся;
10 увядать (ἄνθος ἀπολείπει Xen.);
11 падать духом (ἀθύμως ἔχειν καὶ ἀ. Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολείπω: μέλλ. -ψω: ἀόρ. ἀπέλῐπον (τὸ ἀπέλειψα εἶναι πολύ μεταγ., τὸ δὲ ἐν Ἡσ. Θ. 793 εἶναι ἐκ τοῦ ἀπολείβω, ὅ ἴδε). Ἀφίνω μέρος ἤ περίσσευμα πράγματός τινος, π.χ. ἐπὶ τροφῆς, οὐδ’ ἀπέλειπεν ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα Ὀδ. Ι. 292: ― κληροδοτῶ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 1. 9, πρβλ. Μόσχ. 3. 98: ― Ἐντεῦθεν, ἀφίνω ὀπίσω μου, καταλείπω εἰς τοὺς μεταγενεστέρους, ἐπὶ συγγραμμάτων, Διογ. Λ. 5. 58, πρβλ. 7. 54. 2) ἀφίνω, καταλείπω, ἀπολύω, ψυχὰν Πινδ. Π. 3. 180· βίον Σοφ. Φ. 1158· νέαν δ’ ἁμέραν ἀπολιπὼν θάνοι Εὐρ. Ἴων 720· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἀντιστρόφως, ἀλλ’ ἐμὲ μὲν ὁ πολὺς ἀπολέλοιπεν ἤδη βίοτος ἀνέλπιστος, μὲ κατέλιπεν ἄνευ ἐλπίδος, Σοφ. Ἠλ. 185. 3) ἀφίνω ὀπίσω ὡς ἐν ἀγῶνι, ἀφίνω ὀπίσω εἰς ἀπόστασιν, καὶ καθόλου, ὑπερβαίνω, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 25, Λυσ. 190. 37: ἀλλὰ τὸ μέσ. καὶ παθ. εἶναι συνηθέστερα ἐπὶ τοιαύτης σημασίας, ἴδε κατωτέρω. 4) παραδέχομαι ὡς δυνατόν, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μαθ. 7. 55, Φιλόδημ. Gomperz σ. 48. ΙΙ. ἀφίνω τι ὁλωσδιόλου, ἐγκαταλείπω, ἰδίως ἐπὶ θέσεων ἅς ὤφειλον νὰ ὑπερασπίσω, οὐδ’ ἀπολείπουσιν κοῖλον δόμον, ἐπὶ μελισσῶν, Ἰλ. Μ. 169, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 41, κ. ἀλλ.· οὕτως, ἀπ. (δηλ. τὴν πολιορκίην) ὁ αὐτ. 7. 170· τὴν ξυμμαχίαν, τὴν ξυνωμοσίαν Θουκ. 3. 9, 64· ἐπὶ προσώπων, καὶ σ’ ἀπολείψω σοῦ λειπόμενος Εὐρ. Ἠλ. 1310· ξεῖνον πατρώϊον ἀπολείπειν, καταλείπειν «εἰς τοὺς δρόμους», Θέογν. 521· ἀπολιπὼν οἴχεται Ἡρόδ. 3. 48, πρβλ. 5. 103, Ἀριστοφ. Βάτρ. 83· ἐπὶ γυναικός, ἐγκαταλείπω, ἀφίνω τὸν ἄνδρα μου, Ἀνδοκ. 30. 43, Δημ. 865. 6 (ἐπὶ τοῦ ἀνδρὸς κεῖται τὸ ἀποπέμπτω Α. Β. 421, πρβλ. ἀπόλειψις)· ἐπὶ ναυτῶν, φεύγω, δραπετεύω ἐκ τοῦ πλοίου, Δημ. 1211. 2. 2) μετ’ ἀπαρ., ἀπολείπουσι τούτους κακῶς γηράσκειν, «τοὺς ἀφίνουν νὰ ἔχουν κακὰ γεράματα», Ξεν. Οἰκ. 1. 22. 3) ἐπὶ πραγμάτων, παραλείπω τι, ἀφίνω τι ἀτέλεστον ἤ ἄρρητον, ὅσα ἀπέλιπε κτείνων τε καὶ διώκων… σφέα ἀπετέλεσε Ἡρόδ. 5. 92, 7, πρβλ. Θουκ. 8. 22, Πλάτ. Πολ. 420Α, Δημ. 1491. 6. ΙΙΙ. ἀφίνω μέρος ἀνοικτόν, ἀφίνω διάστημα, ἀπ. μεταίχμιον οὐ μέγα Ἡρόδ. 6. 77· ἀπ. ὡς πλέθρον Ξεν. Ἀν. 6. 5. 11· τῆς θαλάττης τὰ μὲν ἀπολειπούσης, τὰ δ’ ἐπιούσης Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 26. IV. ἀμεταβ., παύομαι νὰ ὑπάρχω, ἐκλείπω, τάων οὔποτε καρπός ἀπόλλυται, οὐδ’ ἀπολείπει Ὀδ. Η. 117· ἐπὶ ποταμῶν, ἐκπίπτω, ἐλαττοῦμαι, ὀλιγοστεύω, Ἡρόδ. 2. 14, 93 (οὕτως ἀπ. τὸ ῥέεθρον 2. 19)· ἐπὶ ἰκτίνων καὶ χελιδόνων, ἰκτῖνοι δὲ καὶ χελιδόνες δι’ ἔτεος ἐόντες οὐκ ἀπολείπουσι, δηλ. ὑπάρχουσι καθ’ ὅλον τὸ ἔτος, ὁ αὐτ. 2. 22· ἐπὶ ἀνθέων, παρέρχομαι, παρακμάζω, μαραίνομαι, ἀπολείποντος δὲ τούτου (δηλ. τοῦ ἄνθους τῆς ὥρας) ἀνάγκη κτλ. Ξεν. Συμπ. 8, 14· ― ὡσαύτως ὡς τὸ ἀπειπεῖν, ἐκλύομαι, καταπονοῦμαι, ἀποκάμνω, ὁ αὐτ. Κύρ. 4. 2, 3, Ἡρόδ. 7. 221· ἐπὶ τῆς σελήνης, φθίνω, μειοῦμαι, ἐλαττοῦμαι, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 15, 2. 2) εἶμαι ἐλλιπὴς ἔν τινι, οὐδὲν ἀπολείποντες προθυμίας, χωρὶς νὰ ὑποστῇ οὐδεμίαν μείωσιν ἡ προθυμία αὐτῶν, Θουκ. 8. 22, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 533Α: ― συχν. ἐπὶ ἀριθμῶν, μηδὲν ἀπολ. τῶν πέντε, Πλάτ. Νόμ. 828Β· τῶν εἴκοσιν ὀλίγον ἀπ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 18, 29, κτλ.· καὶ ἐπὶ μέτρων, ἀπὸ τεσσέρων πηχέων ἀπ. τρεῖς δακτύλους Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 7. 177· οὕτως, μήτ’ ἄρ’ ὑπερβάλλων βοός ὁπλὴν μήτ’ ἀπολείπων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 489: ― ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ὀλίγον ἀπέλιπον ἐς Ἀθήνας ἀπικέσθαι, παρ’ ὀλίγον νὰ…, Ἡρόδ. 7. 9, 1· βραχὺ ἀπ. γενέσθαι Θουκ. 7. 70· οὐδὲν δ’ ἀπολείπετε οὕτω πολεμεῖν Δημ. 51. 25. 3) μετὰ μετοχ., παύομαι, ἔνθεν λέγων… ἀπέλιπες Ξεν. Οἰκ. 6, 1· ἤ ἀπολ., ὄθεν ἀπέλιπες Πλάτ. Γοργ. 497C, πρβλ. Φαίδωνα 112C, Ξεν., κλ. 4) ἀπέρχομαι ἔκ τινος τόπου, ἀπολιπόντες ἐκ τῶν Συρακουσῶν Θουκ. 5. 4· ἐκ τοῦ Μηδικοῦ πολέμου ó αὐτ. 3. 10· πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 78Β. Β. Μέσ. (ὁ ἀόρ. ἀπελιπόμην παρ’ Ἀπολλ. ῾Ροδ. Α. 399, ἐν τμήσει), ὡς ἐνεργ. Ι. 3, ἀφίνω ὀπίσω μου, καταλείπω εἰς τοὺς μεταγενεστέρους, Ἡρόδ. 2. 134. 2) ἐγκαταλείπω, κτλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 240C, κ. ἀλλ. Γ. Παθ. ἐγκαταλείπομαι ὀπίσω, μένω ὀπίσω, Θουκ. 7. 75, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 20· μόνος ἀπολελειμμένος Ἀντιφῶν 112. 3· δὲν δύναμαι νὰ παρακολουθήσω συλλογισμόν τινα ἤ ἐπιχείρημα, μένω ἐν ἀπορίᾳ, Πλάτ. Θεαίτ. 192D. 2) εἶμαι κατώτερός τινος, ἔν τινι Ἰσοκρ. 245Β. ΙΙ. ἀπέχω, εἶμαι μακράν τινος, μετὰ γεν., πολλόν τῆς ἀληθείης ἀπολελειμμένοι Ἡρόδ. 2. 106, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 192D· μετὰ γεν. προσ., Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 40· ἀπτώτως, ἀπολειφθεῖσα δ’ αἰάζω τύχας Εὐρ. Ὀρ. 80· στεροῦμαί τινος, τοῦ σοῦ… ἀπολείπεσθαι τάφου Σοφ. Ἠλ. 1169· πατρῴας μἀπ. χθονὸς Εὐρ. Μήδ. 35, ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ.· τῶν πρὶν ἀπολειφθεὶς φρενῶν ὁ αὐτ. Ὀρ. 216. 2) εἶμαι ἐλλιπὴς ἔν τινι, μένω ὀπίσω, ὄτι τοῦ σκώπτειν ἀπελείφθη Ἀριστοφ. Ἱππ. 525· τοῖς ἀπολειφθεῖσι (ἐνν. τῆς παιδείας) Δημ. 270. 3, πρβλ. Ἰσοκρ. 276D· ἀπολειφθεὶς ἡμῶν, χωρὶς ἡμῶν, ἐν ἀγνοίᾳ ἡμῶν, Δημ. 352. 12· ἀπολειφθῆναι τῶν πραγμάτων, καταλειφθῆναι ἐν ἀγνοίᾳ τῶν πραγμάτων, ὁ αὐτ. 813, ἐν τέλ.· καιρῶν… οὐδενὸς τούτων ἀπολελείμμεθα ὁ αυτ. 918, 19· θεάματος, ἑορτῆς ἀπ. Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 15, 1, περὶ Θυσ. 1· εἰσβολῆς Ἰσοκρ. 302C· ἀπ. ἥβας, φρενῶν, ἀποστεροῦμαι, χάνω, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 440, Ὀρ. 216. 3) ὑπολείπομαι, τὸ πλέον αὐτῷ μέρος ἀπελείπετο τῆς πορείας Πολύβ. 3. 39, 12: - ἀπροσ. ἀπολείπεται λέγειν Διογ. Λ. 7. 85.
English (Autenrieth)
leave remaining; οὐδ' ἀπέλειπεν, i. e. οὐδὲν ἀπολείπων, Od. 9.292; leave, quit, δόμον, Il. 12.169; intrans., be lacking, fail, καρπός, Od. 7.117.
English (Slater)
ἀπολείπω lose ἐν πολέμῳ τόξοις ἀπὸ ψυχὰν λιπὼν (P. 3.101)
English (Strong)
from ἀπό and λείπω; to leave behind (passively, remain); by implication, to forsake: leave, remain.
English (Thayer)
(imperfect ἀπελειπον, WH text in ἀπέλιπον; (from Homer down);
1. to leave, leave behind: one in some place, L T Tr WH; ἀπολείπεται it remains, is reserved: to desert, forsake: a place, Jude 1:6.
Greek Monolingual
(AM ἀπολείπω)
1. λείπω, δεν υπάρχω, απουσιάζω
2. αφήνω, εγκαταλείπω
3. (-ομαι) απομακρύνομαι από κάτι, εγκαταλείπω κάτι
αρχ.
Ι. 1. χάνω κάτι
2. (για αγώνισμα) αφήνω πίσω, ξεπερνώ
3. αφήνω ατελείωτο
4. αφήνω ανοιχτό, αφήνω διάστημα
5. είμαι ελλιπής, υστερώ σε κάτι
6. σταματώ, παύω να υπάρχω
7. (για άνθος) μαραίνομαι
8. (για ποτάμι) κατέρχεται η στάθμη μου, ξεραίνομαι
9. (για τη σελήνη) φθίνω, βρίσκομαι στη χάση
10. καταπονούμαι, κουράζομαι
11. απέρχομαι II.(-ομαι)
1. είμαι κατώτερος κάποιου, μειονεκτώ
2. δεν μπορώ να παρακολουθήσω, βρίσκομαι σε αμηχανία
3. απουσιάζω, απέχω, βρίσκομαι μακριά
4. υπολείπεται να γίνει κάτι.
Greek Monotonic
ἀπολείπω: μέλ. -ψω, αόρ. βʹ ἀπέλῐπον·
Α. I. 1. αφήνω μέρος ή περίσσευμα από κάτι, λέγεται για μισοφαγωμένα κομμάτια κρέατος, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., καταλείπω, κληροδοτώ κάποιον, μετά τον θάνατο, σε Ηρόδ.
2. αφήνω, καταλείπω, βίον, σε Σοφ.· επίσης, βίοτος ἀπολείπει τινά, στον ίδ.
3. αφήνω πίσω μου όπως σε αγώνα δρόμου, αφήνω πίσω σε απόσταση και, γενικά, υπερβαίνω, σε Ξεν. βλ. κατωτ.
II. 1. αφήνω εντελώς, παρατώ, εγκαταλείπω, λέγεται για στρατιωτικές θέσεις τις οποίες θα όφειλε κάποιος να υπερασπιστεί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· «αφήνω κάποιον στα κρύα του λουτρού», σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. λέγεται για πράγματα, εξαιρώ, παραλείπω, αφήνω κάτι ανεκτέλεστο ή ανείπωτο, σε Ηρόδ., Αττ.
III. αφήνω ένα μέρος ανοιχτό, αφήνω κενό διάστημα, σε Ηρόδ., Ξεν.
IV. αμτβ.,
1. παύω να υπάρχω, εκλείπω, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ποταμούς, ελαττώνομαι, λιγοστεύω, σε Ηρόδ.· λέγεται για άνθη, αρχίζω να μαραίνομαι, σε Ξεν.· επίσης, όπως το ἀπειπεῖν, εξασθενώ, καταπονούμαι, χάνω το θάρρος μου, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. είμαι ελλιπής σε κάτι ή έχω έλλειψη σε, με γεν., σε Θουκ.· λέγεται για μέτρα ή μετρικές μονάδες, ἀπὸ τεσσέρων πηχέων ἀπολείπω τρεῖς δακτύλους, μου λείπουν τρία δάχτυλα για να συμπληρωθούν τέσσερις πήχεις, σε Ηρόδ.· με απαρ., ὀλίγον ἀπέλιπον ἀπικέσθαι, παρολίγο να έρθω, στον ίδ.
3. με μτχ., σταματώ να κάνω κάτι, σε Πλάτ.
4. αναχωρώ, απέρχομαι από, ἐκ τῶν Συρακουσῶν, σε Θουκ., Πλάτ. Β. Παθ.,
I. 1. εγκαταλείπομαι πίσω, μένω πίσω, σε Θουκ., Ξεν.
2. βρίσκομαι σε απόσταση από, είμαι κατώτερος σε σχέση με, από, τινος, σε Δημ.
II. 1. έχω αποχωριστεί από, απουσιάζω ή βρίσκομαι μακριά από, με γεν., σε Ηρόδ.· στερούμαι κάτι, τάφου, σε Σοφ.· φρενῶν, σε Ευρ.· είμαι ελλιπής σε κάτι, μειονεκτώ, μένω πίσω σε, παιδείας, σε Δημ.· ἀπολειφθεὶς ἡμῶν, χωρίς να το γνωρίζουμε, εν αγνοία μας, στον ίδ.· ἀπολείπομαι φρενῶν, στερούμαι τα λογικά μου, παραλογίζομαι, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. to leave over or behind, of meats not wholly eaten, Od.:—Mid. to leave behind one, after death, Hdt.
2. to leave hold of, lose, βίον Soph.; also, βίοτος ἀπολείπει τινά Soph.
3. to leave behind, as in the race, to distance, and generally to surpass, Xen.; v. infr.
II. to leave quite, forsake, abandon, of places one ought to defend, Il., Hdt., etc.: to leave one in the lurch, Hdt., Ar.
2. of things, to leave alone, leave undone or unsaid, Hdt., Attic
III. to leave open, leave a space, Hdt., Xen.
IV. intr. to fail, to be wanting, Od.; of rivers, to fall, sink, Hdt.; of flowers, to begin to wither, Xen.;—also, like ἀπειπεῖν, to fail, flag, lose heart, Hdt., Xen.
2. to be wanting of or in a thing, c. gen., Thuc.; of measures, ἀπὸ τεσσέρων πήχεων ἀπ. τρεῖς δακτύλους wanting 3 fingers of 4 cubits, Hdt.: c. inf., ὀλίγον ἀπέλιπον ἀπικέσθαι wanted but little of coming, Hdt.
3. c. part. to leave off doing, Plat.
4. to depart from, ἐκ τῶν Συρακουσῶν Thuc., Plat.
B. Pass. to be left behind, stay behind, Thuc., Xen.
2. to be distanced by, inferior to, τινος Dem.
II. to be parted from, be absent or far from, c. gen., Hdt.: to be deprived of, τάφου Soph.; φρενῶν Eur.
2. to be wanting in, fall short of, παιδείας Dem.; ἀπολειφθεὶς ἡμῶν without our cognisance, Dem.; ἀπ. φρενῶν to be bereft of, Eur.
Chinese
原文音譯:¢pole⋯pw 阿坡-累坡
詞類次數:動詞(7)
原文字根:從-缺乏 相當於: (גָּרַע) (חָשַׂךְ) (יָתַר) (שָׂרִיד)
字義溯源:棄置,離開,留下,存留,留;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(λείπω)*=缺少,留下)組成。
同義字:1) (ἀπολείπω)存留 2) (αὐλίζομαι)過夜,住宿 3) (γίνομαι)成為 4) (διαμένω)一直停留 5) (διατελέω)徹底完成 6) (διατρίβω)消磨,居住 7) (εἰμί)我是 8) (ἐμμένω)停在原處 9) (ἐπιμένω)居住 10) (καθίζω)坐下 11) (κατάλειμμα / ὑπόλειμμα)完全停住 12) (καταμένω)完全停住 13) (κατασκηνόω)紮營 14) (κατοικέω / κατοικίζω)定居 15) (μένω)住,停住 16) (παραμένω)就近停住,居留 17) (περιλείπομαι)存留 18) (σκηνόω)住帳棚 19) (ἀπομένω / ὑπομένω)停在下面,堅忍參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(7);提後(2);多(1);來(3);猶(1)
譯字彙編:
1) 離開(1) 猶1:6;
2) 我⋯留(1) 提後4:13;
3) 存留著了(1) 來10:26;
4) 存留著(1) 來4:9;
5) 我曾留(1) 多1:5;
6) 存留的(1) 來4:6;
7) 我留(1) 提後4:20
Lexicon Thucydideum
relinquere, to abandon, leave behind, 1.2.1, 1.104.2, 2.16.2, 2.81.1, 6.30.2, 6.34.5, 7.75.4, [Vat. Vatican manuscript ὑπολ.]. 8.45.2, 8.83.3. 8.103.2, [pro for ὑπολ.6.102.2.]
deserere (stationem), to abandon (one's post), 3.21.4, 4.100.4, 4.116.1, 5.3.1, 8.15.1, 8.15.1
relinquere (foedus), to break off (a treaty), 3.9.1, 3.64.3, [vulgo commonly ἀπελείπ.]
absistere, to desist from, leave off, 3.10.2, 5.4.4,
omittere, to let go, omit, 8.22.1,
paulum abesse, to be not far off, 7.70.4.
Translations
abandon
Albanian: braktis; Arabic: تَرَكَ, يترك; Egyptian Arabic: يهجر, يسيب; Armenian: լքել; Aromanian: pãrnãsescu; Azerbaijani: tərk etmək, atmaq; Bengali: পরিত্যাগ করা, ছেড়ে চলে যাওয়া; Bulgarian: напускам, изоставям; Catalan: abandonar; Cherokee: ᏗᏲᎯᏗ; Chinese Mandarin: 遺棄, 遗弃; Czech: opustit; Danish: forlade, efterlade; Dutch: achterlaten, in de steek laten, verzaken, verlaten, begeven; Esperanto: forlasi, postlasi; Finnish: jättää heitteille, hylätä; French: abandonner; German: aufgeben, zurücklassen, aussetzen; Gothic: 𐌱𐌹𐌻𐌴𐌹𐌸𐌰𐌽; Greek: εγκαταλείπω, παρατώ, αφήνω; Ancient Greek: καταλείπω; Haitian Creole: abandone, vire do bay, kite, dezète; Hindi: छोड़ देना, परित्यागना, त्याग देना; Icelandic: yfirgefa; Interlingua: abandonar, deserer; Irish: tréig, fág; Old Irish: do·beir druimm fri; Italian: abbandonare; Japanese: 放置する, 見捨てる; Kabuverdianu: bandona, bandoná, bandonâ; Khmer: ឈ្លាក, បោះបង់ចោល, ចោល; Korean: 방치(放置)하다, 기치(棄置)하다, 버리다, 떠나다; Latin: relinquo, desero; Manx: treig, faag, cur seose; Maori: whakamahue; Marathi: त्यागणे, सोडून देणे, परित्याग करणे; Nahuatl: itopanecauiloc; Norwegian Bokmål: forlate; Occitan: abandonar; Pennsylvania German: verlosse; Persian: به حال خود رها کردن, ترک کردن; Polish: opuszczać, opuścić; Portuguese: abandonar; Romanian: părăsi, abandona; Russian: оставлять, оставить, покидать, покинуть, бросать, бросить; Sanskrit: त्यजति; Scottish Gaelic: dìobair, trèig, fàg; Serbo-Croatian: napustiti; Slovak: opúšťať, opustiť; Slovene: zapustiti; Spanish: abandonar; Swedish: gå ifrån, lämna, överge; Tagalog: pabayaan, iwanan; Tocharian B: ār-, ārsk-; Tok Pisin: lusim; Turkish: terk etmek, koyup gitmek; Vietnamese: bộm, từ bỏ, bỏ rơi, ruồng bỏ; Welsh: gadael; Yiddish: אַװעקװאַרפֿן