μόνος
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
η, ον, Ep. and Ion. μοῦνος, the only form used by Hom. (as in all derivs. exc. μονόω), Hes., and Hdt., also by Pi.P.9.27, I.5(4).12, B.3.80, al., by S. both in iamb. and lyr., by A. only in compd. μουνώψ, by E. only in μούναρχος: Dor. μῶνος Theoc.2.64, 20.45:—
A alone, solitary, μοῦνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν Il.4.388; ἢ ὅ γε μοῦνος ἐών Od.3.217; μούνω ἄνευθ' ἄλλων 16.239: joined with ἐρῆμος, S.Ant.887, Ph.470; μόνοι γὰρ ἐσμέν Luc.JTr.21; ἄνθρωπος πρεσβύτης καὶ μόνος BGU180.23 (ii A.D.); φυγὴ μόνου πρὸς μόνον Plot.6.9.11.
2 c. gen., σοῦ μόνος bereft of thee, without thee, S.Aj.511; also μοῦνος ἀπ' ἄλλων h.Merc.193, S.Ph.183 (lyr.); ἑτάρων ἄπο μ. A.R.3.908.
II only, μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε, μοῦνον δ' αὖτ' Ὀδυσῆα πατὴρ τέκεν Od.16.118, cf. Il.9.482; μόνης γὰρ σοῦ κλύων ἀνέξεται A.Pers. 838, cf. 632 (anap.), Pr.425 (lyr.), etc.; χοίνικος μόνας ἁλῶν for a gallon of salt only, Ar.Ach.814; single, οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, ἀλλὰ… δύω Hes.Op.11, cf. S.OT1280; εἷς μοῦνος or μόνος, Hdt.1.38, S. OT63: once in Hom., μία μούνη Od.23.227: joined with αὐτός, αὐτὼ μόνω Pl.Ly.211c; αὐτοὶ καθ' αὑτοὺς μόνοι Id.Plt.307e.
2 c. gen., μοῦνος ποταμῶν alone of rivers, Hdt.2.25, cf. 29; μ. θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ A.Fr.161; μ. τῶν ἄλλων ποιητῶν Lycurg.102; but μοῦνος πάντων ἀνθρώπων he and no other of all men, Hdt.1.25; ἀνδρῶν γε μοῦνος he and no other, S.OC1250, cf. El.531; ὦ μόνα ὦ φίλα γυναικῶν E.Alc.460 (lyr.).
3 freq. repeated in the same clause, ξυμπεσὼν μόνος μόνοις S.Aj.467; Ἕκτορος μόνος μόνου… ἐναντίος ib.1283; σὺν τέκνοις μόνη μόνοις E.Med.513; μόνος μόνῳ D.18.137.
4 expressing rhetorically pre-eminence in an action or quality, μόνα κατέχεσθαι ποιεῖ are unique for causing possession, Pl.Smp.215c, cf. 222a, S.OC261, OT299, Isoc.14.57; [ἐπέδειξε] σαφέστατα μόνος ἀνθρώπων Lys.24.9.
III Sup. μονώτατος one above all others, Ar. Eq.352, Pl.182, Lycurg.89, Theoc.15.137, Phld.Rh.1.350 S.
IV made in one piece, τάπης Edict.Diocl.19.23.
B Adv. μόνως, on one condition only, followed by εἰ, Th.8.81, X.Mem.1.5.5, Cyr.3.2.23; in one way only, Them.in Ph.29.22, al.; in a unique manner, Dam.Pr.98: later, simply, only, Phld.Oec.p.53 J., Ph. 1.559, AP12.254 (Strat.), Iamb.Myst.4.7, Procl.in Prm.p.479 S.
II neut. as adverb, μόνον alone, only, οὐχ ἅπαξ μ. A.Pr.211, etc.: freq. with imper., μ. φύλαξαι Id.Supp.1012; ἀποκρίνου μ. Pl.Grg.494d; so μ. Κράτος συγγένοιτό σοι A.Ch.244; μὴ 'μὲ καταπίῃς μ. E.Cyc.219, etc.; ἐὰν μ. if only, Arist.Pol.1292a3; οὐσίαν... οὐ χωριστὴν μ. only not separable, Id.Metaph.1025b28.
2 οὐ μόνον... ἀλλὰ καὶ… Ar. Eq. 1282, X.Cyr.1.6.17, etc.; οὐ μ., ἀλλὰ… S.Ph.555: μόνον is sometimes omitted, μὴ τοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄπωθεν Th.4.92, cf. E.Hipp.359, Ph.1480 (lyr.).
3 μόνον οὐ all but, well nigh, Ar.V.516, D.19.220, etc.; μόνον οὐκ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρουσι Pl.R.600d: in codd. freq. written μονονού, Plb.3.109.2, etc.; μονονουχί D.1.2, Plb.3.102.4.
III κατὰ μόνας alone, Th.1.32, 37, Is.7.38, Arist.Pol.1281b34, etc.
IV μόνῃ, = μόνον, Plu.2.583d codd. (Prob.from *μόνϝος.)
German (Pape)
[Seite 204] ion. u. poet. μοῦνος, dor. μῶνος, allein, einzeln, einzig; Hom., der nur die ep. Form μοῦνος hat, im Gegensatz von δύο, Il. 10, 225, ὁ μοῦνος ἔην μετὰ πέντε κασιγνήτῃσιν, der einzige Sohn unter fünf Schwestern, ibd. 317, öfter; Ζεύς μιν πλεόνεσσι μετ' ἀνδράσι μοῦνον ἐόντα τίμα, 15, 611. – Oft = εἷς, Hes. O. 11; vgl. Schäfer Schol. Par. Ap. Rh. 2, 438; auch εἷς μόνος od. μόνος εἷς, Her. 1, 38; Schäf. melet. p. 9; vgl. μία μούνη, Od. 23, 227; auch = einsam, verlassen, οὐ τάρβει μοῦνος ἐών, Il. 4, 388; Od. 3, 217; τίς με θεῶν ὀλοφύρατο μοῦνον ἐόντα, 10, 157; ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος, Pind. Ol. 9, 77, μόνος ἄνευ στρατιᾶς, N. 3, 33 (vgl. μοῦνος ἄνευθ' ἄλλων Od. 16, 239); auch μούναν παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων, P. 9, 28; ἐν μόναις ὠδῖσιν, 9, 88; ineiner Geburt; so auch bei den Tragg.; κλῇδας οἶδα δωμάτων μόνη θεῶν, Aesch. Eum. 791; μόνην δὲ μὴ πρόλειπε, Suppl. 729; bei Soph. findet sich die Form μοῦνος sowohl in lyrischen Stellen als im Trimeter, κεῖται μοῦνος ἀπ' ἄλλων, Phil. 183, ὡς ὁρᾷ μόνον νιν ἐλλελειμμένον, Bl. 726 u. sonst; φρονεῖν μόνος δοκεῖ, Ant. 703, φρονεῖν οἶδεν μόνη, Trach. 312; auch σοῦ μόνος, Al. 510; κεῖται μοῦνος ἀπ' ἄλλων, Phil. 183; vgl. H. h. Merc. 193 u. Ap. Rh. 3, 908; μόνος μάχεσθαι πολεμίοις θέλω, Eur. Rhes. 488; ἐμοὶ μόνος μόνῳ μάχῃ συνάψας, Heracl. 807. – Einen superl. μονώτατος bildet Ar. Equ. 352 Plut. 182, auch Theocr. 15, 137, u. in Prosa, Lycurg. 88. 89, was alte Gramm. nicht billigen. – Δία θεῶν καὶ Διόνυσον μόνους σέβονται, Her. 2, 29; μόνος διαλέγεσθαι πρὸς μόνους ἢ μετ' ἄλλων, Plat. Prot. 316 c; oft tritt noch αὐτός hinzu, αὐτὼ μόνω ἑστιᾶσθον, Lys. 211 c, lhr beide allein für euch; auch αὐτοὶ καθ' αὑτοὺς μόνοι, Polit. 307 e; αὐτὸ καθ' αὑτὸ μόνον ἔργον, an und für sich allein, Tim. 89 d. – Auch = einzig in seiner Art, d. i. ausgezeichnet, vortrefflich, Iac. add. animadv. in Ath. p. 131. – Adv. μόνως, Xen. Mem. 1, 5, 5 u. öfter, u. Sp. – Häufiger μόνον, allein, bloß, nur, μόνον θεοὶ σώζοιεν ἡμᾶς, Soph. Phil. 524, μὴ μόνον τῷ σώματι, 51, κοὐ λόγῳ δείξω μόνον, Ai. 800; μόνον δήλωσον ὃ φῄς, Plat. Phaedr. 261 d, u. öfter beim imperat., wie unser nur, vgl. Aesch. Suppl. 1012 Xen. Mem. 3, 11, 18; μόνον μὴ συγκόψῃς με, conv. 8, 6; μὴ χρώμενον μόνον, wenn er nur nicht anwendet, Plat. Legg. VII, 824 u. sonst überall. Bes. οὐ μόνον – ἀλλά, nicht nur – sondern, wovon sich Beispiele überall finden; auch οὐ μόνον – ἀλλ' οὐδέ, Soph. frg. 663. Zuweilen fehlt es in dieser Vrbdg, οὐ statt οὐ μόνον, Valck. Eur. Phoen. 1489 Hipp. 359. 804, Wolf Lept. p. 292. Auch nach ἀλλά, wie ὅτι οὐ πώποθ' ὁ ποταμὸς διαβατὸς γένοιτο πεζῇ, ἀλλὰ πλοίοισι, sondern nur mit Schiffen, Xen. An. 1, 4, 18, vgl. 3, 2, 13; – μόνον οὐ, wie tantum non, fast, beinahe, ὥςτε μόνον οὐκ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρουσιν αὐτοὺς οἱ ἑταῖροι, Plat. Rep. X, 600 d; Menex. 235 c; Isocr. 4, 120; häufig bei Sp., wo geradezu μονονού geschrieben wird, Pol. 3, 109, 2 u. öfter; auch μονονουχί, 3, 102, 4. – Κατὰ μόνας, Is. 7, 38 u. A., wird gew. in ein Wort geschrieben; s. oben καταμόνας.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
A. adj. seul :
I. seul, unique ; avec le gén. seul d'entre, etc.
II. solitaire, isolé ; avec un gén. isolé de, privé de;
B. adv. I. • μόνον :
1 seulement ATT ; οὐ μόνον… ἀλλά ATT non seulement… mais encore ; οὐ μόνον, au sens de οὐ μόνον οὐ, non seulement… ne pas ; μόνον οὐ AR, μονονουχί LUC peu s'en faut que, presque;
2 seulement, du moins, avec l'opt. ou l'impér. ; μόνον μή XÉN que seulement… ne, que du moins… ne, pourvu que… ne, à moins que…;
II. acc. pl. fém. • μόνας dans la loc. κατὰ μόνας, à soi seul, par soi seul.
Étymologie: μένω.
Russian (Dvoretsky)
μόνος: ион. μοῦνος, дор. μῶνος 3
1 один-единственный, только один (εἷς καὶ μ. καὶ τελειὸς οὐρανός Arst.): ὁ μ. ἔην μετὰ πέντε κασιγνήτῃσιν Hom. (Долон) был единственным (сыном) при пяти сестрах;
2 (= εἶς) один: τάδ᾽ ἐκ δυοῖν ἔρρωγεν, ού μόνου, κακά Soph. эти бедствия обрушились не на одного (из них), а на обоих;
3 один, одинокий (μὴ λίπῃς μ᾽ οὕτω μόνον Soph.): σὺν τέκνοις μόνη μόνοις Eur. одна наедине со своими детьми; μ. ἀπ᾽ ἄλλων Soph. уединенно, вдали от прочих; σοῦ μ. Soph. покинутый тобой; αὐτὸς καθ᾽ αὑτὸν μ. Plat. сам по себе, отдельный, особый; κατὰ μόνας (v.l. καταμόνας) Thuc. одними своими силами, один или одни - см. μόνον.
Greek (Liddell-Scott)
μόνος: -η, -ον, πρβλ. μονάς· Ἐπικ. καὶ Ἰων. μοῦνος, τοῦτον δὲ τὸν τύπον μόνον μεταχειρίζεται ὁ Ὅμ. (ὡς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις πλὴν τοῦ μονόω), Ἡσ. καὶ Ἡρόδ., εἶναι δὲ ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ. (Π. 9. 46, Ι. 5 (4). 15), παρὰ Σοφ. ἔν τε τοῖς ἰαμβικοῖς καὶ τοῖς λυρικοῖς, παρ’ Αἰσχύλῳ μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ μουνώψ, παρ’ Εὐρ. μόνον ἐν τῷ μούναρχος, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. xii· Δωρ. μῶνος, Θεόκρ. 2. 65., 20. 45. Ὡς καὶ νῦν, μόνος, κοιν. «μονάχος», ἀφειμένος μόνος, ἐγκαταλελειμμένος, Λατ. solus, Ὅμ., κλ.· μετὰ τῆς μετοχ. τοῦ εἰμὶ (sum), μοῦνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν Ἰλ. Δ. 388· ἢ ὅγε μοῦνος ἐὼν Ὀδ. Γ. 217· μούνω ἄνευθ’ ἄλλων ΙΙ. 239· συναπτόμενον μετὰ τοῦ ἔρημος, ἄφετε μούνην ἔρημον Σοφ. Ἀντ. 887, Φιλ. 469· μόνοι γάρ ἐσμεν (ἔνθα ὁ Ἀριστοφ. αὐτοὶ) Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 21. 2) μετὰ γεν., μόνος σοῦ, ἐστερημένος σοῦ, ἄνευ σοῦ, ὡς τὸ μεμονωμένος καὶ μονωθείς, Σοφ. Αἴ. 511· ὡσαύτως, μοῦνος ἀπό τινος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 193, Σοφ. Φιλ. 183, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 908: ἐντεῦθεν ὡσαύτως καὶ ἐν πολλοῖς συνθέτοις μετὰ τῆς σημασίας τῆς ἐγκαταλείψεως, ὡς ἐν τῷ μονομήτωρ, ἀλλὰ πρβλ. Monk εἰς Εὐρ.· Ἄλκ. 418. ΙΙ. μόνον, μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτεν, μοῦνον δ’ αὖτ’ Ὀδυσῆα πατὴρ τέκεν Ὀδ. Π. 118, πρβλ. Ἰλ. Ι. 478· μόνης γὰρ σοῦ κλύων ἀνέξεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 838, πρβλ. 632, Πρ. 425, κτλ.· - συχνάκις σχεδὸν ὡς τὸ εἷς, οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, ἀλλά... δύω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 11, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1280· ἐντεῦθεν ἐπιτεταμ., εἷς μόνος, μόνος εἷς Ἡρόδ. 1. 38, Σοφ. Ο. Τ. 63· οὕτως ἅπαξ παρ’ Ὁμ., μία μούνη Ὀδ. Ψ. 227· - συνημμένον μετὰ τοῦ αὐτός, αὐτὼ μόνω Πλάτ. Λῦσ. 211C· αὐτοὶ καθ’ αὑτοὺς μόνοι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 307Ε. 2) μετὰ γεν., μοῦνος πάντων ἀνθρώπων, μόνος ἐξ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 1. 25, πρβλ. 2. 29· μόνος ἀνδρῶν, Ἑλλήνων Σοφ. Ο. Κ. 1250, Ἠλ. 531· ὦ μόνα ὦ φίλα γυναικῶν Εὐρ. Ἄλκ. 460· μόνος θεῶν γὰρ θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1392· μόνος τῶν ἄλλων Λυκοῦργ. 184 ἐν τέλ. 3) παρὰ τοῖς Τραγ. συχνάκις ἐπαναλαμβάνεται ἐν τῇ αὐτῇ προτάσει, ξυμπεσὼν μόνος μόνοις Σοφ. Αἴ. 467· Ἕκτορος μόνος μόνου... ἐναντίος αὐτόθι 1283· σὺν τέκνοις μόνη μόνοις Εὐρ. Μήδ. 513· οὕτω, μοῦνοι μούνοισι Ἡρόδ. 9. 48· μόνος μόνῳ Δημ. 273. 1. ΙΙΙ. ὡς τὸ οἶος ΙΙ, μόνος εἰς τὸ εἶδός του, ἐξαίρετος, «μοναδικός», ὡς τὸ Λατ. unus, ἀντὶ unicus, ὡς ἔν τισι συνθέτοις, μονολέων, μονόλυκος. IV. Ὑπερθετ. μονώτατος, εἷς καὶ μόνος ὑπὲρ πάντας τοὺς ἄλλους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 352, Πλ. 182, Λυκοῦργ. 159. 3, Θεόκρ. 15. 137. Β. Ἐπίρρ., μόνως, μόνον, Θουκ. 8. 81 (διάφ. γραφ. μόνον), Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 5, Κύρ. 3. 2, 23. ΙΙ. τὸ σύνηθες ἐπίρρ. εἶναι μόνον, Λατ. solum, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· οὐχ. ἅπαξ μ. Αἰσχύλ. Πρ. 209, πρβλ. 621, 849. 2) μόνον, «μονάχα», Λατ. modo, συχν. μετὰ προστ., μ. φυλάξαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 1012· ἀποκρίνου μ. Πλάτ. Γοργ. 494D· οὕτω, μ. Κράτος συγγένοιτό μοι Αἰσχύλ. Χο. 244· μή με καταπίῃς μ. Εὐρ. Κύκλ. 219, κτλ.· ἐὰν μ., Λατ. dummodo, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 25· οὐσίαν..., οὐ χωριστὴν μ., «μόνον ποῦ δὲν εἶναι...», ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5. 3) συχνάκις ὡσαύτως δυνάμεθα νὰ ἑρμηνεύσωμεν τὸ ἐπίθετ. μόνος ὡς ἐπίρρ., χοίνικος μόνης ἁλῶν, μόνον διὰ μίαν χοίνικα ἅλατος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 814· - ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ μόνος ποιεῖ καὶ μόνον ποιεῖ εἶναι καταφανής· μόνος ποιεῖ, δηλ. μόνος του κάμνει τι· μόνον ποιεῖ, μόνον κάμνει τι, Jelf. Gr. Gr. § 714 Obs. 3. 4) συχνὸν παρ’ Ἀττ., οὐ μόνον..., ἀλλὰ καί... Ἀριστοφ. Ἱππ. 1282, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, κτλ.· οὐ μ., ἀλλά... Σοφ. Φιλ. 555· - τὸ μόνον, ὡς τὸ Λατιν. solum, ἐνίοτε παραλείπεται ἐν ταῖς φράσεσι ταύταις, μὴ τοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄποθεν Θουκ. 4. 92, πρβλ. Valck. καὶ Monk εἰς Ἱππ. 359, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1489. 5) μόνον οὐ, ὡς τὸ Λατ. tantum non, μόνον ’ποῦ..., σχεδόν, Ἀριστοφ. Σφ. 517, Δημ. 409. 18, κτλ.· μόνον οὐκ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρουσι Πλάτ. Πολ. 600D· παρὰ μεταγενεστ. φέρεται μονονού, Πολύβ. 3. 109, 2, κτλ.· οὕτω, μονονουχί, Δημ. 9. 11, Πολύβ. 3. 102, 4. ΙΙΙ. κατὰ μόνας, ὡς ἐπίρρ., μόνος Θουκ. 1. 32, 37, Ἰσαῖ. 67. 19, Πλάτ., κλ. IV. μόνη = μόνον, Πλούτ. 2. 583D. - Περὶ τοῦ μόνος καὶ τῶν ἐξ αὐτοῦ ἐπιθέτων πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 9 κἑξ.
English (Slater)
μόνος, μοῦν
ος (μόνος, -ον; -α, -αις; -ον nom: μοῦνος; -αν; -α nom.)
a alone; by oneself, by itself ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος (sc. Πάτροκλος) (O. 9.72) ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος (O. 10.53) παῖς ὅνπερ μόνον ἀθανάτα τίκτεν Θέτις as her only son (P. 3.100) παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί (P. 4.96) ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος (P. 4.227) μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦ he alone of the nation of Danaoi (P. 8.52) κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν (P. 9.27) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (I. 5.12) τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2. ]φρασάμαν μόνος[ ?fr. 345a. 8. emphasised by secondary phrase, (Πηλεὺς) ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς (byz.: μοῦνος codd.) (N. 3.34) Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν fr. 169. 45. repeated, unique, τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον (P. 2.43)
b a single, one pl. pro sing. τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν (P. 9.85)
Spanish
English (Abbott-Smith)
μόνος, -η, -ον, [in LXX chiefly for לְבַד;]
1.adj., alone, solitary, forsaken: c. verb., Mt 14:23, Mk 6:47, Lk 9:36, al.; c. pron., Mt 18:15, Mk 9:2, al.; c. subst., Mk 9:8, Lk 4:8, al.; pleonast., οὐκ… εἰ μὴ μ., Mt 12:4, Lk 6:4, al.; attrib., only, (ὁ) μ. θεός, Jo 5:44 17:3, Ro 16:27, I Ti 1:17, Ju 25.
2.As adv.,
(a)neut., (μόνον, alone, only: referring to verb or predic., Mt 9:21, Mk 5:36, Ja 1:22, al. (v. Bl., §44, 2); οὐ (μὴ) μ., Ga 4:18, Ja 1:22; οὐ μ.… ἀλλά (Bl, §77, 133), Ac 19:26, I Jo 5:6, al.; id. seq. καί (Bl., §81, 12), Ro 5:3 9:10, II Co 8:19, al.;
(b)κατὰ μόνας, alone (Bl., §44, 1), Mk 4:10, Lk 9:18.
English (Strong)
probably from μένω; remaining, i.e. sole or single; by implication, mere: alone, only, by themselves.
English (Thayer)
μόνη, μόνον, the Sept. chiefly for לְבַד (from Homer down);
1. an adjective, alone (without a companion);
a. with verbs: εἶναι, ἑυρίσκεσθαι, καταλείπεσθαι, etc., ἐγώ, αὐτός, οὐ, etc.: Winer's Grammar, 131 (124) note): T omits; L Tr brackets WH reject the verse); ἀλλά, ὁ μόνος Θεός, he who alone is God: ὁ μόνος δεσπότης, οὐκ ... εἰ μή μόνος: οὐδείς ... εἰ μή μόνος, forsaken, destitute of help, μόνον as adverb, alone, only, merely: added to the object, WH marginal reading μόνων); referring to an action expressed by a verb, μόνον μή, οὐ (μή) μόνον, ἀλλά, L ἀλλά καί; cf. Winer's Grammar, 498 (464); Buttmann, 370 (317)); by ἀλλά πολλῷ μᾶλλον, ἀλλά καί, Buttmann)); οὐ μόνον δέ ἀλλά καί: Winer's Grammar, 583 (543)), οὐ δέ μόνον etc.); κατά μόνας (namely, χώρας), see καταμόνας).
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μόνος, -η, -ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῦν
ος, -η, -ον, δωρ. τ. μῶνος, -η, -ον)
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῦν
ος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.)
2. στερημένος από άλλους, απομονωμένος, εγκατελειμμένος(α. «έμεινε μόνος στον κόσμο μετά τον θάνατο της γυναίκας του
β. «πάντων ἄμμορος ἐν βίῳ κεῖται μοῦν
ος ἀπ' ἄλλων», Σοφ.)
3. μοναδικός στο είδος του, εξαιρετικός (α. «είναι ο μόνος που μπορεί να βρει λύση στο πρόβλημά σου» β. «μόνην κυήσασαν Θεὸν τον ἀναλλοίωτον», Μηναί.
4. (το ουδ. ως επίρρ.) μόνο(ν)
αποκλείοντας κάθε άλλον ή κάθε άλλη περίπτωση, αποκλειστικά, μονάχα (α. «μόνο μέσα σε έναν χρόνο στην Ελλάδα καίγονται εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δασών» β. «μόνο κάθε Τρίτη έχει επισκεπτήριο» γ. «μόνον Κράτος τε καὶ Δίκη σὺν τῷ τρίτῳ πάντων μεγίστῳ Ζηνὶ συγγένοιτο νῷν», Αισχύλ.)
5. φρ. α) «μόνος και έρημος»
(εμφαντικά) εντελώς απομονωμένος, ολομόναχος
β) «όχι μόνο..., αλλά και», «όχι μόνον..., αλλά ούτε», «οὐ μόνον..., ἀλλὰ καί», «οὐ μόνον..., ἀλλ' οὐδέ» — χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις επιδοτικής συμπλοκής
γ) «κατά μόνας» — κατ' ιδίαν, χωρίς την παρουσία άλλου, απομονωμένα
νεοελλ.
φρ. α) «από μόνος μου, σου, του...» — απρόσκλητος, αφ' εαυτού («ήλθα από μόνος μου»)
β) «μόνο και μόνο» — χρησιμοποιείται για επίταση της αποκλειστικότητας
νεοελλ.-μσν.
1. (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του, μας, σας, τους) α) δηλώνει αυτοπάθεια («μόνος του σκοτώθηκε»)
β) δηλώνει αυτόματη ενέργεια
γ) αυτοπροσώπως, εγώ ο ίδιος χωρίς τη μεσολάβηση ή τη βοήθεια άλλου («θα πάω μόνος μου και θα του μιλήσω»)
2. άγαμος, ανύπαντρος
3. (για κράτος) χωρίς συμμάχους
4. αβοήθητος
5. (το ουδ. ως επίρρ.) α) (για δήλωση εξαίρεσης) παρά, εκτός, παρά μόνο («δεν έχει κανέναν στον κόσμο, μόνο έναν μακρινό εξάδελφο»)
β) αλλά, όμως, εν τούτοις («σού υπόσχομαι ότι θα το τελειώσω, μόνο που δεν ξέρω πότε»)
γ) (με βουλητική πρόταση για να δηλωθεί όρος, προϋπόθεση) αρκεί να..., φτάνει να... («θα σέ αφήσω να πας, μόνο να προσέχεις»)
6. φρ. «μόνο που δεν...» ή «μόνον πως δεν...» — λίγο έλειψε να...
μσν.
1. ίδιος, όμοιος
2. (για τόπο) απόμερος
3. (το ουδ. ως σύνδ.) λοιπόν
4. φρ. «μόνον και...» — έστω και...
μσν.-αρχ.
ένας μόνο, ένας («τάδ' ἐκ δυοῑν ἔρρωγεν, οὐ μόνου κακά», Σοφ.)
αρχ.
1. διακεκριμένος, μοναδικός σε κάτι («[επέδειξε] σαφέστατα μόνος ἀνθρώπων», Λυσ.)
2. φρ. μόνον οὐ» — σχεδόν
3. (στον υπερθ.) μονώτατος, -άτη, -ον- ένας και μόνος, πάνω από όλους τους άλλους, καλύτερος από όλους τους άλλους
4. αυτός που κατασκευάστηκε σε ένα κομμάτι
5. (η δοτ. του θηλ. ως επίρρ.) μόνη
αποκλειστικά, μονάχα.
επίρρ...
μόνως (Α)
μόνον, αποκλειστικά, μονάχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αττ. τ. μόνος έχει προέλθει από μον-Fος (με επίθημα Fos, πρβλ. ὅλος < ολ-Fος, οἷος < οι-Fος) με απλοποίηση του συμπλέγματος -νF- χωρίς αντέκταση, ενώ ο ιων. τ. μοῦνος και ο δωρ. μῶνος είναι προϊόντα αντέκταση ς (πρβλ. oδ-Fος > οὐδός ιων., ὠσός δωρ., ὀδός αττ.). Η σύνδεση της λ. με το επίθ. μανός «χαλαρός, αραιός» και με το ρ. μινύθω προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες.
ΠΑΡ. μονάδα(-άς), μονάζω, μονώνω (-όω)
αρχ.
μονάδην, μοναδόν, μοναχού, μονόθεν, μονώδης
αρχ.-μσν.
μοναχώς, μονία (II), μονιός, μονότης
μσν.- νεοελλ.
μόνιος.
ΣΥΝΘ. Για σύνθ. με α' συνθετικό μόνος βλ. μον(ο)-. (Β συνθετικό) κατάμονος
νεοελλ.
πεντάμονος.
Greek Monotonic
μόνος: Επικ. και Ιων. μοῦνος, -η, -ον, Δωρ. μῶνος, -α, -ον, μόνος.
Α. I. 1. αφημένος μόνος, παρατημένος, μοναχικός, Λατ. solus, σε Όμηρ. κ.λπ.· μοῦνος ἐών, στον ίδ.· μούνω ἄνευθ' ἄλλων, σε Ομήρ. Οδ.
2. με γεν., μόνος σοῦ, χωρίς εσένα, σε Σοφ.
II. 1. ο μόνος, μοναδικός, μοῦνος παῖς υἱός, μοναχογιός και μοναχοπαίδι, σε Όμηρ.· εἷςμόνος, μόνος εἷς, σε Ηρόδ., Σοφ.
2. με γεν., μοῦνος πάντων ἀνθρώπων, μόνος αυτός από όλους τους ανθρώπους, σε Ηρόδ.· μόνος ἀνδρῶν, σε Σοφ. κ.λπ.
III. υπερθ. μονώτατος, το μοναδικό πρόσωπο, αυτός που βρίσκεται πάνω απ' όλους, σε Αριστοφ., Θεόκρ. Β. I. Επίρρ. μόνως, μόνο, σε Θουκ., Ξεν.
II. 1. το σύνηθες επίρρ. είναι το μόνον, μόνο, αποκλειστικά, Λατ. solum, σε Ηρόδ., Αττ.· οὐχ ἅπαξ μόνον, σε Αισχύλ.
2. μόνο, μονάχα, Λατ. modo, με προστ., ἀποκρίνου μόνον, σε Πλάτ.· μή με καταπίῃς μόνον, σε Ευρ.
3. το επίθ. συχνά στέκεται στο λόγο ως επίρρ., χοίνικος μόνης ἁλῶν, για ένα μόνο γαλόνι αλατιού, σε Αριστοφ.
4. οὐ μόνον..., ἀλλὰ καί..., στον ίδ. κ.λπ.· το μόνον, όπως το Λατ. solum, παραλείπεται μερικές φορές σ' αυτές τις φράσεις: μὴτοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀπόθεν, σε Θουκ.
5. μόνον οὐ, όπως το Λατ. tantum non, μόνο που, σε Αριστοφ., Δημ.· μονονουχί, σε Δημ.
III. κατὰ μόνας, ως επίρρ., μόνος, σε Θουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: alone.
Other forms: ep. Ion. μοῦνος, Theoc. μῶνος
Compounds: Very often as 1. member, e.g. μόν-(μούν-)αρχος m. monarch with -έω, -ία etc. (Thgn., Pi., IA; cf. Scheller KZ 74, 233 n. 1).
Derivatives: 1. μονάς, μουνάς, -άδος adj. f. (also m. Schwyzer 507, Chantraine Form. 358) lonely Trag., AP), subst. f. unity (Pl.; Schwyzer 597) with μοναδ-ιαῖος of uniform greatness (Hero), -ικός consisting of unities, uniform, individual (Arist.), -ιστί adv. in unities (Nicom.), -ισμός m. formation of unity (Dam.). -- 2. μοναχ-ῃ̃ (Pl., X.), -ῶς (Arist.) only in one way, -οῦ (Pl., Thphr.) onl in one place; adj. μοναχός individual (Arist., Epicur.), also m. hermit, monk (AP, Procop.), Lat. monachus, with f. μονάχ-ουσα (Jerusalem VIp), adj. -ικός belonging to a hermit, monkish (Just., pap. VIp); subst. μοναχισμός monastic life, cf. Leumann Sprachgesch. u. Wortbed. 304; μοναχ-όω get lonely (Aq.). -- 3. μουνάξ adv. lonely, alone (Od., Arat.; to μοναχοῦ etc.?, Schwyzer 620), μοναξία lonelyness (sch., Eust.) from *μοναξός as διξός etc., PN Μονάξιος (Vp); Schulze KZ 33, 394f. = Kl. Schr. 313f., Schwyzer 598. -- 4. μονιός, μούνιος living alone, wild (Call., AP ), μονίας m. lonely man (Ael.). -- 5. μονία, -ίη lonelyness, celibate (Max.), μονότης f. unity (Sm., Iamb.), singularity (Alex. Aphr. in Metaph.). -- 6. μουνόθεν (Hdt. 1, 116; v. 1. -οθέντα), μονά-δην (A. D., EM), μουνα-δόν (Opp.) lonely, alone. -- 7. Verbs: μονόομαι (μουν-), -όω be left alone, leave alone (Il.; Wackernagel Unt. 122ff.) with μόν-ωσις lonelyness (Pl., Ph.), -ώτης m. = μονίας (Arist.), -ωτικός (left) alone (Ph.); μονάζω stay alone, isolate oneself (LXX, Christ. writers, gramm.) with μονασμός lonely situation (Eust.), μοναστήριον cel of a hermit, cloister (Ph., pap.), μονάστρια f. nun (Just.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [728] *men- small, alone
Etymology: Beside PGr. *μόνϜος, from where Ion. μοῦνος, Att. etc. μόνος (Kretschmer KZ 31, 444), stands, though in meaning a little apart, *μανϜός in μανός, μανός (s.v.) thin, rare, which agrees with Arm. manr, gen. manu small, thin. An element -u̯o- appears also in the synonymous οἶϜος (s. οἶος) and in ὅλος (s.v.) of related meaning; further *μόνϜος is isolated. A quite different formation with velar shows Skt. manā́k a little, Lith. meñkas scanty, Toch. B meṅki less a.o.; ambiguous is Hitt. maninku- short, near (formation as Lat. prop-inquus? Duchesne-Guillemin Trans. Phil. Soc. 1946 p. 82f., Benveniste BSL 50, 41). On the occasional contact with the group of μινύθω s.v.; also WP. 2, 266 f. Pok. 728 f., W.-Hofmann s. minor. -- Improbable Hahn Lang. 18, 88.
Middle Liddell
μόνος, επιξ ανδ Ionic μοῦνος, η, ον
I. alone, left alone, forsaken solitary, Lat. solus, Hom., etc.; μοῦνος ἐών Hom.; μούνω ἄνευθ' ἄλλων Od.
2. c. gen., μόνος σοῦ without thee, Soph.; also, μοῦνος ἀπό τινος Hhymn., Soph.
II. alone, only, μοῦνος παῖς υἱός an only son. Hom.; εἷς μόνος, μόνος εἷς Hdt., Soph.
2. c. gen., μοῦνος πάντων ἀνθρώπων alone of all men, Hdt.; μόνος ἀνδρῶν Soph., etc.
III. Sup. μονώτατος, the one only person, one above all others, Ar., Theocr.
B. adv. μόνως, only, Thuc., Xen.
II. the common adv. is μόνον, alone, only, Lat. solum, Hdt., Attic; οὐχ ἅπαξ μ. Aesch.
2. only, Lat. modo, with an imperat., ἀποκρίνου μ. Plat.; μή με καταπίῃς μ. Eur.
3. the adj. often stands as an adv., χοίνικος μόνης ἁλῶν for a gallon of salt only, Ar.
4. οὐ μόνον…, ἀλλὰ καὶ…, Ar., etc.:— μόνον, like Lat. solum, is sometimes omitted in these phrases, μὴ τοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀπόθεν Thuc.
5. μόνον οὐ, Like Lat. tantum non, all but, Ar., Dem.; μονονουχί Dem.
III. κατὰ μόνας, as adv. alone, Thuc.
Frisk Etymology German
μόνος: {mónos}
Forms: ep. ion. μοῦνος, Theok. μῶνος
Meaning: allein.
Composita: Sehr oft als Vorderglied, z.B. μόν-(μούν-)αρχος m. Alleinherrscher mit -έω, -ία usw. (Thgn., Pi., ion. att.; vgl. Scheller KZ 74, 233 A. 1 m. Lit.).
Derivative: Ableitungen: 1. μονάς, μουνάς, -άδος Adj. f. (auch m. Schwyzer 507, Chantraine Form. 358) vereinzelt, einsam Trag., AP), Subst. f. Einheit, Monade (Pl. usw.; Schwyzer 597) mit μοναδιαῖος von einheitlicher Größe (Hero), -ικός aus Einheiten bestehend, einheitlich, individuell (Arist. usw.), -ιστί Adv. in Einheiten (Nikom.), -ισμός m. Bildung von Einheit (Dam.). — 2. μοναχῇ (Pl., X.), -ῶς (Arist. u.a.) nur in éiner Weise, -οῦ (Pl., Thphr. u.a.) nur an éinem Ort; davon das Adj. μοναχός einzeln (Arist., Epikur. usw.), auch m. Einsiedler, Mönch (AP, Prokop. u.a.), lat. monachus, mit f. μονάχουσα (Jerusalem VIp), Adj. -ικός zum Einsiedler gehörig, mönchisch (Just., Pap. VIp); Subst. μοναχισμός Mönchtum, vgl. Leumann Sprachgesch. u. Wortbed. 304; μοναχόω vereinzeln (Aq.). — 3. μουνάξ Adv. einzeln, allein (Od., Arat.; zu μοναχοῦ usw.?, Schwyzer 620), μοναξία Einsamkeit (Sch., Eust.) von *μοναξός wie διξός usw., PN Μονάξιος (Vp); Schulze KZ 33, 394f. = Kl. Schr. 313f., Schwyzer 598. — 4. μονιός, μούνιος alleinlebend, wild (Kall., AP u.a.), μονίας m. einsamer Mensch (Ael.). — 5. μονία, -ίη Einsamkeit, Ehelosigkeit (Max.), μονότηςf. Einheit (Sm., Iamb.), Sonderbarkeit (Alex. Aphr. in Metaph. u.a.). — 6. μουνόθεν (Hdt. 1, 116; v. 1. -οθέντα), μονάδην (A. D., EM), μουναδόν (Opp.) einzeln, allein. — 7. Verba: μονόομαι (μουν-), -όω allein gelassen werden, allein lassen (seit Il.; Wackernagel Unt. 122ff.) mit μόνωσις Einsamkeit (Pl., Ph. u.a.), -ώτης m. = μονίας (Arist. u.a.), -ωτικός ‘allein (gelassen)’ (Ph.); μονάζω allein bleiben, sich absondern (LXX, Kirchenschriftst., Gramm. u.a.) mit μονασμός einsamer Zustand (Eust.), μοναστήριον Eremitenzelle, Kloster (Ph., Pap. u.a.), μονάστρια f. Nonne (Just.).
Etymology: Neben urgr. *μόνϝος, woraus ion. μοῦνος, att. usw. μόνος (Kretschmer KZ 31, 444), steht, allerdings in der Bed. etwas abweichend, *μανϝός in μανός, μανός (s.d.) dünn, locker, das zu arm. manr, Gen. manu klein, dünn stimmt. Ein u̯o-Element erscheint auch in dem synonymen οἶϝος (s. οἶος) und in dem sinnverwandten ὅλος (s.d.); sonst steht *μόνϝος isoliert. Eine ganz abweichende Bildung mit Guttural zeigen aind. manā́k ein wenig, lit. meñkas gering, toch. B meṅki minder u.a.; mehrdeutig ist heth. maninku- kurz, nahe (Bildung wie lat. prop-inquus? Duchesne-Guillemin Trans. Phil. Soc. 1946 S. 82f., Benveniste BSL 50, 41). Über die gelegentliche Berührung mit der Sippe von μινύθω s.d.; außerdem WP. 2, 266 f. Pok. 728 f., W.-Hofmann s. minor. — Morphologisch und auch lautlich unwahrscheinlich ist die Grundform *sm-on-u̯o-s (zu sem- in εἷς usw.) bei Hahn Lang. 18, 88 (mit Leo Meyer und de Saussure).
Page 2,253-254
Chinese
原文音譯:mÒnoj 摩挪士
詞類次數:形容詞(47)
原文字根:獨一 相當於: (בַּד / לְבַד)
字義溯源:僅存的*,僅,僅是,僅要,只,只是,只要,只有,趁只有,但,一粒,一個人,獨一的,單,單是,獨,單獨,惟獨,獨有,獨一,獨自,獨自一人,親自,自己,以外
同源字:1) (καταμόνας)單獨 2) (μονογενής)獨生 3) (μόνον)僅 4) (μόνος)僅存的 5) (μονόφθαλμος)一只眼的 6) (μονόω)孤立
出現次數:總共(45);太(7);可(3);路(8);約(10);羅(3);林前(2);加(1);腓(1);西(1);帖前(1);提前(3);提後(1);來(1);約貳(1);猶(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 單(6) 太4:4; 太4:10; 路4:4; 路4:8; 林前14:36; 加6:4;
2) 獨自一人(4) 約8:16; 約8:29; 約16:32; 約16:32;
3) 獨有(4) 林前9:6; 提前6:15; 提後4:11; 啓15:4;
4) 只有(4) 太14:23; 太24:36; 腓4:15; 西4:11;
5) 獨一的(3) 約17:3; 提前1:17; 猶1:25;
6) 獨一(3) 約5:44; 羅16:27; 提前6:16;
7) 獨自(3) 可6:47; 帖前3:1; 來9:7;
8) 獨(3) 太17:8; 路24:12; 約6:15;
9) 一人(2) 路9:36; 約8:9;
10) 單獨(2) 可9:2; 可9:8;
11) 一粒(1) 約12:24;
12) 僅是(1) 約貳1:1;
13) 僅(1) 羅16:4;
14) 一個人(1) 羅11:3;
15) 獨自的(1) 路10:40;
16) 趁只有(1) 太18:15;
17) 只是(1) 太12:4;
18) 以外(1) 路5:21;
19) 之外(1) 路6:4;
20) 親自(1) 路24:18;
21) 自己(1) 約6:22
English (Woodhouse)
alone, lonely, only, unaided, unattended, by one's own exertions
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό μένω. Εἶναι συγγενικό μέ τό μανός (=λεπτός, μικρός, λίγος).
Παράγωγα: μονάζω, μονάς, μοναδικός, μοναχικός, μοναχός, μονήρης, μονία, μονόω, μόνωσις, μονώτης, μονωτικός, ἀπομόνωσις, ἀπομονωτικός, μονωτί καί τά σύνθετα μόναρχος ἤ μονάρχης, μοναρχία, μοναρχῶ, μοναρχικός, μονήρης, μονογενής, μονομάχος, μονόξυλος, μονοφυής, μονῳδία, μονώψ (=μονόφθαλμος), μῶνυξ.
Léxico de magia
ὁ único ref. a la divinidad suprema προστάσσει σοι ὁ ἀεὶ καὶ μ. te lo ordena el eterno y único P XIII 259 Αὐτὸς γὰρ ὁ Αἰὼν Αἰώνος, ὁ μ. καὶ ὑπερέχων, ἀθεώρητος διαπορεύεται τὸν τόπον pues El, el Eón de Eón, el único y que está por encima, recorre invisible el lugar P XIII 329 ἐπικαλοῦμαί σε, ἀέναε καὶ αγένητε, τὸν ὄντα ἕνα, μόνον τῶ<ν> πάντων συνέχοντα τὴν ὅλη<ν> κτίσιν te invoco a ti, eterno y no creado, al que es uno, al único entre todos que sostiene la creación entera P XIII 842
Lexicon Thucydideum
solus, alone, 1.38.4, 1.39.3. 1.69.4, 1.69.41.70.7. 1.73.4. 1.84.2, 1.102.2, 2.4.5, 2.9.2. 2.30.1. 2.40.2. 2.40.5. 2.41.3, 2.41.32.43.1. 2.44.4, 2.63.1. 2.64.1, 2.102.2. 3.11.1. 3.11.13.22.2, 3.43.3. 3.47.4. 3.54.3. 3.57.4. 3.62.1, 3.62.2. 3.63.3. 3.64.1. 3.69.1. 4.66.4. 4.84.2. 4.108.5. 4.110.2, 5.5.3. 5.26.3. 5.43.3. 5.59.3, 5.67.1. 5.113.1. 6.46.1, 6.62.2. 6.79.3. 6.83.2. 6.91.2, 6.91.6. 6.103.3, 7.16.1. 7.37.3. 7.44.1. 7.55.2. 7.57.5. 7.58.2. 7.58.27.3.1. 7.3.17.63.4. 8.24.4. 8.45.3. 8.53.3. 8.81.1, 8.96.5. 8.98.1.
per se ipsum, sine ullo auxilio, by himself, without any help, 1.32.5, 1.37.4.
Lexicon Thucydideum
solum, ground, territory, 1.17.1, 1.19.1. 1.32.5, 1.37.1. 1.39.2. 1.40.3. 1.69.1. 1.82.1, 2.28.1. 2.43.3, 2.62.2. 2.62.3, 2.97.3. 3.36.2, 3.39.2. 3.52.4, 3.59.1. 3.63.2. 4.28.2, 4.53.3, 4.60.1. 4.85.6. 4.92.5. 5.10.3. 5.60.3, 6.12.1. 6.12.2, 6.16.3. 6.18.2. 6.21.1. 6.23.1. 6.33.1, 6.38.4. 6.38.46.39.2. 6.54.5. 6.55.1. 6.56.2. 6.77.2. 6.84.3. 6.91.4. 6.105.2, 7.44.7. 7.56.2. 7.56.3. 7.56.37.57.7. 7.70.2. 7.75.2. 8.27.3. 8.27.5. 8.68.4. 8.72.1. 8.73.4. 8.83.3, 8.91.1. 8.3.1. 8.109.1.
Translations
alone
Arabic: وَحِيد, مُنْفَرِد; Armenian: մենակ; Aromanian: singur; Assamese: অকলে; Basque: bakarrik; Belarusian: сам; Bulgarian: сам; Catalan: sol; Chinese Mandarin: 單獨, 单独, 獨自, 独自; Czech: sám; Dalmatian: sanglo; Dutch: alleen; Esperanto: sole; Estonian: üksi, üksinda; Fijian: taudua; Finnish: yksin, yksinään, yksikseen, itsekseen; French: seul; Friulian: sôl, bessôl; Georgian: მარტო, მარტოხელა, ეული; German: allein, einsam; Alemannic German: allei; Greek: μόνος; Hebrew: לְבַד; Hindi: अकेला; Hungarian: egyedül, egymagában; Icelandic: ein; Italian: solo, da solo; Japanese: 一人, 単独; Kazakh: жалғыз; Korean: 홀로; Lao: ດຽວ; Latin: solus; Latvian: tikai, viens pats; Livonian: ikšiggiņ; Luxembourgish: eleng; Macedonian: сам; Malay: bersendirian; Malayalam: ഒറ്റയ്ക്ക്, തനിച്ച്, തനിയെ; Maltese: waħdi; Maori: tōtahi; Norwegian: alene; Occitan: sol; Old Prussian: āins; Oriya: ଏକା; Persian: تنهایی, تنها, یکه; Plautdietsch: auleen; Polish: samotnie; Portuguese: sozinho; Romanian: singur; Romansch: sulet, persul, parsul; Russian: один, одинокий; Sanskrit: एकाकी; Sardinian: solu, sou; Scots: alane; Serbo-Croatian Cyrillic: са̑м; Roman: sȃm; Sicilian: sulu; Slovak: sám, osamote; Spanish: solo; Swedish: ensam, allena; Thai: เดียว; Turkish: yalnız, tek; Ukrainian: один, сам; Urdu: اکیلا; Vietnamese: một mình; Welsh: unig; Zazaki: teyna, tenya; ǃXóõ: ʻáa