ὁμολογέω
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
S.Ph.980 (but very rare in Poets), Hdt. and Att. (v. infr.):
A fut. ὁμολογήσω Hdt.8.144, etc.: aor. ὡμολόγησα Id.9.88, etc.: perf. ὡμολόγηκα And.1.29, etc.:—Med., pres. and aor., Pl. (v. infr.):—Pass., fut. ὁμολογήσομαι Hp.de Arte4 (v.l.), Pl.Tht.171b: aor. ὡμολογήθην Th.8.29, etc.: pf. ὡμολόγημαι Pl. (v. infr.), etc.:—to be ὁμόλογος: hence,
I agree with, say the same thing as, c. dat., λέγουσι Κορίνθιοι, ὁμολογέουσι δέ σφι Λέσβιοι Hdt.1.23, cf. 171, 2.4; Κυρηναῖοι τὰ περὶ Bάττον οὐδαμῶς ὁμολογέουσι Θηραίοισι Id.4.154.
II correspond, agree with, whether of persons or things, c. dat., [τὸ ἓν] ἑωυτῷ ὁ. Heraclit.51; ὁμολογέουσι ταῦτα τοῖσι Ὀρφικοῖσι Hdt.2.81; αὗται αἱ πόλιες τῇσι πρότερον λεχθείσῃσι ὁμολογέουσι κατὰ γλῶσσαν οὐδέν Id.1.142, cf. 2.18; have to do with, ὁμολογέοντας κατ' οἰκηϊότητα Περσίϊ οὐδέν Id.6.54; τοῖς λόγοις τοὺς μάρτυρας ὁμολογοῦντας Antipho 6.31; οὐκ ἔφη τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις ὁμολογεῖν Th.5.55; ὥστε μηδὲν ὁμολογεῖν τὼ τρόπω τὼ ἀλλήλων are utterly unlike, Lys.20.12.
b to be coordinated, πρὸς ἓν ἔργον Gal.UP1.8: metaph., of a vowel, agree, i.e. form a diphthong, Plu.2.737f.
c to be suitable for, c. gen., ὁμολογεῖ ὤμου ἡ περὶ τὴν ἑτέρην μασχάλην περιβολή Hp.Off.9.
2 agree to a thing, grant, concede, ὁμολογῶ τάδε S.l.c.: abs., Hdt.8.94; τινί τι Pl.Smp. 195b; αὐτοῖς ὡμολογηκὼς ταύτην τὴν ὁμολογίαν Id.Cri.52a; ὁμολογοῖεν ἂν ἡμῖν οἱ ἄνθρωποι, ἢ οὔ; Id.Prt.357a; ὅπως.. τῇ τύχῃ σου χάριτας ὁμολογεῖν δυνηθῶ that I may avow my gratitude... PRyl.114.32 (iii A. D.); ὁ. χάριν θεοῖς acknowledge gratitude, Luc.Laps.15 (ὁ. ἔν τινι Ev.Matt.10.32 appears to be an Aramaism; ὁ. ἐφ' ἁμαρτίαις LXX Si.4.26): without acc. rei, ὁμολογῶ σοι I grant you, i.e. 1 admit it, Ar.Pl.94; parenthetically, ἀφειλόμην, ὁμολογῶ I allow it, X.An.6.6.17: c. inf., ὁ. Νικίαν ἑορακέναι allows, confesses that he has seen... Eup. 181.3; ὁ. σε ἀδικεῖν I confess that I am wronging thee, E.Fr.265; ὁ. κλέπτειν Ar.Eq.296, cf. Antipho 2.4.8; ὁ. καπηλεύειν Isoc.2.1; ὁ. οὐκ εἰδέναι confess ignorance, Arist.SE183b8; ὁ. πατάξαι Ar.V.1422; ὁμολογοῦσι νοσεῖν μᾶλλον ἢ σωφρονεῖν Pl.Phdr.231d; ὁ. ἓν πάντα εἶναι Heraclit.50; ὁ. Μειδίαν ἁπάντων λαμπρότατον γεγενῆσθαι D.21.153, cf. 197; especially in receipts, ὁ. ἀπέχειν, ἐσχηκέναι, etc., PHib.1.97.5 (iii B. C.), CPR229.3 (iii A. D.), etc.; in contracts, ὁ. διαλελύσθαι πρὸς ἀλλήλους PHib.1.96.5 (iii B. C.), cf. BGU1160.3 (i B. C.), etc.; τοῦθ' ὁ. ὡς.. Pl.Chrm.163a, cf. Lg.896c: also c. Partic., ὁ. τινὰ δίκαια ὄντα Id.Cri.49e,50a; v. infr. c.
3 agree or promise to do, c. fut. inf., Antipho 6.23, And.1.62, Pl.Smp. 174a,Phdr.254b, etc.: c. aor. inf., D.42.12: c. pres. inf., ὡμολόγησαν ἑκατὸν τάλαντα ἐκτείσαντες ἀζήμιοι εἶναι Hdt.6.92: also freq. abs., promise, μισθῷ ὁμολογήσαντες (sc. ἀπαλλάξεσθαι) Id.2.86; ὁ ὁμολογῶν the person who gives an undertaking, BGU297.22 (i A. D.), etc.; make an agreement, come to terms, τινι with another, Hdt.6.33,7.172, al.; ἐπὶ τούτοισι on these terms, Id.1.60, cf. 8.140.β', Th.4.69.
b c. acc., promise, τῆς ἐπαγγελίας ἧς (for ἣν) ὡμολόγησεν ὁ θεὸς τῷ Ἀβραάμ Act.Ap.7.17; θεῷ ὑψίστῳ εὐχὴν Αὐρήλιος Ἀσκλάπων, ἣν ὡμολόγησεν ἐν Ῥώμῃ IGRom.4.542 (Phrygia).
B Med., in sense of Act., ὑπεναντίος ὁ τρόπος.. ὁμολογεόμενος Hp.Vict.1.11; αὐτοὶ ἑαυτοῖς ὁμολογούμενοι λόγοι Pl.Ti.29c; νόμοι σφίσιν αὐτοῖς ὁ. Isoc.2.17, cf. 6.14; τὸ ταὐτὸν καὶ ὁ. Pl.Lg.741a; ὡμολογεῖτ' ἂν ἡ κατηγορία τοῖς ἔργοις αὐτοῦ D.18.14; ὁμολογούμενος καὶ σύμφωνος κατὰ τὸν βίον Plb.31.25.8; τοῦτο ὁμολογήσασθαι ὅτι.. Pl.Cra. 439b, etc.
C Pass., to be agreed upon, be allowed or be granted by common consent, X.An.6.3.9, etc.; πλέον ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἢ τρεῖς ὀβολοὶ ὡμολογήθησαν Th.8.29: c. inf., with predicate added, to be allowed or be confessed to be so and so, ἡ ὑπὸ πάντων ὁμολογουμένη ἄριστον εἶναι εἰρήνη Id.4.62; ὁμολογεῖταί γε παρὰ πάντων μέγας θεὸς εἶναι Pl.Smp. 202b, cf. X. An.1.9.20, etc.
2 without inf., ἡ τοῦ οἰκείου.. ἕξις.. δικαιοσύνη ἂν ὁμολογοῖτο should be allowed [to be] justice, Pl.R. 434a; ὁμολογούμενοι δοῦλοι And.4.17; τοὺς ὁμολογουμένους θεούς those who are admitted [to be] gods, Timocl.1.2, cf. Th.6.89.
3 abs., ὁμολογεῖται = it is granted, it is agreed, Pl.Phd. 72a, al.; τὰ ὡμολογημένα = the things granted, ibid.; ἐξ ὁμολογουμένου = ὁμολογουμένως, Plb.3.111.7.
German (Pape)
[Seite 337] zusammen, überein sprechen, dieselbe Sprache reden, eigtl. κατὰ γλῶτταν, in der Sprache übereinstimmen, Her. 1, 142; dasselbe sagen, was ein Anderer sagt, mit ihm übereinstimmen, einig sein mit ihn, τινί, 1, 23. 171; ὁμολογέουσι δὲ ταῦτα τοῖσι Ὀρφικοῖσι, sie stimmen hierin mit den Orphikern überein, 2, 81; Κυρηναῖοι τὰ περὶ Βάττον οὐδαμῶς ὁμολογέουσι Θηραίοισι, 4, 154; ἐπί τινι, 1, 60; περί τι, 2, 4; κατ' οἰκειότητα Περσέϊ οὐδέν, sie gingen in Nichts an, 6, 54; auch μισθῷ ὁμολογήσαντες, über den Sold übereinkommen, 2, 86; c. inf., ὡμολόγησαν ἀζήμιοι εἶναι, 6, 92; οὔτε Ὁμήρῳ ὁμολογοῖμεν ἄν, οὔτε αὐτοὶ ἡμῖν αὐτοῖς, Plat. Phaed. 95 a; ἀλλήλοις, Crat. 436 d; Gegensatz διαφέρεσθαι, Conv. 187 b; καὶ ξυμφωνεῖν, Rep. III, 402 d; auch c. accus., τὸν μιμητὴν ὡμολογήκαμεν, über den Nachahmer sind wir übereingekommen, Rep. X, 597 e. – Matth. 10, 32 steht ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί dem ἀρνεῖσθαι gegenüber. – Dah. zugeben, eingestehen, τάδε, Soph. Phil. 968; αὐτὸ τὸ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου, Eur. I. A. 1142; ὁμολογῶ σοι, Ar. Plut. 94; τὴν ὑπὸ πάντων ὁμολογουμένην ἄριστον εἶναι εἰρήνην, von dem alle übereinstimmend gestanden, daß er das Beste sei, Thuc. 4, 62; οὐχ ὁμολογοῦνται παρὰ σοῦ εὐδαίμονες εἶναι, Plat. Charm. 173 e; ὁμολογῶ σοφιστὴς εἶναι, Prot. 317 b (vgl. Men. monost. 158); ἐγὼ τοῦτο οὐχ ὁμολογῶ, Conv. 195 b; αὐτοὶ ὁμολογοῦσι νοσεῖν μᾶλλον ἢ σωφρονεῖν, Phaedr. 231 d; Gegensatz ἔξαρνον εἶναι, Prot. 317 b; übh. vom Disputiren, dem Gegner Recht geben, seine Meinung gutheißen; parenthetisch, ἀφειλόμην, ὁμολογῶ, Xen. An. 6, 4, 17, wo Krüger noch andere Beispiele beibringt; Luc. Hermot. 36 stellt τὰ ὁμολογούμενα τοῖς ἀμφισβητουμένοις gegenüber, – Auch = zusagen, versprechen, gew. c. inf. fut., aber auch aor., vgl. Lob. Phryn. 749; dah. im Kriege sich dem Feinde auf Bedingungen ergeben, ihm, was er fordert, zugestehen, τῷ Πέρσῃ, Her. 7, 172 u. öfter; Θάσιοι τρίτῳ ἔτει πολιορκούμενοι ὡμολόγησαν Ἀθηναίοις, Thuc. 1, 101. – Selten wird auch das med. in derselben Bdtg mit dem act. gebraucht, eigtl. für sich zugeben, Xen. Mem. 1, 2, 57, ὁμολογοῦμαι ἀγαθὸν εἶναι; Plat. vrbdt öfter αὐτοὺς αὑτοῖς ὁμ ολογουμένους λόγους, die mit sich übereinstimmen, Tim. 29 c; τὸ ταὐτὸν καὶ ὁμολογούμενον τιμῶντες, Legg. V, 741 a; Pol. ὁμολογούμενος καὶ σύμφωνος κατὰ τὸν βίον, 32, 11, 8, übereinstimmend mit sich, wie ἐξ ὁμολογουμένου, = ἐξ ὁμολόγου, 3, 111, 7.
French (Bailly abrégé)
ὁμολογῶ :
impf. ὡμολόγουν, f. ὁμολογήσω, ao. ὡμολόγησα, pf. ὡμολόγηκα, pqp. ὡμολογήκειν;
Pass. f. ὁμολογηθήσομαι, ao. ὡμολογήθην, pf. ὡμολόγημαι, pqp. ὡμολογήμην;
parler d'accord avec, d'où
1 être d'accord avec, τινι : μισθῷ ὁμολογήσαντες HDT s'étant mis d'accord sur le salaire ; avec une prép. : περί τινος, περί τι, ἐπί τινι, au sujet de qch ; τί τινι, être d'accord sur qch avec qqn;
2 convenir de, reconnaître, confesser, avouer, acc. ; en parenthèse : ὁμολογῶ XÉN je l'avoue ; Pass. ὁμολογεῖται πρὸς πάντων κράτιστος δὴ γενέσθαι XÉN tout le monde convient qu'il était excellent ; • impers. : ὡς παρὰ πάντων ὁμολογεῖται XÉN de l'aveu de tous ; particul. consentir à des conditions imposées par l'ennemi, s'arranger avec, τινι;
3 p. ext. avoir du rapport avec : αὖται αἱ πόλιες τῇσι πρότερον λεχθεισῃσι ὁμολογέουσι κατὰ γλῶσσαν οὐδέν HDT en ce qui regarde la langue, ces cités n'ont aucun rapport avec celles précédemment nommées;
Moy. ὁμολογέομαι, ὁμολογοῦμαι (ao. ὡμολογησάμην);
1 être d'accord avec soi-même ou les uns avec les autres, s'entendre mutuellement : ὁμολογέομαί τι, s'entendre sur qch;
2 amener à, convenir que, s'efforcer de faire admettre que;
3 concéder, accorder, promettre.
Étymologie: ὁμόλογος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμολογέω:
1 соглашаться, давать согласие (ὁ. κατά τι и περί τινος Her.): ὁ. τινι Her., Arph. соглашаться с кем-л.; ἐγώ τοῦτο οὐχ ὁμολογῶ Plat. с этим я не согласен;
2 согласовываться, сходиться, соответствовать (οἱ λόγοι τοῖς ἔργοις ὁμολογοῦσι Thuc.): οὐδὲν ὁ. τινι Her. не иметь ничего общего с кем-л.; τῷ τρόπῳ ἀλλήλοιν μηδὲν ὁμολογοῦσι Lys. оба они совершенно непохожи по характеру;
3 говорить на одном языке: οὐκ ὁ. τινι или οὐκ ὁ. κατὰ γλῶτταν Her. говорить на разных языках;
4 сдаваться на капитуляцию, капитулировать (τῷ Πέρσῃ Her.; Ἀθηναίοις Thuc.);
5 тж. med. признавать, принимать, допускать: ὁ. τὴν εἰρήνην Dem. принимать условия мира; ὁ. οὐκ εἰδέναι Arst. признавать свое незнание; (вводно) ὁμολογῶ Xen. я это признаю;
6 приходить к соглашению, договариваться, уславливаться: μισθῷ ὁ. Her. уславливаться о вознаграждении; ὁ. ἐπὶ τούτοισι Her. договариваться на следующих условиях; ὁμολογεῖται ἄρα ἡμῖν καὶ ταύτῃ Plat. мы, стало-быть, договорились о том (что); τὰ ὁμολογούμενα и τὰ ὡμολογημένα Plat. признанные положения; ἐξ ὁμολογουμένου Polyb. согласно условию;
7 обещать (τινι τι Men. ap. Plut.);
8 признавать, исповедовать (τινα и τι NT);
9 выражать признательность или воздавать хвалу (τῷ ὀνόματί τινος NT).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμολογέω: Σοφ. Φιλ. 980 (ἀλλὰ σπανιώτατον παρὰ ποιηταῖς), Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ὡμολόγησα: πρκμ. ὡμολόγηκα, ἅπαντα ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ. ― Μέσ., ἐνέστ. καὶ ἀόρ., Πλάτ.: ― Παθ., μέλλ. ὁμολογηθήσομαι Ἱππ. 3. 33 (ἀλλὰ -γήσομαι Πλάτ. Θεαίτ. 171Β): ἀόρ. ὡμολογήθην Θουκ., κλ.: πρκμ. ὡμολόγημαι Πλάτ., κλ. Πρβλ. καθομολογέω. Ὁμιλῶ ἢ λέγω ὁμοῦ· ὅθεν, Ι. ὁμιλῶ τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, φάμενοι οὐδὲν σφίσι τε καὶ Αἰγυπτίοισι κοινὸν εἶναι· οἰκέειν τε γάρ ἔξω τοῦ Δέλτα καὶ οὐκ ὁμολογέειν αὐτοῖσι Ἡρόδ. 2. 18· πληρέστερον, ὁμ. κατὰ γλῶτταν 1. 142· ― καθόλου, οὐδὲν ὁμ. τινι, εἶμαι ὅλως ἄσχετος, οὐδεμίαν ἔχω σχέσιν πρός τινα, 6. 54. ΙΙ. λέγω τὰ αὐτὰ μετά τινος, συμφωνῶ μετ᾿ αὐτοῦ, τινι ὁ αὐτ. 1. 23, 171, κτλ.· κατά τι, εἴς τι ἢ ὡς πρός τι, ὁ αὐτ. 6. 54· περί τινος, περί τινος πράγματος, ὁ αὐτ. 1. 5, κτλ. β) ἐπὶ πραγμάτων, τοῖς λόγοις τοὺς μάρτυρας ὁμολογοῦντας Ἀντιφῶν 145. 5· οὐκ ἔφη τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις ὁμολογεῖν Θουκ. 5. 55· τῷ τρόπῳ ἀλλήλοιν μηδὲν ὁμολογοῦσι, ὅλως διαφέρουσι, Λυσ. 159. 4. 2) συμφωνῶ ὡς πρός τι, παραδέχομαι, ὁμολογῶ, θεωρῶ ὡς δεδομένον, μετ᾿ αἰτ. πράγμ., Ἡρόδ. 4. 154., 8. 94, Σοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Πλάτ. Γοργ. 476D, κτλ.· ὁμ. τινί τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 195Β· αὐτοῖς ὁμ. ταύτην τὴν ὁμολογίαν ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 52Α· οὕτως, ὁμ. τὴν εἰρήνην, συμφωνῶ ὡς πρὸς τοὺς ὅρους τῆς εἰρήνης, Δημ. 236. 8· ὁμ. χάριν θεοῖς, γνωρίζω χάριν, εὐγνωμονῶ, εὐχαριστῶ, Λουκ. Ὑπὲρ τοῦ ἐν προσ. πταίσμ. 15· (ὁμ. ἔν τινι Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 32, φαίνεται ὅτι εἶναι Ἐβραϊσμός)· ― ἄνευ τῆς αἰτ. πράγμ., ὁμολογῶ σοι, παραδέχομαι ὅ,τι λέγεις, ἔστω οὕτως, Ἀριστοφ. Πλ. 94· παρενθετικῶς, ἀφειλόμην, ὁμολογῶ, τὸ παραδέχομαι, τὸ ἀναγνωρίζω, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 17· ― μετ’ ἀπαρ., Νικίαν ἑορακέναι, παραδέχεται, ὁμολογεῖ ὅτι ἔχει ἰδῇ, Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 5· ὁμ. ἀδικεῖν, ὅτι πράττει ἀδικίαν, Εὐρ. Ἀποσπ. 267· ὁμ. κλέπτειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 296, πρβλ. Ἀντιφῶντα 120. 10· ὁμ. οὐκ εἰδέναι, ὁμολογῶ ἄγνοιαν, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 33· ὁμ. τι εἶναι, παραδέχεσθαι, θεωρεῖν ὡς δεδομένον ὅτι .., συχν. παρὰ Πλάτ., οἷον Φαῖδρ. 231D· μετὰ κατηγορουμένου, ὁμ. Μειδίαν ἁπάννων .. λαμπρότατον γεγενῆσθαι Δημ. 564. 11, πρβλ. 578. 7· ― ὡσαύτως, ὁμ. ὡς .. Πλάτ. Χαρμ. 163Α, Νόμ. 896C· ― ἴδε κατωτ. Γ. 3) συμφωνῶ ἢ ὑπισχνοῦμαι νὰ πράξω, μετ᾿ ἀπαρ. μέλλ., Ἀντιφῶν 144. 11, Ἀνδοκ. 9. 8, Πλάτ. Συμπ. 174Α, Φαῖδρ. 254Β, κτλ· μετ᾿ ἀπαρ. ἀορ., Δημ. 1042. 15· ἀλλά, β) συχνάκις τὸ ἀπαρέμφ. παραλείπεται ὅπου γίνεται λόγος περὶ συνεννοήσεων ἢ συμφωνιῶν ἐν πολέμῳ, μισθὸν ὁμολογήσαντες (ἐξυπακ. ἀπαλλάξεσθαι) Ἡρόδ. 2. 86· ― ἐντεῦθεν ἁπλῶς, κάμνω συμφωνίαν, ἔρχομαι εἰς συνεννόησιν, τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. 6. 33., 7. 172, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τούτοισι, ἐπὶ τούτοις τοῖς ὅροις, ὁ αὐτ. 1. 60, πρβλ. 8. 140, 2, Θουκ. 4. 69. Β. Μέσ., ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., αὐτοὶ ἑαυτοῖς ὁμολογούμενοι Πλάτ. Τίμ. 29C· νόμοι σφίσιν αὐτοῖς ὁμ. Ἰσοκρ. 18Β, πρβλ. 118Ε· τὸ ταὐτὸν καὶ ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 741Α· ὁμ. καὶ σύμφωνος κατά τι Πολύβ. 32. 11, 8· τοῦτο ὁμ. ὅτι. Πλάτ. Κρατ. 439Β, κτλ.· Σωκράτης ὡμολογήσατο … ἐργάτην εἶναι ἀγαθὸν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 57. Γ. Παθ., συμφωνοῦμαι, γίνομαι ἀντικείμενον συμφωνίας, θεωροῦμαι ὡς ἐγκεκριμένος ἐκ κοινῆς συναινέσεως, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 9, κτλ.· πλέον ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἢ τρεῖς ὀβολοὶ ὡμολογήθησαν Θουκ. 8. 29· ― μετ᾿ ἀπαρεμφ. καὶ κατηγορουμένου, ἡ ὑπὸ πάντων ὁμολογουμένη ἄριστον εἶναι εἰρήνη ὁ αὐτ. 4. 62· ὁμολογεῖταί γε παρὰ πάντων μέγας θεὸς εἶναι Πλάτ. Συμπ. 202Β, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 9, 20, κτλ. 2) παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., αὕτη ἡ ἕξις δικαιοσύνη ἂν ὁμολογοῖτο Πλάτ. Πολ. 434Α· ὁμολογούμενος δοῦλος Ἀνδοκ. 31. 33· τοὺς ὁμολογουμένους θεούς, ἐκείνους οὕς κοινῶς παραδέχονται πάντες ὡς θεούς, Τιμοκλῆς ἐν «Αἰγυπτίοις» 1. 3) ἀπολ., ὁμολογεῖται, θεωρεῖται ὡς δεδομένον, ὡς ἀληθές, Πλάτ. Φαίδων 72Α, κ. ἀλλ.· τὰ ὁμολογούμενα, τὰ ὡμολογημένα, ἅ παρεδέξατό τις, Λατ. concessa, συχνὸν παρὰ Πλάτ.· ἐξ ὁμολογουμένου = ὁμολογουμένως, Πολύβ. 3. 111, 7. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 179 - 180.
English (Strong)
from a compound of the base of ὁμοῦ and λόγος; to assent, i.e. covenant, acknowledge: con- (pro-)fess, confession is made, give thanks, promise.
English (Thayer)
ὁμολογῶ; imperfect ὡμολόγουν; future ὁμολογήσω; 1st aorist ὡμολόγησα; present passive 3rd person singular ὁμολογεῖται; (from ὁμόλογος, and this from ὁμον and λέγω); from (Sophocles and) Herodotus down;
1. properly, to say the same thing as another, i. e. to agree with, assent, both absolutely and with a dative of the person; often so in Greek writings from Herodotus down; hence,
2. universally, to concede; i. e.
a. not to refuse, i. e. to promise: τίνι τήν ἐπαγγελίαν, L T Tr WH (here R. V. vouchsafe); followed by an object. infinitive, Plato, Demosthenes, Plutarch, others).
b. not to deny, i. e. to confess; declare: joined with οὐκ ἀρνεῖσθαι, followed by direct discourse with recitative ὅτι, ὅτι, τίνι τί, ὅτι, to confess, i. e. to admit or declare oneself guilty of what one is accused of: τάς ἁμαρτίας, to profess (the difference between the Latin profiteor (`to declare openly and voluntarily') and confiteor (`to declare fully,' implying the yielding or change of one's conviction; cf. pro fessio fidei, confessio peccatorum) is exhibited in Cicero, pro Sest. 51,109), i. e. to declare openly, speak out freely (A. V. generally confess; on its construction see Buttmann, § 133,7): (followed by an infinitive, εἰδέναι Θεόν, τίνι (cf. Buttmann, as above; Winer's Grammar, § 31,1f.) followed by direct discourse with ὅτι recitative, ὁμολογεῖν that of which he is convinced and which he holds to be true (hence, ὁμολογεῖν is distinguished from πιστεύειν in στόματι (dative of instrum.) added, τί, τινα with a predicate accusative (Buttmann, as above), αὐτόν Χριστόν, κύριον (predicate accusative) λησουν, WH τό ῤῆμα ... ὅτι κύριος etc., L marginal reading Tr marginal reading simply ὅτι etc.; again with ὅτι in Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα (Tr marginal reading WH marginal reading ἐληλυθεναι), also in 3 (see below); ἐρχόμενον ἐν σαρκί, Buttmann, as above; Winer's Grammar, 346 (324)); τινα, to profess oneself the worshipper of one, WH marginal reading λύει, cf. Westcott, Epistles of John, p. 156ff) and G L T Tr WH in ἐν with a dative of the person (see ἐν, I:8c.), Buttmann, § 131,5; Winer's Grammar, § 32,2), ὁμολογίαν, περί τίνος, Philo de mut. nom. § 8); τό ὄνομα τίνος, to declare the name (written in the book of life) to be the name of a follower of me, G L T Tr WH.
4. According to a usage unknown to Greek writers to praise, celebrate (see ἐξομολογέω, 2; (Buttmann, § 133,7)): τίνι, ἀνθομολογέω (ἀνθομολογοῦμαι), ἐξομολογέω.)
Greek Monotonic
ὁμολογέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ὡμολόγησα, παρακ. ὡμολόγηκα — Μέσ. και Παθ., μέλ. ὁμολογήσομαι και ὁμολογηθήσομαι, αόρ. αʹ ὡμολογησάμην και ὡμολογήθην, παρακ. ὡμολόγημαι (ὁμόλογος)·
Α. μιλώ ή λέω μαζί, απ' όπου,
I. μιλώ την ίδια γλώσσα, τινί, με κάποιον, σε Ηρόδ.· γενικά, οὐδὲν ὁμ. τινί, είμαι εντελώς άσχετος, δεν έχω καμία σχέση με, στον ίδ.
II. 1. λέω τα ίδια, μιλώ την ίδια γλώσσα με, δηλ. συμφωνώ με, τινί, στον ίδ., Θουκ.
2. συμφωνώ σε κάτι, επιτρέπω, παραδέχομαι, ομολογώ, θεωρώ ως δεδομένο, με αιτ. πράγμ., σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ὁμ. τὴν εἰρήνην, συμφωνώ με τους όρους της ειρήνης, σε Δημ.· χωρίς αιτ. πράγμ., ὁμολογῶ σοι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, σε Αριστοφ., Ξεν.· με απαρ., επιτρέπω, ομολογώ, παραδέχομαι ότι..., σε Αριστοφ., Πλάτ. 3. α) συμφωνώ ή υπόσχομαι να κάνω, με απαρ. μέλ., σε Πλάτ. β) το απαρ. συχνά παραλείπεται, ὁμολογήσαντες (ενν. ἀπαλλάξεσθαι), σε Ηρόδ.· απ' όπου απλώς, κάνω μια συμφωνία, έρχομαι σε συμφωνία, σε συνεννόηση, τινι, με κάποιον, στον ίδ. Β. Μέσ., ακριβώς όπως το Ενεργ., σε Πλάτ., Ξεν. Γ. 1. Παθ., είμαι αντικείμενο συμφωνίας, εγκρίνομαι με κοινή συναίνεση, σε Ξεν.· με απαρ., είμαι συμφωνημένος ή συνομολογημένος, σε Πλάτ., Ξεν.
2. απόλ., ὁμολογεῖται, θεωρείται δεδομένο, αληθές, σε Πλάτ.· τὰ ὁμολογούμενα, τὰ ὡμολογημένα, πράγματα δεδομένα, συμφωνημένα, Λατ. concessa, στον ίδ.
Middle Liddell
ὁμόλογος
to speak together; hence,
I. to speak one language, τινί with one, Hdt.:—generally, οὐδὲν ὁμ. τινί to have naught to do with, Hdt.
II. to hold the same language with, i. e. to agree with, τινί Hdt., Thuc.
2. to agree to a thing, allow, admit, confess, concede, grant, c. acc. rei, Hdt., Soph., etc.; ὁμ. τὴν εἰρήνην to agree to the terms of peace, Dem.:— without the acc. rei, ὁμολογῶ σοι I grant you, i. e. I admit it, Ar., Xen.:—c. inf. to allow, confess, grant that . ., Ar., Plat.
3. to agree or promise to do, c. inf., Plat.
b. the inf. is often omitted, ὁμολογήσαντες (sc. ἀπαλλάξεσθαι) Hdt.:—hence simply to make an agreement, come to terms, τινί with another, Hdt.
B. Mid., just like the Act., Plat., Xen.
C. Pass. to be agreed upon, allowed or granted by common consent, Xen.; c. inf. to be allowed or confessed to be, Plat., Xen.
2. absol., ὁμολογεῖται it is granted, allowed, Plat.; τὰ ὁμολογούμενα, τὰ ὡμολογημένα things granted, Lat. concessa, Plat.
Chinese
原文音譯:Ðmologšw 何摩-羅給哦
詞類次數:動詞(23)
原文字根:有如-安置(說) 相當於: (יָדָה)
字義溯源:同意,承認,聲稱,明明告訴,明說,認,自認,自稱,應許,作了,稱讚;由(ὁμοῦ)=相同)與(λόγος)=話)組成;而 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的), (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)。這字和我們的得救有關連,保羅說,因為人心裏相信,就可以稱義;口裏承認,就可以得救( 羅10:10)。參讀 (ἐξομολογέω)同義字
同源字:1) (ἀνοίγω / ἐξανοίγω)揭開 2) (ἐξομολογέω)承認,完全同意 3) (λέγω / εἴρω)陳述 4) (ὁμολογέω)同意 5) (ὁμολογία)承認 6) (ὁμολογουμένως)公認地 7) (ὀνειδίζω)誹謗
出現次數:總共(24);太(4);路(2);約(4);徒(2);羅(2);提前(1);多(1);來(2);約壹(5);約貳(1)
譯字彙編:
1) 承認(8) 約12:42; 羅10:10; 來11:13; 來13:15; 約壹4:2; 約壹4:3; 約壹4:15; 約貳1:7;
2) 認(5) 太10:32; 太10:32; 路12:8; 約9:22; 約壹2:23;
3) 我⋯承認(1) 徒24:14;
4) 他⋯明說(1) 約1:20;
5) 你⋯承認(1) 羅10:9;
6) 我們⋯認(1) 約壹1:9;
7) 他⋯應許(1) 太14:7;
8) 作了(1) 提前6:12;
9) 必認(1) 路12:8;
10) 他明說(1) 約1:20;
11) 都承認(1) 徒23:8;
12) 我明明告訴(1) 太7:23;
13) 他們自稱是(1) 多1:16
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=συμφωνῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό ὁμόλογος (=σύμφωνος) → ὁμοῦ + λέγω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὁμός. Παράγωγα τοῦ ὁμολογῶ: ὁμολογία, ὁμολόγημα, ὁμολόγησις, ἐξομολόγησις, ὁμολογητέον (ἀν, δι) ομολογητέον, ὁμολογητής, ὁμολογήτρια, ὁμολογητικός, εὐομολόγητος, ὁμολογουμένως.
Lexicon Thucydideum
confiteri, to confess, admit, 2.5.6, 2.40.1, 5.45.2,
item likewise 5.46.1. 6.60.3,
convenire, pacisci, to come together, make terms, 1.101.3, 1.108.4. 2.95.2, 4.69.4, 4.118.11. 5.4.3.
congruere, to agree, be in harmony, 5.55.1,
PASS. constare, to be agreed, be settled, 2.37.3, 2.49.1, 4.62.2, 6.89.6,
promitti, to be promised, 8.29.2, [praeterea vulgo moreover in the common texts 4.119.1, ubi nunc where now ὤμοσαν.]
Translations
agree
Afrikaans: saamstem; Albanian: jam dakord; Arabic: وَافَقَ; Armenian: համաձայնել, համաձայնվել; Basque: ados egon, ados izan, bat etorri; Belarusian: згаджацца, згадзі́цца; Bulgarian: съответствам, хармонирам, съгласявам се; Burmese: သဘောတူ; Carpathian Rusyn: соглашатися, согласитися, годитися, погодитися; Catalan: acordar; Cebuano: uyon; Cherokee: ᎪᎯᏳᎲᏍᎦ; Chickasaw: ittibaachaffa; Chinese Cantonese: 同意; Mandarin: 同意; Cornish: unverhe; Czech: shodovat se, souhlasit; Danish: være enig; Dutch: overeenkomen, afspreken, instemmen, overeenstemmen, toestemmen, rijmen, het eens zijn met; Esperanto: akordi, jesi, samopinii; Finnish: olla yhtä mieltä, olla yksimielisiä, myötäillä; French: être d'accord, consentir; Galician: estar de acordo; Georgian: შეთანხმება, დათანხმება; German: zustimmen, einverstanden sein; Gothic: 𐌲𐌰𐌵𐌹𐌸𐌰𐌽; Greek: συμφωνώ; Ancient Greek: ἐπαινέω, ἐπαίνημι, ἐπαινίω, ὁμογνωμονέω, ὁμολογεῖν, ὁμολογέω, ὁμονοέω, ὁμορροθεῖν, ὁμορροθέω, προσᾴδειν, συγγιγνώσκω, συμβαίνειν, συμπίπτειν, συμφάναι, συμφέρειν, συμφέρω, σύμφημι, συμφωνεῖν, συμφωνέω, συναγορεύειν, συναινεῖν, συνομολογεῖν, συνομολογέω, συντίθεσθαι, συντρέχειν; Hebrew: הִסְכִּים; Hiligaynon: uyon, paguyon; Hindi: सहमति; Hungarian: egyetért; Interlingua: concordar; Irish: aontaigh; Italian: essere d'accordo, concordare; Japanese: 同意する, 同じる, 一致する, 賛成する; Kazakh: біреумен келісу; Khmer: យល់ព្រម, ព្រម; Korean: 동의(同意)하다; Kurdish Northern Kurdish: li hev kirin; Latin: assentio, convenio, concordo, concino, audio; Lushootseed: ʔuʔəd; Macedonian: се согласува, се согласи; Malay: setuju, bersetuju; Mansaka: oyon; Maranao: ayon; Marathi: सहमत असणे; Mongolian: зөвшөөрөх; Norwegian: være enig; Occitan: acordar; Persian: موافق بودن; Polish: zgadzać się, zgodzić się, uzgadniać, uzgodnić; Portuguese: concordar, estar de acordo; Quechua: allipunakuy, añikuy; Romagnol: curdêr; Romanian: fi de acord, cădea de acord; Russian: соглашаться, согласиться, приходить к согласию, достигать соглашения; Sardinian: cuncordare; Scottish Gaelic: co-aontaich; Serbo-Croatian: сагласити се, saglasiti se; Shan: တူၵ်းလူင်း; Slovak: zhodovať sa, súhlasiť; Spanish: estar de acuerdo, coincidir, concordar, acordar; Swedish: hålla med, vara överens om; Tagalog: sumangayon; Tamil: ஒத்துக்கொள்; Thai: ตกลง; Turkish: katılmak; Ukrainian: погоджуватися, погодитися, згоджуватися, згодитися; Vietnamese: đồng ý; Welsh: cytuno, cyd-weld, cydsynio, cydgordio, cyd-fynd; Western Bukidnon Manobo: uyun; Yiddish: שטימען, מסכּים זײַן