φάρμακον: Difference between revisions
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φάρμᾰκον:''' τό<br /><b class="num">1 | |elrutext='''φάρμᾰκον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[зелье]], [[снадобье]], (волшебное) питье Hom., Theocr.;<br /><b class="num">2</b> [[лекарство]] (ὀδυνήφατον Hom.; [[παιώνιον]] Aesch.): φ. τινος Aesch., Plat., Arst., Anth. лекарство от чего-л.; φ. καταπλαστόν Arph. целебная мазь; τὸ φ. [[ποτόν]] Eur. жидкое (внутреннее) лекарство;<br /><b class="num">3</b> [[средство]], [[способ]]: φ. τινος Aesch., Eur., Plat., реже πρός τι Arst. средство против чего-л., но тж. средство для чего-л.; φ. πόνων Eur. средство против (от) горестей; μνήμης τε καὶ σοφίας φ. Plat. способ обрести память и мудрость;<br /><b class="num">4</b> [[отрава]], [[яд]] (ἀνδροφόνον Hom.; ὀλέθριον Luc.): τὸ φ. ἔπιεν Plat. (Сократ) выпил яд;<br /><b class="num">5</b> [[красящее вещество]], [[краска]] Emped., Her., Aesch., Arph., Plat. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:55, 25 November 2022
English (LSJ)
[v. sub fin.], τό, A drug, whether healing or noxious: in Hom. the sense is freq. determined by an epithet, φάρμακα, πολλὰ μὲν ἐσθλὰ... πολλὰ δὲ λυγρά Od.4.230; τόδε φ. ἐσθλόν 10.287, cf. 292; φάρμακα ἤπια, ὀδυνήφατα (v. infr. 2); κακὰ φάρμακα ib.213; φάρμακα λυγρά ib. 236; φάρμακον οὐλόμενον ib.394; ἀνδροφόνον 1.261; θυμοφθόρα φάρμακα 2.329; so, after Hom., προσανέα φάρμακα Pi.P.3.52; παιώνια A.Ag.848; χρήσιμον Pl.R.382c; θανάσιμα Ph.Bel.103.31; ὀλέθριον Luc.Herm. 62. 2 healing remedy, medicine, in Hom. mostly of those applied outwardly, ἐπιθήσει φάρμαχ' ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων Il.4.191; ἐπ' ἄρ' ἤπια φάρμακα πάσσε ib.218; ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων 5.401,900, cf. 11.515,830, 15.394; προσάλειφεν ἑκάστῳ φ. Od.10.392; φ. περιαλείφειν Ar.Eq.906; also of potions, πιὼν φάρμακ' Od.10.326; φ. πεπωκώς Hdt.4.160, cf. Pi. l. c.; παρὰ τοῦ ἰατροῦ Pl.R.406d, cf. Grg.467c; φ. χριστόν E.Hipp.516; ἔγχριστον Theoc.11.1; ἐπίχριστον Str.17.1.10; ἐπίπαστον Theoc. l. c.; καταπλαστόν Ar.Pl.716; ποτόν E.Hipp. l.c.; freq. in Medic. writers, Sor. 1.4, Gal.6.265, etc.; of medicines for cattle, PFlor.222.11 (iii A. D.). b c. gen. (v. infr. ΙΙ), φάρμακον νόσου = a medicine for a disease, remedy against a disease, A.Pr.251,606 (lyr.); βηχός Phryn.Com.60: κεφαλῆς for a headache, Pl.Chrm.155b; στραγγουρίας Arist.HA612b16, cf. 624a16; μέθης Amphis 37; δίψης AP 6.170 (Thyill.); but ὑγιείας φάρμακον = a medicine to restore health or medicine to maintain health, Aristid.Or.37(2).11. 3 enchanted potion, philtre: hence, charm, spell, Od.4.220 sq., Ar.Pl.302, Theoc.2.15, PSI1.64.20 (i B. C.); φαρμάκοις τὸν ἄνδρ' ἔμηνεν Ar.Th.561; τοιαῦτα ἔχω φάρμακα = such charms have I, Hdt.3.85, cf. Apoc.9.21. 4 poison, S.Tr. 685, E.Med.385; πιεῖν τὸ φάρμακον Antipho6.15, Pl.Phd.57a, 115a; φάρμακα ἐσβεβληκέναι ἐς τὰ φρέατα Th.2.48; φάρμακα δηλητήρια SIG37 A 1 (Teos, v B. C.); τοξικὸν φάρμακον BGU21 ii 14 (iv A. D.). 5 lye for laundering, Stud.Pal.22.56.12 (iii A. D.). II generally, remedy, cure, Hes.Op.485, Alc.35, etc.; μεῖζον . . τῆς νόσου τὸ φ. the cure too strong for, i. e. worse than, the disease, S.Fr.589.4, cf. Com.Adesp. 455; φάρμακον πραΰ, of a bridle, Pi.O.13.85; φάρμακον τινι for a thing, Thgn. 1134 (pl.), Archil.9; πρός τι Arist.Pol.1321a16; ποττὸν ἔρωτα Theoc. 11.1; but most freq. φάρμακον τινός remedy against . . χλαῖνα . . φ. ῥίγευς Hippon.19; Ζεὺς πάντων φ. μοῦνος ἔχει Simon.87; τὸ σιγᾶν φ. βλάβης ἔχω A.Ag.548; φάρμακον πόνων, λύπης, E.Ba.283, Fr.1079; δόλοι . . χρείας ἀνάνδρου φ. ib.288; φόβου Pl.Lg.647e; λήθης φάρμακα (of γράμματα) E.Fr.578.1; v. εὐδιανός. 2 c. gen. also, a means of producing something, φάρμακον σωτηρίας Id.Ph.893; μνήμης καὶ σοφίας φάρμακον Pl.Phdr.274e; ὑπομνήσεως ib.275a, cf. 230d; ἀθανασίας Antiph.86.6; ἡσυχίας Arist.Pol.1273b23; φάρμακον μανίας, of the oil applied to wrestlers, D.L.1.104. 3 ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις = even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companion / but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions (ἐπὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς εὑρέσθαι = a remedy or consolation in his own virtue), Pi.P.4.187. III dye, paint, colour, Emp.23.3, Hdt.1.98, A.Fr.134, Ar.Ec.735, Pl.R.420c, Plt.277c, PCair.Zen.789.13 (iii B. C.), etc. IV chemical reagent, PLeid.X.25, PHolm.13.46, 22.10, Ps.-Democr. ap. Zos.Alch.p.160 B.; used by tanners, Sch.Ar.Eq.44,368.—Cf. φαρμάσσω. [μᾰ;] but μᾱ in φαρμακός.
German (Pape)
[Seite 1256] τό, jedes künstliche Mittel, bes. zur Hervorbringung physischer Wirkungen; – 1) Heilmittel, Arzneimittel, sowohl gegen äußerliche Verletzungen als gegen innere Krankheiten, sowohl äußerlich, als innerlich zu brauchen; oft bei Hom.: ἐπιθήσει φάρμαχ', ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων Il. 4, 191; ἐπ' ἄρ' ἤπια φάρμακα πάσσε ib. 218; ἐπιπάσσων ὀδυνήφατα φάρμακα 5, 401. 900; ἀκήματα ὀδυνάων 15, 394; – πραΰ Pind. Ol. 13, 85; ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος Aesch. Prom. 473; Soph. Ai. 1234 u. in Prosa. – Nach der Art des Gebrauches unterschieden die Alten χριστά, παστά oder ἐπίπαστα, πλαστά u. καταπλαστόν, Ar. Plut. 716 Theocr. 11, 1, βρώσιμα, πότιμα oder πιστά; φάρμακον πεπωκώς Her. 4, 160; vgl. Aesch. Prom. 479 ff.; φάρμακα προσανέα πίνοντας Pind. P. 3, 53; Plat. Gorg. 456 b; Xen. An. 6, 2,11. – 2) Gift, tödtliches, Verderben, Unheil bringendes Mittel; κακά, λυγρά, οὐλόμενα, ἀνδροφόνα, θ υμοφθόρα, Il 22, 94 Od. 1, 261. 2, 329. 10, 213. 236. 394; Soph. Trach. 682; φαρμάκοις μῆναί τινα Ar. Th. 561; φάρμακα εἰσβάλλειν εἰς τὰ φρέατα Thuc. 2, 48. – 3) Zaubermittel; denn dem einfachen Naturmenschen gilt Arznei, Gift und Zaubermittel für Eins; sowohl von Zaubertränken und Salben, als von Zauberformeln und Beschwörungen, Il. 11, 741 Od. 4, 220. 230; – jedes geheime Mittel, Etwas zu bewirken, Her. 3, 85. – 4) Uebh. Hülfsmittel, Gegenmittel; Hes. O. 481; αὐρᾶν ψυχρᾶν, gegen kalte Lüfte, Pind. Ol. 9, 97; νόσου Aesch. Prom. 249; πάλαι τὸ σιγᾶν φάρμακον βλάβης ἔχω Ag. 534; πόνων Eur. Bacch. 283; τὸ θανεῖν κακῶν μέγιστον φάρμακον νομίζεται Heracl. 596; φόβου Plat. Legg. I, 647 e; πενθέων Philet. 1; ἔρωτος Theocr. 14, 52, wie πρὸς τὸν ἔρωτα 11, 1; δίψης φάρμακα ἀλεξίκακα κύπελλα Thall. 3 (VI, 170); – aber auch Erregungsmittel; so heißt der Wein φάρμακον ἀφροσύνης, der Raserei erregt, u. Anacharsis nannte das Salböl der Ringer φάρμακον μανίας, wodurch sie gleichsam Wuth gegen einander hervorzaubern; – σωτηρίας φ. Eur. Phoen. 900; μνήμης καὶ σοφίας φ, Plat. Phaedr. 274 e, vgl. 275 a. – 5) Färbemittel; ἠνθισμένοι φαρμάκοισι Her. 1, 93; πολύχροα Empedocl. 84; – Schminke, Malerfarbe, Plat. Crat. 424 e Polit. 277 c; s. Piers. Moer. p. 399 Schäf. D. Hal. C. V. p. 289. – Auch Reizmittel, den Wohlgeschmack der Speisen zu erhöhen, Würze; dah. übertr., κάλλιστον φάρμακον ἀρετᾶς ἐπὶ θανάτῳ εὑρέσθαι, die Würze, welche die Tugend selbst dem Tode giebt, Pind. P. 4, 187. – [Die Penultima ist von einigen ion. Dichtern auch lang gebraucht, Gaisf. Hephaest. 254 u. Hipponax, s. φαρμακός.]
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. drogue médicinale, médicament, remède préparé (onguent, breuvage, médicament en gén.) ; φάρμακον ἐπιτιθέναι IL appliquer un remède ; ἐπιπάσσειν IL répandre une poudre sur une blessure ; προσαλείφειν τινί OD appliquer un onguent ou faire une onction sur qqn ; πίνειν φάρμακον OD boire une potion ; φάρμακον νόσου ESCHL remède contre la maladie ; fig. βλάβης ESCHL contre les maux ; λιμοῦ PLUT contre la faim;
II. drogue malfaisante, d'où
1 poison;
2 préparation magique (breuvage, drogue quelconque) ; toute opération de magie (chant, formule, etc.);
III. drogue pour teindre, teinture, fard.
Étymologie: DELG terme isolé en grec, pê emprunt.
Russian (Dvoretsky)
φάρμᾰκον: τό
1 зелье, снадобье, (волшебное) питье Hom., Theocr.;
2 лекарство (ὀδυνήφατον Hom.; παιώνιον Aesch.): φ. τινος Aesch., Plat., Arst., Anth. лекарство от чего-л.; φ. καταπλαστόν Arph. целебная мазь; τὸ φ. ποτόν Eur. жидкое (внутреннее) лекарство;
3 средство, способ: φ. τινος Aesch., Eur., Plat., реже πρός τι Arst. средство против чего-л., но тж. средство для чего-л.; φ. πόνων Eur. средство против (от) горестей; μνήμης τε καὶ σοφίας φ. Plat. способ обрести память и мудрость;
4 отрава, яд (ἀνδροφόνον Hom.; ὀλέθριον Luc.): τὸ φ. ἔπιεν Plat. (Сократ) выпил яд;
5 красящее вещество, краска Emped., Her., Aesch., Arph., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
φάρμᾰκον: [ἴδε ἐν τέλ.], τό, εἴτε θεραπευτικόν, εἴτε βλαπτικόν, παρ’ Ὁμ. διακρινόμενον διά τινος ἐπιθέτου, φάρμακα, πολλὰ μὲν ἐσθλά... πολλὰ δὲ λυγρὰ Ὀδ. Δ. 230· τόδε φ. ἐσθλὸν Κ. 287, πρβλ. 292· φ. ἤπια, ὀδυνήφατα (ἴδε κατωτ.), κακὰ φ. αὐτόθι 213· φ. λυγρὰ αὐτόθι 236· φ. οὐλόμενον αὐτόθι 394· ἀνδροφόνον Α. 261· θυμοφθόρα φ. Β. 329 ― οὕτω μεθ’ Ὅμ., φ. προσανὲς Πινδ. Π. 3. 95· παιώνιον Αἰσχύλ. Ἀγ. 848· χρήσιμον Πλάτ. Πολ. 382C· θανάσιμον Διοσκ. 1. 95 ὀλέθριον Λουκ. Ἑρμότ. 62· κλπ.· ― ἀκολούθως ἄνευ προσδιορισμοῦ, ὅτε ἡ ἰδιαιτέρα σημασία ὁρίζεται ἐκ τῆς συνεχείας. 1) ἰαματικόν, φάρμακον, ἰατρικόν, παρ’ Ὁμήρ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ φαρμάκων ἐξωτερικῶς ἐπιτιθεμένων, ἐπιθήσει φάρμαχ’ ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων Ἰλ. Δ. 191· ἐπ’ ἄρ’ ἤπια φάρμακα πάσσε αὐτόθι 218· φ. ἐπιπάσσων ὀδυνήφατα φ. Ε. 401, πρβλ. 515, 831, 900, Ο. 394· προσαλείφειν ἑκάστῳ φ. Ὀδ. Κ. 392· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ πινομένων φαρμάκων, φ. πίνειν Κ. 318, 326· πεπωκὼς Ἡρόδ. 4. 160, πρβλ. Πίνδαρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· παρὰ τοῦ ἰατροῦ Πλάτ. Πολ. 406D, Γοργ. 467C· ― κυρίως τὰ ἐξωτερικῶς ἐπιτιθέμενα φάρμακα ἦσαν χριστά, ἔγχριστα, ἐπίχριστα, (ἀλοιφαὶ δηλ.), καὶ παστά, ἐπίπαστα, καταπλαστὰ (ἔμπλαστρα, καταπλάσματα), Θεόκρ. 11, 1 κἑξ., Ἀριστοφ. Πλ. 716, πρβλ. Ἱππ. 906· τὰ δὲ ἐσωτερικῶς λαμβανόμενα ἦσαν βρώσιμα, καὶ πότιμα, ποτά, πιστά, Αἰσχύλ. Προμ. 479 κἑξ. (ἔνθα ἴδε Blomf. 488), Εὐρ. Ἱππόλ. 516, Ἀριστοφ. Πλ. 717, Θεόκρ. 11. 2, Στράβ. 795. β) μετὰ γεν. (ἴδε κατωτ. ΙΙ), φ. νόσου ἴαμα, μέσον θεραπευτικὸν κατ’ αὐτῆς, Αἰσχύλ. Προμ. 249, 606· βηχὸς Φρύν. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 6 κεφαλῆς, πρὸς θεραπείαν κεφαλαλγίας, Πλάτ. Χαρμ. 155Β· στραγγουρίας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 11, πρβλ. 40, 10· μέθης Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 2· δίψης Ἀνθ. Παλ. 6. 170· ἀλλά, φ. ὑγείας, πρὸς ἀποκατάστασιν ὑγείας, πρὸς ἀνάρρωσιν, Ἀριστείδ. 1. 11. 2) πῶμα μεμαγευμένον, φίλτρον, ὅθεν μαγεία, γοητεία, μαγγανεία, Ὀδ. Δ. 220 κἑξ., πρβλ. Ἀριστοφ. ἐν Πλ. 302, Θεόκρ. 2. 15· φαρμάκοις μῆναί τινα Ἀριστοφ. ἐν Θεσμοφ. 561· τοιαῦτα ἔχω φ., τοιαῦτα θελκτήρια φάρμακα ἔχω ἐγώ, Ἡρόδ. 3. 85. 3) δηλητήριον (ὡς ὁ Shaksp. μεταχειρίζεται τὸ ἰσοδύναμον ἐν τῇ Ἀγγλ. drug), Σοφ. Τραχ. 695, Εὐρ. Μήδ. 385· πιεῖν τὸ φ. Ἀντιφῶν 143, 11, Πλάτ. Φαίδων ἐν ἀρχ., 115Α· φάρμακα ἐσβάλλειν ἐς τὰ φρέατα Θουκ. 2. 48. ΙΙ. καθόλου, βοήθημα, θεραπεία, εἰ δέ κεν ὄψ’ ἀρόσῃς, τόδε κέν τοι φάρμακον εἴη, «εἰ δ’ ὕστερον ἀροτριάσεις, τοῦτό σοι βοήθημα ὑπαρχέτω» Τζέτζ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 483· μεῖζον... τῆς νόσου τὸ φ., τὸ ἰατρικὸν χειρότερον τῆς νόσου, Σοφ. Ἀποσπ. 514· φ. πραΰ, ἐπὶ χαλινοῦ, Πινδ. Ο. 13. 121· ― φ. τινι, διά τι πρᾶγμα, Θέογν. 1130, Ἀρχίλ. 8· πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 2, Θεόκρ. 11. 1· ― ἀλλὰ συχνότατα, φ. τινος, θεραπευτικὸν μέσον κατά τινος..., Ζεὺς πάντων φ. μοῦνος ἔχει Σιμωνίδ. 89· τὸ σιγᾶν φ. βλάβης ἔχω Αἰσχύλ. Ἀγ. 548· φ. πόνων, λύπης Εὐρ. Βάκχ. 283, κλπ.· φόβου Πλάτ. Νόμ. 674Ε· οὕτω δὲ τὰ γράμματα καλοῦνται φάρμακα λήθης, Εὐρ. Ἀποσπ. 582. 1· ἴδε ἐν λέξ. εὐδιανός. 2) μετὰ γεν. ὡσαύτως, μέσον ὅπως παραγάγῃ τίς τι, φ. σωτηρίας ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 893· μνήμης καὶ σοφίας φάρ. Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 274Ε· ὑπομνήσεως αὐτόθι 275Α, πρβλ. 230D· ἀθανασίας Ἀντιφάν. ἐν «Διπλασίοις» 2· ἡσυχίας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11. 16· φ. μανίας, ἐπὶ τοῦ ἐλαίου οὗ χρῆσιν ἐποιοῦντο οἱ παλαισταί, Διογέν. Λαέρτ 1. 104. 3) ἀλλ’ ἐπὶ καὶ θανάτῳ φ. κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις, «ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῷ θανάτῳ τῆς ἰδίας ἀρετῆς κάλλιστον φάρμακον τὴν μετὰ ταῦτα εὐδοξίαν σὺν τοῖς ἄλλοις ὁμήλιξιν εὑρέσθαι· φάρμακον οὖν θανάτου τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν εὔκλειάν φησιν, ἀντὶ τοῦ παραμυθίαν τοῦ θανάτου ταύτην εὑρεῖν, τὴν ἀπὸ τοῦ διαπλεῦσαι ἀρετὴν» (Σχόλ.), θεραπείαν ἢ παρηγορίαν ἐν τῇ ἰδίᾳ ἀρετῇ, Πίνδ. Π 4. 332. ΙΙΙ. βαφὴ, χρῶμα, ἐπίχρωσις, Ἐμπεδ. 136, Ἡρόδ. 1. 98, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 137, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 735, Πλάτ. Πολ. 420C. Πολιτικ. 277C, κλπ.· οὕτω, Λατ. lana... violas imitata veneno Hor. 2 Εp. 1. 207. IV. τὸ ὑγρὸν οὖ χρῆσιν ποιοῦνται οἱ βυρσοδέψαι, Σουΐδ. ἐν ταῖς λέξ. βυρσαίετος ξαίνειν. ― Πρβλ. φαρμάσσω. [μᾰ· ἀλλὰ μᾱ κεῖται μακρόν ἐν τῷ φαρμακός παρά τισι τῶν παλαιῶν Ἰών. ποιητῶν, ἴδε Welcker εἰς Ἱππώνακτος Ἀποσπ. 21. 44 = 28, 4 Bgk., Gaisf. εἰς Ἥφαιστ. σελ. 56, Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 981.]
English (Autenrieth)
herb, drug; as medicinal remedy, or esp. as magic drug, poisonous drug, draught, or potion, Od. 10.392, Il. 22.94, Od. 1.261, Od. 2.329.
English (Slater)
φάρμᾰκον
a remedy γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα (P. 3.53) Ἀσκλαπιόν, τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον (N. 3.55)
b charm met. φάρμακον πραὺ τείνων ἀμφὶ γένυι (i. e. the bridle, by which Bellerophon harnessed Pegasos) (O. 13.85) c. gen., ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε (ὅτι ἐν Πελλήνῃ χλαῖνα ἐδίδοτο τῷ νικῶντι Σ.) (O. 9.97)
c met., c. gen., help for, means to ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὐρέσθαι σὺν ἄλλοις (v. Burton, 163) (P. 4.187)
Spanish
Greek Monolingual
το / φάρμακον, ΝΜΑ
1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό
2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση δυσάρεστων ή αρνητικών καταστάσεων (α. «το χοντρό ντύσιμο είναι φάρμακο για το κρύο» β. «ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾱς ἀρετᾱς ἄλυξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις» Πίνδ.)
νεοελλ.
1. (φαρμ.) χημική ουσία που επηρεάζει τις λειτουργίες τών έμβιων όντων και τών μικροοργανισμών οι οποίοι τά προσβάλλουν
2. φρ. α) «γεωργικά φάρμακα» — ουσίες ή μίγματα ουσιών που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της παραγωγής, επεξεργασίας ή αποθήκευσης τών γεωργικών προϊόντων, στα οποία περιλαμβάνονται τα εντομοκτόνα, ακαρεοκτόνα, μυκητοκτόνα κ.ά., ουσίες που ελκύουν ή απωθούν έντομα και ακάρεα καθώς και ουσίες που απωθούν πτηνά και άλλα ανώτερα ζώα, χημειοστειρωτικές ουσίες εντόμων, ουσίες φυτορμονικής ή άλλης φύσης που επιδρούν στη φυσιολογία τών φυτών και, τέλος, ιχνοστοιχεία, που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία τών φυτών από τις τροφοπενίες
β) «γαληνικά φάρμακα» ή «γαληνικά σκευάσματα»
(φαρμ.) φάρμακα που παρασκευάζονται στο φαρμακείο ή στη φαρμακοβιομηχανία από δραστική ουσία, έκδοχο και βοηθητικές ουσίες, όπως είναι οι αλοιφές, τα βάμματα, τα σιρόπια, και τα οποία αποτελούν, μαζί με τις δρόγες και τα καθαρά χημικά σκευάσματα, τις κύριες ομάδες φαρμάκων
αρχ.
1. βότανο με θεραπευτικές ιδιότητες
2. δηλητήριο, φαρμάκι
3. ποτό ή αλοιφή με μαγικές ιδιότητες·4. (κατ' επέκτ.) μαγεία, μαγγανεία
5. βοηθητικό μέσο, βοήθημα («οὐδὲν πὸτ τὸν ἔρωτα πεφύκει φάρμακον ἄλλο», Θεόκρ.)
6. αλισίβα που χρησιμοποιείται στο πλύσιμο
7. μέσο ή τρόπος («μνήμης τε... και σοφίας φάρμακον εὑρέθη», Πλάτ.)
8. βαφική ουσία, χρώμα
9. είδος υγρού που χρησιμοποιούν οι βυρσοδέψες
10. (κατά τον Ησύχ.) «φάρμακον
ἡ ὑποστάθμη
ἄλλοι σύνθεσις ἧ κηδεύουσι τὰ ἱερὰ τῶν ζῴων»
11. φρ. α) «τὰ τῆς λήθης φάρμακα» — τα γράμματα (Πλάτ.)
β) «φάρμακον μανίας» — λάδι χρήσιμο στους παλαιστές (Διογ. Λαέρ.)
γ) «φάρμακα ἐπίπαστα» και «φάρμακα καταπλαστά» — τα έμπλαστρα και τα καταπλάσματα, αντίστοιχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνεια λ., όπως πιθανότατα και άλλα ονόματα φυτών (πρβλ. ἀμάρακος, πιστάκη). Κατ' άλλη ωστόσο άποψη, η λ. έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση και αποτελεί θεματική μορφή αμάρτυρου τ. φάρμ-αξ (< φάρμα + επίθημα -αξ, -ακος, πρβλ. ἕρμα: ἕρμ-αξ). Για την προέλευση του τ. φάρμα έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις, από τις οποίες επικρατέστερη είναι η ακόλουθη, επειδή στηρίζεται στην αρχική σημ. της λ. «βότανο»: ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα φαρ- του ρ. φέρω (πρβλ. φάρω, φαρέτρα), οπότε πρόκειται για το φυτό, το βότανο που φέρει, που παράγει η γη (πρβλ. φέρμα [II] «καρπός της γης» και αλβ. bār «άχυρο» αλλά και «βότανο»). Αντίθετα, οι απόψεις που θεωρούν ως αρχική σημ. της λ. την έννοια της μαγείας, της θεραπείας με μαγικό τρόπο, όπως είναι η σύνδεση της με το λιθουαν. burti «γοητεύω, θέλγω, μαγεύω» και η αναγωγή της στη ρίζα bher- «χτυπώ» (οπότε φάρμα «χτύπημα της μοίρας, του δαίμονα» και φάρμακον «θεραπεία, τρόπος αντιμετώπισης του χτυπήματος») δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι η λ. φάρμακον προήλθε από αμάρτυρο τ. φαρμα-μακον «μίγμα που χρησιμοποιείται για μαγικούς σκοπούς» (< φάρμα «μαγεία» + μάσσω «αναμιγνύω»), διότι εκτός από τις σημασιολογικές δυσχέρειες, προσκρούει και σε μορφολογικές δυσχέρειες σχετικές με το β' συνθετικό -μακον, αφού το ρ. μάσσω δεν απαντά σε κανένα άλλο σύνθ. με αυτήν τη μορφή. Απίθανη, τέλος, θεωρείται και η σύνδεση της λ. με ρ. φύρω «ανακατεύω, συγχέω». Η λ. φάρμακον με αρχική σημ. «βότανο με θεραπευτικές ιδιότητες» χρησιμοποιήθηκε αφ' ενός με σημ. «ουσία, ποτό ή αλοιφή που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς», αφ' ετέρου με σημ. «ουσία με μαγικές ιδιότητες», από όπου, κατ' επέκταση, η σημ. «μαγεία, μαγγανεία» και η «ἐπὶ κακῷ» σημασιολογική εξέλιξη της λ. «δηλητήριο, φαρμάκι». Η λ., τέλος, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ουσία, κατάλληλη για βαφή, χρώμα και γενικά οτιδήποτε μπορεί να παραχθεί με χημικές διαδικασίες.
ΠΑΡ. φαρμακεύω, φαρμάκι(ον), φαρμακώδης, φαρμακώ(νω)
αρχ.
φαρμακηρός, φαρμακία, φαρμακίς, φαρμακίτης, φαρμακίων, φαρμακώ, φαρμακωνίτις, φαρμάσσω
αρχ.-μσν.
φαρμακεύς, φαρμακόεις, φαρμακών
μσν.
φαρμακικός, φαρμάκισσα
νεοελλ.
φαρμακάδα, φαρμακείο, φαρμακερός, φαρμακίλα, φαρμακούσα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φαρμακοθήκη, φαρμακοποιός, φαρμακοπώλης, φαρμακοτρίβης·αρχ.-μσν. φαρμακοδοσία φαρμακόμαντις
μσν.
φαρμακουργός, φαρμακοφόρος
μσν.- νεοελλ.
φαρμακεργάτης
νεοελλ.
φαρμακαποθήκη, φαρμακέμπορος, φαρμακοβιομήχανος, φαρμακοβοηθός, φαρμακοβοτανική, φαρμακογενής, φαρμακόγλωσσος, φαρμακογνώστης, φαρμακογραφία, φαρμακοδόχος, φαρμακοδυναμικός, φαρμακοθεραπεία, φαρμακοκάπηλος, φαρμακοληψία, φαρμακολογία, φαρμακολύτρια, φαρμακομανής, φαρμακομύτης, φαρμακοπότης, φαρμακοστεγής, φαρμακοσυλλέκτης, φαρμακοτέχνης, φαρμακοφυσική, φαρμακοχημεία. (Β' συνθετικό) αρχ. αλεξιφάρμακος, αφάρμακος, ευφάρμακος, παμφάρμακος, πενταφάρμακος, πολυφάρμακος, τετραφάρμακος, φιλοφάρμακος.
Greek Monotonic
φάρμᾰκον: τό,
I. 1. φάρμακο, θεραπευτικό μέσο, σε Όμηρ. κ.λπ.· τὰ φάρμακα που εφαρμόζονται εξωτερικά είναι χριστά, ἔγχριστα, ἐπίχριστα (αλοιφές), και παστά, ἐπίπαστα, καταπλαστά (έμπλαστρα), σε Θεόκρ., Αριστοφ.· αυτά που λαμβάνονταν εσωτερικά, βρώσιμα και πόσιμα, ποτά, πιστά, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν., φάρμακον νόσου, φάρμακο για αυτή την αρρώστια, θεραπεία εναντίον αυτής, σε Αισχύλ.· φάρμακον κεφαλῆς, για τον πονοκέφαλο, σε Πλάτ.
2. με αρνητική σημασία, μαγικό φίλτρο, ομοίως θέλγητρο, μαγεία, μαγγανεία, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· επίσης ναρκωτικό, δηλητήριο, σε Σοφ., Ευρ.
II. 1. θεραπεία, φροντίδα, σε Ησίοδ.· φάρμακον πραΰ, λέγεται για χαλινάρι, σε Πίνδ.· με γεν., θεραπεία εναντίον, βλάβης, σε Αισχύλ.· πόνων, λύπης, σε Ευρ.
2. με γεν. επίσης, μέσο παραγωγής, σωτηρίας, στον ίδ.· σοφίας, σε Πλάτ.
III. βαφή, μπογιά, χρώμα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
φάρμᾰκον, ου, τό,
I. a drug, medicine, Hom., etc.: the φάρμακα applied outwardly were χριστά, ἔγχριστα, ἐπίχριστα (ointments), and παστά, ἐπίπαστα, καταπλαστά (plasters), Theocr., Ar.; those taken inwardly βρώσιμα, and πότιμα, ποτά, πιστά, Aesch., Eur., etc.:—c. gen., φ. νόσου a medicine for it, remedy against it, Aesch.; φ. κεφαλῆς for a head-ache, Plat.
2. in bad sense, an enchanted potion, philtre, so a charm, spell, enchantment, Od., Theocr.:—also a drug, poison, Soph., Eur.
II. a remedy, cure, Hes.; φ. πραΰ, of a bridle, Pind.; c. gen. a remedy against, βλάβης Aesch.; πόνων, λύπης Eur.
2. c. gen., also, a means of producing, σωτηρίας Eur.; σοφίας Plat.
III. a dye, paint, colour, Hdt., etc.
Frisk Etymology German
φάρμακον: {phármakon}
Grammar: n.
Meaning: ‘ heilbringendes od. schädliches Mittel, Heil-, Giftkraut, Arznei, Gifttrank, Zauber (trank), Färbemittel, Naturstoff für physikalische od. chemische Bearbeitung’ (seit Il.), myk. pa-ma-ko? Ausführlich über den Begriff φάρμακον bei Homer, in der übrigen älteren Lit. und im Corpus Hippocraticum W. Artelt Stud. zur Gesch. der Medizin Heft 23 (Leipzig 1937) 38-96; zur Bed. bei Homer noch Philipp Gymnasium 66, 509ff
Composita: Kompp., z.B. φαρμακοπώλης m. Arzneiverkäufer, Apotheker (att.), πολυφάρμακος ‘viele φ. besitzend, vieler φ. kundig’ (Hom., Sol., A. R., Thphr.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. A. Subst. 1. φαρμάκιον n. ‘Heil-, Giftmittel' (Pl., hell. Pap., Plu. u.a.). 2. -ία, ion. -ίη f. Heilmittel (Hp., LXXu.a.). 3. -εύς m. ‘der φ. bereitet, Giftmischer, Zauberer’ (S.. Pl. u.a.; Boßhardt 43), am ehesten Rückbildung aus -εύω (s.u.). 4. -ίτης m., -ῖτις f. ’φ. enthaltend, auf φ. bezüglich’ (Hp., Eup. u.a.; Redard 100, 115; 105, 109). 5. -ίων m. Bein. eines Arztes (Gal.). 6. -ίς (Ar., D., Arist. u.a.), -εια (Arist.), -εύτρια (Theok. in tit., Eust.), -ισσαι pl. (H. s. βαμβακεύτριαι) f. Zauberin. 7. -ών, -ῶνος m. Färberei (S.Fr. 1109). B. Adj. 1. -ώδης ‘als Arznei dienend, giftig, reich an φ.’ (Arist., hell. u. sp.). 2. -όεις ib. (hell. u. sp. Dicht.). 3. -ηρός ‘mit φ. behandelt, getränkt, imprägniert’ (Pap. IIp; wie ταριχηρός u.a.). 4. -ικός ‘die φ. betreffend' (Tz.; dafür sonst aus euphon. Gründen -ευτικός, s.u.). C. Denom. Verba. 1. -εύω (κατα-, δια-) ’φ. bereiten od. anwenden, heilen, vergiften, bezaubern’ (ion. att.) mit -ευτής = -εύς (sp.), -ευτικός ‘den Gebrauch der φ. betreffend, zu den φ. gehörig’ (Pl., Gal. u.a.), -εία f. ‘Bereitung od. Gebrauch der φ., Heilung, Vergiftung, Zauberei’ (Hp., att., hell. u. sp.), -ευσις f. ib. (Hp., Pl.), -εύτρια s. A 6; auch, als Rückbildung, -εύς (s. A 3). 2. -άω ‘die Wirkung eines φ. spüren, nach φ. verlangen’ (D., Thphr., Plu. u.a.). 3. -όομαι vergiftet, bezaubert werden (Plu., Pap.), Aor. Akt. -ῶσαι ‘mit φ. versehen’ (Pi.). 4. φαρμάσσω, att. -ττω, vereinzelt m. κατα-, ἐν-, ἐπι-, ‘mit φ. behandeln, heilen, vergiften, bezaubern, färben’ (seit ι 393) mit φάρμαξις f. medizinische Behandlung, Zauberei, Metallbearbeitung (Pl., Plu. u.a.), -ακτήρ, -άκτης m. = φαρμακεύς (Opp.), -ακτήριος heilsam (Lyk.). Auch, als Rückbildung (nach φυλακός: -άσσω u.a.; Ruijgh L’éIém. ach. 112), φαρμᾰκός m. Reinigungsopfer, Sündenbock, auch herabsetzend als Schimpfwort (Hippon., Ar., Lys., D., Kall.); Länge des α (gesichert bei Hippon. u. Kall., Kürze Ar. Eq. 1045, beides möglich Ar. Ra. 733) nach den pejorativfamiliären Wörtern auf -αξ? Weiteres bei Masson Hipponax 113; zur Sache ausführlich Nilsson Gr. Rel. 1, 107 ff. Daneben φάρμακος (Akz. nach Hdn. Gr. 1, 150) m. Giftmischer, Zauberer (LXX, Apok.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Bei Abtrennung eines ακο-Suffixes (vgl. ὄστρακον, ἀστακός, δίφρακον u. a.; Chantraine Form. 384, Schwyzer 497) ergibt sich ein Nomen *φαρμ(α)-, das den Weg zu den zahlreichen idg. Wurzeln bher- offenlegt. Da die urspr. Bed. von φάρμακον nicht feststellbar ist, hat der Etymologe einen weiten Spielraum: *φάρμα eig. Zauber zu lit. buriù, bùrti zaubern, wahrsagen, hexen (Osthoff BB 24, 144 ff. m Lit.); ebenso, aber haplologisch für *φαρμαμακον mit Hinterglied zu μάσσω (Pisani Ist. Lomb. 73, 497); eig. ‘Zauber- schlag’ und wie lit. bùrti zu bher- schneiden, dreinhauen (Havers IF 25, 375ff.); eig. quod terra fert, Kraut, zu φέρω wie alb. bar Kraut, Heu, Gras, auch Heilkraut (Kretschmer Glotta 3, 338f. und 6, 96 mit Curtius 300 u.a. als Möglichkeit). Wenn eig. Kraut od. ähnl., warum nicht ebensogut zu bher- schneiden (s. φάρος) als das Geschnittene wie z.B. nhd. Heu eig. das Gehauene (od. das zu Hauende)? (Zu bher- schneiden auch Wood ClassPhil. 16, 68, aber mit einer ganz anderen semantischen Begründung.) Für fremde Herkunft (was natürlich keine Lösung ist) Chantraine und Schwyzer a. O.
Page 2,992-993
Chinese
原文音譯:farmake⋯a 法而馬咳阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:麻醉(著) 相當於: (כֶּשֶׁף)
字義溯源:葯物,(隱指)邪物,巫術,魔法,邪術;源自(φαρμακεύς)=麻醉師),而 (φαρμακεύς)出自(φαρμακεύς)X*=麻醉品)
同源字:1) (φαρμακεία / φάρμακον)藥物,邪術 2) (φαρμακεύς)麻醉師 3) (φάρμακος)巫師比較: (μαγεία / μαγία)=魔術
出現次數:總共(3);加(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 邪術(3) 加5:20; 啓9:21; 啓18:23
English (Woodhouse)
charm, drug, enchantment, medicine, pigment, poison, potion, remedy, cure for, remedy against
Mantoulidis Etymological
Ἀπό ρίζα φαρμ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φαρμακάω -ῶ, φαρμακεύω, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμακεύς, φαρμάκευσις, φαρμακευτής, φαρμακευτικός, φαρμακεύτρια, φαρμακικός, φαρμάκιον, φαρμακίς (=μάγισσα), φαρμακόεις, φαρμακός (=μάγος, αὐτός πού θυσιάζεται γιά ἐξαγνισμό), φαρμακόω -ῶ, φαρμακώδης, φαρμακοπώλης, φαρμάσσω, φάρμαξις, φαρμακτήρ, φαρμακτήριος, φαρμάκτης, φαρμάκτρια, φαρμακτός.
Léxico de magia
τό fármaco, pócima διάσωσόν με πάντοτε εἰς τὸν αἰῶνα ἀπὸ φ. καὶ δολίων protégeme en todo momento y para siempre de pócimas y engaños P VIII 33 ἐὰν πρὸς λύσιν φαρμάκων si (quieres) liberarte de pócimas P XIII 253 P XXXVI 258 invento de Toth-Hermes ἐγὼ εἰμί Θωυθ, φαρμάκων καὶ γραμμάτων εὑρετὴς καὶ κτίστης yo soy Tout, inventor de los fármacos y de las letras P V 247 P VIII 28
Translations
Afrikaans: medisyne; Alabama: aissi; Albanian: ilaç; Amharic: ሕክምና; Arabic: دَوَاء; Aramaic: סמא; Armenian: դեղ, դեղորայք; Assamese: ঔষধ, দৰৱ; Asturian: melecina; Avar: дарман, дару; Azerbaijani: dərman, əlac; Bashkir: дарыу, дауа; Belarusian: ле́кі, ляка́рства; Bengali: দাওয়াই, ঔষধ; Breton: louzoù; Bulgarian: лека́рство; Burmese: ဆေး; Buryat: эм; Catalan: medicament; Chechen: молха; Cherokee: ᏅᏬᏘ; Chichewa: mankhwala; Chickasaw: itti̠sh; Chinese Dungan: йүә; Mandarin: 藥, 药, 藥材, 药材, 藥物, 药物, 藥品, 药品; Chukchi: инэнмэԓевичгын; Czech: lék; Danish: medicin, lægemiddel; Dutch: medicijn, geneesmiddel; Dzongkha: སྨན; Emilian: midgénna; Erzya: менькс; Esperanto: kuracilo; Estonian: arstirohi, medikament; Ewe: atike; Faroese: heilivágur; Finnish: lääke; French: médicament, remède; Galician: medicamento, medicina; Gamilaraay: dhalbin; Georgian: წამალი; German: Arznei, Medizin, Medikament; Greek: φάρμακο; Ancient Greek: φαρμάκιον, φάρμακον, φαρμάκευμα, ἴαμα, βοήθημα, ἄκεστρον, ἄκεσμα, ἀλέξιον; Greenlandic: nakorsaat, katsorsaat; Gujarati: દવા, ઔષધ; Haitian Creole: medikaman; Halkomelem: stelmexw; Hausa: magani; Hawaiian: lāʻau; Hebrew: תְּרוּפָה; Hindi: औषधि, औषध, दवा, दारू, दवाई; Hungarian: gyógyszer, orvosság; Ibaloi: agas; Icelandic: lyf; Igbo: ogwu; Ilocano: agas; Indonesian: obat; Irish: cógas, leigheas; Isnag: axas; Italian: medicina, medicamento; Japanese: 薬, 薬剤, 医薬品; Jarai: jrao; Javanese: tamba, jamu, jampi, loloh; Kabuverdianu: ramédi; Kalmyk: эм; Kamba: daawa; Kankanaey: agas; Kannada: ಮದ್ದು, ಔಷಧ; Karao: agas; Kazakh: дауа, дәрі; Khmer: ថ្នាំ, ឱសថ; Kikuyu: ndawa; Korean: 약; Kurdish Central Kurdish: دەرمان, دەوا; Northern Kurdish: derman, îlac; Kyrgyz: дары; Lao: ຢາ; Latin: medicina; Latvian: zāles, medikaments; Limos Kalinga: agas; Lithuanian: vaistas, medikamentas; Livonian: āinad; Luhya: kamalesi; Luxembourgish: Medezin; Lü: ᦊᦱ; Macedonian: лек, лекарство; Malay: ubat; Malayalam: ഔഷധം, മരുന്ന്; Manchu: ᠣᡴ᠋ᡨ᠋ᠣ; Maori: rongoā, pūroi; Marathi: औषध; Meru: ndawa; Mongolian: эм; Navajo: azeeʼ; Neapolitan: 'mmericìna; Nepali: औषध; Northern Sami: dálkkas; Norwegian Bokmål: legemiddel, medikament, medisin, droge; Nynorsk: lækjemiddel, medikament, medicin; Occitan: medicament; Ojibwe: mashkiki; Old English: lǣċedōm, lācnung; Oriya: ଔଷଧ; Pali: osadha; Pashto: دوايي, دوا; Persian: دارو, درمان; Polish: lekarstwo, lek inan, medykament inan; Portuguese: remédio, medicamento; Punjabi: ਦਵਾ; Quechua: jampina; Romanian: medicament; Romansch: medicament, remedi; Russian: лека́рство, медикаме́нт, лека́рственное сре́дство; Sanskrit: औषध, भेषज, अगद; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Semai: penglai; Serbo-Croatian Cyrillic: лек, лије̑к, здравило; Roman: lek, lijȇk, zdravilo; Sindhi: دوا; Sinhalese: ඔසුව, ඖෂධය; Slovak: liek; Slovene: zdravilo; Sorbian Upper Sorbian: lěkarstwo, lěk, medikament; Sotho: moriana; Spanish: medicamento, medicina, remedio, fármaco; Sundanese: ᮒᮒᮙ᮪ᮘ; Swahili: dawa; Swedish: läkemedel, medicin, drog; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tajik: дору; Tamil: மருந்து; Taos: woléne; Tatar: дару; Telugu: మందు, ఔషదం; Thai: ยา; Tibetan: སྨན; Tigrinya: ሕክምና; Tocharian B: sāṃtke; Tok Pisin: marasin; Turkish: ilaç, em; Turkmen: derman; Ukrainian: лі́ки, лік, ліка́рство; Urdu: ڈرگ, اوشدهی, اوشدهہ; Uyghur: دورا; Uzbek: iloj, dori, medikament; Venetian: medexina; Vietnamese: thuốc; Waray-Waray: bulong; Welsh: meddyginiaeth, moddion, ffisig; White Hmong: tsuaj; Yakut: эмп; Yiddish: מעדיצין; Yoruba: oogun; Zazaki: dermon; Zhuang: yw; Zulu: iselapho, umuthi