ἐπιστρέφω
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
pf.
A ἐπέστροφα Diog. (v. infr. 1.2a):—turn about, turn round, νῶτον Orac. ap. Hdt.7.141; δεῦρ' ἐ. κάρα E.Heracl.942, cf. X.Cyn.10.12; στροφεῖς HeroAut. 23.3; ἐ. τὰς ναῦς tack (cf. ἐπιστροφή 11.1), Th.2.90; also, put an enemy to flight, X.HG6.4.9; wheel about, τοὺς ἱππεῖς Plu.Sull.19; wheel through a right angle, Ascl.Tact.10.5 (Act. and Pass.), etc.; intr., ib.12.11, etc. b. intr., turn about, turn round, ἕλκε δ' ἐπιστρέψας Il.3.370; here only in Hom., and perh. trans., whirl, but v. Hdt.2.103, S.Tr.566; ἀλλὰ πᾶς ἐπίστρεφε δεῦρο Ar.V.422; of ships, put about, Plb.1.47.8,50.5; of a wild boar, turn upon the hunter, ἐπί τινα X.Cyn.10.15; return, ἀπὸ τῆς στρατείας Epist. Philipp. in IG9(2).517.37 (Larissa), cf. Ev.Matt.12.44, etc.; of an illness, recur, f.l. for ὑπο-, Hp.Coac.124: as Hebraism, c. inf., as periphrasis of πάλιν, ἐπιστρέψει . . εὐφρανθῆναι LXXDe.30.9, cf. 2 Es. 9.14, al.; so with καί and finite Verb, ἐπέστρεψεν καὶ ᾠκοδόμησεν ib.2 Ch.33.3, cf. Ma.1.4, al. 2. turn towards, νόημα Thgn.1083; ἦθος κατά τινα Id.213; ἐ. τινά turn his attention towards one, Luc. Tim.11; τινὰ πρός τι, εἰς ἑαυτόν, Plu.2.21c,69f, cf. Hdn.5.3.8; οἱ τὴν Ἑλλάδα ἐπεστροφότες ἐπὶ σοφίαν Diog.Ep.34.1; ἐ. πίστιν press a pledge upon one, S.Tr.1182; ἐ. τὴν φάλαγγα bring it into action, Plu. Ant.42: hence, b. intr., turn (oneself) towards, X.Eq.8.12, etc.; ἐ. εἰς or πρὸς ἑαυτόν, of νοῦς, reflect, Plot.5.3.1, Procl.Inst.15; τὸ ἐπιστρέφον βαθρικόν the steps leading to the sarcophagus, Judeich Altertümervon Hierapolis 152. 3. turn or convert from an error, correct, cause to repent, Luc.Hist.Conscr.5, Plu.Alc.16; πλημμελοῦντας Id.Cat.Mi.14; warn, Philostr.VS1.7.1; coerce, Cod.Just.4.20.15.1. b. Pass., to be converted, return, ἐπὶ Κύριον LXXDe.30.2; intr., repent, ib.Ju.5.19, al., Ev.Matt.13.15,Ev.Luc.22.32, etc. c. Philos., cause to return to the source of Being, τινὰς εἰς τὰ ἐναντία καὶ τὰ πρῶτα Plot. 5.1.1; τι πρὸς τἀγαθόν Procl.Inst.144:—Pass., Plot.1.2.4, 5.2.1; τὸ προϊὸν ἀπό τινος -στρέφεται πρὸς ἐκεῖνο ἀφ' οὗ πρόεισιν Procl.Inst.31; πρὸς τὸ ἕν Dam.Pr.27:—also intr. in Act., ἐ. εἰς ἑαυτόν Plot.5.3.6; τὸ γεννηθὲν φύσει πρὸς τὸ γεννῆσαν ἐ. Porph.Sent.13; οὐδὲν τῶν σωμάτων πρὸς ἑαυτὸ πέφυκεν ἐ. Procl.Inst.15. 4. curve, twist, ὀδύνη σε περὶ τὰ σπλάγχν' ἔοικ' ἐπιστρέφειν v.l. in Ar.Pl.1131; ἐ. ἐπισκύνιον AP11.376.8 (Agath.):—Pass., to be distorted, ἢν τράχηλος ἐπιστραφῇ Hp. Aph.4.35; of hair, curl, οἷς ἐπέστραπται τὸ τρίχιον Arist.Pr.963b10; ἐπεστραμμένος, of a tree, crooked, Thphr.HP3.8.4; of fir-needles, bent, ib.3.9.6. II. Med. and Pass., esp. in aor. 2 Pass. ἐπεστράφην [ᾰ], also ἐπεστρέφθην Opp.C.4.179: Dor. 3sg. fut. Pass. -στραφησεῖται GDI3089.27 (Callatis):—turn oneself round, turn about, ἤϊε ἐπιστρεφόμενος constantly turning, as if to look behind one, Hdt. 3.156: and with acc., πολλὰ θάλαμον ἐξιοῦσ' ἐπεστράφη turned to gaze on it, E.Alc.187; so of a lion retreating, Arist.HA629b15; δι' οὗ πάσας ἐπιστρέφεσθαι τὰς περιφοράς by which all the revolving spheres are turned, Pl.R.616c; δόξα τῇδ' ἐπεστράφη thus turned about, changed, S.Ant.1111. 2. go back-and forwards, πάντῃ h.Hom.27.10; κατ' ἄλσος A.Supp. 508: c.acc., γαῖαν ἐπιστρέφεται wanders over the earth, with collat. sense of observing, studying it, Hes.Th.753, Thgn.648; so ἐ. ὀρέων κορυφάς Anacr.2.4: also c. acc. loci, turn to a place, πόθεν γῆς τῆσδ' ἐπεστράφης πέδον; E.Hel.83, cf. 89,768, Ion352 (also εἰς χώρας X.Oec.4.13): c.acc. cogn., [διεξόδους] ἐπιστρέφεσθαι walk in . ., Pl.Phdr.247a; of the sun, revolve, D.P.584. 3. turn the mind towards, pay attention to, regard (cf. ἐπιστροφή 11.3), τινός Anacr.96, S. Ph.599, Phld.Lib.p.15 O., AP5.47 (Rufin.); τῶν ἰδίων οὐδὲν ἐ. Thgn. 440; εἴς τι Alex.Aphr.in Sens.57.18: abs., return to oneself, pay attention, ἐπιστραφείς Hdt.1.88; οὐκ ἦλθες, . . οὐδ' ἐπεστράφης E.Rh. 400; οὐκ ἐπεστράφη, = οὐκ ἐφρόντισε (just above), D.23.136, cf. 10.9, AP11.319 (Autom.). b. conduct oneself, behave, ἀξίως τᾶς τιμᾶς SIG539A22 (Decr. Amphict., iii B.C.). 4. c.acc., θεοῦ νιν κέλευσμ' ἐπεστράφη turned against her, E.Andr.101 (lyr.). 5. pf.part. Pass. ἐπεστραμμένος, = ἐπιστρεφής, earnest, vehement, λέγειν ἐπεστραμμένα Hdt.8.62; ἀφέλεια -στραμμένη Philostr.VS1.7.1.
German (Pape)
[Seite 985] 1) hinkehren, hinwenden, ἕλκε δ' ἐπιστρέψας μετ' Ἀχαιούς Il. 3, 370; δεῦρ', ἐπίστρεψον κάρα Eur. Heracl. 942; τὸ νόημα εἴς τι Theogn. 213; νῶτον ἐπιστρέψας Orac. bei Her. 7, 141; Sp., τὰς ὄψεις εἰς ἑαυτόν Hdn. 5, 3, 15, die Blicke auf sich ziehen; τινά, Jemandes Aufmerksamkeit erregen, τὸν Δία· Luc. Tim. 11; Philostr. – φάλαγγα, anrücken lassen, Plut. Ant. 42. – Uebertr., ὡς πρὸς τί πίστιν τήνδ' ἄγαν ἐπιστρέφεις Soph. Tr. 1172, was dringst du darauf, forderst? – 2) umkehren, umwenden, ἐπιστρέψαντες τὰς ναῦς μετωπηδὸν ἔπλεον Thuc. 2, 90; τὸ δεξιόν 5, 10; zurückschlagen, Xen. Hell. 6, 4, 9; pass. sich umkehren, umsehen, πολλὰ θάλαμον ἐξιοῦσ' ἐπεστράφη Eur. Alc. 187; Her. 1, 88; Xen. Conv. 9, 1; Sp., θεασάμενοι αὐτοὺς ἐπεστραμμένους καὶ τὰ νῶτα δεδωκότας Hdn. 7, 11, 18. – Uebertr., umwenden u. wieder auf den rechten Weg bringen, Einen zur Aenderung seines Sinnes bewegen, οἶδα οὐ πολλοὺς αὐτῶν ἐπιστρέψων Luc. conscr. hist. 5; ἐνίους τὸ λεχθὲν ἐπέστρεφεν Plut. Alc. 16. – 3) intrans., sich wohin wenden, ἅπας ἐπίστρεφε δεῦρο Ar. Vesp. 422, wo man etwa πόδα ergänzen kann; vgl. Soph. Tr. 563, u. von Sp. Arist. H. A. 5, 7; Pol. 1, 71, 2; oft im N. T.; umkehren, ἐντεῦθεν ἐπιστρέψας ὀπίσω ἤϊε Her. 2, 103. – Med. c. aor. pass. sich wohin wenden, λευρὸν κατ' ἄλσος νῦν ἐπιστρέφου τόδε Aesch. Suppl. 503; γαῖαν ἐπιστρέφεται, wendet sich über die Erde hin, durchwandert sie, Hes. Th. 753; πάντη H. h. Dian. 10; τί Νείλου τάσδ' ἐπιστρέφει γύας Eur. Hel. 89, was wendest du dich hin, gehst zu –, wie πόθεν γῆς τῆσδ' ἐπεστράφης πέδον 83; Ion 352; vgl. ἃς διεξόδους θεῶν γόνος ἐπιστρέφεται, wandelt, Plat. Phaedr. 247 a; vgl. Xen. Oec. 4, 13; oft übertr., ἐπειδὴ δόξα τῇδ' ἐπεστράφη Soph. Ant. 1098, d. i. da sich meine Ansicht geändert, darauf gerichtet hat; seinen Geist worauf hinwenden, Rücksicht nehmen, achten, Ἀτρεῖδαι τοῦδ' – ἐπεστρέφοντο, auf diesen richteten sie ihre Aufmerksamkeit, Soph. Phil. 595; sp. D., τῆς λευκῆς καλάμης οὐδὲν ἐπιστρέφομαι Rufin. 36 io, 48); c. acc., Theogn. 440; in Prosa, οὐδὲ ἐφροντίσατε οὐδὲ ἐπεστράφητε ἐπ' οὐδενὶ τούτων Dem. 10, 9; absol., οὐκ ἐπεστράφη 23, 136. – Das partic. perf. ἐπεστραμμένη λέγειν, nachdrücklich, ernst, Her. 8, 62, wie σεμνότης ἐπεστραμμένη. S. ἐπιστρεφής. Aber τρίχιον ἐπεστραμμένον, gekräuseltes Haar, Arist. probl. 33 E.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστρέφω: μέλλ. -ψω, στρέφω, γυρίζω, ἀλλ’ ὑποχωρεῖν νῶτον ἐπιστρέψας Χρησ. παρ’ Ἡροδ. 7 141· στρέφω πρός τι μέρος, δεῦρ’ ἐπίστρεψον κάρα καὶ τλῆθι τοὺς σοὺς προσβλέπειν ἐναντίον ἐχθροὺς Εὐρ. Ἡρακλ. 942, πρβλ. Ξεν. Κυν. 10, 12· ἄφνω ἐπιστρέψαντες τὰς ναῦς, στρέψαντες αἰφνιδίως τὰς ναῦς (ἴδε ἐπιστροφή), Θουκ. 2. 90· ἀλλ’ ὡσαύτως, τρέπω τὸν ἐχθρὸν εἰς φυγήν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 9· στρέφω, ἐπιστρέψαντος δὲ ταχέως ἐκείνου τοὺς περὶ αὑτὸν ἱππεῖς Πλουτ. Σύλλ. 19. β) ἀμετάβ., στρέφομαι πρός, ἕλκε δ’ ἐπιστρέψας μετ’ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς Ἰλ. Γ. 370, ― οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, καὶ ἐνταῦθα δέ τινες ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ μεταβατ., περιστρέφω, ἀλλ’ ἴδε Ἡρόδ. 2. 103, Σοφ. Τρ. 566, Θουκ. 1. 61· ἀλλ’ ἅπας ἐπίστρεφε δεῦρο Ἀριστοφ. Σφ. 422· ἐπὶ ναυτῶν, Πολύβ. 1. 47, 8., 50. 5· ἐπὶ ἀγρίου κάπρου, στρέφομαι καὶ ἐφορμῶ ἐναντίον τοῦ κυνηγοῦ, ἐπί τινα Ξεν. Κυν. 10, 15: ― ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, ἐπιστρέφω εἰς τὸν οἶκόν μου Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 44, κτλ.: ἐπὶ νόσου, ἐπανέρχομαι, Ἱππ. 135Ε. 2) στρέφω πρός, τὸ νόημα Θέογν. 1083· ἦθος κατά τινα ὁ αὐτ. 213· ἐπιστρέψας τὸν Δία, ἀναγκάσας τὸν Δία νὰ στραφῇ πρὸς αὐτόν, ἑλκύσας τὴν προσοχὴν αὐτοῦ, Λουκ. Τίμ. 11· πρός τι, εἴς τινα Πλούτ. 2. 21C, 69Ε: ἐπισκήπτω, ἐπάγω, ὡς πρὸς τί πίστιν τήνδ’ ἄγαν ἐπιστρέφεις; Σοφ. Τρ. 1182: ― ἐπ. τὴν φάλαγγα, προσάγειν αὐτὴν εἰς μάχην, Πλουτ. Ἀντών. 42: ― ἐντεῦθεν, β) ἀμεταβ., στρέφομαι πρός τινα, Ξεν. Ἱππ. 8. 12, κτλ.· ἐπ. πρὸς ἢ ἐφ’ ἑαυτόν, ἐξετάζειν καθ’ ἑαυτόν, σκέπτεσθαι, Πλωτῖν. 5. 3, 1, Πρόκλ. Στοιχείωσ. 15. 3) κάμνω τινὰ νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν εὐθεῖαν ὁδόν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 5, πρβλ. Πλουτ. Ἀλκ. 16. β) ἀμετάβ., μετανοῶ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 15, Λουκ. 22. 32, κτλ. 4) συστρέφω, «στρήφω», Λατ. torquere, ὀδύνη σε πρὸς τὰ σπλάγχν’ ἐπιστρέφειν δοκεῖ Ἀριστοφ. Πλ. 1131· ἐπ. ἐπισκύνιον Ἀνθ. Π. 11. 376: ― καὶ ἐν τῷ Παθ., διαστρέφομαι, τράχηλος ἐπιστρέφεται Ἱππ. Ἀφ. 1250· ἐπὶ κόμης, οἷς ἐπέστραπται τὸ τρίχιον, ὧν αἱ τρίχες εἶναι ἐστραμμέναι, Ἀριστ. Προβλ. 33.18. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ἰδίως κατ’ ἀόρ. β΄ παθ. ἐπεστράφην ᾰ. ὡσαύτως ἐπεστρέφθην, Ὀππ. Κ. 4. 178: ― στρέφομαι, γυρίζω ὀπίσω καὶ βλέπω, ἤϊε ἐπιστρεφόμενος, στρεφόμενος ὀπίσω καὶ βλέπων, Ἡρόδ. 3. 156· οὕτως ἐπὶ λέοντος, βάδην ὑποχωρεῖ καὶ σκέλος, κατὰ βραχὺ ἐπιστρεφόμενος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3· καὶ μετ’ αἰτ., πολλὰ θάλαμον ἐξιοῦσ’ ἐπεστράφη κἄρριψεν αὐτὴν αὖθις ἐς κοίτην πάλιν, ἐξερχομένη τοῦ θαλάμου πολλάκις ἐστράφη ὀπίσω καὶ ἔρριψεν ἑαυτὴν πάλιν ἐπὶ κοίτης, Εὐρ. Ἀλκ. 187· δόξᾳ τῇδ’ ἐπεστράφη, οὕτω μετεστράφη, μετεβλήθη, Σοφ. Ἀντ. 1111. 2) περιφέρομαι, Ὕμν. Ὁμ. 27.10· κατ’ ἄλσος Αἰσχύλ. Ἱκετ. 508· καὶ μετ’ αἰτ., γαῖαν ἐπιστρέφεται, πλανᾶται ἐπὶ τῆς γῆς, μετὰ τῆς συνυπαρχούσης ἐννοίας τοῦ παρατηρῶ, σπουδάζω τι, Ἡσ. θ. 753, Θέογν. 648· οὕτως, ἐπ. ὀρέων κορυφὰς Ἀνακρ. 2: ― ἀλλὰ μετ’ αἰτ. τόπου, ἔρχομαι εἴς τινα τόπον, πόθεν γῆς τῆσδ’ ἐπεστράφης πέδον; Εὐρ. Ἑλ. 83, πρβλ. 89, 768, Ἴων. 352· (ὡσαύτως, εἰς χώραν Ξεν. Οἰκ. 4. 13): ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., διεξόδους ἐπιστρέφεσθαι, περιέρχεσθαι…, Πλάτ. Φαῖδρ. 247Α, πρβλ. Πολ. 616C: ― ἐπὶ τοῦ ἡλίου, περιστρέφομαι, Διον. Περ. 584· πρβλ. ἐπιστρωφάω. 3) στρέφω τὸν νοῦν πρός τι, προσέχω εἴς τι, ἐξετάζω, Λατ. observare (πρβλ. ἐπιστροφὴ ΙΙ. 3), τινος Ἀνακρ. 97, Σοφ. Φ. 599, Ἀνθ. Π. 5. 48: ― ἀπολ., ἔρχομαι εἰς ἐμαυτόν, προσέχω, ἐπιστραφεὶς Ἡρόδ. 1. 88· οὐκ ἦλθες,... οὐκ ἐπεστράφης Εὐρ. Ρῆσ. 400· οὐκ ἐπεστράφη = οὐκ ἐφρόντισε (ὀλίγον ἀνωτέρω) Δημ. 665. 5. πρβλ. 133, 24, Ἀνθ. Π. 11. 319. 4) μετ’ αἰτ., Θέογν. 440· θεοῦ νιν κέλευσμ’ ἐπεστράφη, ἐπεσκέψατο αὐτήν, Εὐρ. Ἀνδρ. 1030. 5) μετοχ. παθ. πρκμ. ἐπεστραμμένος, = ἐπιστρεφής, ἔνθερμος, σφοδρός, λόγοι ἐπ. Ἡρόδ. 7. 160, πρβλ. 8, 62: πρβλ. ἐπιστρεφής.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιστρέψω;
I. tr. 1 tourner vers, diriger vers : τὴν φάλαγγα PLUT porter sa ligne de bataille sur l’ennemi ; ἐπ. τινα attirer l’attention de qqn;
2 tourner en sens contraire, détourner : ἐπ. νῶτον tourner le dos ; τὰς ναῦς THC détourner les vaisseaux pour se retirer ; τινα mettre l’ennemi en fuite ; Pass. se détourner, se retourner;
3 particul. détourner pour remettre dans le droit chemin;
4 tordre, tendre fortement ; Pass. λόγοι ἐπεστραμμένοι HDT paroles véhémentes;
II. intr. se détourner, se retourner;
Moy. ἐπιστρέφομαι (ao.2 ἐπεστράφην);
I. se tourner vers :
1 se diriger vers;
2 fig. tourner son esprit vers, faire attention à : τινος, τι à qch ; ἐπ. οὐδενί DÉM ne faire attention à rien;
II. se détourner, se retourner : ἤιε ἐπιστρεφόμενος HDT il allait se retournant sans cesse ; fig. tourner, changer.
Étymologie: ἐπί, στρέφω.
English (Autenrieth)
aor. part. ἐπιστρέψᾶς: turn towards, sc. μίν, Il. 3.370†.
English (Strong)
from ἐπί and στρέφω; to revert (literally, figuratively or morally): come (go) again, convert, (re-)turn (about, again).
English (Thayer)
future ἐπιστρέψω; 1st aorist ἐπέστρεψα; 2nd aorist passive ἐπεστραφην; from Homer down; the Sept. for הָפַך, סָבַב and הֵסֵב, פָּנָה, and times without number for שׁוּב and הֵשִׁיב;
1. transitively,
a. to turn to: ἐπί τόν Θεόν, to the worship of the true God, to cause to return, to bring back; figuratively, τινα ἐπί κύριον τόν Θεόν, to the love and obedience of God, ἐπί τέκνα, to love for the children, ἐν φρονήσει δικαίων, that they may be in (R. V. to walk in) the wisdom of the righteous, τινα ἐπί τινα, supply from the context ἐπί τήν ἀλήθειαν and ἐπί τήν ὁδόν, Winer s Grammar, § 38,1 (compare p. 26; Buttmann, 144 (126f)));
a. to turn, to turn oneself: ἐπί τόν κύριον and ἐπί τόν Θεόν, of Gentiles passing over to the religion of Christ, πρός τί, πρός τόν Θεόν, ἀπό τίνος εἰς τί, to turn oneself about, turn back: absolutely, to return, turn back, come back; α. properly: ὀπίσω (as in Aelian v. h. 1,6 (variant)), followed by an infinitive of purpose, εἰς with the accusative of place, T WH Tr marginal reading); εἰς τά ὀπίσω, ἐπί τί, to, β. metaphorically: ἐπί τί, ἐπί τινα, but G omits ἐπί σε; πρός τινα, ibid. L T Tr WH; ἐκ τῆς ἐντολῆς, to leave the commandment and turn back to a worse mental and moral condition, R G; absolutely, to turn back morally, to reform: to turn oneself about, to turn around: absolutely, R G; to return: followed by πρός (WH text ἐπί) τινα, εἰρήνη, 3at the end); ἐπί τόν Θεόν, R G).
Greek Monolingual
(AM ἐπιστρέφω) στρέφω
επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα»)
μσν.- νεοελλ.
στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία»)
μσν.
1. ανταποδίδω
2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό
3. μεταβάλλω
4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη
5. μέσ. αλλάζω τις ιδέες μου
αρχ.-μσν.
1. μετανοώ
2. στρέφω την προσοχή μου
3. επαναφέρω κάποιον στον ορθό δρόμο
4. μέσ. ἐπιστρέφομαι
επιστρέφω στην ορθή πίστη
αρχ.
1. τρέπω τον εχθρό σε φυγή («ἐπέστρεψάν τε αὐτοὺς καὶ κατεδίωξαν πρὸς τὸ στρατόπεδον», Ξεν.)
2. περιστρέφω
3. (για αρρώστια) επανέρχομαι
4. στρέφω σε κάτι («Κύρνε, φίλους κατά πάντας ἐπίστρεφε ποικίλον ἦθος», Θέογν.)
5. προτρέπω σε δράση («ἐπιστρέφειν τήν φάλαγγα», Πλούτ.)
6. με επιμονή κάνω κάποιον να προσέξει κάτι («ὡς πρὸς τί πίστιν τήνδ’ ἄγαν ἐπιστρέφεις;», Σοφ.)
7. στρέφομαι σε κάποιον
8. συστρέφω
9. παθ. διαστρέφομαι («ἢν τράχηλος ἐπιστραφῇ», Ιπποκρ.)
10. (για δέντρο ή φύλλα) γέρνω
11. γυρίζω πίσω και βλέπω («ήιε ἐπιστρεφόμενος», Ηρόδ.)
12. γυρίζω γύρω γύρω («δι’ οὗ πάσας ἐπιστρέφεσθαι τάς περιφοράς», Πλάτ.)
13. περιπλανιέμαι παρατηρώντας κάτι («γαῑαν ἐπιστρέφεται», Ησίοδ.)
14. έρχομαι σ’ έναν τόπο («πόθεν γῆς τῆς δ’ ἐπεστράφης πέδον;», Ευρ.)
15. προσέχω, εξετάζω κάτι («ἐπεστρέφοντο πράγματος χάριν», Σοφ.)
16. προσηλώνομαι, προσέχω («ἐπιστραφείς καὶ ἰδόμενος τοὺς Πέρσας», Ηρόδ.)
17. φροντίζω («νομίζων ἀποστερήσειν οὐκ ἐπεστράφη», Δημοσθ.)
18. στρέφομαι εναντίον κάποιου («Θεοῡ νιν κέλευσμ’ ἐπεστράφη», Ευρ.)
19. (νεοπλατων.) προκαλώ την επιστροφή στην πηγή του όντος («ἐπιστρέφειν τι πρὸς τἀγαθόν», Πρόκλ.).
Greek Monotonic
ἐπιστρέφω: μέλ. -ψω, I. 1. α) στρέφω, γυρίζω, κάνω μεταβολή, κάνω στροφή, σε Ευρ.· ἐπ. τὰς ναῦς, κάνω απότομη πλεύση σε σχήμα «ζιγκ-ζαγκ», σε Θουκ.· αλλά επίσης, τρέπω εχθρό σε φυγή, σε Ξεν. β) αμτβ., στρέφομαι προς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· επιστρέφω, επανέρχομαι, σε Καινή Διαθήκη 2. α) στρέφω προς, τὸ νόημα, σε Θέογν.· πρός τι, εἴς τινα, σε Πλούτ.· ἐπ. πίστιν, τρέπω, πιέζω, ωθώ σε δέσμευση κάποιον να υποσχεθεί, σε Σοφ. β) αμβτ., στρέφομαι προς, σε Ξεν. 3. α) επαναφέρω κάποιον στην ευθεία οδό, διορθώνω, επιδιορθώνω, κάνω κάπιον να μετανοήσει, σε Λουκ. β) αμτβ., μετανοώ, σε Καινή Διαθήκη
4. κάμπτω, λυγίζω, στρίβω, συστρέφω, τυραννώ, βασανίζω, σε Αριστοφ.
II. Μέσ. και Παθ., ιδίως σε Παθ. αόρ. βʹ ἐπεστράφην [ᾰ]·
1. στρέφομαι, κάνω στροφή, γυρίζω πίσω και βλέπω, κάνω μεταβολή, ἐπιστρεφόμενος, αυτός που συνεχώς γυρίζει πίσω για να δει, σε Ηρόδ.· με αιτ., θάλαμον ἐπεστράφη, γύρισε πίσω για να του ρίξει μία επίμονη ματιά, σε Ευρ.· δόξα ἐπεστράφη, άλλαξε, μεταβλήθηκε, σε Σοφ.
2. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, τριγυρίζω, σε Ησίοδ.· με αιτ. τόπου, έρχομαι σε έναν τόπο, σε Ευρ.
3. στρέφω τον νου μου προς, δίνω προσοχή σε, με γεν., σε Θέογν., Σοφ.· απόλ., συνέρχομαι, προσέχω, σε Ηρόδ., Δημ.
4. με αιτ., επισκέπτομαι, σε Ευρ.
5. μτχ. Παθ. παρακ. ἐπεστραμμένος = ἐπιστρεφής, ένθερμος, ζωηρός, φλογερός, σφοδρός, βιαίος, απότομος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστρέφω:
1) поворачивать (назад или в сторону), обращать (τὰς ναῦς Thuc.; νῶτον Her.; τὸν ἵππον εἰς φυγήν Plut.): δεῦρ᾽ ἐπίστρεψον κάρα Eur. поверни сюда голову, т. е. взгляни сюда;
2) med. оглядываться, озираться (ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδόμενος Her.);
3) склонять к иному мнению, переубеждать (πολλούς Luc.; ἐνίους Plut.);
4) med. принимать другой оборот, (из)меняться (δόξα τῇδε ἐπεστράφη Soph.);
5) поворачиваться (δεῦρο Arph.): ἐπιστρέψας ᾗκεν ἰόν Soph. он обернулся и пустил стрелу;
6) возвращаться: ἀφικόμενοι ἐς Βέροιαν κἀκεῖθεν ἐπιστρέψαντες Thuc. прибыв в Берею и вернувшись оттуда;
7) обращать в бегство (τινά Xen.);
8) тж. med.-pass. заходить, прибывать (κατ᾽ ἄλσος Aesch.; εἰς χώραν Xen.): πόθεν γῆς τῆσδ᾽ ἐπεστράφης πέδον; Eur. откуда занесло тебя в этот край?; κατ᾽ ἄλσος ἐ. Aesch. заходить в рощу;
9) med. бродить, проходить, обходить, тж. посещать (πάντῃ Hom.; γαῖαν Hes.; ὀρέων κορυφάς Anacr.): θεοῦ νιν κέλευσμα ἐπεστράφη Eur. веление божества настигло ее;
10) med. обращаться мыслью, обращать внимание, заботиться (ἐπ᾽ οὐδενὶ τούτων Dem.; τῶν ἀνθρωπίνων Plut.): τίνος πράγματος χάριν τοῦδε ἐπεστρέφοντο; Soph. по какой причине (Атриды) вспомнили о нем?;
11) крутить, скручивать: ἐ. ἐπισκύνιον Anth. морщить лоб; οἷς ἐπέστραπται τὸ τρίχιον Arst. те, у которых вьются волосы;
12) перен. накручивать, натягивать, напрягать: λέγειν μᾶλλον ἐπεστραμμένα (sc. ἔπη) Her. говорить с большим возбуждением;
13) настаивать, требовать: ἐ. τὴν πίστιν Soph. требовать залога верности, ручательства.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to turn about, turn round, Eur.; ἐπ. τὰς ναῦς to make a sudden tack, Thuc.; but also to put an enemy to flight, Xen.
b. intr. to turn about, turn round, Il., Hdt., attic:— to return, NTest.
2. to turn towards, τὸ νόημα Theogn.; πρός τι, εἴς τινα Plut.:— ἐπ. πίστιν to press a pledge upon one, Soph.
b. intr. to turn towards, Xen.
3. to turn from an error, to correct, make to repent, Luc.
b. intr. to repent, NTest.
4. to curve, twist, torment, Ar.
II. Mid. and Pass., esp. in aor2 pass. ἐπεστράφην [ᾰ];— to turn oneself round, turn about, ἐπιστρεφόμενος constantly turning, to look behind one, Hdt.; with acc., θάλαμον ἐπεστράφη turned to gaze on it, Eur.; δόξα ἐπεστράφη turned about, changed, Soph.
2. to go back-and for-wards, wander over the earth, Hes.:—c. acc. loci, to turn to a place, Eur.
3. to turn the mind towards, to pay attention to, c. gen., Theogn., Soph.: —absol. to recover oneself, pay attention, Hdt., Dem.
4. c. acc. to visit, Eur.
5. part. perf. pass. ἐπεστραμμένος, = ἐπιστρεφής, earnest, vehement, Hdt. Hence
Chinese
原文音譯:™pistršfw 誒披-士特雷賀
詞類次數:動詞(39)
原文字根:在上-轉 相當於: (הָפַךְ) (סָבַב) (פֹּונֶה / פָּנָה) (שׁוּב)
字義溯源:歸回,歸,轉,回,回頭,回轉,轉身,轉向,回轉過來,轉過來,帶回來;由(ἐπί)*=在⋯上)與(στρέφω)=扭轉)組成;而 (Σαλωμών / Σολομών)出自(τροπή)=轉動), (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉
同源字:1) (ἐπιστρέφω)歸回,轉 2) (ἐπιστροφή)歸回,歸主 3) (στρέφω)扭轉,轉身參讀 (ἀποστρέφω)同義字
出現次數:總共(35);太(4);可(4);路(6);約(1);徒(11);林後(1);加(1);帖前(1);雅(2);彼前(1);彼後(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 歸(4) 徒9:35; 徒11:21; 徒14:15; 徒15:19;
2) 轉(3) 路1:17; 徒26:18; 徒26:20;
3) 轉過來(3) 可8:33; 約21:20; 彼後2:22;
4) 轉身(2) 徒9:40; 徒16:18;
5) 帶回來(2) 雅5:19; 雅5:20;
6) 歸回(2) 加4:9; 彼前2:25;
7) 回轉過來(2) 太13:15; 徒28:27;
8) 要回(2) 太24:18; 可13:16;
9) 既轉過來(1) 啓1:12;
10) 一個人⋯回轉(1) 林後3:16;
11) 我⋯轉過來(1) 啓1:12;
12) 你們⋯轉向(1) 帖前1:9;
13) 我們⋯回(1) 徒15:36;
14) 就⋯轉過來(1) 可5:30;
15) 你回頭(1) 路22:32;
16) 將要回轉(1) 路1:16;
17) 他們回轉過來(1) 可4:12;
18) 我要回(1) 太12:44;
19) 回來(1) 路8:55;
20) 回轉(1) 路17:4;
21) 仍歸(1) 太10:13;
22) 回(1) 路17:31;
23) 要歸回(1) 徒3:19