καινός

Revision as of 15:09, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

καινή, καινόν,
A new, fresh, ἔργα οὔτ' ὦν κ. οὔτε παλαιά Hdt.9.26; κ. ὁμιλία A.Eu.406; καινοὺς λόγους φέρειν to bring news, Id.Ch.659; τίδ' ἐστὶ κ.; S.OC722, cf.Ph.52; τὰ καινὰ τοῖς πάλαι τεκμαίρεται Id.OT916; θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι Id.Tr.613; ἢ βούλεσθε περιιόντες πυνθάνεσθαι, "λέγεταί τι κ.;" D.4.10; γένοιτ' ἄν τι καινότερον ἤ… ibid.; ἐκ καινῆς (sc. ἀρχῆς) anew, afresh, Th.3.92, Thphr.CP5.1.11, Jahresh.23 Beibl.91 (Pamphyl., i A. D.), etc. (also ἐκ καινοῦ CPR244.14 (iii A. D.)); especially of new dramas, τραγῳδῶν γιγνομένων καινῶν Aeschin.3.34; briefly τραγῳδοῖς κ. at the representation of the new tragedies, Docum. ap. D. 18.54; τραγῳδῶν τῇ κ. (ἐπιδείξει) ib.55; καινῇ κωμῳδῶν, τραγῳδῶν, CIG2759iii (Aphrodisias); but κ. κωμῳδία, τραγῳδία, of a new style of drama, IG7.1773 (Thebes, ii A.D.).
2 newly-made, κύλικες, τριήρης, ὀθόνια, οἶνος, SIG1026.26 (Cos, iv/iii B. C.), IG22.1623.289, PLond.2.402v12 (ii B. C.), Ostr.1142.4 (iii A. D.).
3 Adv. καινῶς = newly, afresh, Alex.240.4.
II newly-invented, novel, καινότεραι τέχναι Batr.116; κ. προσφέρειν σοφά E.Med.298; ἔνθα τι κ. ἐλέχθη Philox.3.23; οὐκ ἀείδω τὰ παλαιά, καινὰ γὰρ ἀμὰ κρείσσω Tim.Fr.21; κ. θεοί strange gods, Pl.Euthphr.3b; καινὰ δαιμόνια Id.Ap.24c; κ. τινες σοφισταί Id.Euthd.271b; καινὰ καὶ ἄτοπα ὀνόματα Id.R.405d; καινὰ ἐπιμηχανᾶσθαι = plan innovations, X.Cyr.8.8.16; οὐδὲν καινότερον εἰσέφερε τῶν ἄλλων he introduced as little of anything new as others, Id.Mem.1.1.3, cf. Pl.Phd.115b; πεπόνθαμεν καινότατον D.35.26; τὸ καινὸν τοῦ πολέμου prob. f.l. for κενόν (v. κενός), Th.3.30; οὐ καινόν = nothing to be surprised at, Hp.Int.17; τὸ καινότατον = what is strangest, parenthetically, Luc.Nigr.22, al.; εἰ Χρὴ καινότατα μᾶλλον ἢ κακουργότατα εἰπεῖν Antipho 2.4.2. Adv., μὴ σὺ καινῶς μοι λάλει in new, strange style, Alex.144, cf. Pl.Phdr.267b: Comp. καινοτέρως, νοῆσαι περί τινος Arist.Cael.308b31; without precedent, καινῶς κατακριθῆναι OGI669.46,49 (Egypt, i A. D.).
III καινὸς ἄνθρωπος = new man, recreated in Christ, Lat. novus homo, Plu.Cat.Ma.1; καινὰ πράγματα, πράγματα καινά = res novae, Id.Cic.14, cf. 2.212c.

German (Pape)

[Seite 1294] ή, όν, neu, was noch nicht dagewesen ist, ungewöhnlich, fremd, unerwartet; φέρω καινοὺς λόγους Aesch. Ch. 648; ὅπως καινά τε κλύῃς νέα τ' ἄχη Pers. 654; τί δ' ἔστιν καινόν; Soph. O. C. 726; φανεῖν θεοῖς θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι Tr. 610; Eur. Ion 641; καινὰ προσφέρων σοφά Med. 298; πάλιν καινὴν ἐμποιοῦσα ἀντὶ τῆς ἀπιούσης μνήμην Plat. Conv. 208 a, der auch καινὰ ταῦτα καὶ ἄτοπα ὀνόματα vrbdt, unerhört, sonderbar, Rep. III, 405 d; τὸ καινὸν τοῦ πολέμου, das Überraschende, Thuc. 3, 30; dem παλαιός entgeggstzt, Isocr. 4, 8; vgl. Plat. Phaedr. 267 b καινὰ ἀρχαίως λέγειν; Xen. Cyr. 8, 8, 16 das Alte wird nicht aufgehoben, ἄλλα τε ἀεὶ καινὰ ἐπιμηχανῶνται; im Gegensatz von εἰωθώς 3, 1, 30; Plut. vrbdt es mit πρόσφατος, Lyc. 15; Pol. mit νέος, 5, 75, 4; καινὰ πράγματα, res novae, Plut. Cic. 14; τὸ καινότατον, parenthetisch, u. was das Wunderbarste ist, Luc. Nigr. 21; – ἐκ καινῆς, von Neuem, Thuc. 3, 92 u. Sp.; – οὐδὲν καινότερον εἰσέφερε τῶν ἄλλων, er führte eben so wenig etwas Neues ein wie ein Anderer, Xen. Mem. 1, 1, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
nouveau :
1 qui vient de se produire, récent, neuf : καινοὺς λόγους φέρειν ESCHL apporter des nouvelles ; τί δ' ἔστι καινόν ; SOPH quoi de nouveau ? ἐκ καινῆς (s.e. ἀρχής) THC de nouveau;
2 différent de ce qui s'était produit jusqu'alors, innové : οὐδὲν καινότερον εἰσέφερε τῶν ἄλλων XÉN il n'a pas introduit plus de nouveau que les autres ; καινὰ πράγματα PLUT affaires nouvelles, changement dans les affaires, révolution (lat. res novae);
3 inattendu, imprévu : τὸ καινὸν τοῦ πολέμου THC le tour imprévu que prend la guerre;
4 étrange, extraordinaire : τὸ καινότατον LUC ce qu'il y a de plus extraordinaire;
5 en parl. de pers. καινὸς ἄνθρωπος PLUT homme nouveau, parvenu (lat. homo novus);
Cp. καινότερος, Sp. καινότατος.
Étymologie: DELG réfection d'un vieux radical signifiant jeune.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινός -ή -όν nieuw, recent, vers:; καινοὺς λόγους φέρειν nieuwe berichten brengen Aeschl. Ch. 659; τί δ’ ἐστὶ καινόν wat is er voor nieuws? Soph. OC 722; ἐκ καινῆς opnieuw Thuc. 3.92.6; van pers.: homo novus:. καινοὺς προσαγορεύειν ἀνθρώπους (hen) ‘nieuwe mannen’ te noemen (= Lat. homines novi) Plut. CMa 1.2. nieuw, ongebruikelijk, vreemd:. κ. θεοί vreemde goden Plat. Euthyph. 3b; καινὰ ἐπιμηχανᾶσθαι vernieuwingen bedenken Xen. Cyr. 8.8.16; οὐδὲν καινότερον εἰσέφερε τῶν ἄλλων hij was niet meer een nieuwlichter dan de anderen Xen. Mem. 1.1.3; τὸ καινότατον het vreemdst van alles Luc. 8.22. christ. nieuw, vernieuwd:; ἡ καινὴ διαθήκη het nieuwe verbond NT Luc. 22.20; ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ θεοῦ wanneer ik hem (wijn) opnieuw zal drinken in het koninkrijk van God NT Marc. 14.25; van pers.: κ. ἄνθρωπος een nieuwe mens, herschapen in Christus NT Eph. 2.15.

Russian (Dvoretsky)

καινός:
1 новый (καινὰ καὶ παλαιὰ ἔργα Her.; βάλλειν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινούς NT): καινοὶ λόγοι Aesch. новые вести, новости; καινῷ ἐν πεπλώματι Soph. в новом одеянии; τί δ᾽ ἔστι καινόν; Soph. что (случилось) нового?; ἐκ καινῆς (sc. ἀρχῆς) Thuc. снова, сызнова, заново; τραγῳδῶν τῇ καινῇ (sc. εἰσόδῳ или ἡμέρᾳ), τραγῳδοῖς καινοῖς Dem. или τραγῳδῶν ἀγωνιζομένων καινῶν Aeschin. в день или во время представления новых трагедий; κ. ἄνθρωπος Plut. (ср. лат. homo novus) человек, поднявшийся из низов; καινὰ πράγματα Plut. (ср. лат. res novae) новшества, переворот;
2 странный, удивительный, необычный (ὀνόματα, σοφισταί Plat.).

Spanish

nuevo

English (Strong)

of uncertain affinity; new (especially in freshness; while νέος is properly so with respect to age: new.

English (Thayer)

καινή, καινόν (from Aeschylus and Herodotus down); the Sept. for חָדָשׁ; new, i. e.
a. as respects form; recently made, fresh, recent, unused, unworn (opposed to παλαιός old, antiquated): as ἀσκός, T omits; Tr WH brackets the clause); ἱμάτιον, πλήρωμα, μνημεῖον, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδείς ἐτέθη added, καινά καί παλαιά, new, which as recently made is superior to what it succeeds: διαθήκη, T WH omit καινά); R L; WH reject the passage); καινοί οὐρανοί, καινή γῆ, Ἱερουσαλήμ (see Ἱεροσόλυμα, at the end), ἄνθρωπος (see the word, 1f.), καρδία, πνεῦμα, καινά πάντα ποιῶ, I bring all things into a new and better condition, γέννημα τῆς ἀμπέλου, of a new kind; unprecedented, novel, uncommon, unheard of (ἑτέρα καί καινά δαιμόνια, Xenophon, mem. 1,1, 1): διδαχή, ἐντολή, given now for the first time, ὄνομα, with the added explanationοὐδείς οἶδεν (ἔγνω), ᾠδή, ὕμνος, ᾆσμα, λέγειν τί καί (ἤ L T Tr WH) ἀκούειν καινότερον, newer namely, than that which is already; (cf. Winer's Grammar, 244 (228f))); κτίσις, καινά τά πάντα, all things are new, previously non-existent, begin to be far different from what they were before, L T Tr WH omit τά πάντα); μηκέτι οὔσης τῆς ἀνομίας, καινων δέ γεγονότων πάντων ὑπό κυρίου, the Epistle of Barnabas 15,7 [ET]. γλῶσσαι (see γλῶσσα, 2): Tr text WH text omit; Tr marginal reading brackets καινων) [ SYNONYMS: καινός, νέος: νέος denotes the new primarily in reference to time, the young, recent; καινός denotes the new primarily in reference to quality, the fresh, unworn; 'νέος ad tempus refertur, καινός ad rem;' see Trench, § lx.; Tittmann i., p. 59f; Green, 'Critical Note' on Schmidt ii., chapter 47.]

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM καινός, -ή, -όν)
αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.)
2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη)
το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία της χριστιανικής θρησκείας τα οποία γράφηκαν μετά τη γέννηση του Χριστού
αρχ.
1. πρωτόγνωρος, πρωτάκουστος, παράδοξος («ἓτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσάγων», Πλάτ.)
2. (το ουδ. ως κύριο όν. στην Αθήνα) τὸ Καινόν
τμήμα του δικαστηρίου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καινόν
απρόοπτο, απροσδόκητο
4. (για δράματα) αυτό που παριστάνεται για πρώτη φορά
5. (επιγρ. και πάπ.) καινουργιοφτειαγμένος, πρόσφατα κατασκευασμένος
6. φρ. (στον Πλούτ.) α) «καινὸς ἄνθρωπος» — άνθρωπος που, αν και προέρχεται από ασήμαντη οικογένεια, έγινε επιφανής, ευγενής
β) «καινά πράγματα» — οι καινοτομίες στην πολιτεία.
επίρρ...
καινῶς (AM)
με νέο ύφος, με ασυνήθιστες εκφράσεις
αρχ.
1. εκ νέου
2. επιγρ. απροσδόκητα, ανέλπιστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καινός θα πρέπει να προέκυψε από μεταπλασμό σε θεματικό ενός παλαιότερου αθέματου τ. σε -ν, ο οποίος συνδέεται με το αβεστ. kaini(n) «κορίτσι» και τα αρχ. ινδ. kaniyam «κοριτσιών» (απ' όπου προέκυψε επίσης με μεταπλασμό το αρχ. ινδ. kanyā «νέα κοπέλλα» και kanina «νέος»). Πιθανή είναι επίσης η σύνδεσή του με το λατ. re-cen-s «πρόσφατος». Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ken- «εμφανίζομαι για πρώτη φορά». Από τη σημ. αυτή προέκυψαν στην Ελληνική οι «νέος, πρόσφατος».
ΠΑΡ. αρχ. καινίζω, καινότης, καινώ (-έω), καινώ (-όω).
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) καινοπρεπής, καινοτομία, καινοτόμος, καινοτομώ, καινοφωνία
αρχ.
καινογραφής, καινογράφος, καινόγραφος, καινόδοξος, καινοδοξώ, καινοειδής, καινόκουφον, καινόλεκτος, καινολογία, καινολόγος, καινολογώ, καινοπαθής, καινοπαθώ, καινοπηγής, καινοπήμων, καινοποίησις, καινοποιητής, καινοποιία, καινοποιός, καινοποιώ, καινοπραγία, καινόσοφος, καινόσπουδος, καινότατος, καινοτοκώ, καινοτόμημα, καινοφαής, καινόφιλος, καινοχωρισμός
αρχ.-μσν.
καινοσχήμων, καινότροπος
μσν.
καινεργάτης, καινογραφώ, καινολεκτώ, καινόπιστος, καινοπράγημα, καινοπραγώ, καινοπραξία, καινοπρέπεια, καινόρραφος, καινοσχημάτιστος, καινοτροπία, καινοφραδής, καινόφωνος, καινοφωνώ
μσν.- νεοελλ.
καινοφανής
νεοελλ.
καινοθήρας, καινοθηρία, καινοθηρώ. (Β' συνθετικό) αρχ. αντίκαινος, ισόκαινος, φιλόκαινος
νεοελλ.
μειόκαινος, ολόκαινος, πλειόκαινος, πλειστόκαινος].

Greek Monotonic

καινός: -ή, -όν,
I. νέος, πρόσφατος, Λατ. recens, novus, καινὰ καὶ παλαιὰ ἔργα, σε Ηρόδ.· καινοὺς λόγους φέρειν, φέρνω, προσκομίζω νέα, ειδήσεις, σε Αισχύλ.· λέγεταί τικοινόν, σε Δημ.· ἐκ καινῆς (ενν. ἀρχῆς), εκ νέου, πάλι, Λατ. de novo, σε Θουκ.· ιδίως, λέγεται για νέα δράματα που παρουσιάζονται στο θέατρο για πρώτη φορά, σε Αισχίν., Δημ.
II. νεοεφευρεθείς, πρωτότυπος, πρωτοφανής, σε Ευρ. κ.λπ.· κ.θεοί, παράδοξοι θεοί, σε Πλάτ.· καινά, νεωτερισμοί, σε Ξεν.· οὐδὲν καινότερον εἰσέφερε τῶν ἄλλων, δεν έφερε τίποτα καινούριο που να μην είχε ήδη αναφερθεί από άλλους, στον ίδ.· τὸ καινὸν τοῦ πολέμου, η απροσδόκητη τροπή που συνήθως παίρνει ο πόλεμος, η αναπάντεχη έκβαση του πολέμου, σε Θουκ.
III. κ. ἄνθρωπος, novus homo, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καινός: -ή, -όν, νέος, πρόσφατος, Λατ. recens, novus, καινὰ καὶ παλαιὰ ἔργα Ἡρόδ. 9. 26· καινὴ ὁμιλία Αἰσχύλ. Εὐμ. 406· καινοὺς λόγους φέρω, φέρω νέα, νέας εἰδήσεις, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 659· τί δ’ ἐστὶ καινόν; Σοφ. Ο. Κ. 722, πρβλ. Φιλ. 52· τὰ καινὰ τοῖς πάλαι τεκμαίρεται ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 916· θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 613· περιϊόντες πυνθάνεσθαι κατὰ τὴν ἀγοράν, λέγεταί τι καινόν; Δημ. 43· 8· ἐκ καινῆς (δηλ. ἀρχῆς), ἐκ νέου, πάλιν, Λατ. de novo, Θουκ. 3. 92: - ἰδίως ἐπὶ νέων δερμάτων, τραγῳδῶν ἀγωνιζομένων καινῶν Αἰσχίν. 58. 31· καὶ βραχυλογικῶς, τραγῳδοῖς καινοῖς, κατὰ τὴν παράστασιν νέων τραγῳδιῶν, παρὰ Δημ. 243. 17· τραγῳδῶν τῇ καινῇ ἐπιδείξει ὁ αὐτ. 244. 1· κυκλίων τῇ πρώτῃ Συλλ. Ἐπιγρ. 2671. 20· καινὴ κωμῳδία, νέα, πρώτην φορὰν παριστανομένη, αὐτόθι 2759. ΙΙΙ, ἐνῷ νέα κωμῳδία σημαίνει τὸ εἶδος τῆς κωμῳδίας (διότι ἡ Ἀρχαία Ἑλλ. κωμῳδία εἶχε τρεῖς περιόδους, παλαιάν, μέσην καὶ νέαν)· ἴδε ἐν λ. κωμῳδία. - Ἐπίρρ. -νῶς, ἐκ νέου, Ἄλεξ. ἐν «Ὕπνῳ». 1. 4. ΙΙ. νεωστὶ ἐφευρεθείς, νέος παράδοξος, καινὰ προσφέρειν σοφὰ Εὐρ. Μήδ. 299 (ἴδε ἐν λ. μετονομάζω)· καινοὶ θεοί, πρωτοφανεῖς, παράδοξοι θεοί, Πλάτ. Εὐθύφρων 3Β, πρβλ. Ἀπολ. 24C· καινοί τινες σοφισταὶ ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 271Β· καινὰ καὶ ἄτοπα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 405D· καινά, νεωτερισμοί, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 16· οὐδὲν καινότερον εἰσέφερε τῶν ἄλλων Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 3, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 115Β· πεπόνθαμεν τὸ καινότατον Δημ. 931. 19· - τὸ καινὸν τοῦ πολέμου, ἡ ἀπροσδόκητος τροπὴ ἣν ὁ πόλεμος λαμβάνει πολλάκις, Θουκ. 3. 30: - τὸ καινότατον, τὸ παραδοξότατον παρενθετικῶς, Λουκ. Νιγρ. 21· εἰ χρὴ καινότατα μᾶλλον ἢ κακουργότατα εἰπεῖν Ἀντιφῶν 119. 25. - Ἐπίρρ., μὴ σὺ καινῶς μοι λάλει, κατὰ νέον, παράδοξον ὕφος, Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 5, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 267Β· καινοτέρως νοεῖν περί τινος Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 2, 6. ΙΙΙ. παρὰ Πλουτ. καινὸς ἄνθρωπος = novus homo, Κάτων Πρεσβύτ. 1· πράγματα καινά = res novae, Κικ. 14, πρβλ. 2. 212C.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: new, newly found, unexpected (IA.).
Compounds: Often as 1st member, e. g. in καινο-τομέω (: καινὰ τέμνειν), prop. expression of mining cut out a new (type of) stone', metaphor. introduce innovations (in the state) with -τομία, -τόμος (Att.), καινο-ποιέω introduce innovations, renovate (S., Plb.) with -ποιΐα, -ποιητής, s. Fraenkel Nom. ag. 2, 90f.
Derivatives: Ab (NT) with (ἀνα-)καίνωσις (J., NT). - EN Καινίας, Καίνιος a. o. (Bechtel Hist. Personennamen 229), Καινεύς with Καινεΐδης (Boßhardt Die Nom. astracts καινότης innovation (Att.). - Denomin. verbs: 1. καινίζω innovate (Trag.), also with prefix, esp. ἀνα- (Isoc., Str., Plu.), ἐγ- (LXX, NT); from there (ἐγ-)καίνισις, -ισμός (LXX); postverbal ἐγκαίνια pl. consecration of a temple (LXX, NT). - 2. καινόω innovate (Hdt., Th.), ἀνα-καινόςuf -ευς 128, Debrunner Ἀντίδωρον 32).
Origin: IE [Indo-European] [563] *ken- new fresh.
Etymology: One compares Av. kainī(n)-, Skt. gen. pl. kanī́nām girls, with the full grade nom. ag. kanyā̀ girl (reinterpreted as ā-stem) and the adj. kanī́na- young (Wackernagel-Debrunner Ai. Gramm. 3, 112f.; also K. Hoffmann Münch. Stud. 6, 38); primary comp. kánīyas-, kániṣṭha-. Doubtful is however OWelsh cein beautiful (Pedersen Vergl. Gramm. 1, 23). - A remote cognate further Lat. recēns fresh, new, young; if from re-cen-t-, it belongs as primary t-derivation to a verb rise freshly, come up, begin in OIr. cinim rise, OCS. vъ-, na-čьnǫ, -čęti begin (IE. *ken-). More forms in Bq s. v., W.-Hofmann s. recēns, Pok. 563f. - Not with Wackernagel Verm. Beiträge 38f. (= Kl. Schr. 1, 799f.) to καίνυμαι, κέκασμαι from *καιδνός.

Middle Liddell

καινός,
I. new, fresh, Lat. recens, novus, καινὰ καὶ παλαιὰ ἔργα Hdt.; καινοὺς λόγους φέρειν to bring news, Aesch.; λέγεταί τι καινόν; Dem.; ἐκ καινῆς (sc. ἀρχῆσ) anew, afresh, Lat. de novo, Thuc.:—esp. of dramas produced for the first time, Aeschin., Dem.
II. newly-invented, new-fangled, novel, Eur., etc.; κ. θεοί strange gods, Plat.; καινά innovations, Xen.; οὐδὲν καινότερον εἰσέφερε τῶν ἄλλων he introduced as little of anything new as others, Xen.; τὸ καινὸν τοῦ πολέμου the unforeseen turn which war often takes, Thuc.
III. κ. ἄνθρωπος = novus homo, Plut.

Frisk Etymology German

καινός: {kainós}
Meaning: neu, neuerfunden, unerwartet (ion. att.).
Composita: Oft als Vorderglied, z. B. in καινοτομέω (: καινὰ τέμνειν), eig. Ausdruck des Bergbaus ein neues Gestein anhauen, übertr. ‘Neuerungen (im Staat) einführen’ mit -τομία, -τόμος (att.), καινοποιέω Neues hervorbringen, erneuern (S., Plb. u. a.) mit -ποιΐα, -ποιητής, vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 90f.
Derivative: Ableitungen: Adjektivabstraktum καινότης Neuheit (att.). — Denominative Verba: 1. καινίζω erneuern, Neues bringen, zum erstenmal benutzen (Trag.), auch mit Präfix, bes. ἀνα- (Isok., Str., Plu.), ἐγ- (LXX, NT u. a.); davon (ἐγ-)καίνισις, -ισμός (LXX); postverbal ἐγκαίνια pl. Tempelweihe (LXX, NT). — 2. καινόω erneuern, zum erstenmal benutzen (Hdt., Th. u. a.), ἀνα-~ (NT u. a.) mit (ἀνα-)καίνωσις (J., NT u. a.). — EN Καινίας, Καίνιος u. a. (Bechtel Hist. Personennamen 229), Καινεύς mit Καινεΐδης (Boßhardt Die Nom. auf -ευς 128, Debrunner Ἀντίδωρον 32).
Etymology: Wahrscheinlich thematische Umbildung eines alten n-Stamms, der u. a. in aw. kainī̆(n)-, aind. Gen. pl. kanī́nām Mädchen erhalten ist, wozu der hochstufige Nom. ag. kanyā̀ Mädchen (als ā-Stamm umgedeutet) und das Adj. kanī́na- jung (Wackernagel-Debrunner Ai. Gramm. 3, 112f.; auch K. Hoffmann Münch. Stud. 6, 38 mit fraglichen weiteren Kombinationen); primäre Steigerungsformen kánīyas-, kániṣṭha-. Ganz fraglich ist dagegen die Gleichsetzung mit akymr. cein schön (Pedersen Vergl. Gramm. 1, 23); es kann sich höchstens um einzelsprachliche parallele Neuerungen handeln. — Als entfernter Verwandter kommt weiter in Betracht lat. recēns frisch, neu, jung; wenn aus re-cen-t-, gehört es als primäre t-Ableitung zu einem Verb frisch emporkommen, entspringen, anfangen in air. cinim entspringen, aksl. -, na-čьnǫ, -čęti anfangen (idg. qen-). Weitere Formen m. Lit. bei Bq s. v., W.-Hofmann s. recēns, WP. 1, 397f., Pok. 563f. — Nicht mit Wackernagel Verm. Beiträge 38f. (= Kl. Schr. 1, 799f.) zu καίνυμαι, κέκασμαι aus *καιδνός.
Page 1,754

English (Woodhouse)

new, novel, recent, strange, unfamiliar, unusual

Mantoulidis Etymological

(=καινούργιος, νέος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἔχει σχέση μέ τό καιδνός.
Παράγωγα: καινῶς, καινότης, καίνωσις (=νεωτερισμός), καινίζω, καίνισις, καινισμός, καινιστής καί τά σύνθετα καινοποιῶ (=ἀνανεώνω), καινοτομῶ (=κάνω κάτι νέο), καινοτομία, καινοτόμος (=νεωτεριστής), καινοτόμημα, καινουργῶ (=νεωτερίζω).

Léxico de magia

-όν nuevo a) de un recipiente βαλὼν μὲν γάλα, οἶνον, ὕδωρ ἐν καινῷ ἀγγείῳ vierte leche, vino y agua en un recipiente nuevo P XIII 1015 κατασπείσω τὸ αἷμα τοῦ μέλανος κυνώπου εἰς καινὴν κύθραν ἀσινῆ derramaré la sangre de un cara de perro negro en una bandeja nueva, que no tenga daños P V 268 βάλε αὐτὸν εἰς κύθραν καινὴν κ(αὶ) ἄφης τὴν κύθραν εἰς σκότος κ(αὶ) γέμισον τὴν κύθραν νερόν ponla en una fuente nueva, deja la fuente en la oscuridad y llénala con agua SM 97ue 25 βάλε αὐτὸ εἰς κωθώνιον καινὸν καὶ πιττακίσας αὐτὸ σφράγισον αὐτὸ ἰδίῳ δακτυλίῳ échalo en un tazón nuevo, ata a éste la tablilla y séllala con un anillo particular P IV 2952 P LXIII 13 b) de una lámpara ὑπόθες αὐτῷ ἐν λεκάνῃ καινῇ ὀστρακίνῃ λύχνον καινὸν ἐξημμένον pon debajo, en un plato nuevo de cerámica, una lámpara nueva encendida P IV 66 ποιῆσαι ἐλλύχνι καινὸν εἰς λύχ<ν>ον καινόν haz una mecha nueva para una lámpara nueva P XIb 3 εἰλήσας (τὸν χάρτην) εἰς ἐλλύχνιον καὶ ἐλλυχνιάσας λύχνον καθαρὸν καινόν envuelve el rollo de papiro en una mecha y enciende una lámpara pura y nueva P XIII 317 c) de un papiro γράψας τὸ ὄνομα εἰς καινὸν χαρτάριον καὶ διατείνας ἀπὸ κροτάφου εἰς κρόταφον σεαυτοῦ escribe el nombre en un trozo de papiro nuevo y extiéndetelo de una sien a otra P V 160 γρ(άψας) εἰς καινὴν χάρτην περίβαλε ἡμιόνου τρίχας escribe en un rollo de papiro nuevo y pon alrededor pelos de mulo P XXIIa 13 d) de una caña λαβὼν αἷμα νυκτιβαοῦτος καὶ ζμυρνομέλαν ... γράφε καινῷ καλάμῳ toma sangre de un búho y tinta de mirra y escribe con una caña nueva P XXXVI 266 e) de lino ἤτω δὲ τό ἐλλύχνιον ἀπὸ λίνου καινοῦ, ἅπτε δὲ λιβανω<τόν> que la mecha sea de lino nuevo y enciende el incensario P VII 543 f) de ropa καὶ μεθαμφιεσάμενος καινὰ ἄπιθι ἀνεπιστρεπτί y tras ponerte ropa nueva, aléjate sin darte la vuelta P IV 45 g) de un sudario ἐντύλισσε τὰ φύλλα ἐν σουδαρίῳ καινῷ καὶ τίθει ὑπὸ τὴν κεφαλήν σου envuelve las hojas en un sudario nuevo y ponlo debajo de tu cabeza P VII 826 h) de una cama κοιμῶ ἐπὶ ψίαθ<ου κλ>ίνῃ καινῇ acuéstate sobre una estera en una cama nueva P VII 490

Lexicon Thucydideum

novus, new, strange, 4.51.1, 6.89.6, 8.90.4, [vulgo, Bekk. Goell. commonly, Bekker Goeller edition τὸ καινὸν τὸ ἐντὸς τοῦ τείχους].
Neutr. substantive, neuter substantive 3.30.4, [deteriores codd. inferior manuscripts κενὸν] denuo, anew, again, 3.92.6.

Translations

new

Abkhaz: аҿыц; Afrikaans: nuwe, nuut; Ahom: 𑜉𑜧, 𑜉𑜨𑜧; Ainu: アシㇼ; Akan: foforo; Aklanon: bag-o; Albanian: ri; Amharic: አዲስ; Andi: цӏив; Arabic: جَدِيد‎, حَدِيث‎; Egyptian Arabic: جديد‎; Hijazi Arabic: جَديد‎; Moroccan Arabic: جديد‎; South Levantine Arabic: جديد‎; Aragonese: nuevo; Argobba: ሐጅስ; Armenian: նոր; Aromanian: nou, nãu, não; Ashkun: nuŋa; Assamese: নতুন; Assyrian Neo-Aramaic: ܚܲܕܬܵܐ‎, ܬܵܙܵܐ‎; Asturian: nuevu; Avar: цӏияб; Azerbaijani: yeni, təzə; Balinese: anyar; Bashkir: яңы; Basque: berri; Bau Bidayuh: bauh; Belarusian: новы; Bengali: নয়া, নতুন; Bouyei: mos; Breton: nevez; Brunei Malay: baru; Bulgarian: нов; Burmese: သစ်; Buryat: шэнэ; Catalan: nou; Cebuano: bag-o; Central Melanau: baou; Chamicuro: peswatalo; Chechen: керла, цӏина; Cherokee: ᎢᏤᎢ; Chinese Cantonese: 新; Dungan: щин; Gan: 新; Hakka: 新; Jin: 新; Mandarin: 新; Min Bei: 新; Min Dong: 新; Min Nan: 新; Wu: 新; Xiang: 新; Chuvash: ҫӗнӗ; Cornish: nowydh; Crimean Tatar: yeñi; Czech: nový; Dalmatian: nuf; Danish: ny, frisk; Daur: shingken; Dongxiang: shini; Dutch: nieuw, jong; Erzya: од; Esperanto: nova; Estonian: uus; Evenki: омакта; Extremaduran: nuevu; Faroese: nýggjur; Fijian: vou; Finnish: uusi; Franco-Provençal: nôvo, novél; French: nouveau, nouvel, neuf; Friulian: gnûf, gnûv; Gagauz: eni; Galician: novo; Ge'ez: ሐዲስ; Georgian: ახალი; German: neu; Bavarian: nei; Alemannic German: nöi; Rhine Franconian: nai; Gilbertese: bou; Gorontalo: bohu; Gothic: 𐌽𐌹𐌿𐌾𐌹𐍃; Greek: νέος, καινούργιος; Ancient Greek: νέος, καινός; Gujarati: નવું; Haitian Creole: nèf; Hausa: sabo; Hawaiian: hou; Hebrew: חָדָשׁ‎; Higaonon: bag-o; Hiligaynon: bag-o; Hindi: नया, नवीन, नव, नूतन, नव्य, नवा, ताज़ा; Hittite: 𒉋𒀸; Hungarian: új; Icelandic: nýr; Ido: nova; Ilocano: baro; Inari Sami: uđđâ; Indonesian: baru, baharu; Ingush: керда; Interlingua: nove; Inuktitut Inuttut: nutâk; South Baffin: ᓄᑖᖅ; Iranun: bagu; Irish: nua, úr; Isnag: baxo; Istriot: nuo; Italian: nuovo; Japanese: 新しい, 新; Javanese: anyar; Jingpho: nnan; Kabuverdianu: nobu; Kalmyk: шин; Kamkata-viri: nuĩ; Kannada: ಹೊಸ; Kapampangan: bayu; Karakalpak: jan'a; Kashubian: nowi; Kazakh: жаңа; Khakas: наа; Khmer: ថ្មី; Kikai: 新ーさい; Kinaray-a: bag-o; Korean: 새롭다, 새, 신(新), 뉴; Koryak: нытуйӄин; Krio: nyu; Kumyk: янгы; Kunigami: 新ーせん; Kurdish Central Kurdish: نوێ‎, تازە‎; Northern Kurdish: nû; Kyrgyz: жаңы; Ladin: nuef; Ladino: muevo, nuevo; Lao: ໃໝ່; Latgalian: jauns, napasenejs; Latin: novus, novellus; Latvian: jauns; Lezgi: цӏийи; Lithuanian: naujas; Livonian: ūž; Lombard: nöff, nœuv; Louisiana Creole French: nouvo, nouvèl, nèf; Low German: nee; Lü: ᦺᦖᧈ; Lule Sami: ådå; Luxembourgish: nei; Macedonian: нов; Malay: baru, baharu; Malayalam: പുതിയ, പുതിയത്; Maltese: ġdid; Manchu: ᡳᠴᡝ; Manggarai: weru; Manx: noa, oor; Maori: hōu; Maranao: bego; Mari: у; Mauritian Creole: nef; Middle English: newe; Middle Persian: nēw; Minangkabau: baharu; Mirandese: nuobo; Miyako: 新; Mongolian: шинэ; Mongolian: ᠰᠢᠨ᠎ᠡ; Nahuatl: yancuic; Navajo: ániid, ániidí; Neapolitan: nuovo; Nepali: नयाँ; Nivkh: ч'уздь; Norman: nouvieau; North Frisian: nei; Northern Amami-Oshima: 新ーさり; Northern Sami: ođas; Norwegian: ny; Occitan: nòu; Oki-No-Erabu: 新ーさん; Okinawan: 新ーさん; Old Church Slavonic Cyrillic: новъ; Glagolitic: ⱀⱁⰲⱏ; Old East Slavic: новъ; Old English: nīewe; Old Javanese: hañar; Old Persian Oriya: ନୂତନ; Oromo: haaraa; Oscan: 𐌍𐌞; Ossetian: нӕуӕг, ног; Pangasinan: balo; Papiamentu: nobo; Pashto: نوی‎; Persian: نو‎, تازه‎, جدید‎; Piedmontese: neuv; Pite Sami: årrå; Plautdietsch: nie; Polish: nowy; Portuguese: novo; Prasuni: unū̃; Punjabi: ਨਵਾਂ; Quechua: musog, muşog, musuq; Rapa Nui: ho'ou; Romagnol: növ; Romani: nevo; Romanian: nou; Romansch: nov, niev, nouv; Russian: новый; Rusyn: новый; Samoan: fou; Samogitian: naus; Sanskrit: नव; Sardinian: nobu, nou, novu; Campidanese: nou; Saterland Frisian: näi; Scottish Gaelic: ùr, nuadh; Serbo-Croatian Cyrillic: но̏в; Roman: nȍv; Seychellois Creole: nef, nouvo; Shan: မႂ်ႇ; Sherpa: གསམ་པ; Shor: наа; Sicilian: novu; Sidamo: haro; Silesian: nowy; Sindhi: نئون‎; Sinhalese: අලුත්, නව; Skolt Sami: ođđ; Slovak: nový; Slovene: nȍv; Somali: cusub; Sorbian Lower Sorbian: nowy; Upper Sorbian: nowy; Southern Altai: јаҥы; Southern Sami: orre; Spanish: nuevo; Sranan Tongo: nyun; Sundanese: weuteuh, anyar; Swahili: -pya; Swedish: ny; Tabasaran: цӏийн, таза; Tagalog: bago; Tahitian: 'āpī, hou; Tai Dam: ꪻꪢ꪿; Tai Nüa: ᥛᥬᥱ; Tajik: нав, ҷадид; Tamil: புதிய; Tarantino: nuève; Tatar: яңа; Tausug: bagu; Telugu: కొత్త, క్రొత్త, నవ్యము; Ter Sami: ott; Tetum: foun; Thai: ใหม่, สด; Tibetan: གསར་པ; Tigrinya: ሓድሽ; Tocharian A: ñu; Tocharian B: ñuwe; Toku-No-Shima: 新ーさい; Turkish: yeni; Turkmen: täze, ýaňy; Tuvan: чаа; Udmurt: выль; Ugaritic: 𐎈𐎄𐎘; Ukrainian: новий; Ume Sami: ođđe; Urdu: نیا‎; Uyghur: يېڭى‎; Uzbek: yangi; Venetian: novo, nóvo; Veps: uz'; Vietnamese: mới; Volapük: nulik; Võro: vahtsõnõ; Waigali: nuŋa; Walloon: novea; Waray-Waray: bag-o; Welsh: newydd; West Frisian: nij; Western Bukidnon Manobo: beɣu; Written Yaeyama: 新ーさん; Yagnobi: нава; Yakut: саҥа; Yámana: yarma; Yiddish: נײַ‎; Yonaguni: 新ーん; Yoron: 新ーさん; Zazaki: newe; Zealandic: nieuw; Zhuang: moq; Zulu: sha