πέτρα
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
English (LSJ)
Ion. and Ep. πέτρη, ἡ,
A rock; freq. of cliffs, ledges, etc. by the sea, λισσὴ αἰπεῖά τε εἰς ἅλα πέτρη Od.3.293, cf. 4.501, etc.; χῶρος λεῖος πετράων free from rocks, of a beach, 5.443; πέτρα ἠλίβατος… ἁλὸς ἐγγὺς ἐοῦσα Il.15.618, etc.; χοιρὰς πέτρα Pi.P.10.52; also, rocky peak or ridge, αἰγίλιψ πέτρα Il.9.15, etc.; ἠλίβατος 16.35, etc.; λιττὰς πέτρα Corinn.Supp.1.30, cf.A.Supp.796 (lyr.); πέτρα Λευκάς, πέτρα Ὠλενίη, etc., Od.24.11, Il.11.757, etc.; π. σύνδρομοι, Συμπληγάδες, Pi.P.4.209, E.Med.1264(lyr.); πρὸς πέτραις ὑψηλοκρήμνοις, of Caucasus, A.Pr.4, cf. 31, 56, al.; πέτρα Δελφίς, πέτρα δίλοφος, of Parnassus, S.OT464(lyr.), Ant.1126(lyr.); πέτρα Κωρυκίς A.Eu.22; πέτρα Κεκροπία, of the Acropolis, E.Ion936.
2 πέτρα γλαφυρή a hollow rock, i.e. a cave, Il.2.88, cf. 4.107; σπέος κοιλῇ ὑπὸ π. Hes. Th.301; δίστομος πέτρα = cave in the rock with a double entrance, S.Ph.16, cf. 937; κατηρεφεῖς αὐτῇ τῇ π. Pl.Criti.116b; π. ἀντρώδης X.An.4.3.11; τόπος κύκλῳ πέτραις περιεχόμενος IG42(1).122.21 (Epid.); ἕως τῆς πέτρας down to virgin rock, PCair.Zen.172.14 (iii B.C.), OGI672 (Egypt, i A. D.), cf. Ev.Matt.16.18.
3 mass of rock or boulder, Od.9.243, 484, Hes.Th.675; πέτρας κυλινδομένα φλόξ Pi.P.1.23; ἐκυλίνδουν πέτρας X.An.4.2.20, cf. Plb.3.53.4.
4 stone as material, πέτρα λαρτία, πέτρα Τηΐα, SIG581.97 (Crete, iii/ii B. C.), 996.13 (Smyrna, i A. D.): distinguished from πέτρος (q.v.), which is v.l. in X.l.c.; πέτρᾳ should be read in S.Ph.272; the distinction is minimized by Gal.12.194.
II prov., οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης, etc. (v. δρῦς); as a symbol of firmness, ὁ δ' ἐστάθη ἠΰτε π. ἔμπεδον Od.17.463; of hard-heartedness, ἐκ πέτρας εἰργασμένος A.Pr.244; ἁλίαν πέτραν ἢ κῦμα λιταῖς ὢς ἱκετεύων E.Andr. 537 (anap.); cf. πέτρος 1.2. (Written <b πε-τε-ρα in a text with musical accompaniment, Pae.Delph.5.)
German (Pape)
[Seite 605] ἡ, ion. u. ep. πέτρη, Fels; im Meere od. am Gestade die Klippe; sowohl von einzeln stehenden Felsenhäuptern als von ganzen felsigen Gebirgszügen, αἰγίλιψ, ήλίβατος, αἰπεῖα, λίς, λισσή u. ä., Hom.; auch πέτρης ἐκ γλαφυρῆς, Il. 2, 88, von einer Felsengrotte zu verstehen. Auch Od. 9, 243. 486, wie Hes. Th. 675, wo mit πέτραις geworfen wird, sind nicht einzelne Steine, πέτρος, sondern ganze Felsgipfel zu verstehen, welche der Kyklop u. die Hundertarmigen von den Felsen losreißen und gegen die Feinde schleudern; vgl. Buttm. Lexil. II p. 179. Sprichwörtlich οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης, Il. 22, 126 Od. 19, 163. S. δρῦς. Göttling zu Hes. Th. 35 bezieht es auf Dodona u. Delphi. Als Sinnbild der Festigkeit u. Unbeweglichkeit steht es Od. 17, 463; auch der Gefühllosigkeit u. Hartherzigkeit, Valck. Eur. Hipp. 305; Pind. χοιράδος ἄλκαρ πέτρας, P. 10, 52; συνδρόμων κινηθμὸν πετρᾶν, 4, 209; oft bei Tragg. für Felsen, z. B. Aesch. Prom. 4. 31; δίστομος πέτρα, Soph. Phil. 16. 940, u. öfter; δίλοφος, der Parnaß, Ant. 1113, Eur. oft; u. in Prosa; δρυὸς καὶ πέτρας ἀκούειν, Plat. Phaedr. 275 b; ταῖς χερσὶν ἀτεχνῶς πέτρας καὶ δρῦς περιλαμβάνοντες, Soph. 246 a; μηδ' εἰς πέτρας τε καὶ λίθους σπείρειν, Legg. VIII, 838 b; Folgde. – Sp. auch von Felsstücken, Steinen, ἐκυλίνδουν πέτρας Xen. An. 4, 2, 20, τὰς πέτρας ἐπι κυλίοντες Pol. 3, 53, 2; Plut. u. a. Sp. – Vgl. πέτρος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 rocher, roche;
2 rocher dans la mer ou sur le rivage, écueil.
Étymologie: R. Πετ, tomber, heurter -- DELG aucune étym. satisfaisante.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέτρᾱ -ας, ἡ, ep. en Ion. πέτρη rots:; ὁ δ’ ἐστάθη ἠΰτε πέτρη hij stond als een rots Od. 17.463; με... ἁλίαν πέτραν... λιταῖς ὣς ἱκετεύων mij kun je net zo goed smeken als een rots in de zee Eur. Andr. 537; als materiaal steen; overdr.. ἐκ πέτρας εἰργασμένος gemaakt van steen (d.w.z. gevoelloos) Aeschl. PV 242. rotsblok:. ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν hij zette een geweldig rotsblok voor de ingang Od. 9.243. holle rots, grot, spelonk:. πέτρη γλαφυρή gewelfde spelonk Il. 2.88; δίστομος πέτρα grot met twee ingangen Soph. Ph. 16.
Russian (Dvoretsky)
πέτρα: эп.-ион. πέτρη ἡ
1 скала, утес (αἰγίλιψ, ἠλίβατος Hom.): ἐκ πέτρας εἰργασμένος Aesch. сделанный из камня, т. е. жестокосердый; δίλοφος π. Soph. двуглавая скала, т. е. Парнас(с); π. γλαφυρή Hom. выдолбленная скала, пещера в скале; δίστομος π. Soph. (досл. двуустая скала) пещера с двумя выходами;
2 каменная глыба (κυλινδεῖν πέτρας Xen.).
English (Slater)
πέτρα (-ας, -αν; -αι, -ᾶν, -αις(ι), -ας.) rock ἵκοντο δ' ὑψηλοῖο πέτραν ἀλίβατον Κρονίου (O. 6.64) πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα (P. 1.23) συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν (P. 4.209) ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Christ: βαθυλείμωνα ἀγὼν ὑπὸ Κίρρας πέτραν codd.) (P. 10.15) ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε χοιράδος ἄλκαρ πέτρας (P. 10.52) φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν (I. 6.73) ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 8. ἀμφί τε Παρνασσίαις πέτραις ὑψηλαῖς (Pae. 2.98) ] δέ μιν ἐν πέλ[α]γ[ος] ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι (Delos) Πα. 7B. 47. πέτραι δ' [ἔφ]α[ν]θεν ἀντὶ φωτῶν (πετραν Π̆{ac}: sc. the people of Seriphos, on seeing the Medusa's head) Δ.… πέ]τραισι Κιρρα[ (supp. Snell: ἀρούραισι Lobel) fr. 215b. 11. ὑψικέρατα πέτραν fr. 325.
Spanish
English (Strong)
feminine of the same as Πέτρος; a (mass of) rock (literally or figuratively): rock.
English (Thayer)
πέτρας, ἡ, from Homer down; the Sept. for סֶלַע and צוּר; a rock, ledge, cliff;
a. properly: πνευματικός, 3a.); a projecting rock, crag, a rock, large stone: a man like a rock, by reason of his firmness and strength of soul: Schmidt, Syn., chapter 51, §§ 4-6) between πέτρα, the massive living rock, and πέτρος, a detached but large fragment, as important for the correct understanding of this passage; others explain the different genders here as due first to the personal then to the material reference. Cf. Meyer, Keil, others; Green, Critical Note on John 1:43).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πέτρη, Α
1. λίθος
2. μεγάλος ριζωμένος στο έδαφος βράχος, ριζιμιός (α. «κάτου στην άσπρη πέτρα και στο κρύο νερό», δημ. τραγούδι
β. «σὺ εἶ Πέτρος καὶ ἐπὶ τούτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν» γ. «εἰς πέτρας καὶ λίθους σπείροντες», Πλάτ.)
3. βραχώδης κορυφή, ράχη
4. (περιληπτ.) σύνολο οικοδομικών υλικών (α. «αγοράσαμε δύο αυτοκίνητα πέτρα» β. «πέτρα τηΐα»)
5. μτφ. α) καθετί το σταθερό και στερεό (α. «η πέτρα της πίστεως» β. «ὁ δ' ἐστάθη ἠύτε πέτρη ἔμπεδον», Ομ. Οδ.)
β) η αναλγησία (α. «έχει καρδιά πέτρα» β. «ἁλίαν πέτραν ἤ κῡμα λιταῖς ὥς ἱκετεύων», Ευρ.)
6. φρ. «η πέτρα του σκανδάλου» — η αιτία που προκαλεί διαμάχες και έριδες ή σκάνδαλα
νεοελλ.
1. πολύτιμος ή ημιπολύτιμος λίθος, πετράδι («της έκανε δώρο ένα βραχιόλι γεμάτο πέτρες»)
2. λιθώδες σύγκριμα που σχηματίζεται στον οργανισμό («έχει μια πέτρα στο δεξιό νεφρό»)
3. βραχονησίδα
4. στον πληθ. οι πέτρες
α) βράχοι που εξέχουν στη θάλασσα, ξέρα
β) τα πιόνια επιτραπέζιων παιχνιδιών («οι πέτρες της τριόδας»)
5. φρ. «κάνω πέτρα την καρδιά μου» — δείχνω μεγάλη υπομονή και καρτερία
β) «πέτρα τσ' αστραπής» ο κεραυνός
γ) «πέτρα της κολάσεως» ο νιτρικός άργυρος
6. παροιμ. α) «κύλησε η πέτρα στ' αβγό, αλί στ' αβγό κύλησε τ' αβγό στην πέτρα, αλί στ' αβγό» ο ασθενέστερος είναι καταδικασμένος να ηττηθεί τόσο όταν αμύνεται όσο και όταν επιτίθεται
β) «από πέτρα σε λιθάρι» — από το κακό στο χειρότερο γ) «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω» — αναμιγνύεται σε κάθε υπόθεση ή έχει γνωριμίες παντού δ) «πέτρα που κυλά μαλλί δεν πιάνει» εκείνος που αλλάζει συχνά επάγγελμα και ασχολίες δεν μπορεί να προκόψει ε) «πέτρα σε πέτρα να μη μείνει»
(ως κατάρα) να μην μείνει τίποτε όρθιο, να καταστραφεί εντελώς κάτι ή κάποιος
(μσν.-αρχ) μτφ.
1. ο Χριστός
2. η θεμελίωση, τα θεμέλια της Εκκλησίας («ἡ πέτρα καὶ ἡ πύλη ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔστι»)
3. το Ευαγγέλιο
αρχ.
φρ. α) «Λευκὰς πέτρα» ο βράχος τών Ηρακλείων Στηλών, του Γιβραλτάρ β) «πέτραι σύνδρομοι» ή «Συμπληγάδες πέτραι» νησίδες στην είσοδο του Βοσπόρου γ) «πέτρα Δελφίς» ή «δίλοφος» — η Δελφική κορυφή του Παρνασσού
δ) «πέτρη γλαφυρή» ή «πέτρη κοίλη» — σπήλαιο
ε) «δίστομος πέτρα» — σπήλαιο με δύο εισόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. αποτελούσε αρχικά περιληπτικό όν. αντίστοιχο της λ. πέτρος και στη συνέχεια η σημ. της περιορίστηκε στην απλή σημ. «λίθος, πέτρα». Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως η σύνδεση της λ με τα ρ. πίπτω ή πετάννυμι ή με λατ. λ. όπως impetigo «λειχήνα», taberna «σκηνή, καλύβα» (μέσω αμάρτυρου τέπρα > πέτρα), οι οποίες, όμως, δεν θεωρούνται πιθανές. Από τη λ. πέτρα παράγεται το όνομα Πέτρος, που έδωσε ο Χριστός στον απόστολο Σίμωνα.
ΠΑΡ. πέτρινος, πετρώδης, πετρώ (-ώνω)
αρχ.
πετραίος, πετρηδόν, πετρήεις, πετρήρης, πετρίδιον, πετρίς, πετρών, πετρώνιον
νεοελλ.
πετρά, πετραδάκι, πετράδι, πετράς, πετρένιος, πετρωτός.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) πετροβόλος, πετροκότσυφας / -κόσσυφος. πετροσέλινο(ν), πετροφυής
αρχ.
πεντρεντινάκτης, πετρηρεφής, πετροβάτης, πετρόβλυστος, πετρογενής, πετροκατοίκητος, πετρόκοιτος, πετροκόραξ, πετραχιλιστής, πετρολάπαθον, πετροποιΐα, πετροποιός, πετροπομπός, πετρορριφής, πετρόρρυτος, πετροτόμος
μσν.
πετρόβλητος, πετροκάρδιος, πετροκίσσηρος, πετρολιθοξύστης, πετρόστεγος, πετρόστερνος, πετροστοίβαστος, πετροχελιδών, πετρώροφος
(μσν -νεοελλ.) πετροκόπος
(νεοελλ) πετραγγουριά, πετραμύγδαλο, πετρέλαιο, πετροβούνι, πετρογαλή, πετρογένεση, πετρογραφία, πετρογωβιός, πετροκάλαμο, πετροκάραβο, πετροκάρβουνο, πετρόκαρδος, πετροκαταλύτης, πετροκέρασο, πετρομάρουλο, πετρόμυζον, πετρόμυαλος, πετροπέρδικα, πετροπήγαδο, πετροπόλεμος, πετρορρήκτης, πετροσπουργίτης, πετρότοπος, πετροτόρος, πετροτριανταφυλλιά, πετροτριφύλλι, πετροχημεία, πετρόχορτο, πετρόψαρο, πετρόψυχος. (Β συνθετικό) αρχ. αντίπετρος, άπετρος, έμπετρος, εύπετρος, ισόπετρος, μεγαλόπετρος. μελάμπετρος, οξύπετρος, περίπετρος, υπόπετρος].
Greek Monotonic
πέτρα: Ιων. και Επικ. πέτρη, ἡ,
I. 1. πέτρα, ύφαλος ή προεξοχή από πέτρα, σε Ομήρ. Οδ.
2. βράχος, δηλ. κορυφή ή κορυφογραμμή, σε Όμηρ.· πέτρα σύνδρομοι ξυμπληγάδες, λέγεται για τις βραχώδεις νησίδες στον Βόσπορο, σε Πίνδ., Ευρ.· πέτραδίλοφος, λέγεται για τον Παρνασσό, σε Σοφ.· κυρίως πέτραλέγεται ο σταθερός βράχος, πέτρος ο λίθος, το πετράδι· στη θ. Ομήρ. Οδ., Πέτραι είναι όγκοι από κομμάτια βράχων που αποσπάστηκαν από τους γίγαντες.
3. πέτρη γλαφυρή, βαθουλωτή πέτρα, δηλ. σπηλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· δίστομος πέτρα, η σπηλιά σε βράχο με διπλή είσοδο, σε Σοφ.
II. παροιμ. χρήσεις· σχετικά με το οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης, βλ. δρῦς· ως σύμβολο της σταθερότητας, ὁ δ' ἐστάθη ἠΰτε πέτρη, σε Ομήρ. Οδ.· σχετικά με τη σκληροκαρδία λέγεται, ἐκπέτρας εἰργασμένος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πέτρα: Ἰων. κ. Ἐπικ. πέτρη, ἡ, βράχος, Λατ. petra, ὡς αἱ πέτραι αἵτινες ὑψοῦνται ἀπὸ τῆς ἀκτῆς σπηλαιώδεις ἢ μὲ ἐξοχὰς εὐρείας (ἴδε ἐν λ. λισσός, χοιράς), Ὀδ. Γ. 295, Δ. 501, κτλ.· ἐντεῦθεν ὁ αἰγιαλὸς λέγεται λεῖος πετράων, ἄνευ βράχων, Ὀδ. Ε. 443· π. ἠλίβατος… ἁλὸς ἐγγὺς ἐοῦσα Ἰλ. Ο. 619, κτλ. 2) βράχος, δηλ. βραχώδης κορυφὴ ἢ ῥάχις, π. αἰγίλιψ Ἰλ. Ι. 15, κτλ.· ἠλίβατος Π, 35, κτλ.· π. Λευκάς, Ὠλενίη, κτλ., Ὀδ. Ω. 41, Ἰλ. Λ. 757· πέτρ. σύνδρομοι, ξυμπληγάδες, ἐπὶ τῶν ἀποκρήμνων νησυδρίων τῶν κατὰ τὴν εἴσοδον τοῦ Βοσπόρου, Πινδ. Π. 4. 371, Εὐριπ. Μήδ. 1264· πρὸς πέτραις ὑψηλοκρήμνοις, ἐπὶ τοῦ Καυκάσου, Αἰσχύλ. Προμ. 4, πρβλ. 31, 56, κ. ἀλλ.· πέτρ. Δελφίς, πέτρ. δίλοφος, ἐπὶ τοῦ Παρνασσοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 464, Ἀντ. 1126· πέτρ. Κωρυκὶς Αἰσχύλ. Εὐμ. 22· πέτρα Κεκροπία, ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως, Εὐρ. Ἴων 936. ― Οὐδὲν παράδειγμα παρὰ τοῖς δοκίμοις ὑπάρχει τῆς χρήσεως τοῦ πέτρα ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πέτρος, λίθος· διότι ἐν Ὀδ. Ι. 243, 484, Ἡσ. Θεογ. 675, πέτραι δὲν εἶναι λίθοι ἢ λιθάρια ἀλλὰ τεμάχια ὀγκώδη βράχων ἀποσπωμένων καὶ ἐκσφενδονωμένων ὑπὸ γιγάντων, πρβλ. Buttm. Lexil. ἐν λ. ἠλίβατος· οὕτως ἐν Πινδ. Π. 1, 42 (πέτρας κυλινδομένα φλόξ, ὅ ἐστι τὸ πῦρ τῆς Αἴτνης), ἐν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 20 (ἐκυλίνδουν πέτρας), Πολύβ. 3. 53, 4 (τὰς π. ἐπικυλίοντες), νοοῦνται ὄγκοι βράχων. 3) πέτρη γλαφυρή, κοῖλος βράχος, δηλ. σπήλαιον, Ἰλ. Β. 88, Δ. 107· σπέος κοίλῃ ὑπὸ πέτρῃ Ἡσ. Δ. 303· δίστομος π., σπήλαιον μετὰ διπλῆς εἰσόδου, Σοφ. Φιλ. 16, πρβλ. 937· κατηρεφεῖς αὐτῇ τῇ π. Πλάτ. Κριτ. 116Β· ἀλλὰ πέτρα δὲν δύναται νὰ λεχθῇ ὡς σημαίνουσα ἁπλῶς σπήλαιον, ὡς νομίζει ὁ Elmsl. ἐν Εὐρ. Μηδ. 1326, ἐν Βάκχ. 559. ΙΙ. παροιμιακαὶ χρήσεις: ― περὶ τοῦ οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ’ ἀπὸ πέτρης, ἴδε ἐν λ. δρῦς: ― ὡς σύμβολον ἀφοβίας, ὁ δ’ ἐστάθη ἠΰτε πέτρη ἔμπεδον Ὀδ. Ρ. 463· ἐπὶ σκληροκαρδίας, ἐκ πέτρας εἰργασμένος Αἰσχύλ. Πρ. 242· ἁλίαν π. ἢ κῦμα λιταῖς ὣς ἱκετεύων Εὐρ. Ἀνδρ. 537· πρβλ. πέτρος Ι. 2.
Frisk Etymological English
-η
Grammatical information: f.
Meaning: rock, rocky mountain range, cliff, ridge; rock cavern, cave (Il.), second. boulder, stone (hell.).
Compounds: E.g. πετρ-ηρεφής covered with rocks (A., E.), πετρο-βόλος throwing rocks with -ία (X., Plb.); ὑπό-πετρος rocky (Hdt., Thphr.; Kretschmer Glotta 21, 221; not better Sommer A. u. Sprw. 20 f.).
Derivatives: Also πέτρος m. (f.) boulder, stone (Il.). -- Several adj. with the meaning rocky, belonging to rocks etc., stony: πετρ-αῖος (poet. since μ 231), also as surn. of Poseidon (Pi.; Nilsson Gr. Rel. 1, 447), -ήεις (Il.), -ινος (Ion. poet.), -ώδης (IA.), -ήρης (S.), -ώεις (Marc. Sid.). Dimin. -ίδιον n. (Arist.); adv. -ηδόν (Luc.). Design. of place πετρών, -ῶνος m. rocky place (Priene IIa). Denom. πετρόομαι, -όω, also w. κατα-, ὑπο-, to be stoned, to be turned, to turn into stone (E., X., Lyc. etc.) with πέτρωμα n. stoning (E.), also heap of stones (Paus.; from πέτρος enlarged, cf. Chantraine Form. 187). Several plantnames, after the position: πετρ-ίνη, -αία, -αῖον, -ώνιον, -ίς, ἐπί-πετρον etc. (Strömberg 116).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On πέτρα as collectiv beside πέτρος Wackernagel Syntax 2, 14. -- Unexplained. After Porzig Satzinhalte 349 prop. *'collapse' (to πίπτω); hypothetical. Not better Wood ClassPhil. 3, 74ff. (to Lat. impetīgō; cf. W.-Hofmann s.v.); Güntert Labyrinth 20 f. (inversed from *τέπρα, to taberna; s. W.-H. s. v., Kretschmer Glotta 22, 253); still diff. (to πετάννυμι Groselj Živa Ant. 5, 111 f. Older attempts in Bq. - Furnée 370 adduces Basque petaŕ, s. also 272, 355. The word will be Pre-Greek.
Middle Liddell
πέτρα, Ionic ανδ επιξ πέτρη, ἡ,
I. a rock, a ledge or shelf of rock, Od.
2. a rock, i. e. a rocky peak or ridge, Hom.; π. σύνδρομοι, ξυμπληγάδες, of the rocky islets of the Bosporus, Pind., Eur.; π. δίλοφος, of Parnassus, Soph.—Properly, πέτρα is a fixed rock, πέτρος a stone: in Od. 9, πέτραι are masses of live rock torn up by giants.
3. πέτρη γλαφυρή a hollow rock, i. e. a cave, Il.; δίστομος π. a cave in the rock with a double entrance, Soph.
II. proverbial usages:—on οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης, v. δρῦς;— as a symbol of firmness, ὁ δ' ἐστάθη ἠύτε πέτρη Od.; of hardheartedness, ἐκ πέτρας εἰργασμένος Aesch.
Frisk Etymology German
πέτρα: -η
{pétrā}
Grammar: f.
Meaning: ‘Fels, Felsgebirge, Klippe, Riff; Felsenhöhle, Grotte’ (seit Il.), sekund. Felsblock, Stein (hell. u. sp.).
Derivative: Daneben πέτρος m. (f.) Felsblock, Stein (vorw. poet. seit Il.). Kompp., z.B. πετρηρεφής mit Felsen bedeckt (A., E.), πετροβόλος Steine werfend mit -ία (X., Plb. u.a.); ὑπόπετρος felsig (Hdt., Thphr. u.a.; Kretschmer Glotta 21, 221; nicht besser Sommer A. u. Sprw. 20 f.). — Davon mehrere Adj. der Bed. ‘felsig, zum Felsen gehörig usw., steinig’: πετραῖος (poet. seit μ 231), auch als Bein. des Poseidon (Pi.; Nilsson Gr. Rel. 1, 447), -ήεις (ep. poet. seit Il.), -ινος (ion. poet.), -ώδης (ion. att.), -ήρης (S.), -ώεις (Marc. Sid.). Demin. -ίδιον n. (Arist. usw.); Adv. -ηδόν (Luk.). Ortsbez. πετρών, -ῶνος m. felsiger Platz (Priene IIa). Denom. πετρόομαι, -όω, auch m. κατα-, ὑπο-, gesteinigt werden, in Stein verwandelt werden, verwandeln (E., X., Lyk. usw.) mit πέτρωμα n. Steinigung (E.), auch Steinhaufen (Paus.; aus πέτρος erweitert, vgl. Chantraine Form. 187). Mehrere Pflanzennamen, nach dem Standort: πετρίνη, -αία, -αῖον, -ώνιον, -ίς, ἐπίπετρον usw. (Strömberg 116).
Etymology: Zu πέτρα als Kollektiv neben πέτρος Wackernagel Syntax 2, 14. — Unerklärt. Nach Porzig Satzinhalte 349 eig. *’Sturz’ (zu πίπτω); hypothetisch. Nicht besser Wood ClassPhil. 3, 74ff. (zu lat. impetīgō; vgl. W.-Hofmann s.v.); Güntert Labyrinth 20 f. (aus *τέπρα umgestellt, zu taberna; s. W.-H. s. v., Kretschmer Glotta 22, 253); noch anders (zu πετάννυμι Groselj Živa Ant. 5, 111 f. Pelasgische Erklärungen bei v. Windekens Jb. f. kleinas. Forsch. 2, 349 ff. und Carnoy Ant. class. 24, 21. Ältere Versuche bei Bq.
Page 2,522-523
Chinese
原文音譯:pštra 胚特拉
詞類次數:名詞(16)
原文字根:石頭 相當於: (חַלָּמִישׁ) (סֶלַע)
字義溯源:巖石,盤石,石;源自(Πέτρος)*=石頭)。( 太16:18)這節經文中幾個編號的說明:主耶穌稱西門為彼得(Πέτρος)石頭),主要將主的教會建造在這磐石(πέτρα))上,陰間的門不能勝過她(αὐτός)代名詞,在這次用的是陰性,這一節幾個名詞都是陽性,只有教會是陰性;所以,這裏的她,是指教會說的。)。參讀 (λίθος)同義字
出現次數:總共(16);太(5);可(1);路(4);羅(1);林前(2);彼前(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 磐石(14) 太7:24; 太7:25; 太16:18; 太27:51; 太27:60; 可15:46; 路6:48; 路6:48; 路8:6; 路8:13; 羅9:33; 林前10:4; 林前10:4; 彼前2:8;
2) 巖石(2) 啓6:15; 啓6:16
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=βράχος), ἐνῶ πέτρος (=πέτρα, λιθάρι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: πετραῖος, πετρήρης, πέτρινος, πετροβολῶ, πετροβόλος, πετροβολία, πετρόω -ῶ (=ἀπολιθώνω), πετρώδης, πέτρωμα.
Léxico de magia
ἡ piedra como señal εἰ γίνεται πρὸς ἐξαίτησιν καλόν, δεῖξόν μοι ὕδωρ καὶ ἴδαν, εἰ δὲ ἄλλως, δεῖξόν μοι ὕδωρ καὶ πέτραν si el momento es bueno para la petición, muéstrame agua y una arboleda, pero si es de otro modo, muéstrame agua y piedra P XXIIb 31
Translations
stone
Abkhaz: ахацə; Aghwan: 𐔻𐔴; Aguaruna: kaya; Ainu: スマ; Akan: ɛboɔ, ɔboɔ; Akkadian: 𒉌𒌓; Aklanon: bato; Albanian: gur; Ama: tomoki; Amis: fokeloh; Apinayé: kẽn; Arabic: حَجَر; Egyptian Arabic: حجر; Armenian: քար; Aromanian: cheatrã, chiatrã; Assamese: পাথৰ, শিল; Asturian: piedra; Atayal: btunux; Aukan: siton; Avar: гамачІ, кьуру; Avestan: 𐬀𐬯𐬀𐬥, 𐬀𐬯𐬆𐬥𐬔𐬀; Azerbaijani: daş; Baekje: 珍惡; Bakhtiari: برد; Baluchi: سنگ; Bashkir: таш; Basque: harri; Belarusian: камень; Bengali: পাথর; Bezhta: кьало, шед; Bhojpuri: 𑂣𑂞𑂹𑂟𑂪, 𑂣𑂰𑂟𑂩; Brahui: خَل; Breton: maen, mein; Brunei Malay: batu; Bulgarian: камък; Bunun: batu; Burmese: ကျောက်; Buryat: шулуун; Catalan: pedra, roca; Catawba: iti, inti; Cebuano: bato; Chambri: kẽn; Chamicuro: chena; Chechen: тӏулг, тарх; Cherokee: ᏅᏳ; Chichewa: mwala; Chickasaw: tali'; Chinese Dungan: шыту; Mandarin: 石, 石頭, 石头; Chuvash: чул; Corsican: petra; Czech: kámen; Dagbani: kuɣli; Dalmatian: pitra; Danish: sten; Dargwa: къаркъа; Dolgan: таас; Dupaningan Agta: pugedu; Dutch: steen; Eshtehardi: سینگ; Esperanto: ŝtono; Estonian: kivi; Even: дёл; Evenki: дёло; Extremaduran: paira; Faroese: steinur; Fiji Hindi: patthar; Finnish: kivi; French: pierre, roche; Friulian: piere; Galibi Carib: tupo; Galician: pedra; Georgian: ქვა; German: Stein; Alemannic German: Stain; Gothic: 𐍃𐍄𐌰𐌹𐌽𐍃; Greek: λίθος, πέτρα; Ancient Greek: λίθος, πέτρα, λᾶας; Greenlandic: ujarak; Guaraní: ita; Hawaiian: pōhaku; Hebrew: אֶבֶן; Higaonon: bato; Hiligaynon: bato; Hindi: पत्थर, शिला, रोड़ा, हजर, संग, शिल, सिल; Hinukh: гамачІ, лъад; Hungarian: kő; Hunsrik: Steen, xtayn; Hunzib: гамачІ, кьа̇лу; Icelandic: steinn; Ido: petro; Ilocano: bato; Indonesian: batu; Interlingua: petra; Irish: cloch; Istriot: pera; Italian: pietra, roccia; Japanese: 石; Javanese: watu, séla; Jurchen: wehe; Kaingang: pó; Kalmyk: чолуун; Kapampangan batú; Kanakanabu: vatu; Kaqchikel: ab'äj; Kashubian: kam; Kato: se; Kavalan: bettu; Kayapó: kẽn; Kazakh: тас; Khinalug: мыда, къайа, кІачІын; Khmer: ថ្ម; Komi-Permyak: из; Korean: 돌; Krahô: kẽn; Kurdish Central Kurdish: بهرد, بەرد; Northern Kurdish: kevir, ber, berd, kuç; Lak: чару, ххяли; Lao: ຫີນ; Latgalian: akmiņs; Latin: lapis, petra; Latvian: akmens; Lezgi: къван; Limburgish: stein; Lithuanian: akmuo; Livonian: kiv; Low German Dutch Low Saxon: steen; German Low German: Steen; Luhya: libale; Luxembourgish: Steen; Macedonian: камен; Magahi: 𑂣𑂞𑂹𑂟𑂪; Maithili: पाथर, पाहन; Malagasy: vato; Malay: batu; Malayalam: കല്ല്; Manchu: ᠸᡝᡥᡝ; Manx: clagh; Maori: whatu; Maranao: wato, bato; Middle English: ston; Middle Persian: sng; Miyako: 石; Mohawk: onén:ia; Mongolian: чулуу; Mwani: mwala, riwe; Nahuatl: tetl; Nanai: дёло; Negidal: ӡolo; Nekgini: si; Nepali: ढुङ्गा; Norman: pièrre; North Frisian: stian; Northern Sami: geađgi; Norwegian Bokmål: stein, sten; Nynorsk: stein; Occitan: pèira, ròca; Ojibwe: asin; Okinawan: 石; Old Church Slavonic: камꙑ; Old English: stān; Old Japanese: 石; Old Javanese: watu; Old Norse: steinn; Old Persian:; Old Turkic: 𐱃𐱁; Oriya: ପଥର; Oroch: дёло; Orok: ӡоло; Oromo: dhagaa; Oroqen: dʒɔlɔ; Ossetian: дур; Paiwan: qaciljai; Palauan: bad; Panará: kjẽn; Parthian: 𐫀𐫘𐫗𐫃; Pará Gavião: kẽn; Persian: سنگ, برد; Phoenician: 𐤀𐤁𐤍; Pirahã: xaxái; Pitjantjatjara: apu, puḻi; Polish: kamień; Portuguese: pedra, rocha; Purepecha: tsakapu; Puyuma: barasa; Pykobjê: quẽn; Quechua: rumi; Rabha: ৰংকা; Rhine Franconian: Schdää; Rohingya: fattór; Romanian: piatră; Romansch: crap; Rukai: lrenege; Russian: камень; Saaroa: vatu'u; Saisiyat: bato'; Sakizaya: ba'tu; Sanskrit: शिला, पाषी; Santali: ᱫᱷᱤᱨᱤ; Sardinian: pedra; Logudorese: preda; Scots: stane; Scottish Gaelic: clach; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏ме̄н; Roman: kȁmēn; Seychellois Creole: pyer; Sicilian: petra; Sinhalese: ගල්; Slovak: kameň; Slovene: kamen; Solon: дёло; Spanish: piedra, roca; Suyá: khẽnẽ; Swabian: stoe, Schdõẽ; Swahili: jiwe; Swedish: sten; Sylheti: ꠙꠣꠕ꠆ꠕꠞ, ꠢꠤꠟ; Tagalog: bato; Tajik: санг; Takia: pat; Tamil: கல்; Tapayuna: khẽnẽ; Tausug: batu; Telugu: రాయి; Tetum: fatuk; Thai: หิน, ศิลา; Thao: fatu; Tibetan: རྡོ; Tocharian B: kärweñe; Tsez: гъІул, лъад, гуз; Tsou: fatu; Tupinambá: itá; Turkish: taş; Tuvan: даш; Udi: жӏеъ; Udihe: ӡоло; Udmurt: из; Ugaritic: 𐎀𐎁𐎐; Ukrainian: камінь; Ulch: ӡolo; Urdu: پتھر, شلا; Uyghur: تاش; Uzbek: tosh; Venetian: piera, pièra, piéra, pria, prèa, rocia; Vietnamese: đá; Volapük: ston; Walloon: pire, rotche; Welsh: carreg; West Frisian: stien; Wolof: xeer wi; Xavante: ẽtẽ, ẽnẽ; Xerénte: ktẽ; Xokleng: kózy; Yaeyama: 石; Yakut: таас; Yami: vato, veysen; Yiddish: שטיין; Yonaguni: 石; Yoruba: òkúta; Yucatec Maya: tuunich, tuunichoob; Yámana: aiya; Zealandic: steên; Zulu: itshe