πλάσσω
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
English (LSJ)
Att. πλάττω S.Aj.148 (anap.), Pl.R. 420c, etc.: fut. πλάσω (ἀναπλάσσω) Hp.Mochl.2:aor.
A ἔπλᾰσα Hdt.2.70 (κατ-), Ar.V.926, etc.; poet. ἔπλασσα Theoc.24.109; Ep. πλάσσα Hes.Op.70: pf. πέπλᾰκα Phld. Mus.p.85K.,D.S.15.11, D.H.Th.41: 3sg.plpf. ἐπεπλάκει Erot.Praef.: —Med., fut. πλάσομαι Alciphr.1.37: aor. ἐπλασάμην Th.6.58, Pl.Lg. 800b, etc.:—Pass., fut. πλασθήσομαι Phld.Mus.p.82 K., (δια-) Gal.4.619: aor. ἐπλάσθην E.Fr.1130, Lys.12.48, Pl.Ti.26e: pf. πέπλασμαι A.Pr.1030, etc.:—form, mould, prop. of the artist who works in soft substances, such as earth, clay, wax, ἐκ γαίης π. Hes.Op.70, cf. Hdt. 2.47,73; of Prometheus, ὃν λέγουσ' ἡμᾶς πλάσαι καὶ τἄλλα… ζῷα Philem.89.1, cf. Men.535.5; π. καθάπερ ἐκ κηροῦ Pl.Lg.746a; σχήματα ἐκ χρυσοῦ Id.Ti.50a; ἐκ πηλοῦ ζῷον Arist.PA654b29; ἀγγεῖον π. κήρινον Id.Mete.359a1; οὐκ ἔστιν ἀνδριαντοποιὸς ὅστις ἂν πλάσαι κάλλος τοιοῦτον Philem.72.2; τοὺς πηλίνους D.4.26; opp. γράφειν, as sculpture to painting, Pl.R. 510e (so in Pass., Lg.668e, Isoc.9.75); τὴν ὑδριαν πλάσαι mould the water-jar, Ar.V.926; σώματα π. θνητά Pl.Ti.42d; π. κηρία, of bees, Arist.HA623b32; ἔπλαττεν ἔνδον οἰκίας made clay houses, Ar.Nu.879; knead bread, Gal.6.313:—Med., σχῆμα πλασάμενος having formed oneself a figure, Pl.Plt. 297e:—Pass., to be moulded, be made, τὸ δὲ ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται Hdt.3.108; οἶκος τεκτόνων πλασθεὶς ὕπο E.Fr.1130; ἂν ἴδωσι… κήρινα μιμήματα πεπλασμένα Pl.Lg.933b.
2 plaster, τὸν… ναὸν χρίσαντες καὶ πλάσαντες BCH15.209 (Panamara).
II generally, mould, form by education, training, etc., π. τὰς ψυχὰς τοῖς μύθοις, τὰ σώματα ταῖς χερσίν, Pl.R. 377c; σῶμα ἐπιμελῶς Id.Ti.88c; ἑαυτόν Id.R.500d; παιδεύειν τε καὶ π. Id.Lg.671c:—Pass., τοὔνομ' ἀνὰ χρόνον πεπλασμένον E.Ion830; of the voice, to be trained, Arist.HA536b19.
III form an image of a thing in the mind, imagine, πλάττομεν οὔτε ἰδόντες οὔτε… νοήσαντες ἀθάνατόν τι ζῷον Pl.Phdr.246c, cf. R.420c, 466a; τῷ λόγῳ τοὺς νόμους Id.Lg.712b; τἀρχαῖα Phld.Mus.p.85K.:—Pass., ib.p.82 K.
IV put in a certain form, τὸ στόμα πλάσσω (so as to pronounce more elegantly) Pl.Cra.414d; (κόμιον) Arr.Epict.2.24.24; τὴν ὑπόκρισιν Plu.Dem.7:—Med., ἀδήλως τῇ ὄψει πλυσάμενος πρὸς τὴν ξυμφοράν having formed himself in face, i.e. composed his countenance, Th.6.58, cf. D.45.68.
V metaph., fabricate, forge, λόγους ψιθύρους πλάσσων S.Aj.148 (anap.); ψευδεῖς π. αἰτίας Isoc.12.25; προφάσεις D.25.28; τί λόγους πλάττεις; Id.18.121, cf. Pl.Ap.17c; μὴ πλάσῃς κακόν Men.Mon.145; π. ἐπιστολήν Plb.5.42.7: abs., δόξω πλάσας λέγειν I shall be thought to speak from invention, i.e. not the truth, Hdt.8.80, cf. X.Mem.2.6.37:—Med., πλάσασθαι τὸν τρόπον τὸν αὑτοῦ Lys.19.60; ψεύδη X.An.2.6.26; τῆς φιλανθρωπίας ἣν… ἐπλάττετο D.18.231; προφάσεις πλάσσω Id.19.215; τοιαῦτα πλάττεσθαι τολμᾶτε Id.28.9; καιρὸν πλάττεσθαι Id.21.187: abs., πλαττομένους πρὸς ἑαυτούς (αὐτούς Bonitz) Arist.Rh.1381b28: c. inf., Νέρων εἶναι πλασάμενος pretending to be Nero, D.C.64.9; π. νοσεῖν Gal.19.1:—Pass., οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος = not fictitious, A.Pr.1030; πεπλάσθαι φάσκοντες saying it was a forgery, Is.7.2; μὴ πλασθέντα μῦθον ἀλλ' ἀληθινὸν λόγον Pl. Ti.26e; π. ὑπὸ ποιητῶν And.4.23; ἐξ ὧν ἡ δίκη αὕτη πέπλασται D.52.12. (πλαθ-yω, cf. κοροπλάθος, πηλοπλάθος.)
German (Pape)
[Seite 625] attisch -ττω, bilden, formen, gestalten, bes. aus weichen Massen, wie Erde, Thon, Wachs; ἐκ γαίης, Hes. O. 70; τίνος πλάσαντος θεῶν; Eur. Hel. 591; u. in Prosa überall: πάντα σχήματα ἐκ χρυσοῦ πλάσας, Plat. Tim. 50 a; πεπλάσθω, Rep. IX, 588 d; κήρινα μιμ ήματα πεπλασμένα, Legg. X, 933 b; οἱ πλάττοντες τοὺς πηλίνους, Dem. 4, 26; auch πλάττομεν οὔτε ἰδόντες, οὔθ' ἱκανῶς νοήσαντες θεόν, bilden, vorstellen, Plat. Phaedr. 246 c; τὴν εὐδαίμονα πόλιν, Rep. IV, 420 c, und πλάττειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν τοῖς μύθοις πολὺ μᾶλλον ἢ τὰ σώματα ταῖς χερσίν, ib. 377 c; dah. mit παιδεύειν verbunden, Legg. II, 671 e. – Übertr., im Gegensatz des Natürlichen u. Wahren, erdichten, erheucheln, vorgeben; ὅδ' οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος, Aesch. Prom. 1032; λόγους ψιθυροὺς πλάσσων, Soph. Ai. 148; μὴ πλασθέντα μ ῦθον, ἀλλ' ἀληθινὸν λόγον, Plat. Tim. 26 e; Rep. II, 377 b; ἐκ τούτου πλάσας τὴν διαβολήν, Plut. Cat. min. 63; – auch im med., πλάσασθαι ψευδῆ, zu eigenem Vortheile, Xen. An. 2, 6, 26; u. bei Thue. 6. 58 = sich verstellen; vgl. Dem. 45, 68; auch τὸν τρόπον τὸν ἑαυτοῦ, seinen Charakter verstellen, verhehlen. – Vom Vortrage des Redners od. Sängers, sich künstlicher Modulationen bedienen, Plut. Dem. 7. – Vgl. πλάσμα.
French (Bailly abrégé)
f. πλάσω, ao. ἔπλασα, pf. πέπλακα, Pass. ao. ἐπλάσθην, pf. πέπλασμαι;
1 façonner, modeler ; particul. façonner avec soin, modeler avec art : λόγους PLAT des discours, càd parler avec recherche ou affectation;
2 imaginer, forger, feindre, simuler : λόγους SOPH composer son langage ; ψευδεῖς αἰτίας ISOCR imaginer de fausses accusations;
Moy. πλάσσομαι;
1 tr. façonner pour soi ; forger pour soi, à son profit : ψευδῆ XÉN des faussetés, des mensonges ; abs. πλάττειν πρὸς ἑαυτόν ARSTT feindre vis-à-vis de soi-même, se faire illusion à soi-même ; feindre, simuler, contrefaire : φιλανθρωπίαν DÉM faire le philanthrope;
2 intr. se donner une contenance, composer son attitude.
Étymologie: DELG pas d'étym. sûre ; pê apparenté à παλάμη, παλάθη, de la rac. *pel-, avec idée de « étendre, étendue ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάσσω Ion. voor πλάττω.
Russian (Dvoretsky)
πλάσσω: атт. πλάττω (fut. πλάσω, aor. ἔπλᾰσα - поэт. тж. ἔπλασσα и πλάσσα, pf. πέπλᾰκα; pass.: aor. ἐπλάσθην, pf. πέπλασμαι)
1 лепить (ἐκ κηροῦ Plat.; τὴν ὑδρίαν Arph.; ἀγγεῖον Arst.): κήρινα μιμήματα πεπλασμένα Plat. вылепленные из воска изображения; οἱ πλάττοντες Dem. гончары;
2 отливать (σχήματα ἐκ χρυσοῦ Plat.);
3 формировать, образовывать (τὰς ψυχὰς τοῖς μύθοις, τοὺς νόμους τῷ λόγῳ Plat.): τὸ στόμα π. Plat. складывать губы (досл. рот) (для произнесения какого-л. звука);
4 строить в воображении, воображать, представлять себе (ἀθάνατόν τι ζῷον Plat.);
5 выдумывать, измышлять (ψευδῆ Xen.; προφάσεις Dem.): τί λόγους πλάττεις; Dem. что ты выдумываешь?; δόξω πλάσας λέγειν Her. подумают, что я сочиняю; πλάσασθαι τὸν τρόπον τὸν αὑτοῦ Lys. прикидываться другим, притворяться; οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος Aesch. это не пустые слова.
Greek (Liddell-Scott)
πλάσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. πλάσω (ἀνα-) Ἱππ. 845F (Littré 4. σ. 436): ― ἀόρ. ἔπλᾰσα Ἡρόδ., Ἀττ.· ποιητ. ἔπλασσα Θεόκρ. 24. 107, Ἀνθ. Π. 2. 47· Ἐπικ. πλάσσα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 70· ― πρκμ. πέπλᾰκα Διόδ. 15. 11, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 41. ― Μέσ., μέλλ. πλάσομαι Ἀλκίφρων 1. 37· ἀόρ. ἐπλασάμην Θουκ. 6. 58, Πλάτ., κλ. ― Παθ., μέλλ. πλασθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐπλάσθην Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 104, Πλάτ.· πρκμ. πέπλασμαι (ἴδε ἐν τέλ.) Σχηματίζω, πλάττω, δίδω εἴς τι σχῆμα καὶ μορφήν, Λατ. fingere, κυρίως ἐπὶ τοῦ καλλιτέχνου τοῦ ἐπεξεργαζομένου μαλακὰς καὶ εὐπλάστους οὐσίας, ὡς π.χ. πηλόν, κηρὸν καὶ τὰ τοιαῦτα, προσέτι καὶ λεπτὸν χρυσόν, πλ. ἐκ γαίης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 70, πρβλ. 2. 47, 73· ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, ὃν λέγουσ’ ἡμᾶς πλάσαι καὶ τἆλλα… ζῷα Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 3, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 6. 5· πλ. καθάπερ ἐκ κηροῦ Πλάτ. Νόμ. 746Α· σχήματα ἐκ χρυσοῦ ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 50Α· ἐκ πηλοῦ ζῷον Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 7· ἀγγεῖον πλ. κήρινον ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 3, 33· τοὺς πηλίνους στρατηγοὺς Δημ. 47. 15· ― ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γράφειν, ὡς ἡ τέχνη τοῦ γλύπτου πρὸς τὴν τοῦ ζωγράφου, Πλάτ. Πολ. 510Ε, πρβλ. Νόμ. 668Ε, Ἰσοκρ. 240C, κτλ.· ― τὴν ὑδρίαν πλάσαι, πλαστουργῆσαι, Ἀριστοφ. Σφ. 926· σώματα πλ. θνητὰ Πλάτ. Τίμ. 42D· πλ. τὰ κηρία, ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 7· ἔπλαττεν ἔνδον οἰκίας, ἐσχημάτιζεν ἐκ πηλοῦ οἰκίας, Ἀριστοφ. Νεφ. 879· ― Μέσ., σχῆμα πλασάμενος, σχηματίσας ἑαυτῷ εἰκόνα, Πλάτ. Πολιτ. 297Ε. ― Παθ., ὁ μὲν πλάσσεται, σχηματίζεται, Ἡρόδ. 3. 108· οἶκος τεκτόνων πλασθεὶς ὕπο Εὐρ. Ἀποσπ. 1116· ἂν ἴδωσι… κήρινα μιμήματα πεπλασμένα Πλάτ. Νόμ. 933Β. 2) ἐπιθέτω ὡς ἔμπλαστρον, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, ἐν τῷ παθ., (διάφ. γραφ. προσπλασσ-). ΙΙ. καθόλου διαπλάττω καὶ μορφώνω δι’ ἀνατροφῆς καὶ ἐκπαιδεύσεως, πλ. τὰς ψυχὰς τοῖς μύθοις, τὰ σώματα ταῖς χερσὶν Πλάτ. Πολ. 377C. πρβλ. 466Α· σῶμα ἐπιμελῶς ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 88C· ἑαυτὸν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 500D·· παιδεύειν τε καὶ πλ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 671C· τῷ λόγῳ τοὺς νόμους αὐτόθι 712Β, ― Παθ., τοὔνομ’ ἀνὰ χρόνον πεπλασμένον Εὐρ. Ἴων. 830. ΙΙΙ. πλάττω ἐν τῷ νῷ, σχηματίζω ἔννοιάν τινος, πλάττομεν οὔτε ἰδόντες οὔτε… νοήσαντες ἀθάνατόν τι ζῷον Πλάτ. Φαῖδρ. 246C, πρβλ. Πολ. 420C· ἐπὶ τῆς φωνῆς, ἐνδέχεται πλάττεσθαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 19. ΙV. δίδω εἴς τι σχηματισμόν τινα, πλ. τὸ στόμα (οὕτως ὥστε νὰ προφέρω τι κομψότερον) Πλάτ. Κρατ. 414D· τὴν κόμην Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 24, 24· τὴν ὑπόκρισιν Πλουτ. Δημ. 7· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πλασάμενος τῇ ὄψει πρὸς τὴν ξυμφοράν, οἷον «τῇ ὄψει πλασάμενος ἀδήλως πρὸς τὴν συμφοράν», σχηματίσας οὕτω τὸ πρόσωπον ὥστε νὰ μὴ δώσῃ ὑποψίαν διὰ τὴν γενομένην συμφοράν, Θουκ. 6. 58, πρβλ. Δημ. 1122. 12, 20. V. μεταφορ., πλάττω, ἐπινοῶ, λόγους ψιθύρους πλάσσων Σοφ. Αἴ. 148· ψευδεῖς πλ. αἰτίας Ἰσοκρ. 238Β· προφάσεις Δημ. 778. 21· τί λόγους πλάττεις; Δημ. 288. 3· μὴ πλάσῃς κακὸν Μενάνδρου Μονόστ. 145· ― ἀπολ., δόξω πλάσας λέγειν, θὰ φανῶ ὅτι λέγω ἐξ ἰδίας ἐπινοίας καὶ οὐχὶ τὴν ἀλήθειαν, Ἡρόδ. 8. 80, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 37· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πλάσασθαι τρόπον ἑαυτοῦ Λυσ. 157. 23· ψευδῆ Ξεν. Ἀν. 2. 6, 26· τῆς φιλανθρωπίας... ἣν ἐπλάττετο Δημ. 304. 26· πλ. προφάσεις ὁ αὐτ. 408. 12· τοιαῦτα πλάττεσθαι ἐτόλμα ὁ αὐτ. 837. 13· ἔτι καί, καιρὸν πλάττεσθαι ὁ αὐτ. 575. 8·· ἀπολ., πλάσασθαι πρὸς ἑαυτὸν Ἀριστ. Ρητορ. 2. 4, 27· μετ’ ἀπαρ., Νέρων εἶναι πλασάμενος, προσποιούμενος ὅτι ἦτο ὁ Νέρων, Δίων Κ. 64. 9. ― Παθ., οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος, οὐχὶ πλαστός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 1030·· φάσκοντες πεπλάσθαι, λέγοντες ὅτι ἦτο πλάσμα, Ἰσαῖ. 63. 9· μὴ πλασθέντα μῦθον ἀλλ’ ἀληθινὸν λόγον Πλάτ. Τίμ. 26Ε· πλ. ὑπὸ ποιητῶν Ἀνδοκ. 32. 16· ἐξ ὧν ἡ δίκη αὕτη πέπλασται Δημ. 1239. 21· πρβλ. πλάσμα, πλαστός, πλασματίας, πλασματώδης.
English (Slater)
πλάσσω
a hurl Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν (N. 10.71)
b strike ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς πολεμίῳ πυρὶ πλαγεῖσαν (Pae. 2.29)
c in tmesis, v. ἐκπλάσσω.
Spanish
English (Strong)
a primary verb; to mould, i.e. shape or fabricate: form.
English (Thayer)
1st aorist participle πλάσας; 1st aorist passive ἐπλασθην; (perhaps akin to πλατύς; Curtius, § 367 b)); from Hesiod down; the Sept. chiefly for יָצַר; to form, mould (properly, something from clay, wax, etc.): used of a potter, 1 Timothy 2:13.
Greek Monolingual
και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν
1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ
β. «τὰ μέλη τοῦ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῖον ἐστι», Πλούτ.)
2. (κυρίως) κατεργάζομαι ευμάλακτη, εύπλαστη ύλη, όπως λ.χ. ζύμη, πηλό, κερί, και της δίνω ορισμένη μορφή (α. «πλάθω το ζυμάρι» β. «ἀγγεῖον πλάττειν κήρινον», Αριστοτ.)
3. μτφ. επινοώ με τη φαντασία μου, δημιουργώ κάτι που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα (α. «έπλασε ιστορίες εις βάρος μου» β. «ψευδεῖς πλάττοντας αἰτίας», Ισοκρ.)
αρχ.
1. επιχρίω με ασβέστη ή με άλλο υλικό («τὸν ναὸν χρίσαντες καὶ πλάσαντες», επιγρ.)
2. ασκούμαι, εξασκούμαι σε κάτι
3. διαπλάθω με την ανατροφή και την εκπαίδευση, διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω («πείσομεν τὰς τροφούς τε καὶ μητέρας λέγειν τοῖς παισὶ καὶ πλάττειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν τοῖς μύθοις», Πλάτ.)
4. σχηματίζω την εικόνα ενός αντικειμένου ή μια έννοια στο μυαλό μου, στον νου μου, στοχάζομαι («πλάττομεν οὔτε ἰδόντες οὔτε ἱκανῶς νοήσαντες θεόν, ἀθάνατόν τι ζῷον», Πλάτ.)
5. μέσ. πλάσσομαι
αποκρύπτω τα πραγματικά μου αισθήματα, τον χαρακτήρα μου, προσποιούμαι, υποκρίνομαι
6. παθ. α) (για τη φωνή) γυμνάζομαι
β) επιθέτω ως έμπλαστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. πλάσσω (< πλαθ-jο) έχει σχηματιστεί από θ. πλαθ- με ενεστωτικό μόρφημα -θ- (πρβλ. βρί-θ-ω, πλή-θ-ω) και επίθημα -jo (πρβλ. κορυθ-jο > κορύσσω). Η αρχική σημ. του ρ. πλάσσω «απλώνω λεπτό στρώμα, επιχρίω» θα επέτρεπε την αναγωγή του στη ρίζα pelā-/pelә2-/ pla- «ευρύς, απλώνω, εκτείνω» (πρβλ. παλάμη, παλάθη, πέλαγος κ.λπ.). Στη συνέχεια το ρ. χρησιμοποιήθηκε για την επεξεργασία του αργίλου, για τη γλυπτική και κατ' επέκταση για τη δημιουργία, γενικότερα, την επινοητικότητα, τη φαντασία, τη μυθοπλασία κ.λπ. Ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη παρατηρείται στην οικογένεια τών αρχ. ινδ. dehmi «επαλείφω», λατ. fingo «πλάθω, κατασκευάζω από πηλό, επινοώ», αγγλ. fiction «φαντασία» (πρβλ. τείχος). Η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική το σύνθ. έμ-πλαστρον (πρβλ. λατ. emplastrum, plastrum), το οποίο πέρασε στη συνέχεια και στις νεώτερες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. emplatre, platre, γερμ. Pflaster). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο τ. πλάθω, ο οποίος έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔ-πλασ-α του πλάσσω κατά το σχήμα έκλωσα: κλώθω.
ΠΑΡ. πλάση(-ις), πλάσμα, πλάστης, πλαστός
αρχ.
πλαστείον, πλάστρον
μσν.
πλασμός (ΙΙ)
μσν.- νεοελλ.
πλαστήρι(ον)
νεοελλ.
πλαστάρι, πλασταριά.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναπλάττω (-σσω), διαπλάττω(-σσω), μεταπλάττω (-σσω), προπλάττω(-θω)
αρχ.
αμφιπεριπλάσσω, αμφιπλάσσω, εκπλάσσω, εμπλάττω, επαναπλάττω, επικαταπλάσσω, επιπλάττω, καταπλάττω, παραπλάττω, παρεμπλάττω, περιπλάττω, προαναπλάσσω, προδιαπλάσσω, προκαταπλάσσω, προσαναπλάττω, προσεμπλάσσω, προσεπιπλάσσω, προσκαταπλάσσω, προσπλάττω, συγκαταπλάττω, συμπλάττω, συναναπλάσσω, συνδιαπλάσσω, υποπλάσσω].
Greek Monotonic
πλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. πλάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἔπλᾰσα, ποιητ. ἔπλασσα, Επικ. πλάσσα· παρακ. πέπλᾰκα· Μέσ. αόρ. αʹ ἐπλασάμην· Παθ. αόρ. αʹ ἐπλάσθην, παρακ. πέπλασμαι·
I. σχηματίζω, διαπλάθω, διαμορφώνω, μορφοποιώ, Λατ. fingere, κυρίως λέγεται για καλλιτέχνη που εργάζεται με πηλό ή κερί, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· τὴν ὑδρίαν πλάσαι, πλάθω πήλινο σκεύος για νερό, σε Αριστοφ.· ἔπλαττεν οἰκίας, έφτιαχνε πήλινα σπίτια, στον ίδ. — Παθ., σχηματίζομαι, πλάθομαι, ὁ μὲν πλάσσεται, κάποιος είναι κατασκευασμένος, σχηματίζεται, σε Ηρόδ.
II. γενικά, διαπλάθω και διαμορφώνω με την εκπαίδευση, σε Πλάτ.
III. πλάθω στο νου, σχηματίζω νοητικά την έννοια ενός πράγματος, στον ίδ.
IV. τοποθετώ σε συγκεκριμένη φόρμα — Μέσ., πλασάμενος τῇ ὄψει, ἔδωσε μορφή στο πρόσωπό του, ρύθμισε τις εκφράσεις του προσώπου του, σε Θουκ.
V. μεταφ., καλύπτω, επινοώ, παραποιώ, πλάθω, σε Σοφ., Δημ.· απόλ., πλάσας λέγειν, λέω πλαστές ιστορίες, δηλ. όχι την αλήθεια, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. κ.λπ. — Παθ., οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος, όχι πλαστός, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to knead, to form, to mould, to shape (a soft mass); to think up, to imagine, to pretend (Hes.).
Other forms: Att. -ττω, fut. πλάσω, aor. πλάσ(σ)αι (Hes.), pass. πλασθῆναι, perf. πέπλασμαι (IA.), act. πέπλακα (hell.).
Compounds: Very often w. prefix in diff. senses, e.g. κατα-πλάσσω to spread, to besmear, ἐμ-πλάσσω to smear, to stop up (cf. bel.).
Derivatives: Many derivv. Nom. actionis: 1. πλάσμα n. forming, formation, fiction (IA.) with -ματίας m. fictional, -ματώδης id. (Arist.), -ματικός id. (S.E.); ἔμ-, ἐπί-, κατά-πλασμα n. plaster (medic.). 2. πλάσις (ἀνά-πλάσσω, κατά-πλάσσω etc.) f. forming, formation, figuration (Hp., Arist.). 3. ἀνα-πλασμός m. figuration (Plu.), μετα-πλασ-μός m. transformation (gramm.) a.o. 4. κατα-πλαστύς f. besmearing (Hdt. 4, 175). Nom. agentis a. instr.: 5. πλάστης m. former, moulder, maker (Pl.), often in synthet. compp., e.g. κηρο-πλάστης m. modeller in wax (Pl.) with -έω (Hp.) etc.; f. πλάσ-τις (Ael.), -τειρα (Orph., APl.), -τρια (Theol.Ar.). 6. πλάστρον n. earring (Att. inscr. a.o.), ἔμπλασ-τρον n., -τρος f. ointment or plaster (Dsc., Gal., pap.). Adj.: 7. πλαστός formed, shaped, thought up (Hes.), ἔμπλασ-τον n., -τος f. ointment, plaster (Hp.); πλαστή f. clay wall (pap.) with περι-, συμ-πλαστεύω to surround, to construct with a π, πλαστευτής m. builder of a π. (pap.). 8. πλαστικός (προσ-, ἐν-, ἀνα-) suitable for forming, plastic (Pl.). -- a.o.; κορο-πλάστης hell.). On πλάθανον s.v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Common verbal stem πλαθ-; from there on the one hand the yot-present *πλαθ-ι̯ω > πλάσσω (on the phonetics Schwyzer 320), on the other hand the non-present forms (which on themselves could also go back on πλα- with analog. πλάσσαι, πλασθῆναι, πλαστός; cf. on κλάω). -- No correspondence outside Greek. As the θ (IE *dh) prob. orig. has present-forming, in any case formantic function (πλή-θω, βρί-θω etc.; Schwyzer 703), πλά-θω can belong to the group of pelā- broaden (s. πλάξ); one has to assume an orig. meaning smear thin, make flat; s. WP. 2, 63. On the meaning smear (in κατα-, ἐμ-πλάσσω) and knead, form cf. the same duplicity in Skt. déhmi spread, smear and Lat. fingō knead, form (cf. on τεῖχος). -- From ἔμπλαστρον Lat. emplastrum, Fr. emplâtre etc.; MLat. plastrum Pflaster, plaster, Fr. plâtre, OHG pflastar etc. -- Cf. πλάξ; cf. also παλάθη and πλάστιγξ. -- A form πλαθ- annot be derived from IE, cf. on πλάθανον. So it must be of Pre-Greek origin.
Middle Liddell
I. to form, mould, shape, Lat. fingere, properly of the artist who works in clay or wax, Hes., Hdt.; τὴν ὑδρίαν πλάσαι to mould the water-jar, Ar.; ἔπλαττεν οἰκίας made clay houses, Ar.:—Pass. to be moulded, made, ὁ μὲν πλάσσεται one is a-moulding, Hdt.
II. generally, to mould and form by education, training, Plat.
III. to form in the mind, form a notion of a thing, Plat.
IV. to put in a certain form: Mid., πλασάμενος τῆι ὄψει having formed himself in face, i. e. composed his countenance, Thuc.
V. metaph. to make up, fabricate, forge, Soph., Dem.:— absol., πλάσας λέγειν to speak from invention, i. e. not the truth, Hdt.:—so in Mid., Xen., etc.:—Pass., οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος not fictitious, Aesch.
Frisk Etymology German
πλάσσω: {plássō}
Forms: att. -ττω, Fut. πλάσω, Aor. πλάσ(σ)αι (seit Hes.), Pass. πλασθῆναι, Perf. πέπλασμαι (ion. att.), Akt. πέπλακα (hell. u. sp.)
Grammar: v.
Meaning: ‘(eine weiche Masse) kneten, formen, bilden, gestalten; erdichten, ersinnen, vorgeben’;
Composita: sehr oft m. Präfix in verschiedenen Sinnfärbungen, z.B. καταπλάσσω bestreichen, beschmieren, ἐμπλάσσω einschmieren, zustopfen (vgl. u.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. Nom. actionis: 1. πλάσμα n. Bildung, Gebilde, Erdichtung (ion. att.) mit -ματίας m. erdichtet, -ματώδης ib. (Arist.), -ματικός ib. (S.E. u.a.); ἔμ-, ἐπί-, κατάπλασμα n. Pflaster (Mediz.). 2. πλάσις (ἀνά-~, κατά-~ usw.) f. das Bilden, Bildung, Gestaltung (Hp., Arist. usw.). 3. ἀναπλασμός m. Gestaltung (Plu.), μεταπλασμός m. Umformung (Gramm.) u.a. 4. καταπλαστύς f. Beschmierung (Hdt. 4, 175). Nom. agentis u. instr.: 5. πλάστης m. Bildner, Former, Schöpfer (Pl. usw.), oft in synthet. Kompp., z.B. κηροπλάστης m. Wachbildner (Pl. u.a.) mit -έω (Hp. u.a.) usw.; f. πλάστις (Ael.), -τειρα (Orph., APl.), -τρια (Theol.Ar.). 6. πλάστρον n. Ohrring (att. Inschr. u.a.), ἔμπλαστρον n., -τρος f. Salbe od. Pflaster (Dsk., Gal., Pap. u.a.). Adj.: 7. πλαστός geformt, gebildet, erdichtet (seit Hes.), ἔμπλαστον n., -τος f. Salbe, Pflaster (Hp. u.a.); πλαστή f. Lehmwand (Pap.) mit περι-, συμπλαστεύω ‘eine π. ringsum od. zusammen aufführen’, πλαστευτής m. ‘Erbauer einer π.’ (Pap.). 8. πλαστικός (προσ-, ἐν-, ἀνα- u.a.) zur Formung geeignet, plastisch (Pl. usw.). — Für sich stehen 9. πλάθανον n. ‘Kuchenbrett, -form.’ (Theok., Nik. u.a.) mit -ανίτας ἄμυλος in Form gebackener Kuchen (Philox. 3, 17; nicht ganz sicher); πλαθά f. Abbild, εἰκών (dor. bei Plu.); synthet. Kompp. wie κοροπλάθος m. Bildner weiblicher Figuren, Puppenmodellierer (Pl., Isok. u.a.; κοροπλάστης hell.).
Etymology: Gemeinsamer Verbalstamm πλαθ-; daraus einerseits das Jotpräsens *πλαθι̯ω > πλάσσω (zum Lautlichen Schwyzer 320), anderseits die außerpräsentischen Formen (die an und für sich auch auf πλα- zurückgehen könnten mit analog. bedingten πλάσσαι, πλασθῆναι, πλαστός; vgl. zu κλάω). — Außergriech. Entsprechung fehlt. Da θ (idg. dh) wohl urspr. präsensbildende, jedenfalls formantische Funktion hat (πλήθω, βρίθω usw.; Schwyzer 703), reiht sich πλάθω unschwer in die große Sippe pelā- ausbreiten (s. πλάξ) ein; man muß dabei eine urspr. Bed. dünn aufstreichen, flach klatschen ansetzen; s. WP. 2, 63. Zur Bed. bestreichen, beschmieren (in κατα-, ἐμπλάσσω) und kneten, formen, bilden vgl. dieselbe Doppelheit bei aind. déhmi bestreichen, beschmieren und lat. fingō kneten, formen, bilden (vgl. zu τεῖχος). — Aus ἔμπλαστρον lat. emplastrum, frz. emplâtre usw.; mlat. plastrum Pflaster, Gips, frz. plâtre, ahd. pflastar usw. — Weiteres s. πλάξ; vgl. auch παλάθη und πλάστιγξ.
Page 2,551-552
Chinese
原文音譯:pl£ssw 普拉所
詞類次數:動詞(2)
原文字根:模成 相當於: (יׄוצֵר / יָצַר)
字義溯源:模造*,造,造物,使平,成形,造成
同源字:1) (πλάξ)模板 2) (πλάσμα)塑造物 3) (πλάσσω)模造 4) (πλαστός)模造成的
出現次數:總共(2);羅(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 造的(1) 提前2:13;
2) 造物的(1) 羅9:20
Mantoulidis Etymological
(=δίνω σέ κάτι μορφή, διαπλάθω). Δέν εἶναι βέβαιη ἡ ρίζα του. Ἴσως παράγεται ἀπό ρίζα πλαθ+j+ω = πλάττω. Ἴσως ἀκόμη ἀπό ρίζα πλατ- (πλατύς) ἤ ἀπό ρίζα πλακ-.
Παράγωγα: πλάσις (=μόρφωση), κατάπλασις, πλάσμα (=ὁμοίωμα), κατάπλασμα, πρόπλασμα, πλασματίας (=ψεύτικος), πλασματικός, πλασμός, μεταπλασμός, πλαστέον, πλάστης, πλαστήριον, πλαστικός, πλαστός, ἀδιάπλαστος, εὔπλαστος, καταπλαστός, ἔμπλαστρον, κοροπλάθος (=αὐτός πού φτιάχνει κοῦκλες), πηλοπλάθος.
Léxico de magia
1 modelar figuras de dioses de Hermes λαβὼν κιρρὸν κηρὸν καὶ χυλοὺς ἀερίας καὶ σεληνίτιδος μῖξον καὶ πλάσον Ἑρμῆν ὑπόκενον toma cera anaranjada y jugo de aérea y de hiedra terrestre, mézclalo y modela un Hermes hueco P IV 2361 de Selene πρόσβαλε αἰγὸς ποικίλης αἷμα καὶ πλάσον κυρίαν Σελήνην añádele sangre de una cabra moteada y modela una figura de la soberana Selene P VII 869 figuras humanas λαβὼν κηρὸν ἄπυρον ... πλάσον ἄνθρωπον ἔχοντα τὴν δεξιὰν χεῖρα ἐπαιτοῦσαν καὶ εἰς τὴν εὐώνυμον πήραν καὶ βακτηρίαν toma cera que no haya estado al fuego y modela un hombre que tenga su mano derecha en actitud de pedir y en la mano izquierda una alforja y un bastón P IV 2379 λαβὼν κηρὸν <ἢ πηλὸν> ἀπὸ τροχοῦ κεραμικοῦ πλάσον ζῴδια δύο toma cera o barro de un torno de alfarero y modela dos figurillas P IV 297 figuras fantásticas λαβὼν κηρὸν Τυρρηνικὸν πλάσον ἀνδριάντα ..., ἤτω δὲ τρικέφαλος toma cera tirrénica y modela una estatua que tenga tres cabezas P IV 3132 figuras animales un perro ταῦτα λειώσας χωρὶς ἕκαστον, μίσγε τῇ πίσσῃ καὶ τῷ κηρῷ καὶ πλάσον κύνα δακτύλων ὀκτώ tritura cada una de estas cosas por separado, mézclalas con la resina y la cera y modela un perro de ocho dedos de largo P IV 1882 un perrito λαβὼν σταίτιον ὠμὸν ἢ κηρὸν ἄπυρον πλάσον κυνάριον toma una pieza de masa cruda o cera que no haya estado al fuego y modela un perrito P IV 2945 un cocodrilo λαβὼν γῆν πλάσον κορκόδειλον προσμείξας αὐτῷ μέλαν καὶ ζμύρναν toma tierra y modela un cocodrilo mezclándole tinta y mirra P XIII 321 un buey πλάσας βοῦς δύο ἴσους modela dos bueyes iguales SM 70 3 (fr. lac.) 2 amasar πλάσον ἄρτον, πέμματα, δώδεκα κόρας καὶ ἐπίλεγε γʹ καὶ φάγε νήστης amasa un pan, pasteles, doce figurillas, pronuncia la fórmula tres veces y come en ayunas P III 411