χρυσός: Difference between revisions

No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ και βοιωτ. τ. [[χρουσός]] Α<br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> μεταλλικό χημικό [[στοιχείο]] μετάπτωσης, με [[σύμβολο]] Αυ και ατομικό αριθμό 79, που ανήκει στην [[ομάδα]] la του περιοδικού συστήματος, το γνωστότερο πολύτιμο [[μέταλλο]], [[χρυσάφι]], [[μάλαμα]] (α. «ορυχεία χρυσού» β. «φλέβας χρυσοῡ μεταλλουργοὶ ἀνιχνεύοντες», Θεοφ. Σιμ.<br />γ. «χαλκόν, [[σίδηρον]], ἄργυρον, χρυσόν», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «[[χαλκός]] τε [[χρυσός]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νόμισμα]] από το [[μέταλλο]] αυτό, [[χρηματικός]] [[πλούτος]] (α. «ο [[χρυσός]] [[είναι]] ο [[μόνος]] [[θεός]] για ορισμένους» β. «προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ [[λίβανον]] καὶ σμύρναν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] το πολύτιμο ή το πολύ αγαπητό σε κάποιον (α. «τα [[λόγια]] του [[είναι]] [[χρυσός]]» β. «ταῡτα μὲν... κρείσσονα χρυσοῡ... φωνεῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κανόνας]] χρυσού»<br /><b>(οικον.)</b> νομισματικό [[σύστημα]] στο οποίο το εθνικό [[νόμισμα]] ισοδυναμεί με μία συγκεκριμένη [[ποσότητα]] χρυσού ή διατηρείται σε μία [[αξία]] ίση με μία συγκεκριμένη [[ποσότητα]] χρυσού<br />β) «[[κανόνας]] ανταλλαγής χρυσού»<br /><b>(οικον.)</b> νομισματικό [[σύστημα]] στο οποίο ένα εθνικό [[νόμισμα]] μπορεί να μετατραπεί σε [[συνάλλαγμα]] εξοφλούμενο από μία [[χώρα]] της οποίας το [[νόμισμα]] [[είναι]] μετατρέψιμο σε χρυσό [[κατά]] μία ορισμένη [[αναλογία]]<br />γ) «ό,τι λάμπει δεν [[είναι]] [[χρυσός]]» — δηλώνει ότι δεν [[πρέπει]] να παρασύρεται [[κανείς]] από την εξωτερική λαμπερή [[εμφάνιση]] ενός προσώπου ή πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κατασκεύασμα]] από χρυσό (α. «ὃς δ' ἂν ὀμόοῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῡ ναοῡ ὀφείλει», ΚΔ<br />β. «χρυσὸν δ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄπεφθος]] [[χρυσός]]» — καθαρό [[χρυσάφι]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «λευκὸς [[χρυσός]]» — [[κράμα]] χρυσού και αργύρου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «κοῑλος [[χρυσός]]» — κατεργασμένο [[χρυσάφι]], χρυσό [[σκεύος]] (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. σημιτ. προέλευσης, η οποία απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (<b>[[πρβλ]].</b> μυκην. <i>kuruso</i>). Από τους διάφορους σημιτ. τ. με σημ. «[[χρυσός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> ακκαδικό <i>hur</i><i>ā</i><i>sue</i>, εβρ. <i>h</i><i>ā</i><i>rus</i>, ουγκαριτικό <i>hrs</i>, φοινικ. <i>hrs</i>), ο ελλ. τ. έχει προέλθει [[μάλλον]] από τον φοινικ. Η δυσερμήνευτη, φαινομενικά, [[απόδοση]] του φοινικ. φθόγγου -<i>s</i>- με ένα -<i>σ</i>- [[αντί]] για δύο, όπως θα αναμενόταν, οφείλεται πιθ. σε [[απλοποίηση]]. Ανεπιβεβαίωτη, [[τέλος]], παραμένει η [[άποψη]] ότι η λ. [[χρυσός]] έχει προέλθει από έναν τ. <i>χυρῡσό</i>-, με [[συγκοπή]] (<b>[[πρβλ]].</b> και μυκην. <i>kuruso</i>). Η [[προέλευση]] του ελλ. τ. [[είναι]] [[τελείως]] ανεξάρτητη από την [[προέλευση]] τών άλλων ΙΕ τ. Έτσι, τα αρχ. ινδ. <i>hiranya</i>-, ρωσ. <i>zoloto</i>, λεττον. <i>zelts</i>, γοτθ. <i>gulp</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και τα νεώτερα αγγλ. <i>gold</i>, γερμ. <i>Gold</i>) ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghel</i>- «[[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]], έχω κιτρινωπή [[λάμψη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[χλόη]], [[χλωρός]], [[χολή]], [[χόλος]]), ενώ τα λατ. <i>aurum</i>, αρχ. πρωσ. <i>ausis</i>, λιθουαν. <i>auksas</i>, τοχαρ. Α' <i>vaw</i> έχουν προέλθει από έναν αμάρτυρο αρχ. ΙΕ τ. με σημ. «[[χρυσός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χρυσαλλίδα]], [[χρυσίζω]], [[χρυσικός]], [[χρυσίο]](<i>ν</i>), [[χρυσίτιδα]], [[χρυσώ]](<i>νω</i>), [[χρυσωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χρυσαΐζω]], [[χρυσεῖον]], <i>χρύσε</i>(<i>ι</i>)<i>ος</i>, [[χρυσήεις]], [[χρυσίς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χρύσινος]], [[χρυσίτης]], [[χρυσοῦς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χρυσάφι]], [[χρυσός]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[αργυρόχρυσος]], <i>ασημόχρυσος</i>, [[διάχρυσος]], [[επίχρυσος]], [[ερυθρόχρυσος]], [[ημίχρυσος]], <i>καστανόχρυσος</i>, [[κατάχρυσος]], <i>κιτρινόχρυσος</i>, <i>κοκκινόχρυσος</i>, [[λευκόχρυσος]], [[ολόχρυσος]], [[πάγχρυσος]], <i>Περίχρυσος</i>, [[πολύχρυσος]], <i>πρασινόχρυσος</i>, <i>ροδόχρυσος</i>, [[υπόχρυσος]], [[ψευδόχρυσος]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό / χρυσοῡς, -ῆ, -οῡν, ΝΜΑ, και [[χρυσός]], -ή, -όν, Μ, και ποιητ. τ. [[χρύσεος]], -ον, θηλ. και -έη, ΜΑ, και [[χρύσειος]], -είη, -ον και βοιωτ. τ. χρουσοῡς, -οῡν, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από χρυσό, φτειαγμένος από [[χρυσάφι]], [[μαλαματένιος]] (α. «χρυσό [[δαχτυλίδι]]» β. «φαρίν... εἰς τὸ [[μέτωπον]] χρυσὸν ἀστέρα εἶχεν», Διγεν. Ακρ.<br />γ. «χρυσοῑς... φωνεῑ γράμμασιν», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «ζώνην χρυσείην», <b>Ομ. Οδ.</b><br />ε. «[[σκῆπτρον]]...χρυσείοις ἥλοισιν πεπαρμένον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίχρυσος]] ή στολισμένος με [[χρυσάφι]] (α. «φόρεσε τα χρυσά του [[άμφια]]» β. «χρυσέοισι πεδίλοις», <b>Ησίοδ.</b><br />γ. «χρυσέῳ σκήπτρῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] ή τη [[λάμψη]] του χρυσού, [[χρυσοκίτρινος]] (α. «τα χρυσά της μαλλιά» β. «ὑπὸ χρυσέοισι νέφεσσιν ἧστο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «χρυσέῃσιν ἐθείρησιν κομόωντε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) πολύ [[καλός]], πολύ [[αγαπητός]] ή με εξαιρετικά χαρίσματα (α. «[[χρυσή]] [[καρδιά]]» β. «[[χρυσός]] [[άνθρωπος]]» γ. «[[οὗτος]] ὁ χρυσοῡς, [[οὗτος]] ὁ Ἡρακλής», Δίων Κασσ.<br />δ. «δῶρα... χρυσέης Ἀφροδίτης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για πραγμ.) [[πολύτιμος]], [[ωφέλιμος]], [[ευεργετικός]] (α. «[[χρυσή]] [[τύχη]]» β. «λογισμοῡ ἀγωγὴν χρυσῆν καὶ ἱεράν», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «ὑγίειαν... χρύσεαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[χρυσή]]<br />η [[νόσος]] [[ίκτερος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ουσ. με κτητ. αντων.) <i>το χρυσό μου</i> [[σου</i>, <i>του</i> κ.λπ.]<br /><b>μτφ.</b> πολυαγαπημένο [[πρόσωπο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χρυσούς]] [[αιών]]» και «[[χρυσός]] [[αιώνας]]» ή «[[χρυσή]] [[εποχή]]» — [[περίοδος]] [[μεγάλης]] [[ακμής]]<br />β) «χρυσοί γάμοι» — η [[πεντηκοστή]] [[επέτειος]] του γάμου<br />γ) «χρυσό [[ιωβηλαίο]]» — η [[πεντηκοστή]] [[επέτειος]] από την [[ενθρόνιση]] ηγεμόνα ή αρχιερέα<br />δ) «[[χρυσός]] [[κανόνας]]»<br />i) νομισματικό [[σύστημα]] στο οποίο χρησιμοποιείται ο [[χρυσός]] ως [[βάση]] για τον προσδιορισμό της νομισματικής αξίας<br />ii) <b>μτφ.</b> η [[τήρηση]] του σωστού μέτρου σε δύσκολες περιπτώσεις<br />iii) [[μέση]] [[λύση]]<br />ε) «[[πρόβλημα]] χρυσής τομής»<br /><b>(γεωμ.)</b> η [[διαίρεση]] ενός ευθύγραμμου τμήματος σε δύο μέρη [[έτσι]] ώστε το [[τετράγωνο]] του μήκους του ενός μέρους να ισούται με το γινόμενο του μήκους του άλλου μέρους επί το [[μήκος]] του αρχικού ευθύγραμμου τμήματος<br />στ) «[[χρυσή]] [[ρίζα]]» — το [[ρίζωμα]] του φυτού ύδραστις<br />ζ) «[[χρυσούς]] [[μόσχος]]» — το χρυσό [[μοσχάρι]] της ΠΔ<br />η) «χρυσά [[σημεία]]» — το ανώτατο και το κατώτατο όριο της [[τιμής]] συναλλάγματος<br />θ) «χρυσό [[τρίγωνο]]»<br /><b>μτφ.</b> η [[περιοχή]] [[μεταξύ]] Ρουρ, Παρισιού και Μιλάνου, στην οποία σημειώνονται οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης<br />ι) «χρυσές δουλειές» — κερδοφόρες επιχειρήσεις<br />ια) «τον έκανα χρυσό» — τον θερμοπαρακάλεσα<br />ιβ) «βρε [[καλέ]] μου, βρε χρυσέ μου» — σέ [[παρακαλώ]] θερμά<br />ιγ) «[[χρυσός]] [[αριθμός]]»<br /><b>αστρον.</b> [[αριθμός]] που δηλώνει τη [[σειρά]] κάποιου έτους σε περίοδο [[δεκαεννέα]] ετών<br />ιδ) «[[χρυσή]] [[ορδή]]» — <b>βλ.</b> [[ορδή]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «σέρνει ο [[λαγός]] τον λέοντα με το χρυσό του [[ράμμα]]» — δηλώνει ότι το [[χρήμα]] [[είναι]] παντοδύναμο<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «Χρυσέαι [[Πύλαι]]» — η Χρυσόπορτα<br />β. «Χρυσοῡν Κέρας» — ο Κεράτιος Κόλπος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ χρυσοῡς</i><br />[[χρυσός]] [[στατήρας]], χρυσό [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χρύσεα μέταλλα» [[μεταλλεία]] χρυσού (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «τὸ χρυσοῡν τοῡ ᾠοῡ» — ο [[κρόκος]] του αβγού <b>Αθήν.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> / -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πορφύρεος]]). Ο τ. [[χρυσοῦς]] <span style="color: red;"><</span> [[χρύσεος]] με [[συναίρεση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[σιδήρεος]]: [[σιδηροῦς]]). Ο νεοελλ. τ. [[χρυσός]] <span style="color: red;"><</span> [[χρυσοῦς]] [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ός</i>. Σημασιολογικά, το επίθ. [[χρυσοῦς]] /[[χρυσός]] χρησιμοποιείται τόσο με κυριολεκτική σημ. «κατασκευασμένος από χρυσό, επιχρυσωμένος» όσο και μεταφορικά για να δηλώσει την [[τιμή]], την [[αξία]], τη [[λάμψη]], την [[ομορφιά]] κ.λπ. (<b>[[πρβλ]].</b> και τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>χρυσ</i>[ο]]-)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ και βοιωτ. τ. [[χρουσός]] Α<br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> μεταλλικό χημικό [[στοιχείο]] μετάπτωσης, με [[σύμβολο]] Αυ και ατομικό αριθμό 79, που ανήκει στην [[ομάδα]] la του περιοδικού συστήματος, το γνωστότερο πολύτιμο [[μέταλλο]], [[χρυσάφι]], [[μάλαμα]] (α. «ορυχεία χρυσού» β. «φλέβας χρυσοῡ μεταλλουργοὶ ἀνιχνεύοντες», Θεοφ. Σιμ.<br />γ. «χαλκόν, [[σίδηρον]], ἄργυρον, χρυσόν», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «[[χαλκός]] τε [[χρυσός]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νόμισμα]] από το [[μέταλλο]] αυτό, [[χρηματικός]] [[πλούτος]] (α. «ο [[χρυσός]] [[είναι]] ο [[μόνος]] [[θεός]] για ορισμένους» β. «προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ [[λίβανον]] καὶ σμύρναν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] το πολύτιμο ή το πολύ αγαπητό σε κάποιον (α. «τα [[λόγια]] του [[είναι]] [[χρυσός]]» β. «ταῡτα μὲν... κρείσσονα χρυσοῡ... φωνεῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κανόνας]] χρυσού»<br /><b>(οικον.)</b> νομισματικό [[σύστημα]] στο οποίο το εθνικό [[νόμισμα]] ισοδυναμεί με μία συγκεκριμένη [[ποσότητα]] χρυσού ή διατηρείται σε μία [[αξία]] ίση με μία συγκεκριμένη [[ποσότητα]] χρυσού<br />β) «[[κανόνας]] ανταλλαγής χρυσού»<br /><b>(οικον.)</b> νομισματικό [[σύστημα]] στο οποίο ένα εθνικό [[νόμισμα]] μπορεί να μετατραπεί σε [[συνάλλαγμα]] εξοφλούμενο από μία [[χώρα]] της οποίας το [[νόμισμα]] [[είναι]] μετατρέψιμο σε χρυσό [[κατά]] μία ορισμένη [[αναλογία]]<br />γ) «ό,τι λάμπει δεν [[είναι]] [[χρυσός]]» — δηλώνει ότι δεν [[πρέπει]] να παρασύρεται [[κανείς]] από την εξωτερική λαμπερή [[εμφάνιση]] ενός προσώπου ή πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κατασκεύασμα]] από χρυσό (α. «ὃς δ' ἂν ὀμόοῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῦ ναοῡ ὀφείλει», ΚΔ<br />β. «χρυσὸν δ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄπεφθος]] [[χρυσός]]» — καθαρό [[χρυσάφι]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «λευκὸς [[χρυσός]]» — [[κράμα]] χρυσού και αργύρου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «κοῑλος [[χρυσός]]» — κατεργασμένο [[χρυσάφι]], χρυσό [[σκεύος]] (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. σημιτ. προέλευσης, η οποία απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (<b>[[πρβλ]].</b> μυκην. <i>kuruso</i>). Από τους διάφορους σημιτ. τ. με σημ. «[[χρυσός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> ακκαδικό <i>hur</i><i>ā</i><i>sue</i>, εβρ. <i>h</i><i>ā</i><i>rus</i>, ουγκαριτικό <i>hrs</i>, φοινικ. <i>hrs</i>), ο ελλ. τ. έχει προέλθει [[μάλλον]] από τον φοινικ. Η δυσερμήνευτη, φαινομενικά, [[απόδοση]] του φοινικ. φθόγγου -<i>s</i>- με ένα -<i>σ</i>- [[αντί]] για δύο, όπως θα αναμενόταν, οφείλεται πιθ. σε [[απλοποίηση]]. Ανεπιβεβαίωτη, [[τέλος]], παραμένει η [[άποψη]] ότι η λ. [[χρυσός]] έχει προέλθει από έναν τ. <i>χυρῡσό</i>-, με [[συγκοπή]] (<b>[[πρβλ]].</b> και μυκην. <i>kuruso</i>). Η [[προέλευση]] του ελλ. τ. [[είναι]] [[τελείως]] ανεξάρτητη από την [[προέλευση]] τών άλλων ΙΕ τ. Έτσι, τα αρχ. ινδ. <i>hiranya</i>-, ρωσ. <i>zoloto</i>, λεττον. <i>zelts</i>, γοτθ. <i>gulp</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και τα νεώτερα αγγλ. <i>gold</i>, γερμ. <i>Gold</i>) ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghel</i>- «[[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]], έχω κιτρινωπή [[λάμψη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[χλόη]], [[χλωρός]], [[χολή]], [[χόλος]]), ενώ τα λατ. <i>aurum</i>, αρχ. πρωσ. <i>ausis</i>, λιθουαν. <i>auksas</i>, τοχαρ. Α' <i>vaw</i> έχουν προέλθει από έναν αμάρτυρο αρχ. ΙΕ τ. με σημ. «[[χρυσός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χρυσαλλίδα]], [[χρυσίζω]], [[χρυσικός]], [[χρυσίο]](<i>ν</i>), [[χρυσίτιδα]], [[χρυσώ]](<i>νω</i>), [[χρυσωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χρυσαΐζω]], [[χρυσεῖον]], <i>χρύσε</i>(<i>ι</i>)<i>ος</i>, [[χρυσήεις]], [[χρυσίς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χρύσινος]], [[χρυσίτης]], [[χρυσοῦς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χρυσάφι]], [[χρυσός]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[αργυρόχρυσος]], <i>ασημόχρυσος</i>, [[διάχρυσος]], [[επίχρυσος]], [[ερυθρόχρυσος]], [[ημίχρυσος]], <i>καστανόχρυσος</i>, [[κατάχρυσος]], <i>κιτρινόχρυσος</i>, <i>κοκκινόχρυσος</i>, [[λευκόχρυσος]], [[ολόχρυσος]], [[πάγχρυσος]], <i>Περίχρυσος</i>, [[πολύχρυσος]], <i>πρασινόχρυσος</i>, <i>ροδόχρυσος</i>, [[υπόχρυσος]], [[ψευδόχρυσος]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό / χρυσοῡς, -ῆ, -οῡν, ΝΜΑ, και [[χρυσός]], -ή, -όν, Μ, και ποιητ. τ. [[χρύσεος]], -ον, θηλ. και -έη, ΜΑ, και [[χρύσειος]], -είη, -ον και βοιωτ. τ. χρουσοῡς, -οῡν, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από χρυσό, φτειαγμένος από [[χρυσάφι]], [[μαλαματένιος]] (α. «χρυσό [[δαχτυλίδι]]» β. «φαρίν... εἰς τὸ [[μέτωπον]] χρυσὸν ἀστέρα εἶχεν», Διγεν. Ακρ.<br />γ. «χρυσοῑς... φωνεῑ γράμμασιν», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «ζώνην χρυσείην», <b>Ομ. Οδ.</b><br />ε. «[[σκῆπτρον]]...χρυσείοις ἥλοισιν πεπαρμένον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίχρυσος]] ή στολισμένος με [[χρυσάφι]] (α. «φόρεσε τα χρυσά του [[άμφια]]» β. «χρυσέοισι πεδίλοις», <b>Ησίοδ.</b><br />γ. «χρυσέῳ σκήπτρῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] ή τη [[λάμψη]] του χρυσού, [[χρυσοκίτρινος]] (α. «τα χρυσά της μαλλιά» β. «ὑπὸ χρυσέοισι νέφεσσιν ἧστο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «χρυσέῃσιν ἐθείρησιν κομόωντε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) πολύ [[καλός]], πολύ [[αγαπητός]] ή με εξαιρετικά χαρίσματα (α. «[[χρυσή]] [[καρδιά]]» β. «[[χρυσός]] [[άνθρωπος]]» γ. «[[οὗτος]] ὁ χρυσοῡς, [[οὗτος]] ὁ Ἡρακλής», Δίων Κασσ.<br />δ. «δῶρα... χρυσέης Ἀφροδίτης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για πραγμ.) [[πολύτιμος]], [[ωφέλιμος]], [[ευεργετικός]] (α. «[[χρυσή]] [[τύχη]]» β. «λογισμοῡ ἀγωγὴν χρυσῆν καὶ ἱεράν», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «ὑγίειαν... χρύσεαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[χρυσή]]<br />η [[νόσος]] [[ίκτερος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ουσ. με κτητ. αντων.) <i>το χρυσό μου</i> [[σου</i>, <i>του</i> κ.λπ.]<br /><b>μτφ.</b> πολυαγαπημένο [[πρόσωπο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χρυσούς]] [[αιών]]» και «[[χρυσός]] [[αιώνας]]» ή «[[χρυσή]] [[εποχή]]» — [[περίοδος]] [[μεγάλης]] [[ακμής]]<br />β) «χρυσοί γάμοι» — η [[πεντηκοστή]] [[επέτειος]] του γάμου<br />γ) «χρυσό [[ιωβηλαίο]]» — η [[πεντηκοστή]] [[επέτειος]] από την [[ενθρόνιση]] ηγεμόνα ή αρχιερέα<br />δ) «[[χρυσός]] [[κανόνας]]»<br />i) νομισματικό [[σύστημα]] στο οποίο χρησιμοποιείται ο [[χρυσός]] ως [[βάση]] για τον προσδιορισμό της νομισματικής αξίας<br />ii) <b>μτφ.</b> η [[τήρηση]] του σωστού μέτρου σε δύσκολες περιπτώσεις<br />iii) [[μέση]] [[λύση]]<br />ε) «[[πρόβλημα]] χρυσής τομής»<br /><b>(γεωμ.)</b> η [[διαίρεση]] ενός ευθύγραμμου τμήματος σε δύο μέρη [[έτσι]] ώστε το [[τετράγωνο]] του μήκους του ενός μέρους να ισούται με το γινόμενο του μήκους του άλλου μέρους επί το [[μήκος]] του αρχικού ευθύγραμμου τμήματος<br />στ) «[[χρυσή]] [[ρίζα]]» — το [[ρίζωμα]] του φυτού ύδραστις<br />ζ) «[[χρυσούς]] [[μόσχος]]» — το χρυσό [[μοσχάρι]] της ΠΔ<br />η) «χρυσά [[σημεία]]» — το ανώτατο και το κατώτατο όριο της [[τιμής]] συναλλάγματος<br />θ) «χρυσό [[τρίγωνο]]»<br /><b>μτφ.</b> η [[περιοχή]] [[μεταξύ]] Ρουρ, Παρισιού και Μιλάνου, στην οποία σημειώνονται οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης<br />ι) «χρυσές δουλειές» — κερδοφόρες επιχειρήσεις<br />ια) «τον έκανα χρυσό» — τον θερμοπαρακάλεσα<br />ιβ) «βρε [[καλέ]] μου, βρε χρυσέ μου» — σέ [[παρακαλώ]] θερμά<br />ιγ) «[[χρυσός]] [[αριθμός]]»<br /><b>αστρον.</b> [[αριθμός]] που δηλώνει τη [[σειρά]] κάποιου έτους σε περίοδο [[δεκαεννέα]] ετών<br />ιδ) «[[χρυσή]] [[ορδή]]» — <b>βλ.</b> [[ορδή]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «σέρνει ο [[λαγός]] τον λέοντα με το χρυσό του [[ράμμα]]» — δηλώνει ότι το [[χρήμα]] [[είναι]] παντοδύναμο<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «Χρυσέαι [[Πύλαι]]» — η Χρυσόπορτα<br />β. «Χρυσοῡν Κέρας» — ο Κεράτιος Κόλπος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ χρυσοῡς</i><br />[[χρυσός]] [[στατήρας]], χρυσό [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χρύσεα μέταλλα» [[μεταλλεία]] χρυσού (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «τὸ χρυσοῡν τοῦ ᾠοῡ» — ο [[κρόκος]] του αβγού <b>Αθήν.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> / -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πορφύρεος]]). Ο τ. [[χρυσοῦς]] <span style="color: red;"><</span> [[χρύσεος]] με [[συναίρεση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[σιδήρεος]]: [[σιδηροῦς]]). Ο νεοελλ. τ. [[χρυσός]] <span style="color: red;"><</span> [[χρυσοῦς]] [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ός</i>. Σημασιολογικά, το επίθ. [[χρυσοῦς]] /[[χρυσός]] χρησιμοποιείται τόσο με κυριολεκτική σημ. «κατασκευασμένος από χρυσό, επιχρυσωμένος» όσο και μεταφορικά για να δηλώσει την [[τιμή]], την [[αξία]], τη [[λάμψη]], την [[ομορφιά]] κ.λπ. (<b>[[πρβλ]].</b> και τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>χρυσ</i>[ο]]-)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm