διαλύω

From LSJ
Revision as of 17:29, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλύω Medium diacritics: διαλύω Low diacritics: διαλύω Capitals: ΔΙΑΛΥΩ
Transliteration A: dialýō Transliteration B: dialyō Transliteration C: dialyo Beta Code: dialu/w

English (LSJ)

fut. διαλύσω, etc.,
A loose one from another, part asunder, διαπλέκων καὶ διαλύων twining and untwining, Hdt.4.67; νὺξ δ. τοὺς ἀγωνιζομένους Id.8.11; διαλύω τὸν σύλλογον, διαλύω τὴν συνουσίαν, διαλύω τὴν πανήγυριν, etc., break up, dismiss it, Id.7.10.δ, Pl.Ly.223b, X.Cyr.6.1.10, etc.; τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην δ. break up the party and go to bed, ib.2.3.1; δ. τὴν στρατιάν ib.6.1.6; τὸ ναυτικόν disband it, Th.2.93:—Med., συνουσίας Pl.Grg. 457d:—Pass., of an army, assembly, etc., disperse, Hdt.1.128, etc.; ἐκ τοῦ συλλόγου Id.3.73, cf. 8.56: in fut. Med., part from one's escort, Th.2.12; of a man, die, X.Cyr.8.7.20.
2 dissolve into its elements, break up, destroy, δ. καὶ ἀπολλύναι Pl.R. 609a s1.; ἐξ ἑνὸς εἰς πολλὰ δ. Id.Ti.68d; disperse, break up a herd of sheep, BGU1012.12 (ii B.C.); break up a ship, παλαιὰν τριήρη δ. IG2.804, cf. PSI4.382 (iii B.C.); τρίπους, ὅρμος διαλελυμένος, SIG2588.169,198 (Delos, ii B.C.); τὰς οἰκήσεις Plb.4.65.4; dissolve, κοινόν Test.Epict.8.6; σῴζεσθαι καὶ διαλυθεῖσαν οἴχεσθαι πολιτείαν Pl.Lg.945c; of the sun, thaw frozen things, X.Cyn.5.2:—Pass., ἐξ ὧν σύγκειται καὶ εἰς ἃ διαλύεται Arist.GC325b19, cf. Ph.204b33, etc.
3 break off, put an end to friendship, ὁμολογίας Isoc.4.175; φιλίαν Arist.EN1157b10:—Pass., of married persons, separate, be divorced, SIG364.59 (Ephesus):—Med., διαλύσασθαι ξεινίην Hdt.4.154: abs., dissolve friendship, Arist.EN1162b25:—Pass., αἱ σπονδαὶ διελέλυντο Th.5.1.
4 put an end to enmity, ἔχθραν, πόλεμον, Id.8.46:—Med., δ. ἔχθρας Is.7.11; διαφοράς Isoc.12.160; πολέμους Id.4.172, cf. D.4.15: in plpf. Pass. (with Med. signf.), διελέλυσθε τὸν πόλεμον Isoc.14.27 (v.l. διελύεσθε):—Pass., τὰς ἔχθρας διαλύεσθαι Th.4.19: hence,
b c. acc. pers., reconcile, πρὸς ἔμ' αὑτὸν διαλύειν ἠξίου D.21.122, cf. 41.14; δ. τινὰς ἐκ διαφορᾶς Plb.1.87.4; οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύσων οὔτε λόγος οὔτε ὅρκος Th.3.83; especially in legal proceedings, PHamb.25.5 (iii B.C.), etc.:—Pass. and Med., c. gen. rei, διαλύεσθαι νείκους to be parted from quarrel, i.e. be reconciled, E.Or.1679 (v.l. νείκας); so διαλυθείσης τῆς διαφορᾶς prob. in D.S.14.110: also abs., to be reconciled, make up a quarrel, X.HG7.4.25, cf. Test. ap. Aeschin. 1.66, Thphr. Char.12.14; πρός τινας D.38.24; περί τινος Lys.4.1: in fut. Med., ὅπως… μὴ διαλύσει D.21.216.
5 generally, put an end to, do away with, χρήμασι τὴν διαβολήν Th.1.131; πάσας αὐτοῦ διαλύσω τὰς ἀπολογίας d.27.58; τὸν ἐχόμενον φόβον δ. τῶν Ἑλλήνων Pl. Mx.241b:—so in Med., ἐγκλήματα δ. Th.1.140; δ. περὶ τῶν ἐγκλημάτων ib.145; διαβολάς Isoc.11.37, 15.16; τι τῶν κατηγορημένων Id.12.218; δ. ἃ ἐψηφίσασθε cancel your vote, Lys.18.15; διαλύσασθαι τὰ πρὸς ἀλλήλους settle mutual claims, Isoc.4.40.
6 solve a difficulty, Pl.Sph.252d; τὴν ἀπορίαν Arist.Metaph.1062b31:—Med., διαλύσεσθαι σόφισμα S.E.P.2.238.
7 δ.τὰς τιμάς pay the full value, D.29.7; pay, discharge, τὴν δαπάνην Hdt.5.30; χρήματα D.20.12; τὰ συμβόλαια Arist.Pol.1276a11; χρέος τινί Plb.31.27.4; πάντα διελέλυτο D.28.2: also c. acc. pers., δ. τὸν ναύκληρον satisfy him, i.e. pay him off, D. 49.29, cf. 34.40, 36.50:—Med., order debts to be paid, διαλέλυμαι ταῦτα Arr.An.7.10.3; but also, to have them paid to oneself, D.Chr. 46.6.
II relax, weaken, τὸ σῶμα Hp.Aph.3.17; especially of the result of hunger, διαλύεσθαι τῷ λιμῷ UPZ11.27 (ii B.C.), cf. 42.9 (also in Act. intr., ὑπὸ τῆς λιμοῦ δ. ib.122.23 (ii B.C.)); make supple and pliant, Ar.Pax85:—Pass., δ. καὶ ἀδυνατεῖν Arist.HA585a33; ἀνάπλους διαλελυμένος a sailing out in loose order, Plb.16.2.6; διαλελυμένη λέξις a lax style, D.H.Lys.9.
2 abs., slacken one's hold, undo, Theoc.24.32.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῡ-; -ῠ- en E.IA 495, Ar.Lys.655, Macho 162, 436]
A tr., indic. separación de las partes
I c. compl. de pers., ref. asociaciones humanas o anim.
1 c. compl. de colect.:
a) gener. disolver τὸν σύλλογον Hdt.7.10δ, Th.2.12, Luc.Icar.34, Hld.1.23.2, τὴν συνουσίαν Pl.Ly.223b, τὴν ἐκκλησίαν I.AI 8.122, D.S.14.64, τὸ συνέδριον I.BI 6.243, D.S.17.54, τὸ ἔθνος Plb.4.60.6, τὸ σύστημα D.S.18.18, τὸ συμπόσιον Plu.2.164d, Hld.5.33.5, τὸν γάμον I.AI 16.265, Thdt.M.83.541A, en v. pas. αἱ ξυνωμοσίαι Th.8.81, cf. 69, αἱ ... πανηγύρεις Isoc.4.46, διαλυθεῖσα πολιτεία Pl.Lg.945c, ὁ σύλλογος I.AI 4.151, cf. BI 1.331, ἡ βουλή D.H.7.27, cf. 4.10, Luc.Merc.Cond.18, Symp.1, Hld.7.27.4, D.Chr.40.36, διαλυθέντος τοῦ γάμου Vett.Val.352.19, cf. Ach.Tat.2.18.6
en v. med. mism. sent. τὰς συνουσίας Pl.Grg.457d;
b) en cont. milit. no bélico dispersar, disolver, licenciar τὰ στρατόπεδα Th.5.55, cf. D.S.13.62, Hdn.5.2.3, τὴν στρατιάν X.Cyr.6.1.6, cf. I.AI 18.301, τὸ πεζὸν στράτευμα διέλυσε κατὰ πόλεις ἑκάστους X.HG 2.3.3, τὸ ναυτικόν Th.2.93, διέλυον εἰς παραχειμασίαν ... τὰς δυνάμεις Plb.3.99.9, cf. D.8.19, Plb.10.35.5, τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην διέλυον disolvieron la reunión en la tienda para ir a dormir X.Cyr.2.3.1, οὐδέποτε διέλυσε τὰς δυνάμεις ἐκ τῶν ὑπαίθρων jamás dio un respiro de las campañas a sus tropas Plb.11.19.3, en v. pas. τὸ τῶν Πελοποννησίων ναυτικὸν διελύθη Th.2.102, ἴτω στρατεία διαλυθεῖσ' ἐξ Αὐλίδος E.IA 495, ἡ δύναμις D.8.10, τὸ ξενικόν Plb.5.30.6, cf. D.8.17, Hdn.6.7.1
en v. med. mismo sent. τὸ ξενολόγιον Plb.31.17.5;
c) en la batalla romper, dispersar τὰ ... στίφη Plb.2.68.4, τὴν φάλαγγα Luc.DMeretr.13.1
por ext. aplicado a otras formaciones (τὰ θρέμματα) διαλύει τὸ τῆς ἀγέλης συντεταγμένον στῖφος Ph.1.305, en v. pas. διαλυθέντος ... τοῦ ... στρατεύματος αἰσχρῶς Hdt.1.128, cf. Th.7.34, ὑφ' ὑμῶν διαλυθῆναι ... κινδυνεύομεν corremos el peligro de que seáis nuestra ruina Ar.Lys.655, cf. Isoc.4.142, Plu.Sert.9, Arat.22, φάλαγξ ἐν μετώπῳ διαλελυμένη falange rota en sus primeras líneas Plb.12.20.6, cf. I.AI 4.7, D.S.16.46.
2 de individuos dif. separar τοὺς ... ἀγωνιζομένους νὺξ ... διέλυσε Hdt.8.11, τοὺς μαχομένους X.Lac.4.6, Men.Mon.184, cf. Luc.Symp.45, πόσιν νύμφης AP 7.186 (Phil.).
II de elementos, no de pers., cien.
1 medic. disolver, disociar, descomponer τὴν σύστασιν τοῦ αἵματος Hp.Flat.14, cf. Arist.Mete.346a13, τὰ φύματα Hp.Medic.10, (τὸ ὑγρόν) Hp.Vict.2.66, τὰς κόπρους Hp.Morb.3.14, cf. Heraclid.244, στρόφους Plu.Fr.113, tb. en v. med. τὰ ... πικρὰ διαλύεται (τὸ ὄξος) Hp.Acut.61, en v. pas. τῆς δὲ ἀκάνθης σχολῇ διαλυομένης siendo digerida la espina con dificultad Mnesith.Ath.38.29, (τὴν ἀνάδοσιν) εἰς ἀτμὴν διαλυομένην (la absorción) resuelta en vapor en la digestión del alimento, Dieuch.15.5.
2 disolver, deshacer, incluso fundir mediante procesos físico-químicos ὁ ἥλιος ... αὐτά (πάχνην καὶ παγετόν) X.Cyn.5.2, πάντα εἰς τέφραν Thphr.Ign.47, ἡ ἀνωμαλία καὶ τὰ καλῶς πεπηγότα διαλύει D.C.52.37.11, en v. pas. γῆ ... διαλυθεῖσα ... ὑπὸ τῆς ὀξύτητος αὐτοῦ (πυρός) Pl.Ti.56d, διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων D.S.1.39, ὑπὸ ἡλίου κηρός Paus.8.8.8
fig. en compar. ὕδωρ ὥσπερ καταλειβομένη ... διέλυσεν αὐτὸν ἡ ἁμαρτία Meth.Symp.62.
3 rarificar, disipar ὁ δὲ νότος ... (τὸν ἀῆρα) τῷ χρόνῳ διαλύει Hp.Morb.Sacr.13, cf. Arist.Mete.367a24, en v. pas. αὗται (αἱ φῦσαι) διαθερμανθεῖσαι διαλύονται Hp.Flat.14, ζόφος ... καὶ καύματα ὑπ' ἀνέμων Thphr.Sign.56.
4 descomponer como método cientifico y filosofico τὰ πολλὰ ... πάλιν ἐξ ἑνὸς εἰς πολλὰ διαλύειν Pl.Ti.68d, ὅλον Pl.R.609a, εἰσὶ δέ τινες καὶ οἳ πᾶν σῶμα γενητὸν ποιοῦσι, συντιθέντες καὶ διαλύοντες εἰς ἐπίπεδα καὶ ἐξ ἐπιπέδων hay quienes atribuyen la generación a todos los cuerpos (afirmando que) se componen y descomponen en superficies y de superficies Arist.Cael.298b34, τὸν ... ἄνθρωπον διέλυσεν εἰς ὕλην πάλιν (ὁ θεός) Meth.Res.1.43, abs., op. συνίσταμαι Arist.Cael.280a12, οἷον εἴ τις κἀκεῖνα (τὰ φυτά) ... διαλύσειε ... εἰς τὸ ἐνυπάρχον θῆλυ καὶ ἄρρεν como si alguien dividiera las plantas en los elementos femenino y masculino presentes en ellas Arist.GA 731a23.
III de vínculos y construcciones compuestas
1 desatar, soltar en v. pas. αὐτόματα ... δεσμὰ διελύθη ποδῶν E.Ba.447, τῆς δέσμης διαλυθείσης D.S.19.99, cf. D.C.76.1.5
de vínculos religiosos τὸν δεσμόν ref. la excomunión, Thdt.HE 5.37.2
esp. romper el ayuno, no ayunar Io.Iei.Canonar.3.2 (p.439)
fig. soltar τὴν ... κακιῶν (συμφωνίαν) Ph.1.435, τῆς συκοφαντίας τὰ κύματα Thdt.Ep.Sirm.106.
2 deshacer, desmontar πῆγμα Str.6.2.6, τὰς οἰκήσεις Plb.4.65.4, τὸ ζεῦγμα D.S.13.15, en v. pas. τρίπους σιδηροῦς διαλελυμένος trípode de hierro desmontado en piezas ID 442.169, cf. 198 (II a.C.), D.C.68.26.1, τὰ ἀναλήμματα ὑπὸ σεισμῶν καὶ παλαιότητος διαλελυμένα ἐπεσκεύασεν reconstruyó los muros de los basamentos, deshechos por los terremotos y el paso del tiempo, IMaff.6 (Istmo II d.C.), cf. Plu.2.138e
abs. hacer un derribo ἐκ τε τῶν ἐγγυτάτω οἰκιῶν Aen.Tact.2.2
de naves romper, desguazar τὸ πλοῖον Str.2.3.5, τὴν δὲ παλαιάν (sc. ναῦν) IG 22.1623.11, 32, cf. 121 (IV a.C.), cf. PSI 382.4 (III a.C.), en v. pas. τὰ ναυάγια Str.6.2.3, τὸ οἰκεῖον ἔργον ... διαλυθέν Ph.2.552
en ret. y crít. lit. deshacer, destrozar ἢν ... τις τῶν ποιημάτων ... τὸ ... μέτρον διαλύσῃ Isoc.9.11, διαλύει τὸ σαφὲς τῷ ἐπισκοτεῖν destruye la claridad por oscurecerlo Arist.Rh.1406a34, τὴν τῶν ὀνόματων οἰκονομίαν la economía del discurso Alcid.1.25, en v. pas. τὰ δὲ (μέτρα τῶν ποιητῶν) διαλυθέντα Arist.Rh.1407a2.
B tr. sin indicar separación de partes
I 1relajar, aflojar c. ac. de partes del cuerpo ἄρθρων ἶνας Ar.Pax 85, κοιλίην δὲ συνεστηκυῖαν διαλύει ἔμετος Hp.Vict.2.59
fig. de abstr. (καρδία σοφοῦ) διαλύουσα τὴν ἐν ταῖς ἀρεταῖς αὐτῆς εὐτονίαν Euagr.Pont.Schol.Ec.56.13
en v. pas. mismo sent. τὸ σῶμα Hp.Coac.335
aflojar, debilitar αἱ δὲ νότιοι (καταστάσιες) διαλύουσι τὰ σώματα Hp.Aph.3.17, cf. Thdt.M.82.501A, en v. pas. αὐτὸς διαλελυμένος, κακόν ref. al cuerpo enfermo, Hp.Epid.6.1.15, cf. Eun.Hist.69, τὰ νεῦρα Hp.Loc.Hom.7, cf. Chrys.M.61.439
part. perf. pas. flojo, blando de pers. ἀνόητοι καὶ βλᾶκες καὶ διαλελυμένοι Chrys.M.61.404, cf. 496, de alguien que ríe sin freno, Chrys.M.57.48, peyor. διαλελυμένος βίος vida relajada Chrys.M.61.387.
2 desenrollar, soltar φλοιὸν φιλύρης usada en mántica, Hdt.4.67, διέλυον ... ἀκάνθας de unas serpientes distendían las espinas dorsales, e.d. se desenroscaban Theoc.24.32.
II de abstr., fig.
1 resolver, solucionar problemas, dudas, conflictos τὰ ἀμφίλογα δίκῃ διαλύοντας ἄνευ πολέμου Th.4.118, τοῦτο Pl.Sph.252d, τὴν ἀπορίαν Arist.Metaph.1062b31, τὰ χαλεπὰ τῶν πραγμάτων ὁ χρόνος διαλύει Aesop.24, τὸ πρῶτον (πρόβλημα) Plu.2.146f, τὰ διάφορα Paus.5.16.5, τὴν ἀμφιβολίαν Gr.Nyss.Eun.1.406, en v. pas. πᾶν ἔνστημα Epicur.Ep.[3] 91, cf. D.S.14.110
en v. med. mismo sent. πολέμῳ μᾶλλον ἢ λόγοις τὰ ἐγκλήματα διαλύεσθαι Th.1.140, τὰς διαφοράς Isoc.12.160, Plb.22.15.2, δημοσίᾳ διαλύσασθαι ταῦτα resolver esas cosas mediante procedimiento público D.15.17, τὴν πρὸς ἀλλήλας ἀμφισβήτησιν ... ἄνευ δικαστηρίου SB 7338.9 (IV d.C.), τὰ πρὸς βασιλέα D.S.15.92
jur. resolver, solucionar pleitos o litigios de modo amistoso, mediante conciliación o acuerdo entre las partes, frec. op. διακρίνειν: τάς τε δίκας ... τὰς μὲν διέλυσε, τὰς δὲ διέκρινε δικαίως κατὰ τοὺς νόμους FD 3.220.18 (III a.C.), cf. IIasos 608.7, IPr.61.9 (ambas III a.C.), τοὺς μὲν πλείστους τῶν διαφερομένων ... διέλυον συμφερόντως, τοὺς δὲ διέκρινομ μετὰ πάσης δικαιοσύνης la mayor parte de los pleitos los resolvió amistosamente de modo provechoso, los demás los juzgó con toda justicia, ICos ED 129.11 (III a.C.), tb. op. δικάζειν: τὰς μὲν ἐδίκασεν τῶν δικῶν κατὰ τοὺς νόμους καλῶς καὶ δικαίως, τὰς δὲ διέλυσεν καλῶς καὶ συμφερόντως ILampsakos 33.9 (III a.C.), cf. ISmyrna 579.10 (II a.C.)
interpretar τὸν γρῖφον Ath.451a, τὸ σημεῖον Vit.Aesop.G 85.
2 poner fin a, acabar con τὸν πόλεμον Th.8.46, LXX 3Ma.1.2, Plb.4.52.1, App.Mac.18, ὀδύνην Hp.Acut.21, cf. D.S.3.33, χρήμασι ... τὴν διαβολήν Th.1.131, τὸν φόβον Pl.Mx.241b, τὸν λόγον Pl.Grg.458b, τὸν ... κίνδυνον τῇ πόλει D.18.176, cf. Plb.35.1.4, ἅπαντ' D.2.9, τὰς ὁμολογίας Isoc.4.175, cf. Anaximen.Rh.1433b40, τὴν φιλίαν Arist.EN 1157b10, Din.1.19, LXX Si.22.20, Plu.2.712f, cf. Vett.Val.43.21, τὴν πολιορκίαν Plb.1.84.2, I.AI 13.280, Paus.10.18.3, τὴν ταραχήν Plb.5.15.5, cf. Ph.2.30, D.S.15.47, τὴν θέαν D.S.17.101, ἔχθραν D.L.1.92, τὸν ὕπνον Philostr.Im.1.15, τὴν ἰσχύν Philostr.VS 507, en v. pas. διαλύεσθαι ἔφη τὴν ξεινίην Hdt.3.43, αἱ σπονδαί Th.5.1, cf. 4.19, ἡ ... τῶν Θηβαίων τῆς ἀρχῆς περιβολὴ οὕτω διελύθη así se puso freno a la tentativa de los tebanos de hacerse con la hegemonía X.HG 7.1.40, πολλὰ βουλευθέντα καλῶς ... διελύθη δι' ἄλλας κυριωτέρας ἀρχάς Arist.Diu.Som.463b27, ἡ μάχη D.S.13.9, Plb.16.33.4, τὸ πλάσμα Hld.4.13.4, ἡ ἀκρόασις Philostr.VS 573
en v. med. mismo sent. διαλυσάμενος τὴν ξεινίην Hdt.4.154, cf. Plu.2.806f, D.Chr.3.121, νείκας E.Or.1679, τὸν πόλεμον Ar.Lys.569, D.4.15, Arist.Rh.1411b13, Anaximen.Rh.1425b13, Men.Pc.478, Plb.2.7.10, I.AI 9.232, D.S.14.33, διαλύεσθαι τοὺς πολέμους op. ἀναβάλλεσθαι Isoc.4.172, τεταραγμένα πράγματα Ar.Lys.566, τὰ πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.40, σοφίαν LXX Psalm.Salom.4.9, τὰς ἔχθρας Plb.3.12.5, cf. Is.7.11, Plb.4.49.2, D.S.2.33
abs. sobreseer un proceso legal, conceder un sobreseimiento, PCair.Zen.37.17 (III a.C.)
c. ac. de pers. acabar con, matar παρ' ὀλίγον διέλυσαν τὸν ἄνθρωπον Plb.18.46.12.
3 métr. y gram. resolver una sílaba larga en dos breves τὴν πρώτην μακρὰν τοῦ ἀπὸ μείζονος ἰωνικοῦ Aristid.Quint.51.30, cf. Sch.A.Th.417-421a, en v. pas. διαλυθέντων τῶν ποδῶν Sch.Pi.O.4T., cf. Sch.Pi.N.7T.
dejar sin contraer op. συναιρεῖνcontraer’, ref. a vocales (οἱ Ἴωνες) διαλύουσιν· οἷον, Ξέρξεα An.Ox.4.211.30, cf. en v. pas. EM 307.31G.
III c. idea de una solución negativa
1 refutar τὰς ἀπολογίας D.27.58, τοὺς λόγους τῶν τολμώντων κατηγορεῖν Isoc.6.33, τὸν τετραγωνισμόν la cuadratura (del círculo), Arist.Ph.185a17, λόγοι ... οὐκ εὔποροι διαλύειν Arist.GC 315b22, τὰ ἐπίδοξα Anaximen.Rh.1433a38, τὴν ἀτοπίαν διέλυσεν ἡ αἰτία τῶν παθῶν ὁραθεῖσα Posidon.150b, τὰς αἰτίας I.AI 16.104, cf. Anaximen.Rh.1443b27, Simp.in Ph.637.36, φάσκοντας Arist.Rh.1382a18
en v. med. mismo sent. τι τῶν κατηγορημένων Isoc.12.218, σόφισμα S.E.P.2.238, abs., Arist.Rh.1377a2.
2 invalidar ἃ ... ἐψηφίσασθε Lys.18.15, τὸ κριθὲν ὑπὸ τῆς συγκλήτου D.S.14.113
suspender διαλύεσθαι ... πάσας τὰς ἀρχὰς ἐν τῇ Ῥώμῃ dejar en suspenso todas las autoridades en Roma Plb.3.87.8.
3 incumplir τὸ συμβόλαιον Isoc.17.19, cf. Arist.Pol.1276a11, en v. pas. D.56.49.
IV c. idea de mediación
1 reconciliar, conciliar c. ac. de pers. ἡμᾶς D.30.8, Men.Epit.52, αὐτούς Plb.5.49.5, Luc.Symp.45, Aesop.73, πρὸς ἔμ' αὑτόν D.21.122, cf. Plb.5.93.1, τοὺς στρατηγοὺς ἐκ τῆς ... διαφορᾶς Plb.1.87.4, cf. PHamb.25.5 (III a.C.), PEnteux.11re.7 (III a.C.), abs. οὐ ... ἦν ὁ διαλύσων οὔτε λόγος ... οὔτε ὅρκος no había palabra ni juramento para procurar la reconciliación Th.3.83, διέλυεν ἡ Γνάθαινα Gnatena intentaba la reconciliación Macho 436, cf. D.33.17, Isoc.5.38, λαβόντες τὴν ἐπιτροπὴν εἰς τὸ διαλῦσαι Plb.3.15.7.
2 resolver mediante pago, pagar, liquidar, saldar
a) c. ac. de lo que se paga δαπάνην Hdt.5.30, cf. D.14.20, τὴν τιμὴν οὔτ' ἐκείνῳ διέλυσεν ni le pagó el precio D.41.8, cf. 29.7, PTeb.769.30 (III a.C.), Paus.2.8.3, τὸ ναῦλον ὑπὲρ τῶν ξύλων D.49.37, χρήματα D.38.12, 20.12, cf. Is.Fr.32, ζημίας Hyp.Ath.22, μισθόν Arist.Oec.1347b22, ὃ (ἀργύριον) διαλῦσαι βουλήσεται ἐκ τῆς τιμῆς τῶν σκευῶν querrá liquidar el dinero con el precio de los aparejos D.50.26, χρέος Plb.31.27.4, Plu.Alex.70, Sch.Pi.O.10.1b, τὰ δάνεια D.S.17.109, τὰ προσοφειλόμενα τῶν ὀψωνίων Plb.1.69.3, τὰ ἐκφόρια PSI 400.9 (III a.C.), τὰ χρήματα τὰ δαπανηθέντα εἰς τὸν πόλεμον D.Chr.10.119, en v.pas. διαλυθῆναι τὰ χρέα πάντα Plu.Luc.20
pagar, pagar por διέλυσε τὴν παρρησίαν Macho 162
en v. med. mismo sent. τέσσαρα (τάλαντα) Phalar.Ep.137, cf. Arr.An.7.10.3, οὐκ ἀπὸ τοῦ δανείσματος διαλυόμενος Chrys.M.62.707;
b) c. ac. de la pers. a la que se paga τὸν ναύκληρον D.49.29, τὸν ὀρφανόν Is.2.29, σφᾶς ὑπὲρ ὧν ἐνεκάλουν D.37.12, διαλύειν ἐδέησεν οἷς ὤφειλον fue preciso pagar a aquéllos a quienes debían D.36.50, c. dat. τῷ πανδοκεῖ Anon. en Sud.s.u. κερματίζει, en v. pas. οὐδέπω ... τὸ ἐπιβάλλον αὑτῷ μέρος τῶν χρεῶν διαλέλυμαι todavía no he cobrado la parte del dinero que me corresponde D.Chr.46.6, cf. D.28.2, Str.12.8.19;
c) en lit. crist. expiar en v. med. ἁμαρτήματα Chrys.M.57.178, cf. 222
en v. pas. ser absuelto, ser perdonado πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐνταῦθα διαλύονται Chrys.M.48.1031, ἁμαρτήματα ib.
C intr., gener. en v. med.-pas.
I c. idea de separación de partes
1 de asociaciones humanas o anim. disolverse ἡ κοινωνία Arist.Oec.1343a12
dispersarse μὴ συμβῇ διαλυθῆναι αὐτά (πρόβατα) BGU 1012.12 (II a.C.)
en cont. milit. deshacerse, romperse διαλύεται ... ἡ τάξις Paus.1.13.7, cf. 4.8.2
gener. separarse, alejarse, apartarse διέλυσαν εἰς τὰς ἰδίας ἕκαστοι πόλεις Plb.22.9.14, ἐκ τοῦ συλλόγου Hdt.3.73, cf. 8.56, Arist.GA 729b30, Plb.23.14.4, I.AI 3.306, διελύθησαν κατὰ πόλεις ἕκαστοι Th.2.23, cf. D.H.2.36, ἐπὶ τὰς πόλεις Plb.5.2.1, cf. D.S.14.77, διελύθησαν ἐπ' ἴσης, καθάπερ ἀγαθοὶ παλαισταί se separaron en pie de igualdad como los buenos luchadores Plb.29.8.9, ἐκ τοῦ Ἰσθμοῦ Hdt.7.177, cf. Th.2.12, X.Cyr.7.5.40, Plb.4.86.1, D.S.18.17, Luc.Bis Acc.11
esp. separarse, divorciarse θᾶττον οἱ ἄτεκνοι διαλύονται Arist.EN 1162a28, διαλυθέντες divorciados, IEphesos 4A.59 (III a.C.).
2 de concr. no pers. soltarse, separarse οἱ δεσμοὶ ἀπὸ τῶν βραχιόνων αὐτοῦ LXX Id.15.14, ἧλοι συνέχουσιν αὐτὰ μὴ διαλυθῆναι Paus.3.17.6
en perf. estar separado ὅταν ἡ μὲν (φωνή) ... διαλελυμένη προσπίπτῃ πρὸς τὴν ἀκοήν cuando la voz llega por separado al oído Arist.Aud.801a37, ἅπαντα (τῶν διθύρων ὀστρακοδερμάτων) τῇ μὲν συμπέφυκε τῇ δὲ διαλέλυται todos (los testáceos bivalvos) están unidos por una parte y sueltos por otra Arist.HA 528a16, τὸν ἀνάπλουν αὐτῶν γενέσθαι διαλελυμένον hicieron la travesía por separado Plb.16.1.6
soltarse, romperse ἱμάντωσις ξυλίνη LXX Si.22.16, ἡ ναῦς ἐνθαλασσεύουσα Dion.Alex.Fr.2, ἡ ἁρμονία ref. a la estructura de un edificio, Agath.1.10.4
desatarse, liberarse κινήσεις op. ἐμμένειν Arist.Mem.453b3
gram. τὸ διαλυόμενον κατ' ἰδίαν οὐκ ἔστιν ῥητόν (el compuesto) una vez resuelto (en sus componentes) no se puede decir por sí solo A.D.Synt.269.23
part. perf. διαλελυμένος asindético, paratáctico λέξις D.H.Lys.9, ἑρμηνεία Demetr.Eloc.14.
II cien., fil. c. idea de separación de partes
1 disolverse, diluirse por agentes químico-físicos, medic. τὸ δὲ μέσον ... θερμαινομένον διελύθη καὶ ἐγένετο ὑγρόν Hp.Carn.3.5, (τὸ πῦρ) διαλύεται ἐς τὴν μείω τάξιν Hp.Vict.1.27, τὸ σῶμα τῆς γονῆς Arist.GA 737a11, ὅσα εἰς τέφραν διαλύεται Arist.Mete.387b14, op. πήγνυμαι Ph.1.7
fig. αἱ τηλικαῦται ὑπεροχαὶ ... ἂν καὶ διαλύοιντο εἰς τὰ περιέχοντα los incrementos tan pequeños se confundirían con el entorno Arist.Sens.446a8
disiparse, perder densidad op. συνίσταμαι Arist.Mete.355a31, (ὁ καπνός) ... σύγκειται ἐξ ὑγροῦ διαλυομένου εἰς πνεῦμα (el humo) está compuesto de humedad que se disuelve en aire Thphr.Ign.75.
2 fil., mat. descomponerse en partes εἰς ἃ (πρῶτα) ἔσχατα (τὰ σώματα) διαλύεται op. σύγκειμαι (los cuerpos) se descomponen en las últimas partículas elementales Arist.GC 325b19, op. συντίθεμαι Arist.Cael.304b30, Metaph.1066b37, Ph.204b33, Epicur.Ep.[2] 39, 73, Ocell.12, Ph.2.511, Arr.Epict.3.24.10, ἄτομον ... οὐδέποτε δὲ διαλυθησόμενον Arist.Cael.305a5
reducirse, descomponerse τὸ μὲν τρίγωνον εἰς οὐδὲν περιφερές Plu.2.1004a
en forma que conlleva la destrucción decomponerse, destruirse ὅσα γὰρ ἡ γῆ φέρει ... τὰ δὲ ἄγρια γήρᾳ διαλέλυται X.Cyn.5.5, δι' ὧν ... τὰ πάθη ἐγγίγνεται καὶ διαλύεται a través de las cuales las emociones nacen y se destruyen Arist.Rh.1388b29, (τὰ σπέρματα) πεσόντα εἰς τὴν γῆν 1Ep.Clem.24.5, cf. Iust.Phil.1Apol.19.4, τὰ νεκρὰ σώματα Plu.2.336f
esp. del ser vivo como compuesto de alma y cuerpo, en v. pas. ζῶντες διαλυθέντες τε τῶν σωμάτων tanto vivos como una vez separados de sus cuerpos Pl.Lg.904b, διαλυομένου δὲ ἀνθρώπου cuando el hombre se descompone X.Cyr.8.7.20, ἡ φύσις ... ἀλγεδόσι δὲ διαλύεται Epicur.Sent.Vat.[6] 37, cf. Sent.[5] 2.
III c. idea de separación final o de solución
1 c. suj. de pers. o partes del cuerpo soltarse el vientre, Hp.Epid.3.17.1, cf. Arist.Pr.949a1
debilitarse, sentirse débil ἢν μὲν διαλελυμένη ᾖ πρὸς τὴν πυρίην Hp.Mul.2.133, διαλύονταί τε ... καὶ ἀδυνατοῦσιν Arist.HA 585a33, ἐκ τῶν γυμνασίων Arist.Pr.880b30, διὰ νόσον ἢ πόνον Arist.Aud.803b21, cf. Chrys.M.62.165.
2 acabarse, terminarse ἕως ὁ πόλεμος ... διαλυθῇ Arist.Oec.1351a6, διαλυθείσης ... τῆς ἁπάντων σπουδῆς εἰς γέλωτα D.H.19.8, τῷ θανάτῳ τὴν ζωὴν ἡμῶν διαλύεσθαι Gr.Nyss.Or.Catech.29.3
extinguirse una dinastía, D.S.5.8, (τῆς λαμπάδος) διαλυθείσης op. καίομαι Chrys.M.59.282
de pers. fallecer, morir ὦ γένος ἀνθρώπων ... φυόμενον κατὰ γῆς καὶ διαλυόμενον AP 10.84 (Pall.), τῷ λιμῷ UPZ 11.27, cf. 122.23 (ambos II a.C.), Democr. en Ath.401e, Str.5.4.10, 15.2.13.
3 avenirse, reconciliarse, llegar a un acuerdo D.21.216, 37.16, 41.1, Arist.Rh.1373a9, Thphr.Char.12.13, POxy.3758.88 (IV d.C.), frec. c. πρός y ac. ἐπὶ τοῖσδε διελύσαντο τὰ γένη πρὸς ἀλλήλους Ath.Agora 19.L4b.3 (IV a.C.), πρὸς τοὶς ἐν τᾷ πόλι ἔοντας SEG 36.752.27 (Mitilene IV a.C.), πρὸς ἐμὲ ... περὶ ὧν ἀμφισβητοῦμεν Philipp.Maced.2.17, διαλύσει διελύσαμεν πρὸς σέ hicimos un pacto contigo LXX 2Es.11.7, διαλύεσθαι καὶ μηδενὶ μνησικακεῖν Plb.5.25.6, cf. 11.29.12, λόγοις ... τοὺς ὑποτεταγμένους I.BI 1.91, περὶ μὲν τούτων αὐτοὶ ... πρὸς αὑτούς Plu.2.585d
frec. en cont. jur. πρὸς τοὺς πράξαντας con los administradores D.38.24, cf. D.58.4, περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων Isoc.15.27, περὶ πάντων respecto a todo Lys.4.1, περὶ τούτων πρός με D.48.53, παρὰ τοὺς νόμους D.58.5
en cont. milit. hacer la paz, llegar a un acuerdo de paz X.HG 7.4.25, Plb.18.3.2, 30.31.17, D.S.19.97, πρὸς ὑμᾶς Aeschin.2.12, πρὸς τὸν Ἀντίγονον Plb.2.63.1, cf. 5.104.9, D.S.12.51, 18.21, Plu.Sull.13, τῇ συγκλήτῳ Plb.21.10.10, ἀλλήλοις Str.16.1.19.
4 lóg. resolverse ὅρον ... καλῶ εἰς ὃν διαλύεται ἡ πρότασις Arist.APr.24b16, ἐξ οὗ ἐστί, καὶ διαλύεται εἰς τοῦτο Arist.Metaph.1066b37.

German (Pape)

[Seite 588] (s. λύω 1) auflösen in seine Teile, ἐξ ἑνὸς εἰς πολλά, Plat. Tim. 68 d; dah. – a) = trennen, νὺξ διέλυσε τοὺς ἀγωνιζομένους Her. 8, 11; τὸν πόλεμον, Thuc. 8, 46; τὰς ἔχθρας, 4, 19; ἔχθραν, διαφοράν, beilegen, schlichten; auch im med., unter einander aufgeben, Isocr. 4, 15. 12, 160; ταραχήν, Pol. 5, 15, 5 u. öfter; μάχας, Hdn. 4, 15, 10; dah. τινὰ πρός τινα, aussohnen, Dem. 21, 122; Pol. 5, 68, 7; διαλύσασθαι πρός τινα, sich mit Einem aussöhnen, Dem. 30, 22. 38, 24 u. Sp., wie Plut. Syll. 13; auch pass. so, Pol. 4, 9, 5; ἐν φίλοις διαλύσασθαι περί τινος, sich freundschaftlich über etwas verständigen, Isocr. Auch ξενίην, aufheben, Her. 4, 154; σπονδάς, Thuc. 5, 1, 36; τὴν φιλίαν πρὸς αὐτοὺς διελύσατο Plut. reip. ger. praec. 13, vgl. Arist. Nic. 9, 3. – b) eine Versammlung auseinander gehen lassen, τὸν ξύλλογον, τὸ ναυτικόν, Thuc. 2, 12. 93; τὰς δυνάμεις, Pol. 3, 99; συνουσίαν, aufheben, beendigen, Plat. Lys. 223 b. Auch med., Gorg. 457 c; τὴν πανήγυριν, Xen. Cyr. 6, 1, 7; τὸ συμπόσιον, Plut. sept. sap. conv. E. – Pass., auseinander-, weggehen, διαλύεσθαι ἐκ τοῦ συλλόγου, Her. 3, 73; ἐκ τοῦ συνεδρίου διαλυθέντες 8, 56; ἀπ' ἀλλήλοιν, Plat. Gorg. 524 b; ohne Zusatz, ἔμελλε διαλύσεσθαι Thuc. 2, 12; Pol. braucht so auch das act., διέλυσαν εἰς τὰς ἰδίας ἕκαστοι πόλεις 23, 9, 14. – c) übh. = auflösen, καὶ ἀπόλλυσι Plat. Rep. X, 609 c; Gegensatz βεβαιόω, Lys. 18, 15; διαλυομένου δὲ ἀνθρώπου Xen. Cyr. 8, 7, 3, wie wir: aufgelös't werden, sterben, vgl. Ath. IX, 401 e; τὰς οἰκήσεις, zerstören, Pol. 4, 65. – d) widerlegen, ἐγκλήματα, Thuc. 1, 140; διαβολήν, 1, 131; Plat. Soph. 252 d; τοὺς λόγους τῶν κατηγορούντων, Isocr. 6. 33; auch περὶ τῶν ἐγκλημάτων, Thuc. 1, 145; dah. pass., διαλύεσθαι τῆς τιμωρίας, sich der Strafe entziehen, D. Sic. Aehnl. νείκους, sich vom Streite losmachen, ihn aufgeben, Eur. Or. 1679. – 2) eine Schuld abzahlen, τὸ χρέος, Pol. 32, 13, 4; τὴν φέρνην, 32, 8, 4, u. öfter; übh. = bezahlen, τὴν δαπάνην, die Kosten bestreiten, Her. 5, 30; χρήματα, Dem. 20, 13; τὰς τιμάς, 29, 7; πάντα διαλύσας, nachdem er alles berichtigt hatte, 36, 3, u. öfter; auch τὸν ναύκληρον, durch Bezahlen zufrieden stellen, 49, 29. Dah. med., sich bezahlen lassen, Sp. – 3) eine Spannung aufheben, abspannen, Ar. Pax 85; σώματα, Hippocr. – 4) λέξις διαλελυμένη, concise, kurze Ausdrucksweise, D. Hal. Iud. Lys. 9.

French (Bailly abrégé)

I. tr. dissoudre, disjoindre, séparer : τοὺς ἀγωνιζομένους νὺξ διέλυσε HDT la nuit sépara les combattants ; δ. ξύλλογον THC, πανήγυριν XÉN dissoudre une assemblée ; détruire, saccager;
II. faire cesser :
1 mettre fin à : δ. πόλεμον THC terminer une guerre;
2 réfuter, ruiner : διαβολήν THC une accusation;
3 acquitter : δαπάνην HDT une dépense;
Moy. διαλύομαι;
I. intr.
1 se dissoudre ; mourir;
2 se séparer;
II. tr. 1 dissoudre : ξεινίην HDT des liens d'hospitalité;
2 faire cesser : πολέμους ISOCR des guerres ; se réconcilier;
3 réfuter : ἐγκλήματα THC des accusations ; ruiner, détruire, annuler (un vote, etc.).
Étymologie: διά, λύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-λύω met acc., causat. los doen gaan, ontbinden, scheiden, uiteen doen gaan:; τοὺς... ἀγωνιζομένους νὺξ ἐπελθοῦσα διέλυσε de nacht kwam en deed de strijdenden uiteen gaan Hdt. 8.11.3; δ. τὴν συνουσίαν de bijeenkomst beëindigen Plat. Lys. 223b; ook med.:; διαλυσάμενος τὴν ξεινίην na de vriendschap opgezegd te hebben Hdt. 4.154.4; een eind maken aan:; τὸν πόλεμον δ. de oorlog staken Aristoph. Lys. 569; δ. τὰς ὁμολογίας de afspraken annuleren Isocr. 4.175; weerleggen, oplossen:; τὴν διαβολήν διαλύειν de beschuldiging weerleggen Thuc. 1.131.2; τὰ ἀμφίλογα δίκῃ διαλύοντας ἄνευ πολέμου de geschilpunten oplossen door rechtspraak zonder oorlog Thuc. 4.118.8; ook med.:; πολέμῳ μᾶλλον ἢ λόγοις τὰ ἐγκλήματα διαλύεσθαι door oorlog liever dan door onderhandelingen hun geschillen oplossen Thuc. 1.140.2; voldoen, betalen:; δαπάνην διαλύειν de kosten voldoen Hdt. 5.30.6; doen ontspannen:. δ. ἄρθρων ἶνας de spieren van de gewrichten losmaken Aristoph. Pax 85; κοιλίην δὲ συνεστηκυῖαν διαλύει ἔμετος het braken verlicht een opgeblazen gevoel in de buik Hp. Vict. 2.59. verzoenen:. πρὸς ἐμὲ αὑτὸν διαλύειν ἠξίου hij vroeg (hem) een verzoening tussen hem en mij tot stand te brengen Dem. 21.122; διάλυσον ἡμᾶς verzoen ons Men. Epitr. 228. pass. intrans. los raken, uiteen gaan:; αὐτόματα... δεσμὰ διελύθη ποδῶν de voetboei was vanzelf losgegaan Eur. Bac. 447; διαλύεσθαι ἐκ τοῦ συλλόγου uit de vergadering weggaan Hdt. 3.73; διελύθησαν κατὰ πόλεις ἕκαστοι zij gingen uiteen en ieder keerde naar terug naar zijn stad Thuc. 2.23.3; θᾶττον οἱ ἄτεκνοι διαλύονται kinderloze echtparen gaan eerder uit elkaar Aristot. EN 1162a28; uiteen vallen:; διαλύεται ἐς τὴν μείω τάξιν het lost op naar de zwakkere positie Hp. Vict. 1.27; δι’ ὧν... τὰ πάθη ἐγγίγνεται καὶ διαλύεται waardoor emoties worden opgewekt of verdwijnen Aristot. Rh. 1388b29; διαλυομένου δὲ τοῦ ἀνθρώπου wanneer de mens in ontbinding raakt Xen. Cyr. 8.7.20; (zich) ontspannen:. τὰ κατὰ κοιλίην συνιστάμενα καὶ πάλιν διαλυόμενα de buik was opgeblazen en dan weer ontspannen Hp. Epid. 3.17.1. zich verzoenen:. σπεισαμένους διαλυθῆναι na een bestand zich verzoenen Xen. Hell. 7.4.25.

Russian (Dvoretsky)

διαλύω:
1 развязывать, расплетать (διαπλέκειν καὶ δ. τι Her.);
2 разлагать (τι ἐξ ἑνὸς εἰς πολλά Plat.); med. разлагаться, распадаться (ἔκ τινος εἴς τι Arst.);
3 med. умирать (διαλυομένου ἀνθρώπου Xen.);
4 распускать (ξύλλογον Thuc.; πανήγυριν Xen.; τὰς δυνάμεις Polyb.; med. τὸ συμπόσιον Plut.); med. расходиться (ἐκ τοῦ συνεδρίου Her.);
5 разрывать, расторгать (ξεινίην Her.; σπονδάς Thuc.; κοινωνίαν Arst.; med. τὴν φιλίαν πρός τινας Plut.);
6 освобождать (διαλύεσθαι τῆς τιμωρίας Diod.);
7 разрушать, уничтожать (διαλῦσαι καὶ ἀπολέσαι τινά Plat.; τὰς οἰκήσεις Polyb.);
8 разминать, расправлять, делать гибким (ἄρθρων ἶνας Arph.);
9 расслаблять, изнурять (διαλελυμένοι διὰ νόσον ἢ πόνον Arst.);
10 нарушать (ἃ αὑτοῖς ἐψηφίσασθε Lys.);
11 разлучать, разделять (τοὺς ἀγωνιζομένους Her.): διαλύσασθαι ἀπ᾽ ἀλλήλοιν Plat. расстаться друг с другом; τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην διέλυον Xen. они разошлись, чтобы лечь спать;
12 прерывать, оканчивать, прекращать (πόλεμον Thuc., med. Isocr., Arst.; ταραχήν Polyb.; med. ἔχθρας Thuc.): νείκας (v.l. νείκους) διαλύεσθαι Eur. прекращать ссору;
13 примирять, мирить (τινὰ πρός τινα Dem.; διαλῦσαί τινας ἐκ τῆς προγεγενημένης διαφορᾶς Polyb.); med.-pass. примиряться (πρός τινα Aeschin.; τί δεῖ ἡμᾶς μάχεσθαι, ἀλλ᾽ οὐ διαλυθῆναι; Xen.); διαλυθεὶς καὶ θέμενος εἰρήνην Plut. прекратив военные действия и заключив мир;
14 погашать, уплачивать (δαπάνην Her.; χρήματα Dem.; μισθόν Arst.; χρέος Polyb.; τὰ χρέα τοῖς δανείσασιν Plut.): πάντα διελέλυτο Dem. долг уплачен был сполна; δ. τινά Dem. рассчитаться с кем-л.;
15 разрешать (τετραγωνισμόν, ἀπορίαν Arst.; πρόβλημα Plut.);
16 опровергать (διαβολήν, med. ἐγκλήματα и περὶ τῶν ἐγκλημάτων Thuc.; τοὺς φάσκοντας Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διαλύω: μέλλ. -λύσω, κτλ. (ἴδε λύω)· -λύω τὸ ἕν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, διαχωρίζω, Λατ. dissolvere, διαπλέκων καὶ διαλύων, συμπλέκων καὶ ἀναλύων, Ἡρόδ. 4. 67· δ. τοὺς ἀγωνιζομένους ὁ αὐτ. 8. 11· δ. τὸν σύλλογον, τὴν συνουσίαν, τὴν πανήγυριν, κτλ., ὁ αὐτ. 7. 10, 4, Θουκ. 2. 12, Πλάτ. Λυσ. 223Β, κτλ. τὴν σκηνήν εἰς κοίτην δ., διαλύω τὴν συναναστροφὴν καὶ ἀπέρχομαι εἰς τὴν κλίνην, Ξεν. Κύρ. 2, 3, 1· δ. τὴν στρατιάν, τὸ ναυτικὸν Θουκ., κλ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 457C.- Παθ., ἐπὶ συνελεύσεως, διαλύω Ἡρόδ. 1. 128, κτλ.· ἐκ τοῦ συλλόγου ὁ αὐτ. 3. 73, πρβλ. 5. 113· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., Θουκ. 2. 12· ἐπὶ ἀνθρώπου, ἀποθνήσκω, Ξεν. Κύρ. 8.7,20. 2) διαλύω τι εἰς τὰ ἐξ ὧν σύγκειται στοιχεῖα, ἀναλύω, καταστρέφω, δ. καὶ ἀπολλύναι Πλάτ. Πολ. 609Α, κἐξ.· ἐξ ἑνός ἐς πολλά δ. ὁ αὐτ. Τιμ. 68D· οὕτω, δ. πολιτείαν, ἀρχήν, κτλ., ὁ αὐτ. Νόμ. 945C, κτλ.· τὰς οἰκήσεις Πολύβ. 4. 65, 4· -ἐπὶ τοῦ ἡλίου, τήκω τι πεπηγός, Ξεν. Κυν. 5, 2. -Παθ., ἐξ ὧν σύγκειται καὶ εἰς ἃ διαλύεται Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 12, καὶ συχνάκις. 3) καταστρέφω τὴν φιλίαν, θέτω τέρμα εἰς αὐτήν, Λατ. dirimere, δ. σπονδὰς Θουκ. 5. 1· ὁμολογίας Ἰσοκρ. 77C· φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 5, 1·-οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαλύσασθαι ξεινίην Ἡρόδ. 4. 154· ἀπολ., διασπῶ, διαλύω φιλίαν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 5 κἑξ. 4) θέτω τέρμα εἰς ἔχθραν ἢ ἐχθροπραξίας, ἔχθραν, πόλεμον Θουκ. 4. 19., 8. 46· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, δ. ἔχθρας Ἰσαῖ 64.25· διαφορὰς Ἰσοκρ. 266 D ·πολέμους ὁ αὐτ. 76 D, πρβλ. Δημ. 44. 10· κατὰ παθ. ὑπερσ. (μετὰ μέσ. σημ.), διελέλυσθε τὸν πόλεμον Ἰσοκρ. 301C· ἐντεῦθεν, β) μετ᾽ αἰτ. προσ., διαλλάττω, συμφιλιῶ, πρὸς ἐμὲ δ᾽ αὐτὸν διαλύειν ἠξίου Δημ. 555. 1, πρβλ. 1032. 8· δ. τινὰ ἐκ διαφορᾶς Πολύβ. 1. 87, 4· οὐ γάρ ἦν ὁ διαλύσων Θουκ. 3. 83·-μέσ. ἀπολ., διαλλάττομαι, συμφιλιοῦμαι, παύω ἔριν,Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 25, κτλ.· πρός τινα Αἰσχίν. 10.4· περί τινος Λυσ. 100.43· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., ὅπως... μὴ διαλύσει Δημ. 583. 23. 5) καθόλου, θέτω τέρμα εἴς τι, καταπαύω, καταστρέφω, διαβολὴν Θουκ. 1. 131· πάσας αὐτοῦ διαλύσω τὰς ἀπολογίας Δημ. 831. 24, πρβλ. 991. 20· τὸν φόβον τῶν Ἑλλήνων δ. Πλάτ. Μενεξ. 241Β·-οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐγκλήματα δ. Θουκ. 1. 140, πρβλ. 145, Ἰσοκρ. 228D, 278B, 313C· δ. ἃ ἐψηφίσασθε, νὰ ἀναιρέσητε τὴν ἀπόφασίν σας, Λυσ.64.25· διαλύεσθαι τὰ πρὸς ἀλλήλους, διευθετῶ ἀμοιβαίας ἀξιώσεις, Ἰσοκρ. 48 D, πρβλ. Αἰσχίν. 10. 4.6) λύω δυσκολίαν, Πλάτ. Σοφ. 252D· τὴν ἀπορίαν Ἀριστ. Μεταφ. 10. 6, 5, κτλ. 7) δ. τιμάς, πληρώνω ὅλην τὴν ἀξίαν, τὴν τιμήν, Δημ. 846, ἐν τέλ.· πληρώνω, ἀποτίνω, τὴν δαπάνην Ἡρόδ. 5. 30· χρήματα Δημ. 460. 19· τὰ συμβόλαια Ἀριστ. Πολ. 3. 3, 2· χρέος, χρέα, κτλ., Πολύβ. 32. 13, 4, κτλ.· πάντα διελέλυτο Δημ. 836. 14· οὕτω Λατ. diluere, Κικ. Off. 1. 33·- ὡσαύτως μετ᾽αἰτ. προσ., δ. τὸν ναύκληρον, ἱκανοποιῶ αὐτόν, δηλ. τὸν πληρώνω, Δημ. 1192. 24, πρβλ. 919. 10, 959, ἐν τέλ.· -κατὰ μέσ. ἢ παθ., διατάσσω νὰ πληρωθῶσι χρέη, Ἀρρ. Ἀν. 7. 10· ἀλλ᾽ ὡσαύτως, πληρώνομαι, κάμνω νά με πληρώσωσι, Δίων Χρυσ. σ. 214. ΙΙ. χαλαρώνω, ἐξασθενῶ, τὸ σῶμα Ἱππ. Ἀφ. 1247· καθιστῶ τινα ἐνδοτικόν, εὐάγωγον, Λατ. relaxare, Ἀριστοφ. Εἰρ. 85.-Παθ., δ. καὶ ἀδυνατεῖν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 5, 1· ἀνάπλους διαλελυμένος, ἔκπλους ἄνευ τάξεως, Πολύβ. 16. 2, 6· διαλελυμένη λέξις, χαλαρὸν ὕφος, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 9. 2) ἀπολ., χαλαρώνω, λύω, Θεόκρ. 24. 32. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 442 καὶ 417.

Spanish

resolver amistosamente, resolver mediante acuerdo entre las partes

English (Strong)

from διά and λύω; to dissolve utterly: scatter.

English (Thayer)

1st aorist passive διελυθην; to dissolve (cf. διά C. 4): in Acts 5:36 of a body of men broken up and dispersed, as often in Greek writings.

Greek Monolingual

διαλύω)
1. αποσυνθέτω, λύω ή χωρίζω κάτι στα μέρη που το συνθέτουν
2. απομακρύνω, διαχωρίζω ανθρώπους, τους διασκορπίζω
3. διασκορπίζω πρόσωπα που αποτελούν ενιαίο σύνολο, λ.χ. διαδήλωση
4. θέτω τέρμα στη λειτουργία εταιρείας, επιχείρησης κ.λπ.
5. τήκω, λειώνω
6. καταργώ, ακυρώνω
7. αναιρώ
8. εξαλείφω, εκμηδενίζω, εξαφανίζω
9. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαλελυμένος, -η, -ο
έτοιμος να καταρρεύσει, να διαλυθεί
αρχ.
1. χαλαρώνω
2. κηρύττω τη διάλυση σωματείου, συνάθροισης κ.λπ.
3. καταπαύω, θέτω τέρμα
4. παθ. διαλύομαι
αποχωρώ από ένα μέρος
5. (με αιτ.) συμφιλιώνω
6. ερμηνεύω, εξηγώ χρησμό κ.λπ.
7. (για χρέος) εξοφλώ
μέσ.
1. παίρνω πίσω τα χρήματα μου
2. φρ. «διαλελυμένη λέξις» — χαλαρό, άτονο ύφος
3. επίρρ. διαλελυμένως
α) χαλαρά
β) χωρίς συναίρεση
γ) σε πεζό λόγο
δ) χωρίς συνδέσμους.

Greek Monotonic

διαλύω: μέλ. -λύσω [ῡ], παρακ. -λέλῠκα· — Παθ. αόρ. αʹ -ελύθην [ῠ], παρακ. -λέλῠμαι·
I. 1. χαλαρώνω το ένα από το άλλο, διαχωρίζω σε κομμάτια, καταστρέφω, σε Ηρόδ.· διαλύω μια συγκέντρωση, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην δ., χαλώ, σχολάζω τη γιορτή και πηγαίνω για ύπνο, σε Ξεν.· δ. τὴν στρατιάν, τη διασκορπίζω, σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για μια σύναξη, συνέλευση, διαλύω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για άνθρωπο, πεθαίνω, σε Ξεν.
2. διασπώ, αναλύω στα συστατικά μέρη, σε Πλάτ.
3. τερματίζω μία φιλία, καταπατώ μια ανακωχή, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., διαλύσασθαι ξεινίην, σε Ηρόδ. 4. α) τερματίζω την εχθρότητα, σταματώ τις εχθροπραξίες, συμφιλιώνω, σε Θουκ.· και στη Μέσ., σε Δημ. κ.λπ. β) με αιτ. προσ., συμφιλιώνω, τινὰ πρός τινα, στον ίδ.· οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύσων, σε Θουκ. — Παθ. και Μέσ., διαλύεσθαι νείκους, αποτραβιέμαι από μια διαμάχη, δηλ. συμφιλιώνομαι, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
5. γενικά, τερματίζω, εξαλείφω, εγκαταλείπω, διαβολήν, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. κ.λπ.
6. επιλύω μια δυσκολία, σε Πλάτ.
7. δ. τιμάς, πληρώνω το συνολικό τίμημα, εξοφλώ, αποπληρώνω ένα χρέος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. προσ., τον ξεπληρώνω, τον εξοφλώ, σε Δημ.
II. απόλ., εξασθενώ, μειώνω, κάμπτω, χαλαρώνω τις άμυνες, τις αντιστάσεις, ξεσφίγγω, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

fut. -λῡ/σω perf. -λέλῠκα Pass., aor1 -ελῠ/θην perf. -λέλῠμαι
I. to loose one from another, to part asunder, undo, Hdt.: to dissolve an assembly, Hdt., Thuc., etc.; τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην δ. to break up the party and go to bed, Xen.; δ. τὴν στρατιάν to disband it, Thuc.:—Pass., of an assembly, to break up, Hdt., etc.: of a man, to die, Xen.
2. to dissolve into its elements, to break up, Plat.
3. to put an end to friendship, break off a truce, Thuc., etc.:—so in Mid., διαλύσασθαι ξεινίην Hdt.
4. to put an end to enmity, Thuc.; and in Mid., Dem., etc.
b. c. acc. pers. to reconcile, τινὰ πρός τινα Dem.; οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύσων Thuc.:—Pass. and Mid., διαλύεσθαι νείκους to be parted from quarrel, i. e. to be reconciled, Eur., Xen., etc.
5. generally, to put an end to, do away with, διαβολήν Thuc.; so in Mid., Thuc., etc.
6. to solve a difficulty, Plat.
7. δ. τιμάς to pay the full value, discharge a debt, Hdt., etc.: c. acc. pers. to pay him off, Dem.
II. absol. to slacken one's hold, undo, Theocr.

Chinese

原文音譯:dialÚw 笛阿-呂哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-釋放
字義溯源:完全解散,分散,消失,散,散開;由(διά)*=通過)與(λύω)*=解開)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 散了(1) 徒5:36

English (Woodhouse)

cancel, discharge, interrupt, pay, raise, reconcile, remove, settle, solve, transgress, a meeting, break off, break up, bring to an end, clear off, clear up, dismiss an assembly, do away with, get rid of, pay off a debt, pay off, put an end to, put down, put end to, resolve into elements

⇢ Look up "διαλύω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

liberar, soltar como acción de la divinidad σὺ εἶ ὁ διαλύων καὶ δεσμεύων tú eres el que libera y encadena P XII 64 ὁ διαλύων πάντα τὰ δεσμὰ καὶ διαλύων τὸν περικείμενον σίδηρον τῷ δεῖνα tú, el que suelta todas las ataduras y desata el hierro que rodea a fulano P XII 170

Translations

destroy

Akkadian: 𒄢; Aklanon: guba'; Albanian: shkatërroj; Arabic: دَمَّرَ‎; Egyptian Arabic: روح‎, خرب‎; Armenian: ոչնչացնել; Azerbaijani: məhv etmək, dağıtmaq; Belarusian: знішчаць, ні́шчыць, зні́шчыць, руйнаваць, зруйнаваць; Breton: freuzañ; Bulgarian: унищожавам, унищожа, разрушавам, разруша; Catalan: destruir; Cebuano: guba; Central Huishui Hmong: kom puas rau; Cherokee: ᎠᏲᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 銷毀, 销毁, 摧毀, 摧毁, 破壞, 破坏, 毀壞, 毁坏; Choctaw: nasholichi; Czech: ničit, zničit; Danish: ødelægge; Dutch: vernietigen, vernielen, verwoesten, kapot maken, slopen; Esperanto: ekstermi, detrui; Estonian: hävitama; Evenki: эвми; Finnish: tuhota, hävittää; French: détruire; Middle French: gaster, destruire, mehaignier; Old French: gaster, destruire, mehaignier; Friulian: distruzi, distrugi; Galician: destruír; Georgian: განადგურება, მოსპობა, დაქცევა, დანგრევა; German: zerstören, vernichten, kaputtmachen; Gothic: 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: καταστρέφω; Ancient Greek: ἀπόλλυμι, ὄλλυμι, ἀείρω, ἀϊστόω, πέρθω, πορθέω, ἀναιρέω, ἀναλίσκω, λύω, διαλύω, καταλύω, ὀλέκω, φθείρω, ἀποφθείρω, διαφθείρω, ἐκφθείρω, καταφθείρω, φθίνω, φθίω, καταχράομαι; Hawaiian: luku; Hebrew: הָרַס‎; Higaonon: naguba; Hindi: नष्ट करना, नाश करना, बर्बाद करना; Hungarian: megsemmisít, pusztít, elpusztít, tönkretesz, szétrombol; Icelandic: eyðileggja, rústa, skemma; Ido: destruktar; Irish: slad; Italian: distruggere, annichilare; Japanese: 破壊する, 壊す, 潰す, 破る; Khmer: កំទេច, បំផ្លាញ; Korean: 파괴하다, 말살하다, 부수다; Kumyk: дагъытмакъ; Kurdish Northern Kurdish: têkşikandin; Lao: ທໍາລາຍ; Latgalian: nycynuot, iznycynuot, propuļdeit; Latin: populor, deleo, aufero, aboleo, abolefacio; Latvian: iznīcināt; Lithuanian: sunaikinti; Livonian: nītsiņtõ; Macedonian: уништува, уништи; Malay: musnah; Manchu: ᡝᡶᡠᠯᡝᠮᠪᡳ; Maori: whakakorekore, hoepapa, whakamōtī, kōpenupenu, whakangawhi, whakangahi, kaiauru, whakahotu, hoepapa, urupatu, whakamōtī, whakapakaru; Mirandese: çtruir, çtroçar; Mongolian Cyrillic: суйтгэх, сүйтгэх; Nanai: хэпули-; Ngazidja Comorian: hwangamiza; Norman: dêtruithe; Norwegian Bokmål: ødelegge; Persian: از بین بردن‎; Phoenician: 𐤀𐤁𐤃‎; Polish: niszczyć, zniszczyć, rujnować, zrujnować; Portuguese: destruir, estraçalhar, arruinar, destroçar, detonar; Romanian: distruge, nimici; Russian: уничтожать, уничтожить, разрушать, разрушить; Sanskrit: नाशयति; Scots: cannoch; Scottish Gaelic: dì-làraich; Serbo-Croatian Cyrillic: уништавати, у̀ништити; Roman: uništávati, ùništiti; Slovak: ničiť, zničiť, znehodnotiť; Slovene: uničevati, uničiti; Sotho: a timetse; Spanish: destruir, romper, destrozar; Sumerian: 𒋗𒅆𒌨; Swahili: -haribu; Swedish: förstöra; Tagalog: sirain, wasakin; Tajik: нест кардан; Thai: ทำลาย; Tocharian B: näk-, kärst-; Turkish: yok etmek, mahvetmek; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: нищити, знищувати, знищити, руйнувати, зруйнувати, розвалюватити, розвалити; Urdu: برباد کرنا‎; Uzbek: yoʻq qilmoq, bitirmoq; Vietnamese: huỷ hoại, phá hoại, phá huỷ; Walloon: distrure; Welsh: dinistrio; Yiddish: חרובֿ מאַכן‎

dissolve (solution into elements)

Armenian: լուծել; Azerbaijani: əritmək; Bulgarian: разтварям; Catalan: dissoldre; Chinese Mandarin: 溶解, 融化; Czech: rozpustit; Dutch: oplossen; Finnish: liuottaa; French: dissoudre; German: auflösen; Greek: διαλύω, λιώνω; Ancient Greek: διαλύω; Hebrew: הֵמֵס; Hungarian: felold; Italian: dissolvere; Japanese: 溶かす, 溶く; Latin: dissolvo; Malay: larut; Maori: memeha; Middle English: dissolven; Polish: rozpuszczać, rozpuścić; Portuguese: dissolver, dissolver-se, diluir-se; Russian: растворять, растворить; Serbo-Croatian Cyrillic: раство̀рити; Roman: rastvòriti; Spanish: disolver; Swedish: lösa, lösa upp; Thai: ละลาย; Turkish: çözmek; Ukrainian: розчиняти, розчинити; Vietnamese: hòa tan; Welsh: hydoddi, toddi

put an end to

Esperanto: ĉesigi; Estonian: lõppu tegema; Finnish: lopettaa, tehdä loppu; French: mettre un terme à; German: zu einem Ende bringen, ein Ende setzen; Italian: finirla; Japanese: 打ち切る; Latin: deleo; Latvian: darīt galu; Polish: kłaść kres, położyć kres; Romanian: pune capăt; Russian: положить конец, покончить; Spanish: poner coto; Swedish: sätta stopp för, sätta p för, sätta punkt för

{{lxth |lthtxt=dissolvere, to depart, disband, 1.131.2, 3.3.1, 5.36.1,
dimittere, to dismiss, 2.12.1, 2.93.1, 5.55.1,
[[dirimere (controversias, bellum), to decide (disputes, war), 3.83.2, 3.114.4, 4.118.8, 8.46.1,
PASS. dissolvi, to break up, disband, 4.23.1, 5.1.1, 8.81.2,
dimitti, to be dismissed, be discharged, 2.23.3, 2.68.9, 2.78.2,
item likewise 2.79.7, 2.102.1, 3.1.2. 3.26.4. 4.74.1. 5.50.5,
item likewise 5.60.4. 5.83.2. 5.83.4. 7.34.8, 8.69.1,
digredi, to depart, go away, 2.12.3, 5.113.1, 6.41.5, 8.84.3,
dirimi, to be parted, be separated, 4.19.2,
MED. dirimere (suas controversias), to settle (their own disputes), 1.140.2, 1.145.1, 5.80.1. }}