μέλω

Revision as of 16:50, 19 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")

English (LSJ)

Med. μέλομαι, used in both voices, either in neut. sense, A to be an object of care or thought, or in act. sense, care for, take an interest in. A pres. μέλω: impf. ἔμελον, Ep. μέλον Od.5.6: fut. μελήσω, Ep. inf. μελησέμεν Il.10.51: aor. ἐμέλησα: pf. μεμέληκα; also Ep. and Lyr. μέμηλα, Dor. part. μεμᾱλώς dub. in Pi.O.1.89 (for Ep. forms of Med.v.infr.111.2): almost always 3sg.and pl., exc. in pres. (v. infr.):—to be an object of care or thought, sts. with a personal subject (not in Att. Prose): I πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω by all manner of wiles am I in men's thoughts, i. e. am well known to them, Od.9.20; Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα 12.70; μελήσεις ἄφθιτον ἀνθρώποις αἰὲν ἔχων ὄνομα Thgn.245; Εὐθυμίᾳ μέλων εἴην Pi.Fr.155; μέλει σφισὶ Καλλιόπα Id.O.10(11).14; ἵνα θανοῦσα νερτέροισιν μέλω E.Andr. 850 (lyr.); Ἔρως… οὐρανίδαισι μέλων Id.Tr.842; μέλων πολλοῖσι AP 5.121 (Diod.); ἡ μέλουσα ἀγέλη Them.Or.1.10a: pf. part., ἀρεταῖσι μεμαλότας dear to virtue, Pi.O.1.89 (dub.); μέλεγάρ οἱ [Ὀδυσσεύς] Od. 5.6; τὸν ξεῖνον δὲ ἐῶμεν… Τηλεμάχῳ μελέμεν 18.420: but more freq. of things, μή τοι ταῦτα… μελόντων let not these things weigh on thy soul, Il.18.463, Od.13.362; μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσί Il.24.152; σοὶ χρὴ τάδε πάντα μέλειν 'tis good these things should be a care to thee, 5.490; πόλεμος δ' ἄνδρεσσι μελήσει 6.492; μελήσουσιν δ' ἐμοὶ ἵπποι 5.228; ᾧ τόσσα μέμηλε 2.25; οἷς ὕβρις μέμηλε κακή Hes.Op. 238; τοῖσιν… ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει Od.1.151, cf. Il.2.614; ὅσα φημὶ μελησέμεν Ἀργείοισι 10.51; ἔλεγε… κομιδῆς πέρι τὴν ὥρην αὐτῷ μελήσειν Hdt.8.19; μέλει γὰρ ἀνδρὶ… τἄξωθεν A.Th.200; σοὶ χρὴ μέλειν ἐπιστολάς Id.Pr.3; οὗτος… δμωσὶν ἂν μέλοι πόνος E.Supp.939; ἃ τοῖσιν ἀστοῖς ἔμελεν Ar.Ec.459; τοῖσδε μελήσει γάμος E.El.1342 (anap.); τοῦτο ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκός X.Ap.20. 2 impers. c. inf., οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι Od.16.465; so in A.Ag.1250, Th.1.141, etc.; also, μοι ἐμέλησεν ὥστε εἰδέναι X.Cyr.6.3.19: united with the personal construction, οὗτος μητρὶ κηδεύειν μέλει E.Rh.983. 3 less freq. with a Conj., οὐ μέλειν οἱ ὅτι ἀποθνῄσκει Hdt.9.72; σοὶ μελέτω ὅκωςId.1.9, cf. X.An.1.8.13, etc.; ὡς δὲ καλῶς ἕξει... ἐμοὶ μελήσει Id.Cyr.3.2.13; ἐμοὶ τοῦτο μέλει, μὴS.Ph.1121 (lyr.); οὐ τοσοῦτόν μοι μέλει εἰLys.21.12. 4 3sg. is freq. used impers. with the object in gen., and pers. in dat., ᾧ μέλει μάχας to whom there is care for the battle, who careth for it, A.Ch.946 (lyr.), cf. Ag.974; ἐμοὶ δ' ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει Id.Pr.938; θεοῖσιν εἰ δίκης μέλει S.Ph. 1036; Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων E.Heracl.717; πάνυ μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ᾄσματος Pl.Prt.339b; also μέλει μοι περί τινος A.Ch.780, Ar.Lys.502, Pl.Alc.2.150d; μεμέληκέ μοι περὶ αὐτῶν Id.Cra.428b: less freq. with ὑπέρ, εἴπερ ὑπὲρ τοῦ κοινῇ βελτίστου δεῖ μέλειν ὑμῖν D. 21.37. 5 abs., μηδέ σοι μελησάτω A.Pr.334; οἶμαι θεοῖς τοῖς κάτω μέλειν, οἳ (nisi leg. οἷς) ἠδίκηνται Antipho 1.31. 6 freq. with a neg., οὐδέν μοι μέλει I care not, Ar.Ra.655; μή νυν μελέτω σοι μηδέν Id.Pl. 208; τῷ δ' οὐδὲν μ. Alex.178.2; so τί δέ σοι μέλει; Diph.73.10. II μέλον ἔστι periphr. for μέλει, as τοῖσδ' ἔσται μ. S.OC653, cf.1433. 2 neut. part. used abs., οὐδὲν ἄρ' ἐμοῦ μέλον for they took no thought of me, Ar.V.1288; δῆλον ὅτι οἶσθα, μέλον γέ σοι since you care about it, Pl.Ap.24d; οὐδὲν αὐτῷ μ. τοῦ τοιούτου Id.Phdr.235a; μ. αὐτοῖς ἰσχυρῶς ὅπῃ τὸ μέλλον ἀποβήσοιτο X.Cyr.5.2.24; οὔτε σκοπούμεναι οὔτε μ. αὐταῖς ἄλλο ἢ χαρίζεσθαι Pl.Grg.501b. III Med. is used by Poets and in Hp. like Act., μελόμεθα, -ησόμεθα, Hp.Ep.27; to be an object of care, Ἄρτεμιν ᾇ μελόμεσθα E.Hipp.60: mostly in 3sg., ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται Il.1.523; μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ μελέσθω let it not weigh on thy mind, Od.10.505; τἀντεῦθεν… αὐτῷ μελέσθω Λοξίᾳ A.Eu.61; τἀνθάδ' ἂν μέλοιτ' ἐμοί S.El.1436; γάμους… σοὶ χρὴ μέλεσθαι E.Ph.759, etc.; ἰαχὰν μελομέναν νεκροῖς ib.1302: rarely impers., σοὶ… μελέσθω φρουρῆσαι S.El.74; μέλεταί τινί τινος Theoc. 1.53, Orac. ap. Luc.Alex.24. 2 Ep. pf. and plpf. Pass. μέμβλεται, μέμβλετο (fr. μέ-μλ-εται, μέ-μλ-ετο), with pres. and impf. sense, ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ' Ἀχιλλεύς (for μέλει); Il.19.343; μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος (for ἔμελε) 21.516; φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο Od.22.12; ᾗσιν ἀοιδὴ μέμβλεται ἐν στήθεσσιν Hes. Th.61: hence later Ep. formed a pres. μέμβλομαι, 2pl. μέμβλεσθε A.R.2.217; 3pl. μέμβλονται, in act. sense (cf. B. 11 infr.), μ. πόνοισι Opp.H.4.77: the regul. pf. and plpf. (with pres. and impf. sense) also occur in later Poets, μεμέληται Opp.C.1.436; Φοίβῳ μεμελήμεθα AP10.17 (Antiphil.); μεμέληνται Call.Fr.anon.119, Opp.C.1.349: 2 and 3 plpf. μεμέλησο, -το, AP5.219 (Agath.), Theoc.17.46; part. μεμελημένος, α, ον, cared for, πολλοῖς μεμελημέναι ἡρωῖναι Id.26.36, cf. AP7.199 (Tymn.): aor. part. Pass. μεληθέν ib.5.200; cf. βέβλεσθαι. B with an object, care for, take an interest in a thing, c. gen., Hom. only in pf. part., μέγα πλούτοιο μεμηλώς busied with, attending to... Il.5.708; μέγα πτολέμοιο μεμηλώς 13.297: later in pres., οὐκ ἔφα τις θεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσθαι μέλειν A.Ag.370 (lyr.); μέλειν μὲν ἡμῶν S.Aj.689; δεινόν σε… τικτούσης μέλειν Id.El.342: later c. dat., care for, μέλω κύρτοις AP10.10 (Arch. Jun.); θεοῖς μέλοντες Plu.Sull.7: abs., to be anxious, μέλει… κέαρ A.Th.288, cf. Pers.1049 (both lyr.); μελούσῃ καρδίᾳ E.Rh.770. 2 rarely c. acc., πεντήκοντα βοῶν ἀντάξια ταῦτα μέμηλας thou hastinvented, h.Merc.437 (fort. μέμηδας). 3 c. inf., θεοὶ τῶν ἀδίκων μέλουσι (μέλλουσι codd. opt.) καὶ τῶν ὁσίων ἐπᾴειν E.HF773 (s.v.l.). II Med. μέλομαι, care for, take care of, c. gen., A.Th.177 (lyr.), S.OT1466, E.Hipp.109, Heracl.354 (lyr.), A.R.1.967; τὰ λοιπά μου μέλου (where τὰ λ. is adverbial) S.OC1138; μεμελημένοι ἀέθλων Opp.H.4.101: c. dat., ἐτητυμίῃ μεμελημένος Call. Aet.3.1.76; ἱππασίῃ μεμελημένον ἦτορ Q.S.4.500: c. acc., μέλομαι ῥόδον (prob. l. for μέλπομαι) Anacreont.53.2: with Preps., μέλεσθαι ἀμφί τι or τινος, A.R.2.376, 4.491; ἀμφ' αἰγῶν μεμελημένοι AP6.221 (Leon.); ἐμέλοντο περὶ σφίσιν A.R.3.1172: c. inf., μέλομαι… ἀείδειν Anacr.65; μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη A.Supp.367, cf. E.Heracl.96 (lyr.): aor. in same sense, c. gen., τάφου μεληθείς S.Aj.1184.

German (Pape)

[Seite 128] fut. μελήσω, Gegenstand der Sorge, Fürsorge sein, am Herzen liegen; πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω, durch Listen liege ich den Menschen im Sinne, daß alle von mir hören und mich kennen lernen wollen, Od. 9, 20, vgl. Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, die Argo, von der Alle hören wollen, die Allen im Sinne liegt, Od. 12, 70; ἵνα θανοῦσα νερτέροισι μέλω, Eur. Androm. 850; ἄνθρωποι θεοῖς μέλοντες, Plut. Sull. 7. – Gewöhnlich nur in der 3. Person, μέλει μοι, es liegt mir am Herzen, es kümmert mich, οὶς οὔτι μέλει πολεμήϊα ἔργα, die sich um den Krieg nicht kümmern, Il. 2, 338, u. so von jedem eifrig betriebenen Geschäft, vgl. Il. 6, 492. 10, 92 Od. 5, 67; Hes. Th. 216 u. öfter, ἐμοὶ τάδε πάντα μέλει, μελήσει; – τοὶ οὔει μέλει Τρώων πόνος, Il. 22, 11; οὔ νύ τι σοίγε μέλει κακόν, du bist wegen eines Uebels ohne Sorge, 24, 683; μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσίν, 24, 152; σοὶ δ' ἐνθάδε πάντα μελόντων, Od. 18, 266, u. sonst, im plur., μέλουσί μοι ὀλλύμενοί περ, Il. 20, 21, wie μελήσουσι δέ μοι ἴπποι, 5, 228; auch c. inf., οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι, ich bekümmerte mich nicht darum, danach zu fragen, Od. 16, 465. – Dazu gehört auch das perf. μέμηλα, mit der Präsensbedeutung, ᾡ τόσσα μέμηλε, dem so Viel am Herzen liegt, zu besorgen obliegt, Il. 2, 25, ᾑτ' αἰὲν ἀήσυλα ἔργα μέμηλεν, 5, 876, öfter; auch μοὶ οὔτι μετὰ φρεσὶ ταῦτα μέμηλεν, 19, 213; u. plusqpf., οὔ σφι θαλάσσια ἔργα μεμήλει Il. 2, 614, τοῖσιν μὲν ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει Od. 1, 151; aber auch c. gen. verbunden, μέγα πλούτοιο μεμηλώς, wie πτολέμοιο, Il. 5, 708. 13, 297, sehr auf Reichthum, auf den Krieg bedacht, des Krieges beflissen; auch ταῦτα μέμηλας, h. Merc. 437. – So auch Pind. u. Tragg.; χρὴ ἀγαθὰν ἐλπίδ' ἀνδρὶ μέλειν, Pind. I. 7, 15; ἀρεταῖσιν μεμαλότες, Ol. 1, 89; vgl. Βάκχῳ καὶ Μούσῃσι μεμηλότα, Diod. ep. 13 (VII, 370); Aesch. δόμοις δὲ ταῦτα καὶ Κλυταιμνήστρᾳ μέλειν εἰκὸς μάλιστα, Ag. 571; c. inf., τοῖς δ' ἀποκτείνειν μέλει, 1223; ᾡ τάδ' ἐκπρᾶξαι μέλει Soph. O. R. 377, der auch ἀλλὰ τοῖσδ' ἔσται μέλον sagt, O. C. 659, vgl. 1435 El. 451, für μελήσει; κακῶς ἀκούειν οὐ μέλει θανόντι μοι, Eur. Alc. 729, öfter; u. in Prosa, ταῦτά οἱ νῦν μέλει, Her. 1, 36; auch ἔλεγε, οὐ μέλειν οἱ ὅτι πρὸ τῆς Ἑἱλάδος ἀποθνήσκει, 9, 72; οις οὐδὲν ἄλλο μέλει ἢ τοῦτο ζητεῖν, Plat. Lach. 182 e; auch im plur., ἐν ᾗ πόλει θυσίαι καὶ ἑορταὶ πᾶσι μέλουσι, Legg. VIII, 835 d; im partic. absolut, μέλον γέ σοι, da dir das am Herzen liegt, Apol. 24 d. – Auch mit dem gen. des Gegenstandes, der am Herzen liegt, für den man Sorge trägt, ἐμοὶ δ' ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει, Aesch. Prom. 940; ᾡ μέλει κρυπταδίου μάχας, Ch. 934; θεοῖσιν εἰ δίκης μέλει, Soph. Phil. 1025, vgl. El. 334, wo es dem λελῆσθαι entgeggstzt ist; Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων Eur. Heracl. 717, u. sonst oft; bes. in Prosa die geläufigste Construction, οἱς τι μέλει τῆς αὑτῶν ψυχῆς, Plat. Phaed. 82 d; μηδενός σοι μελέτω, es kümmere dich Nichts, Lys. 211 c; μεμέληκέ σοι τῆς φυλακῆς Xen. Mem. 3, 6, 10, u. sonst. – Auch περί τινος, μέλει θεοῖσιν ὧνπερ ἂν μέλῃ πέρι, Aesch. Ch. 769; περὶ στρατιῆς τῆσδε θεοῖσι μελήσει, Her. 6, 101. 8, 19 u. Plat., der auch das perf. so braucht, μεμέληκέ μοι περὶ αὐτῶν, Crat. 428 b, ὅτι μεμεληκέναι ὑμῖν ἡγούμεθα περὶ τῶν τοιούτων, Lach. 187 c, vgl. noch Prot. 339 b, πάνο μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ᾄσματος, ich habe mich gerade mit dem Liede beschäftigt. – Es folgt auch eine indirekte Frage, ὅ, τι, Xen. Cyr. 5, 5, 37, οἵ τινες, Oec. 2, 16, ἀπεκρίνατο, ὅτι αὐτῷ μέλοι ὅπως καλῶς ἔχοι, An. 1, 8, 13; vgl. Plut. Artax. 8; ὡς, Cyr. 3, 2, 13; εἰ c. ind. fut., Andoc. 1, 24. – Das med. hat – a) dieselbe Bdtg mit dem act., ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται, Il. 1, 523, μήτι τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ μελέσθω, nicht mache dir Sorge um einen Wegweiser, Od. 10, 505; τἀντεῦθεν αὐτῷ μελέσθω Λοξίᾳ, Aesch. Eum. 61; vgl. Soph. El. 1436; γάμους ἀδελφῆς σοι μελέσθαι, Eur. Phoen. 766; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 839; eben so ep. perf. u. plusqpf. μέμβλεται u. μέμβλετο (für μεμέληται, Opp. C. 1, 436, Theocr. 17, 461, mit Präsensbedeutung, ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ' Ἀχιλλεύς, = μέλει, Il. 19, 343, μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος, 21, 516, φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο, Od. 22, 12; vgl. Hes. Th. 61; μεμελημένος τινί, Theocr. 26, 36; a. sp. D., die auch μέμβλομαι wie ein praes. behandeln, οἷσιν μέμβλεσθε κιόντες, Ap. Rh. 2, 217; μέμβλονται, Opp. H. 4, 77. – Auch wie das act. mit dem gen. des Gegenstandes, der Einem am Herzen liegt, μέλεταί μοί τινος, Theocr. 1, 53; vgl. αἷν μοι μέλεσθαι, Soph. O. R. 1466. – b) in trans. Bdtg, Sorge um Etwas tragen, besorgen, τινός; so Aesch. μέλεσθε δ' ἱερῶν δημίων, μελόμενοι δ' ἀρήξατε, Spt. 160; ξυνῇ μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη, Suppl. 362; der aber auch das act. so construirt, οὐκ ἔφα τις θεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσθαι μέλειν, Ag. 361, daß die Götter sich nicht um die Sterblichen kümmern wollen, vgl. μέλει, φόβῳ δ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ, Spt. 269, u. oben den homerischen Gebrauch von μεμηλώς; τὰ λοιπά μου μέλου δικαίως, Soph. O. C. 1140; vgl. Eur. Heracl. 355; sp. D., die auch ἀμφ' αἰγῶν μεμελημένοι sagen, Leon. Al. 12 (VI, 221); der aor. pass. hat activische Bdtg, Soph. Ai. 1184, τάφου μεληθείς, für das Grab Sorge tragend; u. pass., besorgt werden, Ep. ad. 112 (V, 201), τὸ μεληθὲν βάρβιτον.

Greek (Liddell-Scott)

μέλω: μέσ. μέλομαι, ῥῇμα ἐν χρήσει κατ’ ἀμφοτέρας τὰς φωνάς, Α. ἐνίοτε ἐπὶ οὐδετέρας σημασίας, εἶμαι ἀντικείμενον φροντίδος ἢ σκέψεως, Β. ἐνίοτε ἐπὶ ἐνεργητ. σημασίας, φροντίζω περί τινος, «ἐνδιαφέρομαι»· - οἱ διάφοροι τύποι οἱ ἐν χρήσει ἐπὶ ἑκατέρας τῶν σημασιῶν τούτων εὕρηνται ἐν τῇ οἰκείᾳ θέσει. Α. ὡς οὐδετέρας διαθέσεως ῥῆμα σημαίνει: εἶμαι ἀντικείμενον φροντίδος ἢ μερίμνης: Ι. πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω, εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους εἶμαι ἀφορμὴ ὁμιλίας, εἶμαι εἰς τὰ στόματα ἁπάντων διὰ τοὺς στρατηγικούς μου δόλους, Ὀδ. Ι. 20· οὕτω, Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, «πᾶσι τοῖς ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος ἐν φροντίδι οὖσα, ἐκ πάσης γὰρ τῆς Ἑλλάδος εἶχεν ἥρωας» (Σχόλ.), Μ. 70· μελήσεις ἄφθιτον ἀνθρώποις αἰὲν ἔχων ὄνομα Θέογν. 245· Εὐθυμίᾳ μέλων εἴην Πινδ. Ἀποσπ. 127· ἵνα θανοῦσα νερτέροισι μέλω Εὐρ. Ἀνδρ. 850 (Λυρ)· Ἰλίου κατασκαφὰν πυρὶ μέλουσαν δαΐῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 197, πρβλ. Τρῳ 842· χοροὶ πᾶσι μέλουσι διὰ βίου Πλάτ. Νόμ. 835D· πολλοῖσι μέλων Ἀνθ. Π. 5. 122, κτλ.· σπάνιον ἐν τῇ μετοχ. πρκμ., ἀρεταῖσι μεμᾱλότας, μέλημα ταῖς ἀρεταῖς, Πινδ. Ο. 11. 45. ΙΙ. συνηθέστατον ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ καὶ πληθ. τοῦ ἐνεργ. ἐνεστ. μέλει, μέλουσι· παρατ. ἔμελε Ἐπικ. μέλε· μέλλ. μελήσει: ἀπαρ. ἐνεστ. καὶ μέλλ. μέλειν καὶ μελήσειν· ἀόρ. ἐμέλησε Λυσ. 140. 18, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 19· πρκμ. μεμέληκε Πλάτ. Κρατ. 428Β, Μένων 81Α, Ψευδο-Δημ. 1360. 1· ὑπερσ. ἐμεμελήκει Ξεν. Κύρ. 8. 3, 25· Ἐπικ. πρκμ. μέμηλε, ὑπερσ. μεμήλει· - Σύνταξις: τὸ μὲν πρᾶγμα κατ’ ὀνομ. (τὸ ἀντικείμενον τῆς φροντίδος), τὸ δὲ πρόσωπον κατὰ δοτ., μή τοι ταῦτα... μελόντων, «μή σοι ταῦτα ἐν τῇ σῇ διανοίᾳ διὰ φροντίδος ἔστωσαν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 463, Ὀδ. Ν. 362· μέλε γάρ οἱ [Ὀδυσσεὺς] Ε. 6· μηδὲ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσὶ Ἰλ. Ω. 152· σοὶ δὲ χρὴ τάδε πάντα μέλειν νύκτας τε καὶ ἦμαρ, «σοὶ δὲ πάντα ταῦτα διὰ φροντίδος εἶναι προσήκει νύκτωρ τε καὶ μεθ’ ἡμέραν» (Θ. Γαζῆς), Ε. 490· τὸν ξεῖνον δὲ ἐῶμεν... Τηλεμάχῳ μελέμεν Ὀδ. Σ. 420· πόλεμος δ’ ἄνδρεσσι μελήσει Ἰλ. Ζ. 492· μελήσουσι δέ μοι ἵπποι Ε. 228· ᾧ τόσσα μέμηλε Β. 25, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 236· τοῖσιν... ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει Ὀδ. Α. 151, πρβλ. Ἰλ. Β. 614· ὅσα φημὶ μελησέμεν Ἀργείοισι Κ. 51· μ. σφίσι Καλλιόπα Πινδ. Ο. 10 (11). 19· ἐκέλευσε τὴν ὥρην αὐτῷ μελήσειν Ἡρόδ. 8. 19· μέλει γὰρ ἀνδρί... τἄξωθεν Αἰσχύλ. Θήβ. 200· σοὶ χρὴ μέλειν ἐπιστολὰς ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 3· οὗτος... δμωσὶν ἂν μέλοι πόνος Εὐρ. Ἱκέτ. 939· ἃ τοῖσιν ἀστοῖς ἔμελεν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 456· τοῖσδε μελήσει γάμος Εὐρ. Ἠλ. 1342. 2) ἀντὶ τῆς ὀνομαστ. συχνάκις κεῖται ἀπαρ., οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι Ὀδ. Π. 465· οὕτως ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1250, Θουκ. 1. 141, κτλ.· ὡσαύτως, μέλει μοι ὥστε εἰδέναι Ξεν. Κύρ. 6. 3, 19· ἀμφότεραι δὲ αἱ συντάξεις εὕρηνται ἡνωμέναι ἐν Εὐρ. Ρήσ. 983, οὗτος μητρὶ κηδεύειν μέλει. 3) σπανιώτερον ἀκολουθεῖ σύνδεσμος, οὐ μέλειν οἱ ὅτι ἀποθνήσκει Ἡρόδ. 9. 72· μελέτω σοι ὅκως..., ὁ αὐτ. ἐν 1. 9, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 13, κτλ.· ὡς δὲ καλῶς ἕξει..., ἐμοὶ μελήσει ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 2, 13· ἐμοὶ τοῦτο μέλει, μή... Σοφ. Φιλ. 1121· οὔ μοι μέλει εἰ... Λυσ. 162. 32. 4) παρ’ Ἀττ. τὸ γ΄ ἑνικ. συνηθέστατα κεῖται ἀπροσ. μετὰ τοῦ ἀντικειμένου κατὰ γεν., καὶ τοῦ προσώπου κατὰ δοτ., ᾧ μέλει μάχας, εἰς ὃν ὑπάρχει φροντὶς διὰ τὴν μάχην, ὅστις φροντίζει περὶ τῆς μάχης, Αἰσχύλ. Χο. 946, πρβλ. Ἀγ. 974· ἐμοὶ δ’ ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 938· θεοῖσιν εἰ δίκης μέλει Σοφ. Φιλ. 1036· Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων Εὐρ. Ἡρακλ. 717· καὶ λίαν συχνάκις ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῷ, Ἀντιφῶν 114. 37, κτλ.· πάνυ μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ᾄσματος Πλάτ. Πρωτ. 339Β· - ὡσαύτως, μέλει μοι περί τινος Ἡρόδ. 8. 19, Αἰσχύλ. Χο. 780, Ἀριστοφ. Λυσ. 502, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 150D, κτλ.· σπανιώτερον μετὰ τῆς ὑπέρ, εἴπερ ὑπὲρ τοῦ κοινῇ βελτίστου δεῖ μέλειν ὑμῖν Δημ. 526. 3· - ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν γεν. μόνον μετὰ τοῦ ἀμελέῳ. 5) ὁπόταν ἀπαντᾷ ἀπολύτως, δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν πτῶσίν τινα, μηδέ σοι μελησάτω (τοῦδε ἢ τόδε) Αἰσχύλ. Πρ. 332. 6) συχν. μετ’ ἀρνήσ., οὐδέν μοι μέλει Ἀριστοφ. Βάτρ. 655· μὴ νῦν μελέτω σοι μηδὲν ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 208· τῷ οὐδὲν μέλει Ἄλεξ. ἐν «Παρασίτῳ» 1· οὕτω, τί δέ σοι μέλει; Δίφιλ. ἐν «Συνωρίδι» 1. 10 ΙΙΙ. παρ’ Ἀττ., μέλον ἐστί, περίφρ. ἀντὶ τοῦ μέλει, οἷον, τοῖσδ’ ἔσται μέλον Σοφ. Ο. Κ. 653, 1433· ἔστι μέλον τινὸς Πλάτ. Γοργ. 501Β· τοῦτο ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκὸς Ξεν. Ἀπολ. 20. 2) τοῦ οὐδ. ἡ μετοχ. εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει ἀπολ., οὐδὲν ἄρ’ ἐμοῦ μέλον, οὐδόλως ἐσκέφθησαν περὶ ἐμοῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 1288· δῆλον ὅτι οἶσθα, μέλον γέ σοι, ἀφοῦ ἔχεις σκεφθῆ περὶ αὐτοῦ, Πλάτ. Ἀπολ. 24D· οὐδὲν αὐτῷ μέλον τοῦ τοιούτου ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 235Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 2, 24. ΙV. τὸ μέσ. κεῖται παρὰ ποιηταῖς καὶ τῷ Ἱππ. ὡς τὸ ἐνεργ. μελόμεθα, -ησόμεθα Ἱππ. Ἐπιστ. 849· εἶμαι ἀντικείμενον φροντίδος, Ἄρτεμιν ᾇ μελόμεσθα Εὐρ. Ἱππ. 60· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ, ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται Ἰλ. Α. 523· μήτι τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ μελέσθω, νὰ μὴ ζαλήσῃς τὴν κεφαλήν σου περὶ κυβερνήτου, Ὀδ. Κ. 505· οὕτω, τἀντεῦθεν... αὐτῷ μελέσθω Λοξίᾳ Αἰσχύλ. Εὐμ. 61· τἀνθάδ’ ἂν μέλοιτό μοι Σοφ. Ἠλ. 1436· γάμους... σοὶ χρὴ μέλεσθαι Εὐρ. Φοίν. 759, κτλ.· οὕτως ἡ μετοχ., τάδε δὲ μελόμεν’ ἐπ’ ἐλπίσιν Σοφ. Τρ. 951 (καθ’ Ἕρμανν. ἀντὶ μέλλομεν, κατὰ Erfurdt μένομεν)· ἰαχὰν μελομέναν νεκροῖς Εὐρ. Φοίν. 1303· - οὐχὶ συχνάκις, σοί... μελέσθω φρουρῆσαι Σοφ. Ἠλ. 74· μέλεταί μοί τινος Θεόκρ. 1. 53. 2) ἰδιαζούσης προσοχῆς ἄξιοι εἶναι ὁ Ἐπικ. παθ. πρκμ. καὶ ὑπερσ. μέμβλεται, μέμβλετο, συντετμημ. ἀντὶ μεμέληται, μεμέλητο, μὲ σημασ. ἐνεστ. καὶ παρατατ., ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ’ Ἀχιλλεὺς (ἀντὶ μέλει) Ἰλ. Τ. 343· μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος (ἀντὶ ἔμελε) Φ. 516· οὕτω, φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο Ὀδ. Χ. 12, πρβλ. Ἡσ. Θ. 61· - ἐντεῦθεν οἱ μεταγεν. Ἐπικ. ἐσχημάτισαν ἐνεστ. μέμβλομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 217, Καλλ. Ἀποσπ. 169, Ὀππ., κτλ.· - ὁ ὁμαλὸς πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. ἀπαντᾷ ὡσαύτως παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς, μεμέληται Ὀππ. Κυν. 1. 435· Φοίβῳ μεμελήμεθα Ἀνθ. Π. 10. 17· β΄ καὶ γ΄ ὑπερσ. μεμέλησο, μεμέλητο, αὐτόθι 5. 220, Θεόκρ. 17. 46· μετοχ. μεμελημένος, α, ον, περὶ οὗ φροντίζει τις, ἀγαπητός, τινὶ ὁ αὐτ. 26. 36, Ἀνθ. Π. 7. 199. Β. μετ’ ἀντικειμένου, φροντίζω περί τινος, ἐπιμελοῦμαι, ἐνδιαφέρομαι εἴς τι, μόνον κατ’ ἐνεστ.· μετὰ γενικῆς (ὡς τὸ ἐπιμελέομαι), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ μετοχ. πρκμ., μέγα πλούτοιο μεμηλώς, «μεμεληκώς, ἐπιμέλειαν ἔχων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 708· πολέμοιο μεμηλὼς Ν. 297, 469· οὐκ ἔφα τις θεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσθαι μέλειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 370· μέλειν μὲν ἡμῶν Σοφ. Αἴ. 689· δεινόν σε... τικτούσης μέλειν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 342· θεοὶ τῶν ἀδίκων μέλουσιν Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 772 οὕτω, παρὰ μεταγεν., μετὰ δοτ., φροντίζω περί τινος, μέλω κύρτοις Ἀνθ. Π. 10. 10· θεοῖς μέλοντες Πλουτ. Σύλλ. 7· - ἀπολ. εἶμαι ἀνήσυχος, ἔμφροντις, μεριμνῶ, μέλει... κέαρ Αἰσχύλ. Θήβ. 287, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 1049, Εὐρ. Ρῆσ. 770. 2) σπανίως μετ’ αἰτ., ταῦτα μέμηλας, ταῦτα ἐφεῦρες, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 437. II. Μέσ. μέλομαι, φροντίζω περί τινος, προνοῶ, προσέχω τι, μετὰ γεν., Αἰσχύλ. Θήβ. 177, Σοφ. Ο. Τ. 1466, Εὐρ. Ἱππ. 109, Ἡρακλ. 354, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 697· τὰ λοιπά μου μελοῦ (ἔνθα τό: τὰ λοιπὰ κεῖται ἐπιρρηματικῶς) Σοφ. Ο. Κ. 1138· ὡσαύτως, μέλεσθαι ἀμφί τι ἢ ἀμφί τινος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 376., Δ. 491· περί τινος ἤ τινι Ἀνθ. Π. 6. 221, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1172· μετ’ ἀπαρ., μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 367, πρβλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 97· - ὁ ἀόριστ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, μετὰ γεν., τάφου μεληθῶ Σοφ. Αἴ. 1184· ἀλλὰ μεληθέν, ὡς παθητικόν, περὶ οὗ ἐφρόντισέ τις, Ἀνθ. Π. 5. 201· καὶ παθητ. πρκμ. μεμελημένος, αὐτόθι 6. 221.

French (Bailly abrégé)

f. μελήσω, ao. ἐμέλησα, pf. μεμέληκα, pf.2 poét. μέμηλα, ces deux pf. au sens d’un prés.
1 intr. être un objet de soin, de souci, de préoccupation, τινι : ἀνθρώποισι μέλω OD je suis connu des hommes ; • impers. μέλει (impf. ἔμελε, f. μελήσει, ao. ἐμέλησε, pf. μέμηλε) : μέλει μοί τινος, περί τινος, ὑπέρ τινος, qch est pour moi un objet de souci, je me préoccupe de qch, je m’intéresse à qch ; μέλει μοι avec l’inf. je me préoccupe de, je songe à ; μέλει μοι ὅτι, ὅπως ou ὡς, εἰ avec l’ind., ὥστε avec l’inf. je me préoccupe de ce que, j’ai soin que ; abs. μηδέ σοι μελησάτω ESCHL ne t’occupe point de cela ; en prose att. le part. (prés. μέλον, fut. μελῆσον, ao. μελῆσαν) pour μέλει, μελήσει, ἐμέλησε : ἐστί τε μέλον μοι SOPH, ἔστι μέλον τινός PLAT qqn ou qch m’est à cœur, j’ai souci de qqn ou de qch ; abs. δῆλον ὅτι οἶσθα, μέλον γέ σοι PLAT il est évident que tu le sais, puisque tu t’en es préoccupé;
2 tr. prendre soin de, gén. ESCHL, SOPH ; Pass. μέλομαι (f. μελήσομαι, ao. ἐμελήθην, pf. μεμέλημαι) être un objet de soin, de sollicitude, d’attention : τινί, pour qqn ; ἐμοὶ ταῦτα μελήσεται IL j’aurai soin de ces choses ; σοὶ μελέσθω φρουρῆσαι SOPH aie soin de veiller ; fig. ῥανίσι αἱμακταῖς μελόμενος EUR qui est un objet de soin pour les aspersions sanglantes, càd qui est réclamé par, etc., destiné à, etc.
Moy. μέλομαι (les temps comme au Pass. v. ci-dessus) prendre soin de : τινός, de qqn ou de qch ; τάφου μεληθῶ SOPH que je prenne soin du tombeau.
Étymologie: R. Μελ, prendre soin.

English (Autenrieth)

μέλει, μέλουσι, imp. μελέτω, μελόντων, inf. μελέμεν, ipf. ἔμελε, μέλε, fut. μελήσει, inf. μελησέμεν, perf. μέμηλεν, subj. μεμήλῃ, part. μεμηλώς, plup. μεμήλει, mid. pres. imp. μελέσθω, fut. μελήσεται, perf. μέμβλεται, plup. μέμβλετο: be an object of care or interest; πᾶσι δόλοισι | ἀνθρώποισι μέλω, i. e. my wiles give me a world-widerenown,’ Od. 9.20; cf. Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, i. e. the Argoall-renowned,’ Od. 12.70; mostly only the 3d pers., μέλει μοί τις or τὶ, ‘I care for,’ ‘am concerned with’ or ‘in’ somebody or something, he, she, or it ‘interests me,’ ‘rests’ or ‘weighs upon my mind’; μελήσουσί μοι ἵπποι, ‘I will take care of the horses,’ Il. 5.228 ; ἀνὴρ ᾧ τόσσα μέμηλεν, who has so many ‘responsibilities,’ Il. 2.25; perf. part. μεμηλώς, ‘interested’ or ‘engaged in,’ ‘intent on,’ τινός, Ε , Il. 13.297; mid., Il. 1.523, Il. 19.343, Il. 21.516, Od. 22.12.

English (Slater)

μέλω (μέλει; -ων; -ειν: pf. ?μ]έμαλεν, μεμᾶλότας.)
   1 be of concern to c. dat. μέλει τέ σφισι Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης (O. 10.14) χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν (I. 8.15) μ]έμᾳλεν πατρὸς νόῳ (hyperdorismum vid. Lobel: μ]έμηλεν Snell: sc. τοιαῦτα, simm.: cf. (O. 1.89) ) Δ. . 3. τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην; ( be dear to cf. μελησίμβροτος) fr. 155. 3. [ἀρεταῖσι μεμαλότας υἱούς (byz.: μεμαότας codd.: cf. Δ. 4. 35, Forssman, 69ff.) (O. 1.89) ]

English (Strong)

a primary verb; to be of interest to, i.e. to concern (only third person singular present indicative used impersonally, it matters): (take) care.

Greek Monolingual

(ΑM μέλω)
(το γ' εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει
αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.)
νεοελλ.
φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» — να μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) είμαι αντικείμενο φροντίδας ή προσοχής κάποιου, ενδιαφέρεται κάποιος για μένα (α. «πᾱσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω» — με κάθε δόλο προκαλώ την προσοχή τών ανθρώπων, Ομ. Οδ.
β. «γάμους... σοὶ χρή μέλεσθαι», Ευρ.)
2. (ενεργ. και μέσ.) ενδιαφέρομαι για κάποιον ή για κάτι, φροντίζω (α. «οὐκ ἔφα τις θεοὺς βροτῶν ἀξιοῡσθαι μέλειν», Αισχύλ.
β. «παρελθόντες δόμους σίτων μέλεσθε», Ευρ.)
3. (το γ' εν. και πληθ. όλων τών χρόνων ενεργ. και μέσ. φωνής καθώς και το απρμφ. και η μτχ. σε απρόσωπη σύνταξη με δοτ. προσώπου) έχει κάποιος την έγνοια για κάτι, φροντίζει κάποιος για κάτι (α. «πάνυ μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ᾄσματος», Πλάτ.
β. «ἐμοὶ δ' ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει», Αισχύλ.)
4. φρ. «μέλον ἐστί» — υπάρχει ενδιαφέρον για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Το ρ. έχει συνδεθεί εσφαλμένως με τη ρίζα melαργώ, διστάζω» και με το ρ. μέλλω. Επίσης, εξίσου αμφίβολη είναι η σύνδεση του με το επίρρ. μάλα και με το λατ. melior. Παράλληλα με τους παρακμ. μεμέληκα και μεμέλημαι, στον Όμηρο και στους λυρικούς ποιητές εμφανίζονται οι τ. παρακειμένου μέ-μηλ-α (εκτεταμένη βαθμίδα του μελ-) και μέ-μβλ-εται (< με-μλ-εται, μηδενισμένη βαθμίδα του μελ-), από όπου ο ενεστ. τ. μέμβλομαι.
ΠΑΡ. μελετώ, μέλημα
αρχ.
μελεδών, μελεία, μελέτωρ, μελησμός
αρχ.-μσν.
μέλησις.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) επιμελούμαι, μεταμελούμαι
αρχ.
αντεπιμέλομαι, συνεπιμέλομαι].

Greek Monotonic

μέλω:Α. αμτβ., είμαι αντικείμενο φροντίδας, Β. μτβ. με γεν., φροντίζω κάποιον, κάτι.
Α. αμτβ.,
I. με παρακ. μέμηλα, είμαι αντικείμενο φροντίδας ή έγνοιας κάποιου, με δοτ. προσ., ἀνθρώποισι μέλω, είμαι πηγή φροντίδας, λέγεται για ανθρώπους, δηλ. είμαι πολύ γνώριμος σ' αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, στο ίδ.· νερτέροισι μέλω, σε Ευρ. κ.λπ.
II. 1. συνήθως σε γʹ ενικ. και πληθ. Ενεργ. ενεστ. μέλει, μέλουσι· παρατ. ἔμελε, Επικ. μέλε, μέλ. μελήσει, απαρ. ενεστ. και μέλ. μέλειν και μελήσειν· αόρ. ἐμέλησε, παρακ. μεμέληκε, υπερσ. ἐμεμελήκει, Επικ. παρακ. μέμηλε, υπερσ. μεμήλει· μή τοι ταῦτα μελόντων, μην αφήνεις αυτά τα πράγματα να σε απασχολούν, σε Όμηρ.· πόλεμος ἄνδρεσσι μελήσει, σε Ομήρ. Ιλ.· ᾧ τόσσα μέμηλε, σ' αυτόν που φροντίζει για τόσο σπουδαία πράγματα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· το απαρ. συχνά επέχει χαρακτήρα ουσ., οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι, στο ίδ.
2. στην Αττ., το γʹ ενικ. κοινώς χρησιμ. ως απρόσ. με αντικ. σε γεν., και δοτ. προσ., ᾧ μέλει μάχας, σ' αυτόν που έχει τη φροντίδα για τη μάχη, αυτός που φροντίζει γι' αυτή, σε Αισχύλ.· Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων, σε Ευρ. κ.λπ.· επίσης, μέλει μοι περί τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· ὑπέρ τινος, σε Δημ.
3. αμτβ., με αρνητική λέξη, οὐδέν μοι μέλει, δεν με απασχολεί, σε Αριστοφ.
4. μέλον ἔστι, περίφραση αντί μέλει, όπως, ἐστί τι μέλον τινί, σε Σοφ.· τοῦτο ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκός, σε Ξεν.· επίσης αμτβ., μέλον γέ σοι, αφ' ότου έχεις νοιαστεί γι' αυτό, σε Πλάτ.
III. 1. το Μέσ. χρησιμ. από τους ποιητές ως Ενεργ., είμαι αντικείμενο φροντίδας, ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται, σε Ομήρ. Ιλ.· τἀνθάδ' ἂν μέλοιτό μοι, ό,τι απομένει θα έπρεπε να αποτελεί φροντίδα για σένα, σε Σοφ. κ.λπ.· σπανίως απρόσ., μέλεταί μοί τινος, σε Θεόκρ.
2. στους Επικ. ποιητ. απαντά Παθ. παρακ. και υπερσ. μέμβλεται, μέμβλετο, συντετμ. αντί μεμέληται, μεμέλητο, με σημασία ενεστ. και παρατ., οὐκέτι μέμβλετ' Ἀχιλλεύς (αντί μέλει), ο Αχιλλέας δεν ενδιαφέρεται πλέον γι' αυτό, σε Ομήρ. Ιλ.· μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος (αντί ἔμελε), το τείχος ήταν η μέριμνά του, στο ίδ.· ο κανονικός παρακ. απαντά στους μεταγεν. ποιητ., Φοίβῳ μεμελήμεθα, σε Ανθ.· τα βʹ και γʹ ενικ. υπερσ. μεμέλησο, -ητο, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. Β. μτβ.,
I. με γεν. προσ., φροντίζω, αναλαμβάνω τη φροντίδα, έχω ειδικό ενδιαφέρον για κάποιο πράγμα, πλούτοιο μεμηλώς, είμαι απασχολημένος με τα πλούτη, σε Ομήρ. Ιλ.· πολέμοιο μεμηλώς, στο ίδ.· θεοὶ τῶν ἀδίκων μέλουσιν, σε Ευρ.· απόλ., είμαι ανήσυχος, μέλει κέαρ, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. Μέσ. μέλομαι, φροντίζω, αναλαμβάνω τη φροντίδα, με γεν., στους Τραγ.· ομοίως σε Παθ. αόρ. αʹ τάφου μεληθείς, αυτός που έχουν προνοήσει για την ταφή του, σε Σοφ.· επίσης, το μεληθέν, ως Παθ., αυτός που είναι αντικείμενο φροντίδας, σε Ανθ.· και μτχ. παρακ. μεμελημένος, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μέλω: (fut. μελήσω, aor. ἐμέλησα, pf. μεμέληκα - pf. 2 μέμηλα в знач. praes.; эп. inf. μελέμεν - fut. μελησέμεν; дор. part. pf. μεμαλώς; эп. 3 л. sing. pass. pf. μέμβλεται, ppf. μέμβλετο)
1) тж. med. быть предметом (чьих-л.) дум или забот, интересовать, занимать (кого-л.): Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα Hom. всем известный (корабль) Арго; πόλεμος ἄνδρεσσι μελήσει Hom. война будет делом мужей; οὔ νύ τι σοίγε μέλει κακόν Hom. так тебя не тревожит опасность; οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι Hom. мне было не до того, чтобы разведать это; ᾧ τόσσα μέμηλε Hom. (Агамемнон), на которого легло столько забот; ᾧ τάδ᾽ ἐκπρᾶξαι μέλει Soph. совершить это - его дело; Ἰλίου κατασκαφὰ πυρὶ μέλουσα Eur. уничтожение Илиона огнем; impers. μέλει μοί τινος, περί или ὑπέρ τινος Aesch. etc. для меня важно (или имеет значение) что-л., я забочусь о чем-л., я занят чем-л.; μέλει θεοῖσιν ὧνπερ ἂν μέλῃ πέρι Aesch. богов заботит то, о чем им нужно заботиться; πάνυ μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ἄσματος Plat. да я уж хорошо знаком с этой песней; ἀπεκρίνατο, ὅτι αὐτῷ μέλοι ὅπως καλῶς ἔχοι Xen. (Клеарх) ответил (Киру), что он позаботится о том, чтобы (все) было в порядке;
2) тж. med. окружать попечением, заботиться (περί τινος μεμελημένος Anth.): καὶ τὰ λοιπά μου μέλου Soph. заботься обо мне и впредь; μεμελημένος τινί Theocr. окруженный чьими-л. заботами; ἐμοὶ ταῦτα μελήσεται Hom. это будет предметом моих забот; Ἄρτεμις, ᾇ μελόμεσθα Eur. Артемида, покровительством которой мы окружены; σοὶ δ᾽ ἤδη τὸ σὸν μελέσθω φρουρῆσαι χρέος Soph. ныне тебе надлежит позаботиться исполнить свой долг.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: be anxious, care for, go to the heart; ἐπι-μέλομαι and -έομαι Schwyzer 721) care for, μετα-μέλομαι, μετα-μέλει μοι repent (IA.).
Other forms: 3. sg. μέλει μοι, μέλομαι, fut. μελήσω, -σει, -σομαι (Il.), aor. μελῆσαι, ἐμέλησε (Att.), pass. μεληθῆναι (S.), perf. μέμηλα, (Il.), midd. μέμβλεται, -το (Il., with new present μέμβλομαι [A. R., Opp.]), μεμέληκε (Att.), μεμέλημαι (Theoc., Call.)
Derivatives: 1 μέλημα n. anxiety, object of care, darling (Sapph., Pi., A.), μελησμός care (EM). 2. μελέτωρ, -ορος m. who cares for = avenger (S. El. 846); cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 10f., Benveniste Noms d'agent 32. - 3. μελετάω care for, study, practise oratory (Hes., h. Merc.) beside μελέτη care, educator, pactice etc. (Hes.); because of the accent (: γενετή, τελετή a. o.) prob. at least partly backformation like e.g. ἀγάπη from ἀγαπάω; diff. e.g. Fraenkel Nom. ag. 2, 115 a. 152, Porzig Satzinhalte 246; on the deverbatives in - (ε)τάω Schwyzer 705; from this μελετη-ρός who likes practice (X.). From μελετάω: μελέτ-ημα practise (Att.), -ησις id. (AB). -ητικός caring (LXX), -ητής m. trainer (Aristid.), -ητήριον place for practice (Plu.). -- 4. μελε-δῶνες f. pl. (late sg.) cares, concerns (v. l. τ 517, h. Hom., Hes., Thgn.), also μελη-δόνες, -δών id. (Simon., A. R.); -εδων- and -ηδον- both metr. conditioned for -εδον-; μελεδῶναι pl. id. (v.l. τ 517, Sapph., Theoc., sg. -ώνη Hp.); on -ών : -ώνη Egli Heteroklisie 12; μελεδωνός m. f. watcher (Ion.; Fraenkel Nom. ag. 1, 234), -ωνεύς id. (Theoc.; Boßhardt 65). Here as denominat. μελεδαίνω care for (Ion., Archil.; Schwyzer 724; besides μελεταίνω Argos VIa after μελετάω) with μελεδήματα pl. = μελε-δῶνες (Ψ 62; after νοήματα, Porzig Satzinhalte 187; cf. also Debrunner IF 21, 34), μελεδήμων caring (Emp., AP; after νοήμων a. o., Chantraine Form. 173), μελεδ-ηθμός practice (Orac.); backformation μελέδη f. care (Hp.; after μελέτη). -- From ἐπι-μέλομαι: 1. ἐπιμελ-ής caring for, anxious, who is at the heart (IA.) with verbal function of the σ-stem (Schwyzer 513); from it ἐπιμέλεια care, attention (Att.); 2. ἐπιμελη-τής m. who cares, governor etc. To μετα-μέλομαι analogically μεταμέλεια repentance, change of mind (Att.); also (backformation) μετάμελος id. (Th. 7, 55).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Beside the full grade thematic root-present μέλω (Schwyzer 684) stands with remarkable lengthened grade the perfect μέμηλα (archaic; s. Specht KZ 62, 67 with Schulze), to which with zero grade and remarkable thematic vowel the middle μέμβλεται, -το for *με-μλ-ε- (Schwyzer 770 a. 768, Chantraine Gramm. hom. 1, 426 u. 432). The η-enlargement in μελ-ή-σω (Schwyzer 782 f., Chantraine 1, 446) conquered in time the whole verbal system: μελῆ-σαι, -θῆναι, μεμέλη-κε, -μαι. -- No convincing etymology. Against the connection with μέλλω (e.g. Curtius 330f., Pok. 720, Hofmann Et. Wb.) WP. 2, 292, who considers the connection with μάλα very, Lat. melior better (Prellwitz, Brugmann Grundr.2 2 : 3, 459, Bq) . (W.-) Hofmann s. melior reminds after Loth Rev. celt. 41, 211 of Welsh gofal caree, diofal without care, quiet, dyfal attent. -- Machek Studia in hon. Acad. d. Dečev 51 f. wants to equate μέλει μοι with Čech. mele mne I am grieved.

Middle Liddell

[on II., most usual in 3rd sg. and pl. of act. pres. μέλει, μέλουσι.]
A. neuter, with perf. μέμηλα, to be an object of care or thought to anyone, c. dat. pers., ἀνθρώποισι μέλω I am a source of care to men, i. e. am well known to them, Od.; so, Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα Od.; νερτέροισι μέλω Eur., etc.
II. μή τοι ταῦτα μελόντων let not these things be a care to thee, Hom.; πόλεμος ἄνδρεσσι μελήσει Il.; ὧι τόσσα μέμηλε to whom so great things are a care, Od., etc.:—an inf. often stands as nom., οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι Od.
2. in attic 3rd sg. is commonly used impers. with the object in gen., and pers. in dat., ὧι μέλει μάχας to whom there is care for the battle, who careth for it, Aesch.; Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων Eur., etc.;—also, μέλει μοι περί τινος Hdt., attic; ὑπέρ τινος Dem.
3. absol., with a neg., οὐδέν μοι μέλει I care not, Ar.
4. μέλον ἔστι periphr. for μέλει, as, ἐστί τι μέλον τινί Soph.; τοῦτο ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκός Xen.:—also absol., μέλον γέ σοι since you have thought about it, Plat.
III. Mid. is used by Poets like Act., to be an object of care, ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται Il.; τἀνθάδ' ἂν μέλοιτό μοι what remains should be a care to you, Soph., etc.; rarely impers., μέλεταί μοί τινος Theocr.
2. in epic Poets are found perf. and plup. pass. μέμβλεται, μέμβλετο, shortd. for μεμέληται, μεμέλητο, with pres. and imperf. sense, οὐκέτι μέμβλετ' Ἀχιλλεύς (for μέλει) Achilles cares no longer for it, Il.; μέμβλετο οἱ τεῖχος (for ἔμελε) the wall was a care to him, Il.:—the regul. perf. occurs in later Poets, Φοίβωι μεμελήμεθα Anth.; 2 and 3rd sg. plup. μεμέλησο, -ητο, Anth., Theocr.
B. trans., c. gen. of persons, to care for, take care of, take an interest in a thing, πλούτοιο μεμηλώς busied with riches, Il.; πολέμοιο μεμηλώς Il.; θεοὶ τῶν ἀδίκων μέλουσιν Eur.:—absol. to be anxious, μέλει κέαρ Aesch., etc.
II. Mid. μέλομαι, to care for, take care of, c. gen., Trag.; so in aor1 pass., τάφου μεληθείς having provided for the burial, Soph.:—also μεληθέν, as Pass. cared for, Anth.; and perf. part. μεμελημένος, Anth.

Frisk Etymology German

μέλω: {mélō}
Forms: 3. sg. μέλει μοι, μέλομαι, Fut. μελήσω, -σει, -σομαι (seit Il.), Aor. μελῆσαι, ἐμέλησε (att.), Pass. μεληθῆναι (S.u. a.), Perf. μέμηλα, -ε (ep. lyr. seit Il.), Med. μέμβλεται, -το (ep. seit Il., mit neuem Präsens μέμβλομαι [A. R., Opp.]), μεμέληκε (att.), μεμέλημαι (Theok., Kall. usw.)
Grammar: v.
Meaning: ‘besorgt sein, Sorge machen, (sich) kümmern, am Herzen liegen’;
Composita : ἐπιμέλομαι und -έομαι Schwyzer 721) Sorge tragen, besorgen, μεταμέλομαι, μεταμέλει μοι bereuen, es gereut mich (ion. att.).
Derivative: Ableitungen: 1 μέλημα n. Besorgnis, Gegenstand der Sorge, Liebling (Sapph., Pi., A. u. a.), μελησμός Sorge (EM). 2. μελέτωρ, —ος m. Fürsorger = Rächer (S. El. 846 [lyr.]); vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 10f., Benveniste Noms d’agent 32. —3. μελετάω Sorge tragen, sorgen, sich bemühen, studieren, Redeübungen halten (seit Hes. und h. Merc.) neben μελέτη Sorge, Fürsorge, Übung (seit Hes.); wegen des Akzents (: γενετή, τελετή u. a.) wohl wenigstens teilweise Rückbildung wie z.B. ἀγάπη aus ἀγαπάω; anders z.B. Fraenkel Nom. ag. 2, 115 u. 152, Porzig Satzinhalte 246; zu den Deverbativa auf — (ε)τάω Schwyzer 705; davon μελετηρός Übungen liebend (X. u. a.). Von μελετάω : μελέτημα Übung (att.), -ησις ib. (AB). -ητικός sorgend (LXX u. a.), -ητής m. Redemeister (Aristid.), -ητήριον Übungsplatz’ (Plu.). — 4. μελεδῶνες f. pl. (spät sg.) Sorgen, Bekümmernisse (v. l. τ 517, h. Hom., Hes., Tngn.), auch μεληδόνες, -δών ib. (Simon., A. R. u.a.); -εδων- und -ηδον- beide metr. bedingt für -εδον-; μελεδῶναι pl. ib. (v.l. τ 517, Sapph., Theok. u.a., sg. -ώνη Hp.); zu -ών : -ώνη Egli Heteroklisie 12; μελεδωνός m. f. ‘Wärter, -in’ (ion.; Fraenkel Nom. ag. 1, 234), -ωνεύς ib. (Theok.; Boß- hardt 65). Dazu als Denominativum μελεδαίνω besorgen, sich kümmern (ion. seit Archil.; Schwyzer 724; daneben μελεταίνω Argos VIa nach μελετάω) rnit μελεδήματα pl. = μελεδῶνες (ep. poet. seit Ψ 62; nach νοήματα, Porzig Satzinhalte 187; vgl. noch Debrunner IF 21, 34), μελεδήμων sich kümmernd (Emp., AP; nach νοήμων u. a., Chantraine Form. 173), μελεδηθμός Übung (Orac.); Rückbildung μελέδη f. Fürsorge (Hp.; nach μελέτη). — Von ἐπιμέλομαι: 1. ἐπιμελής Sorge tragend, besorgt, am Herzen liegend (ion. att.) mit verbaler Funktion des σ-Stamms (Schwyzer 513); davon ἐπιμέλεια Sorge, Fürsorge, Aufmerksamkeit (att.); 2. ἐπιμελητής m. Besorger, Verwalter u. a. m. Zu μεταμέλομαι analogisch danach μεταμέλεια Reue, Sinnesänderung (att.); auch (Rückbildung) μετάμελος ib. (Th. 7, 55 u. a.).
Etymology : Neben dem hochstufigen thematischen Wurzelpräsens μέλω (Schwyzer 684) steht mit bemerkenswerter Dehnstufe das Perfekt μέμηλα (altertümlich; s. Specht KZ 62, 67 mit Schulze), wozu mit Schwundstufe und auffallendem thematischem Vokal die medialen μέμβλεται, -το für *μεμλε- (Schwyzer 770 u. 768, Chantraine Gramm. hom. 1, 426 u. 432). Die η-Erweiterung in μελή-σω (Schwyzer 782 f., Chantraine 1, 446) hat mit der Zeit das ganze Verbsystem erobert : μελῆσαι, -θῆναι, μεμέληκε, -μαι. — Ohne überzeugende Etymologie. Gegen die Verbindung mit μέλλω (z.B. Curtius 330f., Pok. 720, Hofmann Et. Wb.) WP. 2, 292, der die Zusammenstellung mit μάλα sehr, lat. melior besser (Prellwitz, Brugmann Grundr.2 2 : 3, 459, Bq) erwägenswert findet. (W.-)Hofmann s. melior erinnert nach Loth Rev. celt. 41, 211 an kymr. gofal Sorge, diofal ohne Sorge, ruhig, dyfal aufmerksam. —Machek Studia in hon. Acad. d. Dečev 51 f. will μέλει μοι mit čech. mele mne es verdrießt mich gleichsetzen.
Page 2,204-206

Chinese

原文音譯:mšlw 姆羅
詞類次數:動詞(10)
原文字根:照顧
字義溯源:顧念*,顧及,顧念,所掛念的,掛念,念,管,顧,憂慮,徇情面,在意
同源字:1) (ἐπιμέλεια)關心 2) (ἐπιμελέομαι)照應 3) (ἐπιμελῶς)謹慎地 4) (μελετάω)謀算 5) (μέλει / μέλω)顧念 6) (προμελετάω)預先考慮比較: (μεριμνάω)=憂慮不安
出現次數:總共(10);太(1);可(2);路(1);約(2);徒(1);林前(2);彼前(1)
譯字彙編
1) 顧(3) 可4:38; 約10:13; 彼前5:7;
2) 徇情面(2) 太22:16; 可12:14;
3) 所掛念的(1) 林前9:9;
4) 憂慮(1) 林前7:21;
5) 念(1) 約12:6;
6) 在意(1) 路10:40;
7) 管(1) 徒18:17