καταστρέφω

From LSJ
Revision as of 12:28, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "( " to "(")

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστρέφω Medium diacritics: καταστρέφω Low diacritics: καταστρέφω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: katastréphō Transliteration B: katastrephō Transliteration C: katastrefo Beta Code: katastre/fw

English (LSJ)

pf. κατέστραφα (trans.) Plb.23.11.2:—Pass., fut.
A καταστρᾰφήσομαι D.C.42.42: pf. imper. κατεστρέφθω Epicur. (v. infr.): plpf. 3sg. κατέστραπτο Hdn. (v. infr.); 3pl. κατεστράφατο D.C.39.5:—turn down, trample on, ποσσί h.Ap.73; turn the soil, X.Oec.17.10; κάνθαρον κ. turn it upside down, so as to drain it, Alex.115, cf. Sotad. Com.1.33, LXX 4 Ki.21.13; κατεστραμμένῳ τῷ ὀστράκῳ Arist.HA 622b8.
II upset, overturn, τὴν πόλιν κ. Ar.Eq.274; τὰς εἰκόνας D.L.5.82; ruin, undo, βίον καὶ τέκνα καὶ πόλεις Plb.23.11.2; τινα AP 11.163 (Lucill.):—Pass., τὰ προάστεια κατέστραπτο Hdn.8.4.8.
2 Med., subject to oneself, subdue, πολέμῳ Hdt.1.64, cf. 71, al., Th.3.13, D.18.244, etc.; νόσον E.Hipp.477; τοὺς μὲν κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν subdued and made them tributary, Hdt.1.6: c. inf., Ἰωνίην κατεστρέψατο δασμοφόρον εἶναι Id.7.51.
3 Pass., in aor. and pf., to be subdued, Id.1.130,68: plpf., Th.5.29: c.inf., ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι am constrained to hear, A.Ag.956: pf. Pass. also in sense of Med., Hdt.1.171; πάντα κατέστραπται καὶ ἔχει D.4.6, cf. X.HG5.2.38, Isoc.5.21.
III of a floating solid, right itself, Archim. Fluit. 2.9 (Pass.).
b intr., return, εἰς ταὐτόν Arist.Pr.921a26, cf. Mech. 856b17.
IV turn round, direct, (καταπάλτην) train it on the enemy, Ph.Bel.82.14; esp. towards an end, ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν; A.Pers.787; οὕτω κατέστρεψεν ἡ τύχη ταῦτα, ὥστ' ἐναντία γενέσθαι τοῖς προσδοκωμένοις Din.1.32; κατέστρεψεν εἰς φιλανθρωπίαν τοὺς λόγους guided the conversations to a friendly end, Aeschin.2.39: hence, bring to an end, κ. τὴν βίβλον, τὸν λόγον, Plb.3.118.10, 22.9.4 (Pass., ταῦτα μὲν αὐτοῦ κατεστρέφθω Epicur.Nat.14.6); esp. κ. τὸν βίον Cebes 10, Ael.NA13.21, Plu.Thes.19,etc.; ὑπὸ τῶν πολεμίων Id.Comp.Sol.Publ.1: abs., come to an end, close, Plb.4.2.1; τοῦ ἐνιαυτοῦ καταστρέφοντος Plu.Caes.51; esp. end life, die, Epicur.Ep.3p.61U., Plu.Them.31, Arr.An.7.3.1, Hdn.5.8.10; κ. εἰς ἀπώλειαν end in... Alciphr.3.70; τοὺς λόγους ἐπὶ τὰ πράγματα καταστρέφειν οἰόμενος Plu. Phil.4; ἡ ἡμέρα κ. εἰς ὥραν δεκάτην inclines towards... Id.Sull. 29.
2 Rhet., metaph., λέξις κατεστραμμένη periodic style, opp. εἰρομένη, Arist.Rh.1409a26, cf. Demetr.Eloc.12,21.
V screw or stretch tight, αἱ κατεστραμμέναι χορδαί Arist.Aud.803a28.

French (Bailly abrégé)

I. tourner sens dessus dessous, retourner, acc. ; abs. retourner le sol avec la charrue ; avec idée de violence;
1 bouleverser, abattre, détruire, acc.;
2 soumettre seul. au Pass. : τὰ κατεστραμμένα ἔθνη XÉN les peuples soumis ; avec un inf. : ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι ESCHL je suis contraint de t'écouter;
II. dérouler jusqu'au bout : λόγων τελευτήν ESCHL la fin d'un discours ; finir, terminer, cesser ; intr. :
1 cesser : εἴς ou ἐπί τι finir par qch, aboutir à qch;
2 mourir;
III. tresser fortement : λέξις κατεστραμμένη ARSTT style périodique;
Moy. καταστρέφομαι;
1 bouleverser, saccager, anéantir, acc.;
2 soumettre à sa puissance, acc. ; avec un inf. : Ἰωνίην κατεστρέψατο δασμοφόρον εἶναι HDT il soumit l'Ionie qu'il fit tributaire (des Perses) ; fig. se rendre maître de, surmonter, acc. ; au pf. κατέστραμμαι avoir conquis, posséder, acc..
Étymologie: κατά, στρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στρέφω, Ion. plqperf. med.-pass. 3 plur. κατεστράφατο, met acc., causat. (doen) omkeren, omver gooien:; κ. τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν de tafels van de geldwisselaars NT Mt. 21.12; overdr.: κ. τὴν πόλιν de stad op z’n kop zetten Aristoph. Eq. 274. draaien naar, richten op:; ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν; waarheen leidt u de conclusie uw woorden? Aeschl. Pers. 787; spec. op het einde richten, beëindigen:; κ. τὸν βίον het leven beëindigen Plut. Thes. 19.8; pregn. (sc. τὸν βίον) sterven:; αἷμα ταύρειον πιὼν κατέστρεψε toen hij het stierenbloed gedronken had stierf hij Plut. Them. 31.6; abs. eindigen, aflopen:. τοὺς λόγους ἐπὶ τὰ πράγματα καταστρέφειν οἰόμενος in de mening dat woorden op daden uitlopen Plut. Phil. 4.8; ἐνιαυτοῦ καταστρέφοντος aan het eind van het jaar Plut. Caes. 51.1. spec. med. onderwerpen, eronder krijgen:; νόσον κ. ziekte de baas te worden Eur. Hipp. 477; ook pass.:; οἱ Λυδοὶ κατεστράφατο ὑπὸ Περσέων de Lydiërs waren onderworpen aan de Perzen Hdt. 1.141.1; dwingen tot, met εἰς:; κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν hij dwong hen tot afdracht van belasting Hdt. 1.6.2; met inf.:;’ Ιωνίην... κατεστρέψατο δασμοφόρον εἶναι hij dwong Ionië tot schatplichtigheid Hdt. 7.51.1; ook pass.: ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι τάδε ik ben gedwongen hierin naar je te luisteren Aeschl. Ag. 956. ret. ptc. perf. med.-pass.: λέξις κατεστραμμένη compacte stijl Aristot. Rh. 1409a26.

German (Pape)

1 umkehren, umwenden; H.h. Apoll. 73; Sotad. bei Ath. VII.293e; vom Pflügen des Ackers, Xen. Oec. 17.10; umstürzen, hinstürzen, εἰκόνας DL. 5.82; vom Ringer, Lucill. (XI.163); zerstören, τὰ προάστεια ὑπὸ τοῦ στρατοῦ κατέστραπτο Hdn. 8.4.22; τὸν στέφανον κατεστραμμένον Plut. Brut. 39; κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανθρωπίαν, zurückwenden, Aesch. 2.39.
2 hinwenden; ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν Aesch. Pers. 773; endigen, beschließen, besonders κατέστρεψε τὸν βίον, Plut. Thes. 19; Ael. H.A. 13.21; βιοὺς δ' ἔτη ἐνενήκοντα κατέστρεψε τοῦ ζῆν DL. 8.78; häufig ohne Zusatz, κατέστρεψεν αἷμα ταύρειον πιών, er endigte sein Leben, Plut. Them. 31, öfter, wie andere Spätere, z.B. Arr. An. 7.3.1 Hdn. 5.8.19; intr., ἤδη τῆς ἡμέρας καταστρεφούσης Plut. Sull. 29; εἴς τι, in Etwas endigen, mit Etwas aufhören, Alciphr. 3.70; Plut.; ἡ Ἀράτου σύνταξις ἐπὶ τούτους καταστρέφει τοὺς καιρούς, hört mit dieser Zeit auf, Pol. 4.2.8; vgl. DS. 14.84; trans., καταστρέφειν τὴν βίβλον, das Buch beendigen, Pol. 3.118.10, τοὺς λόγους 23.9.4, öfter; Din. 1.32 οὕτω κατέστρεψεν ἡ τύχη ταῦτα, ὡς τἀναντία γίνεσθαι τοῖς προσδοκωμένοις, das Schicksal wandte Alles so.
3 Med. Andere sich unterwerfen, unterjochen, zwingen; κατεστρέφοντο τὴν ἄλλην Μακεδονίην Her. 8.138; τοὺς μὴ τὰ σὰ φρονέοντας ῥηϊδίως καταστρέψεαι 9.2, öfter; Thuc. 3.13, 4.65; Xen. Cyr. 1.5.2; Folgde, wie Pol. 1.6.7; – ἀκούειν σου κατέστραμμαι τάδε Aesch. Ag. 930, ich bin gezwungen; so pass. κατεστράφατο, ion. = κατεστραμμένοι ἦσαν, Her. 1.141, vgl. 1.68 und Thuc. 5.29; τὰ κατεστραμμένα ἔθνη, die unterworfenen, Xen. Cyr. 8.6.1; aber act. ταύτῃ χρησάμενος τῇ γνώμῃ πάντα κατέστραπται καὶ ἔχει Dem. 4.6; Isocr. 5.21; Xen. Hell. 5.2.8. – Der aor. κατεστράφθησαν mit der v.l. κατεστράφησαν Her. 1.130. – Κατεστραμμένη λέξις, periodischer Ausdruck mit verschlungenen Sätzen, Gegensatz εἰρομένη, Arist. rhet. 3.9.

Russian (Dvoretsky)

καταστρέφω:
1 загибать вниз (κέρατα κατεστραμμένα Arst.);
2 переворачивать вниз, опрокидывать, валить (τὰς εἰκόνας Diog. L.; τὰς τραπέζας καὶ τὰς καθέδρας NT; ὄστρακον κατεστραμμένον Arst.);
3 (тж. κ. εἴσω Plut.) поворачивать внутрь (βώλους, ἃς ἀνίστησι τὸ ἄροτρον Plut.): τὸ σπέρμα κ. Xen. заделывать (в землю) семя;
4 накручивать, натягивать (χορδαὶ κατεστραμμέναι Arst.);
5 закруглять (ἡ λέξις κατεστραμμένη ἡ ἐν περιόδοις, sc. ἐστίν Arst.);
6 ставить вверх дном (τὴν πόλιν Arph.);
7 развертывать до конца, т. е. кончать (λόγους, τήν βίβλον ἐπί τινος Polyb.; τὸν βίον Plut. и τοῦ ζῆν Diog. L.): ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν; Aesch. к чему ты клонишь свою речь?; καταστρέψαι τοὺς λόγους εἴς τι Aeschin. закончить свою речь чем-л.;
8 подходить к концу, кончаться (τοῦ ἐνιαυτοῦ καταστρέφοντος Plut.);
9 заканчиваться (чем-л.), переходить (εἰς ταὐτόν Arst.; εἰς γάμον Plut.);
10 кончать свою жизнь, погибать (ὑπὸ τῶν πολεμίων Plut.);
11 преимущ. med. подчинять, покорять (τὴν ἄλλην Μακεδονίην Her.; τὰς νήσους Thuc.; τὴν Ἰουδαίαν Plut.): ὡς οἱ Λυδοὶ τάχιστα κατεστράφατο ὑπὸ Περσέων Her. как только лидийцы были покорены персами;
12 заставлять, принуждать: ἀκούειν σου κατέστραμμαι τάδε Aesch. я вынужден повиноваться тебе в этом.

English (Strong)

from κατά and στρέφω; to turn upside down, i.e. upset: overthrow.

English (Thayer)

1st aorist κατέστρεψα; perfect passive participle κατεστραμμενος (T (WH, but Tr κατεστρεμμενος; cf. WH's Appendix, p. 170f));
1. to turn over, turn under: the soil with a plow, Xenophon, oec. 17,10.
2. to overturn, overthrow, throw down: τί, τά κατεστραμμενος, ruins), T Tr WH (cf. κατασκάπτω)); so Josephus, Antiquities 8,7, 6; Anthol. 11,163,6; (Diogenes Laërtius 5,82.

Greek Monolingual

(AM καταστρέφω)
φθείρω, αφανίζω, εξολοθρεύω, επιφέρω παντελή φθορά
νεοελλ.
1. φθείρω ηθικά, διαφθείρω, χαλώ
2. διακορεύω παρθένο
3. μέσ. καταστρέφομαι
χάνω την περιουσία μου, χρεωκοπώ
αρχ.
1. στρέφω το άνω μέρος προς τα κάτω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω
2. οργώνω τη γη, φέρνω τα πάνω χώματα κάτω και αντίθετα
3. ανατρέπω, καταρρίπτω
4. αποβλέπω σε κάποιον, ενδιαφέρομαι για κάποιον
5. (για πλοίο) κατευθύνομαι
6. επιστρέφω, επανέρχομαι
7. κατευθύνω, διευθύνω περιστρέφοντας κάτι
8. (σχετικά με λόγο) κατευθύνω προς κάποιο σκοπό, προς κάποιο συμπέρασμα
9. τερματίζω, τελειώνω, λήγω
10. συστρέφω ή εντείνω ισχυρά («αἱ κατεστραμμέναι χορδαί», Αριστοτ.)
11. μέσ. α) υποτάσσω με τη βία κάποιον («Νάξον... κατεστρέψατο πολέμῳ», Ηρόδ.)
β) οδηγώ, περιάγω κάποιον
12. παθ. καταστρέφομαι
α) υποτάσσομαι, υποδουλώνομαι
β) είμαι αναγκασμένος, υποδουλωμένος
13. φρ. α) «καταστρέφω τὸν βίον» — πεθαίνω
β) «εἰς ὥραν δεκάτην ἤδη τῆς ἡμέρας καταστρεφούσης» — ενώ ήδη η ημέρα έκλινε, πλησίαζε προς τη δεκάτη ώρα
γ) «λέξις κατεστραμμένη» — λόγος που αποτελείται από περιόδους.

Greek Monotonic

καταστρέφω: μέλ. -ψω,
I. καταρρίπτω, ποδοπατώ, σε Ομηρ. Ύμν.· αναγυρίζω το έδαφος, σε Ξεν.
II. 1. αναταράσσω, ανατρέπω, φθείρω, σε Αριστ.
2. Μέσ., υποτάσσω τον εαυτό μου, υποδουλώνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν, τους υπέταξε και τους κατέστησε υποτελείς, σε Ηρόδ.· ομοίως, Ἰωνίην κατεστρέψατο δασμοφόρον εἶναι, στον ίδ.
3. Παθ., στον αόρ. αʹ και παρακ., υποδουλώνομαι, στον ίδ.· ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι, είμαι αναγκασμένος να ακούω, σε Αισχύλ.· αλλά ο Παθ. παρακ. χρησιμ. επίσης με σημασία Μέσ., σε Ηρόδ., Δημ.
III. επιστρέφω, επαναφέρω, κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανθρωπίαν, σε Αισχίν.
IV. ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, σε Αισχύλ.· απόλ., έρχομαι σε πέρας, τελειώνω, λήγω, σε Πλούτ.
V. συστρέφω, στρίβω· μεταφ., λέξις κατεστραμμένη, πυκνό περιοδικό ύφος, αντίθ. προς το χαλαρό και ρέον ύφος (εἰρομένη), σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

καταστρέφω: μέλλ. -ψω, στρέφω τὸ ἄνω κάτω νὰ πέσῃ κατὰ γῆς, ὅπως ὁ κρημνίζων οἰκίαν, ὁ παλαιστὴς ὁ καταβάλλων τὸν ἀντίπαλόν του, ὁ ἐχθρὸς τὴν πόλιν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 73· (διὰ τοῦ ἀρότρου) τὴν γῆν ἀροτριῶ, φέρω τὰ ἄνω κάτω καὶ τὰ κάτω ἐπάνω, Λατ., aratro vertere, Ξεν. Οἰκ. 17. 10· κάνθαρον κ., ἀνατρέπω, στρέφω τὸ ἄνω κάτω ὥστε νὰ ἐκρεύσῃ ἅπαν τὸ ὑγρόν, Ἄλεξις ἐν «Κρατ.» 4, πρβλ. Σωτάδ. «Ἐγκλ.» 1. 33· ὁ ναυτίλος ἀναφέρεται κατεστραμμένῳ τῷ ὀστράκῳ (ἵνα ῥᾷόν γε ἀνέλθῃ καὶ κενῷ ναυτίλληται, ἐπιπολάσας δὲ μεταστρέφει) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 29. ΙΙ. ἀνατρέπω, φθείρω, κ. τὴν πόλιν Ἀριστοφ. Ἱππ. 275· τὰς εἰκόνας Διογ. Λ. 5. 82· καὶ Παθ., τὰ προάστεια ὑπὸ τοῦ στρατοῦ κατέστραπτο Ἡρῳδιαν. 8. 4, 22 τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 163. 2) Μέσ., στρέφω τινὰ ἐντελῶς πρὸς ἐμαυτὸν καὶ ἑπομένως, ὑποτάσσω εἰς ἐμαυτόν, δουλοῦμαί τινα, τὴν πόλιν κατεστρέψατο Ἡρόδ. 1. 64, 71, 78, 130, κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 13· νοσοῦσα δ’ εὖ πως τὴν νόσον καταστρέφου, μὴ ἡττῶ τῇ νόσῳ ἀλλὰ γενναίως φέρε καὶ οἱονεὶ ὑπότασσε εἰς σεαυτήν, Εὐρ. Ἱππ. 477· τοὺς μὲν κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν, ὑπέταξε καὶ κατέστησε φόρου ὑποτελεῖς, Ἡρόδ. 1. 6· οὕτω μετ’ ἀπαρ., Ἰωνίην κατεστρέψατο δασμοφόρον εἶναι ὁ αὐτ. 7. 51· καὶ ἐν τῷ πρκμ., πάντα κατέστραπται καὶ ἔχει Δημ. 41 ἐν τέλ., Ἡρόδ. 1. 117. 3) καὶ ἐν παθ. σημ. κατ’ ἀόρ. καὶ πρκμ. καὶ ὑπερσ., ὑποτάσσομαι, κατεστράφατο, κατεστραμμένοι, ὑποτεταγμένοι ἦσαν, ὁ αὐτ. 1. 141· ἀποστάντες δὲ ὀπίσω κατεστράφησαν αὐτόθι 130: ὑπερσ. κατέστραπτο ὑπήκοον Θουκ. 5. 29· μετ’ ἀπαρ., ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι, εἶμαι ἠναγκασμένος νὰ ἀκούω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 956· καὶ ἡ μετοχ. τοῦ πρκμ. παθητικῶς, Ἡρόδ. 1. 68., 6. 6· καὶ τὰ κατεστραμμμένα ἔθνη Ξεν. Κύρ. 8. 6, 1. ΙΙΙ. στρέφω ὀπίσω, ἐπαναφέρω, κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανθρωπίαν Αἰσχίν. 33. 18. β) ἀμεταβ., ἐπιστρέφω, ἐπανέρχομαι, εἰς ταὐτὸν Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 4, πρβλ. Μηχαν. 25, 4. IV. αἴφνης στρέφομαι καὶ φέρω εἰς πέρας, ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν; Αἰσχύλ. Πέρσ. 787· οὕτω κατέστρεψεν ἡ τύχη ταῦτα, ὡς…, Δείναρχ. 94. 23· κ. τὴν βίβλον, τοὺς λόγους Πολύβ. 3. 118, 10., 23. 9, 4· ἰδίως, τελειώνω τὸν βίον, ἀποθνήσκω, κ. τὸν βίον Κέβητος Πίνακ. 10, Αἰλ. π. Ζ. 13. 21, Πλουτ. Θησ. 19· ἀλλὰ καὶ ἄνευ τῆς λέξ. βίος, Τέλλος κατέστρεψεν ὑπὸ τῶν πολεμίων, ἐφονεύθη, ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Σόλ. κ. Ποπλικ. 1· αἷμα ταύρου πιὼν κατέστρεψε ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 31, καὶ γυναικ. ἀρετ. σ. 253, Ἀρρ. Ἐκλογ. 7. 3, 2·- ἀπολ., ἔρχομαι εἰς πέρας, τελειώνω, λήγω, Πολύβ. 4. 2, 1, Πλούτ., κλ.· κ. εἴς ἢ ἐπί τι, τελειώνω εἴς τι, εἰώθασιν οὐκ εἰς τὸ ζῆν, ἀλλ’ εἰς ἀπώλειαν καταστρέφειν Ἀλκίφρων 3. 70, Πλουτ. Φιλοπ. 4· ἡ ἡμέρα κ. εἰς ὥραν δεκάτην, κλίνει πρὸς τὴν δεκάτην ἢ τελειώνει, ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 29· τοῦ ἐνιαυτοῦ καταστρέφοντος, λήγοντος, ὁ αὐτ. 2. 272· πρβλ. Λατ. anni fine Τάκ. V. ἰσχυρῶς συστρέφω, στρήφω πολύ, αἱ κατεστραμμέναι χορδαὶ Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 49· μεταφορ., «λέξις κατεστραμμένη, ἡ ἐν περιόδοις ὁμοία ταῖς τῶν ἀρχαίων ποιητῶν ἀντιστρόφοις· ἀντίθετ. τῇ εἰρομένη, ἣ οὐδὲν τέλος ἔχει καθ’ ἑαυτήν, ἂν μὴ τὸ πρᾶγμα λεγόμενον τελειωθῇ, ἥτις ἐστὶν ἀηδὴς διὰ τὸ ἄπειρον, κατεστραμμένη δὲ ἡ ἐν περιόδοις· λέγω δὲ περίοδον λέξιν ἔχουσαν ἀρχὴν καὶ τελευτὴν αὐτὴν καθ’ ἑαυτὴν καὶ μέγεθος εὐσύνοπτον· ἡδεῖα δὲ ἡ τοιαύτη καὶ εὐμαθής, ὅτι εὐμνημόνευτος» Ἀριστ. Ρητ. 1409. 24a· πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. § 12, καὶ ἐν 20 τὸ συνεστραμμένον καὶ κυκλικὸν εἶδος περιόδου, πρβλ. συστρέφειν, συστροφή.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to turn down, trample on, Hhymn.: to turn the soil, Xen.
II. to upset, overturn, Ar.
2. Mid. to subject to oneself, to subdue, Hdt., Thuc., etc.; κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν subdued and made them tributary, Hdt.; so, Ἰωνίην κατεστρέψατο δασμοφόρον εἶναι Hdt.
3. Pass., in aor1 and perf., to be subdued, Hdt.; ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι am constrained to hear, Aesch.:—but the perf. pass. is also used in sense of Mid., Hdt., Dem.
III. to turn back, bring back, κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανθρωπίαν Aeschin.
IV. to turn round, bring to an end, Aesch.:—absol. to come to an end, die, Plut.
V. to twist up: metaph., λέξις κατεστραμμένη a close periodic style, opp. to a loose running style (εἰρομένἠ Arist.

Chinese

原文音譯:katastršfw 卡他-士特雷賀
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-轉 相當於: (הָפַךְ‎) (מַהְפֵּכָה‎) (שָׁחַת‎)
字義溯源:顛倒,推倒,顛覆,毀壞;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(στρέφω)=扭轉)組成;其中 (στρέφω)出自(τροπή)=轉動),而 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)。參讀 (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編
1) 推倒(2) 太21:12; 可11:15

Translations

destroy

Akkadian: 𒄢; Aklanon: guba'; Albanian: shkatërroj; Arabic: دَمَّرَ‎; Egyptian Arabic: روح‎, خرب‎; Armenian: ոչնչացնել; Azerbaijani: məhv etmək, dağıtmaq; Belarusian: знішчаць, ні́шчыць, зні́шчыць, руйнаваць, зруйнаваць; Breton: freuzañ; Bulgarian: унищожавам, унищожа, разрушавам, разруша; Catalan: destruir; Cebuano: guba; Central Huishui Hmong: kom puas rau; Cherokee: ᎠᏲᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 銷毀/销毁, 摧毀/摧毁, 破壞/破坏, 毀壞/毁坏; Choctaw: nasholichi; Czech: ničit, zničit; Danish: ødelægge; Dutch: vernietigen, vernielen, verwoesten, kapot maken, slopen; Esperanto: ekstermi, detrui; Estonian: hävitama; Evenki: эвми; Finnish: tuhota, hävittää; French: détruire; Middle French: gaster, destruire, mehaignier; Old French: gaster, destruire, mehaignier; Friulian: distruzi, distrugi; Galician: destruír; Georgian: განადგურება, მოსპობა, დაქცევა, დანგრევა; German: zerstören, vernichten, kaputtmachen; Gothic: 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: καταστρέφω; Ancient Greek: ἀπόλλυμι, ὄλλυμι, ἀείρω, ἀϊστόω, πέρθω, πορθέω, ἀναιρέω, ἀναλίσκω, λύω, διαλύω, καταλύω, ὀλέκω, φθείρω, ἀποφθείρω, διαφθείρω, ἐκφθείρω, καταφθείρω, φθίνω, φθίω, καταχράομαι; Hawaiian: luku; Hebrew: הָרַס‎; Higaonon: naguba; Hindi: नष्ट करना, नाश करना, बर्बाद करना; Hungarian: megsemmisít, pusztít, elpusztít, tönkretesz, szétrombol; Icelandic: eyðileggja, rústa, skemma; Ido: destruktar; Irish: slad; Italian: distruggere, annichilare; Japanese: 破壊する, 壊す, 潰す, 破る; Khmer: កំទេច, បំផ្លាញ; Korean: 파괴하다, 말살하다, 부수다; Kumyk: дагъытмакъ; Kurdish Northern Kurdish: têkşikandin; Lao: ທໍາລາຍ; Latgalian: nycynuot, iznycynuot, propuļdeit; Latin: populor, deleo, aufero, aboleo, abolefacio; Latvian: iznīcināt; Lithuanian: sunaikinti; Livonian: nītsiņtõ; Macedonian: уништува, уништи; Malay: musnah; Manchu: ᡝᡶᡠᠯᡝᠮᠪᡳ; Maori: whakakorekore, hoepapa, whakamōtī, kōpenupenu, whakangawhi, whakangahi, kaiauru, whakahotu, hoepapa, urupatu, whakamōtī, whakapakaru; Mirandese: çtruir, çtroçar; Mongolian Cyrillic: суйтгэх, сүйтгэх; Nanai: хэпули-; Ngazidja Comorian: hwangamiza; Norman: dêtruithe; Norwegian Bokmål: ødelegge; Persian: از بین بردن‎; Phoenician: 𐤀𐤁𐤃‎; Polish: niszczyć, zniszczyć, rujnować, zrujnować; Portuguese: destruir, estraçalhar, arruinar, destroçar, detonar; Romanian: distruge, nimici; Russian: уничтожать, уничтожить, разрушать, разрушить; Sanskrit: नाशयति; Scots: cannoch; Scottish Gaelic: dì-làraich; Serbo-Croatian Cyrillic: уништавати, у̀ништити; Roman: uništávati, ùništiti; Slovak: ničiť, zničiť, znehodnotiť; Slovene: uničevati, uničiti; Sotho: a timetse; Spanish: destruir, romper, destrozar; Sumerian: 𒋗𒅆𒌨; Swahili: -haribu; Swedish: förstöra; Tagalog: sirain, wasakin; Tajik: нест кардан; Thai: ทำลาย; Tocharian B: näk-, kärst-; Turkish: yok etmek, mahvetmek; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: нищити, знищувати, знищити, руйнувати, зруйнувати, розвалюватити, розвалити; Urdu: برباد کرنا‎; Uzbek: yoʻq qilmoq, bitirmoq; Vietnamese: huỷ hoại, phá hoại, phá huỷ; Walloon: distrure; Welsh: dinistrio; Yiddish: חרובֿ מאַכן‎