θεραπεύω
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
later also θαραπεύω (q.v.),
Afut. θεραπεύσω Th.2.51, etc.:—Med., fut. θεραπεύσομαι h.Ap.390: aor. ἐθεραπευσάμην Nicostr. ap. Stob.4.23.65 codd., Gal.11.295:—Pass., fut. θεραπευθήσομαι Id.10.617: fut. Med. in pass. sense, Antipho4.2.4, Pl.Alc.1.135e: aor. ἐθεραπεύθην Id.Chrm.157b, etc.:—to be an attendant, do service, once in Hom., Od. 13.265:—Med., h.Ap.390.
II do service to the gods, ἀθανάτους, θεοὺς θεραπεύω, Hes.Op.135, Hdt.2.37, X.Mem.1.4.13, etc.; δαίμονα Pi.P.3.109; Διόνυσον, Μούσας, E.Ba.82 (lyr.), IT1105(lyr.); θεραπεύω Φοίβου ναούς serve them, Id.Ion111 (anap.): abs., worship, Lys.6.51; do service or do honour to one's parents, E.Ion183 (lyr.), Pl.R.467a, Men.91a; serve, wait upon a master, Id.Euthphr.13d, cf. Ar.Eq.59, 1261, etc.; θεραπεύω τὰς θήκας reverence men's graves, Pl.R.469a.
2 in Prose, pay court to, [τινα] Hdt.3.80, etc.; in bad sense, flatter, wheedle, Th.3.12; θεραπεύω τὸ πλῆθος, θεραπεύω τοὺς πολλούς, Id.1.9, Plu.Per.34; conciliate, τινὰ χρημάτων δόσει Th.1.137, cf. Hdn.2.2.8; τὸ θεραπεῦον,= οἱ θεραπεύοντες, Th.3.39; θεραπεύω γυναῖκα = pay her attention, X.Cyr.5.1.18; also τὰς θύρας τινὸς θεραπεύω wait at a man's door, ib.8.1.6; αὐλὰς θεραπεύω καὶ σατράπας Men.897; αὐλὰς βασιλικὰς θεραπεύω D.L.9.63.
3 of things, consult, attend to, τὸ ξυμφέρον Th.3.56; ἡδονὴν θεραπεύω indulge one's love of pleasure, X.Cyr.5.5.41; θεραπεύω τὸ παρόν look to, provide for the present, S.Ph.149(anap.); θεραπεύω τὸ ναυτικόν Th.2.65; θεραπεύω τὴν ἄνοιξιν τῶν πυλῶν Id.4.67; θεραπεύω τοὺς καιρούς D.18.307: c. inf., take care that…, θεραπεύω τὸ μὴ θορυβεῖν, μὴ λείπεσθαι, Th.6.61,7.70; θεραπεύω ὅπως πολιτεύσουσι Id.1.19; θεραπεύω ὡς… Longus 4.1.
4 θεραπεύω τὸ σῶμα take care of one's person, Pl.Grg.513d; θεραπεύω αὑτούς Plu.Eum.9; θεραπεύω τὰς τρίχας Longus4.4; μύροις χαίτην θεραπεύω Archestr. Fr.62.3; θεραπεύω τοὺς πόδας LXX 2 Ki.19.24: c. acc. et inf., θεραπεύω κόμην φαίνεσθαι λιπαράν Plu.Lyc.22.
5 foster, θεραπεύω τὴν ψυχήν, θεραπεύω τὴν διάνοιαν, Pl.Cra.440c, R.403d; θεραπεύω κάδεα brood over sorrows, Pi.I.8(7).8.
6 θεραπεύω ἡμέρην observe a day, keep it as a feast, Hdt.3.79; ἱερὰ θεραπευόμενα Th.4.98.
7 treat medically, Hp.VM9, Th.2.47,51; τοὺς τετρωμένους X.Cyr.3.2.12; θεραπεύω τραύματα Phld.Piet.89; μὴ θεραπεύειν βέλτιον· θεραπευόμενοι γὰρ ἀπόλλυνται ταχέως Hp.Aph.6.38; ταύτην τὴν θεραπείαν θεραπεύσεσθαι Antipho 4.2.4; θεραπεύω νόσημα Isoc.19.28; σώματα θεραπευόμενα Pl.Lg.684c; θεραπεύω ὀφθαλμούς Arist.EN1102a19: abs., οἱ θεραπεύοντες Phld.Ir.p.29 W.: metaph., ὁ κοινὸς ἰατρός σε θεραπεύσει χρόνος Philippid.32; λύπην… οἶδε θεραπεύειν λόγος Men.591; τὰ πονοῦντα μέρη τῆς νεώς D.S.4.41; θεραπεύω τὰς ὑποψίας allayed, Plu.Luc.22; ὑπόνοιαν Phlp.in de An.408.3; θεραπεύω δυστυχίαν assuage it, Luc.Ind.6.
8 of animals, train, ἵππους Pl.Grg.516e.
9 of land, cultivate, X.Oec.5.12; of trees, train, Hdt.1.193; στέλεχος Thphr.HP2.7.3.
10 prepare, dress, food or drugs, Archestr.Fr.13.4, al., Dsc.2.76 (Pass.).
11 mend garments, PGiss.79iv3 (Pass., ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1199] ein Diener, dienstbar, dienstwillig sein; Hom. einmal, Od. 13, 265 οὕνεκ' ἄρ' οὐχ ᾡ πατρὶ χαριζόμενος θεράπευον, vgl. θεράπων; so im tut. med. H. h. Apoll. 390. – Bes. als Untergebener einem Mächtigeren dienen, ihn verehren, ihm seine Verehrung durch Dienstleistungen beweisen; die Götter verehren, ἀθανάτους Hes. O. 137; Διόνυσον Eur. Bacch. 82, vgl. I. T. 1105; θεούς, τὸ θεῖον, Plat. Legg. VI, 776 b Tim. 90 c; θεραπεύοντες καὶ ἁγνεύοντες θύομεν Lys. 6, 51; τοὺς ναούς Eur. Ion 111; Plat. ὡς δαιμόνων οὕτω θεραπεύσομέν τε καὶ προσκυνήσομεν αὐτῶν τὰς θήκας Rep. V, 469 a; die Aeltern, τοὺς γονέας, πατέρας τε καὶ μητέρας ibd. 467 a; Men. 91 a; θεραπεύεσθαι ὑπὸ τῶν παίδων Lys. 19, 37; Eur. τοὺς βόσκοντας Ion 183; den Herrn, δοῦλοι τοὺς δεσπότας θεραπεύουσιν Plat. Euthyphr. 13 d. – Allgemein, pflegen, warten, Sorge tragen für Einen, bes. für einen Kranken, ὁ ἰατρὸς τὰ νοσήματα θεραπεύει καὶ ἐπισκοπεῖ Plat. Legg. IV, 720 d; ἰᾶσθαι τὰ θεραπευόμενα σώματα III, 684 c; ἔθνησκον οἱ μὲν ἀμελείᾳ, οἱ δὲ καὶ πάνυ θεραπευόμενοι, sorgfältig von Aerzten behandelt, Thuc. 2, 51; τοὺς ὀφθαλμούς, heilen, Arist. Eth. 1, 13; Folgde, wie Ath. XII, 522 b. Auch übertr. auf Sachen, ausbessern, ἕνεκα τοῦ θεραπεύειν ἀεὶ τὰ πονοῦντα μέρη τῆς νεώς D. Sic. 4, 41; ὑποψίαν, den Argwohn zu beseitigen suchen, Plut. Lucull. 22; – σῶμα καὶ ψυχήν Plat. Gorg. 513 d; τοὺς ἵππους 516 e; τὴν γῆν, das Land bestellen, Xen. Oec. 5, 12 u. Sp.; μήτε σίτου γεύσασθαι μήτε τινὰ ἄλλην θεραπείαν θεραπεῦσαι τὸ σῶμα Arr. An. 7, 14, u. ä. öfter bei Sp.; μύροις ἀγαθοῖς χαίτην Archestr. bei Ath. III, 101 c; geistig, μέλλεις τὴν ψυχὴν τὴν σαυτοῦ παρέχειν θεραπεῦσαι άνδρὶ σοφιστῇ Plat. Prot. 312 c; τὴν διάνοιαν Rep. III, 403 d; μὴ μαθοῦσι μηδὲ θεραπευθεῖσιν εἰς ἀρετήν, die nicht zur Tugend erzogen worden, Prot. 325 c. – Durch Dienstleistungen Jemand zu gewinnen suchen, τὸ πλῆθος τῶν Μυκηναίων τεθεραπευκότα, er hat für das Volk Sorge getragen, Thuc. 1, 9; οἱ μὲν ἡμᾶς ἐν τῷ πολέμῳ δεδιότες ἐθεράπευον 3, 12; γυναῖκα Xen. Cyr. 5, 1, 17, ihr die Aufwartung, den Hof machen; schmeicheln, Thuc. 3, 39; θερ. τὰς θύρας τῶν ἀρχόντων Xen. Cyr. 8, 1, 6. 3, 47, an der Thür erscheinen u. seine Aufwartung machen, wie αὐλὰς βασιλικάς D. L. 9, 63. Häufig auf Sachen übertr., ἱερά, dafür Sorge tragen, Thuc. u. A.; ἡδονήν Plat. Phaedr. 233 c Xen. Cyr. 5, 5, 41, der Luft nachgehen, auf das Vergnügen bedacht sein, ihm fröhnen; τὸ ξυμφέρον, seinen Vortheil wahrnehmen, Thuc. 3, 56; θεραπεύειν τὴν ἄνοιξιν τῶν πυλῶν, dafür Sorge tragen, 4, 67; Soph. πειρῶ τὸ παρὸν θεραπεύειν Phil. 149, versuche zu dienen, wie es der Augenblick erheischt; καιρόν, die rechte Zeit wahrnehmen, Pol. 11, 5, 2; vgl. Dem. 18, 307 τοὺς ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν καιροὺς ἀντὶ τῶν τῆς πατρίδος θεραπεύειν; – auch c. inf., θεραπεύοντες τὸ μὴ θορυβεῖν, dafür Sorge tragend, daß sie nicht lärmten, Thuc. 6, 61; Sp.; θεραπεύουσι κόμην φαίνεσθαι λιπαράν Plut. Lyc. 22; Luc. de merc. cond. 26.
French (Bailly abrégé)
prendre soin de :
I. servir, être serviteur : τινα servir qqn;
II. entourer de soins, de sollicitude :
1 honorer (les dieux) ; en mauv. part choyer, flatter, courtiser;
2 s'occuper de, entretenir, soigner, prendre soin : τινα de qqn ; τὰ ἱερά THC s'occuper des choses du culte ; γῆν XÉN cultiver la terre ; τὸ παρόν SOPH rendre service ou assister selon le besoin du moment ; τοὺς καιρούς DÉM surveiller les occasions ; τὸ ναυτικόν THC prendre soin de la flotte ; avec τὸ… μή et l'inf. THC veiller à ce que… ne ; avec une prop. inf. ou avec ὅτι ou ὡς veiller à ce que, etc.
3 donner des soins médicaux, soigner, traiter, acc. ; fig. ὑποψίαν PLUT atténuer ou faire disparaître un soupçon.
Étymologie: θέραψ, c. θεράπων.
Russian (Dvoretsky)
θερᾰπεύω:
1 служить, быть в услужении (τινί Hom.);
2 культ. поклоняться, служить, чтить (θεούς Hes., Arst.): θ. τοὺς ναούς Eur. прислуживать в храмах; θ. τὰ ἱερά Her. совершать богослужения (в храмах); θ. τὰς θήκας Plat. чтить (память) умерших; θ. ἡμέρην τινά Her. праздновать какой-л. день;
3 почитать, уважать (τοὺς γονέας, πατέρας τε καὶ μητέρας Plat.);
4 нести службу, служить, прислуживать (τοὺς δεσπότας Plat.);
5 угождать, угодничать, заискивать (τὸ πλῆθος Thuc.);
6 подкупать (τινὰ χρημάτων δόσει Thuc.; τινὰ ἐπαίνῳ Arst.): θ. τὴν ἄνοιξιν τῶν πυλῶν Thuc. подкупом добиться открытия ворот (= пропуска);
7 добиваться: θ. τὸ ξυμφέρον Thuc. преследовать корыстную цель; θ. καιρόν Polyb. улучить момент; θ. γυναῖκα Xen. добиваться расположения женщины, ухаживать за женщиной; τὰς θύρας τινὸς θ. Thuc. неотступно стоять у чьих-л. ворот (в качестве просителя), обивать пороги;
8 потворствовать, потакать: ἡδονὴν θ. Xen. предаваться удовольствиям;
9 заботиться (τοὺς ἀνθρώπους Xen.);
10 воспитывать, упражнять, приучать (τινὰ εἰς ἀρετήν Plat.);
11 окружать врачебным уходом, лечить или излечивать (τοὺς τετρωμένους Xen.; τὸ νοσήματα Plat.; τοὺς νοσοῦντας Arst.; πολλοὺς ἀπὸ νόσων NT): θ. τὴν δυστυχίαν Luc. утолить горе; θ. τὰς ὑποψίας Plut. устранить подозрения; ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν погов. NT врачу, исцелися сам;
12 поддерживать в хорошем состоянии, лелеять, холить (σῶμα καὶ ψυχήν Plat.): θ. ἵππους Plat. ухаживать за лошадьми, разводить лошадей; θ. δένδρον Her. выращивать дерево; θ. γῆν Xen. обрабатывать землю;
13 приводить в порядок, чинить: θ. τὰ πονοῦντα μέρη τῆς νεώς Diod. ремонтировать изношенные части корабля;
14 иметь попечение, прилагать старания, заботиться (μὴ ποιεῖν τι Thuc.): θ. τὸ παρόν Soph. оказывать необходимую помощь; θ. τὸν ναυτικόν Thuc. заботиться о флоте, увеличивать морское могущество.
Greek (Liddell-Scott)
θερᾰπεύω: μέλλ. -εύσω Ἀττ., κλ. - Μέσ., μέλλ. -εύσομαι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 390: ἀόρ. ἐθεραπευσάμην Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 447. 32, Ἑβδ., Γαλην. - Παθ., μέλλ. -ευθήσομαι Γαλην.· ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθ. σημασ., Ἀντιφῶν 126. 18, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 135E: ἀόρ. ἐθεραπεύθην Πλάτ., κλ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ θέρω· πρβλ. θεράπων, θέραψ, κτλ.) Εἶμαι ὑπηρέτης, ὑπηρετῶ, Ὀδ. Ν. 265 (οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ.)· ἀλλὰ Μέσ. ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 390· - ἀκολούθως ἐπὶ διαφόρων σχέσεων, πολὺ ὁμοίως τῷ Λατ. colere. 1) ὑπηρετῶ, λατρεύω τοὺς θεούς, ἀθανάτους, θεοὺς θερ., Λατ. colere deos, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 134, Ἡρόδ. 2. 37· δαίμονα Πίνδ. Π. 3. 194· Διόνυσον, Μούσας Εὐρ. Βάκχ. 82, Ι. Τ. 1105· τοὺς θεοὺς (ἴδε θεραπευτέον) Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 28, κτλ.· ὡσαύτως, θ. τοὺς ναούς, ὑπηρετῶ, περιποιοῦμαι, Εὐρ. Ἴωνι 111, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 469B· - ἀπολ., λατρεύω, Λυσ. 107. 38: - ὡσαύτως, ὑπηρετῶ ἢ τιμῶ τοὺς γονεῖς μου, Εὐρ. Ἴωνι 183, Πλάτ. Πολ. 467A, Μένωνι 91A· ὑπηρετῶ, ὑπακούω εἴς τινα κύριον, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 13D· θ. τὰς θήκας, σέβομαι τῶν ἀνθρώπων τοὺς τάφους, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 469A. 2) παρὰ πεζοῖς, ὑπηρετῶ, περιποιοῦμαι, τινὰ Ἡρόδ. 3. 80, Ἀριστοφ. Ἱππ. 59, 1260. Ξεν., κλ.· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, κολακεύω, Θουκ. 3. 12· θ. τὸ πλῆθος, τοὺς πολλοὺς ὁ αὐτ. 1. 9, Πλούτ. Περικλ. 34· κατευνάζω, καταπραΰνω, τινὰ χρημάτων δόσει Θουκ. 1. 137, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 2. 2· τὸ θεραπεῦον = οἱ θεραπεύοντες, Θουκ. 3. 39· θ. γυναῖκα, περιποιοῦμαι, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 18. 3) ἐπὶ πραγμάτων, σκέπτομαι περί τινος, ἐπιμελοῦμαι, Λατ. inservire, τὸ ξυμφέρον Θουκ. 3. 56· ἡδονὴν θερ., παραδίδομαι εἰς τὴν πρὸς τὰς ἡδονὰς ὁρμήν, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 41· τὰς θύρας τινὸς θερ., ἀναμένω παρὰ τὴν θύραν τινὸς ὡς θεράπων, αὐτόθι 8. 1, 6., 3, 47· αὐλὰς βασιλικὰς θερ. Διογ. Λ. 9. 63, πρβλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 348. ΙΙ. λαμβάνω πρόνοιαν, φροντίζω, ἀνθρώπους, ἐπὶ τῶν θεῶν, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 10. - Παθ., μὴ... θεραπευθεῖσιν εἰς ἀρετήν, ἐπὶ ἀνθρώπων ἀπαιδεύτων, Πλάτ. Πρωτ. 325C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, θερ. τὸ παρόν, προσέχω εἰς τὸ παρόν, φροντίζω, προνοῶ περὶ αὐτοῦ, Σοφ. Φ. 149· τὸ ναυτικὸν Θουκ. 2. 65· τὴν ἄνοιξιν τῶν πυλῶν ὁ αὐτ. 4. 67· θερ. τοὺς καιροὺς Δημ. 327. 26· - οὕτω μετ’ ἀπαρ., φροντίζω ὥστε.., Λατ. operam dare ut.., θερ. τὸ μὴ θορυβεῖν Θουκ. 6. 61, πρβλ. 7. 70, κτλ.· θ. ὅτι ἢ ὡς.., ὁ αὐτ. 6. 29, Λόγγος 4. 1. 3) θερ. τὸ σῶμα, φροντίζω περὶ τοῦ σώματός μου, ἐνδύομαι λούομαι, κτλ., Λατ. cutem curare, Πλάτ. Γοργ. 513D θ. τὰς τρίχας Λόγγος 4. 4· μύροις χαίτην θ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 101C· θ. τοὺς πόδας Ἑβδ., κλ. 4) περιποιοῦμαι, ἀναπτύσσω, τὴν ψυχήν, τὴν διάνοιαν Πλάτ. Κρατ. 440C, κτλ.· θ. κάδεα, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. πέσσειν, Πίνδ. Ι. 8 (7). 16· ἀλλά, θ. δυστυχίαν Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 6. 5) θ. ἡμέρην, τηρῶ ἡμέραν τινὰ ὡς ἑορτήν, Ἡρόδ. 3. 79· θ. τὰ ἱερά, = Λατ. sacra procurare, Θουκ. 4. 98. 6) θεραπεύω ἰατρικῶς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, Θουκ. 2. 47, 51· τοὺς τετρωμένους Ξεν. Κύρ. 3. 2, 12· μὴ θεραπεύειν βέλτιον· θεραπευόμενοι γὰρ ἀπόλλυνται ταχέως καρκίνοι κρυπτοὶ Ἱππ. Ἀφ. 1257· ταύτην τὴν θεραπείαν θεραπεύεσθαι Ἀνδοκ. 126. 18· θ. νόσημα, «ἰατρεύω», ἐπιφέρω θεραπείαν, Ἰσοκρ. 390Β· τὰ σώματα Πλάτ. Νόμ. 684C· τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 7· - μεταφ., ὁ κοινὸς ἰατρός σε θεραπεύσει χρόνος Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 8· λύπην... οἶδε θεραπεύειν λόγος Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 65· τὰ πονοῦντα μέρη τῆς νεὼς Διόδ. 4. 41· τὴν ὑποψίαν Πλούτ. ἐν Λουκούλ. 22. 7) ἐπὶ ζῴων, θερ. ἵππους, τρέφω, περιποιοῦμαι, Πλάτ. Γοργ. 516Ε. 8) ἐπὶ γῆς, καλλιεργῶ, Ξεν. Οἰκ. 5, 12, πρβλ. θεραπευτέον· δένδρον θερ., καλλιεργῶ, περιποιοῦμαι, Ἡρόδ. 1. 193· στέλεχος Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 7, 3.
English (Autenrieth)
(θεράπων): be servant to, serve, defer to, ipf., Od. 13.265†.
English (Slater)
θερᾰπεύω heed, devote oneself to c. acc. τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω κατ ἐμὰν θεραπεύων μαχανάν (P. 3.109) κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν (i. e. favoured, sc. in the contest between Aias and Odysseus over the arms of Achilles) (N. 8.26) ἢ γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων (sc. ὁδὸν, ἀπὸ κοινοῦ; others supp. γυναῖκας in their devotion to ) fr. 123. 9. μήτε κάδεα θεράπευε (I. 8.7)
English (Strong)
from the same as θεράπων; to wait upon menially, i.e. (figuratively) to adore (God), or (specially) to relieve (of disease): cure, heal, worship.
English (Thayer)
imperfect ἐθεράπευον; future θερπεύσω; 1st aorist ἐθεράπευσα; passive, present θεραπεύομαι; imperfect ἐθεραπευομην; perfect participle τεθεραπευμενος; 1st aorist ἐθεραπευθην; (θέραψ, equivalent to θεράπων); from Homer down;
1. to serve, do service: τινα, to one; passive, θεραπεύεται ὑπό τίνος, to heal, cure, restore to health: τινα, τινα ἀπό τίνος, to cure one of any disease, θεραπεύειν νόσους, μαλακίαν: R G L, Tr marginal reading in brackets); Revelation 13:3,12.
Greek Monolingual
και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω)
1. περιποιούμαι ασθενή
2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τους... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.)
νεοελλ.
1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ» — υπηρετώ τις Μούσες, επιδίδομαι με ζήλο στα γράμματα κ.λπ.
2. ικανοποιώ, ευχαριστώ, τέρπω («θεραπεύει τις ορέξεις του»)
3. (παθ. αόρ.) θαραπάηκα ή θαραπαύτηκα
ευχαριστήθηκα, ένιωσα ικανοποίηση
4. παροιμ. «ας θαραπαή η γουργούρα κι ας κοπή η ποδάρα» — ας χορτάσω καλά και ας συμβεί οτιδήποτε
νεοελλ.-μσν.
επανορθώνω, διορθώνω («το καλό θεραπεύθηκε»)
μσν.
1. ησυχάζω, γαληνεύω, καταπραΐνω
2. σώζω κάποιον
3. μέσ. θεραπεύομαι
παρηγοριέμαι
μσν.-αρχ.
1. σκέπτομαι, φροντίζω για κάτι («τὸ δὲ ξυμφέρον μᾶλλον θεραπεύοντες», Θουκ.)
2. κάνω κάποιον να αισθανθεί καλύτερα, ανακουφίζω («ὁ κοινός ἰατρός σε θεραπεύσει χρόνος»)
αρχ.
1. είμαι θεράπων
2. λατρεύω, τιμώ τους θεούς («ἀθανάτους θεραπεύειν», Ησίοδ.)
3. υπηρετώ, σέβομαι, τιμώ (α. «θεραπεύειν πατέρας τε καὶ μητέρας», Πλάτ.
β. «oἱ δούλοι τους δεσπότας θεραπεύουσιν», Πλάτ.)
4. περιποιούμαι κάποιον ή κάτι
5. κολακεύω («oἱ μὲν ἡμᾶς ἐν τῷ πολέμῳ δεδιότες ἐθεράπευον», Θουκ.)
6. συμβιβάζω («ἐκεῖνόν τε ἐθεράπευσε χρημάτων δόσει», Θουκ.)
7. καλλιεργώ
8. παρασκευάζω, ετοιμάζω τροφή ή φάρμακα
9. (με απρμφ.) προσέχω ώστε, φροντίζω ώστε («θεραπεύοντες τότε... μή θορυβεῖν», Θουκ.)
10. επισκευάζω, επιδιορθώνω
11. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το θεραπεῡον
οι θεραπεύοντες, αυτοί που θεραπεύουν
12. φρ. α) «θεραπεύω τὰς θήκας» — σέβομαι τους τάφους
β) «θεραπεύω γυναῖκα» — περιποιούμαι γυναίκα
γ) «τὰς θύρας τινὸς θεραπεύω» — περιμένω στην πόρτα κάποιου ως θεράπων
δ) «θεραπεύω ἡμέρην» — τηρώ κάποια μέρα ως γιορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέραψ, -απος, παράλληλος τ. του θεράπων. Αρχική σημασία του ρ. θεραπεύω είναι «υπηρετώ ως θεράπων, δηλ. ακόλουθος» (Ομ.), ενώ αργότερα έλαβε τη γενικότερη σημ. «υπηρετώ, ασχολούμαι επιμελώς με κάτι, φροντίζω». Η σημ. «παρέχω ιατρική φροντίδα» είναι υστερογενής και προήλθε από την καθημερινή γλώσσα για να εισέλθει στη γλώσσα της ιατρικής εις βάρος τών αρχαίων τεχνικών όρων ιατρεύω και ιώμαι. Παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη παρατηρείται και στην λεξ. οικογένεια του επιμελούμαι (πρβλ. και γαλλ. soigner). Στη Νέα Ελληνική το ρ. θεραπεύω έχει επιζήσει μόνο με την τελευταία του σημασία.
ΠΑΡ. θεραπεία, θεραπευτής
αρχ.
θεράπευμα, θεραπευτήρ
αρχ.-μσν.
θεράπευσις. ΣΥΝθ. αποθεραπεύω
αρχ.
αναθεραπεύω, αντιθεραπεύω, εκθεραπεύω, επιθεραπεύω, προαποθεραπεύω, προθεραπεύω, συνθεραπεύω, τραυματοθεραπεύω, υπερεκθεραπεύω, υπερθεραπεύω, υποθεραπεύω].
Greek Monotonic
θερᾰπεύω: (θεράπων), μέλ. -εύσω,
I. 1. είμαι υπηρέτης, προσφέρω υπηρεσία, σε Ομήρ. Οδ.
2. προσφέρω υπηρεσία στους θεούς, Λατ. colere deos, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· υπηρετώ ή αποδίδω τιμές στους γονείς ή στους κυρίους μου, σε Ευρ., Πλάτ.
3. υπηρετώ, περιποιούμαι, κολακεύω, τινά, σε Ηρόδ., Αριστοφ., κ.λπ.· με αρνητική σημασία, κολακεύω, θωπεύω, καλοπιάνω, σε Θουκ.· κατευνάζω, καταπραΰνω, ηρεμώ, ανακουφίζω, στον ίδ.· τὸ θεραπεῦον = οἱ θεραπεύοντες, στον ίδ.
4. λέγεται για πράγματα, σκέφτομαι, επιμελούμαι, Λατ. inservire, στον ίδ.· ἡδονὴν θερ., παραδίδομαι στην ορμή των ηδονών, σε Ξεν.· τὰςθύρας τινὸς θεραπεύω, περιμένω στην πόρτα κάποιου επιφανή άνδρα, στον ίδ.
II. 1. φροντίζω, προνοώ για τους ανθρώπους, λέγεται για τους θεούς, στον ίδ.
2. λέγεται για πράγματα, φροντίζω, συντηρώ, εξασφαλίζω, σε Σοφ., Θουκ., κ.λπ.
3. θεραπεύω τὸ σῶμα, φροντίζω το σώμα μου, Λατ. cutem curare, σε Πλάτ.
4. φροντίζω ιατρικά, περιθάλπτω, θεραπεύω, περιποιούμαι, σε Θουκ., Ξεν.
5. θεραπεύω ἡμέρην, τηρώ την ημέρα, τη φυλάω σαν γιορτή, σε Ηρόδ.· θεραπεύω τὰ ἱερά, Λατ. sacra procurare, σε Θουκ.· λέγεται για τη γη, καλλιεργώ, σε Ξεν. δένδρον θεραπεύω, καλλιεργώ, περιποιούμαι δένδρο, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
θεράπων
I. to be an attendant, do service, Od.
2. to do service to the gods, Lat. colere deos, Hes., Hdt., Attic:— to do service or honour to one's parents or masters, Eur., Plat.
3. to serve, court, pay court to, τινά Hdt., Ar., etc.; and in bad sense, to flatter, wheedle, Thuc.: to conciliate, Thuc.; τὸ θεραπεῦον = οἱ θεραπεύοντες, Thuc.
4. of things, to consult, attend to, Lat. inservire, Thuc.; ἡδονὴν θερ. to indulge one's love of pleasure, Xen.; τὰς θύρας τινὸς θερ. to wait at a great man's door, Xen.
II. to take care of, provide for men, of the gods, Xen.
2. of things, to attend to, provide for, Soph., Thuc., etc.
3. θερ. τὸ σῶμα to take care of one's person, Lat. cutem curare, Plat.
4. to treat medically, to heal, cure, Thuc., Xen.
5. θ. ἡμέρην to observe a day, keep it as a feast, Hdt.; θ. τὰ ἱερά = Lat. sacra procurare, Thuc.
6. of land, to cultivate, Xen.; δένδρον θερ. to train a tree, Hdt.
Chinese
原文音譯:qerapeÚw 帖拉漂哦
詞類次數:動詞(44)
原文字根:溫暖 從 相當於: (עָשָׂה)
字義溯源:服侍,侍候,照顧,醫治,治病,治好,求醫,醫好,治愈,痊愈,服事;源自(θεράπων)=僕人),而 (θεράπων)出自(θέρος)=熱,夏),而 (θέρος)又出自(θέρος)X*=加熱)。這字大都用在前三福音書和使徒行傳上,幾乎全都譯為醫冶,治病;只有一次例外,譯為:服事( 徒17:25)
同源字:1) (θεραπεία / οἰκετεία)侍者 2) (θεραπεύω)服侍 3) (θεράπων)僕人參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字
出現次數:總共(43);太(16);可(5);路(14);約(1);徒(5);啓(2)
譯字彙編:
1) 醫治(9) 太4:23; 太8:7; 太9:35; 太10:1; 太17:16; 可3:2; 路8:2; 路9:1; 路10:9;
2) 治病(5) 太12:10; 路6:7; 路9:6; 路13:14; 路14:3;
3) 他治好了(4) 太8:16; 太19:2; 可3:10; 路7:21;
4) 得了醫治(4) 路6:18; 徒5:16; 徒8:7; 徒28:9;
5) 治好了(4) 太14:14; 可6:5; 可6:13; 徒4:14;
6) 他⋯治好了(3) 太12:15; 太15:30; 太21:14;
7) 他就治好了(2) 太4:24; 可1:34;
8) 服事(1) 徒17:25;
9) 他⋯醫治(1) 路5:15;
10) 卻醫好了(1) 啓13:3;
11) 卻被醫好(1) 啓13:12;
12) 醫好的人(1) 約5:10;
13) 醫好(1) 路4:40;
14) 他醫治了(1) 太12:22;
15) 你們要醫治(1) 太10:8;
16) 痊愈了(1) 太17:18;
17) 你醫治(1) 路4:23;
18) 得醫治(1) 路8:43;
19) 求醫(1) 路13:14
Mantoulidis Etymological
(=ὑπηρετῶ, περιποιοῦμαι, φροντίζω). Ἀπό τό θεράπων.
Παράγωγα: θεραπεία (=ὑπηρεσία), θεράπαινα καί θεραπαινίς (=ὑπηρέτρια), θεράπευμα, θεραπευτέον, θεραπευτής, θεραπευτικός, θεραπευτός, ἀθεράπευτος, δυσθεράπευτος, εὐθεράπευτος.
Lexicon Thucydideum
colere, excolere, observare, to worship, revere, observe, 1.9.2, 1.137.3, 3.12.1. 3.39.5, 5.43.2, 6.29.3. 6.89.2. 8.52.1,
PASS. 4.98.2,
curare, consulere, to take care of, look after, 2.65.7, 3.56.2, 3.82.8, 6.79.1,
operam dare, to take care, 1.19.1, 6.61.5, 7.70.3,
providere (se ménager), to be on one's guard, 4.67.3, 5.11.1,
curare aegrotum, to treat a patient, 2.47.7, 2.51.5,
PASS. 2.51.2, 2.51.3.
Translations
heal
Albanian: ngjallë, shëroj; Arabic: شَفَى; Armenian: բուժել; Aromanian: vindic; Azerbaijani: sağaltmaq; Belarusian: лячыць, вылечыць; Bulgarian: лекувам, излекувам, церя, изцерявам; Catalan: guarir, curar, remeiar, cicatritzar; Chinese Mandarin: 醫治, 医治; Czech: léčit, vyléčit, uzdravit; Dalmatian: medcur; Dutch: genezen, helen, beter maken; Finnish: parantaa; French: guérir, assainir; Georgian: განკურნება, შეხორცება, მოკეთება; German: heilen; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: θεραπεύω; Ancient Greek: ἰάομαι, θεραπεύω; Hebrew: שיפר \ שִׁפֵּר; Hungarian: gyógyít, meggyógyít, begyógyít; Ido: risanigar; Irish: cneasaigh; Italian: guarire, sanare; Japanese: 癒す, 治す; Khmer: បន្សះ, ផ្សះ; Korean: 치료하다, 고치다; Latin: sano, medico, curo, medeor, salvo; Luxembourgish: heelen; Macedonian: лечи, излечи, лекува, излекува; Maori: whakamahu, haumanu, whakareka, whakaoraora, whakamātūtū; Norwegian: hele, kurere; Bokmål: helbrede; Old Church Slavonic Cyrillic: лѣчити; Persian: درمان کردن, شفا دادن, بهبود دادن; Polish: leczyć, wyleczyć, uzdrawiać, uzdrowić; Portuguese: curar, sanar, sarar; Quechua: allinyachiy, hampiy; Romanian: vindeca; Russian: лечить, вылечить, излечить, исцелять, исцелить; Serbo-Croatian Cyrillic: лечити, лијечити, излечити, лијечити, излијечити, целити, исцелити, цијелити, исцијелити, исцељивати, исцјељивати; Roman: léčiti, liječiti, izléčiti, izlijéčiti, céliti, iscéliti, cijéliti, iscijéliti, isceljívati, iscjeljívati; Slovak: liečiť, vyliečiť; Slovene: zdraviti, ozdraviti, pozdraviti; Sorbian Lower Sorbian: gójś, wustrowiś; Spanish: curar, sanar; Swahili: kuponya; Swedish: läka; Turkish: iyileştirmek; Ukrainian: лікувати, вилікувати, зцілювати, зцілити; Westrobothnian: hail, häli; Yiddish: היילן