παρθένος

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθένος Medium diacritics: παρθένος Low diacritics: παρθένος Capitals: ΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: parthénos Transliteration B: parthenos Transliteration C: parthenos Beta Code: parqe/nos

English (LSJ)

Lacon. παρσένος Ar.Lys.1263 (lyr.). ἡ,
A maiden, girl, Il.22.127, etc.; αἱ ἄθλιαι παρθένοι ἐμαί my unhappy girls, S.OT1462, cf. Ar.Eq.1302; also γυνὴ παρθένος Hes. Th.514; παρθένος κόρα, of the Sphinx, dub. in E.Ph.1730 (lyr.); θυγάτηρ παρθένος X.Cyr.4.6.9; of Persephone, E. Hel.1342 (lyr.), cf. S.Fr.804; virgin, opp. γυνή, Id.Tr.148, Theoc.27.65.
2 of unmarried women who are not virgins, Il.2.514, Pi.P.3.34, S.Tr.1219, Ar.Nu.530.
3 Παρθένος, ἡ, the Virgin Goddess, as a title of Athena at Athens, Paus.5.11.10, 10.34.8 (hence of an Att. coin bearing her head, E.Fr.675); of Artemis, E.Hipp.17; of the Tauric Iphigenia, Hdt.4.103; of an unnamed goddess, SIG46.3 (Halic., v B.C.), IG12.108.48,54 (Neapolis in Thrace); αἱ ἱεραὶ παρθένοι, of the vestal virgins, D.H.1.69, Plu.2.89e, etc.; αἱ Ἑστιάδες παρθένοι Id.Cic.19; simply, αἱ παρθένοι D.H.2.66.
4 the constellation Virgo, Eudox. ap. Hipparch. 1.2.5, Arat.97, etc.
5 = κόρη III, pupil, X.ap.Longin.4.4, Aret. SD1.7.
II as adjective, maiden, chaste, παρθένον ψυχὴν ἔχων E.Hipp. 1006, cf. Porph. Marc.33; μίτρη παρθένος Epigr.Gr.319: metaph., παρθένος πηγή A.Pers.613.
III as masc., παρθένος, , unmarried man, Apoc.14.4.
IV παρθένος γῆ = Samian earth (cf. παρθένιος ΙΙΙ), PMag.Berol.2.57.

German (Pape)

[Seite 521] ἡ, 1) Jungfrau, Mädchen; Il. 2, 514; ἅτε παρθένος ἠΐθεός τε, 22, 127; Her. u. Tragg., ἕως τις ἀντὶ παρθένου γυνὴ κληθῇ, Soph. Trach. 148, τὰς ἀεὶ παρθένους σεμνὰς Ἐρινῦς, Ai. 835; u. in Att. Prosa, Plat. Legg. VIII, 834 d Xen. Cyr. 4, 6, 9; jedes jugendliche Frauenzimmer, Il. 2, 514; vgl. Schäf. Soph. Trach. 1221. – 2) adj., = παρθένιος, jungfräulich; γυνὴ παρθένος, Hes. Th. 514; παρθένου κόρας αἴνιγμα, Eur. Phoen. 1721, von der Sphinx; θυγάτηρ, Xen. Cyr. 4, 6, 9 Mem. 1, 5, 2; übertr., τριήρεις, Ar. Equ. 1302, πρωτόπλοοι, μήπω πλεύσασαι, noch nicht gebrauchte Schiffe; übh. rein, πηγή, Aesch. Pers. 615; vgl. Valck. zu Eur. Hipp. 1005 u. Schäf. Schol. Ap. Rh. 4, 269. – Nach Poll. 9, 75 eine athenische Münze (= κόρη, mit dem Bilde der Pallas). – Als masc. der unverheirathete Mann, Junggeselle, Sp., bes. K. S.; vgl. Jac. A. P. p. 15. – Wie κόρη von der Pupille im Auge, Xen. nach Longin. de subl. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
I. vierge, particul.
1 jeune fille;
2 en gén. fille non mariée;
3 jeune femme non mariée;
4 qui est comme une jeune fille, vierge, pur, intact en parl. de choses;
II. p. anal. la statue d'Athéna, à Athènes;
NT: homme ou femme n'ayant jamais eu de relations sexuelles.
Étymologie: DELG étym. énigmatique, car il n'y a pas de mot i.-e. de la vierge ; il y a bien entendu des théories pélasgiques, en évoquant πόρτις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθένος -ου, ἡ, Lac. παρσένος meisje, jonge vrouw:; οὕς τέκεν Ἀστυόχη,... παρθένος αἰδοίη die Astyoche ter wereld had gebracht, de respectabele jonge vrouw Il. 2.514; αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν de meisjes huiverden Soph. OC 1606; overdr.. ὦ παρθένοι meisjes! (van triëren) Aristoph. Eq. 1302. meisje, maagd:; ἕως τις ἀντὶ παρθένου γυνὴ κληθῇ totdat iemand in plaats van meisje vrouw wordt genoemd Soph. Tr. 148; adj..; παρθένον ψυχὴν ἔχων met maagdelijke geest Eur. Hipp. 1006; ἡ Π. Parthenos (epithet van Athena en van Artemis); m. celibatair. NT Apoc. 14.4. ongehuwd meisje, ongehuwde vrouw:. τὰς παρθένους οὐ φυλάσσουσι, ἀλλ’ ἐωσι τοῖσι αὐταὶ βούλονται ἀνδράσι μίσγεσθαι ze bewaken de ongehuwde meisjes niet, maar ze vinden het goed dat ze met de mannen van hun voorkeur naar bed gaan Hdt. 5.6.1; παρθένος γὰρ ἔτ’ ἦ κοὐκ ἐξῆν πώ μοι τεκεῖν ik was nog ongehuwd en mocht nog geen kinderen ter wereld brengen Aristoph. Nub. 530.

Russian (Dvoretsky)

παρθένος:
1 девственный, непорочный, чистый (ψυχή Eur.; πηγή Aesch.);
2 совершенно новый, только что построенный (τριήρεις Arph.).
I лак. παρσένος
1 дева, девица, девушка, Hom., Xen., Trag. etc.;
2 молодая женщина Soph., Eur.

English (Slater)

παρθένος (-ος, -ου, -οιο coni., -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.) unmarried girl ἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον Hippodameia (O. 1.88) Ζεφυρία Λοκρὶς παρθένος (P. 2.19) ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς (P. 3.18) ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος Koronis (P. 3.34) ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ Cyrene (P. 9.6) ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον i. e. his daughters (P. 9.113) παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν the daughter of Antaios (P. 9.122) παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται (P. 10.38) τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα (P. 10.59) ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν the Muses (I. 8.57) ἱστάμεναι χορὸν (ταχύ)ποδα παρθένοι (Pae. 2.100) ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα (Pae. 6.54) βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν (Pae. 6.136) ]… παρθ[έ]νῳ σὺν πομ[ Πα. 7C. a. 4. Λάκαινα μὲν παρθένων ἀγέλα fr. 112. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ (ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215. 7. as epithet of Artemis, ἰοχέαιρα παρθένος (P. 2.9) of Athene, κυάναιγις παρθένος (O. 13.71) παρ- θένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος (P. 12.19) of Hekate, φοινικόπεζα παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα (Pae. 2.77) of the Sphinx, αἴνιγμα παρθένοἰ ἐξ ἀγριᾶν γνάθων (Snell: παρθένου codd.) fr. 177d. frag., τὸ δὲ παρθε[ν ?fr. 333a. 12.

Léxico de magia

ἡ I 1 virgen, doncella ἐπίθυε ... ἐπὶ δὲ τῶν κακοποιῶν οὐσίαν κυνὸς καὶ αἰγὸς ποικίλης, ὁμοίως καὶ παρθένου ἀώρου para los ritos maléficos quema la entidad de un perro, de una cabra moteada y también de una virgen muerta prematuramente P IV 2876 ἡ δεῖνά σοι ἐπιθύει, θεά, ἐχθρόν τι θυμίασμα ... κύνειον ἔμβρυον καὶ ἰχῶρα παρθένου ἀώρου fulana te presenta una ofrenda odiosa, un embrión de perro y fluido menstrual de una doncella muerta prematuramente P IV 2646 ἡ δεῖνα σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα· αἰγός τε ποικίλης στέαρ καὶ αἷμα καὶ μύσαγμα, ἰχῶρα παρθένου νεκρᾶς fulana quema en tu honor, diosa, una ofrenda terrible: grasa, sangre y suciedad de una cabra moteada, fluido menstrual de una doncella muerta P IV 2577 ὄψῃ ... ἐρχομένας ... ζʹ παρθένους ἐν βυσσίνοις, ἀσπίδων πρόσωπα ἐχούσας verás marchar siete doncellas con ropajes de lino, con rostros de áspides P IV 663 ref. a Hécate-Selene δεῦρο, παρθένε, εἰνοδία καὶ ταυροδράκαινα aquí, virgen, diosa de los caminos, mitad serpiente mitad toro P IV 2613 Ἑκάτη, πολυώνυμε, παρθένε, Κούρα, ἐλθέ, θεά Hécate, que tienes muchos nombres, doncella, Core, ven, diosa P IV 2745 símbolo de Mene P VII 784 ref. a María ὁ ἐλθὼν διὰ τοῦ Γαβριὴλ ἐν τῇ γαστρὶ τῆς Μαρίας, τῆς παρθένου el que vino a través de Gabriel al vientre de María, la Virgen C 13 3 SM 31 1 ref. a una cabra καρκίνον ποτάμιον καὶ στῆρ ποικίλης αἰγὸς παρθένου καὶ κυνοκεφάλου κόπρον, ... ταῦτα βάλε εἰς ὅλμον un cangrejo de río, grasa de una cabra virgen de piel moteada y excremento de papión, echa todo esto en un mortero P IV 2459 P IV 2686 P IV 2709 por ext. y en sent. fig., ref. a tierra σκεύαζε λύχνον ἀμίλτωτον, καὶ κείσθω ἐπὶ λυχνίας πεπλασμένης ἐκ παρθένου γῆς prepara una lámpara no pintada de rojo, que esté sobre un portalámparas modelado con tierra virgen P II 57 2 imagen de doncella ref. a una Hécate dibujada Ἑκάτη τριπρόσωπος ... ἡ δὲ μέση παρθένου una Hécate de tres caras, que la del centro sea de doncella P IV 2123 P IV 2882 II Virgo signo zodiacal, momento para realizar las prácticas σελήνη ἐν παρθένῳ· πανάλωτον πεποιημένον Luna en Virgo: ha de realizarse una práctica que todo lo somete P VII 285 P III 275 σελήνης οὔσης ἀνατολικῆς ἐν κριῷ ἢ λέοντι ἢ παρθένῳ ἢ τοξότῃ cuando la luna esté saliendo en Aries, Leo, Virgo o Sagitario P V 380 πειρῶ δὲ εἶναι τὴν θεὸν ἤτε ἐν ταύρῳ ἢ παρθένῳ ἢ σκορπίῳ ἢ ἐν ὑδρηχόῳ ἢ ἐν ἰχθύσι procura que la diosa (e.e., la luna) se encuentre en Tauro o en Virgo, en Escorpio, en Acuario o en Piscis P XII 309

Spanish

virgen, doncella, Virgo

English (Thayer)

παρθένου, ἡ,
1. a virgin: Homer down; the Sept. chiefly for בְּתוּלָה, several times for נַעֲרָה; twice for עַלמָה i. e. either a marriageable maiden, or a young (married) woman, παρθένος of a young bride, newly married woman, Homer, Iliad 2,514); ἡ παρθένον τίνος, one's marriageable daughter, παρθένον ἁγνή, a pure virgin, one who has never had commerce with women; so of Joseph, in Fabricius, Cod. pseudepigr. Vet. Test. ii., pp. 92,98; of Abel and Melchizedek, in Suidas (10a. and 2450b.); especially of the apostle John, as in Nonnus, metaphorically, ev. Joann. 19,140 (ἠνίδε παρθένον

Greek Monolingual

(I)
η, ΝΜΑ, παρθένα Ν
1. γυναίκα που διατηρεί άρρηκτο τον παρθενικό της υμένα, που δεν έχει έλθει ακόμη σε σαρκική επαφή με άνδρα
2. κόρη, κορίτσι, κοπέλα
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Παρθένος
α) προσωνυμία της Παναγίας
β) αστρον. ζωδιακός αστερισμός, ο έκτος κατά σειράν του ζωδιακού κύκλου και ο μεγαλύτερος του, που βρίσκεται μεταξύ τών αστερισμών του Ζυγού, του Βοιώτου, της Κόμης, της Βερενίκης, του Λέοντος, του Κρατήρος, του Κόρακος, της Ύδρας και της Κεφαλής του Όφεως
νεοελλ.
παροιμ. φρ. «μωρά παρθένος» — άτομο που απέτυχε στους σκοπούς του, όπως οι δέκα παρθένοι της παραβολής του Ευαγγελίου που έμειναν έξω από τον νυμφώνα λόγω ολιγωρίας
αρχ.
1. μνηστή, αρραβωνιαστικιά
2. άγαμη γυναίκα
3. αθηναϊκό νόμισμα που έφερε την κεφαλή της Αθηνάς
4. η κόρη του οφθαλμού
5. ως κύριο όν. α) προσωνυμία διαφόρων θεοτήτων που διατηρούσαν την παρθενία τους, όπως της Αθηνάς, της Αρτέμιδος και της Περσεφόνης
β) προσωνυμία της Ιφιγένειας εν Ταύροις
γ) προσωνυμία διαφόρων θεοτήτων της Ρώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όπως και το λατ. virgo «παρθένα». Εντύπωση προκαλεί και η θεματική μορφή της λ. σε -ος για ένα όνομα θηλυκού γένους. Στην Ινδοευρωπαϊκή, εξάλλου, δεν μαρτυρείται τ. με ανάλογη σημ. Ανεξακρίβωτη παρεμένει και η θεωρία ότι πρόκειται για πελασγικό δάνειο και η σύνδεση του τ. με τη λ. πόρτις «νεαρή κόρη».
ΠΑΡ. παρθενία, παρθενικός, παρθένιο(ν), παρθένιος, Παρθενών(ας), παρθενωπός
αρχ.
παρθενείον, παρθένειος, παρθενιανός, παρθενίας, παρθενίς, παρθενίσκη, παρθενώ, παρθενώδης
αρχ.-μσν.
παρθενεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) παρθενομήτωρ
αρχ.
παρθενοκόμος, παρθενοκτόνος, παρθενόλυτος, παρθενοπίπης, παρθενόσφαγος, παρθενοτροφώ, παρθενόχρως
αρχ.-μσν.
παρθενομάρτυς
μσν.
παρθενογενής, παρθενογέννητος, παρθενοποιός, παρθενοπρεπής, παρθενόφυτος, παρθενόφωνα
μσν.- νεοελλ.
παρθενοφθορία
νεοελλ.
παρθεναγωγείο, παρθεναγωγός, παρθενογένεση, παρθενοκαρπία, παρθενόκισσος, παρθενορραφή. (Β' συνθετικό) αειπάρθενος, απάρθενος
μ(ε)ιξοπάρθενος
αρχ.
αβροπάρθενος, αρχιπάρθενος, γλυκυπάρθενος, δυσπάρθενος, εκπάρθενος, ευπάρθενος, κακοπάρθενος, καλλιπάρθενος, μισοπάρθενος, πολυπάρθενος, συμπάρθενος, ταυροπάρθενος, τριπάρθενος, υποπάρθενος, φιλοπάρθενος, ψευδοπάρθενος
νεοελλ.
ημιπάρθενος, μητροπάρθενος.
(II)
-α, -ο, θηλ. και -ος / παρθένος, -ον, ΝΜΑ, λακων. τ. παρσένος, -ον, Α παρθένος
1. αυτός που διατηρεί την παρθενία του
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρθένο, ο παρθενικός
2. μτφ. αγνός, άσπιλος («παρθένον ψυχὴν ἔχων», Ευρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ο παρθένος
άνδρας που δεν έχει συνουσιαστεί με γυναίκα
νεοελλ.
φρ. α) «παρθένα βλάστηση» — πυκνή και αδιάβατη βλάστηση
β) «παρθένο δάσος» — δάσος με πολύ πλούσια βλάστηση στο οποίο δεν μπορεί κανείς να εισδύσει
γ) «παρθένο έδαφος»
i) έδαφος ανεκμετάλλευτο, δηλ. χέρσο και ακαλλιέργητο επί σειρά ετών, το οποίο διατηρεί ακόμη τη γονιμότητα του
ii) μτφ. χώρος ή κατάσταση άγνωστα και ανεκμετάλλευτα
δ) «παρθένο λάδι» — αγνό λάδι από διαλεγμένες ελιές
ε) «παρθένο μαλλί» — μαλλί που χρησιμοποιείται πρώτη φορά
αρχ.
(για πηγή) καθαρός, αμόλυντος
2. φρ. «παρθένος γῆ» — το χώμα της Σάμου για το οποίο θεωρούσαν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες.

Greek (Liddell-Scott)

παρθένος: Λακων. παρσένος (Ἀριστοφ. Λυσ. 1263-72), ἡ, ὡς καὶ νῦν, κόρη ἄγαμος, κοινῶς «παρθένα», Ὅμ., κλ.˙ ὡσαύτως γυνὴ παρθένος Ἡσ. Θ. 514˙ π. κόρα, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1730˙ π. θυγάτηρ Ξεν. Κύρ. 4. 6, 9˙- καθόλου, κοράσιον (μήπω εἰς γάμον ἐλθόν), Ἰλ. Β. 514, Σοφ. Τρ. 1219, Ἀριστοφ. Νεφ. 530˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γυνή, Σοφ. Τρ. 148, Θεόκρ. 27. 64˙ αἱ ἄθλιαι π. ἐμαί, τὰ δυστυχῆ μου κοράσια, Σοφ. Ο. Τ. 1462˙ ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐπὶ γυναικῶν καθόλου, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1219, πρβλ. 1275˙ ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ κόρα, Εὐριπ. Ἑλ. 1342, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 943˙- ἐν τῇ Λατ. virgo καὶ puella. 2) Παρθένος, ὡς ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 5. 11, 10., 10. 34, 8˙ (ἐντεῦθεν, νόμισμα Ἀθηναϊκὸν ἔχον τύπωμα κεφαλὴν Ἀθηνᾶς, «φιλοῦσι δὲ (δηλ. αἱ ἐν Κορίνθῳ ἑταιρίδες) τὰς ἐξ Ἀθηνῶν παρθένους, ὅταν φέρῃς πολλάς» Πολυδ. Ι´, 75), πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2661b· ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Εὐριπ. Ἱππ. 17˙ ἐπὶ τῆς ἐν Ταύροις Ἰφιγενείας, Ἡρόδ. 4. 103˙ αἱ ἱεραὶ π., ἐπὶ τῶν Ἑστιάδων παρθένων ἐν Ρώμῃ, Διον. Ἁλ. 1. 69, Πλούτ., κτλ.˙ ὡσαύτως, αἱ Ἑστιάδες π. Πλουτ. Κικ. 19˙ καὶ ἁπλῶς, αἱ π., Διον. Ἁλ. 2. 66. 3) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Παρθένου, Ἄρατ. 97. κτλ. 4)= κόρη ΙΙΙ, ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., παρθενικός, ἁγνός, παρθένον ψυχὴν ἔχων Εὐριπ. Ἱππ. 1006˙ μίτρη π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 319˙ μεταφορ., π. πηγὴ Αἰσχύλου Πέρσ. 613, πρβλ. παρθένιος ΙΙ˙ ὦ παρθένοι= ὦ παρθένιοι τριήρεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1302. ΙΙΙ. ὡς ἀρσ. παρθένος, ὁ, ἀνὴρ ἄγαμος, Ἀποκάλ. ιδ´, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b, Ἰακωψίου Ἀνθολ. Π. ἐν τῷ Πίνακι. (Ἡ ῥίζα ἄγνωστος).- Ἐκκλ., ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας, Ἰγνάτ. 717Β, Πολύκαρπ. 1009C, Τατιαν. 862C, 873C· τὸ τάγμα τῶν παρθένων Μεθόδ. 129Β, Ἀθαν. Ι, 232Β, ΙΙ, 921Β, 953Β, κτλ.˙- ἡ παρθένος, ἐπὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 300Β, 1205Α, Ἱππόλ. 624Α, Ὠριγέν. Ι, 668Β, IV, 784Β, Μεθόδ. 349Β, Εὐσ. VI, 833C, Κύριλλ. Ἱερ. 465Β, κλ.

Greek Monotonic

παρθένος: ἡ,
I. 1. κόρη παρθένα, άγαμη κόρη, παρθένος, κοπέλα, κορίτσι, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. Παρθένος, ως όνομα της θεάς Αθηνάς στην Αθήνα, λέγεται και για την Άρτεμη κ.λπ.
II. ως επίθ., παρθενικός, αμόλυντος, αγνός, πάρθενον ψυχὴν ἔχων, σε Ευρ.· μεταφ., παρθένος πηγή, σε Αισχύλ.· παρθένοι τριήρεις, παρθενικά, δηλ. καινούρια, νέα καράβια, σε Αριστοφ.
III. ως αρσ., παρθένος, , ανύπαντρος, άγαμος άντρας, σε Καινή Διαθήκη (άγν. προέλ.).

Mantoulidis Etymological

Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Κατά μερικούς συγγενεύει μέ τά πόρις, πόρτις (=μοσχαράκι) καί τά εὐθενέω (=θάλλω, ἀκμάζω), εὐθένεια.
Παράγωγα: παρθενεία, παρθενεύω, παρθένευμα, παρθένια (=τραγούδια παρθένων μέ συνοδεία αὐλοῦ), παρθενικός, παρθένιος, παρθενών.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: virgin, girl, young woman (Il.).
Other forms: Also παρσένος (Ar.).
Compounds: Compp., e.g. παρθεν-οπῖπα (Λ 385), s. ὀπιπεύω; καλλι-πάρθενος having fair virgins, belonging to a beautiful virgin (E.).
Derivatives: A. Nouns. 1. Dimin. παρθεν-ίσκη, -ισκάριον (Hdn. Gr., gloss.); 2. παρθένιος (analog. -ειος, -ήϊος) vestal (Il.); 3. -ική f. maiden (Il.; Fraenkel Nom. ag. 1, 210ff., Chantraine Études 101f., Specht Ursprung 210), -ικός vestal (LXX, D. S.; Chantraine op. cit. 121 a. 151); 4. -ιον, -ικόν, -ίς name of several plants, artemisia a.o. (Hp., Dsc.; on the naming motive Strömberg Pfl. 100); 5. -ώδης vestal (St. Byz.); 6. -ιανός born under the sign of Virgo (Astr.); 7. -ίας m. son of a maiden (Arist., Str.); 8. -ών (-εών AP a.o.), -ῶνος m. bower, usually name of the temple of Athene παρθένος (Att.). 9. παρθεν-ία (-εία), -ίη f. virginity (Sapph., Pi.). B. Verbs. 1. παρθεν-εύομαι, , also (in elevating meaning) with ἀπο-, δια-, ἐκ-, to be a maiden, to treat as a m. (Ion., A., E.) with -ευμα n. maidens work, son of a maiden (E.), -ευσις f. = -ία (Luc.), -εία id. (E.), partly graphically coincided with -ία, s. Scheller Oxytonierung 34 f. 2. ἀπο-παρθενόω to deflower (LXX).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Morphol. and etymolog. isolated. Several attempts: to εὑθενέω (Brugmann Sächs. Ges. Ber. 1906, 172ff.; w. lit.); to πτόρθος (Cuny REIE 1, 102 ff.); to θῆσθαι suck (Pedersen REIE 1, 192ff.); to OIr. ainder young woman (Pedersen JCeltStud. 1, 4ff.); to Lat. virgō (Schwyzer 297 w. Hirt a.o.; s. Messing Lang. 30, 108); to σκυρθάλιος νεανίσκος H. (Grošelj Živa Ant. 1, 125 f.). -- The word is prob. Pre-Greek. (The -σ- is the Dorian development of θ.)

Frisk Etymology German

παρθένος: {parthénos}
Grammar: f.
Meaning: Jungfrau, Mädchen, junge Frau (seit Il.).
Composita: Kompp., z.B. παρθενοπῖπα (Λ 385), s. ὀπιπεύω; καλλιπάρθενος ‘mit schönen Jungfrauen, einer schönen J. gehörig’ (E.).
Derivative: Mehrere Ableitungen. A. Nomina. 1. Demin. παρθενίσκη, -ισκάριον (Hdn. Gr., Gloss.); 2. παρθένιος (analog. -ειος, -ήϊος) jungfräulich (seit Il.); 3. -ική f. Jungfrau (ep. poet. seit Il.; Fraenkel Nom. ag. 1, 210ff., Chantraine Études 101f., Specht Ursprung 210), -ικός jungfräulich (LXX, D. S. u.a.; Chantraine op. cit. 121 u. 151); 4. -ιον, -ικόν, -ίς N. verschiedener Pflanzen, Artemisia u.a. (Hp., Dsk. usw.; zum Ben.motiv Strömberg Pfl. 100); 5. -ώδης jungfräulich (St.Byz.); 6. -ιανός unter dem Zeichen der Virgo geboren (Astr.); 7. -ίας m. Jungfrauensohn (Arist., Str.); 8. -ών (-εών AP u.a.), -ῶνος m. Jungfrauengemach, gew. Name des Tempels der Athene παρθένος (att.). 9. παρθενία (-εία), -ίη f. Jungfrauschaft (Sapph., Pi. usw.). B. Verba. 1. παρθενεύομαι, -ω, auch (in aufhebender Bed.) mit ἀπο-, δια-, ἐκ-, ‘Jungfrau sein, wie eine J. behandeln’ (ion., A., E. usw.) mit -ευμα n. jungfräuliche Beschäftigung, Jungfrauensohn (E.), -ευσις f. = -ία (Luk.), -εία ib. (E.), z.T. graphisch mit -ία zusammengeflossen, s. Scheller Oxytonierung 34 f. 2. ἀποπαρθενόω entjungfern (LXX).
Etymology: Morphologisch und etymologisch isoliert. Mehrere Versuche: zu εὐθενέω (Brugmann Sächs. Ges. Ber. 1906, 172ff.; m. Lit.); zu πτόρθος (Cuny REIE 1, 102 ff.); zu θῆσθαι saugen (Pedersen REIE 1, 192ff.); zu air. ainder junge Frau (Pedersen JCeltStud. 1, 4ff.); zu lat. virgō (Schwyzer 297 m. Hirt u.a.; s. Messing Lang. 30, 108); zu σκυρθάλιος· νεανίσκος H. (Grošelj Živa Ant. 1, 125 f.). Pelasgische Erklärungen bei v. Windekens Le Muséon 63, 102f. (zu arm. harsn Braut, lat. procus usw.; mit Georgiev), Le Pél. 125 f. (zu πόρτις).
Page 2,474-475

Middle Liddell

παρθένος, ἡ,
I. a maid, maiden, virgin, girl, Hom., etc.
2. Παρθένος, as a name of Athena at Athens, of Artemis, etc.
II. as adj. maiden, virgin, chaste, πάρθενον ψυχὴν ἔχων Eur.: metaph., π. πηγή Aesch.; παρθένοι τριήρεις maiden, i. e. new, ships, Ar.
III. as masc., παρθένος, an unmarried man, NTest. [deriv. uncertain]

English (Woodhouse)

girl, unmarried girl, unmarried maiden, virgin

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

English (Strong)

of unknown origin; a maiden; by implication, an unmarried daughter: virgin.

English (Autenrieth)

virgin, maiden.

Chinese

原文音譯:parqšnoj 爬而帖挪士
詞類次數:名詞(14)
原文字根:在旁 安置(的) 相當於: (בְּתוּלָה‎) (עַלְמָה‎)
字義溯源:童女*,處女,女兒,童身。馬太福音與路加福音都記載,童女馬利亞從聖靈懷孕生出聖者主耶穌,而稱為神的兒子( 路1:35)。所以主耶穌是真神,也是真人,能符合神的要求,照著神的計劃而完成了救贖工作
同源字:1) (παρθενία)童女時期 2) (παρθένος)童女
出現次數:總共(15);太(4);路(2);徒(1);林前(6);林後(1);啓(1)
譯字彙編
1) 童女(5) 太1:23; 太25:1; 太25:7; 太25:11; 路1:27;
2) 女兒(3) 林前7:36; 林前7:37; 林前7:38;
3) 處女(3) 徒21:9; 林前7:28; 林前7:34;
4) 把一個⋯童女(1) 林後11:2;
5) 童身(1) 啓14:4;
6) 童身的人(1) 林前7:25;
7) 一個童女(1) 路1:27

Translations

girl

Abkhaz: аҧҳəызба, аӡӷаб; Afar: awka; Afrikaans: meisie; Aklanon: deaga; Albanian: vajzë; Aleut: asxinux, ayaĝaadax̂; Alutor: ljaŋi; Alviri-Vidari Vidari: کنگ‎; Amharic: ሴት ልጅ, ልጃገረድ; Arabic: بِنْت‎, فَتَاة‎, طِفْلة‎; Egyptian Arabic: بنت‎; Moroccan Arabic: بنت‎, درية‎; Armenian: աղջիկ; Aromanian: featã; Assamese: ছোৱালী; Asturian: neña, ñena; Avar: яс; Azerbaijani: qız; Baluchi: جنک‎; Bashkir: ҡыҙ; Basque: neska; Bavarian: Dirndl, Mädl, Madli, Deandl, Meudl; Belarusian: дзяўчына, дзяўча, дзяўчынка; Bengali: মেয়ে; Breton: plac'h; Budukh: риж; Bulgarian: момиче, девойка, мома, момиченце, девойче; Burmese: သူငယ်မ, မိန်းကလေး, ကောင်မလေး; Buryat: басаган; Catalan: noia, nena, xiqueta, al·lota; Central Franconian: Mädsche; Central Siberian Yupik: neveghsaq; Central Sierra Miwok: kolí-; Chechen: йоӏ; Cherokee: ᎠᏔᏄᏣ; Chickasaw: chipota tiik; Chinese Cantonese: 女仔, 細路女/细路女; Dungan: нүзы, гўнён, ятур, нүвазы; Hakka: 細妹仔/细妹仔; Mandarin: 女孩兒/女孩儿, 女孩子, 姑娘, 女兒/女儿, 丫頭/丫头; Min Nan: 查某囡仔; Wu: 囡兒/囡儿; Chiricahua: 'it'éeké, jeekȩ́n; Chukchi: ӈээккэӄэй; Cimbrian: diirna; Coptic Bohairic: ϣⲉⲣⲓ; Sahidic: ϣⲉⲉⲣⲉ; Crimean Tatar: qız; Czech: holka, děvče, dívka, holčička; Danish: pige; Darkinjung: mirkan; Dolgan: кыыс; Dutch: meisje, meid, meidje, griet, grietje, maagd; Elfdalian: kulla; Erza: тейтерь; Eshtehardi: تیتی‎; Esperanto: knabino; Estonian: tüdruk, plika; Even: асаткан; Evenki: асаткан, хунат; Ewe: nyɔnuvi; Faroese: genta; Finnish: tyttö; French: fille, jeune fille; Friulian: frute, frutate; Galician: nena, meniña, moza, rapaza, rapariga; Georgian: გოგო, გოგონა; German: Mädchen, Mädel, Magd, Wicht; Alemannic German: Goof, Maidle, Maitli, Meitle, Meidschi, Modi, Meetle, Meitji, Moadle, Meiki; East Central German: Madel, Mädel; Gothic: 𐌼𐌰𐌲𐌰𐌸𐍃, 𐌼𐌰𐍅𐌹, 𐌼𐌰𐍅𐌹𐌻𐍉; Greek: κορίτσι; Ancient Greek: ἀκραία, δροσώδης, κόρα, κοράσιον, κόρη, κόριον, κούρα, κούρη, κώρα, κώριον, νεᾶνις, νεῆνις, νῆνις, παιδίσκη, παρθενική, παρθένος, παρσένος, πόρις, πόρτις, πῶλος, ταλιθά; Greenlandic: niviarsiaq; Guaraní: kuñataĩ, mitãkuña; Hausa: yarinya; Hawaiian: kaikamahine, wahine ʻōpio; Hebrew: יַלְדָּה‎, נַעֲרָה‎; Hiligaynon: babaye, dalaga; Hindi: लड़की; Hiri Motu: kekeni; Hungarian: lány; Icelandic: stúlka, stelpa, telpa; Ido: yunino, puerino; Indonesian: anak perempuan, gadis; Ingrian: tyttö; Ingush: йоӏ; Interlingua: puera, pupa; Inupiaq: niaqsaaʁruk; Irish: cailín; Italian: bambina, ragazza; Japanese: 女の子, 少女, 女子, 乙女; Jicarilla: ch'eekéé; Kabyle: ⵜⴰⵇⵛⵉⵛⵜ; Kalmyk: күүкн; Kamba: mwiitu; Kashmiri: کوٗر‎, لٔڑکی‎, کٔٹ‎; Kashubian: dzéwczã; Kazakh: қыз; Khmer: ក្មេងស្រី; Khoekhoe: ǀgôas; Kikuyu: karĩgũ, karĩĩgũ, kĩrĩgũ, mũirĩtu, mũirĩĩtu; Koch Rajbangsi: চেংৰী; Korean: 소녀(少女), 여자(女子)아이, 녀자(女子)아이; Krio: titi; Kurdish Central Kurdish: کچ‎; Northern Kurdish: keç; Kyrgyz: кыз; Ladin: muta; Lao: ເດັກຍິງ; Latgalian: meitine, mārga; Latin: puella, pura, puera, adolescens; Latvian: meitene, meiča, skuķis, skuķe; Lezgi: руш; Lithuanian: mergina, mergaitė; Livonian: neitški; Lombard: tósa, tusa; Louisiana Creole French: fiy; Luganda: omuwala; Luo: nyathina; Luxembourgish: Meedchen; Macedonian: чупе, девојка, девојче; Malagasy: tovovavy; Malay: gadis; Malayalam: പെൺകുട്ടി; Maltese: tfajla; Manchu: ᡤᡝᡤᡝ; Maori: taitamāhine, kōhine, hine, kōtiro, kōhaia, tamahine; Marathi: मुल्गी; Maricopa: mshhay; Mazanderani: کیجا‎; Meru: mwari; Mingrelian: ძღაბი, ცირა; Mizo: hmeichhe naupang, nula; Mohawk: eksà:ʼa; Mongolian Cyrillic: охин; Motu: kekeni; Mwani: mwari; Mòcheno: diarn; Naga Pidgin: chokri; Navajo: atʼééd; Neapolitan: peccerella, nenna; Nepali: केटी; Norman: hardelle; North Frisian: foomen; Norwegian Bokmål: jente, pike; Nynorsk: jente, jenta; O'odham: cehia; Occitan: dròlla, drolleta, gojata, filha; Old Church Slavonic Cyrillic: дѣва, дѣвица; Old English: mæġden; Old Prussian: mērgā; Oromo: dubara; Ossetian: чызг; Ottoman Turkish: بنت‎, دختر‎, قیز‎; Pali: kaññā; Pashto: نجلۍ‎, ووړکۍ‎; Persian: دختر‎; Plautdietsch: Mejal, Mäakjen; Polish: dziewczyna, dziewczę, dziewa, dziewczynka, dziołcha, dziewoja, dziewczę, dziewka, dzieweczka; Portuguese: garota, menina, moça, rapariga; Punjabi: ਕੁੜੀ; Quechua: taski; Rhine Franconian: Maadche; Romani: ćhaj, rakli; Kalo Finnish Romani: tšai, rakli; Vlax Romani: ćhej, rakli; Romanian: fată, copilă; Russian: девушка, девочка, девчонка, девица; Rusyn: дівча; Sami Inari: nieidâ; Northern: nieida; Skolt: nijdd; Southern: nïejte; Samoan: teine; Sanskrit: बाला, कन्या; Scots: lassie; Scottish Gaelic: caileag, nighean, nighneag, nìonag; Seraiki: چُھوہِر‎; Serbo-Croatian Cyrillic: дѐво̄јка, дјѐво̄јка; Roman: dèvōjka, djèvōjka; Sidamo: seemo; Sirenik: náẋserráẋ; Slovak: dievča, dievčatko; Slovene: dekle, deklica; Somali: inan; Sorbian Lower Sorbian: źowćo; Upper Sorbian: dźowćo; Spanish: niña, muchacha, chica, cabra, chamaca, lola, nena, chiquilla; Sumerian: 𒆠𒂖; Svan: დინა; Swabian: Mädle, Fehl, Fohl, Boscha; Swahili: msichana, mwari; Swedish: flicka, tjej, jänta, tös; Sylheti: ꠙꠥꠞꠤ, ꠍꠥꠞꠉꠤ; Tagalog: babae, batang babae, dalaga; Tajik: духтар; Talysh Asalemi: کله‎; Tamil: சிறுமி, பெண்; Taos: upę̀yu'úna; Tatar: кыз; Telugu: అమ్మాయి, కన్య, బాలిక, పిల్ల; Thai: เด็กผู้หญิง, เด็กหญิง, เด็กสาว; Tibetan: བུ་མོ; Tupinambá: kunhãta'ĩ, kunhãmuku; Turkish: kız; Turkmen: gyz; Tuvan: уруг, кыс; Tzotzil: tseb; Udmurt: нылмурт; Ugaritic: 𐎔𐎙𐎚; Ukrainian: ді́вчина, ді́вчинка, дівча, дівчатко; Urdu: لڑکی‎; Uyghur: قىز‎; Uzbek: qiz; Venetian: tóxa, toxata; Veps: neičukaine, neižne; Vietnamese: cô gái, con gái, gái; Vilamovian: miöed; Volapük: jicil; Walloon: båshele, feye; Welsh: bachgennes, geneth; West Frisian: famke, faam; Western Apache: at'eedn, at'een, it'eedn, it'een, it'éédn, it'één, na'ilín, it'ídé, at'eedn; Wiradhuri: migay; Yakut: кыыс; Yiddish: מיידל‎ or; Yucatec Maya: chʼúupal; Yup'ik: neviarcaq; Yámana: čule-kipa; Zazaki: kena

virgin

Afrikaans: maagd; Albanian: virgjëreshë; Arabic: بِكْر‎, عَذْرَاء‎; Armenian: կույս; Aromanian: virghirã, virghir; Asturian: virxe; Azerbaijani: bakirə, bakir; Belarusian: няві́ннік, няві́нніца; Bulgarian: девственик, девственица, девица; Catalan: verge; Chinese Mandarin: 處女/处女, 處子/处子, 處男/处男; Coptic: ⲡⲁⲣⲑⲉⲛⲟⲥ, ⲣⲟⲟⲩⲛⲉ; Czech: panna, panic; Danish: jomfru, mø; Dutch: maagd; Dzongkha: ཁ་གསར, གསར་གཙང; Elfdalian: jummfru; Esperanto: virgulo, virgulino; Estonian: neitsi; Etruscan: 𐌚𐌀𐌓𐌈𐌀𐌍𐌀 class animate, 𐌚𐌀𐌓𐌈𐌍𐌄 class animate; Faroese: moyggj, moy, jomfrú; Finnish: neitsyt; French: vierge, puceau, pucelle; Galician: virxe; Georgian: ქალწული, ქალიშვილი, უმანკო, უბიწო; German: Jungfrau; Gothic: 𐌼𐌰𐌲𐌰𐌸𐍃; Greek: παρθένα; Ancient Greek: ἀαλμά, ἀδάματος, ἀδαής, ἀδαμάστωρ, ἀδμής, ἀδμῆτις, ἀκήρατος, ἀκηράσιος, ἀμιγής, ἀμνάς, ἀνήρης, ἀνήροτος, ἀναρότρευτος, ἀνυμφής, ἀπείρανδρος, ἀπειρολεχής, ἀπειρόγαμος, ἀταύρωτος, ἀφάρωτος, ἄβατος, ἄγαμος, ἄδμητος, ἄθικτος, ἄκτιτος, ἄλεκτρος, ἄλοχος, ἄφαρος, κόρη ἄχραντος, παρθένος, παρσένος; Greenlandic: arnaq ueqanngitsoq; Hebrew: בָּתוּל‎, בְּתוּלָה‎; Hindi: कुँआरी, कुंवारी; Hittite: 𒋗𒌒𒁉𒌍𒊭𒀸; Hungarian: szűz; Icelandic: jómfrú, hrein mey, hreinn sveinn; Indonesian: perawan, perjaka; Irish: maighdean; Italian: vergine, vergine; Japanese: 処女, 処子, 未通女, 生娘, 童貞, バージン; Korean: 처녀(處女), 숫처녀, 동정녀(童貞女), 총각, 아다; Kurdish Northern Kurdish: keçîn; Latin: virgo; Latvian: jaunava; Lithuanian: mergelė; Macedonian: девица; Maori: puhi, wāhina; Nahuatl: chipuchica; Norman: vièrge; Northern Sami: buhtisnieida; Norwegian: jomfru; Old Church Slavonic Cyrillic: дѣва, дѐвaц, дjѐвaц; Old English: fǣmne; Old Saxon: fēmia, magath, thiorna; Persian: دوشیزه‎, باکره‎, جوان‌زن‎; Plautdietsch: Junkfru; Polish: prawiczek, dziewica; Portuguese: virgem; Romanian: fecioară, virgină, virgin, fată mare; Romansch: virgina; Russian: девственник, девственница, целка; Sanskrit: अक्षता, कन्या; Scottish Gaelic: òigh, maighdeann, ainnir; Serbo-Croatian Cyrillic: дѐвица, дјѐвица; Roman: dèvica, djèvica, devac, djevac; Slovak: panna; Slovene: devičnik, devica; Spanish: virgen, doncel, doncella, señorita; Swahili: bikira, mwanamwali; Swedish: jungfru, oskuld; Tagalog: putli; Tajik: бокира, афифа; Telugu: కన్య; Thai: บริสุทธิ์, ซิง; Turkish: bakir, bakire, erden, virjin; Ukrainian: незайманець, незаймана, ді́ва; Uzbek: ma'suma, bokira; Welsh: gwyry, morwyn; Western Bukidnon Manobo: raɣa; Yiddish: בתולה‎; Yup'ik: nas'ak