τέχνη

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέχνη Medium diacritics: τέχνη Low diacritics: τέχνη Capitals: ΤΕΧΝΗ
Transliteration A: téchnē Transliteration B: technē Transliteration C: techni Beta Code: te/xnh

English (LSJ)

ἡ, (τέκτων)
A art, skill, cunning of hand, especially in metalworking, Od.3.433, 6.234, 11.614; also of a shipwright, Il.3.61; of a soothsayer, A.Ag.249 (pl., lyr.), Eu.17, S.OT389, etc.; τέχναι ἑτέρων ἕτεραι Pi.N.1.25; ὤπασε τέχναν πᾶσαν = gave every kind of skill Id.O.7.50.
2 craft, cunning, in bad sense, δολίη τέχνη Od.4.455, Hes.Th.160: pl., arts, wiles, Od.8.327.332, Hes.Th.496,929; δολίαις τέχναισι χρησάμενος Pi.N.4.58; τέχναις τινός by his arts (or simply by his agency), Id.O.9.52, P.3.11; τέχνην κακὴν ἔχει he has a bad trick, Hes.Th.770, cf. Pi.I.4(3).35(53), S Ph.88, etc.
3 way, manner, or means whereby a thing is gained, without any definite sense of art or craft, μηδεμιῇ τέχνῃ = in no wise, Hdt.1.112; ἰθέῃ τέχνῃ = straightway, Id.9.57; πάσῃ τέχνῃ = by all means, Ar.Nu.1323, Th.65, Ec.366; παντοίᾳ τέχνῃ S.Aj.752, etc.; οὐκ ἀποστήσομαι.. οὔτε τέχνῃ οὔτε μηχανῇ οὐδεμιᾷ IG12.39.22; πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ X.An.4.5.16; μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ Lys.13.95.
II an art, craft, πᾶσαι τέχναι βροτοῖσιν ἐκ Προμηθέως A.Pr. 506, cf. IG12.678; τὴν τέχνην ἐπίστασθαι to know the craft, Hdt.3.130; φλαύρως ἔχειν τὴν τέχνην ibid.; τῆς τέχνης ἔμπειρος Ar.Ra.811; ταύτην τέχνην ἔχει he makes this his trade, Lys.1.16, cf. 6.7; ἐν τῇ τέχνῃ εἶναι practise it, S.OT562, Pl.Prt. 317c; ἐπὶ τέχνῃ μαθεῖν τι = to learn a thing professionally, opp. ἐπὶ παιδείᾳ, ib.312b, cf. 315a; τέχναι καὶ ἐργασίαι X.Mem.3.10.1; τέχνην τὸ πρᾶγμα πεποιημένοι having made a trade of it, D.37.53; τέχνας ἀσκεῖν, μελετᾶν, ἐργάζεσθαι, to practise them,X.Cyr.1.6.26,41 (Pass.), Oec.4.3; πατρῴαν τέχναν ἐργάζεσθαι ἁλιεύεσθαι Πρακτικὰ Ἀρχ. Ἑτ.1932.52 (Dodona, iv B.C.); ἰατρὸς τὴν τέχνην POxy. 40.5 (ii A.D.); τεθεραπευκὼς ἀνεγκλήτως τῇ τέχνῃ, of a barber, PEnteux. 47.3 (iii B.C.); παραμενῶ πρὸς ὑπηρεσίαν τῆς τέχνης (viz. weaving) Sammelb. 7358.20 (iii A.D.); ἀπὸ τεχνῶν τρέφεσθαι live by them, X.Lac. 7.1.
III an art or craft, i.e. a set of rules, system or method of making or doing, whether of the useful arts, or of the fine arts, Epich.171.11, Pl.Phdr.245a, Arist.Rh.1354a11, EN1140a8; ἡ ἐμπειρία τέχνην ἐποίησεν, ἡ δ' ἀπειρία τύχην Polus ap. eund.Metaph. 981a4; ἡ περὶ τοὺς λόγους τέχνη the Art of Rhetoric, Pl.Phd. 90b; οἱ τὰς τέχνας τῶν λόγων συντιθέντες systems of rhetoric, Arist.Rh.1354a12, cf. Isoc.13.19, Pl.Phdr.271c, Phld.Rh.2.50 S., al.; hence title of various treatises on Rhetoric (v. VI; but rather tricks of Rhetoric, in Aeschin. 1.117); τέχνῃ = by rules of art, Pl.Euthd.282d; ἢ φύσει ἢ τέχνῃ Id.R. 381b; τέχνῃ καὶ ἐπιστήμῃ Id.Ion532c; ἄνευ τέχνης, μετὰ τέχνης, Id.Phd.89e: τέχνη defined as ἕξις ὁδοποιητική, Zeno Stoic.1.20, cf. Cleanth. ib.1.110.
IV = τέχνημα, work of art, handiwork, κρατῆρες... ἀνδρὸς εὔχειρος τέχνη S.OC472; ὅπλοις... Ἡφαίστου τέχνῃ Id.Fr. 156, cf. Str.14.1.14, PLond.3.854.4 (ii A.D.), Paus.6.25.1, al.
V = συντεχνία, ἡ τέχνη τῶν λιθουργῶν, τῶν σακκοφόρων, Dumont-Homolle Mélanges d' archéol. et d' épigr.p.378 No.65,66 (Perinthus); τέχνη βυρσέων, τέχνη συροποιῶν, IGRom.1.717,1482 (both Philippopolis); τοὺς καταλειπομένους ἀπὸ τῇς τέχνης BGU1572.12 (ii A.D.); ὁ χαλκεὺς ἀπὸ τῆς τέχνης SIG 1140 (Amphipolis).
VI treatise on Grammar, D.T. tit., or on Rhetoric, Anaximenes Lampsacenus tit.

German (Pape)

[Seite 1103] (mit τεύχω zusammenhangend, wie mit τίκτω, τεκεῖν), ἡ, 1) Kunst, Handwerk; bei Hom. bes. von der Kunst des Metallarbeiters, ὅπλ' ἐν χερσὶν ἔχων χαλκήϊα, πείρατα τέχνης, Od. 3, 433. 6, 234. 11, 614. 23, 161; von der Schiffsbaukunst, ὅς ῥά τε τέχνῃ νήϊον ἐκτάμνῃσιν, Il. 3, 61; πολλὰς ἐκμαθήσονται τέχνας, Aesch. Prom. 254; πᾶσαι τέχναι βροτοῖσιν ἐκ Προμηθέως, 504, u. öfter; ὁ μάντις οὗτος ἦν ἐν τῇ τέχνῃ, Soph. O. R. 562, vgl. 357; γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, Ai. 350, u. öfter; τέχνη μαντική, Eur. Phoen. 779; τῆς τέχνης ἐμπειρος, Ar. Ran. 810; οὐκ ἐπὶ τέχνῃ ἔμαθες, nicht um ein Gewerbe damit zu treiben, Plat. Prot. 312 b; vgl. Xen. τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων καὶ ἐργασίας ἕνεκα χρωμένων, Mem. 3, 10, 1; von der Kochkunst, 3, 14, 5; οἳ τέχνην τὸ πρᾶγμα πεποιημένοι, die daraus ein Handwerk machen, Dem. 37, 53; von der Heilkunst, Her. 3, 130, wie Arist. de sens. 1; vom Gewerbe des Kornhändlers, Handelszweig, Lys. 22, 16; ὅσοι τέχνας ἔχουσιν, 24, 19, von Gewerben, wie sie im μυροπωλεῖον, κουρεῖον, σκυτοτομεῖον betrieben werden, wie Lys. selbst hinzusetzt. – Übh. Kunstfertigkeit, ὤπασε πᾶσαν τέχναν,· Pind. Ol. 7, 50, u. sonst; und das durch Kunst Bereitete, das Kunstwerk, κρατῆρές εἰσιν ἀνδρὸς εὐχειρος τέχνη, Soph. O. C. 473; auch die freie, schöne Kunst, die Wissenschaft, bes. die wissenschaftliche Bearbeitung der Redekunst, auch wohl die Grammatik und die Theorie der Dichtkunst, ὡς ἐκ τέχνης ἱκανὸς ποιητὴς ἐσόμενος, Plat. Phaedr. 245 a, vgl. Ion 533 e; ῥητορική, 270 b; ἡ περὶ τοὺς λόγους τέχνη, Phaed. 90 b; ἢ φύσει ἢ τέχνῃ, Rep. II, 381 b; vgl. nach τὰς Ὀδυσσέως καὶ Νέστορος τέχνας περὶ λόγων, Phaedr. 261 b. – 2) Kunstgriff, List, Betrug; δολἰη τέχνη, Od. 4, 455. 529; Hes. Th. 160. 540; αἱ τέχναι, das schlau, listig Ersonnene, Od. 8, 327. 332; listige Anschläge, Hes. Th. 496. 929; τέχνην κακὴν ἔχει, er hat boshafte Tücken, Arglist, vom Kerberos, 770; ἀνδρῶν χειρόνων τέχνα καταμάρψαισ' ἔσφαλε κρέσσονα, Pind. I. 3, 53; δολίαις τέχναισι χρησάμενος, N. 4, 58; παντοίᾳ τέχνῃ εἶρξαι Αἴανθ' ὑπὸ σκηναῖσι, Soph. Ai. 739; οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς, Phil. 88; Μοίρας δολίῳ σφήλαντι τέχνῃ, Eur. Alc. 35; δειναὶ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας, I. T. 1032; Hel. 1637; Plat. Legg. XI, 936 d. – Dah. πάσῃ τέχνῃ, auf jede Weise, Ar. Th. 65 Eccl. 366; übh. Art und Weise, Mittel Etwas durchzusetzen; μηδεμιῇ τέχνῃ, auf keine Weise, durchaus nicht, Her. 1, 112; ἰθείῃ τέχνῃ, offenbarer Weise, 9, 57; πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ, Xen. An. 4, 5, 16; οὐ παραβήσομαι τέχνῃ οὐδὲ μηχανῇ οὐδεμιᾷ, Thuc. 5, 47.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 art manuel, industrie ; exercice d'une industrie, métier, profession : ἐν τῇ τέχνῃ εἶναι vivre d'un métier;
2 art, habileté à faire qch ; particul. habileté manuelle ; habileté dans les ouvrages de l'esprit ; au plur. πολεμικαὶ τέχναι XÉN habileté dans les choses de la guerre ; en gén. toute connaissance théorique, manière de traiter qch, méthode ; en mauv. part habileté artifice, ruse, intrigue, machination;
3 en gén. moyen, expédient en b. et mauv. part : πάσῃ τέχνῃ à tout prix ; πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ XÉN par tous les moyens ; μηδεμιῇ τέχνῃ HDT d'aucune manière ; ἰθέῃ τέχνῃ HDT par un moyen direct, tout droit, sans détour, ouvertement;
4 produit d'un art, œuvre d'art, œuvre;
5 traité sur un art ; au plur. αἱ τέχναι traités de rhétorique.
Étymologie: R. Τεκ, enfanter ; v. τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

τέχνη: дор. τέχνᾱ
1 искусство, ремесло, профессия, Aesch., Soph., Her., Xen.: ἐν τῇ τέχνῃ εἶναι Soph., Plat. заниматься каким-л. делом;
2 искусство, мастерство, умение, Hom.: τέχνῃ или μετὰ τέχνης Plat. искусно, умело; ἡ περὶ τοὺς λόγους τ. Plat. или τ. τῶν λόγων Arst. искусство красноречия;
3 хитрость, уловка, интрига, Hom., Pind., Trag., Xen.: ἔφυν οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς Soph. я не рожден для низких интриг; τέχνῃ ἐπιθέσθαι Thuc. напасть хитростью;
4 способ, средство, прием: ἰθέῃ τέχνῃ Her. напрямик, прямо, открыто; πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ Xen. всеми способами и средствами;
5 произведение, изделие (ἀνδρὸς εὔχειρος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

τέχνη: ἡ· (√ΤΕΚ, τίκτω)· ― ὡς καὶ νῦν, τέχνη, εὐφυΐα, δεξιότης ἐν τῇ ἐργασίᾳ, μάλιστα ἐν τῇ ἐργασίᾳ τῶν μετάλλων, Ὀδ. Γ. 433., Ζ. 234., Λ. 614., Ψ. 161· ὡσαύτως ἐπὶ ναυπηγοῦ, ἀνέρος, ὅς ῥά τε τέχνη νήϊον ἐκτάμνῃσιν Ἰλ. Γ. 61· ἐπὶ μάντεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 249, Εὐμ. 17, Σοφ. Ο. Τ. 389, 562, κλπ.· τέχναι ἑτέρων ἕτεραι Πινδ. Ν. 1. 36· ὤπασε πᾶσαν τ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7. 91, κλπ. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, πανουργία, οὐδ’ ὁ γέρων δολίης ἐπελήθετο τέχνης Ὀδ. Δ. 455, Ἡσ. Θεογ. 160· ἐν τῷ πληθ., πανουργίαι, τεχνάσματα, ὡς ἐν τῇ Λατ. malae artes, ἄσβεστος δ’ ἄρ ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσιν, τέχνας εἰσορόωσι πολύφρονος Ἡφαίστοιο Ὀδ. Θ. 327, 332, Ἡσ. Θεογ. 496, 929· δολίαις τέχναισι χρησάμενος Πινδ. Ν. 4. 93· τέχναις τινός, μὲ τὰ τεχνάσματά τινος (ἢ ἁπλῶς διὰ μέσου τινός), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 78, Π. 3. 20· τέχνην κακὴν ἔχει, κακὸν τέχνασμα, Ἡσ. Θεογ. 770· οὕτω καὶ Πινδ. Ι. 4. 57 (3. 53), Σοφ. Φιλ. 88, κλπ. 3) τρόπος ἢ μέσα, δι’ ὧν ἐπιτυγχάνεταί τι πρᾶγμα, ἄνευ ὡρισμένης ἐννοίας δεξιότητος ἢ πανουργίας, μηδεμιῇ τέχνῃ, κατ’ οὐδένα τρόπον, Ἡρόδ. 1. 112· ἰθείῃ τέχνῃ, εὐθύς, ἀμέσως, ὁ αὐτ. 9. 57· πάσῃ τέχνῃ, κατὰ πάντα τρόπον, Ἀριστοφάν. Νεφ. 1323, Θεσμ. 65, Ἐκκλ. 366· παντοίῃ τ. Σοφ. Αἴ. 752, κλπ.· πάσῃ τ. καὶ μηχανῇ Ξενοφ. Ἀνάβ. 45, 5, 16· μήτε τ. μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ Λυσί. 139. 7. ΙΙ. «τέχνη», ἐπάγγελμα, ἐπίστασθαι τὴν τ. Ἡρόδ. 3. 130· φλαύρως ἔχειν τὴν τ. αὐτόθι· πᾶσαι τέχναι βροτοῖσιν ἐκ Προμηθέως Αἰσχύλ. Πρ. 506· τῆς τέχνης ἔμπειρος Ἀριστοφάν. Βάτρ. 811· τέχνην ταύτην ἔχει, τοῦτο ἔχει ὡς ἐπάγγελμα, Λυσί. 93. 17., 103. 43· ἐν τῇ τέχνῃ εἶναι, ἀσκεῖν τὴν τέχνην, Σοφ. Ο. Τ. 562, Πλάτ. Πρωτ. 317C· ἐπὶ τέχνῃ μανθάνειν τι, μανθάνειν τι ὡς ἐπάγγελμα, ἀντίθετ. τῷ ἐπὶ παιδείᾳ, αὐτόθι 312Β, 315Α· τέχναι καὶ ἐργασίαι Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· τέχνην ποιοῦμαί τι, κάμνω τι ἐπάγγελμά μου, Δημ. 982. 2· τ. ἀσκεῖν, μελετᾶν, ἐργάζεσθαι Ξενοφ. Κύρ. 1. 6, 26 καὶ 41, Οἰκ. 4. 3· ἀπὸ τεχνῶν τρέφεσθαι, τρέφεσθαι δι’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 7, 1. ΙΙΙ. τέχνη ὡς σύστημα κανόνων, συστηματικὴ μέθοδος τοῦ ποιεῖν τι ἢ τοῦ πράττειν, ἐναντίον τῆς ἁπλῆς ἐμπειρίας, ἐπί τε τῶν βαναύσων καὶ τῶν καλῶν τεχνῶν, Πλάτ., κλπ.· ἴδε Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 2, Ἠθ. Νικ. 6. 4, 3, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 3 κἑξ.· ἡ περὶ τοὺς λόγους τ., ἡ τέχνη τῆς Ρητορικῆς Πλάτ. Φαίδων 90Β· οἱ τὰς τέχνας τῶν λόγων συντιθέντες, τὰ συστήματα ῥητορικῆς, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 3, πρβλ. Ἰσοκρ. 295Α (ἀλλὰ μᾶλλον, τεχνάσματα ῥητορικά, παρ’ Αἰσχίν. 16, 31)· ὡσαύτως, πολεμικαὶ τ. Ξενοφ. Κύρ. 1. 6, 26· αἱ εὑρημέναι εἰς πόλεμον τ. αὐτόθι 14· τέχνῃ, διὰ τῶν κανόνων τῆς τέχνης, Πλάτ. Εὐθύδ. 282D· ἢ φύσει ἢ τέχνῃ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 381Β· τέχνῃ καὶ ἐπιστήμῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 532C· μετὰ τέχνης, ἄνευ τέχνης ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 89D· IV. = τέχνημα, ἔργον τέχνης, ἔργον τῶν χειρῶν, χειροτέχνημα, κρατῆρες..., ἀνδρὸς εὔχειρος τέχνη Σοφ. Ο. Κ. 472· ὅπλοις..., Ἡφαίστου τέχνῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 168, καὶ συχν. παρὰ Παυσ.

English (Autenrieth)

(cf. τίκτω, τεκεῖν): art, skill, device, craft, cunning, Od. 4.455, 529. (Od. and Il. 3.61.)

English (Strong)

from the base of τίκτω; art (as productive), i.e. (specially), a trade, or (generally) skill: art, craft, occupation.

English (Thayer)

τέχνης, ἡ (from τεκεῖν, see τέκτων), from Homer down, art: universally, A. V. craft); of the plastic art, trade (as often in Greek writings), Acts 18:3.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και λοκρ. τ. τέκνα Α
1. η επιτηδειότητα στην εκτέλεση χειρωνακτικού έργου, δεξιοτεχνία (α. «το κλάδεμα της ελιάς θέλει τέχνη» β. «το έπιπλο είναι φτειαγμένο με πολλή τέχνη» γ. «ὅπλ' ἐν χερσὶν ἔχων χαλκήια, πείρατα τέχνης», Ομ. Οδ.)
2. επάγγελμα, επιτήδευμα (α. «ασκεί την τέχνη του υδραυλικού» β. «πυρός, ἀφ' οὗ γε πολλὰς ἐκμαθήσονται τέχνας», Αισχύλ.)
3. τέχνασμα, απάτη, δόλος, πονηριά
νεοελλ.
1. κάθε εμπειρία που αποκτάται από την άσκηση ενός έργου («η μαγειρική τέχνη»)
2. η δημιουργία καλλιτεχνημάτων, έργων με αισθητική αξία, καλλιτεχνία («η ζωγραφική τέχνη»)
3. έκφραση του ιδεώδους, του ωραίου στα ανθρώπινα έργα
4. φρ. α) «καλές τέχνες» — οι τέχνες που αποβλέπουν στη δημιουργία του ωραίου και στην ικανοποίηση του καλαισθητικού αισθήματος του ανθρώπου, ανεξάρτητα από τον ενδεχόμενο χρηστικό χαρακτήρα τους ή την κοινωνική λειτουργικότητά τους και που περιλαμβάνουν τις εικαστικές και τις διακοσμητικές τέχνες
β) «διακοσμητικές τέχνες» — οι τέχνες που εξυπηρετούν την παραγωγή στοιχείων προοριζόμενων για τη διακόσμηση καθώς και αντικειμένων πρακτικής χρήσης ή μη, τα οποία έχουν αισθητική αξία, όπως είναι η αγγειοπλαστική, η υφαντουργία, η μεταλλοτεχνία και η επιπλοποιία
γ) «πλαστικές τέχνες» ή «εικαστικές τέχνες» ή «παραστατικές τέχνες» ή «εικονιστικές τέχνες» ή «οπτικές τέχνες» — οι τέχνες που αποτείνονται στην όραση, όπως η αρχιτεκτονική, η γλυπτική, η ζωγραφική, ο χορός, ο κινηματογράφος και η τηλεόραση
δ) «μηχανική τέχνη» — τεχνική και καλλιτεχνικά ρεύματα που χαρακτηρίζονται από τη χρήση εικόνων βιομηχανικού τύπου παραγόμενων με φωτομηχανικά μέσα
ε) «έβδομη τέχνη» — ο κινηματογράφος
στ) «λαϊκή τέχνη» — η τέχνη της κατασκευής αντικειμένων αρχιτεκτονικής, χειροτεχνίας, διακοσμητικής, κεντητικής, υφαντουργίας, γλυπτικής, αργυροχοΐας, μεταλλοτεχνίας, κεραμεικής και ζωγραφικής, τα οποία δημιουργούνται από προικισμένους λαϊκούς καλλιτέχνες λόγω αναγκαιότητας και πρακτικής σκοπιμότητας της καθημερινής ζωής
ζ) «πολεμική τέχνη» — βλ. πολεμικός
η) «παλιά μου τέχνη κόσκινο» — λέγεται για άτομα που είναι έμπειρα σε ορισμένα πράγματα
5. παροιμ. «μάθε τέχνη κι άσ' τηνε κι αν πεινάσεις πιάσ' τηνε» — είναι απαραίτητη σε όλους η γνώση και η κατοχή μιας τέχνης
νεοελλ.-μσν.
φρ. «ελευθέριες τέχνες», «ελευθέριοι τέχναι»
(κατά τον Μεσαίωνα) οι διάφορες θεωρητικές επιστήμες, όπως αυτές διδάσκονταν στις σχολές και στα πανεπιστήμια, οι οποίες κατανέμονταν σε δύο ομάδες, το τρίβιουμ, δηλαδή γραμματική, ρητορική, διαλεκτική και το κουαντρίβιουμ, δηλαδή αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία, μουσική
αρχ.
1. (χωρίς κακή σημ.) τρόπος, μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται κάτι
2. ικανότητα για εφαρμογή γνώσεων που αποκτήθηκαν θεωρητικά με κατάλληλη μέθοδο, σε αντιδιαστολή προς την απλή εμπειρία («οἱ τὰς τέχνας τῶν λόγων συντιθέντες», Αριστοτ.)
3. έργο με αισθητική αξία, καλλιτέχνημα («ἐλέφαντος δέ ἐστι καὶ χρυσοῦ, τέχνη Φειδίου», Παυσ.)
4. η συντεχνία τών τεχνιτών («ἡ τέχνη τῶν λιθουργῶν», επιγρ.)
5. διατριβή, πραγματεία περί ρητορικής ή περί γραμματικής
6. φρ. α) «Ποιητικὴ τέχνη» — τίτλος έργου του Αριστοτέλους
β) «μηδεμῇ τέχνῃ» — κατ' ουδένα τρόπο (Ηρόδ.)
γ) «πάσῃ τέχνῃ» — με κάθε τρόπο (Αριστοφ.-Σοφ.)
δ) «ἰθέῃ τέχνῃ» — ευθύς, αμέσως (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος ο οποίος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα teks- «πλέκω, συνδέω, κατασκευάζω» (βλ. λ. τέκτονας). Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ. τέκτ-σνᾱ < θ. τεκτ- (για την απόδοση του IE ks- ως –κτ στην Ελληνική, βλ. λ. άρκτος) + κατάλ. -σνᾱ (πρβλ. αράχνη, πάχνη). Αξιοσημείωτο είναι ωστόσο ότι το σύμπλεγμα -κτσ- είναι μοναδικό στην ελληνική γλώσσα. Σημασιολογικά, η λ. δηλώνει τον τρόπο, το μέσο, την τεχνική και αντιπαραβάλλεται τόσο στη λ. φύσις όσο και στη λ. ἐπιστήμη.

Greek Monotonic

τέχνη: ἡ (τίκτω
I. τέχνη, ευφυΐα, επιδεξιότητα στην εργασία, επιτηδειότητα στο χέρι, ιδίως λέγεται για την επεξεργασία των μετάλλων, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ναυπηγό, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για μάντη, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. με αρνητική σημασία, πανουργία, δολίη τέχνη, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., πανουργίες, τεχνάσματα, στο ίδ. κ.λπ.
3. τρόπος ή μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται κάποιο πράγμα, χωρίς καμία έννοια επιδεξιότητας ή πανουργίας, μηδεμιῇ τέχνῃ, με κανέναν τρόπο, σε Ηρόδ.· πάσῃ τέχνῃ, με κάθε τρόπο, σε Αριστοφ.· παντοίῃ τέχνῃ, σε Σοφ.
II. τέχνη, επάγγελμα, ἐπίστασθαι τὴν τέχνην, να γνωρίζεις την τέχνη του, σε Ηρόδ.· ἐν τῇ τέχνῃ εἶναι, ασκεί την τέχνη, σε Σοφ.· ἐπὶ τέχνῃ μανθάνειν τι, μαθαίνω κάτι ως επάγγελμα, σε Πλάτ.· τέχνην ποιεῖσθαί τι, κάνω κάτι επάγγελμά μου, σε Δημ.
III. τέχνη, δηλ. σύστημα κανόνων, συστηματική μέθοδος του να φτιάχνεις ή να κάνεις κάτι, σε Πλάτ., Αριστ.· ἢ φύσει ἢ τέχνῃ, σε Πλάτ.· μετὰ τέχνης, ἄνευ τέχνης, στον ίδ.
IV. = τέχνημα, έργο τέχνης, εργόχειρο, σε Σοφ.

Middle Liddell

τέχνη, ἡ, τίκτω
I. art, skill, craft in work, cunning of hand, especially of metal-working, Od.; of a shipwright, Il.; of a soothsayer, Aesch., Soph.
2. art, craft, cunning, in bad sense, δολίη τ. Od.; in plural arts, wiles, cunning devices, Od., etc.
3. the way, manner or means whereby a thing is gained, without any sense of art or craft, μηδεμιῇ τέχνῃ in no wise, Hdt.; πάσῃ τέχνῃ by all means, Ar.; παντοίῃ τ. Soph.
II. an art, craft, trade, ἐπίστασθαι τὴν τ. to know his craft, Hdt.; ἐν τῇ τέχνῃ εἶναι to practise it, Soph.; ἐπὶ τέχνῃ μανθάνειν τι to learn a thing professionally, Plat.; τέχνην ποιεῖσθαί τι to make a trade of it, Dem.
III. an art, i. e. a system or method of making or doing, Plat., Arist.; ἢ φύσει ἢ τέχνῃ Plat.; μετὰ τέχνης, ἄνευ τέχνης Plat.
IV. = τέχνημα, a work of art, handiwork, Soph.

Frisk Etymology German

τέχνη: {tékhnē}
Grammar: f.
Meaning: ‘Kunstfertigkeit, Handwerk, Gewerbe, Kunst, Kunstgriff, List’ (seit Il.); Näheres zur Bed. Isnardi Par. del Pass. 16, 257ff.
Composita: Als Vorderglied z.B. τεχνογράφος m. Darsteller der Redekunst (Arist., D.H. u.a.); oft als Hinterglied, z.B. ἄτεχνος kunstlos, ungeschickt (ion. att.), auch -τέχνης, z.B. πολυτέχνης in vielen Künsten erfahren (Sol.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen 1. Dennnutiva: τεχνίον n. ‘Künstchen, Gewerb- chen’ (Pl., mittl. Kom. u.a.), -ύδριον n. ib. (Pl. R. 475e), -ύφιον n. Werkstatt (Suet. Aug. 72). 2. -ίτης m. Handwerker, Künstler (ion. att.; ausführlich Redard 34 f.) mit f. -ῖτις, -ιτικός, -ιτεύω, -ιτεία, -ίτευμα. 3. Adj. -ικός kunstverständig, praktisch, künstlerisch, technisch (Epich., Pl. usw.; Chantraine Études 120), -ήεις kunstvoll, künstlich (Od., Q. S. u.a.), -ήμων ib. (Opp., AP), -ητός künstlich (Hp., Plu. u.a.; von τεχνάομαι?), -ητικός ib. (Plb.). 4. -οσύνη f. = τέχνη (AP; Erweiterung). 5. Verba: a. -άομαι, oft m. Präfix, z.B. ἐπι-, ἐκ-, προ-, künstlich verfertigen, ausüben, listig ersinnen (seit Il.) mit -ημα, -ησις, -ήτωρ, (-ητός?); b) -άζω, -άζομαι, auch m. ἐπι- u.a., ib. (ion. att.) mit -ασμα, -ασμός; c) -όω (προ-) in eine Kunst einführen (Gal.) mit -ωσις. — Zur Geschichte des Wortes Technik Heyde Humanismus und Technik 9 (1963), 25 ff.
Etymology: Bildung wie πάχνη, λάχνη, λύχνος (s. dd.), somit zunächst auf *τέκσνα zurückzuführen. Wie sich das verwandte τεκτων dazu verhält, ist nicht ganz klar. Wahrscheinlich gehen beide unabhängig voneinander von demselben Verb aus (aind. tákṣati usw., s. τέκτων), was eine Grundform *τεκτσνα, evtl. über einen σ-Stamm *τέκτος, ergeben würde (Schwyzer 326 m. Lit.).
Page 2,889-890

Chinese

原文音譯:tšcnh 帖赫尼
詞類次數:名詞(3)
原文字根:技
字義溯源:技藝,技巧,業,行(業),手藝;源自(τίκτω)*=生產)。參讀 (ἐργασία)同義字比較: (τέκτων)=技師
出現次數:總共(3);徒(2);啓(1)
譯字彙編
1) 行(1) 啓18:22;
2) 業(1) 徒18:3;
3) 手藝(1) 徒17:29

English (Woodhouse)

art, artifice, cleverness, craft, cunning, dexterity, handicraft, plot, scheme, skill, stratagem, trade, trick, vocation, crafty design, work of art, work of labour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἐξυπνάδα, πανουργία, ἐπάγγελμα). Ἀπό ρίζα τεκ- τοῦ τίκτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ τέχνη: τεχνάζω (=χρησιμοποιῶ πανουργία), τεχνῶμαι (=ἐφευρίσκω), τέχνασμα, τεχνασμός, τεχναστός, τεχνήεις, τεχνηέντως, τέχνημα, τεχνήμων, τεχνικός, τεχνίον (ὑποκορ.), τεχνίτης, ἄτεχνος, ἀτέχνως, τεχνόω -ῶ, (=διδάσκω τήν τέχνη), τεχνολογῶ, τεχνουργῶ, χειροτέχνης, χειροτεχνία.

Lexicon Thucydideum

ars, skill, 1.49.2, 1.71.2, 1.142.9, 2.47.4, 2.87.4, 2.87.47.36.4, 7.70.3,
Ib there 7.7.1,
artificium, dolus, cunning, trick, 5.8.2, 5.18.4,
item likewise 5.47.2. 5.47.3.

Translations

art

Afrikaans: kuns; Albanian: art, zeje, vepër; Amharic: ጥበብ; Arabic: فَنّ‎, فُنُون‎; Egyptian Arabic: فن‎; Armenian: արվեստ; Asturian: arte; Azerbaijani: incəsənət, sənət; Bashkir: сәнғәт; Belarusian: мастацтва; Bengali: শিল্প; Bulgarian: изкуство; Burmese: အနုပညာ; Catalan: art; Chechen: исбаьхьалла; Chinese Cantonese: 藝術, 艺术; Dungan: йишу; Mandarin: 藝術, 艺术; Min Dong: 藝術, 艺术; Min Nan: 藝術, 艺术; Wu: 藝術, 艺术; Czech: umění; Danish: kunst; Dutch: kunst; Esperanto: arto; Estonian: kunst; Faroese: list; Finnish: taide; French: art; Galician: arte; Georgian: ხელოვნება; German: Kunst; Greek: τέχνη; Ancient Greek: τέχνη; Greenlandic: eqqumiitsuliorneq; Hebrew: אומנות \ אֻמָּנוּת‎; Hindi: कला; Hungarian: művészet; Hunsrik: Kunst; Icelandic: list; Ido: arto; Indonesian: seni; Irish: ealaín; Italian: arte; Japanese: 技術, 芸術, アート; Kannada: ಕಲೆ; Kashubian: kùńszt; Kazakh: өнер, көркемөнер; Khmer: សិល្បៈ; Korean: 예술(藝術); Kurdish Northern Kurdish: hiner; Kyrgyz: искусство, чеберчилик, көркөмөнөр; Ladin: ert; Lao: ສິນ, ສິນລະປະ; Latin: ars; Latvian: māksla; Limburgish: kóns; Lithuanian: menas; Macedonian: уметност; Malay: seni; Malayalam: കല; Maori: toi, mahi toi; Mongolian Cyrillic: урлаг; Mongolian: ᠤᠷᠠᠯᠢᠭ; Norman: art; Northern Sami: dáidda; Norwegian Bokmål: kunst; Occitan: art; Old English: cræft; Ossetian: аивад; Pashto: صنعت‎, آرت‎, هنر‎, فن‎; Persian: هنر‎, فن‎; Polish: sztuka; Portuguese: arte; Romanian: artă; Russian: искусство, умение; Sanskrit: कला; Sarikoli: sanaat; Scots: airt; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀метно̄ст, у̀мјетно̄ст; Roman: ùmetnōst, ùmjetnōst; Sinhalese: කලාව; Slovak: umenie; Slovene: umetnost; Spanish: arte; Swedish: konst; Tagalog: sining; Tajik: санъат, ҳунар, фанн; Tamil: கலை; Tatar: сәнгать; Thai: ศิลปะ; Tibetan: ལག་རྩལ; Tigrinya: ጥበብ; Turkish: sanat, zanaat, elişi, dörüt, epik; Turkmen: sungat, çeperçilik; Ukrainian: мистецтво; Urdu: فن‎; Uyghur: سەنئەت‎; Uzbek: sanʼat; Vietnamese: nghệ thuật; Volapük: lekan; Welsh: celfyddyd; Yakut: дьоҕур; Yiddish: קונסט‎

skill

Afrikaans: vaardigheid; Albanian: aftësi; Arabic: مَهَارَة‎; Armenian: հմտություն, ունակություն; Belarusian: уменне, умельства, майстэрства, навык; Bulgarian: умение, вещина, сръчност; Catalan: habilitat, destresa; Chinese Mandarin: 技巧, 技能, 技術/技术; Czech: schopnost; Danish: færdighed; Dutch: bekwaamheid, vaardigheid; Esperanto: bravuro, lerteco; Estonian: oskus; Faroese: kynstur, kunstur, hegni, fimi; Finnish: taito, kyky; French: habileté, compétence, don, capacité; Galician: habilidade, habelencia, maña, xeito, doén, despexo, chencha, azareña, destrez; German: Fähigkeit, Fertigkeit, Geschicklichkeit, Kunst, Talent, Kompetenz; Greek: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, ικανότητα; Ancient Greek: δαημοσύνη, δεινότης, δεξιότης, διανόησις, ἐμπειρία, ἐντρέχεια, ἕξις, ἐπιδεξιότης, ἐπιστήμη, εὐεξία, εὐστοχία, εὐστοχίη, μῆτις, σοφία, σόφισμα, τέχνα, τέχνη, τὸ ἐντρεχές; Hebrew: מְיֻמָּנוּת‎, כִּשּׁוּרִים‎; Hindi: कुशलता, कौशल, निपुणता, महारत; Hungarian: ügyesség, hozzáértés; Indonesian: kemampuan, keahlian; Interlingua: habilitate, talento; Italian: abilità, capacità, competenza; Japanese: 腕, 技, 技能, 技巧, 技術, スキル; Korean: 기술, 스킬; Latin: habilitas, peritia, sollertia, potestas, potentia, ars; Latvian: prasme, iemaņas; Lithuanian: įgūdis; Lü: ᦞᦲᧉᦌᦱ; Macedonian: вештина; Malay: kemahiran, skil; Maltese: sengħa; Marathi: कौशल्य; Norman: agenceté; Norwegian Bokmål: dyktighet, evne, ferdighet, talent, dugleik; Nynorsk: dugleik, dyktigheit, evne, ferdigheit, talent; Occitan: abiletat; Old English: cræft; Persian: مهارت‎, اروین‎; Polish: umiejętność; Portuguese: habilidade, talento; Romanian: abilitate, pricepere, talent; Russian: умение, навык, мастерство, сноровка, искусство, способность, талант, дар; Serbo-Croatian Cyrillic: вештина, вјештина; Roman: veština, vještina; Slovak: schopnosť; Slovene: spretnost, veščina; Spanish: destreza, habilidad, maña, talento; Swedish: färdighet, skicklighet; Tamil: திறன்; Telugu: నేర్పు, నిపుణత; Tocharian B: epastyäññe; Turkish: beceri, maharet, marifet, ustalık, yetenek, kabiliyet; Ukrainian: вмі́ння, майстерство, навик; Volapük: skil

work of art

Azerbaijani: bədii əsər; Bashkir: әҫәр; Basque: artelan; Chinese Mandarin: 作品, 藝術品/艺术品, 藝術作品/艺术作品, 美術作品/美术作品; Czech: umělecké dílo; Danish: kunstværk; Dutch: kunstwerk; Esperanto: artaĵo; Estonian: kunstiteos; Faroese: listaverk; Finnish: taideteos; French: œuvre d'art, ouvrage d'art; Georgian: ხელოვნების ნაწარმოები, ხელოვნების ნიმუში; German: Kunstwerk; Greek: έργο τέχνης; Ancient Greek: δαίδαλμα, δαίδαλον, δαιδαλούργημα, δημιούργημα, ἐργασία, καλλιούργημα, κατασκεύασμα, τέχνα, τέχνη, τέχνημα, τεχνίτευμα, τεχνούργημα, φιλοτέχνημα, χειροτέχνημα; Hungarian: műalkotás, műtárgy; Icelandic: listaverk; Italian: opera d'arte; Japanese: 作品, 芸術作品; Kannada: ಕಲಾಕೃತಿ, ಕರಕುಶಲ ವಸ್ತು; Khmer: ការងារ​សិល្បៈ; Korean: 미술품(美術品), 예술품(藝術品); Kumyk: асар; Kurdish Northern Kurdish: afirandin; Macedonian: уметничко дело; Mirandese: obra-d'arte; Norwegian Bokmål: kunstverk; Nynorsk: kunstverk; Polish: dzieło sztuki; Portuguese: obra de arte; Romanian: operă de artă; Russian: произведение искусства, арт-объект; Slovene: umetniško delo, umetnina; Spanish: obra de arte; Swedish: konstverk; Tamil: கலைப் படைப்பு; Turkish: sanat eseri, eser