γίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
mNo edit summary
(8)
Line 27: Line 27:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=a prolongation and [[middle]] [[voice]] [[form]] of a [[primary]] [[verb]]; to [[cause]] to be ("gen"-erate), i.e. (reflexively) to [[become]] ([[come]] [[into]] [[being]]), used [[with]] [[great]] [[latitude]] ([[literal]], figurative, intensive, etc.): [[arise]], be [[assembled]], be(-[[come]], -[[fall]], -[[have]] [[self]]), be brought (to [[pass]]), (be) [[come]] (to [[pass]]), [[continue]], be divided, [[draw]], be ended, [[fall]], be [[finished]], [[follow]], be [[found]], be [[fulfilled]], + God [[forbid]], [[grow]], [[happen]], [[have]], be kept, be made, be married, be ordained to be, partake, [[pass]], be performed, be published, [[require]], [[seem]], be showed, X [[soon]] as it [[was]], [[sound]], be taken, be turned, [[use]], [[wax]], [[will]], would, be [[wrought]].
|strgr=a prolongation and [[middle]] [[voice]] [[form]] of a [[primary]] [[verb]]; to [[cause]] to be ("gen"-erate), i.e. (reflexively) to [[become]] ([[come]] [[into]] [[being]]), used [[with]] [[great]] [[latitude]] ([[literal]], figurative, intensive, etc.): [[arise]], be [[assembled]], be(-[[come]], -[[fall]], -[[have]] [[self]]), be brought (to [[pass]]), (be) [[come]] (to [[pass]]), [[continue]], be divided, [[draw]], be ended, [[fall]], be [[finished]], [[follow]], be [[found]], be [[fulfilled]], + God [[forbid]], [[grow]], [[happen]], [[have]], be kept, be made, be married, be ordained to be, partake, [[pass]], be performed, be published, [[require]], [[seem]], be showed, X [[soon]] as it [[was]], [[sound]], be taken, be turned, [[use]], [[wax]], [[will]], would, be [[wrought]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[γίγνομαι]] και [[γίνομαι]])<br /><b>1.</b> δημιουργούμαι, [[αποκτώ]] ζωή, [[υπόσταση]]<br /><b>2.</b> (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι<br /><b>3.</b> [[συμβαίνω]], πραγματοποιούμαι<br /><b>4.</b> καθίσταμαι, [[αποβαίνω]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]], [[υπάρχω]]<br /><b>6.</b> (για αριθμητικά ποσά) [[προκύπτω]], εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό<br /><b>7.</b> (για χρονική [[διάρκεια]]) συμπληρώνομαι<br /><b>8.</b> μεταβάλλομαι, [[αλλάζω]] [[κατάσταση]]<br /><b>9.</b> [[καταλήγω]], [[καταντώ]]<br /><b>10.</b> [[ανήκω]] σε κάποιον ή [[περιέρχομαι]] στον έλεγχο ή στην [[εξουσία]] κάποιου<br /><b>11.</b> (ως απροσ.) <i>γίνεται</i><br />α) συμβαίνει, τυχαίνει να...<br />β) αρμόζει, ταιριάζει να...<br />γ) [[είναι]] δυνατόν, μπορεί να...<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) <i>γένοιτο</i><br />[[μακάρι]] να γίνει, [[αμήν]]<br />β) «ὂ μὴ γένοιτο» — [[μακάρι]] να μη γίνει<br />γ) «ό,τι έγινε, έγινε», «ὄ γέγονε, γέγονε», «τὰ γενόμενα οὐκ ἀπογίνεται» — ότι συνέβη δεν μπορεί ν' αλλάξει ή να ξεχαστεί<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ισχύω]], [[επακολουθώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. 1. συντελούμαι, [[παίρνω]] οριστική [[μορφή]]<br /><b>2.</b> (για καρπούς) [[ωριμάζω]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αποτελούμαι, [[συνίσταμαι]] από...<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[γίνομαι]] [[άνθρωπος]]» — εξανθρωπίζομαι ή ευπρεπίζομαι<br /><b>2.</b> «[[γίνομαι]] [[άλλος]] [[άνθρωπος]]» — [[αλλάζω]] ριζικά<br /><b>3.</b> «[[γίνομαι]] άνω [[κάτω]]» (ή «έξω φρενών»)<br />εξοργίζομαι, αναστατώνομαι, συγχύζομαι<br /><b>4.</b> «[[γίνομαι]] [[βαπόρι]]» — [[θυμώνω]] πολύ<br /><b>5.</b> «[[γίνομαι]] [[βάρος]]» — [[επιβαρύνω]], [[ενοχλώ]]<br /><b>6.</b> «[[γίνομαι]] ένα» — πάω με το [[μέρος]] κάποιου, ταυτίζομαι<br /><b>7.</b> «[[γίνομαι]] [[θέατρο]]» — γελοιοποιούμαι, διασύρομαι, ρεζιλεύομαι<br /><b>8.</b> «[[γίνομαι]] [[θηρίο]] ή [[σκυλί]] ή [[Τούρκος]]» — εξοργίζομαι, [[θυμώνω]] [[φοβερά]]<br /><b>9.</b> «[[γίνομαι]] [[θυσία]]» — [[δείχνω]] υπερβολική [[προθυμία]] ή ζήλο, θυσιάζομαι<br /><b>10.</b> «[[γίνομαι]] [[καπνός]] ή [[άφαντος]] ή [[αχνός]]» — εξαφανίζομαι [[τελείως]], [[αποχωρώ]] απότομα ή οριστικά<br /><b>11.</b> «[[γίνομαι]] κομμάτια» <br />α) κομματιάζομαι, [[σπάω]]<br />β) θυσιάζομαι, [[προσπαθώ]] με [[κάθε]] [[μέσο]] ή [[ταλαιπωρία]] να [[φανώ]] [[χρήσιμος]]<br /><b>12.</b> «[[γίνομαι]] [[περδίκι]]» — θεραπεύομαι [[τελείως]], γιατρεύομαι<br /><b>13.</b> «[[γίνομαι]] [[πετσί]] και [[κόκαλο]]» — [[αδυνατίζω]] πολύ, [[εξασθενώ]]<br /><b>14.</b> «[[γίνομαι]] σαν το [[κερί]] ή το [[φλουρί]]» — [[χάνω]] το [[χρώμα]] μου, [[κιτρινίζω]], [[χλομιάζω]]<br /><b>15.</b> «[[γίνομαι]] το ένα» <br />α) [[συνάπτω]] δεσμό συγγένειας με γάμο, ενώνομαι με κάποιον<br />β) εξομοιώνομαι, [[μοιάζω]] πολύ με κάποιον<br /><b>16.</b> γινόμαστε από δυο χωριά» — ερχόμαστε σε [[σύγκρουση]], σε [[διάσταση]], μαλώνουμε.<br /><b>17.</b> «γίνονται όλα [[μέλι]] [[γάλα]]» — όλα τακτοποιούνται, ρυθμίζονται, λύνεται η [[παρεξήγηση]]<br /><b>18.</b> «έγιναν γης [[Μαδιάμ]]» — γκρεμίστηκαν, καταστράφηκαν, αναστατώθηκαν<br /><b>19.</b> «έγιναν μαλλιά κουβάρια» <br />α) (για πρόσωπα) μάλωσαν, συνεπλάκησαν<br />β) (για πράγματα) ανακατώθηκαν, περιήλθαν σε [[μεγάλη]] [[αταξία]]<br /><b>20.</b> «γίνεται [[λόγος]]» — συζητείται, διαδίδεται, αναφέρεται<br /><b>21.</b> «τί να γίνει!» ή «τί να κάνουμε!» για [[δήλωση]] απορίας ή αδιέξοδου<br /><b>22.</b> «δεν [[ξέρω]] τί μού γίνεται» <br />α) δεν έχω [[πείρα]] ή [[γνώση]] σε [[κάτι]], [[αγνοώ]] εντελώς<br />β) βρίσκομαι σε [[σύγχυση]]<br /><b>23.</b> «[[γίνομαι]] [[έξαλλος]]» — οργίζομαι, [[αγανακτώ]]<br />||<b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατάγομαι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[γίνομαι]] έξ ἀνθρώπων» — [[πεθαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἄλλος]] έξ [[ἄλλου]] [[γίνομαι]]» — [[γίνομαι]] [[έξαλλος]], [[αγανακτώ]]<br /><b>2.</b> «[[γίνομαι]] χαράς» — [[γεμίζω]] από [[χαρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b><br /><b>1.</b> (για [[μέτρα]], μονάδες <b>κ.λπ.</b>) [[είμαι]] [[ίσος]] με, [[ισοδυναμώ]]<br /><b>2.</b> (στα μαθ.) πολλαπλασιάζομαι<br /><b>3.</b> (για χρηματικά ποσά) καθορίζομαι, [[ανέρχομαι]] σε<br /><b>4.</b> (για θυσίες, οιωνοσκοπίες <b>κ.λπ.</b>) «[[βγαίνω]]», [[αποβαίνω]] [[ευνοϊκός]]<br /><b>5.</b> (με δοτ.) [[τυχαίνω]], «[[πέφτω]]» σε κάποιον, του [[ανήκω]] ([[κυρίως]] για τις συζύγους)<br /><b>6.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>γιγνόμενος</i><br />[[κανονικός]], [[ομαλός]], [[συνήθης]]<br /><b>7.</b> (μτχ. παρακμ.) ὁ γεγονὼς [[ἀριθμός]]» — το [[σύνολο]], το [[άθροισμα]]<br /><b>8.</b> (το ουδ. της μτχ. μέλλ. Ως ουσ.) <i>το γενησόμενον</i><br />το [[μέλλον]]<br /><b>9.</b> (το ουδ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>το γενόμενον</i><br />[[συμβάν]], [[γεγονός]]<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[γίγνομαι]] αυτός [[προς]] αύτῷ» — [[διαλογίζομαι]], αυτοσυγκεντρώνομαι, [[στοχάζομαι]]<br /><b>2.</b> «[[γίγνομαι]] ἀπό τινος» <br />α) (για πράγματα) [[τελειώνω]], [[τερματίζω]]<br />β) (για πρόσωπα) αποχωρίζομαι από κάποιον<br />3) «[[γίγνομαι]] διὰ γηλόφων»<br />(για δρόμο) [[περνώ]] [[ανάμεσα]] από λόφους<br />4) «[[γίγνομαι]] δι' ἔχθρας τινί» — [[γίνομαι]] [[εχθρός]] του<br />5) «[[γίγνομαι]] εἴς τι» — μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι σε [[κάτι]]<br />6) «[[γίγνομαι]] εἰς τόπον» — [[φτάνω]] [[κάπου]]<br />7) «[[γίγνομαι]] ἐξ ἑαυτοῡ» — εκπλήσσομαι, [[απορώ]], [[εξίσταμαι]]. 8) «[[γίγνομαι]] ἐξ ὀφθαλμῶν τινι» — [[φεύγω]], εξαφανίζομαι από [[μπροστά]] του<br />9) «[[γίγνομαι]] ἔv τινι» — [[καταγίνομαι]], [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]]<br />10) «[[γίγνομαι]] ἐν ὀργῇ» — οργίζομαι<br />11) «[[γίγνομαι]] ἐν καιρῷ»<br />(για πράγματα) [[είμαι]] στον καιρό μου, στην [[εποχή]] μου, [[είμαι]] στην ώρα μου<br />12) «[[γίγνομαι]] ἐπί τινι» <br />α) [[φτάνω]] [[κάπου]]<br />β) [[περιέρχομαι]] στην [[εξουσία]] κάποιου<br />γ) [[περιέρχομαι]] σε... δ) τοποθετούμαι, ορίζομαι [[επάνω]] σε κάποιον ως [[κυβερνήτης]]<br />13) «[[γίγνομαι]] ἐπ' ἐλπίδος» — [[ελπίζω]]<br />14) «[[γίγνομαι]] ἐφ' ἐαυτοῡ (ή «ἐφ' ἡμῶν αυτῶν»)<br />[[είμαι]], [[μένω]] [[μόνος]]<br />15) «[[γίγνομαι]] [[κατά]] τινα ή τι» — βρίσκομαι [[κοντά]] ή [[απέναντι]] σε κάποιον<br />16) «[[γίγνομαι]] [[κατά]] συστάσεις» — κατανέμομαι σε ομάδες, [[σχηματίζω]] ομάδες<br />17) «[[γίγνομαι]] καθ' αὐτούς» — [[είμαι]] [[μόνος]] μου<br />18) «[[γίγνομαι]] [[μετά]] τινος ή σύν τινι» — [[είμαι]] [[μαζί]] του<br />19) «[[γίγνομαι]] [[παρά]] τι» — εξαρτώμαι<br />20) «[[γίγνομαι]] [[περί]] τι» — [[ασχολούμαι]] με<br />21) «[[γίγνομαι]] πρό οδού» — [[προχωρώ]], [[προπορεύομαι]]<br />22) «[[γίγνομαι]] [[πρός]] τῇ καρδίᾳ» — βρίσκομαι [[δίπλα]], [[κοντά]]<br />23) «[[γίγνομαι]] [[πρός]] τινι» — [[πλησιάζω]]<br />24) «[[γίγνομαι]] [[πρός]] τινος» — [[κλίνω]], [[αποκλίνω]] σε κάποιον ή [[κάτι]]<br />25) «[[γίγνομαι]] ὐπό τινι» <br />α) [[υπόκειμαι]], [[είμαι]] [[υποτελής]]<br />β) βρίσκομαι [[κάτω]] από την [[προστασία]] κάποιου<br />26) «γίγνεταί τι εἲς τινα» — περιέρχεται, μεταβιβάζεται, ανήκει [[κάτι]] σε κάποιον<br />27) «εὖ (ή [[καλώς]] ή [[ἡδέως]]) γίγνεται (τινί)» <br />α) ας [[είναι]], «[[πάει]] καλά!», [[καλώς]]<br />β) υπάρχει [[ευημερία]], [[ευτυχία]], [[χαρά]] (για κάποιον)<br />(<b>αρχ.-νεοελλ.</b>) (το απρμφ. ενεστ. ως [[φιλοσοφικός]] όρος) <i>το [[γίγνεσθαι]]<br /><b>1.</b> η [[δημιουργία]], η [[μετάβαση]] από την [[ανυπαρξία]] στην ύπαρξη<br /><b>2.</b> η προοδευτική [[κίνηση]] με την οποία τα πράγματα δημιουργούνται ή μεταβάλλονται<br />(το ουδ. μτχ. παρακμ.) <i>το [[γεγονός]] ή <i>τα γεγονότα</i><br />αυτό ή αυτά που έχουν συμβεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη με αρχική [[σημασία]] «[[γεννώ]]», που απαντά ήδη στον Όμηρο με τη [[σημασία]] «[[γίνομαι]], δημιουργούμαι», για να καταλήξει να λειτουργεί ως συνδετικό [[ρήμα]], υποκατάστατο του ρήματος [[είμαι]] ([[Όμηρος]], Ιων.-Αττ.), [[χρήση]] με την οποία επικράτησε και στη Νεοελληνική, ενώ για να δηλωθεί η [[έννοια]] «[[φέρνω]] στη ζωή, [[τεκνοποιώ]]» πλάστηκε το ρ. [[γεννώ]]. Αρκετές [[είναι]] εξάλλου και οι ιδιάζουσες σημασιολογικές χρήσεις που αναπτύχθηκαν στο [[γίγνομαι]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρχ. [[γίγνομαι]] εἰς τόπον</i> «[[φτάνω]] [[κάπου]]» (<b>βλ.</b> σημασίες του ρ.). Ο ενεστ. <i>γί</i>-<i>γν</i>-<i>ομαι</i> αποτελεί αναδιπλασιασμένο τ. με [[θέμα]] σε μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>gn</i>-, που απαντά [[επίσης]] στα [[σύνθετα]] <i>νεο</i>-<i>γν</i>-<i>ός</i>, <i>ομό</i>-<i>γν</i>-<i>ιος</i> ([[απαθής]] [[βαθμίδα]] <i>gen</i> - «[[γεννώ]], [[παράγω]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[γένος]]), ενώ η ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>gon</i>- εμφανίζεται στα [[γόνος]], [[γονή]]. Παράλληλα [[προς]] τις μονοσύλλαβες το [[θέμα]] εμφανίζει και δισύλλαβες μεταπτωτικές βαθμίδες, δηλ. <i>γενε</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>gen∂</i><sub>1</sub> - (<b>[[πρβλ]].</b> [[γενεά]], [[γένεσις]], [[γενετή]], [[γενέθλη]], [[γένεθλον]], [[γενετήρ]], [[γενέτειρα]], <i>γενετής</i>, [[γενέτωρ]], <i>γνη</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>gn∂</i><sub>1 </sub>(<b>[[πρβλ]].</b> [[γνήσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>γνητός</i>, [[ετερόγνης]], [[ίγνητες]], [[καθώς]] και [[σύνθετα]] σε -<i>γνητος</i>, όπως [[αείγνητος]], [[εύγνητος]], [[κασίγνητος]], [[ομόγνητος]]), σπανιότατα δε, [[τέλος]], <i>γνω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>gne∂</i><sub>3</sub>, που μαρτυρείται πιθ. στο επίθ. [[γνωτός]] (<b>βλ.</b> όμως και [[γιγνώσκω]]). Εκτός του τ. [[γίγνομαι]] ευρύτατα διαδεδομένο [[είναι]] και το [[γίνομαι]] (Ιων., μεταριστοτελική [[εποχή]], Κοινή, Νεοελληνική), που προήλθε με [[αποβολή]] του -<i>γ</i>- και [[έκταση]] <span style="color: red;"><</span> <i>gĭynomai</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ginnomai</i>, από [[τροπή]] του -<i>η</i>- σε -<i>y</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>gĭynomai</i>, από ερρίνωση του δεύτερου -<i>g</i>- λόγω ανομοιώσεως [[προς]] το πρώτο (<b>[[πρβλ]].</b> [[γιγνώσκω]] - <i>γῑνώσκω</i>). Μαρτυρούνται [[επίσης]] οι διαλεκτικοί τύποι <i>γίννομαι</i> <b>(κρητ.)</b> (<span style="color: red;"><</span> <i>giņnomai</i>, με [[αφομοίωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>gĭgnomai</i>) και <i>γίνυμαι</i> (θεσσαλ., βοιωτ.) αναλογικά [[προς]] ενεστωτικούς τύπους σε -<i>νυ</i> -<i>μαι</i>. Αναπόδεικτη παραμένει η ετυμολογική [[σχέση]] [[μεταξύ]] των ρημάτων [[γίγνομαι]] και [[γιγνώσκω]] (<b>βλ.</b> και [[γιγνώσκω]]). Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι πολλοί όροι διαφόρων ινδοευρ. γλωσσών παρουσιάζουν μορφολογική ή σημασιολογική [[ταύτιση]] [[προς]] τους αντίστοιχους της οικογένειας του [[γίγνομαι]]. Έτσι το ρ. [[γίγνομαι]] αντιστοιχεί [[προς]] το λατ. ενεργ. -μτβ. <i>gigno</i> «[[γεννώ]]» — το [[γένος]] [[προς]] τα λατ. <i>genus</i>, αρχ. ινδ. <i>jάnαs</i><br />το [[γόνος]] [[προς]] το αρχ. ινδ. <i>jάna</i>- «[[φυλή]], άνθρωποι» — τα [[γενέτωρ]], [[γενετήρ]] [[προς]] ταλατ. <i>genitor</i>, αρχ. ινδ. <i>jάnitar</i>- και <i>janitάr</i> -, το δε [[γενετή]] [[προς]] το <i>Genita M</i><i>ā</i><i>na</i>, [[ονομασία]] λατινικής θεότητας. Τέλος, το [[νεογνός]] παρουσιάζει [[αντιστοιχία]] [[προς]] το λατ. <i>privignus</i> «[[προγονός]]», γοτθ. <i>niukhahs</i>, ενώ για το [[ομόγνιος]] <b>[[πρβλ]].</b> γαλατ. <i>Ate gnia</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γενεά]], [[γένεσις]], [[γενέτειρα]], <i>γενετής</i>, [[γνήσιος]], [[γονή]], [[γόνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γενέθλη]], [[γένεθλον]], [[γενετήρ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γενητός]], [[γενέτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καταγίνομαι]], [[νεογνός]], [[παραγίνομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αείγνητος]], [[απογίγνομαι]], [[διαγίγνομαι]] και <i>διαγίνομαι</i>, [[Διόγνητος]], [[εγγίγνομαι]] και <i>εγγίνομαι</i>, [[εισγίγνομαι]], [[εκγίγνομαι]], [[επιγίγνομαι]] και <i>επιγίνομαι</i>, [[ετερόγνης]], [[εύγνητος]], [[καταγίγνομαι]], [[κασίγνητος]], [[ομόγνητος]], [[ομόγνιος]], [[παραγίγνομαι]], [[περιγίγνομαι]] και <i>περιγίνομαι</i>, [[προγίγνομαι]] και <i>προγίνομαι</i>, [[προσγίγνομαι]] και [[προσγίνομαι]], [[συγγίγνομαι]] και [[συγγίνομαι]], [[υπεργίγνομαι]], [[υπογίγνομαι]] και <i>υπογίνομαι</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγουρογίνομαι]], [[απογίνομαι]], <i>καλογίνομαι</i>, <i>ματαγίνομαι</i>, [[ξαναγίνομαι]]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γίνομαι Medium diacritics: γίνομαι Low diacritics: γίνομαι Capitals: ΓΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: gínomai Transliteration B: ginomai Transliteration C: ginomai Beta Code: gi/nomai

English (LSJ)

γινώσκω,

   A v. γιγνώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

γίνομαι: γινώσκω, ἴδε τὴν λ. γιγνώσκω.

French (Bailly abrégé)

ion. et réc. c. γίγνομαι.

English (Slater)

γῑνομαι (γίνεται: aor. γένετ(ο), ἔγεντ(ο), (ἐ)γένοντ(ο); γένηται, -ωνται; -οι(ο), -οιτ(ο); γενέσθ(αι): pf. γεγενημένον coni., γεγενημένα; γεγᾰμεν, γεγκειν)
   1 be, come to be
   a abs. λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτἄν (O. 2.18) ἄλλαι δὲ δὔἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ' ἔπειτα χάρμαι (O. 9.86) [σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα γίνεται πάντα βροτοῖς (codd.: τὰ γλυκἔ ἄνεται Kayser, edd.) (O. 14.6) ] αἰὼν δἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ' οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ (P. 3.87) τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων (N. 7.31) ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν (N. 8.51) ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα (N. 9.44) καὶ δεύτερον ἇμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον (I. 4.68) ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι (Pae. 2.79) τά τἐόντα τε κα[ὶ ]πρόσθεν γεγενημένα[ (Pae. 8.84)
   b followed by pred. adj. ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες έγένοντ (O. 9.29) ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα, Ζεῦ (O. 13.26) εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἀν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον (P. 2.60) χόλος δοὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός (P. 3.12) δυσπαλὲς δὴ γίνεται (P. 4.273) ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν (sc. Ἀπόλλων) (P. 5.62) εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς (P. 10.22) ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται (N. 3.71) ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο (N. 6.22) ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον (N. 7.21) θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται (N. 9.49) κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα (N. 10.62) οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντηςκέλευθος γίνεται (I. 2.33) ἱπποτρόφοι τ' ἐγένοντο (I. 4.14) σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν (I. 8.26)
   c followed by pred. subs. μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι (O. 5.24) “κεῖνος ὄρνις ἐκτελευτάσει μεγαλᾶν πολίων ματρόπολιν Θήραν γενέσθαι” (P. 4.20) εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται (P. 4.274) μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι (I. 5.14) πρόφασιν βληχροῦ γενέσθαι νείκεος (Schr.: γίνεσθαι codd.) fr. 245.
   d c. part. γένοἰοἷος ἐσσὶ μαθών be such as you have learned to know yourself (P. 2.72) ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων (Tricl.: ἐγένετο codd.) (P. 6.28)
   e be born cf. γεννάω, and g. infra. Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός (O. 6.49) τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον (Ahrens: γεγεν(ν)αμένον codd.) (O. 6.53) ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα (O. 9.110) πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται (I. 8.17) ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων (Boeckh: ἐγένετ codd. Clem. Alex.) fr. 33b. = fr. 147 Schr.
   f fragg. γίνεται[ fr. 6b. c. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 20.
   g in tmesis. ἐκ δ' ἐγένοντο στρατὸς θαυμαστός v. ἐκγίνομαι (P. 2.46)

Spanish (DGE)

v. γίγνομαι.

English (Abbott-Smith)

γίνομαι, Ion. and κοινή for Att. γίγν- (M. Pr., 47; Bl., §6, 8 Mayser, 166 f.), [in LXX chiefly for היה;]
1.of persons, things occurrences, to come into being, be born, arise, come on: Jo 1:15 8:58, I Co 15:37; a first appearance in public, Mk 1:4, Jo 1:6, al.; seq. ἐκ (of birth), Ro 1:3, Ga 4:4; διά, Jo 1:3; βροντή, Jo 12:29; σεισμός, Re 6:12; γογγυσμός, Ac 6:1; χαρά, Ac 8:8, many other similar exx.; ἡμέρα, Lk 22:66, al.; ὀψέ, Mk 11:19; πρωΐα, Mt 27:1; νύξ, Ac 27:27.
2.Of events, to come to pass, take place, happen: Mt 5:18, Mk 5:14, Lk 1:20 2:15, Ac 4:21, II Ti 2:18, al.; μὴ γένοιτο [LXX for חָלִילָה, Jo 22:29, al.], far be it, God forbid: Ro 3:4 (ICC, in l.), I Co 6:15 and freq. in Pl.; καὶ ἐγένετο, ἐγένετο δέ ([in LXX for וַיְהִי;] v. Burton, 142 f.; M, Pr., 16f.; Dalman, Words, 32 f.; Robertson, Gr., 1042 f.), c. indic, Mt 7:28, Lk 1:8, al.; seq. καί et indic., Lk 8:1, Ac 5:7, al.; c. acc. et inf., Mk 2:23, Lk 3:21, al.; ὡς δὲ ἐγένετο, seq. τοῦ c. inf., Ac 10:25; c. dat. pers., to befall one: c. inf., Ac 20:16; c. acc. et inf., Ac 22:6; c. adv., εὖ, Eph 6:3; τ́ ἐγένετο αὐτῷ (Field, Notes, 115), Ac 7:40 (LXX); seq. εἰς, Ac 28:6.
3.3. to be made, done, performed, observed, enacted, ordained, etc.: Mt 6:10 19:8, Mk 2:27 11:23, Ac 19:26, al.; seq. διά c. gen., Mk 6:2, Ac 2:43; ὑπό, Lk 13:17; ἐκ, Lk 4:23; ἐν, I Co 9:15; ἀπογραφή, Lk 2:2; ἀνάκρισιςAc 25:26; ἄφεσις, He 9:22; ὁ νόμος, Ga 3:17; τὸ πάσχα, Mt 26:2.
4.to become, be made, come to be: c. pred., Mt 4:3, Lk 4:3, Jo 2:9, I Co 13:11, al.; seq. ὡς, ὡσεί, Mt 10:25, Mk 9:26; εἰς (M, Pr., 71f.), Mk 12:1o, al.; c. gen. Re 11:15; id., of age, Lk 2:42; c. dat., γ. ἀνδρί ([LXX for הָיָה לְאִישׁ, Ru 1:12, al.;] v. Field, Notes, 156), Ro 7:3, 4; seq. ἐν, Ac 22:17, Re 1:10, al.; ἐπάνω, Lk 19:19; μετά, c. gen., Mk 16:[10], Ac 9:19; seq. εἰς, ἐπί (Field, Notes, 135), κατά (ib., 62), c. acc. of place, Ac 20:16 21:35 27:7, al.; seq. ἐκ, Mk 9:7, Lk 3:22, II Th 2:7, al. Aoristic pf. γέγονα (M, Pr., 52, 145f.; Field, Notes, 1f.), Mt 25:6, Lk 10:36, al. Aor. ἐγενήθη (for ἐγένετο, M, Pr., 139f.; Mayser, 379), Mt 11:23, al. (Cf. απο-, δια-, επι-, παρα-, συμ-, παρα-, προ-.)

English (Strong)

a prolongation and middle voice form of a primary verb; to cause to be ("gen"-erate), i.e. (reflexively) to become (come into being), used with great latitude (literal, figurative, intensive, etc.): arise, be assembled, be(-come, -fall, -have self), be brought (to pass), (be) come (to pass), continue, be divided, draw, be ended, fall, be finished, follow, be found, be fulfilled, + God forbid, grow, happen, have, be kept, be made, be married, be ordained to be, partake, pass, be performed, be published, require, seem, be showed, X soon as it was, sound, be taken, be turned, use, wax, will, would, be wrought.

Greek Monolingual

(AM γίγνομαι και γίνομαι)
1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση
2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι
3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι
4. καθίσταμαι, αποβαίνω
5. είμαι, υπάρχω
6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό
7. (για χρονική διάρκεια) συμπληρώνομαι
8. μεταβάλλομαι, αλλάζω κατάσταση
9. καταλήγω, καταντώ
10. ανήκω σε κάποιον ή περιέρχομαι στον έλεγχο ή στην εξουσία κάποιου
11. (ως απροσ.) γίνεται
α) συμβαίνει, τυχαίνει να...
β) αρμόζει, ταιριάζει να...
γ) είναι δυνατόν, μπορεί να...
12. φρ. α) γένοιτο
μακάρι να γίνει, αμήν
β) «ὂ μὴ γένοιτο» — μακάρι να μη γίνει
γ) «ό,τι έγινε, έγινε», «ὄ γέγονε, γέγονε», «τὰ γενόμενα οὐκ ἀπογίνεται» — ότι συνέβη δεν μπορεί ν' αλλάξει ή να ξεχαστεί
μσν.-νεοελλ. ισχύω, επακολουθώ
νεοελλ.
Ι. 1. συντελούμαι, παίρνω οριστική μορφή
2. (για καρπούς) ωριμάζω
3. (για πράγματα) αποτελούμαι, συνίσταμαι από...
II. φρ.
1. «γίνομαι άνθρωπος» — εξανθρωπίζομαι ή ευπρεπίζομαι
2. «γίνομαι άλλος άνθρωπος» — αλλάζω ριζικά
3. «γίνομαι άνω κάτω» (ή «έξω φρενών»)
εξοργίζομαι, αναστατώνομαι, συγχύζομαι
4. «γίνομαι βαπόρι» — θυμώνω πολύ
5. «γίνομαι βάρος» — επιβαρύνω, ενοχλώ
6. «γίνομαι ένα» — πάω με το μέρος κάποιου, ταυτίζομαι
7. «γίνομαι θέατρο» — γελοιοποιούμαι, διασύρομαι, ρεζιλεύομαι
8. «γίνομαι θηρίο ή σκυλί ή Τούρκος» — εξοργίζομαι, θυμώνω φοβερά
9. «γίνομαι θυσία» — δείχνω υπερβολική προθυμία ή ζήλο, θυσιάζομαι
10. «γίνομαι καπνός ή άφαντος ή αχνός» — εξαφανίζομαι τελείως, αποχωρώ απότομα ή οριστικά
11. «γίνομαι κομμάτια»
α) κομματιάζομαι, σπάω
β) θυσιάζομαι, προσπαθώ με κάθε μέσο ή ταλαιπωρία να φανώ χρήσιμος
12. «γίνομαι περδίκι» — θεραπεύομαι τελείως, γιατρεύομαι
13. «γίνομαι πετσί και κόκαλο» — αδυνατίζω πολύ, εξασθενώ
14. «γίνομαι σαν το κερί ή το φλουρί» — χάνω το χρώμα μου, κιτρινίζω, χλομιάζω
15. «γίνομαι το ένα»
α) συνάπτω δεσμό συγγένειας με γάμο, ενώνομαι με κάποιον
β) εξομοιώνομαι, μοιάζω πολύ με κάποιον
16. γινόμαστε από δυο χωριά» — ερχόμαστε σε σύγκρουση, σε διάσταση, μαλώνουμε.
17. «γίνονται όλα μέλι γάλα» — όλα τακτοποιούνται, ρυθμίζονται, λύνεται η παρεξήγηση
18. «έγιναν γης Μαδιάμ» — γκρεμίστηκαν, καταστράφηκαν, αναστατώθηκαν
19. «έγιναν μαλλιά κουβάρια»
α) (για πρόσωπα) μάλωσαν, συνεπλάκησαν
β) (για πράγματα) ανακατώθηκαν, περιήλθαν σε μεγάλη αταξία
20. «γίνεται λόγος» — συζητείται, διαδίδεται, αναφέρεται
21. «τί να γίνει!» ή «τί να κάνουμε!» για δήλωση απορίας ή αδιέξοδου
22. «δεν ξέρω τί μού γίνεται»
α) δεν έχω πείρα ή γνώση σε κάτι, αγνοώ εντελώς
β) βρίσκομαι σε σύγχυση
23. «γίνομαι έξαλλος» — οργίζομαι, αγανακτώ