λανθάνω: Difference between revisions
(5) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λανθάνω:''' και [[λήθω]] (√<i>ΛΑΘ</i>),<br /><b class="num">Α.</b> παρατ. <i>ἐλάνθανον</i>, <i>ἔληθον</i>, Επικ. [[λῆθον]], Ιων. γʹ ενικ. <i>λήθεσκεν</i>· μέλ. [[λήσω]], Δωρ. <i>λᾱσῶ</i>, αόρ. βʹ <i>ἔλᾰθον</i>, παρακ. [[λέληθα]], υπερσ. <i>ἐλελήθειν</i>, Αττ. βʹ και γʹ ενικ. <i>ἐλελήθης</i>, <i>ἐλελήθη</i>, Ιων. [[ἐλελήθεε]]· στους περισσότερους Ενεργ. χρόνους, [[διαφεύγω]] της προσοχής κάποιου, [[παραμένω]] [[άγνωστος]], [[αόρατος]], [[απαρατήρητος]]. Συντάσσεται:<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. προσ. μόνο, [[λανθάνω]] τινά, [[ξεφεύγω]] της προσοχής κάποιου, Λατ. [[latere]] aliquem, σε Όμηρ., Αττ.· απρόσ., <i>σὲ λέληθε</i>, διέφυγε της προσοχής [[σου]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] με μτχ., [[οπότε]] η μτχ. μεταφράζεται ως [[ρήμα]], και το [[λανθάνω]] με επίρρ., απροσδόκητα, απαρατήρητα, αόρατα· και αυτό, <b>α)</b> [[είτε]] με αιτ. προσ., ἄλλον τινὰ [[λήθω]] μαρνάμενος, δεν βλέπομαι από κάποιον ενώ [[μάχομαι]], δηλ. [[μάχομαι]] [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μὴ λάθῃ με προσπεσών</i>, [[μήπως]] επέρθει απροσδόκητα, σε Σοφ. <b>β)</b> [[είτε]] [[χωρίς]] αιτ., <i>μὴ διαφθαρείς λάθῃ</i>, [[μήπως]] καταστραφεί [[χωρίς]] να το καταλάβει, στον ίδ.· <i>δουλεύων λέληθας</i>, έγινες [[σκλάβος]] [[χωρίς]] να το καταλάβεις, σε Αριστοφ. Η [[σύνταξη]] αυτή αντιστρέφεται και το [[λαθών]] τίθεται αντί μτχ., ἀπὸ τείχεος [[ἇλτο]] [[λαθών]] (αντί ἔλαθεν [[ἁλόμενος]]), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λήθουσά μ' ἐξέπινες</i>, σε Σοφ. <b>Β.</b> Ενεργ., [[ληθάνω]], αόρ. βʹ <i>λέλᾰθον</i>, βλ. κατωτ. Τα [[σύνθετα]] ρήματα ἐκ-[[ληθάνω]], ἐπι-[[λήθω]] λαμβάνουν μτβ. [[σημασία]], κάνω κάποιον να ξεχάσει [[κάτι]], με γεν. πράγμ.· ομοίως στον αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>λέλᾰθον</i>, [[ὄφρα]] [[λελάθῃ]] ὀδυνάων, για να τον κάνει να λησμονήσει τους πόνους του, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Γ.</b> Μέσ. και Παθ. <i>λανθάνομαι</i>· <i>λήθομαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ., Δωρ. λάθομαι [ᾱ], Επικ. παρατ. <i>λανθανόμην</i>, μέλ. [[λήσομαι]], Δωρ. <i>λᾱσεῦμαι</i>, επίσης [[λελήσομαι]], αόρ. <i>ἐλησάμην</i>, επίσης <i>ἐλήσθην</i>, Δωρ. απαρ. [[λασθῆμεν]], αόρ. βʹ <i>ἐλᾰθόμην</i>, Επικ. <i>λαθ-</i>, επίσης Επικ. με αναδιπλ. <i>λελάθοντο</i>, κ.λπ. (βλ. κατωτ.)· — [[λέλησμαι]], Επικ. [[λέλασμαι]], μτχ. <i>λελασμένος</i>, κ.λπ.· πρβλ. [[ἐπιλήθω]]. Μέσ. και Παθ., [[αφήνω]] [[κάτι]] να μου διαφύγει, [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]]·<br /><b class="num">1.</b> απόλ. ή με γεν. πράγμ., [[λησμονώ]], σε Όμηρ.· ομοίως στον αναδιπλ. αόρ., οὐδὲ [[σέθεν]] θεοὶ λελάθοντο, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· ομοίως, Παθ. παρακ., [[ἐμεῖο]] λελασμένος, στο ίδ.· <i>κείνου λελῆσθαι</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[λησμονώ]] [[επίτηδες]], [[αντιπαρέρχομαι]], <i>ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν</i>, ή είχε κατά νου να προσφέρει [[θυσία]] και το ξέχασε ή δεν σκέφτηκε [[καθόλου]] [[κάτι]] τέτοιο, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''λανθάνω:''' και [[λήθω]] (√<i>ΛΑΘ</i>),<br /><b class="num">Α.</b> παρατ. <i>ἐλάνθανον</i>, <i>ἔληθον</i>, Επικ. [[λῆθον]], Ιων. γʹ ενικ. <i>λήθεσκεν</i>· μέλ. [[λήσω]], Δωρ. <i>λᾱσῶ</i>, αόρ. βʹ <i>ἔλᾰθον</i>, παρακ. [[λέληθα]], υπερσ. <i>ἐλελήθειν</i>, Αττ. βʹ και γʹ ενικ. <i>ἐλελήθης</i>, <i>ἐλελήθη</i>, Ιων. [[ἐλελήθεε]]· στους περισσότερους Ενεργ. χρόνους, [[διαφεύγω]] της προσοχής κάποιου, [[παραμένω]] [[άγνωστος]], [[αόρατος]], [[απαρατήρητος]]. Συντάσσεται:<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. προσ. μόνο, [[λανθάνω]] τινά, [[ξεφεύγω]] της προσοχής κάποιου, Λατ. [[latere]] aliquem, σε Όμηρ., Αττ.· απρόσ., <i>σὲ λέληθε</i>, διέφυγε της προσοχής [[σου]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] με μτχ., [[οπότε]] η μτχ. μεταφράζεται ως [[ρήμα]], και το [[λανθάνω]] με επίρρ., απροσδόκητα, απαρατήρητα, αόρατα· και αυτό, <b>α)</b> [[είτε]] με αιτ. προσ., ἄλλον τινὰ [[λήθω]] μαρνάμενος, δεν βλέπομαι από κάποιον ενώ [[μάχομαι]], δηλ. [[μάχομαι]] [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μὴ λάθῃ με προσπεσών</i>, [[μήπως]] επέρθει απροσδόκητα, σε Σοφ. <b>β)</b> [[είτε]] [[χωρίς]] αιτ., <i>μὴ διαφθαρείς λάθῃ</i>, [[μήπως]] καταστραφεί [[χωρίς]] να το καταλάβει, στον ίδ.· <i>δουλεύων λέληθας</i>, έγινες [[σκλάβος]] [[χωρίς]] να το καταλάβεις, σε Αριστοφ. Η [[σύνταξη]] αυτή αντιστρέφεται και το [[λαθών]] τίθεται αντί μτχ., ἀπὸ τείχεος [[ἇλτο]] [[λαθών]] (αντί ἔλαθεν [[ἁλόμενος]]), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λήθουσά μ' ἐξέπινες</i>, σε Σοφ. <b>Β.</b> Ενεργ., [[ληθάνω]], αόρ. βʹ <i>λέλᾰθον</i>, βλ. κατωτ. Τα [[σύνθετα]] ρήματα ἐκ-[[ληθάνω]], ἐπι-[[λήθω]] λαμβάνουν μτβ. [[σημασία]], κάνω κάποιον να ξεχάσει [[κάτι]], με γεν. πράγμ.· ομοίως στον αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>λέλᾰθον</i>, [[ὄφρα]] [[λελάθῃ]] ὀδυνάων, για να τον κάνει να λησμονήσει τους πόνους του, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Γ.</b> Μέσ. και Παθ. <i>λανθάνομαι</i>· <i>λήθομαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ., Δωρ. λάθομαι [ᾱ], Επικ. παρατ. <i>λανθανόμην</i>, μέλ. [[λήσομαι]], Δωρ. <i>λᾱσεῦμαι</i>, επίσης [[λελήσομαι]], αόρ. <i>ἐλησάμην</i>, επίσης <i>ἐλήσθην</i>, Δωρ. απαρ. [[λασθῆμεν]], αόρ. βʹ <i>ἐλᾰθόμην</i>, Επικ. <i>λαθ-</i>, επίσης Επικ. με αναδιπλ. <i>λελάθοντο</i>, κ.λπ. (βλ. κατωτ.)· — [[λέλησμαι]], Επικ. [[λέλασμαι]], μτχ. <i>λελασμένος</i>, κ.λπ.· πρβλ. [[ἐπιλήθω]]. Μέσ. και Παθ., [[αφήνω]] [[κάτι]] να μου διαφύγει, [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]]·<br /><b class="num">1.</b> απόλ. ή με γεν. πράγμ., [[λησμονώ]], σε Όμηρ.· ομοίως στον αναδιπλ. αόρ., οὐδὲ [[σέθεν]] θεοὶ λελάθοντο, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· ομοίως, Παθ. παρακ., [[ἐμεῖο]] λελασμένος, στο ίδ.· <i>κείνου λελῆσθαι</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[λησμονώ]] [[επίτηδες]], [[αντιπαρέρχομαι]], <i>ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν</i>, ή είχε κατά νου να προσφέρει [[θυσία]] και το ξέχασε ή δεν σκέφτηκε [[καθόλου]] [[κάτι]] τέτοιο, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λανθάνω:''' (fut. [[λήσω]] - дор. [[λασῶ|λᾱσῶ]], aor. 2 ἔλᾰθον - эп. λέλᾰθον, pf. [[λέληθα]], inf. aor. [[λαθεῖν]]; med.: fut. [[λήσομαι]], fut. 3 [[λελήσομαι]], pf. [[λέλησμαι]] - эп. [[λέλασμαι]], aor. ἐλαθόμην - эп. [[λελαθόμην]])<br /><b class="num">1)</b> быть скрытым, оставаться незамеченным: [[ἆλτο]] [[λαθών]] Hom. (раненый Главк) незаметно (для всех) соскочил; [[λαθεῖν]] νόον τινός Hom. ускользнуть от чьего-л. внимания; [[ἔλαθον]] [[ἡμᾶς]] ἀποδράντες Xen. они бежали тайно от нас; μὴ [[λάθω]] τι παρανομήσας Xen. чтобы мне незаметно (для себя, т. е. невольно) не нарушить в чем-л. закона; λ. οἰόμενοι Thuc. полагая, что их не замечают; impers.: σὲ δὲ λέληθε περὶ [[τοῦτο]] Plat. об этом тебе (ничего) неизвестно; иногда med.: [[τοῦτο]] [[ἡμᾶς]] οὐ λήσεται Arst. это не будет для нас тайной;<br /><b class="num">2)</b> (в aor. 2) заставить забыть, избавить (τινα ὀδυνάων Hom.): [[οὔκουν]] ἐν Ἄργει μ᾽ [[οἷα]] πράττει λανθάνει Arph. мне небезызвестно, что творится в Аргосе;<br /><b class="num">3)</b> (преимущ. med.-pass.) предавать забвению, забывать (ἑταίρων πάντων λελῆσθαι Plat.): λελασμένος, ὅσσ᾽ [[ἐπεπόνθει]] Hom. забыв о прошлых страданиях; ἢ λάθετ᾽ ἢ οὐκ ἐνόησεν Hom. то ли забыл (принести жертву), то ли (вообще об этом) не думал; οὔ ποτε λησόμενον (pass.) [[κακόν]] Soph. горе, которое никогда не забудется;<br /><b class="num">4)</b> med. обходить молчанием, молчать: μαθοῦσιν αὐδῶ [[κοὐ]] μαθοῦσιν λήθομαι Aesch. с понимающими я разговариваю, а с непонимающими молчу. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Pi.Fr.75.13, etc.:—also λήθω (which is the form of the Act. generally used in compds., δια-λανθάνω being the sole exception), Il.23.323, S.OT1325 (lyr.), X.Smp.4.48; Dor. λάθω [ᾱ] S.El. 222 (lyr.); inf.
A λᾱθέμεν Pi.O.1.64: impf. ἐλάνθανον Il.13.721, etc.; ἔληθον Od.19.151, S.El.1359; Ep. λῆθον Il.15.461; Ion. λήθεσκεν 24.13: fut. λήσω Od.11.102, Ar.Ec.98, etc.; Aeol.inf. λᾱσην Alc.Supp.22.8; Dor. λᾱσῶ Theoc.14.9, al., so (in late writers) λήσομαι, v. infr. c. 11: aor. 1 ἔλησα Nic.Al.280 (but Hom. has ἐπ-έλησα, Alc. ἐξ-έλᾱσα, in causal sense): aor. 2 ἔλᾰθον Il.17.676, etc. (for λέλᾰθον, v. infr. B): pf. λέληθα Semon.7.9, Sol.13.27; Aeol.part.λελᾱθων Alc.Supp.26.8: plpf. ἐλελήθειν, Att. -ήθη, Th.8.33, Ar.Eq.822, Nu.380, Luc.Pr.Im. 15; Ion.3sg. ἐλελήθεε Hdt.6.79. B causal ληθάνω, aor. 2 λέλᾰθον, v. infr. B. C Med. and Pass., λανθάνομαι Arist.Po.1455a25 (s.v.l.), λήθομαι Il.11.790, A.Ag.39; Dor. λάθομαι [ᾱ] Pi.O.8.72: Ep. impf. λανθανόμην Od.12.227: fut. λήσομαι 1.308; Dor. λᾱσεῦμαι Theoc.4.39, also λελήσομαι E.Alc.198: aor. 1 ἐλησάμην or λησάμην only in late Ep., Maiist.47, Mosch.3.62 (Dor. λᾱς-), Q.S.3.99, etc.; also ἐλήσθην, Dor. inf. λασθῆμεν Theoc.2.46, cf. διαλανθάνω: aor. 2 ἐλᾰθόμην, Ep. λαθ-, Il.13.835, E.Hipp.289: rare in Prose exc. in compds., Plu.Caes.38; also Ep. redupl. λελάθοντο, etc., v. infr. c: pf. λέλησμαι S.El.342, Pl.Phdr.252a; Ep. λέλασμαι, part. λελασμένος, etc.; cf. ἐπιλήθω. A in most of the act. tenses, escape notice (freq. joined with a neg.):—Constr.: 1 c. acc. pers. only, escape his notice, λάθε δ' Ἕκτορα Il.22.277; οὐδέ σε λήσει 23.326; οὐ λῆθε Διὸς πυκινὸν νόον 15.461, cf. Od.11.102, al.; [τοῦτον] οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός A.Ag. 796 (anap.); οὐ λάθει μ' ὀργά S.El.222 (lyr.), cf. Ph.207 (lyr.); τουτί μ' ἐλελήθειν Ar.Nu.380; εἰ λανθάνει σε perhaps you don't know, Men. Sam.78: impers., λεληθέναι οὐ θαυμάζω τὸ πλῆθος περὶ τούτου it escaped the notice of the people, X.Hier.2.5; σὲ δὲ λέληθεν περὶ τοῦτο ὡς . . Pl. Lg.903c. 2 most freq. with a part. added, in which case we usually translate the part. by a Verb, and express λανθάνω by an Adv., unawares, without being observed; either, a c. acc. pers., ἄλλον τινὰ λήθω μαρνάμενος I am unseen by others while fighting, i.e. 1 fight unseen by them, Il.13.273; πάντας ἐλάνθανε δάκρυα λείβων Od.8.93, cf. 12.17, 220, 19.88, al., Pi.O.1.64, 6.36, Hdt.8.25: freq. in Trag. and Att., μὴ λάθῃ με προσπεσών lest he come on unseen by me, S.Ph.46, cf. 156 (lyr.); ὅπως μὴ λήσουσιν αὐτοὺς αἱ νῆες . . ἀφορμηθεῖσαι should put to sea without their observing them, Th.8.10; or, b without an acc., φονέα ἐλάνθανε βόσκων he maintained the murderer unawares, Hdt.1.44; λέληθας ἐχθρὸς ὤν S.OT415; δουλεύων λέληθας Ar.V. 517; συνέβη δὲ ὑπερημέρῳ γενομένῳ λαθεῖν D.21.89: the reflex. Pron. may be supplied and is sts. added, λέληθεν αὑτὸν τοῖς ξυνοῦσιν ὢν βαρύς S.Fr.103; ἕως σαυτὸν λάθοις διαρραγείς Ar.Pax32, cf. Nu.242, X.An.6.3.22: sts., however, a different object must be supplied from the context, βάλλοντες ἐλάνθανον (not ἑαυτούς, but Τρῶας) Il. 13.721; ἐλάνθανε [πάντας] ἔχων Hdt.8.5; μὴ διαφθαρεὶς λάθῃ [τινὰ ὁ βίος] S.Ph.506; μὴ λάθῃ [ἡμᾶς] φύγδα βάς A.Eu.256 (lyr.), cf. Th. 4.133, etc.—In a few examples this constr. is reversed, and λαθών is put in the part., as in our idiom, ἀπὸ τείχεος ἆλτο λαθών (for ἔλαθεν ἁλόμενος) Il.12.390; ἣ . . λήθουσά μ' ἐξέπινες S.Ant.532. 3 rarely c. acc. et inf., μή σε λαθέτω ὑπερτιθέμεν let it not escape thee to . . , i.e. forget not to . . , Pi.P.5.23; ἔλαθεν αὐτὸν σύνθημα δοῦναι Plu.Arist. 17; σφᾶς λέληθε Θεόδωρον εἶναι it has been unnoticed that it was . . , Paus.9.41.1. 4 folld. by a relat. clause, οὐδέ με λήθεις, ὅττι θεῶν τίς σ' ἦγε thou escapest me not, it is not unknown to me, that some god led thee, Il.24.563; οὐδέ ἑ λήθει, ὅππως . . 23.323; ἐδόκεες θεοὺς λήσειν οἷα ἐμηχανῶ thou thought'st to escape the gods' notice in . . , Hdt.8.106; οὔκουν με . . οἷα πράττεις λανθάνει Ar.Eq.465; οὐ λανθάνεις με, ὅτι . . X.Mem.3.5.24, cf. Smp.3.6, 13; ὁ γείτων λ. τινὰ οὐ μόνον ὅτι πράττει, ἀλλ' εἰ . . Pl.Tht.174b. 5 abs., escape notice or detection, S.Tr.455, Th.1.37, 69, al.; λάθε βιώσας Epicur.Fr.551; λανθάνει τὸ οὖρον προσπῖπτον Hp.Coac.464. B causal, make one forget a thing, c. gen. rei, in compds. ἐκληθάνω, ἐπι-λήθω; the simple Verb only in Ep. redupl. aor. 2, ὄφρα . . λελάθῃ ὀδυνάων that . . he may cause him to forget his pains, Il.15.60; πόλιν λελάθοιτε συντυχιᾶν Lyr.Adesp.140.9: but II in late Ep., λέλαθον, = ἔλαθον, escaped notice of, ἑὸν νόον, τοκῆας, A.R.2.226, 3.779, cf. Orph.A.876. C Med. and Pass., let a thing escape one, forget, 1 forget simply, in pres. (abs.), σὺ δὲ λήθεαι Il.11.790: c. gen., Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης . . λανθανόμην Od.12.227, cf. Pi.O.8.72; οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν Od.1.308; ἄλγος, οὗ ποτ' οὐ λελήσεται E.Alc.198: mostly in aor. 2, ἀλκῆς λαθέσθαι A.Supp.731; νόστου τε λαθέσθαι Od.9.97; πῶς ἂν . . Ὀδυσῆος . . λαθοίμην; 1.65: also in redupl. aor., οὐδὲ σέθεν . . θεοὶ μάκαρες λελάθοντο Il.4.127; μή τίς μοι ἀπειλάων λελαθέσθω 16.200; οὐ δυνάμην λελαθέσθ' Ἄτης 19.136 (but in Hes.Th.471 like the Act., ὅπως λελάθοιτο τεκοῦσα that she might bear unknown): so in pf., τῶν δὲ λέλασται Il.5.834; ἐμεῖο λελασμένος 23.69; κείνου λελῆσθαι S. El.342, etc.; ἑταίρων πάντων λέλησται Pl.Phdr.252a: with a relat. clause, λελασμένος ὅσσ' ἐπεπόνθει Od.13.92: fut. Med. in pass. sense, once in S., οὐδέ ποτε λησόμενον οἷον ἔφυ κακόν never will be forgotten, El. 1249 (lyr.); cf. ἐπιλανθάνω. 2 forget purposely, pass over, ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν either he chose to forget it . . , Il.9.537; μαθοῦσιν αὐδῶ, κοὐ μαθοῦσι λήθομαι A.Ag.39. II in later writers fut. Med. is used like Act., escape notice, ἡμᾶς Arist.APr.66a31, cf. A.R.3.737, Luc.Sacr.14: abs., Alciphr.3.52.
German (Pape)
[Seite 14] (s. λήθω), fut. λήσω, aor. ἔλαθον, λαθεῖν, perf. λέληθα, 1) verborgen sein, sich verborgen halten, unbemerkt bleiben, theils absolut, τὸν δεδρακότ' εἴτε τις εἷς ὢν λέληθεν εἴτε πλειόνων μέτα Soph. O. R. 246; μὴ δόκει λεληθέναι Eur. Rhes. 940; Isocr. 1, 16; λανθάνειν ἐπειρᾶτο, Xen. Cyr. 6, 4, 3; ἔλαθόν τε καὶ ἔφθασαν προκαταλαβόντες, Thuc. 3, 112 u. A. – Häufiger c. accus. der Person, vor der man verborgen bleibt, λάθε δ' Ἕκτορα, Il. 22, 277, οὐδέ με λήσει, 23, 326; οὐδ' ἔλαθε σκοπόν, er blieb dem Späher nicht verborgen, entging ihm nicht, Pind. P. 3, 27; οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός Aesch. Ag. 770; u. in Prosa, Her. 8, 25 u. Folgde; – u. mit ὅτι, σὲ τοῦτο λανθάνει ὅτι, Plat. Parm. 128 c, λέληθέ σε, ὅτι –, Gorg. 508 a; im Ggstz von ὀξέως αἰσθάνεσθαι, Phaedr. 263 c; Xen. Hem. 3, 5, 24; auch περὶ τούτου λέληθε τὸ πλῆθος, Hier. 2, 5, wie περὶ τοῦτο, Plat. Legg. X, 903 c. – Aehnlich ἐδόκεες θεοὺς λήσειν οἰα ἐμηχανῶ, du meintest, es werde den Göttern verborgen bleiben, was für Dinge du unternähmst, Her. 8, 106; vgl. Ar. Equ. 465. – Am gewöhnlichsten tritt ein partic. hinzu, das ausdrückend, was verborgen bleibt, wo man meist λανθάνω mit einem adv. heimlich, unvermerkt, unversehens, u. das partic. durch ein verb. finitum übersetzen kann, μή σε λάθῃσι κεῖσ' ἐξορμήσασα, daß sie nicht dir unbemerkt, ohne daß du es merkst. hervorbreche, Od. 12, 220. 13, 270 u. öser; οὐδ' ἔλαθ' Αἴπυτον κλέπτοισα, Pind. Ol. 6, 36; θεόν τι λαθέμεν ἔρδων 1, 64; μή με λάθῃ προσπεσών, daß er mich nicht unversehens üborsalle, Soph. Phil. 156, wie Eur. Heracl. 338; μὴ κατθανών σε σύγγονος λέληθ' ὅδε Or. 209; u. in Prosa, οὐδ' ἐλάνθανε τοὺς διαβεβηκότας ταῦτα πρήξας Her. 8, 25, es entging ihnen nicht, daß er dies that; Thuc. u. A.; ἔλαθον ἡμᾶς ἀποδράντες Xen. Cyr. 4, 2, 5; auch λανθάνω καὶ ἐμαυτὸν οἰόμενος, mir selbst unbewußt meine ich, Plat. Crat. 393 b; ἐλάνθανον αὑτοὺς ἐπὶ τῷ λόφῳ γενόμενοι, ohne daß sie es merkten, waren ste auf den Hügel gekommen, Xen. An. 6, 3, 22. – Auch ohne accus. so, λελήθασι μανθάνοντες, sie haben unvermerkt gelernt, Xen. Ath. 1, 19, λανθάνομεν ταὐτὰ ποιοῦντες Plat. Theaet. 164 c, wo man ἑαυτούς, ἡμᾶς αὐτούς ergänzen kann; vgl. noch δουλεύων λέληθας, du hast nicht gemerkt, daß du ein Sklave bist, Ar. Vesp. 517; λήσετε διαφθαρέντες, Plat. Gorg. 487 d. – 2) Med. λανθάνομαι, λήσομαι, dor. λασεύμεθα, Theocr. 4, 39 (aber λησόμενος ist pass. Soph. El. 1249), ἐλαθόμην, perf. λέλησμαι, ep. λέλασμαι, auch aor. p. λασθῆμεν, Theocr. 2, 46, vor sich verborgen halten, vergessen, ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν, Il. 9, 537; μηδαμῶς λάθῃ, Aesch. Ch. 680. – Gew. c. gen., νόστου τε λαθέσθαι, Od. 9, 97, ἐφημοσύνης, 12, 227; ἀλκῆς, im Ggstz von μνήσασθαι, oft, wie Aesch. Suppl. 712; λελάσμεθα θούριδος ἀλκῆς, Il. 11, 313; auch = versäumen, unterlassen, 9, 537; τῶν πάρος λαθώμεθα Eur. Hel. 1233; u. fut., οὗ ποτ' οὐ λελήσεται, Alc. 198; κείνου λελῆσθαι, Soph. El. 342; μητέρων τε καὶ ἀδελφῶν λελῆσθαι, Plat. Phaedr. 252 a ff. das in Prosa üblichere ἐπιλανθάνομαι). – Bei Sp. auch = act., ὄφρα τοκῆας λήσομαι ἐντύνουσα ὑπόσχεσιν Ap. Rh. 3, 737; vgl. Arist. poet. 17 analyt. prior. 2, 19; λήσονται εἰς τὴν αὐτὴν ἐγκυλισθέντες ἀπορίαν S. Emp. adv. gramm. 108; ἧκον ἐς τὴν Αἴγυπτον ὡς δὴ ἐνταῦθα λησόμενοι τοὺς πολεμίους, Luc. de sacrit. 14. – 3) der aor. λέλαθον hat Il. 15, 60, ὄφρα λελάθῃ ὀδυνάων, factitive Bdtg, die Schmerzen vergessen lassen (vgl. ληθάνω), sonst = ἔλαθον, wie Ap. Rh. 3, 779, πῶς γάρ κεν ἐμοὺς λελάθοιμι τοκῆας φάρμακα μνησαμένη; vgl. Orph. Arg. 874. – Und im med., οὐδὲ σέθεν θεοὶ μάκαρες λελάθοντο, Il. 4, 127, λελαθέσθαι, 19, 136, μήτις μοι ἀπειλάων λελαθέσθω, 16, 200, u. öfter bei sp. D.; auch = act., μῆτιν συμφράσσασθαι ὅπως λελάθοιτο τεκοῦσα παῖδα φίλον Hes. Th. 471.
Greek (Liddell-Scott)
λανθάνω: (διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος), Πίνδ., Ἀττ.· ὡσαύτως λήθω (ὅπερ εἶναι ὁ συνήθως ἐν χρήσει ἐν τοῖς συνθέτοις ἐνεργητικὸς τύπος ἐξαιρουμένου μόνου τοῦ δια-λανθάνω), Ὅμ., Τραγ., Ξεν.· Δωρ. λάθω Σοφ.· ― παρατ. ἐλάνθανον Ὅμ., Ἀττ.· ἔληθον Ὅμ., Σοφ. Ἠλ. 1359· Ἐπικ. λῆθον Ἰλ. Ο. 461· Ἰων. λήθεσκεν Ω. 13· ― μέλλ. λήσω Ἰλ., Ἀττ.· Δωρ. λᾱσῶ· οὕτω (παρὰ μεταγεν. συγγραφ.) λήσομαι, ἴδε κατωτ. Γ. ΙΙ· ― ἀόρ. α΄ ἔλησα Νικ. Ἀλεξιφ. 280, (ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἐπέλησα, Ἀλκαῖ. ἐξέλᾱσα, ἐπὶ μεταβ. σημ.)· ἀόρ. β΄ ἔλᾰθον Ἰλ., Ἀττ.· (περὶ τοῦ λέλᾰθον, ἴδε κατωτ. Β)· ― πρκμ. λέληθα πρῶτον παρ’ Ἀττ.· ὑπερσ. ἐλελήθειν Θουκ. 8. 33, Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 15, β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. ἐλελήθης, -θη, Ἀριστοφ. Ἱππ. 822, Νεφ. 380· Ἰων. ἐλελήθεε Ἡρόδ. 6. 79. Β. Μεταβατ. ἐνεργείας ληθάνω (κάμνω τινὰ νὰ λησμονήσῃ) ἀόρ. β΄ λέλᾰθον, ἴδε κατωτ. Β. Γ. Μέσ. καὶ Παθ. λανθάνομαι (λησμονῶ, ἴδε κατωτ. Γ), Ἀριστ. Ποιητ. 17, 1· λήθομαι Ἰλ., Τραγ., Δωρ. λάθομαι Πίνδ. Ἐπικ. παρατ. λανθανόμην Ὀδ.· ― μέλλ. λήσομαι Ὀδ., Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1· Δωρ. λᾱσεῦμαι Θεόκρ. 4. 39· ὡσαύτως λελήσομαι Εὐρ. Ἄλκ. 198· ― ἀόρ. α΄ ἐλησάμην μόνον παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., Μόσχ. 3. 63, Κόϊντ. Σμ. 3. 99., 12. 468, κλ.· ὡσαύτως ἐλήσθην, Δωρ. ἀπαρ. λασθῆμεν Θεόκρ. 2. 46, πρβλ. δια-· ― ἀόρ. β΄ ἐλᾰθόμην, Ἐπικ. λαθ-, Ὅμ., Τραγ., (τὰ σύνθετα καὶ παρὰ πεζογράφοις ὡσαύτως μετ’ Ἐπικ. ἀναδιπλασ.), λελάθοντο, κτλ. (ἴδε κατωτ. Γ)· ― λέλησμαι Σοφ., Πλάτ.· Ἐπικ. λέλασμαι, μετοχ. λελασμένος, κτλ.· πρβλ. ἐπιλήθω. (Ἐκ τῆς √ΛΑΘ, ὡς ἐν τοῖς λαθεῖν, λήθω, λήθη, λάθρα, λαθραῖος· πρβλ. Λατ. lat-eo, lat-ebra.) Α. Ἐν τοῖς πλείστοις τῶν ἐνεργ. χρόνων, διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, διαμένω ἄγνωστος, ἀόρατος, ἀπαρατήρητος, συχνάκις μετ’ ἀρνήσ. ― Συντάσσεται: 1) μετ’ αἰτ. προσ. μόνον, διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, Λατ. latere aliquem, Ὅμ., κτλ· λάθε δ’ Ἕκτορα Ἰλ. Χ. 277· οὐδέ σε λήσει Ψ. 326· οὐ λῆθε Διὸς πυκινὸν νόον Ο. 461, πρβλ. Ὀδ. Λ. 102, κ. ἀλλ.· οὐκ ἔστι καθεῖν ὄμματα φωτὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 796· οὐ λάθει μ’ ὀργὰ Σοφ. Ἠλ. 222, πρβλ. Φιλ. 207· οὕτω, τουτὶ μ’ ἐλελήθει Ἀριστοφ. Νεφ. 380· ἀπροσ., περὶ τούτων λέληθε τὸ πλῆθος, διέφυγε τὴν προσοχὴν τοῦ λαοῦ, Ξεν. Ἱέρων 2, 5· σὲ δὲ λέληθε περὶ τοῦτο Πλάτ. Νόμ. 903C. 2) συχνότατα μετὰ μετοχῆς, ὅτε συνήθως ἑρμηνεύεται ἡ μὲν μετοχὴ διὰ ῥήματος, τὸ δὲ λανθάνω δι’ ἐπιρρήματος, λεληθότως, ἀπροσδοκήτως, ἀπαρατηρήτως, ἀοράτως, ἀγνώστως· καὶ τοῦτο ἤ, α) μετ’ αἰτ. προσ., ἄλλον τινὰ λήθω μαρνάμενος, δὲν βλέπομαι ὑπό τινος ἐνῷ μάχομαι, δηλ. μάχομαι χωρὶς νὰ φαίνωμαι, Ἰλ. Ν. 273· πάντας ἐλάνθανε δάκρυα λείβων Ὀδ. Θ. 93, πρβλ. Μ. 17, 220., Τ. 88, κ. ἀλλ.· οὕτω Πινδ. Ο. 1. 104., 6. 69, Ἡρόδ. 8. 25· συχνάκις παρ’ Ἀττ., μὴ λάθῃ με προσπεσών, μήπως ἐπέλθῃ ἀπροσδοκήτως, Σοφ. Φ. 46, 156· λὴ λήσουσιν αὐτοὺς αἱ νῆες… ἀφορμηθεῖσαι, μήπως ἀποπλεύσωσι χωρὶς νὰ τὰς ἴδωσι, Θουκ. 8. 10· ― ἤ, β) ἄνευ αἰτ., φονέα ἐλάνθανε βόσκων, διέτρεφε τὸν φονέα, χωρὶς νά το γνωρίζῃ, Ἡρόδ. 1. 44· μὴ διαφθαρεὶς λάθῃ, μήπως καταστραφῇ χωρὶς νά το καταλάβῃ, Σοφ. Φ. 506· λέληθας ἐχθρὸς ὢν ὁ αὐτ. Ο. Τ. 415· δουλεύων λέληθας Ἀριστοφ. Σφ. 517· συνέβη δὲ ὑπερημέρῳ γενομένῳ λαθεῖν Δημ. 543. 10· ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς παραδείγμασιν ἡ αὐτοπαθὴς ἀντωνυμία δυνατὸν νὰ νοηθῇ ὡς καὶ προστίθεται μάλιστα ἐνίοτε, λέληθεν αὑτὸν τοῖς ξυνοῦσιν ὢν βαρὺς Σοφ. Ἀποσπ. 90· ἕως σαυτὸν λάθῃς διαρραγεὶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 32, πρβλ. Νεφ. 242, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 22· ― ἐνίοτε ὅμως διάφορόν τι ἀντικείμενον δέον νὰ νοηθῇ ἐκ τῶν συμφραζομένων, βάλλοντες ἐλάνθανον (οὐχὶ ἑαυτούς, ἀλλὰ τοὺς Τρῶας) Ἰλ. Ν. 721· ἐλάνθανε [πάντας] ἔχων Ἡρόδ. 8. 5· μὴ λάθῃ [ἡμᾶς] φύγδα βὰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 256, πρβλ. Θουκ. 4. 133, κτλ. ― Ἔν τισιν ὀλίγοις παραδείγμασιν ἡ σύνταξις αὕτη ἀντιστρέφεται, καὶ τὸ λαθών, τίθεται κατὰ μετοχ., ἀπὸ τείχεος ἇλτο λαθὼν (ἀντὶ ἔλαθεν ἁλόμενος) Ἰλ. Μ. 390· ἣ... λήθουσά μ’ ἐξέπινες Σοφ. Ἀντ. 532· ― πρβλ. φθάνω. 3) σπανίως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μή σε λαθέτω ὑπερτιθέμεν, ἂς μή σε διαφύγῃ νά..., δηλ. μὴ λησμονήσῃς νά..., Πινδ. Π. 5. 30· ἔλαθεν αὐτὸν δοῦναι Πλουτ. Ἀριστείδ. 17· λέληθε Θεόδωρον εἶναι (ἀντὶ ὄντα), δὲν παρετηρήθη ὅτι εἶναι..., Παυσ. 9. 41, 1· οὕτως, ἔλαθεν ἐμπεσεῖν (ἀντὶ ἐμπεσὼν) Αἰσώπ. 146. 4) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, οὐδέ με λήθεις, ὅττι θεῶν τίς σ’ ἦγε, οὐδὲ λανθάνεις με ὅτι σέ τις θεῶν ἤγαγε, Ἰλ. Ω. 563· οὐδέ ἑ λήθει, ὅππως... Ψ. 323· ἐδόκεες θεοὺς λήσειν οἷ’ ἐμηχανῶ, ἐνόμιζες ὅτι θὰ διέφευγες τὴν προσοχὴν τῶν θεῶν ὡς πρός..., Ἡρόδ. 8. 106· οὔκουν με... ἃ πράττει λανθάνει Ἀριστοφ. Ἱππ. 465· οὐ λανθάνεις με, ὅτι... Ξεν Ἀπομν. 3. 5, 24, πρβλ. Συμπ. 3, 6 καὶ 13· λ. τινά, ὡς..., εἰ... Πλάτ. Θεαίτ. 174Β. 5) ἀπολ., Σοφ. Τρ. 455, Θουκ. 1. 37, 69, κ. ἀλλ. Β. τὰ σύνθετα ῥήματα ἐκ-ληθάνω, ἐπι-λήθω, μετ’ ἀορ. α΄ ἐπέλησα (ἴδε τὰς λέξ.), λαμβάνουσι σημασίαν μεταβατικὴν ἐνεργείας, κάμνω τινὰ νὰ λησμονήσῃ τι, μετὰ γεν. πράγματος· τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα κεῖται οὕτω μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. μετ’ ἀναδιπλ. ἀορ. β΄ (πρβλ. λαγχάνω IV), ὄφρα... λελάθῃ ὀδυνάων, ἵνα... τὸν κάμῃ νὰ λησμονήσῃ τοὺς πόνους του, Ἰλ. Ο. 60· πόλιν τε τάνδε βαρυφρόνων λελάθοιτε συντυχιᾶν Ποιητὴς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 174· ― ἀλλά, ΙΙ. παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., λέλαθον = ἔλαθον, Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄, 226, Γ. 779, Ὀρφ. Ἀργ. 879. Γ. Μέσ. καὶ παθ., ἀφίνω τι νά με διαφύγῃ, λησμονῶ. 1) ἁπλῶς, λησμονῶ κατ’ ἐνεστ. (ἀπολ.), σὺ δὲ λήθεαι Ἰλ. Λ. 790· μετὰ γεν., Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης... λανθανόμην Ὀδ. Μ. 227, πρβλ. Πινδ. Ο. 8. 95· κατὰ μέλλ., οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν Ὀδ. Α. 308· ἄλγος, οὗ ποτ’ οὐ λελήσεται Εὐρ. Ἄλκ. 198· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἀορ. β΄, ἀλκῆς λαθέσθαι, ἀντιθέτως πρὸς τὸ μνήσασθαι, Ἰλ. Λ. 313, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 731· νόστου τε λαθέσθαι Ὀδ. Ι. 97· πῶς ἄν... Ὀδυσῆος... λαθοίμην; Α. 65· οὕτω καὶ ἐν τῷ μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἀορ., οὐδὲ σέθεν... θεοὶ μάκαρες λελάθοντο Ἰλ. Δ. 127· μή τίς μοι ἀπειλάων λελαθέσθω Π. 200· οὐ δυνάμην λελαθέσθ’ Ἄτης Τ. 136· (ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. Θ. ὡς τὸ ἐνεργ., ὅπως λελάσοιτο τεκοῦσα, διὰ νὰ γεννήσῃ ἀπαρατήρητος)· ― οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., τῶν δὲ λέλασται Ἰλ. Ε. 834· ἐμεῖο λελασμένος Ψ. 69· κείνου λελῆσθαι Σοφ. Ἠλ. 342, Εὐρ., κτλ.· ἑταίρων πάντων λέλησται Πλάτ. Φαῖδρ. 252Α· ― μετὰ προτάσεως ἐξηρτημένης, λελασμένος ὅσσ’ ἐπεπόνθει Ὀδ. Ν. 92· ― ἅπαξ ὁ μέσ. μέλλ. κεῖται ἐπὶ κυρίως παθ. σημασ., οὔ ποτε λησόμενον οἷον ἔφυ κακόν, οὐδέποτε θὰ λησμονηθῇ, Σοφ. Ἠλ. 1249· πρβλ. ἐπιλανθάνω. 2) λησμονῶ ἐπίτηδες, παρέρχομαι, ἢ λάθετ’ ἢ οὐκ ἐνόησεν, ἢ εἶχε κατὰ νοῦν νὰ προσενέγκῃ θυσίαν καὶ παρημέλησεν ἢ οὐδόλως διενοήθη τοιοῦτόν τι..., Ἰλ. Ι. 537· μαθοῦσιν αὐδῶ, κοὐ μαθοῦσι λήθομαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 39. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὁ μέσ. μέλλ. κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐνεργ., διαφεύγω τὴν προσοχήν, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 19, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 737, Λουκ. περὶ Θυσιῶν 14, Ἀλκίφρων 3. 52.· ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 486-489.
French (Bailly abrégé)
f. λήσω, ao.2 ἔλαθον, pf. λέληθα;
I. intr. être caché, demeurer caché :
1 abs. ἇλτο λαθών IL il sauta sans être aperçu;
2 avec un acc. de pers. : λανθάνειν τινά demeurer caché à qqn, ignoré de qqn (cf. lat. latere aliquem) ; οὐ λῆθε Διὸς νόον IL cela n’échappa point à l’esprit de Zeus ; qqf impers. avec le même acc. : περὶ τούτου λέληθε τὸ πλῆθος XÉN cela est demeuré ignoré de la foule;
3 très souv. accompagné d’un part. et un acc. de pers. : πάντας ἐλάνθανε δάκρυα λείβων OD il versait des larmes à l’insu de tous, litt. il était caché à tous versant des larmes : ἔλαθον ἡμᾶς ἀποδράντες XÉN ils s’enfuirent à notre insu ; ὅπως μὴ λήσουσιν αὐτοὺς αἱ νῆες ἀφορμηθεῖσαι THC pour que les navires ne pussent s’éloigner à leur insu ; ou sans acc. : ὁ Κροῖσος φονέα ἐλάνθανε βόσκων HDT Crésus nourrissait à son insu le meurtrier ; μὴ δι’ ἄγνοιαν λάθω τι παρανομήσας XÉN pour que par ignorance je n’aille pas violer la loi sans m’en douter;
4 avec une conj. : οὐ λανθάνεις με ὅτι XÉN il ne m’échappe pas que tu, etc.
5 avec un inf. : ἔλαθεν ἐμπεσεῖν ÉS il tomba sans s’en apercevoir;
II. tr., seul. à l’ao.2 épq. λέλαθον) faire oublier : τινά τινος, qch à qqn;
III. au sens du Moy. oublier : ἔλαθεν αὐτὸν δοῦναι PLUT il oublia de donner;
IV. part. fut. λησόμενος au sens Pass. devant être oublié;
Moy. λανθάνομαι (f. λήσομαι, ao.2 ἐλαθόμην, pf. λέλησμαι);
I. oublier, gén. : λελασμένος épq. et dor. ὅσσ’ ἐπεπόνθει OD ayant oublié tout ce qu’il avait souffert;
II. passer sous silence, omettre ; oublier, négliger;
III. échapper à, être inconnu à, être ignoré de, ne pas être remarqué par.
Étymologie: DELG rien de clair -- Babiniotis cf. lat. lateo.
English (Autenrieth)
ipf. (ἐ)λάνθανον, ἔληθον, λῆθεν, iter. λήθεσκε, fut. λήσω, aor. 2 ἔλαθον, λάθον, subj. redupl. λε- λάθῃ, mid. λήθομαι, ipf. λανθανόμην, aor. 2 λάθετο, redupl. λελάθοντο, opt. 3 pl. λαθοίατο, imp. redupl. λελαθέσθω, perf. λέλασται, part. λελασμένος: I. act., escape the notice of, τινά, the obj. of the Greek verb usually appearing as the subj. in Eng., οὐδέ σε λήθω, ‘nor dost thou ever fail to mark me,’ Il. 1.561, Od. 17.305; the thing that one does when somebody else fails to mark him is regularly expressed by the part., ἄλλον πού τινα μᾶλλον Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων | λήθω μαρνάμενος, σὲ δὲ ϝιδμεναι αὐτὸν ὀίω, ‘another perchance is likely enough to overlook my prowess, but you know it right well,’ Il. 13.272. The learner cannot afford to be careless about the above meaning and construction. Sometimes w. ὅτι or ὅπως, ὅτε, Il. 17.626. The redupl. aor. is causative, make to forget; τινά τινος, Il. 15.60.—II. mid., forget; τινός, Δ 12, Od. 3.224.
English (Strong)
a prolonged form of a primary verb, which is used only as an alternate in certain tenses; to lie hid (literally or figuratively); often used adverbially, unwittingly: be hid, be ignorant of, unawares.
English (Thayer)
(lengthened form of λήθω); 2nd aorist ἔλαθόν, (whence Latin latere); the Sept. several times for נֶעְלַם, etc.; (from Homer down); to be hidden: τινα, to be hidden from one, θέλω, 1under the end), 8; accusative to the well-known classic usage, joined in a finite form to a participle equivalent to secretly, unawares, without knowing (cf. Matthiae, § 552 β.; Passow, under the word, ii., p. 18{b}; (Liddell and Scott, under the word, A. 2); Winer s Grammar, § 54,4; (Buttmann, § 144,14)): ἔλαθόν ξενίσαντες, have unawares entertained, ἐκλανθάνω, ἐπιλανθάνω (λανθάνομαι).)
Greek Monolingual
και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω)
1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ' Ἕκτορα», Ομ. Ιλ.
β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ' ἦγε», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «λάθε βιώσας» — να ζεις διακριτικά χωρίς να επιδιώκεις αυτοπροβολή και διαφήμιση
νεοελλ.
1. μέσ. λανθάνομαι
λαθεύω
2. φρ. ιατρ. α) «λανθάνουσα νόσος» — νόσος της οποίας τα συμπτώματα και η εξέλιξη δεν είναι εμφανή
β) «λανθάνουσα λοίμωξη» — λοίμωξη κατά την οποία οι νοσογόνοι παράγοντες που έχουν εισέλθει στον οργανισμό βρίσκονται στη φάση της επώασης
γ) φυσιολ. «λανθάνων χρόνος» — ο χρόνος που παρέρχεται από την εφαρμογή του ερεθίσματος σε έναν ιστό ώς την πρώτη ένδειξη αντίδρασης από αυτόν
δ) (φωτογρ.) «λανθάνουσα εικόνα» — η εικόνα που σχηματίζεται κατά τη φωτογράφηση πάνω στη φωτοπαθή επιφάνεια φωτογραφικών πλακών ή ταινιών και γίνεται ορατή με τη διαδικασία της εμφάνισης
νεοελλ.-μσν.
1. ξεχνώ, λησμονώ, παραλείπω
2. εξαπατώ, ξεγελώ («άνεν και η Ήρα η θεά... γροικά το μήλο το χρυσό να θα κληρονομήσει, 'ς τούτο πολλά λανθάνεται», Φορτουν.)
3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) λανθασμένος, -η, -ο(ν)
α) εσφαλμένος («ο λογαριασμός είναι λανθασμένος»)
β) εξαπατημένος, γελασμένος
μσν.
1. κάνω λάθος, σφάλλω
2. φρ. α) «μέ λανθάνει ή στράτα» — χάνω τον δρόμο μου
β) «μέ λανθάνει ή βασιλεία» — χάνω τη βασιλεία
(μσν. -αρχ.) (με κατηγ. μτχ. που αποδίδεται ως ρ. και το ρ. ως επίρρ.) κρυφά, μυστικά, απαρατήρητα (α. «ὑποδεξάμενος τὸν ξεῑνον φονέα τοῡ παιδὸς ἐλάνθανε βόσκων», Ηρόδ.
β «ὅπως μὴ λήσουσιν αὐτοὺς αἱ νῆες... ἀφορμηθεῑσαι», Θουκ.)
αρχ.
1. κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι («ὄφρα... λελάθῃ ὀδυνάων», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. λανθάνομαι
α) λησμονώ, ξεχνώ (α. «Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης... λανθανόμην», Ομ. Οδ.
β «ἄλγος, οὗ ποτ' οὐ λελήσεται», Ευρ.)
β) παραμελώ, παραλείπω («ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. λήθω και ο αόρ. ἔλαθον είναι οι αρχαιότεροι και ανάγονται σε θ. λᾶ-, επαυξημένο με το πρόσφυμα -dh-(λα-θ-), πρβλ. βρίθω, αλλά και lateo «λανθάνω». Ο ενεστ. τ. λανθάνω σχηματίστηκε υστερογενώς από τον αόρ. ἔλαθον κατά το πρότυπο του μανθάνω: ἔμαθον. Ο ενεστ. τ. λαθαίνω σχηματίστηκε και αυτός από το θ. λαθ- του αορίστου κατά τα ρ. σε -αίνω. Η μεταγενέστερη μτχ. λανθασμένος έχει σχηματιστεί αναλογικά προς τις μετοχές τών ρ. σε -άζω (πρβλ. διαβασμένος).
ΠΑΡ. (Α' λανθάνω) λάθος, λάθρα, λήθη
αρχ.
λαθητικός, λαθοσύνα, λήσμων, λήστις
μσν.
λαθασιά, λάθησις. (Β' λαθαίνω) αρχ.-μσν. λαθασμός
μσν.
λαθαστής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λαθάνεμος, λαθίπονος, λησίμβροτος. (Β' συνθετικό) διαλανθάνω
αρχ.
υπολανθάνω, εκλανθάνω, παραλανθάνω, συλλανθάνω.
Greek Monotonic
λανθάνω: και λήθω (√ΛΑΘ),
Α. παρατ. ἐλάνθανον, ἔληθον, Επικ. λῆθον, Ιων. γʹ ενικ. λήθεσκεν· μέλ. λήσω, Δωρ. λᾱσῶ, αόρ. βʹ ἔλᾰθον, παρακ. λέληθα, υπερσ. ἐλελήθειν, Αττ. βʹ και γʹ ενικ. ἐλελήθης, ἐλελήθη, Ιων. ἐλελήθεε· στους περισσότερους Ενεργ. χρόνους, διαφεύγω της προσοχής κάποιου, παραμένω άγνωστος, αόρατος, απαρατήρητος. Συντάσσεται:
1. με αιτ. προσ. μόνο, λανθάνω τινά, ξεφεύγω της προσοχής κάποιου, Λατ. latere aliquem, σε Όμηρ., Αττ.· απρόσ., σὲ λέληθε, διέφυγε της προσοχής σου, σε Πλάτ.
2. συχνά με μτχ., οπότε η μτχ. μεταφράζεται ως ρήμα, και το λανθάνω με επίρρ., απροσδόκητα, απαρατήρητα, αόρατα· και αυτό, α) είτε με αιτ. προσ., ἄλλον τινὰ λήθω μαρνάμενος, δεν βλέπομαι από κάποιον ενώ μάχομαι, δηλ. μάχομαι χωρίς να φαίνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ λάθῃ με προσπεσών, μήπως επέρθει απροσδόκητα, σε Σοφ. β) είτε χωρίς αιτ., μὴ διαφθαρείς λάθῃ, μήπως καταστραφεί χωρίς να το καταλάβει, στον ίδ.· δουλεύων λέληθας, έγινες σκλάβος χωρίς να το καταλάβεις, σε Αριστοφ. Η σύνταξη αυτή αντιστρέφεται και το λαθών τίθεται αντί μτχ., ἀπὸ τείχεος ἇλτο λαθών (αντί ἔλαθεν ἁλόμενος), σε Ομήρ. Ιλ.· λήθουσά μ' ἐξέπινες, σε Σοφ. Β. Ενεργ., ληθάνω, αόρ. βʹ λέλᾰθον, βλ. κατωτ. Τα σύνθετα ρήματα ἐκ-ληθάνω, ἐπι-λήθω λαμβάνουν μτβ. σημασία, κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι, με γεν. πράγμ.· ομοίως στον αναδιπλ. αόρ. βʹ λέλᾰθον, ὄφρα λελάθῃ ὀδυνάων, για να τον κάνει να λησμονήσει τους πόνους του, σε Ομήρ. Ιλ. Γ. Μέσ. και Παθ. λανθάνομαι· λήθομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ., Δωρ. λάθομαι [ᾱ], Επικ. παρατ. λανθανόμην, μέλ. λήσομαι, Δωρ. λᾱσεῦμαι, επίσης λελήσομαι, αόρ. ἐλησάμην, επίσης ἐλήσθην, Δωρ. απαρ. λασθῆμεν, αόρ. βʹ ἐλᾰθόμην, Επικ. λαθ-, επίσης Επικ. με αναδιπλ. λελάθοντο, κ.λπ. (βλ. κατωτ.)· — λέλησμαι, Επικ. λέλασμαι, μτχ. λελασμένος, κ.λπ.· πρβλ. ἐπιλήθω. Μέσ. και Παθ., αφήνω κάτι να μου διαφύγει, ξεχνώ, λησμονώ·
1. απόλ. ή με γεν. πράγμ., λησμονώ, σε Όμηρ.· ομοίως στον αναδιπλ. αόρ., οὐδὲ σέθεν θεοὶ λελάθοντο, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· ομοίως, Παθ. παρακ., ἐμεῖο λελασμένος, στο ίδ.· κείνου λελῆσθαι, σε Σοφ.
2. λησμονώ επίτηδες, αντιπαρέρχομαι, ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν, ή είχε κατά νου να προσφέρει θυσία και το ξέχασε ή δεν σκέφτηκε καθόλου κάτι τέτοιο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
λανθάνω: (fut. λήσω - дор. λᾱσῶ, aor. 2 ἔλᾰθον - эп. λέλᾰθον, pf. λέληθα, inf. aor. λαθεῖν; med.: fut. λήσομαι, fut. 3 λελήσομαι, pf. λέλησμαι - эп. λέλασμαι, aor. ἐλαθόμην - эп. λελαθόμην)
1) быть скрытым, оставаться незамеченным: ἆλτο λαθών Hom. (раненый Главк) незаметно (для всех) соскочил; λαθεῖν νόον τινός Hom. ускользнуть от чьего-л. внимания; ἔλαθον ἡμᾶς ἀποδράντες Xen. они бежали тайно от нас; μὴ λάθω τι παρανομήσας Xen. чтобы мне незаметно (для себя, т. е. невольно) не нарушить в чем-л. закона; λ. οἰόμενοι Thuc. полагая, что их не замечают; impers.: σὲ δὲ λέληθε περὶ τοῦτο Plat. об этом тебе (ничего) неизвестно; иногда med.: τοῦτο ἡμᾶς οὐ λήσεται Arst. это не будет для нас тайной;
2) (в aor. 2) заставить забыть, избавить (τινα ὀδυνάων Hom.): οὔκουν ἐν Ἄργει μ᾽ οἷα πράττει λανθάνει Arph. мне небезызвестно, что творится в Аргосе;
3) (преимущ. med.-pass.) предавать забвению, забывать (ἑταίρων πάντων λελῆσθαι Plat.): λελασμένος, ὅσσ᾽ ἐπεπόνθει Hom. забыв о прошлых страданиях; ἢ λάθετ᾽ ἢ οὐκ ἐνόησεν Hom. то ли забыл (принести жертву), то ли (вообще об этом) не думал; οὔ ποτε λησόμενον (pass.) κακόν Soph. горе, которое никогда не забудется;
4) med. обходить молчанием, молчать: μαθοῦσιν αὐδῶ κοὐ μαθοῦσιν λήθομαι Aesch. с понимающими я разговариваю, а с непонимающими молчу.