νόος: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 60: Line 60:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=[[νοῦς]] (=[[μυαλό]], [[κρίση]], [[ἀντίληψη]], [[σκέψη]], [[σκοπός]], [[σχέδιο]], [[σημασία]] λέξης). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τό [[νεύω]] ἤ μέ τό [[νέω]] (=κολυμπῶ), ([[τότε]]: [[νοῦς]] = [[ρεῦμα]] σκέψεων). Πιό βέβαιο νά εἶναι συγγενικό μέ τή ρίζα γνοτοῦ [[γιγνώσκω]] (ρίζα νο-).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νοερός]], [[νοέω]] νοῶ (καταλαβαίνω, [[μηχανεύομαι]]), [[νόημα]] (=[[ἰδέα]], [[σκοπός]]), [[ἐπινόημα]], [[κατανόημα]], [[νοήμων]], [[νόησις]], (δια, ἐπι, [[ἐν]], κατα, παρα, συνεν)[[νόησις]], [[νοητέον]], [[νοητικός]] (=[[ἔξυπνος]]), [[νοητός]], [[ἀνόητος]], [[ἀπρονόητος]], [[ἀνυπονόητος]], [[δυσνόητος]], ([[ἐν]], κατα, προ)[[νοητέον]], [[ἄνοια]] (=[[ἀνοησία]]), [[ἀπόνοια]] (=ἀπόγνωση), [[διάνοια]] (=σκέψη), [[ἐπίνοια]] (=σχέδιο), [[μετάνοια]], [[παράνοια]] (=[[παραφροσύνη]]), [[πρόνοια]], [[σύννοια]] (=ἀνησυχία), [[ὑπόνοια]] (=[[ὑποψία]]), [[ὁμόνοια]], [[νουθετῶ]] (=[[συμβουλεύω]]), [[νουνεχής]] (=[[συνετός]]), [[νοοποιός]], -όν ([[ποιέω]]) (=αὐτός πού δίνει μυαλό), [[νουβυστικός]], -ή, -όν (βύω), (=[[συνετός]], [[εὐφυής]]).
|mantxt=[[νοῦς]] (=[[μυαλό]], [[κρίση]], [[ἀντίληψη]], [[σκέψη]], [[σκοπός]], [[σχέδιο]], [[σημασία]] λέξης). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τό [[νεύω]] ἤ μέ τό [[νέω]] (=[[κολυμπῶ]]), ([[τότε]]: [[νοῦς]] = [[ρεῦμα]] σκέψεων). Πιό βέβαιο νά εἶναι συγγενικό μέ τή ρίζα γνοτοῦ [[γιγνώσκω]] (ρίζα νο-).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νοερός]], [[νοέω]] νοῶ (καταλαβαίνω, [[μηχανεύομαι]]), [[νόημα]] (=[[ἰδέα]], [[σκοπός]]), [[ἐπινόημα]], [[κατανόημα]], [[νοήμων]], [[νόησις]], (δια, ἐπι, [[ἐν]], κατα, παρα, συνεν)[[νόησις]], [[νοητέον]], [[νοητικός]] (=[[ἔξυπνος]]), [[νοητός]], [[ἀνόητος]], [[ἀπρονόητος]], [[ἀνυπονόητος]], [[δυσνόητος]], ([[ἐν]], κατα, προ)[[νοητέον]], [[ἄνοια]] (=[[ἀνοησία]]), [[ἀπόνοια]] (=[[ἀπόγνωση]]), [[διάνοια]] (=[[σκέψη]]), [[ἐπίνοια]] (=[[σχέδιο]]), [[μετάνοια]], [[παράνοια]] (=[[παραφροσύνη]]), [[πρόνοια]], [[σύννοια]] (=[[ἀνησυχία]]), [[ὑπόνοια]] (=[[ὑποψία]]), [[ὁμόνοια]], [[νουθετῶ]] (=[[συμβουλεύω]]), [[νουνεχής]] (=[[συνετός]]), [[νοοποιός]], -όν ([[ποιέω]]) (=αὐτός πού δίνει μυαλό), [[νουβυστικός]], -ή, -όν (βύω), (=[[συνετός]], [[εὐφυής]]).
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 12:15, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόος Medium diacritics: νόος Low diacritics: νόος Capitals: ΝΟΟΣ
Transliteration A: nóos Transliteration B: noos Transliteration C: noos Beta Code: no/os

English (LSJ)

νόου, ὁ, Att. contr. νοῦς, gen. νοῦ: Hom. uses the contr. form once, in nom., Od.10.240, cf. Hes.Fr.205 (Hdt. never): Trag. use contr. form, exc. in A.Ch.742 (iamb.), S.Ph.1209 (lyr.): Aeol. gen. A νῶ Alc.Supp.9.1; acc. νῶν Sapph.ib.25.2; νόον Ead.70 (s.v.l.): heterocl. forms are found in NT and later writers, gen. νοός Ep.Rom.7.23, LXX 4 Ma.1.35; dat. νοΐ 1 Ep.Cor.1.10, [Aristid.] Or.35(9).26; nom. pl. νόες Ph.1.86, Plot.6.7.17, Dam.Pr.96; acc. pl. νόας Plu. Fr.7.27, Iamb.Myst.1.15, Ammon.in Int.243.3 (v.l.), Dam.Pr.103: Att. pl. νοῖ, acc. νοῦς, gen. νόων ib.122, dat. νοῖς ibid., is rare in early writers, as Ar.Fr.471, but freq. in later philosophy: 1 mind, as employed in perceiving and thinking, sense, wit, οὐ λῆθε Διὸς πυκινὸν ν. Il.15.461; ν. πολυκερδέα Od.13.255; ν. ὁρῇ καὶ ν. ἀκούει, τἄλλα κωφὰ καὶ τυφλά Epich.249, cf. S.OT371; νόῳ prudently, Od.6.320; παρὲκ νόον senselessly, Il.20.133; σὺν νόῳ wisely, Hdt.8.86, 138; ξὺν νῷ with play on ξυνῷ, Heraclit.114 (νόῳ codd. Stob.); ξὺν νῷ ἑλομένῳ Pl. R.619b; οὐδενὶ ξὺν νῷ Id.Cri.48c; μηδενὶ ξὺν νῷ Ar.Nu.580; τοῦ νοῦ χωρίς S.OT550; τοῦ ν. κενός Id.OC931; νόῳ λαβεῖν τι to apprehend it, Hdt.3.51; νόῳ σχεῖν, ἔχειν, recall, remember, Id.5.92.ή, Pl.R.490a; κοινὸς ν. Phld.Rh.1.37 S., Arr.Epict.3.6.8; ἀγαθὸς ν., σπουδαῖος ν., Phld.Rh.2.61, 1.252 S. 2 νοῦν ἔχειν in two senses, a to have sense, be sensible, S.Tr.553, El.1013, 1465, Ar.Ra.535, etc.; ὁ νοῦς ὅδ' αὐτὸς ν. ἔχων οὐ τυγχάνει E.IA1139; so ν. ὀλίγον κεκτημένος Ar.Ec.747; σμικρὸν νοῦ κεκτῆσθαι Pl.Lg.887e; impers., τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει ν. οὐδένα S.Ant.68, cf. Pl.Ti.68b; cf. νουνεχόντως. b νοῦν or τὸν ν. ἔχειν to have one's mind directed to something, ἄλλοσ' ὄμμα, θητέρᾳ δὲ ν. ἔχειν S.Tr.272, cf. Sapph.Supp.25.2; τὸν ν. πρὸς αὑτὸν οὐκ ἔχων, ἐκεῖσε δέ E.Ph.1418; δεῦρο ν. ἔχε Id.Or. 1181; οἴκοι τὸν ν. ἔχειν Id.Ion 251; ποῦ τὸν ν. ἔχεις; Ar.Ec.156; τὸν ν. ἔχειν πρός τινα or τι (like προσέχειν τὸν ν.) Th.7.19, Pl.Grg.504d; πρός τινι Id.Prt.324a, etc.; περί τινος Id.R.534b; ἐν πέρδιξιν AP7.206 (Damoch.): conversely, ἐπὶ νοῦν ἐλθεῖν τινι to occur to one, D.H.3.15, Arr.An.7.24.3. 3 mind, more widely, as employed in feeling, deciding, etc., heart, χαῖρε νόῳ Od.8.78; κεῦθε νόῳ Il.1.363; [χόλος] οἰδάνει νόον 9.554; ἐνὶ στήθεσσιν ἀτάρβητος ν. ἐστί 3.63; ν. ἔμπεδος, ἀκήλητος, ἀπηνής, 11.813, Od.10.329, 18.381; ν. εὐμενής, ἄγναμπτος, etc., Pi.P.8.18, A.Pr.164 (lyr.), etc.; πολλῶν ἀνθρώπων νόον ἔγνω Od.1.3; ἐκ παντὸς νόου with all his heart and soul, Hdt.8.97; τῷ νῷ… κἀπὸ τῆς γλώσσης in heart as well as tongue, S.OC 936: freq. in phrase κατὰ νόον according to one's mind, Hdt.1.117, 7.104; εἰ τάδ' ἔχει κατὰ νοῦν κείνῳ S.OC1768 (anap.); πράξειας κατὰ ν. τὸν ἐμόν Id.Fr.469 (anap.); κατὰ ν. πράξας Ar.Eq.549; χωρεῖ κατὰ ν. Id.Pax940, cf. Pl.Euthphr.3e. 4 mind, resolve, purpose, ἀγαθῷ νόῳ, i.e. kindly, Hdt.1.60; τί σοι ἐν νόῳ ἐστὶ ποιέειν; what do you intend to do? ib.109; ἡμῖν ἐν ν. ἐγένετο εἰπεῖν Id.9.46; ἐν ν. ἔχειν c. fut. inf., to intend... Id.1.10 (v.l.): c. pres. inf., ib. 27, Pl.R.344d; ποιέειν τι ἐπὶ νόον τινί to put into his mind to do... Hdt.1.27; ἐπὶ νόον τρέπειν τινίId.3.21; ταύτῃ <ὁ> ν. ἔφερε Id.9.120. 5 reason, intellect, νόου φρενί Xenoph.25, cf. Parm.16.2, etc.; θεῖος ν. Democr.112, cf. Id. ap. Arist. de An.404a28; opp. δόξα, Pl.Ti.51d, cf. Arist. de An.428a5. b Mind as the active principle of the Universe, Anaxag. 12, etc.; Θαλῆς νοῦν τοῦ κόσμου τὸν θεόν Placit.1.7.11; ἡ τοῦ κόσμου γένεσις ἐξ ἀνάγκης καὶ νοῦ συστάσεως Pl. Ti.48a, cf. Sph.249a, Phlb.30c, Arist.Metaph.1072b20, de An.430a17, Zeno Stoic.1.28, Plot.5.1.4. II act of mind, thought, ἡμῖν δ' οὔ τις τοῦδε νόος καὶ μῆτις ἀμείνων Il.15.509; οὐ γάρ τις νόον ἄλλος ἀμείνονα τοῦδε νοήσει 9.104; οὐ γὰρ δὴ τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή Od.5.23. 2 purpose, design, νόον τελεῖν τινι Il.23.149; σάφα οἶσθ' οἷος ν. Ἀτρεΐωνος 2.192. III sense, meaning of a word, etc., οὗτος ὁ νόος τοῦ ῥήματος Hdt.7.162, cf. Ar.Ra.1439, Plb.5.83.4, Phld.Rh. 1.106 S., etc.; ὁ νόος τῆς θυσίης cj. for νόμος in Hdt.1.216; meaning of a work of art, Philostr.VA4.28; πολὺς ν. ἐν ὀλίγῃ λέξει συνέσταλται Plu.2.510e; πρὸς τὸν αὐτὸν νοῦν to the same effect, Str.15.3.7; πρὸς νοῦν οὐδὲν λέγοντες to the point, Phld.Mus.p.96K.; οὐδὲ νοῦν ἔχον senseless, Id.Po.5.29. IV Pythag. name for μονάς, Theol.Ar.6. (Etym. dub.; the pr.n. Πολυνόϝα IG9(1).870 hardly proves νόϝος.)

German (Pape)

[Seite 262] ὁ, zsgz. νοῦς, so immer im Att., bei Hom. nur einmal, Od. 10, 240; Hes. frg. 48, 2; bei Her. nie zusammengezogen; bei späteren Schriftstellern, bes. im N. T. u. bei K. S. findet sich auch, nach der 3. Declination gebildet, gen. νοός, dat. νοΐ, acc. νόα, plur. νόες, vgl. Lob. Phryn. 453; – eigtl. das geistige Wahrnehmen; – a) Sinn, Gesinnung, S i nnesartin sittlicher Beziehung; Od. 1, 3; εἰπὲ δέ μοι μνηστῆς ἀλόχου βουλήν τε νόον τε 11, 177; ἐμοὶ νόος ἐστὶν ἐναίσιμος, 5, 190; θεουδής, 6, 121 u. öfter; ἐν στήθεσσιν ἀκήλητος νόος, 10, 329, vgl. 20, 388; oft unserm »Herz«, »Seele« entsprechend, χαῖρε νόῳ, er freute sich im Herzen, 8, 78, κεῦθε νόῳ, Il. 1, 366, vgl. 16, 19; χόλος νόον οἰδάνει, Zorn schwellt die Seele, 9, 554; νόος ἔμπεδος, fester, unerschütterlicher Sinn, 11, 813; – εὐμενεῖ νόῳ, Pind. P. 8, 19; θερμαίνει νόον, Ol. 11, 91; νόον ἰαίνει φθονερῶν, P. 2, 89; νοῦν ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον, 3, 5; ἐπικότως ἀεὶ τιθέμενος ἄγναμπτον νόον, Aesch. Prom. 103; εὐφρανεῖ νόον, Ch. 731; οὐκ ἂν γένοιτο νοῦς κακὸς καλῶς φρονῶν, Soph. O. R. 600; εἰ τάδ' ἔχει κατὰ νοὖν κείνῳ, wenn es ihm nach seinem Sinne ist, O. C. 1768; κατὰ νοῦν πράττειν, Ar. Pax 746; χωρεῖ κατὰ νοῦν, es geht nach Wunsch, 906; ἐὰν κατὰ νόον μου γένηται, Her. 7, 150, öfter; πᾶσι κατὰ νόον ποιέειν, 6, 130; ἐκ παντὸς νόου παρεσκεύασται μένειν, 8, 97, sehr gern, wie wir sagen »von ganzem Herzen«; εἰ τεθήσεται κατὰ νοῦν τὰ πράγματα, Thuc. 4, 120; κατὰ νοῦν ἐμαυτῷ, Plat. Phaed. 97 d; Polit. 290 c u. öfter; νοῦν ἔχειν ἐκεῖσε, δεῦρο, wie wir sagen »seinen Sinn auf Etwas richten«, Eur. Or. 1181 Phoen. 363. – b) Verstand, Klugheit, Überlegung; οὐ γάρ πως ἂν θνητὸς ἀνὴρ τάδε μηχανόῳτο ᾡ αὐτοῦ γε νόῳ, Od. 16, 197; ἐπιστήμων βουλῇ τε νόῳ τε, ib. 374; ἐμὲ παρὲκ νόον ἤγαγε, Il. 16, 391; ὅππως ἐξαπάφοιτο Διὸς νόον, 14, 160; ἥτ' ἔκλεψε νόον πύκα περ φρονεόντων, ib. 217; ὃς περὶ μὲν νόον ἐστὶ βροτῶν, Od. 1, 66; auch πέπνυσαι νόῳ, Il. 24, 377; νόῳ καὶ ἐπίφρονι βουλῇ φραζόμεθα, Od. 3, 128; νόῳ, mit Überlegung, vernünftig, 6, 320. Vgl. noch τῇς ἐν μὲν νόος ἐστὶ μετὰ φρεσίν, Il. 18, 419. – Νόος ὀρθός, richtige Einsicht, Pind. P. 10, 68; σὲ χρόνος γέρονθ' ὁμοῦ τίθησι καὶ τοῦ νοῦ κενόν, Soph. O. C. 935; νοῦς ἐξίσταται, Ant. 560; τὸν νοῦν διδάσκαλον ἔχειν, Eur. Troad. 647; νοῦν ἔχων καὶ φρένας, Ar. Ran. 535; – σὺν νόῳ ποιεῖν, verständig, Her. 8, 86; – νοῦν ἔχων, Plat. Phaedr. 241 b. – c) der einzelne Gedanke, auch Absicht, Beschluß, Rathschluß; von den Göttern, ἀνήρ δέ κεν οὔτι Διὸς νόον εἰρύσσαιτο, Il. 8, 143, οὐ γάρ τ' αἶψα θεῶν τρέπεται νόος, Od. 3, 147; ὄφρα κέ τι γνῶμεν Τρώων νόον ὅντιν' ἔχουσιν, Il. 22, 382; νόον ἐβούλευσας, Od. 5, 23; αἰεὶ ἐν στήθεσσι νόον πολυκερδέα νωμῶν, 13, 255; oft verbunden ἐμῇ βουλῇ τε νόῳ τε, wie Od. 13, 305; καὶ μῆτις, Il. 15, 509, vgl. 23, 590; – Διὸς νόος μέγας κυβερνᾷ, Pind. P. 5, 122; νόον ὑπέθηκε φροντίσιν, Ol. 1, 19; τοῦ στρατηγοῦ ταύτῃνόος ἔφερε, Her. 9, 120; – νοῦν ἔχειν πρός τι, seine Gedanken, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richten, Ar. Thesm. 291; oft νοῦν προσέχειν, absolut u. τινί; πρόσεχε τὸν νοῦν ἐμοί, neben ἄκουε, schenke mir deine Aufmerksamkeit, Equ. 1009; πρός τινι, 997; oft Plat. πρός τινα, Conv. 192 b, auch absolut; – νόῳ λαβεῖν, ὡς, erwägen, Her. 3, 41. 5, 91 u. öfter; νόῳ ἴσχων ὡς, sich erinnernd, im Geiste festhaltend, 5, 92, 2; τί σοι ἐν νῷ ἐστι ποιέειν, was beabsichtigst du zu thun? 1, 109; oft ἐν νῷ ἔχειν, vorhaben, beabsichtigen (wie auch Plat. Polit. 311 c Phaed. 63 c, u. öfter, u. A.); ἐπὶ νόον ποιέειν τινί, Einem Etwas in den Sinn bringen, ihm einen Gedanken eingeben, 1, 27; ἐπὶ νόον τρέπειν τινί, mit folgdm acc. c. int., 3, 21; – Sinn, Bedeutung, Begriff eines Wortes, Satzes, einer Rede, νοῦν ἔχει τίνα; Ar. Ran. 1439; νόος ῥήματος, der Sinn eines Ausspruchs, Her. 7, 162 u. Sp.; ὁ νοῦς τῶν παρακαλουμένων, Pol. 5, 83, 4; οὗτοςνοῦς ἦν τῷ λελεγμένῳ, Luc. Prom. 3; Plut. u. bes. Gramm. oft. – Anaxagoras nannte den die Materie bewegenden u. belebenden göttlichen Geist νοὖς, u. die Philosophen von Arist. an bestimmten den Begriff desselben verschieden.

French (Bailly abrégé)

νοῦς, νόου-νοῦ (ὁ) :
I. faculté de penser :
1 intelligence, esprit, pensée : τὸν νοῦν ἔχειν πρός τινα ou τι ATT diriger sa pensée, son attention sur qqn ou qch ; ἐν νῷ ἔχειν PLAT avoir dans l'esprit, dans la mémoire;
2 intelligence, sagacité, sagesse : νόῳ OD, σὺν νόῳ HDT avec bon sens, avec intelligence, avec réflexion ; οὐδενὶ ξὺν νῷ PLAT sans aucune intelligence ; παρὲκ νόον IL sans motif raisonnable ; νοῦ κενός SOPH sans esprit, inintelligent, déraisonnable ; νοῦν ἔχειν SOPH avoir de l'esprit, être intelligent, avisé, raisonnable ; νοῦν ἔχειν avec l'inf. SOPH avoir l'intelligence de, apprendre à ; • impers. νοῦν οὐκ ἔχει avec l'inf. SOPH cela n’a pas le sens commun, cela est absurde, déraisonnable;
3 pensée, projet, intention, manière de voir : νόον νοεῖν IL, βουλεύειν OD avoir une intention, un dessein ; τρέπειν τινὶ ἐπὶ νόον HDT déterminer qqn à ; ποιεῖν τινι ἐπὶ νόον HDT mettre à qqn qch dans l'esprit, lui suggérer une idée ou une résolution ; ἐν νόῳ ἔχειν avoir dans l'esprit, avoir l'intention de, projeter de, avec l'inf. ; τί ἐν νῷ ἔχεις ; XÉN qu’as-tu l'intention de faire ?;
II. 1 âme, cœur : χαῖρε νόῳ OD il se réjouit dans son cœur ; κεῦθε νόῳ IL cache dans ton cœur ; χόλος νόον οἰδάνει IL la colère gonfle l'âme;
2 disposition de l'âme, sentiment, manière de penser : ἀνθρώπων νόος OD l'esprit des hommes, leur façon de penser ; νοῦν ἔχω τὸν αὐτόν AR je pense encore de même;
3 volonté, désir : νόον τελεῖν τινι IL accomplir le vœu de qqn ; ταύτῃνόος φέρει HDT c'est là que va sa pensée, c'est là l'objet de ses désirs ; κατὰ νοῦν selon l'esprit, le vœu, le désir, la volonté de qqn, à souhait.
Étymologie: R. Γνω connaître ; cf. γιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

νόος: стяж. νοῦς
1 мысль, ум, разум: ἐν νῷ ἔχειν τινά Plat. мысленно представлять себе (т. е. помнить) кого-л.; νοῦν ἔχειν πρός τι Arph. направить свою мысль (обратить внимание) на что-л.;
2 ум, благоразумие, рассудительность, здравый смысл: νόῳ Hom. и σὺν νόῳ Her. разумно, рассудительно, с толком; νοῦν ἴσχειν περί τι Plat. смыслить (разбираться) в чем-л.; ὅσοι καὶ σμικρὸν νοῦ κέκτηνται Plat. у кого есть хоть немного ума; περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα Soph. делать невыполнимое бессмысленно; νοῦν σχές Soph. образумься; ἐν τῷ ἰδίῳ νοΐ NT по собственному разумению;
3 замысел, намерение, дума: νόον νοεῖν или βουλεύειν Hom. возыметь мысль, вознамериться; ποιεῖν или τρέπειν τινὶ ἐπὶ νόον ποιεῖν τι Hom. внушить кому-л. намерение сделать что-л.; λέξατε πρός με τί ἐν νῷ ἔχετε Xen. скажите мне, что вы имеете в виду;
4 перен. душа, сердце, грудь (χόλος οἰδάνει ἐν στήθεσσι νόον Hom.): μὴ κεῦθε νόῳ Hom. не таи в душе;
5 мнение, образ мыслей (οὐκ ἔτι νοῦν ἔχειν τὸν αὐτόν Arph.): τῷ νῷ λέγειν Soph. говорить по убеждению; ἀγαθῷ νόῳ Her. благосклонно, радушно;
6 желание, воля: ταύτῃνόος ἔφερε Her., таково же было (и его) желание; εἰ τεθήσεται κατὰ νοῦν τὰ πράγματα Thuc. если обстоятельства сложатся как желательно;
7 смысл, значение (τοῦ ῥήματος Her.);
8 филос. (в идеалистич. системах древности) мировой разум (πάντα ὁ ν. διεκόσμησε Diog. L.) или мыслительное начало, принцип мышления: λέγω δὲ νοῦν ᾧ διανοεῖται καὶ ὑπολαμβάνει ἡ ψυχή Arst. я называю умом то, чем душа мыслит и воспринимает.

Greek (Liddell-Scott)

νόος: νόου, ὁ, Ἀττ. συνῃρ. νοῦς, γεν. νοῦ· ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν συνῃρ. τύπον ἅπαξ, κατ’ ὀνομαστ., αὐτὰρ νοῦς ἦν ἔμπεδος ὡς τὸ πάρος περ Ὀδ. Κ. 240· οὕτως ὁ Ἡσ. ἐν Ἀποσπ. 48. 2, ὁ Πίνδ. ἐν Π. 3. 9, κατ’ αἰτ.· ὁ Ἡρόδ. οὐδαμοῦ: ὁ δὲ ἀσυναίρετος τύπος εἶναι ἐξ ἴσου σπάνιος παρ’ Ἀττ., ἅπαξ παρ’ Αἰσχύλ. (Χο. 742, ἰαμβ.), ἅπαξ παρὰ Σοφ. (Φιλ. 1209, λυρ.): ― ἐν τῇ Καιν. Διαθ. καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον παρὰ Πλωτίν., Πορφυρ., εὕρηνται πτώσεις τινὲς κατὰ τὴν τρίτην κλίσ., γεν. νοός, δοτ. νοΐ, αἰτ. νόα, νόες, νόας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 453. ― οἱ Ἀττ. πληθ. τύποι νοῖ, αἰτ. νοῦς, εἶναι σπάνιοι παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν, οἷον ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 397, ἀλλὰ συνήθεις παρὰ μεταγενεστ. φιλοσόφοις. Ἴδε Κόντου Σποράδ. Ὑπομήματα ἐν Σωκράτους τόμ. β΄ ἐν τῇ ἀρχῇ κἑξ. (Ἡ √ΝΟ φαίνεται συγγενὴς τῇ √ΓΝΟ, γιγνώσκω). 1) ὁ νοῦς, ὡς ἀντιλαμβανόμενος καὶ κρίνων, ἀντίληψις, προσοχή, κρίσις, οὐ λῆθε Διὸς πυκινὸν νόον Ἰλ. Ο. 461· πολυκερδὴς ν. Ὀδ. Ν. 255· νοῦς ὁρᾷ καὶ νοῦς ἀκούει, τἆλλα τυφλὰ καὶ κωφὰ Ἐπίχ. παρὰ Πλουτ. 2. 961Α, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 371· νόῳ, μὲ νοῦν, φρονίμως, Ὀδ. Ζ. 320· παρέκ. νόον, ἀνοήτως, ἀκρίτως, Ἰλ. Υ. 133· σὺν νόῳ, φρονίμως, σοφῶς, Ἡρόδ. 8. 86, 138· οὐδενὶ ξὺν νῷ Πλάτ. Κρίτων 48C· τοῦ νοῦ χωρὶς Σοφ. Ο. Τ. 550· τοῦ νοῦ κενὸς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 931· νόῳ λαβεῖν τι, καταλαβεῖν, νοῆσαι, Ἡρόδ. 3. 51· νοῷ ἔχω, ἔχω ἐν νῷ, σκέπτομαι, ὁ αὐτ. 5. 92, 7, Πλάτ. Πολ. 490Α (ἴδε κατωτ. 3). 3) ἡ φράσις νοῦν ἔχειν εἶναι ἐν χρήσει κατὰ πολλὰς σημασίας, α) ἔχω νοῦν, εἶμαι σώφρων, φρόνιμος, Σοφ. Τρ. 553, Ἀριστοφ. Βάτρ. 535, κτλ.· ὁ νοῦς ὅδ’ αὐτὸς νοῦν ἔχων οὐ τυγχάνει Εὐρ. Ι. Α. 1139· οὕτω, νοῦν ὀλίγον κεκτημένος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 747· σμικρὸν νοῦ κεκτῆσθαι Πλάτ. Νόμ. 887Ε. β) νοῦν ἢ τὸν νοῦν ἔχω, ὡς καὶ νῦν, ἔχω τὸν νοῦν μου εἴς τι, προσέχω, ἄλλοσ’ ὄμμα, θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν Σοφ. Τρ. 272· τὸν νοῦν πρὸς αὐτὸν οὐκ ἔχων, ἐκεῖσε δὲ Εὐρ. Φοίν. 1418· δεῦρο νοῦν ἔχε ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1181· τὸν νοῦν ἔχειν οἴκοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 251· ποῦ τὸν ν. ἔχεις Ἀριστ. Ἐκκλ. 156· τὸν νοῦν ἔχειν πρός τινα ἤ τι (ἀπροσ. προσέχειν τὸν νοῦν) Θουκ. 7. 19, Πλάτ. Γοργ. 504D· πρός τινι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 324Α, κτλ.· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 534Β· ἔν τινι Ἀνθ. Π. 7. 206· πρβλ. προσέχω Ι. 3. γ) ἀπροσ., περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα Σοφ. Ἀντ. 68. 3) ὁ νοῦς ἐν αἰσθήμασι καὶ τοῖς ὁμοίοις, ἡ καρδία, χαῖρε νόῳ Ὀδ. Θ. 78· κεῦθε νόῳ Ἰλ. Α. 363· χόλος νόον οἰδάνει Ι. 554· ἐν στήθεσσιν ἀτάρβητος νόος ἐστὶ Γ. 63· οὕτω, νόος ἔμπεδος, ἀκήλητος, ἀπηνὴς Ὅμ.· (οὕτω, ν. εὐμενής, ἄγναμπτος, κτλ., Πινδ. Π. 8. 25, Αἰσχύλ. Πρ. 163, κτλ.)· ἀνθρώπων νόος, ἡ τῶν ἀνθρώπων διάθεσις, Ὀδ. Α. 3· ἐκ παντὸς νόου, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, Ἡρόδ. 8. 97· καὶ ταῦτά σοι τῷ νῷ θ’ ὁμοίως κἀπὸ τῆς γλώσσης λέγω, καὶ ἐν τῷ νῷ διανοοῦμαι αὐτὰ καὶ διὰ τῆς γλώσσης σοὶ τὰ λέγω, Σοφ. Ο. Κ. 936· ― συχνάκις, κατὰ νόον, συμφώνως πρὸς τὸν νοῦν καὶ τὰς διαθέσεις τινός, Λατ. ex sententia, Ἡρόδ. 1. 117., 7. 104· εἰ τάδ’ ἔχει κατὰ νοῦν κείνῳ Σοφ. Ο. Κ. 1768· πράξειας κατὰ ν. τὸν ἐμὸν ὁ αὐτ. (Ἀποσπ. 415b) παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 498· κατὰ ν. πράξας αὐτόθι 549· χωρεῖ κατὰ ν. ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 940, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Ε. 4) ὁ νοῦς ὡς ἀποφασίζων καὶ σχεδιάζων, ἀγαθῷ νόῳ, δηλ. εὐμενῶς, Ἡρόδ. 1. 60· τι σοι ἐν νόῳ ἐστὶ ποιεῖν; τὶ ἔχεις κατὰ νοῦν νὰ κάμῃς, τὶ σκοπὸν ἔχεις; ὁ αὐτ. 1. 109· ἡμῖν ἐν νόῳ ἐγένετο εἶπαι ὁ αὐτ. 9. 46· ἐν νόῳ ἔχειν, μετ’ ἀπαρ., ἔχω κατὰ νοῦν, διανοοῦμαι νά…, ὁ αὐτ. 1. 10, 27, Πλάτ., κτλ.: οὕτω, νοῦν ἔχειν, μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Ἠλ. 1013, πρβλ. 1465, αἵ γὰρ τοῦτο θεοί ποιήσειαν ἐπὶ νόον νησιώτῃσιν, εἴθε οἱ θεοὶ νὰ ἔβαλλον τοῦτο εἰς τὸν νοῦν τῶν νησιωτῶν Ἡρόδ. 1. 27· οὕτω, θεοῖσι εἰδέναι χάριν, οἳ οὐκ ἐπὶ νόον τρέπουσι Αἰθιόπων παισὶ γῆν ἄλλην προσκτᾶσθαι τῇ ἑωυτῶν ὁ αὐτ. 3. 21. ΙΙ. ἐνέργεια τοῦ νοῦ, σκέψις, διανόημα, ἡμῖν δ’ οὔτις νόος καὶ μῆτις ἀμείνων Ἰλ. Ο. 509· οὐ γάρ τις νόον ἄλλος ἀμείνονα τοῦδε νοήσει Ι. 104· οὐ γὰρ δὴ τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτὴ Ὀδ. Ε. 23. 2) σκέψις, σκοπός, σχέδιον, νόον τελεῖν τινι Ἰλ. Ψ. 149· σάφ’ οἶσθ’ οἷος ν. Ἀτρεΐωνος Β. 192. ΙΙΙ. ἡ ἔννοιασημασία λέξεώς τινος, προτάσεως ἢ λόγου, οὗτοςνόος τοῦ ῥημάτος Ἡρόδ. 7. 162, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1439, Πολύβ., κτλ.· συχνὸν παρὰ τοῖς γραμματικοῖς. IV. ἐν τῇ Ἀττ. φιλοσοφία, νοῦς ἦν ἡ δύναμις τοῦ ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ διανοεῖσθαι, διάνοια, λόγος. V. Ὁ Ἀναξαγόρας νοῦν ὠνόμασε τὴν δύναμιν ἥτις ἐνήργησεν ἐπὶ τῶν πρώτων στοιχειωδῶν μορίων τῆς ὕλης (τὰ ὁμοιομερῆ), Ἀναξαγόρ. Ἀποσπ. 8, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 97Β, C, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 2, 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 3· ἴδε Grote εἰς Πλάτ. 1. 56 κἑξ.

English (Autenrieth)

mind, understanding, thought; οὐ γάρ τις νόον ἄλλον ἀμείνονα τοῦδε νοήσει, | οἷον ἐγὼ νοέω, a betterviewthan mine,’ Il. 9.104. The word is somewhat flexible in its application, but needs no special illustration. Cf. νοέω.

English (Slater)

νόος (νόος, -ῳ, -ον, νόον.)
   a purpose, will; mind (of men, gods) χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (O. 1.19) ὥστ' ἔμφρονι δεῖξαι μαθεῖν Πατρόκλου βιατὰν νόον (O. 9.75) μάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον (O. 10.87) ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν (P. 1.40) τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν (P. 1.95) ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν (P. 2.89) Χίρωνα νόον ἔχοντ ἀνδρῶν φίλον (P. 3.5) πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός (P. 10.68) “ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων” fr. 43. 2. δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν fr. 213.4. esp. dat. c. adj., pro adv., ἀλαθεῖ νόῳ O.2.92. ἑκόντι τοίνυν πρέπει νόῳ τὸν εὐεργέταν ὑπαντιάσαι (P. 5.44) τίν τ, Ἐλέλιχθον, μάλα ἁδόντι νόῳ, Ποσειδάν, προσέχεται (P. 6.51) εὐμενεῖ νόῳ (P. 8.18) ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ (P. 8.67) μυριᾶν δ' ἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται (N. 3.42) γείτον' νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι (N. 7.88) εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ (Pae. 5.45) νηλεεῖ νόῳ δ fr. 177e.
   b wits; wisdom κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ (sc. Ἀπόλλων) (P. 3.29) εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν (P. 3.103) κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε (P. 5.110) Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων (P. 5.122) νόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει (sc. Ἀρκεσίλας) (P. 6.47) ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις (N. 6.5) ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει (I. 1.40) αἰνέω καὶ Πυθέαν χερσὶ δεξιόν, νόῳ ἀντίπαλον (I. 5.61)
   c fragg. ]ἔσφαλ' ὅλῳ νόῳ (ὀλοῷ coni. van Groningen) fr. 1a. 6. μ]έμηλεν πατρὸς νόῳ Δ. 4. 35.

Greek Monolingual

νόος, ὁ (Α)
(ασυναίρ. τ.) βλ. νους.

Greek Monotonic

νόος: νόου, Αττ. συνηρ. νοῦς, νοῦ, ὁ· στους μεταγεν. συγγραφείς απαντούν πτώσεις της γʹ κλίσης, γεν. νοός, δοτ. νοΐ, αιτ. νοῦν·
I. 1. μυαλό, διάνοια, αντίληψη, σε Όμηρ. κ.λπ.· νόῳ, με νου, φρόνιμα, συνετά, σε Ομήρ. Οδ.· παρὲκ νόον, ασυναίσθητα, ανόητα, άκριτα, σε Ομήρ. Ιλ.· σὺν νόῳ, με σωφροσύνη, σε Ηρόδ.· νόῳ λαβεῖν τι, αντίληψη ενός πράγματος, στον ίδ.· νόῳ ἔχειν, έχω στο νου μου, σκέπτομαι, στον ίδ.
2. η φράση νοῦν ἔχειν σημαίνει: α) έχω συναίσθηση, είμαι λογικός, σώφρων, φρόνιμος, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.· περισσὰ πράσσειν οὐκἔχει νοῦν οὐδένα, το να επιδιώκεις τόσο πολλά δεν έχει νόημα, σε Σοφ. β) έχω το μυαλό μου στραμμένο σε κάτι· ἄλλοσ' ὄμμα, θητέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν, σε Σοφ.· δεῦρο νοῦν ἔχε, σε Ευρ.
3. ψυχή, συναίσθημα, «καρδιά»· χαῖρε νόῳ, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, νόος ἔμπεδος, ἀπηνής, σε Όμηρ.· ἐκ παντὸς νόου, με όλη του την καρδιά και την ψυχή, σε Ηρόδ. κ.λπ.
4. ο νους σαν όργανο λήψης αποφάσεων και σχεδιασμών· τί σοι ἐν νόῳ ἐστὶ ποιεῖν; τί σκοπεύεις να κάνεις; στον ίδ.· ἐν νόῳ ἔχειν, με απαρ., προτίθεμαι, σκοπεύω, προδιατίθεμαι να..., στον ίδ.· νόον τελεῖν, σε Ομήρ. Ιλ.
II. σημασία ή νόημα, έννοια λέξης ή φράσης, πρότασης ή λόγου, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: mind, sense, intellect, reason, purpose (Il.).
Other forms: (ep. ion.), contr. νοῦς (Att., also κ 240 u.a.), νῶ, νῶν? (Aeol. gen. acc.?)
Compounds: Very often as 2. member, e.g. εὔ-νοος, -νους wellminded with εὑνο-έω, -ίη, -ια etc. (IA.); also as 1. member, a.o. in the compounds νου-θετ-έω put in mind, admonish (after νομοθετ-έω: νομο-θέ-της: νόμον θεῖναι a.o.) with νουθέ-τησις, -τημα, -σία, -τεία a.o. (IA.); νουν-εχ-ής prudent, adv. νουνεχ-ῶς, -όντως (: νοῦν ἔχει, ἔχων, Schwyzer 452).
Derivatives: Nouns: 1. νοερός mindful, intellectual (Heraclit., Arist.); 2. νοήρης prudent, capable (Herod., H.); 3. νοότης, -ητος f. intellectuality (Procl.); 4. νόαρ n. illusion, phantom (Theognost.; archaising innovation). -- Verbs: A. νοέω, aor. νοῆσαι (contr. νῶσαι) etc., very often with prefix (partly hypostasis with νοῦς) in diff. meanings, e.g. δια-, ἐν-, ἐπι-, προ-, μετα-, συν-, meditate, observe, think, devise, have in mind (Il.); from this 1. νόη-μα n. thought, intelligence, decision (Il.) with -μάτιον (Arr.), -ματικός (sp.). -μων thoughtful, prudent (Od., Hdt.); 2. νόη-σις (νῶσις) f. oberving, understand, thinking, also διανόη-σις etc. (IA.); 3. προ-, δια-νοία, -νοια f. etc. care resp. meditating, thought, intention (IA.); 4. νοη-τικός (προ- u.a.) mindful (Pl.); 5. προ-, δια-, ἐπι-, ὑπο-νοητής m. director etc. (late). -- B. νόομαι be changed into νόος (Plot. u.a.). --Lit. on νοῦς etc: Schottländer Herm. 64, 228ff., Marg Charakter 44 ff. (use in Hom.), Kurt v. Fritz ClassPhil. 38, 79ff. (in Hom.), 40, 223ff., 41, 12ff. (with the Presocratics); also McKenzie Class Quart. 17, 195 f. and Magmen REGr. 40, 117ff. (both doubted by Kretschmer Glotta 14, 229 resp. by Wahrmann ibd. 19, 214 f. resp. rejected); Porzig Satzinhalte 185 ff. (νοῦς and νόημα in the Epos).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No doubt an old inherited verbal noun (cf. λόγος, φόρος a.o.), though there is no certain connection. The old connection with Germ., e.g. Goth. snutrs wise, prudent (L. Meyer KZ 5, 368), which is possible, is taken up again by Schwyzer Festschr. Kretschmer 247 ff. and further worked out assuming a basic meaning sense of detection of supp. *snu- browse, which would also be found in νυός, Lat. nurus daughter-in-law and nūbō marry (referring to the browse-kiss (sniffer-?), a form of the kiss of relatives), an hypothesis, which goes far beyond what can be proven. -- Diff., not preferable, Prellwitz s.v.: to νεύω as "nod thoughtfully", to which acc. to Brugmann IF 19, 213 f., 30, 371 ff. also πινυτός prudent (but see s.v.) and Cret. νύναμαι = δύναμαι (s.v.). To be rejected Kieckers IF 23, 362ff. (to νέω swim), McKenzie (s. above; = Skt. náya- m. guidance from náyati lead); s. also W.-Hofmann s. sentiō.

Middle Liddell


1. mind, perception, Hom., etc.; νόῳ heedfully, Od.; παρὲκ νόον senselessly, Il.; σὺν νόῳ wisely, Hdt.; νόῳ λαβεῖν τι to apprehend it, Hdt.; νόῳ ἔχειν to keep in mind, Hdt.
2. νοῦν ἔχειν means
a. to have sense, be sensible, Soph., Ar., etc.; περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα to aim too high has no sense, Soph.
b. to have one's mind directed to something, ἄλλοσ' ὄμμα, θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν Soph.; δεῦρο νοῦν ἔχε Eur.
3. the mind, heart, χαῖρε νόῳ Od.; so, νόος ἔμπεδος, ἀπηνής Hom.; ἐκ παντὸς νόου with all his heart and soul, Hdt., etc.
4. one's mind, purpose, τί σοι ἐν νόῳ ἐστὶ ποιεῖν; what do you intend to do? Hdt.; ἐν νόῳ ἔχειν, c. inf., to intend, Hdt.; νόον τελεῖν Il.
II. the sense or meaning of a word or speech, Hdt., Ar.

Frisk Etymology German

νόος: (ep. ion.),
{nóos}
Forms: kontr. νοῦς (att., auch κ 240 u.a.), νῶ, νῶν? (äol. Gen. u. Akk.?)
Grammar: m.
Meaning: Geist, Sinn, Verstand, Vernunft, Gesinnung, Absicht (seit Il.).
Composita: Sehr oft als Hinterglied, z.B. εὔνοος, -νους wohlgesinnt mit εὐνοέω, -ίη, -ια usw. (ion. att.); auch als Vorderglied, u.a. in den Zusamnenbildungen νουθετέω ans Herz legen, mahnen (nach νομοθετέω: νομοθέτης: νόμον θεῖναι u.a.) mit νουθέτησις, -τημα, -σία, -τεία u.a. (ion. att.); νουνεχής verständig, Adv. νουνεχῶς, -όντως (: νοῦν ἔχει, ἔχων, Schwyzer 452).
Derivative: Ableitungen: Nomina: 1. νοερός geistig, intellektuell (Heraklit., Arist. u.a.); 2. νοήρης verständig, geschickt (Herod., H.); 3. νοότης, -ητος f. Geistigkeit, Verstandeskraft (Prokl.); 4. νόαρ n. Trugbild, Gespenst (Theognost.; archaisierende Neubildung). — Verba: A. νοέω, Aor. νοῆσαι (kontr. νῶσαι) usw., sehr oft mit Präfix (z.T. Hypostasen mit νοῦς) in verschiedenen Bedd., z.B. δια-, ἐν-, ἐπι-, προ-, μετα-, συν-, sinnen, wahrnehmen, denken, ersinnen, beabsichtigen (seit Il.); davon 1. νόημα n. Gedanke, Verstand, Entschluß (seit Il.) mit -μάτιον (Arr.), -ματικός (sp.). -μων gedankenvoll, verständig (Od., Hdt. u.a.); 2. νόησις (νῶσις) f. das Wahrnehmen, Begreifen, Denken, auch διανόησις usw. (ion. att.); 3. προ-, διανοία, -νοια f. usw. Vorsehung, Fürsorge bzw. das Nachdenken, Denkkraft, Vorhaben (ion. att.); 4. νοητικός (προ- u.a.) geistig (Pl. usw.); 5. προ-, δια-, ἐπι-, ὑπονοητής m. Vorsteher usw. (sp.). — B. νοόομαι [[in νόος verwandelt werden]] (Plot. u.a.). —Lit. zu νοῦς u. Verw. (Auswahl): Schottländer Herm. 64, 228ff., Marg Charakter 44 ff. (Gebrauch bei Hom.), Kurt v. Fritz ClassPhil. 38, 79ff. (bei Hom.), 40, 223ff., 41, 12ff. (bei d. Vorsokratikern); auch McKenzie Class Quart. 17, 195 f. und Magmen REGr. 40, 117ff. (beide von Kretschmer Glotta 14, 229 bzw. von Wahrmann ebd. 19, 214 f. angezweifelt bzw. abgelehnt); Porzig Satzinhalte 185 ff. (νοῦς und νόημα im Epos).
Etymology: Zweifellos ein altererbtes Verbalnomen (vgl. λόγος, φόρος u.a.m.), obwohl eine sichere Anknüpfung fehlt. Die alte, nicht unmögliche Verbindung mit germ., z.B. got. snutrs weise, klug (L. Meyer KZ 5, 368) ist von Schwyzer Festschr. Kretschmer 247 ff. wieder aufgenommen und weiter ausgebaut worden unter Annahme einer Grundbed. Spürsinn von angebl. snu- schnuppern, das auch in νυός, lat. nurus Schwiegertochter und nūbō heiraten (mit Anspielung auf den Schnüffelkuß, eine Sitte des Verwandtenkusses) vorliegen soll, eine Hypothese, die weit über das Beweisbare hinausgeht. —Anders, nicht vorzuziehen, Prellwitz s.v.: zu νεύω als "gedankenvoll nicken", wozu nach Brugmann IF 19, 213 f., 30, 371 ff. noch πινυτός verständig (s.d.) und kret. νύναμαι = δύναμαι (s.d.). Abzulehnen ebenfalls Kieckers IF 23, 362ff. (zu νέω schwimmen), McKenzie (s. oben; = aind. náya- m. Führung von náyati führen); s. noch W.-Hofmann s. sentiō.
Page 2,322-323

Wikipedia EN

Nous (UK: /naʊs/, US: /nuːs/), sometimes equated to intellect or intelligence, is a term from classical philosophy for the faculty of the human mind necessary for understanding what is true or real. English words such as "understanding" are sometimes used, but three commonly used philosophical terms come directly from classical languages: νοῦς or νόος (from Ancient Greek), intellēctus and intellegentia (from Latin). To describe the activity of this faculty, the word "intellection" is sometimes used in philosophical contexts, as well as the Greek words noēsis and noeîn (νόησις, νοεῖν). This activity is understood in a similar way (at least in some contexts) to the modern concept of intuition.

In philosophy, common English translations include "understanding" and "mind"; or sometimes "thought" or "reason" (in the sense of that which reasons, not the activity of reasoning). It is also often described as something equivalent to perception except that it works within the mind ("the mind's eye"). It has been suggested that the basic meaning is something like "awareness". In colloquial British English, nous also denotes "good sense", which is close to one everyday meaning it had in Ancient Greece.

In Aristotle's influential works, the term was carefully distinguished from sense perception, imagination, and reason, although these terms are closely inter-related. The term was apparently already singled out by earlier philosophers such as Parmenides, whose works are largely lost. In post-Aristotelian discussions, the exact boundaries between perception, understanding of perception, and reasoning have not always agreed with the definitions of Aristotle, even though his terminology remains influential.

In the Aristotelian scheme, nous is the basic understanding or awareness that allows human beings to think rationally. For Aristotle, this was distinct from the processing of sensory perception, including the use of imagination and memory, which other animals can do. This therefore connects discussion of nous to discussion of how the human mind sets definitions in a consistent and communicable way, and whether people must be born with some innate potential to understand the same universal categories in the same logical ways. Deriving from this it was also sometimes argued, especially in classical and medieval philosophy, that the individual nous must require help of a spiritual and divine type. By this type of account, it came to be argued that the human understanding (nous) somehow stems from this cosmic nous, which is however not just a recipient of order, but a creator of it. Such explanations were influential in the development of medieval accounts of God, the immortality of the soul, and even the motions of the stars, in Europe, North Africa and the Middle East, amongst both eclectic philosophers and authors representing all the major faiths of their times.

Wikipedia FR

En philosophie et dans l'Antiquité grecque, le noûs (νοῦς), plus rarement nous ou noos, est l'esprit, la raison. Pour Platon, noûs désigne le plus souvent la partie la plus divine de l'âme, la raison. A ne pas confondre avec la dianoia, l'intelligence. De grande importance dans l'histoire de la métaphysique, ce mot est aussi souvent utilisé par Anaxagore, Aristote et Plotin, notamment pour désigner le Premier principe de toute chose, c'est-à-dire à la fois la Raison universelle et, selon certaines interprétations, Dieu.

Dans Phèdre, Platon compare l'âme à un attelage ailé, avec comme cocher la raison, l'esprit, l'intelligence (noûs), comme cheval obéissant, la volonté, le cœur (thumos), et comme cheval rétif, les désirs, le « bas-ventre » (épithumia).

Plus loin, il écrit: « L'Essence (qui possède l'existence réelle), celle qui est sans couleur, sans forme et impalpable; celle qui ne peut être contemplée que par le seul guide de l'âme, (le noûs) l'intelligence; celle qui est la source du savoir véritable, réside en cet endroit. Pareille à la pensée de Dieu qui se nourrit d'intelligence et de science absolue, la pensée de toute âme, cherchant à recevoir l'aliment qui lui convient, se réjouit de revoir après un certain temps l'Être en soi, se nourrit et se rend bienheureuse en contemplant la vérité... »

Mantoulidis Etymological

νοῦς (=μυαλό, κρίση, ἀντίληψη, σκέψη, σκοπός, σχέδιο, σημασία λέξης). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τό νεύω ἤ μέ τό νέω (=κολυμπῶ), (τότε: νοῦς = ρεῦμα σκέψεων). Πιό βέβαιο νά εἶναι συγγενικό μέ τή ρίζα γνοτοῦ γιγνώσκω (ρίζα νο-).
Παράγωγα: νοερός, νοέω νοῶ (καταλαβαίνω, μηχανεύομαι), νόημα (=ἰδέα, σκοπός), ἐπινόημα, κατανόημα, νοήμων, νόησις, (δια, ἐπι, ἐν, κατα, παρα, συνεν)νόησις, νοητέον, νοητικός (=ἔξυπνος), νοητός, ἀνόητος, ἀπρονόητος, ἀνυπονόητος, δυσνόητος, (ἐν, κατα, προ)νοητέον, ἄνοια (=ἀνοησία), ἀπόνοια (=ἀπόγνωση), διάνοια (=σκέψη), ἐπίνοια (=σχέδιο), μετάνοια, παράνοια (=παραφροσύνη), πρόνοια, σύννοια (=ἀνησυχία), ὑπόνοια (=ὑποψία), ὁμόνοια, νουθετῶ (=συμβουλεύω), νουνεχής (=συνετός), νοοποιός, -όν (ποιέω) (=αὐτός πού δίνει μυαλό), νουβυστικός, -ή, -όν (βύω), (=συνετός, εὐφυής).

Translations

mind

Ainu: ケウトゥㇺ, ラㇺ, ラマ, ラマッ, ラム; Albanian: mendje; Amharic: አዕምሮ; Arabic: عَقْل‎, ذِهْن‎, خَلَد‎; Egyptian Arabic: عقل‎; Hijazi Arabic: عَقِل‎; Armenian: բանականություն, խելք; Old Armenian: միտ; Aromanian: minte; Assamese: মন; Asturian: mente; Azerbaijani: ağıl, fikir, zehin; Bashkir: аҡыл; Basque: adimen, buru, gogo, sen; Belarusian: розум; Bengali: মন; Bulgarian: ум, разум, мисъл, акъл; Burmese: စိတ်; Catalan: ment; Cherokee: ᎣᏓᏅᏛ; Chinese Mandarin: 智力, 悟性, 精神, 心智; Chiricahua: -́nii; Chukchi: кувчемгъон; Coptic: ⲙⲉⲩⲓ; Czech: mysl, rozum; Danish: sind, sjæl; indstilling; Dutch: verstand, geest, psyche, denkvermogen, rede; Esperanto: menso; Estonian: mõistus; Finnish: mieli, järki, ymmärrys, pää; French: esprit, raison, intelligence; Friulian: ment; Galician: mente; Georgian: ჭკუა, გონება; German: Verstand, Geist, Sinn; Gothic: 𐌷𐌿𐌲𐍃, 𐍆𐍂𐌰𐌸𐌹, 𐌰𐌷𐌰; Greek: νους, διάνοια, μυαλό; Ancient Greek: νοῦς, φρήν; Guaraní: anãngua, apytu'ũ; Hawaiian: manaʻo, waihona, noʻonoʻa, naʻau; Hebrew: רוּחַ‎, מוח‎, שׂכל‎; Higaonon: hunahuna; Hindi: मन, दिल; Hungarian: értelem, elme; Icelandic: hugur; Ido: mento; Igbo: uchè; Irish: intinn, meabhair; Middle Irish: menma; Old Irish: menmae; Italian: mente; Japanese: 心, 精神, 知性; Jicarilla: -́nii; Kazakh: ақыл; Khmer: សតិ; Korean: 마음, 심성; Kumyk: гьакъыл; Kurdish Northern Kurdish: hîş; Kyrgyz: акыл; Lao: ດວງຈິດ, ຈິດ; Latgalian: pruots; Latin: mens, animus; Latvian: prāts; Lithuanian: protas; Luxembourgish: Verstand, Geescht; Macedonian: ум, разум; Malay: akal; Malayalam: മനസ്; Maltese: għaqal; Maori: ihomatua; Mongolian: ухаан, оюун; Nanai: мурун; Navajo: bíniʼ; Ngazidja Comorian: âkili Norwegian: forstand, intellekt; Occitan: esperit, ment; Old Church Slavonic Cyrillic: оумъ, разоумъ; Old East Slavic: розумъ; Old English: mōd; Pali: sati; Pashto: ذهن‎, عقل‎; Persian: ذهن‎, عقل‎; Middle Persian: mānag; Pitjantjatjara: kata; Polish: rozum inan, umysł inan, um; Portuguese: mente; Romagnol: mént; Romanian: minte; Russian: ум, разум, рассудок, интеллект; Rusyn: розум; Sanskrit: मनस्, चित्; Sardinian: mente, menti; Scottish Gaelic: aire; Serbo-Croatian Cyrillic: у̑м, ра̏зӯм; Roman: ȗm, rȁzūm; Shor: ағыл; Slovak: myseľ, rozum, myslenie; Slovene: um, razum; Spanish: mente; Swedish: förstånd, intellekt, psyke; Tajik: ақл; Tatar: зиһен, акыл; Telugu: మనసు, దిమాక్; Thai: จิตใจ, จิต; Tibetan: སེམས; Tocharian B: palsko; Turkish: akıl, zihin, us; Turkmen: akyl; Ukrainian: розум, ум, інтелект; Urdu: عقل‎; Uyghur: ئەقىل‎, زېھىن‎; Uzbek: aql, fikr, zehn, ong; Vietnamese: tinh thần, lòng, tâm trí; Welsh: meddwl; Western Apache: -́niʼ; Yucatec Maya: tuukul; Zulu: ingqondo