Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐφίστημι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(CSV import)
 
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
 
(82 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efistimi
|Transliteration C=efistimi
|Beta Code=e)fi/sthmi
|Beta Code=e)fi/sthmi
|
|Definition=Ion. [[ἐπίστημι]]:<br><span class="bld">A</span> causal in pres., impf.
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 19 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφίστημι Medium diacritics: ἐφίστημι Low diacritics: εφίστημι Capitals: ΕΦΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: ephístēmi Transliteration B: ephistēmi Transliteration C: efistimi Beta Code: e)fi/sthmi

English (LSJ)

Ion. ἐπίστημι:
A causal in pres., impf., fut., and aor. 1 (also in the later pf. and plpf. ἐφέστᾰκα, ἐφεστάκειν [ᾰ], v. infr. 11.1, VI. 2):
I set, place upon, τεῖχος τείχει Th.2.75; τι ἐπί τινος Pl.Criti. 116a; τι ἐπί τινι X.HG3.1.7; ὅρους ἐπὶ οἰκίαν D.41.6: metaph., ἐ. τὴν ἐκεῖ μοῖραν βίῳ Pl.R.498c; ἀνάγκην τινί D.H.1.16.
II set over, μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει A.Ag.1202; φύλακ' ἐπέστησεν βοτ Id.Supp.303; ἐ. τινὰ ὕπαρχόν τισι Hdt.5.27; τινὰ παιδαγωγόν τινι Pl. Alc.1.122b, cf. X.Lac.2.1; τινὰ πεντηκοντόρῳ Id.An.5.1.15; τινὰ τοῖς πράγμασι Isoc.2.27; τὸν νόμον Arist.Pol.1292b28; ἐπὶ [συμμάχων] τινά Plb.2.65.9; ἐφεστάκει τινὰς πρὸς χρείαν Id.10.20.5; κύνα ἐπὶ ποίμνην D.26.22; τινὰ ἐπὶ τὰς εὐθύνας Id.18.112: c. inf., βουλὴν ἐπιμελεῖσθαι τῆς εὐκοσμίας Isoc.7.37:—Pass., to be appointed, be instituted, PTeb.61 (b).358 (ii B. C.), etc.
2 bring in, ἡ τύχη ἐπιστήσασα Ῥωμαίους Plb.15.20.6; Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι to let Philip have a hand in the business, D.19.34.
3 bring in, cause, occasion, κατάπληξίν τισι D.S.14.62; κίνδυνον, ἀγῶνά τινι, App.Hann.55, Syr.10; ἡ τύχη λοιμικὴν διάθεσιν ἐπέστησε Γαλάταις Plb.2.20.7.
III set up, establish, ἀγῶνα Hdt.1.167, 6.38: c. acc. et inf., ordain, prescribe, ὁ νόμος ἐφίστησι τὰ λοιπὰ κρίνειν τοὺς ἄρχοντας Arist.Pol.1287a26; ἐπιστήσατε quid facere debeamus, Plin.Ep.6.31.12.
IV set by or set near to, ἐπιστήσαντες κύκλῳ τὸ σῆμα ἱππέας Hdt.4.72; esp. place in rear, of troops, τὴν φάλαγγα τούτοις κατόπιν ἐ. Plb.1.33.6, cf. 1.26. 14.
V stop, cause to halt, ἐπιστῆσαι τὸ στράτευμα X.Cyr.4.2.18; τὴν ὁδόν, τὴν πορείαν, D.S.17.112, Plu.Cim.1; τοὺς ἱππέας τοῦ πρόσω Arr.An.5.16.1; ἐ. τὴν ὁρμήν check it, Plb.16.34.2; τὴν διήγησιν interrupt it, Id.7.11.1; check, ἔμμηνα Dsc.1.125, cf. POxy.1088.20 (i A. D.): abs., ἐπιστήσας (sc. ἑαυτόν) having halted, X.An.1.8.15:—Pass., to be checked, be stopped, PPetr.2p.62 (iii B. C.); ἐὰν ἐφίστηται ἡ κοιλία Sor.1.122.
VI ἐφίστημι τὴν διάνοιαν κατά τι, περί τινος, fix one's mind upon it, attend to it, Isoc.9.69, Arist.Metaph.987b3, Thphr. Char.Prooem., etc.; τὴν σκέψιν περί τινος Arist.Metaph.1090a2; τὸν λόγον Id.Juv.470b5; τὸν νοῦν τινι D.S.12.1; αὑτὸν ἐπιστήσας ἐπί τι Arist.Top.135a26: ἐπιστῆσαι abs., give attention, τούτοις ἐπιστήσαντες Id.Mu.391a26; περί τινος Id.GC315b18; περί τι Id.HA487a13; ἐπί τι Plb.1.65.5, etc.; ἐπιστήσασι μᾶλλον λεκτέον one must speak with more care and accuracy, Arist.Pol.1335b3, cf. EN1144a22; πότερον.. ἤ Jul. ad Them.265b; ὅτι.. Sor.1.97 (hence ἐπίσταμαι, ἐπιστήμη, qq.v.).
2 c. acc. pers., arrest the attention of, Plu.TG17, cf. 2.17e, Gal.18(2).105; ἐπιστῆσαί τινα ἐπί τι call his attention to, Plb. 2.61.11, cf. 4.34.9; τοῦ καιροῦ τοῦ κατὰ τὴν διήγησιν ἐφεστακότος ἡμᾶς ἐπί τι having led us to... Id.10.21.2, cf. 31.23.1: hence, object, Plot. 1.4.5.
B intr. in Med. and Pass., ἐφίσταμαι, aor. 1 ἐπεστάθην [S.] Fr. [1127.5], E.Hipp.819, IT1375, etc., with pf., plpf. (Aeol. plpf. 3sg. ἐπήστᾱκε Schwyzer 646.16 (Cyme, ii B. C.): Dor. plpf. 3pl. ἐφεστάκεον [ᾱ] SIG241.146 (Delph., iv B. C.)), and aor. 2 Act.: (the causal tenses are not found in Hom., the Med. or Pass. only in impf. ἐφίστατο Il.11.644; elsewhere always aor. 2 or pf. Act. with Ep. inf. ἐφεστάμεναι Od.24.380):—stand upon, τεῖχος.. ῥύατ' ἐφεσταότες Il.18.515; πύργῳ ἐφεστήκει 6.373; δίφρῳ ἐφεσταότος 17.609, etc.; ἐπέστη βηλῷ ἔπι λιθέῳ 23.201; ἡ.. ἐπισταθεῖσα ὀρθή Arist.Metaph. 1051a28; ἐπὶ τὰς.. σχεδίας Plb.3.46.8.
2 to be imposed upon, μόχθων τῶν ἐφεστώτων ἐμοί S.Tr.1170.
3 stand on the top or stand on the surface, τὸ ἐπιστάμενον [τοῦ γάλακτος], i.e. cream, Hdt.4.2; λιπαρότητες ἄνω ἐφιστάμεναι Hp.Prog.12; ἐ. καθάπερ ὀρρὸς [γάλακτι] Dsc.1.72; of vapour, form, Arist.Juv.469b31.
II to be set over, ἐφίσταται πύλαις A.Th.538; οἷός τε πολλοῖς προβατίοις ἐφεστάναι Ar.V.955; οἷοι νῷν ἐφεστᾶσι σκοποί S.Aj.945; ἄρχοντες ἐφ' ἑκάστῳ μέρει ἐ. X. Hier.9.5; ἐπί τινος Pl.R.460b; ἐπὶ τῆς πολιτείας D.19.298: rarely c. gen., τὸν ἐπεστεῶτα τῆς διώρυχος Hdt.7.117; ὅσοι θεοῦ χρημάτων ἐφέστασαν E.Andr.1098: abs. in part., ὁ ἐφεστηκώς = the person in authority, the officer in command, X.Oec.21.9; οἱ ἐφεστῶτες, Ion. οἱ ἐπεστεῶτες, Hdt.2.148, S.Aj.1072, X.Mem.3.5.19.
III stand by or stand near, ὣς πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν Il.13.133; ἐπ' ἄκρῳ χείλει ἐφεσταότες, ἐ. παρὰ τάφρῳ, 12.52, 199; θύρῃσιν ἐφίστατο 11.644; ἐπὶ τὰς πύλας, ἐπὶ τὰς θύρας, Hdt.3.77, Pl.Smp.212d; ἐπὶ τοῖς προθύροις Id.Phlb.64c; especially of dreams or visions, appear to, εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος Hdt.1.34, cf. 7.14; ὄναρ κεφαλῆφιν ἐπέστη Il.10.496; ἐπιστᾶσα τῆς νυκτός Isoc.10.65; ἄγγελος ἐπέστη αὐτοῖς Ev.Luc.2.9: abs., stand by, Hdt.3.78; πολλῶν ἐφεστώτων App.Syr.10; ἤμην ἐφεστώς Act.Ap.22.20; οἱ λέβητες ἐπεστεῶτες Hdt.1.59; ὁ ἀντίδικος ἐφέστηκε Pl.Tht.172e, cf. Aeschin.3.79; without hostile sense, ἐπέστης S.OC558, cf. Ev.Luc.2.38, etc.; of troops, to be posted after or behind, κατόπιν ἐ. τοῖς θηρίοις Plb.16.18.7.
2 in hostile sense, stand against, τὰ φρονέοντες ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν Il.15.703, cf.5.624; ἔνθα μένος πνείοντες ἐφέστασαν Od.22.203, cf. 24.380; appear before, of an army, ἐπὶ τῇ πόλι Hdt.4.203; ἐπὶ τὸ βασίλειον Isoc.9.58; come upon suddenly or come upon by surprise, Th.8.69; ἐξαίφνης ἐπιστὰς τοῖς γιγνομένοις Isoc.8.41, cf. D.6.5, Luc.DDeor.17.1; εἰς τοὺς ὄχλους Isoc.18.9; so of events, etc., αἰφνίδιος αὐτοῖς ἐ. ὄλεθρος 1 Ep.Thess.5.3, cf. Ev.Luc.21.34; διὰ τὸν ἐφεστῶτα ζόφον Plb.18.20.7; διὰ τὸν ὑετὸν τὸν ἐφεστῶτα Act.Ap.28.2.
3 metaph., of events, spring upon one, occur, πρίν μοι τύχη τοιάδ' ἐπέστη S.OT777, cf. Th.3.82; in pf., impend, be at hand, τὸν ἐφεστηκότα κίνδυνον τῇ πόλει D.18.176; ὁ καιρός.. ἐφέστηκε 2 Ep.Ti.4.6; περὶ τοῦ βασιλέως.. ὁ λόγος ἐφέστηκε νῦν Arist.Pol.1287a2, cf. Metaph.999a25; of a more remote future, to be in store, lie in wait for, κῆρες ἐφεστᾶσιν θανάτοιο Il.12.326.
IV halt, stop, as in a march, ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε ἐφιστάμενος X.An.2.4.26 (cf. A. V); ἐπιστὰς περιέμεινα Pl.Smp.172a: c. gen., ἐ. τοῦ πλοῦ Th.2.91.
V fix one's mind on, give one's attention to, σφαγῇ E.Andr. 547; τῇ τρύγῃ PFlor.236.4 (iii A. D.); ἐπί τι Isoc.10.29, D.18.60; τοῖς πράγμασιν.. ἐπιστάντες Id.4.12; ἐπιστάς abs. (sc. τοῖς πράγμασι), Id.18.233; διὰ ταῦτ' ἐγρήγορεν, ἐφέστηκεν Id.6.19.
C aor. 1 Med. in causal sense, set up, τὰς θύρας X.Ages.8.7; set, post, φρουροὺς ἐπεστησάμην Id.Cyr.8.2.19; τέλος ἐπιστήσασθαι, Lat. finem imponere, Pl.Lg.802a: pres. is once so used, τοῦ με τήνδ' ἐφίστασαι βάσιν; why dost thou cause me to halt? S.Tr.339.
2 ἐπιστησάμενος, intr., having been ἐπιστάτης, IGRom.4.1265 (Thyatira).

German (Pape)

[Seite 1120] (s. ἵστημι), – 1) act., – a) darauf-, darübersetzen, -stellen; πύργοις νιν ἐπέστησ' αὖθις Eur. Phoen. 1177; ξύλινον τεῖχος τῷ ἑαυτῶν τείχει Thuc. 2, 75; χελώνην ἐπὶ τῇ φρεατίᾳ Xen. Hell. 3, 1, 7; πύργους καὶ πύλας ἐπὶ τῶν γεφυρῶι Plat. Critia. 116 a. Bes. Einen als Wächter, Aufseher, Vorsteher über Etwas setzen, τὸν πάντ' ὁρῶντα φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ Aesch. Suppl. 299; μάντις μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει Ag. 1175; φύλακάς τινι ἐπιστήσει Plat. Legg. I, 632 c; δεσπότας καὶ ἄρχοντας Lys. 208 d; στρατηγὸν στρατοπέδῳ Alc. I, 122 b; λοχαγόν Xen. An. 3, 4, 21; τοῖς παισὶ διδασκάλους Aesch. 1, 187; Sp., die auch ἐφ' ὧν ἐπέστησε τὸν ἀδελφόν verbinden, Pol. 2, 65, 9, wie Xen. Lac. 2, 1 ἐπ' αὐτοῖς παιδαγωγούς. – Es tritt auch ein inf. dazu, den Zweck anzudeuten, ἐπέστησαν τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν ἐπιμελεῖσθαι τῆς εὐκοσμίας, sie setzten den Rat ein, für den Anstand Sorge zu tragen, Isocr. 7, 37; κύνα ἐπὶ ποίμνην – φυλάττειν Dem. 26, 22; vgl. Arist. pol. 3, 16. – Andere Vrbdgn sind τῷ βίῳ μοῖραν πρέπουσαν, Plat. Rep. VI, 498 c, wie ἀνάγκην τινί, die Nothwendigkeit auferlegen, D. Hal. 1, 16, womit man vgl. λοιμικήν τινα πολέμου διάθεσιν πᾶσι Γαλάταις Pol. 2, 20, 7; κατάπληξίν τινι, D. Sic. 14, 62, Bestürzung verursachen; φόβον, Strab. 4, 6, 3. – b) daneben, da beistellen; ἐπιστήσαντες κύκλῳ τὸ σῆμα ἱππέας, Reiter am Grabmal im Kreise aufstellen, Her. 4, 72; ὅρους ἐπιστῆσαι χιλίων δραχμῶν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Dem. 41, 6 (vgl. ὅρος); ἐπὶ δὲ τούτοις ἐπέστησαν τὰς ἱππηγούς Pol. 1, 26, 14; ἡ τύχη ἐπιστήσασα Ῥωμαίους, herbeiführen, 2, 20, 7. – Bes. übertr., τὴν γνώμην, den Geist, die Überlegung auf Etwas richten, es in Betracht ziehen, Isocr. 9, 69; τὸν νοῦν, D. Sic. 12, 1; u. ohne den Zusatz, Arist. Eth. 6, 12, 8 Polit. 7, 16 u. öfter; auch ἐπιστῆσαι τὰς ὄψεις ἐπὶ τὰ σχήματα Pol. 10, 47, 8; ἐπιστῆσαι τῷ πολέμῳ, ἐπὶ τὸν πόλεμον, 1, 14, 1. 65, 5 u. öfter; ἐπιμελέστερον ἐπιστῆσαι περί τινος, 6, 26, 12. – Aber auch τινά, Einen aufmerksam, stutzig machen, Plut. öfter, z. B. Tib. Gracch. 17; ἐπί τι, Pol. 4, 34, 9; ἐπὶ τί ἂν μᾶλλον ὁ συγγραφεὺς ἐπιστήσαι τοὺς ἀκούοντας 2, 61, 11. – c) fest stellen; ἀγῶνα, Kampfspiele einsetzen, Her. 1, 67; τινί, zu Jemandes Ehren, 6, 38; στράτευμα, das Heer Halt machen lassen, Xen. Cyr. 4, 2, 18 An. 2, 4, 25; τὴν πορείαν, den Marsch einstellen, Plut. Cim. 1; τὴν βεβουλευμένην ὁδόν D. Sic. 17, 112; τὴν δύναμιν, τὴν ὁρμήν, Pol. 8, 31, 3. 16, 34, 2 u. öfter; absolut, ἐπιστήσας, sc. τὸν ἵππον, anhaltend, Xen. An. 1, 8, 15. Auch τὴν διήγησιν, abbrechen, Pol. 7, 12, 1; D. Hal.; mit u. ohne γνώμην = seine Meinung zurückhalten, Anstand nehmen, zögern, App. Mithrid. 15 u. a. Sp., περί τινος, in Zweifel über Etwas sein. – 21 med. nebst perf., plusqpf. u. aor. II act. – a) sich darüber, darauf stellen, darauftreten, 609; ἐπέστη βηλῷ ἐπὶ λιθέῳ, er trat auf die Schwelle, 23, 201; πετρίνοις ἐπιστὰς βάθροις Eur. El. 706; Xen. Equ. 4, 3; ἐπεὶ δ' ἐπὶ τὰς τελευταίας σχεδίας ἐπέστησαν Pol. 3, 46, 8; übh. sich auf der Oberfläche, auf Etwas befinden, Hippocr.; τὸ ἐπιστάμενον τοῦ γάλακτος, was oben auf der Milch schwimmt, Her. 4, 2. – Auch = simplex, οὗ νῦν ἀνδριὰς αὐτοῦ ἐφέστηκε ξιφήρης Plut. Cat. min. 72. – Übertr., als Wächter, Aufseher, Befehlshaber worüber gesetzt sein, einer Sache vorstehen, ἄνδρα δημότην μηδὲν δικαιοῦν τῶν ἐφεστώτων κλύειν Soph. Ai. 1072; προβατίοις ἐφεστάναι Ar. Vesp. 955; αἱ ἐπὶ τούτων ἐφεστηκυῖαι ἀρχαί Plat. Rep. V, 460 b; ἐπειδάν τις ὑμῖν μὴ ἐφεστήκῃ Conv. 174 b; πειθαρχεῖν τοῖς ἐφεστηκόσι Xen. Mem. 3, 5, 19, wie οἱ ἐπεστεῶτες Her. 2, 148. 7, 117; οἱ ἐπὶ τῆς πολιτείας ἐφεστηκότες Dem. 19, 298; Sp.; – c. gen., ὅ σοι θεοῦ χρημάτων ἐφέστασαν Eur. Andr. 1099; – μόχθοι ἐφεστῶτες, auferlegt, Soph. Tr. 1160. – b) daneben, dabei stehen, herzutreten; πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν, dicht an einander, Il. 13, 133; im feindlichen Sinne, 15, 703, vgl. 5, 624; ἐφεσταότες παρὰ τάφρῳ 12, 199; θύρῃσιν ἐφέστατο 11, 644; Od. 1, 120; παννυχίη γάρ μοι Πατροκλῆος ψυχὴ ἐφεστήκει Il. 23, 106; bevorstehen, νῦν δ' ἔμπης γὰρ κῆρες ἐφεστᾶσιν θανάτοιο 12, 326; οὐ μὴν ἀκόμπα στός γ' ἐφίσταται πύλαις Aesch. Spt. 520, mit Prahlen naht er den Thoren feindlich; τὼ δ' ἐφέστατον πέλας Soph. El. 1392; οἷοι νῦν ἐφεστᾶσι σκοποί Ai. 925; τίνες ἐφεστᾶσι δόμοις Eur. Phoen. 284; ἧς ἐφέστηκας πύλας Suppl. 1009; in Prosa, ἐπεὶ ἐπὶ τῇ πόλι ἐπέστησαν, zu der Stadt gekommen waren, Her. 4, 203; οἱ ἐπεστεῶτες, die Dabeistehenden, 1, 59. 4, 84; ἐπέστησαν τοῖς βουλευταῖς Thuc. 8, 69; ὁ ἀντίδικος ἐφέστηκε, steht dabei, Plat. Theaet. 172 e; ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀγαθοῦ προθύροις ἐφεστάναι Phil. 64 c; c. acc., ἐπιστῆναι ἐπὶ τὰς θύρας, hinzutreten, Conv. 212 d; vgl. noch πρὶν ἂν τέλος ἐπιστήσηται καλόν Legg. VII, 802 a; εἰς τοὺς ὄχλους, unter die Menge treten, Isocr. 18, 9; Δημοσθένης ἐπέστη τῶν ἄλλων κατήγορος, trat als Ankläger auf, Aesch. 3, 79; mit der Nebenbedeutung des Plötzlichen, wie ἐξαίφνης ἐπιστὰς τοῖς γιγνομένοις Isocr. 8, 41; ἐφίσταται αὐτοῖς Ἥφαιστος, überrascht sie, Luc. D. D. 17, 1; so bes. von Erscheinungen der Götter, der Träume u. ä., πρίν μοι τύχη τοιάδ' ἐπέστη, ehe mich ein solches Geschick traf, Soph. O. R. 777; εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος Her. 1, 34, oft; ὡς ἂν ἕκασται αἱ μεταβολαὶ τῶν ξυντυχιῶν ἐφιστῶνται Thuc. 3, 82. – c) an Etwasgehen, an eine Arbeit, aufmerksam sein auf Etwas; σφαγῇ Eur. Andr. 548; ἐπὶ ταῦτα ἐπέστην Dem. 18, 60; bei Isocr. 10, 29 ist ἐπιστὰς ἐπὶ τὰ Θησέως ἔργα καὶ λέγειν ἀρξάμενος περὶ αὐτῶν verbunden; ἐπὶ τὸν τόπον, an den Punkt gekommen sein, Pol. 4, 40, 1; τοῖς καιροῖς 3, 118, 11. – d) stehen bleiben; κἀγὼ ἐπιστὰς περιέμεινα, ich blieb stehen u. wartete, Plat. Conv. 172 a; ἐφιστάμενος Xen. An. 2, 4, 26, Halt machend; Pol. 1, 46, 11; μικρὸν ἐπιστὰς ἀποθνήσκει, kurz darauf stirbt er, Luc.; – auch τοῦ πλοῦ, in der Fahrt innehalten, Thuc. 2, 91.

French (Bailly abrégé)

A. tr. aux temps suiv. de l'Act. : f. ἐπιστήσω, ao. ἐπέστησα, pf. ἐφέστηκα);
I. placer sur ou auprès :
1 poser sur, asseoir sur : τί τινι, τι ἐπί τινι, τι ἐπί τινος, τι ἐπί τι une chose sur une autre ; fig. ἐφ. τὴν γνώμην κατά τι ISOCR appliquer son esprit à qch, fixer son attention sur qch ; ou avec un rég. de pers. : τινα fixer l'atention de qqn;
2 placer au-dessus de, préposer : τινα τέλει ESCHL qqn à une charge ; ἐφ. τινι παιδαγωγούς XÉN donner à qqn des précepteurs ; avec une prop. inf. : τινα ποιεῖν τι ISOCR instituer qqn pour faire qch, charger qqn de faire qch;
3 placer auprès de : ἱππέας ἐπ. κύκλῳ τὸ σῆμα HDT placer des cavaliers autour du tombeau;
II. tenir en arrêt, arrêter : ἐφ. τὸ στράτευμα XÉN arrêter l'expédition ; abs. ἐπιστήσας (s.e. ἵππον) XÉN ayant arrêté son cheval ; p. ext. arrêter, instituer, établir : τινι ἀγῶνα HDT instituer un concours en l'honneur de qqn;
B. intr. aux temps suiv. : ao.2 ἐπέστην, pf. ἐφέστηκα, et au Moy. ἐφίσταμαι, f. ἐπιστήσομαι);
I. se placer sur ou être placé sur :
1 au propre τινι, ἐπί τινι sur qch (un char, un rempart, une tour, etc.) ; abs. se former à la surface en parl. de vapeurs, de pellicules sur un liquide;
2 fig. fixer son attention sur : ἐπί τι sur qch;
II. se tenir auprès de, d'où
1 au propre se placer près de : ὣς πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι IL ainsi ils se tenaient pressés les uns contre les autres;
2 venir près de, survenir, se présenter près de, dat. ou ἐπί τινι ou ἐπί et l'acc. : εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος HDT pendant qu'il dormait, il lui survint un songe ; ἐπιστῆναι νυκτός ISOCR survenir pendant la nuit;
3 t. de droit se présenter devant un tribunal comme accusateur;
III. avec idée d'hostilité se tenir contre ; lutter contre, τινι ; en parl. de malheurs survenir;
IV. être placé au-dessus de, être préposé à, dat. ou ἐπί τινι ou ἐπί τινος, rar. gén. ; abs. οἱ ἐφεστηκότες XÉN ou οἱ ἐπεστεῶτες HDT les chefs, les magistrats ou en gén. οἱ ἐφεστῶτες EUR ceux qui sont préposés à un service ; être imposé à, τινι;
V. se tenir en suspens, faire halte, s'arrêter : τοῦ πλοῦ THC suspendre sa navigation;
C. Moy. I. intr. au prés. et au fut.
II. tr. à l'ao. ἐπεστησάμην);
1 mettre sur : ἐπιστήσασθαι φρουρούς XÉN poster des gardes;
2 tenir en suspens, arrêter, acc..
Étymologie: ἐπί, ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐφίστημι: ион. ἐπίστημι (fut. ἐπιστήσω, aor. ἐπέστησα - тж. med., pf. ἐφέστηκα; для непереход. знач.: praes. ἐφίσταμαι, fut. ἐπιστήσομαι, aor. 2 ἐπέστην, pf. ἐφέστηκα)
1 ставить, устанавливать, класть (τὸν κύλινδρον τῷ τάφῳ Plut.; οἱ λέβητες ἐπεστεῶτες Her.);
2 надстраивать, возводить (τεῖχος τείχει Thuc.; χελώνην ἐπὶ τῇ φρεατίᾳ Xen.);
3 воздвигать (πύργους ἐπὶ τῶν γεφυρῶν Plat.): ἡ ἐκ μέσου ἐπισταθεῖσα ὀρθή Arst. восстановленный из середины (основания) перпендикуляр;
4 расставлять, размещать (ἱππέας κύκλῳ τὸ σῆμα Her.; ὅρους ἐπὶ τὴν οἰκίαν Dem.; τὰς ἱππηγοὺς ἐπί τινι Polyb.): ἐπιστήσασθαι φρουρούς Xen. расставить вокруг себя стражу;
5 приставлять, присоединять: τῷ βίῳ τῷ βεβιωμένῳ τὴν μοῖραν ἐπιστήσειν πρέπουσαν Plut. увенчать прожитую жизнь славным концом; τέλος ἐπιστήσασθαι Plut. положить конец;
6 нагонять, наводить, причинять (λοι μικήν τινα πολέμου διάθεσίν τινι Polyb.; κατάπληξίν τινι Diod.);
7 ставить (во главе), назначать (λοχαγούς Xen., δεσπότας καὶ ἄρχοντάς τινι, στρατηγὸν στρατοπέδῳ Plat. τινὰ ἐπὶ συμμάχων Polyb.; τινὰ ποιεῖν τι Arst.): ἐ. τινὰ τέλει τινί Aesch. возложить на кого-л. что-л.; ἐ. τινὰ ἐπιμελεῖσθαί τινος Isocr. возложить на кого-л. заботу о чем-л.; ἐ. τινὰ τοῖς πράγμασι Isocr. поставить кого-л. во главе дел; ἐπισταθεὶς τῇ περὶ τὸ σιτικὸν οἰκονομίᾳ Plut. уполномоченный ведать продовольственным снабжением;
8 приставлять, назначать (ἐπὶ τοῖς παισὶ παιδαγωγοὺς θεράποντας Xen. и τοῖς παισὶ διδασκάλους Aeschin.; τινὰ φύλακά τινι Aesch., Plat., Plut.; κύνα ἐπὶ ποίμνην φυλάττειν Dem.);
9 (тж. ἐ. τὴν γνώμην Isocr., τὴν διάνοιαν Arst. и τὸν νοῦν Diod.) обращаться мыслью, уделять внимание, размышлять (κατά τι Isocr., περί τινος и περί τι Arst. и τινί Arst., Diod.);
10 останавливать, задерживать (τὸ στράτευμα Xen.; τὴν ὁδόν Diod.; τὴν φυγήν Plut.): τὸν λόγον ἐπιστήσας Plut. прервав свою речь; ἐ. τινὰ ἐπί τι Polyb. останавливать чье-л. внимание на чем-л.;
11 устанавливать, вводить (τὸν νόμον Arst.): ἐ. τινὶ ἀγῶνα ἱππικόν Her. учредить в честь кого-л. конные состязания;
12 устраивать, замышлять: ἐφεστὼς σφαγῇ Eur. задумавший убийство;
13 (на что-л. или на чем-л.) становиться, (в)ступать, aor. и pf. взойти, стоять, находиться (δίφρῳ, βηλῷ ἐπὶ λιθέῳ Hom.; πετρίνοις βάθροις Eur.; ἐπὶ τὰς σχεδίας Polyb.): πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι Hom. (данайцы) стояли сомкнутым строем (ср. 14); τὸ τοῦ γάλακτος ἐπιστάμενον Her. верхний слой (отстоявшегося) молока, молочные сливки;
14 стоять сзади, т. е. напирать, теснить (Ἀχαιοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν Hom. - ср. 13);
15 подходить, приближаться, aor. и pf. подойти, (рядом, вблизи) стоять, находиться (πύλαις Aesch.; δόμοις Eur.; ἐπὶ τὰς πύλας и ἐπὶ τῇ πόλι Her.; ἐπὶ τοῖς προθύροις Plat.; εἰς τοὺς ὄχλους Isocr.; τῇ οἰκίᾳ τινός NT): ὁ καιρὸς ἐφέστηκε NT время настало;
16 публично выступать (ἐπέστη τῶν ἄλλων κατήγορος Aeschin.);
17 приступать (ἐπί τι Dem.);
18 останавливаться (ἐπιστήσας εἶπε Xen.): ἐπορεύετο ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε ἐφιστάμενος Xen. он продвигался, делая от времени до времени остановки; περὶ οὖ ὁ λόγος ἐφέστηκε Arst. то, на чем остановилось (наше) рассуждение; βραχὺ προπλεύσας ἐπέστη Polyb. немного проплыв, он остановился; ἐπιστῆναι ἐπὶ τὰς θύρας Plat. остановиться в дверях; τῶν νεῶν τινες ἐπέστησαν τοῦ πλοῦ Thuc. некоторые из кораблей задержали свой ход; μικρὸν ἐπιστὰς ἀποθνήσκει Luc. спустя короткое время, он умирает;
19 быть приставленным для охраны или наблюдения, стоять во главе (χρημάτων Eur.; προβατίοις Arph.; ἐπὶ τῆς πολιτείας Dem.): οἱ ἐπεστεῶτες Her., ἐφεστηκότες Xen., Dem. и ἐφεστῶτες Arst. начальники, власти;
20 являться, приключаться: εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος Her. спящему (Крезу) приснился сон; πρίν μοι τύχη τοιάδε ἐπέστη Soph. прежде чем со мной приключилось это событие.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφίστημι: Ἰων. ἐπίστημι: Α. Μεταβ. ἐνεργείας ἐν τῷ ἐνεστ., παρατ., μέλλ. καὶ ἀορ. α΄. Ι. ἵστημί τι ἐπί τινος, τι τινι, Θουκ. 2. 75· τι ἐπί τινος Πλάτ. Κριτίας 116Α· τι επί τινι Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 7· τι ἐπί τι Δημ. 1029. 29· μεταφ., ἐφ. μοῖραν βίῳ, Λατ. finem imponere vitae, Πλάτ. Πολ. 498C· ἀνάγκην τινὶ Διον. Ἁλ. 1. 16. ΙΙ. διορίζω ἐπί τινος, βάλλω ὑπεράνω τινός, Λατ. praeficere, μ’ Ἀπόλλων τῷδ’ ἐπέστησεν τέλει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1202· ἐφιστάναι φύλακα βοῒ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ 303· ἐπ. τινὰ ὕπαρχόν τισι Ἡρόδ. 5. 27· στρατηγὸν τῷ στρατοπέδῳ Πλάτ. Ἀλκ. (Α΄) 122Β, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 1, 15· τινὰ τοῖς πράγμασι Ἰσοκρ. 20Β· παιδαγωγοὺς ἐπέστησεν αὐτοῖς Ξεν. Λακ. 2, 1· τὸν νόμον Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 6, 2·… συμμάχους ἐφ’ ὧν ἐπέστησε τὸν ἀδελφὸν Εὐκλείδαν Πολύβ. 2. 65, 9· κύνα ἐπὶ ποίμνην Δημ. 807. 3· τινὰ ἐπὶ τὰς εὐθύνας ὁ αὐτ. 264. 7· μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τινὰ ἐπιμελεῖσθαι τῆς εὐκοσμίας Ἰσοκρ. 147Β, κτλ. 2) παρεισάγω, ἐπάγω, ἡ τύχη ἐπιστήσασα Ρωμαίους Πολύβ. 15. 20, 6· ἦν γὰρ τοῦτο πρῶτον ἁπάντων τῶν ἀδικημάτων, τὸ τὸν Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι Δημ. 351. 25. 3) προξενῶ κατάπληξίν τινι Διόδ. 14. 62· κίνδυνόν τινι Ἀππ. Ἀνν. 55, πρβλ. Συρ. 10, Πολύβ. 2. 20, 7. ΙΙΙ. ὁρίζω, ἱδρύω τινὶ ἀγῶνα, εἰς τιμὴν ἢ ἀνάμνησίν τινος, Ἡρόδ. 1. 167, 6. 38· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁρίζω, διατάττω, ὁ νόμος ἐφίστησι κρίνειν τοὺς ἄρχοντας Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 5· ἐπιστήσατε, quid facere debeamus, Πλιν. Ἐπιστ. 6. 31, 12. IV. ἱδρύω, τοποθετῶ πλησίον, ἐπιστήσαντες κύκλῳ τὸ σῆμα (= περὶ τὸ σῆμα) ἱππέας Ἡρόδ. 4. 72. ὅρους ἐφ. ἐπὶ τὴν οἰκίαν Δημ. 1029. 29· τὴν φάλαγγα τούτοις κατόπιν ἐφ. Πολύβ. 1. 33, 6, πρβλ. 26, 14. V. σταματῶ τι, κάμνω τι νὰ σταθῇ, Λατ. inhibere, ἐπιστῆσαι τὸ στράτευμα Ξεν. Κύρ. 4. 2, 18· τὴν ὁδὸν, τὴν πορείαν Διόδ. 17. 112, Πλουτ. Κίμ. 1· τοὺς ἱππέας τοῦ πρόσω Ἀρρ. 5. 16, 1· ἐφ. τὴν ὁρμήν, ἐμποδίζω, ἀναχαιτίζω, Πολύβ. 16. 34, 2· τὴν διήγησιν, διακόπτω, ὁ αὐτ. 7. 12, 1· ἀπολ., ἐπιστήσας (δηλ. ἑαυτόν, τὸν ἵππον), σταθείς, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 15. VI. ἐφίστημι τὴν γνώμην κατά τι, προσηλώνω τὸν νοῦν μου εἴς τι, φροντίζω περί τινος, Ἰσοκρ. 203Β· τὴν διάνοιαν περί τινος Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 6, 2· τὴν σκέψιν περί τινος αὐτόθι 13. 2, 19· τὸν λόγον ὁ αὐτ. περὶ Νεότ. 6, 4· τὸν νοῦν τινι Διόδ. 12. 1· αὑτὸν ἐπιστήσας ἐπί τι Ἀριστ. Τοπ. 5. 5, 9· ἀκολούθως, ἐπιστῆσαι, ἀπολ., ὡς τὸ προσέχειν, δίδω προσοχήν, τούτοις ἐπιστήσαντες ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 1. 5· περί τινος ὁ αὐτ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 2, 2· περί τι π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 12· ἐπί τι Πολύβ. 1. 65, 5, κτλ.· ἐπιστήσασι μᾶλλον λεκτέον, μετὰ πλείονος ἐπιστασίας λεκτέον, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 12, πρβλ. Ἠθ. Ν. 6. 12, 8, κ. ἀλλ. (ἐντεῦθεν αἱ λέξεις ἐπίσταμαι, ἐπιστήμη, ἃς ἴδε)· πρβλ. Β. V. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐφιστῶ τὴν προσοχήν τινος, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17. 1, κτλ.· ἐπιστῆσαί τινα ἐπί τι Πολύβ. 2. 61, 11, 4. 34, 9· οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ μέλλοντι ἐπιστήσομαι Δημ. 66. 23. Β. ἀμετάβ. ἐν τῷ Μέσ. καὶ Παθ., ἐφίσταμαι: ἀόρ. α΄ ἐπεστάθην (Σοφ. Ἀποσπ. 708, Εὐρ. Ἱππ. 819, Ι. Τ. 1375), μετὰ πρκμ., ὑπερσ. καὶ ἀόρ. β΄ ἐνεργ. (οἱ μεταβ. ἐνεργείας τύποι δὲν ἀπαντῶσι παρ’ Ὁμ., ὁ δὲ Παθ. μόνον ἐν τῷ παρατ. ἐφίστατο, Ἰλ. Λ. 644· ἀλλαχοῦ ἀείποτε ἀόρ. β΄ ἢν πρκμ. ἐνεργ.). Ἵσταμαι ἐπί τινος, τεῖχος., ῥύατ’ ἐφεσταότες Ἰλ. Σ. 515· πύργῳ ἐφεστήκει Ζ. 373· δίφρῳ ἐφεσταότος Ρ. 609, κτλ.· ἐπέστη βηλῷ ἔπι λιθέῳ Ἰλ. Ψ. 201· ἡ... ἐπισταθεῖσα ὀρθή Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 9, 5· ἐπὶ τὰς... σχεδίας Πολύβ. 3. 46, 8. 2) ἐπιβάλλομαι, μόχθων τῶν ἐφεστώτων ἐμοί Σοφ. Τρ. 1170, πρβλ. Ο. Τ. 777. 3) ἵσταμαι, ἐπιπολάζω ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, τὸ ἐπιστάμενον τοῦ γάλακτος, δηλ. τὸ ἀνθόγαλα, Ἡρόδ. 4. 2· λιπαρότητες ἄνω ἐπιστάμεναι Ἱππ. 40. 52· ὀρρός ἐφίσταται γάλακτι Διοσκ. 1. 96· οὕτως ἐπὶ ἀτμίδων, σχηματίζομαι, Ἀριστ. περὶ Νεότ. 5, 2. ΙΙ. τοποθετοῦμαι ὑπεράνω τινὸς ὡς ἐπιστάτηςἐπόπτης, ἐπιστατῶ, Λατ. praeesse, ἐφίσταται πύλαις Αἰσχύλ. Θήβ. 538· οἷός τε πολλοῖς προβατίοις ἐφεστάναι Ἀριστοφ. Σφ. 955· οἷοι νῷν ἐφεστᾶσιν σκοποὶ Σοφ. Αἴ. 945· ἐπί τινι Ξεν. Ἱέρ. 9, 5· ἐπί τινος Πλάτ. Πολ. 460Β, Δημ. 436. 28· σπαν. μετὰ γεν., τὸν ἐπεστεῶτα τῆς διώρυχος Ἡρόδ. 7. 117· ὅσοι θεοῦ χρημάτων ἐφέστασαν Εὐρ. Ἀνδρ. 1058: - ἀπολ., ὅπῃ ἄν ἐπίστωνται, ὁπουδήποτε ἔχουσι τὴν ἀρχηγίαν, Θουκ. 6. 72· ἰδίως ἐν τῇ μετοχ., ὁ ἐφεστηκώς, ὁ ἐπιστατῶν, ὁ ἐπιβλέπων, Ξεν. Οἰκ. 21, 9· οἱ ἐφεστῶτες, Ἰων. οἱ ἐπεστεῶτες Ἡρόδ. 2. 148... 4. 82, Σοφ. Αἴ. 1072· οἱ ἐφεστηκότες Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 19· οἱ ἐφιστάμενοι αὐτόθι 3. 5, 21. ΙΙΙ. ἵσταμαι πλησίον, ὣς πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι Ἰλ. Ν. 133· ἐπ’ ἄκρῳ χείλει ἐφεσταότες, ἐφεστ. παρὰ τάφρῳ Μ. 52, 199· θύρῃσιν ἐφίστατο Λ. 644· οὕτως, ἐφ. πύλαις Αἰσχύλ. Θήβ. 538· ἐπὶ τῇ πόλι Ἡρόδ. 4. 203· ἐπὶ τὰς πύλας, ἐπὶ τὰς θύρας ὁ αὐτ. 3. 77, Πλάτ. Συμπ. 212Ε· ἐπὶ τοῖς προθύροις ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 64C· ἰδίως ἐπὶ ὀνείρων ἢ ὁραμάτων, φαίνομαι εἴς τινα, εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος Ἡρόδ. 1. 34, πρβλ. 7. 14, Ἰλ. Κ. 496, Ψ. 106· ἐπιστῆναι νυκτὸς Ἰσοκρ. 215Ε, κτλ. - ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 78, Σοφ. Ο. Κ. 558, κτλ.· οἱ λέβητες ἐπεστεῶτες Ἡρόδ. 1. 59· ὁ ἀντίδικος ἐφέστηκε Πλάτ. Θεαίτ. 172Ε, πρβλ. Αἰσχίν. 65. 5· - ἐπὶ στρατευμάτων, τοποθετοῦμαι ὄπισθεν, κατόπιν ἐπ. τοῖς θηρίοις Πολύβ. 16. 18, 7· πρβλ. ἐπιστάτης. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἵσταμαι κατέναντί τινος, τὰ φρονέοντες ἐφέστασαν ἀλλήλοισι Ἰλ. Ο. 703, πρβλ. Ε. 624· ἔνθα μένος φρονέοντες ἐφέστασαν Ὀδ. Χ. 203, πρβλ. Ω. 380· ἐμφανίζομαι ἐνώπιόν τινος, ἐπὶ στρατεύματος, ἐπὶ τῇ πόλι Ἡρόδ. 4. 203· ἐπὶ τὸ βασίλειον Ἰσοκρ. 200Ε· ἐμφανίζομαι αἰφνιδίως, Θουκ. 8. 69· ἐξαίφνης ἐπιστὰς τοῖς γιγνομένοις Ἰσοκρ. 167D, πρβλ. Δημ. 66. 23, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 17. 1· εἰς τοὺς ὄχλους Ἰσοκρ. 372D. 3) μεταφ., ἐπὶ γεγονότων, ἐπίκειμαι, εἶμαι ἐγγύς, instare, Κῆρες ἐφεστᾶσιν θανάτοιο Ἰλ. Μ. 326· πρὶν μοι τύχη τοιάδ’ ἐπέστη Σοφ. Ο. Τ. 777, πρβλ. Θουκ. 3. 82, Δημ. 287. 5· περὶ τοῦ βασιλέως... ὁ λόγος ἐφέστηκε νῦν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 1, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 4, 1. IV. διακόπτω τὴν πορείαν μου, σταματῶ, ἐπορεύετο δὲ ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε ἐφιστάμενος Ξεν. Ἀν. 2. 4, 26, (πρβλ. Α. V.)· ἐπιστὰς περιέμεινα Πλάτ. Συμπ. 172Α: - μετὰ γεν., ἐπ. τοῦ πλοῦ Θουκ. 2. 91. V. προσηλώνω τὸν νοῦν μου εἴς τι, ἐπί τι Ἰσοκρ. 213D, Δημ. 245. 12· τοῖς πράγμασιν... ἐπιστάντες ὁ αὐτ. 43. 20· ἐπιστὰς, ἀπολ. (δηλ. τοῖς πράγμασι) ὁ αὐτ. 305. 9· διὰ ταῦτ’ ἐγρήγορεν, ἐφέστηκεν ὁ αὐτ. 70. 16· πρβλ. Α. VI. 1. Γ. ὁ μέσος ἀόρ. α΄ εἶναι ἐν χρήσει ὡς μεταβ. ἐνεργείας, τοποθετῶ, τὰς θύρας ἅσπερ Ἀριστόδημος ὁ Ἡρακλέους ὅτε κατῆλθε λαβὼν ἐπεστήσατο Ξεν. Ἀγησ. 8, 7· διορίζω, τάττω, φρουροὺς ἐπεστησάμην ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 9, 19· τέλος ἐπιστήσασθαι, ἐπιτιθέναι, Πλάτ. Νόμ. 802Α· ὁ ἐνεστ. εὕρηται οὕτως ἅπαξ, τοῦ με τήνδ’ ἐφίσταται βάσιν; πρὸς τί κωλύεις ταύτην μου τὴν πορείαν; διὰ τί μ’ ἐμποδίζεις νὰ ἀπέλθω; Σοφ. Τρ. 339· - παρὰ μεταγεν. ὁ πρκμ. κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας: τάττω ἐπιστάτην ἢ ἐπόπτην, τινά τινι Πολύβ. 10. 20, 5., 24. 2, 32., 9, 1. 2) ἐπιστησάμενος, ἀμεταβ., χρηματίσας ἐπιστάτης, Ἐπιγραφ. Θυατείρων ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3498.

English (Autenrieth)

perf. 3 pl. ἐφέστᾶσι, inf. ἐφεστάμεν(αι), part. gen. ἐφεσταότος, plup. ἐφεστήκει, 3 pl. ἐφέστασαν, aor. 2 ἐπέστη, mid. ipf. ἐφίστατο: perf. and mid., stand upon, by, or at, aor. 2, come up to, draw near, w. dat., or a prep. and its case, Il. 6.373, Il. 23.201, Il. 10.124, Il. 11.644; in hostile sense, ‘set upon,’ Il. 15.703; fig., Κῆρες ἐφεστᾶσιν θανάτοιο, Il. 12.326.

English (Strong)

from ἐπί and ἵστημι; to stand upon, i.e. be present (in various applications, friendly or otherwise, usually literal); --assault, come (in, to, unto, upon), be at hand (instant), present, stand (before, by, over).

English (Thayer)

2nd aorist ἐπέστην, participle ἐπιστάς, imperative ἐπίστηθι; perfect participle ἐφεστώς; to place at, place upon, place over; in the N.T. only in the middle (present indicative 3rd person singular ἐπίσταται (for ἐφίσταται), T Tr WH; see references under the word ἀφειδον) and the intransitive tenses of the active, viz. perfect and 2nd aorist (see ἀνίστημι); to stand by, be present: ἐπάνω with the genitive of person to stand over one, place oneself above, Lucian, dial. deor. 17,1; frequently of dreams, as Homer, Iliad 10,496; 23,106; Herodotus 1,34; others); with the dative of place, ἐπί; with the accusative of place, ἐπί τινα, Sophocles O. R. 777; Thucydides 3,82). equivalent to to be at hand i. e. be ready: Euripides, Andr. 547; Demosthenes, p. 245,11). to be at hand i. e. impend: of time, to come on, of rain, κατεφιστημι, συνεφίστημι.)

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι)
διορίζω, τοποθετώ
νεοελλ.
1. (αόρ.) επέστην
πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα της εκδικήσεως»)
2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τον κάνω να προσέξει
μσν.-αρχ.
1. προσέχω
2. αντιλαμβάνομαι, συναισθάνομαι
αρχ.
1. τοποθετώ, στήνω κάτι πάνω σε κάτι, βάζω επάνω
2. ορίζω, διατάσσω
3. επάγω
4. εισάγω
5. προξενώ
6. εγκαθιδρύω, εγκαθιστώ («ἐφιστάναι ἀγῶνα», Ηρόδ.)
7. τοποθετώ κοντά
8. (για στρατό) τοποθετώ στο πίσω μέρος
9. σταματώ κάποιον, κάνω κάποιον να σταθεί
10. σταματώ την πορεία
11. εμποδίζω, αναχαιτίζω
12. διακόπτω («ἐφιστάναι τὴν διήγησιν», Πολ.)
13. (για έμμηνα) σταματώ, ανακόπτω
14. προσέχω, προσηλώνω τον νου μου, φροντίζω για κάτι
15. σταματώ την προσοχή κάποιου, κάνω κάποιον να προσέξει
16. προκαλώ την προσοχή κάποιου
17. φέρνω αντίρρηση
18. απαγγέλλω κατηγορία
19. (μέσ. και παθ.) ἐφίσταμαι
α) αναστέλλομαι
β) επιβάλλομαι σε κάποιον («μόχθων τῶν ἐφεστώτων ἐμοί», Σοφ.)
γ) επιπολάζω, στέκομαι στην επιφάνεια («τὸ ἐπιστάμενον τοῦ γάλακτος», Ηρόδ.)
δ) (για ατμούς) σχηματίζομαι
ε) προΐσταμαι, επιστατώ («ἐφίσταμαι πύλαις», Αισχύλ.)
στ) στέκομαι κοντά
ζ) (για όνειρα ή οράματα) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι
η) παρίσταμαι, στέκω παραπλεύρως
θ) (με εχθρική σημασία) στέκομαι απέναντι σε κάποιον
ι) (για στράτευμα) εμφανίζομαι ενώπιον κάποιου
ια) εμφανίζομαι ξαφνικά
ιβ) (για δυσάρεστα συμβάντα ή καταστάσεις) επικρέμαμαι, επέρχομαι, είμαι κοντά
ιγ) επίκειμαι, αναμένομαι
ιδ) σταματώ, παύω
ιε) δίνω προσοχή σε κάτι, προσέχω
ιστ) σταματώ, μπαίνω μπροστά, αναχαιτίζω («τοῦ με τήνδ' ἐφίστασαι βάσιν;» — για ποιό λόγο μπαίνεις μπροστά στον δρόμο μου; Σοφ.)
20. (μέσ. αόρ. α') ἐπεστησάμην
α) τοποθέτησα
β) διόρισα, έταξα
γ) (για νόμους) θέσπισα, έθεσα
ε) (η μτχ. μέσ. αορ. α') ἐπιστησάμενος
αυτός που χρημάτισε επιστάτης
21. φρ. «ἐφίστημι τὴν διάνοιαν» ή «τὸν νοῦν» ή «τήν σκέψιν» — προσηλώνω τον νου ή τη σκέψη
22. (η μτχ. παρακμ.) α) (στον εν.) ο ἐφεστηκώς
ο εξουσιαστής
β) στον πληθ. οι ἐφεστῶτες και ιων. ἐπεστεῶτες
οι παριστάμενοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵστημι.

Greek Monotonic

ἐφίστημι: Ιων. ἐπ-: Α. μτβ. στον ενεστ., παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ·
I. βάζω ή τοποθετώ, στήνω πάνω σε, τί τινι, σε Θουκ.· τι ἐπί τινί, σε Ξεν.· μεταφ., ἐφ. μοῖραν βίῳ, σε Πλάτ.
II. βάζω πάνω από άλλο, Λατ. praeficere, ἐφ. τινα ὕπαρχόν τισι, σε Ηρόδ. κ.λπ.
III. ορίζω, ιδρύω, εγκαινιάζω αγώνες, στον ίδ.
IV.τοποθετώ δίπλα σε, ἱππέας ἐπιστήσαντες κύκλῳ τὸ σῆμα (περὶ τὸ σ.), στον ίδ.
V. σταματώ, παύω, ανακόπτω, Λατ. inhibere, σε Ξεν.· απόλ., ἐπιστήσας (ενν. ἑαυτόν, τὸν ἵππον), έχοντας σταματήσει, στον ίδ.
VI.ἐφίστημι τὴν γνώμην κατά τι, προσηλώνομαι σε κάτι, φροντίζω γι' αυτό, και έπειτα, απόλ., δίνω προσοχή, σε Πλούτ. Β. αμτβ. στη Μέσ. και Παθ., ἐφίσταμαι, αόρ. αʹ ἐπεστάθην, με Ενεργ. παρακ., υπερσ. και αόρ. βʹ·
I. 1. κάθομαι πάνω σε, στέκομαι επάνω, πύργῳ, δίφρῳ, ἐπὶ βηλῷ, σε Ομήρ. Ιλ.
2. επιβάλλομαι πάνω σε, τινι, σε Σοφ.
3. στέκομαι στην κορυφή ή στην επιφάνεια, τὸ ἐπιστάμενον τοῦ γάλακτος, δηλ. το ανθόγαλα, σε Ηρόδ.
II. τοποθετούμαι πιο πάνω από, επιστατώ, Λατ. praeesse, με δοτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.· απόλ., βρίσκομαι σε εξουσία, έχω τον έλεγχο, επιβλέπω, σε Ηρόδ. κ.λπ.
III. 1. στέκομαι κοντά ή δίπλα, ἀλλήλοισι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για όνειρα ή οράματα, εμφανίζομαι, εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος, σε Ηρόδ.
2. με εχθρική σημασία, στέκομαι αντίθετα, αντιτίθεμαι, αντιστέκομαι, αντιτάσσομαι, ανθίσταμαι, σε Όμηρ.· εμφανίζομαι αιφνίδια, σε Θουκ.
3. λέγεται για γεγονότα, επίκειμαι, είμαι κοντά, Λατ. instare, Κῆρες ἐφεστᾶσιν θανάτοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· πρίν μοι τύχη ἐπέστη, σε Σοφ.
IV. σταματώ, παύω, διακόπτω την πορεία μου, σε Ξεν.· με γεν., ἐπ. τοῦ πλοῦ, σε Θουκ.
V. προσηλώνω το νου μου σε κάτι, δίνω την προσοχή μου σε, τινι, σε Ευρ., Δημ. Γ. Μέσ. αόρ. αʹ, μτβ., τοποθετώ, ορθώνω, εγκαθιστώ, τὰς θύρας, σε Ξεν.· τοποθετώ, ορίζω, διορίζω, φρουρούς, στον ίδ.

Middle Liddell

ionic ἐπ-
A. Causal in pres., imperf., fut., and aor1:
I. to set or place upon, τί τινι Thuc.; τι ἐπί τινι Xen.: metaph., ἐφ. μοῖραν βίῳ Plat.
II. to set over, Lat. praeficere, ἐφ. τινὰ ὕπαρχόν τισι Hdt., etc.
III. to set up, establish, institute games, Hdt.
IV. to set by or near to, ἱππέας ἐπιστήσαντες κύκλῳ τὸ σῆμα ( = περὶ τὸ ς.) Hdt.
V. to stop, make halt, Lat. inhibere, Xen.: —absol., ἐπιστήσας (sc. ἑαυτόν, τὸν ἵππον) having halted, Xen.
VI. ἐφίστημι τὴν γνώμην κατά τι to fix one's mind upon it, attend to it, and then absol. to give attention, Arist.
2. c. acc. pers. to arrest the attention of, Plut.
B. intr. in Mid. and Pass., ἐφίσταμαι, aor1 ἐπεστάθην, with perf., plup. and aor2 act.:— to stand upon, πύργῳ, δίφρῳ, ἐπὶ βηλῷ Il.
2. to be imposed upon, τινι Soph.
3. to stand on the top or surface, τὸ ἐπιστάμενον τοῦ γάλακτος, i. e. cream, Hdt.
II. to be set over, Lat. praeesse, c. dat., Aesch., etc.; also c. gen., Hdt., Eur.:—absol. to be in authority, Hdt., etc.
III. to stand by or near, ἀλλήλοισι Il., etc.: of dreams or visions, to appear to, εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος Hdt.
2. in hostile sense, to stand against, oppose, Hom.: to come upon by surprise, Thuc.
3. of events, to impend, be at hand, Lat. instare, Κῆρες ἐφεστᾶσιν θανάτοιο Il.; πρίν μοι τύχη ἐπέστη Soph.
IV. to halt, stop, as in a march, Xen.:— c. gen., ἐπ. τοῦ πλοῦ Thuc.
V. to fix one's mind on, give one's attention to, τινι Eur., Dem.
C. the aor1 mid. is used in causal sense, to set up, τὰς θύρας Xen.: to set, post, φρουρούς Xen.

Chinese

原文音譯:™f⋯sthmi 誒非-衣士帖米
詞類次數:動詞(21)
原文字根:在上-站 相當於: (הֻצַּב‎ / נָצַב‎ / נִצָּב‎) (עָמַד‎) (פָּקַד‎ / פְּקוּדִים‎ / פֶּקֶר‎) (שׂוּמָה‎ / שִׂים‎)
字義溯源:在側,站在旁邊,行近,出現,在場,來到那裏,專心力行,進前來,上前來,闖進,臨到,到來,下去,站;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἵστημι)*=站)組成。參讀 (ἐγγίζω)同義字
同源字:1) (ἐφίστημι)在側 2) (ἵστημι)站,站著
出現次數:總共(21);路(7);徒(11);帖前(1);提後(2)
譯字彙編
1) 站在旁邊(3) 徒12:7; 徒22:13; 徒22:20;
2) 站在⋯旁邊(2) 路2:9; 徒23:11;
3) 到了(1) 提後4:6;
4) 要專心力行(1) 提後4:2;
5) 他⋯站在(1) 路4:39;
6) 我就⋯下去(1) 徒23:27;
7) 來到⋯那裏(1) 徒4:1;
8) 站⋯旁邊(1) 路24:4;
9) 臨到(1) 帖前5:3;
10) 闖進(1) 徒17:5;
11) 臨(1) 路21:34;
12) 上前來(1) 路20:1;
13) 進前來(1) 路10:40;
14) 來(1) 徒6:12;
15) 站(1) 徒10:17;
16) 她進前來(1) 路2:38;
17) 已經站(1) 徒11:11;
18) 已到來(1) 徒28:2