παύω: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(5) |
(3b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παύω:''' Ιων. παρατ. [[παύεσκον]], μέλ. <i>παύσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔπαυσα</i>, παρακ. <i>πέπαυκα</i> — Μέσ. και Παθ., γʹ ενικ. Ιων. παρατ. [[παυέσκετο]], μέλ. <i>παύσομαι</i>, <i>πεπαύσομαι</i>, <i>παυθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπαυσάμην</i>, [[ἐπαύθην]], παρακ. [[πέπαυμαι]]· Ενεργ.,<br /><b class="num">I.</b> [[διακόπτω]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[φέρνω]] σ' ένα [[τέλος]], [[ανακόπτω]], [[τελειώνω]] [[κάτι]] (με το θάνατο), σε Όμηρ. κ.λπ. — Παθ. και Μέσ., [[ανακουφίζω]], [[ανακόπτω]], [[σταματώ]], [[διακόπτω]], [[παύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης λέγεται για πράγματα, [[τελειώνω]], [[σταματώ]], [[ελαττώνω]], στο ίδ. κ.λπ.· [[παύω]] [[τόξον]], [[αφήνω]] το [[τόξο]] μου να ξεκουραστεί, σε Ομήρ. Οδ.· [[παύω]] τὸν νόμον, τον [[καταργώ]], σε Ευρ.· [[παύω]] [[τυραννίδα]], την [[καταστέλλω]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., κάνω [[κάτι]] να παύσει, [[σταματώ]], [[εμποδίζω]], [[απωθώ]] κάποιον από [[κάτι]], [[παύω]] Ἕκτορα μάχης κ.λπ., σε Όηρ.· [[παύω]] τινὰ τῆς βασιλείας, [[εκθρονίζω]], σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ. και Μέσ., [[σταματώ]] από, <i>πολέμου</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τῆς μάχης</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐκ τρόχων πεπαυμένοι</i>, στην [[ανάπαυση]] από το [[παιχνίδι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]] με γεν. πράγμ. μόνο, αἴ κέ ποθι [[Ζεὺς]] παύσῃ ὀϊζύος, ο Δίας θα δώσει [[τέλος]] στη [[συμφορά]]! σε Ομήρ. Οδ.· φάρμαχ' ἅ κεν [[παύσῃσι]] ὀδυνάων, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> με μτχ. ενεστ., [[παύω]] κάποιον από το να κάνει ή να είναι, [[παύω]] τινὰ ἀριστεύοντα, [[σταματώ]] κάποιον από το να είναι [[πρώτος]], στο ίδ., Αττ. — Παθ. και Μέσ., [[διακόπτω]] από το να κάνω ή να είμαι, [[ἄνεμος]] μὲν ἐπαύσατο θύων, σταμάτησε να φυσά, σε Ομήρ. Οδ.· η μτχ. παραλείπεται, [[αἷμα]] ἐπαύσατο, το [[αίμα]] σταμάτησε (να τρέχει), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> απαρ. αντί μτχ., <i>ἔμ' ἔπαυσας μάχεσθαι</i>, στο ίδ.· με <i>μὴ</i> μαζί, <i>θνητοὺς γ' ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην προστ. <i>παῦε</i>, σταμάτα, πάψε, σε Σοφ., Αριστοφ.· ομοίως, <i>παῦε</i>, <i>παῦε τοῦ λόγου</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''παύω:''' Ιων. παρατ. [[παύεσκον]], μέλ. <i>παύσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔπαυσα</i>, παρακ. <i>πέπαυκα</i> — Μέσ. και Παθ., γʹ ενικ. Ιων. παρατ. [[παυέσκετο]], μέλ. <i>παύσομαι</i>, <i>πεπαύσομαι</i>, <i>παυθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπαυσάμην</i>, [[ἐπαύθην]], παρακ. [[πέπαυμαι]]· Ενεργ.,<br /><b class="num">I.</b> [[διακόπτω]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[φέρνω]] σ' ένα [[τέλος]], [[ανακόπτω]], [[τελειώνω]] [[κάτι]] (με το θάνατο), σε Όμηρ. κ.λπ. — Παθ. και Μέσ., [[ανακουφίζω]], [[ανακόπτω]], [[σταματώ]], [[διακόπτω]], [[παύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης λέγεται για πράγματα, [[τελειώνω]], [[σταματώ]], [[ελαττώνω]], στο ίδ. κ.λπ.· [[παύω]] [[τόξον]], [[αφήνω]] το [[τόξο]] μου να ξεκουραστεί, σε Ομήρ. Οδ.· [[παύω]] τὸν νόμον, τον [[καταργώ]], σε Ευρ.· [[παύω]] [[τυραννίδα]], την [[καταστέλλω]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., κάνω [[κάτι]] να παύσει, [[σταματώ]], [[εμποδίζω]], [[απωθώ]] κάποιον από [[κάτι]], [[παύω]] Ἕκτορα μάχης κ.λπ., σε Όηρ.· [[παύω]] τινὰ τῆς βασιλείας, [[εκθρονίζω]], σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ. και Μέσ., [[σταματώ]] από, <i>πολέμου</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τῆς μάχης</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐκ τρόχων πεπαυμένοι</i>, στην [[ανάπαυση]] από το [[παιχνίδι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]] με γεν. πράγμ. μόνο, αἴ κέ ποθι [[Ζεὺς]] παύσῃ ὀϊζύος, ο Δίας θα δώσει [[τέλος]] στη [[συμφορά]]! σε Ομήρ. Οδ.· φάρμαχ' ἅ κεν [[παύσῃσι]] ὀδυνάων, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> με μτχ. ενεστ., [[παύω]] κάποιον από το να κάνει ή να είναι, [[παύω]] τινὰ ἀριστεύοντα, [[σταματώ]] κάποιον από το να είναι [[πρώτος]], στο ίδ., Αττ. — Παθ. και Μέσ., [[διακόπτω]] από το να κάνω ή να είμαι, [[ἄνεμος]] μὲν ἐπαύσατο θύων, σταμάτησε να φυσά, σε Ομήρ. Οδ.· η μτχ. παραλείπεται, [[αἷμα]] ἐπαύσατο, το [[αίμα]] σταμάτησε (να τρέχει), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> απαρ. αντί μτχ., <i>ἔμ' ἔπαυσας μάχεσθαι</i>, στο ίδ.· με <i>μὴ</i> μαζί, <i>θνητοὺς γ' ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην προστ. <i>παῦε</i>, σταμάτα, πάψε, σε Σοφ., Αριστοφ.· ομοίως, <i>παῦε</i>, <i>παῦε τοῦ λόγου</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παύω:''' (fut. παύσω и παύσομαι; aor. ἔπαυσα - эп. παῦσα, conjct.: 3 л. sing. παύσῃ - эп. [[παύσῃσι]], 1 л. pl. παύσωμεν - эп. [[παύσομεν]]; pf. πέπαυκα; fut. 3 πεπαύσομαι; pass.: fut. παυθήσομαι, aor. [[ἐπαύθην]] - реже ἐπαύσθην, pf. [[πέπαυμαι]])<br /><b class="num">1)</b> сдерживать, обуздывать, укрощать, смирять ([[ἄγριον]] ἄνδρα Hom.): ἐπαύσατο, χωόμενός περ Hom. (Зевс) сдержался, хотя и был разгневан; π. ῥαψῳδοὺς ἀγωνίζεσθαι Her. запретить рапсодам состязания; π. τινὰ τῆς βοῆς Soph. помешать кому-л. кричать; π. τινὰ μὴ προδέρκεσθαι [[μόρον]] Aesch. заставить кого-л. не думать о предстоящей смерти;<br /><b class="num">2)</b> останавливать, прерывать, заставлять умолкнуть (ἐνθέους γυναῖκας Soph.): [[Μαρδόνιος]] ἐπέπαυτο Her. Мардоний умолк; [[παῦσαι]] [[τόξον]] Hom. отложить лук в сторону;<br /><b class="num">3)</b> подавлять, приканчивать: πεπαύμεθ᾽ [[ἡμεῖς]], οὐχ [[ὅπως]] σὲ [[παύσομεν]] Soph. мы (сами) погибли и (следовательно) не сможем погубить тебя (слова Электры, обращенные к матери);<br /><b class="num">4)</b> прекращать, унимать, успокаивать (πόλεμον, [[νεῖκος]] Hom.; λύπας ᾠδαῖς, π. πόντου σάλον Eur.): π. τοὺς γαμους Soph. предотвращать женитьбу; ταῦτ᾽ εἰπὼν [[τότε]] μὲν ἔπαυσε λόγον Xen. сказав это, он умолк; π. ὀδυνάων Hom. утолять боли; γελῶντας ἐχθροὺς [[παύσομεν]] Soph. мы прекратим ликование врагов; παύεσθαι τῆς ὀργῆς Lys. унять свой гнев; med.-pass. прекращаться, утихать ([[αἷμα]] ἐπαύσατο Hom.; καὶ ἐπαύσαντο, sc. ὁ [[ἄνεμος]] καὶ ὁ [[κλύδων]] NT);<br /><b class="num">5)</b> удерживать (τινὰ μάχης Hom.; τὴν γλῶσσαν ἀπὸ κακοῦ καὶ χείλη τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον NT);<br /><b class="num">6)</b> смещать, отстранять (τινὰ τῆς βασιλείας Her.): στρατηγοῦντά τινα π. Dem. отстранить кого-л. от командования;<br /><b class="num">7)</b> спасать, избавлять (ἐκ κακῶν τινα Soph.); med.-pass. избавляться (ἐκ μεγάλων [[ἀχέων]] Arph.);<br /><b class="num">8)</b> переставать (παῦε ὀρχούμενος Arph.; παῦε, μὴ λέξῃς [[πέρα]] Soph.): παῦε τοῦ λόγου! Arph. довольно слов!, замолчи!; παύεται διψῶν Xen. у него больше нет жажды; [[πέπαυμαι]] λέγων Plat. я кончил говорить. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 1 January 2019
English (LSJ)
Il.19.67, etc. : Ion. impf.
A παύεσκον Od.22.315, S.Ant.963 (lyr.): fut. παύσω Il.1.207, etc.; Ep. inf. παυσέμεν (κατα-) 7.36 : aor. ἔπαυσα 15.15, etc., Ep. παῦσα 17.602 : pf. πέπαυκα D. 20.70, Antisth. Od. 10 :—Med. and Pass., Ion. impf. παυέσκετο Il.24.17 : fut. παύσομαι Od. 2.198, Hdt.1.56, S.OC1040, Ph.1424, E.Med.93, etc. ; πεπαύσομαι only S.Ant.91, Tr.587 (though held to be the true Att. form by Moer.p.293 P.); παυσθήσομαι (v.l. παυθ-) Th.1.81 ; later παήσομαι (ἀνα-) Apoc.14.13 : aor. ἐπαυσάμην Il. 14.260 ; ἐπαύθην, Ep. παύθην, Hes. Th.533, Th.5.91 (v.l. παυσθῇ), etc. ; ἐπαύσθην Hdt.5.94, etc. ; later ἐπάην Choerob. in Theod. 2.141 H. : pf. πέπαυμαι Il.18.125, A.Pr.615, Hdt.1.84, Ar.Pax 29, etc. (πεπάσθαι is f.l. in Vett. Val.359.31): I causal, make to end, 1 c. acc. only, bring to an end, check, sts. of persons, ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα Il.21.314, cf. S.Ant.963 (lyr.), Ar.Eq. 330 ; stop or silence by death, Od. 20.274, S.OT397 :—Pass. and Med., take one's rest, ἐνὶ κλισίῃ Il.24.17, cf. Hdt.9.52, etc.; cease, have done, Il.8.295, Od.4.103, etc. ; of one singing or speaking, 17.359, Hdt.7.8.δ : generally, Med. denotes willing, Pass. forced, cessation. b mostly of things, make an end of, stop, abate, χόλον, μένος, νεῖκος πολέμοιο, ῥόον, ὀδύνας, etc., Il.19.67, 1.282, Od.24.543, 5.451, Il.16.528, etc. ; μέριμναν Pi.I.8(7).13 (s. v.l.) ; λύπας ᾠδαῖς π. E.Med.197 (anap.), etc. ; π. τόξον let the bow rest, Od.21.279 ; π. τοὺς γάμους S. Ant.575 ; πόντου σάλον E.El.1242 ; π. τὸν νόμον annul it, Id.Or.571 ; π. τὸν λόγον close it, X.Cyr.8.6.7 ; τυραννίδα καταλύσαντα πεπαυκέναι D.20.70; π. τείχη raze them, D.C.69.9 :—Pass., Th.5.91, etc. 2 c. acc. pers. et gen. rei, hinder, keep back, or give one rest, from a thing, π. Ἕκτορα μάχης, πόνοιο Ἀχιλῆα, Θάμυριν ἀοιδῆς, Πηνελόπειαν κλαυθμοῖο, Il.15.15, 21.137, 2.595, Od.4.801 ; π. τινὰ ἀλκῆς, ἄλης, καμάτοιο, ὀδυνάων, Il. 15.250, Od. 15.342, 5.492, Il.4.191 ; so π. χεῖρας πολέμοιο 21.294 ; ὀρχηθμοῖο πόδας Od. 23.298 ; π. τινὰ τῆς βοῆς S.El.798 ; τῆς ὕβρεως Ar.Av.1259 ; τῆς λυγγός Pl.Smp.185d ; τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀμα θίας Id.Lg.784c ; τῶν ἐπιθυμιῶν X.Mem.1.2.5 ; [τῆς νόσου] IG42(1).121.71 (Epid., iv B. C.) ; π. τινὰ τῆς βασιληΐης depose one from being king, Hdt.1.123 ; τινὰ τῆς ἀρχῆς, τῆς στρατηγίας, X.Cyr.8.6.3, HG6.2.13 ; τῆς ἔξω ξυμμαχίας τινάς Th.3.65 ; also π. τινὰ ἐκ κακῶν S.El.987 ; τινὰ ἀπὸ παιδαγωγῶν X.Lac.3.1 ; with acc. unexpressed, αἴ κέ ποθι Ζεὺς . . παύσῃ ὀϊζύος Od.4.35 ; φάρμαχ' ἅ κεν παύσῃσι . . ὀδυνάων Il.4.191 :—Pass. and Med., rest or cease from a thing, πολέμοιο, μάχης, ἔργων, πόνου, γόοιο, κλαυθμοῦ, ὀδυνάων, κλαγγῆς, etc., 21.432,467, Od.4.683, 24.384, 9.540, 17.7, 4.812, Il.2.100, etc. ; τῆς μάχης, τοῦ δρόμου, Hdt.1.74, 4.124 ; γόων E.Med. 1211 ; τῆς ὀργῆς Lys.19.6 ; φιλανθρώπου τρόπου A.Pr.11 ; παύεσθαι ἀρχῆς to be deposed from, or reach the term of, office, Hdt.1.56, cf. 6.66, IG12.114.46 ; ἐκ μεγάλων ἀχέων παυσαίμεθ' ἄν Ar.Ra.1531 (lyr.); ἐκ τρόχων πεπαυμένοι E.Med.46, cf. El.1108. 3 c. pres. part., stop a person from... π. τινὰ ἀριστεύοντα stop him from doing bravely, Il. 11.506 ; τὸν ἄνδρα παῦσον ταῦτα ποιεῦντα Hdt.5.23 ; γελῶντας ἐχθροὺς π. S.El.1295 ; παύσω δέ σ' ὄντ' ἄπαιδα E.Med.717 :—Pass. and Med., leave off doing... ὅθ' ὕπνος ἕλοι, παύσαιτό τε νηπιαχεύων when he stopped playing, Il.22.502, cf. A.Pr.615, Ag.1047, Hdt.1.133, etc.; of things, ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο . . θύων Od.12.400 : the part. is freq. to be supplied, αἷμα, φλόξ, ἄνεμος ἐπαύσατο, the blood stopped [flowing], the fire [burning], the wind [blowing], Il.11.267, 23.228, Od.12.168, etc. ; so Ῥοδώπιος πέρι πέπαυμαι (sc. λέγων) Hdt.2.135, cf. 7.10. 4 less freq. c. inf., stop a person from... ἔμ' ἔπαυσας ἐπὶ Τρώεσσι μάχεσθαι Il.11.442 ; ῥαψῳδοὺς ἔπαυσε ἀγωνίζεσθαι Hdt.5.67, cf. 7.54 : sts. with μή inserted, θνητούς γ' ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι μόρον A.Pr.250 ; παύσας ὑμᾶς μὴ λίαν ἐξαπατᾶσθαι Ar. Ach.634 ; also π. τὸ μὴ προσελθεῖν . . τὴν ὁλκάδα Th.7.53 ; π. τοῦ . . εἶναι Pl.R.416c. b Med. c. inf., Batr.193, AP6.21.8, and later Prose, as Plu.2.216d. 5 Med., yield, give, of timber, opp. ἵστασθαι, Thphr.HP5.6.3. II intr. in imper. παῦε, cease, leave off (παύου is rare, S.Ichn.359, Ephipp.5.20, Luc.Im.2), παῦε μάχης Hes.Sc.449 codd., cf.h.Cer.351 ; παῦε γόοιο Epigr.Gr.320.5 (Thyatira) : mostly abs., παῦε stop! have done! be quiet! παῦε, μὴ λέξῃς πέρα S.Ph.1275, cf. Ar.V.1208, Ra.122, 269, Pl.Phdr.228e ; παῦε, παῦε, μὴ βόα Ar.Av.1504, cf. V.1194 ; also παῦε, παῦε τοῦ λόγου Id.Ra.580 ; παῦε, παῦ' ὀρχούμενος Id.Pax326 ; παῦ' ἐς κόρακας Id.Ach.864, where the other Verbs are pl. ; παῦ, apoc. for παῦε, παῦ, μηδὲν ὄμνυ' Men.Sam.96, cf. Ael.Dion.Fr.275, etc.: also imper. Med., παῦσαι λέγουσα E.Hipp.706 ; παῦσαι φαρμακοπωλῶν Ar.Fr.28 ; π. μελῳδοῦσ' Com.Adesp.601 ; π. δυσωνῶν Pl.Com.224, cf. Theopomp.Com.62, Philetaer.6, Philem.213.1 ; παύσασθε νοῦν ἔχοντες (leg. λέγοντες) Men.482.1.
German (Pape)
[Seite 538] fut. παύσω, fut. med. παύσομαι, wofür aber die besseren Attiker πεπαύσομαι vorgezogen haben sollen, vgl. Piers. Moer. p. 293; perf. pass. πέπαυμαι (πέπαυσμαι v. l. bei Her. 1, 84 Plat. Prot. 328 d); aor. med. ἐπαυσάμην, aor. pass. ἐπαύθην, Hes. Th. 533 Her. 1, 130; attisch ἐπαύσθην, wie auch Her. 6, 66 ohne alle Variante steht; παυθήσεται ὁ πόλεμος, Thuc. 1, 81; nach Choerobosc. in B. A. p. 1324 auch ἐπάην, was auf eine Form παF führt; – 1) act., machen, daß Einer aufhört, abläßt, besänftigen, beendigen; von Personen, ἄγριον ἄνδρα, Il. 21, 314, ἀριστεύοντα, 11, 506; zur Ruhe bringen, d. i. tödten, Od. 20, 274; vgl. Soph. O. R. 397; παύεσκε μὲν γὰρ ἐνθέους γυναῖκας εὔϊόν τε πῦρ, Ant. 963; Ar. Equ. 330. 877; – von Sachen, χόλον, μένος, νεῖκος, πόλεμον, ῥόον, ὀδύνας u. dgl., Hom. oft, z. B. Il. 1, 283. 16, 528. 19, 67; τόξον, den Bogen ruhen lassen, Od. 21, 279; ἔπαυσέ μοι μέριμναν, Pind. I. 7, 13, wie τὰ μὲν παύσατε ib. 35; vgl. Soph. El. 795; Ἅιδης ὁ παύσων τούσδε τοὺς γάμ ους ἔφυ, Ant. 575; δράσας δ' ἐγὼ δεινὰ τόνδ' ἔπαυσα τὸν νόμον, Eur. Or. 571; λύπας ᾠδαῖς, Med. 197; Ar. Plut. 136; u. einzeln in Prosa, τότε μὲν ἔπαυσε τὸν λόγον, Xen. Cyr. 8, 6, 7; τυραννίδα, Dem. 20, 70; auch τὰ τείχη, zerstören, D. C. 69, 9. – Häufig tritt noch ein inf. dazu, die Handlungen od. Zustände ausdrückend, denen ein Ende gemacht wird, ἔμ' ἔπαυσας ἐπὶ Τρώεσσι μάχεσθαι, du hast gemacht, daß ich aufhörte mit den Troern zu kämpfen, Il. 11, 442; θνητο ὺς ἔπ αυσα μὴ προσδέρκεσθαι μόρον, Aesch. Prom. 248; Ag. 995; Ar. Ach. 634; ῥαψῳδοὺς ἔπαυσε ἀγωνίζεσθαι, Her. 5, 67. 7, 54; bei den Attikern gewöhnlicher ein partic., um auszudrücken, daß Jemand in einer Thätigkeit oder einem Zustande unterbrochen wird, γελῶντας ἐχθροὺς παύσομεν τῇ νῦν ὁδῷ, Soph. El. 1295, wir werden die Feinde als Lachende aufhören machen, machen daß sie aufhören zu lachen; παύσω δέ σ' ὄντ' ἄπαιδα, Eur. Med. 717; u. in Prosa, τὴν φιλοσοφίαν παῦσον ταῦτα λέγουσαν, Plat. Gorg. 482 a, u. A. – Eine andere Vrbdg ist τινά τινος παύειν, machen, daß Einer davon absteht, ihn wovon abbringen, od. machen, daß er wovon ausruht od. sich erholt; so Hom. oft in Vrbdgn wie παύειν τινὰ ἀλκῆς, ἄλης, χάρμης, καμάτου, ὀϊζύος, ὀδυνάων, Ἕκτορα μάχης, Ἀχιλῆα πόνοιο, Θάμυριν ἀοιδῆς, Πηνελόπειαν κλαυθμοῖο; παῦσαν ἄρ' ὀρχηθμοῖο πόδας, παῦσαν δὲ γυναῖκας, Od. 23, 298. So auch Tragg.: εἰ τήνδ' ἔπαυσας τῆς πολυγλώσσου βοῆς, Soph. El. 798; παύσω ψόγου σε, Eur. Hel. 1292; ἔμελλον ἄρα παύσειν ποθ' ὑμᾶς τοῦ κοάξ, Ar. Ran. 268; u. in Prosa, εἰ μή τις παύσει τὰ σὰ παιδικὰ τούτων τῶν λόγων, Plat. Gorg. 481 e; τῆς λυγγός, Conv. 185 d; τινὰ προμηθίας, Antiph. 2 γ 3; τινὰ ὕβρεως, Isocr. 5, 34, wie Ar. Av. 1259 u. Xen. Hell. 3, 5, 5; τινὰ τῆς ἀρχῆς, τῆς στρατηγίας, Einen seines Amtes entsetzen, 6, 2, 13 Cyr. 8, 6, 3; τῶν ἐπιθυμιῶν τινα, Hem. 1, 2, 5. – Seltener steht der gen. allein, αἴ κε Ζεὺς παύσῃ ὀϊζύος, ob Zeus ein Ende machte des Elends, Od. 4, 35. – 2) med. und pass., durch sich selbst od. durch einen Andern bestimmt, bewogen, nach eigenem Willen, aus freiem Entschluß, od. in Folge einer hemmenden Einwirkung aufhören, ablassen, nachlassen, von Personen u. Sachen; absolut, oft bei Hom.; τῆμος πυρκαϊὴ ἐμαραίνετο, παύσατο δὲ φλόξ, Il. 23, 228; ἄνεμος ἐπαύσατο Od. 12, 168, wie Her. 7, 193; auch = ruhen, ausruhen, ἐν κλισίῃ, Il. 24, 17; Her. 9, 52; vom Sänger, aufhören zu singen, schweigen, Od. 17, 359, wie vom Redner, aufhören zu sprechen, Her. 7, 9, 3; übh. sich ruhig, unthätig verhalten, 1, 83; πέπαυται δ' ἔχθος, Aesch. Spt. 920; Suppl. 573; παύσασθ' ἄνακτες, Soph. O. R. 631; παυσαμένου Παυσανίου, da er aufhörte, schwieg, Plat. Conv. 185 c; Folgde; auch παυσαμένης τῆς πλημμυρίδος, Strab. 9, 2, 18. – Häufig c. partic., welches die Handlung od. den Zustand ausdrückt, der aufhört, ὅθ' ὕπνος ἕλοι, παύσαιτό τε νηπιαχεύων, wenn er als Spielender aufhörte, zu spielen aufhörte, Il. 22, 502; πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους, Aesch. Prom. 618, vgl. Pers. 492 Ag. 1017; παῦσαι πλέκο υσα, Eur. Ion 1410; παύσομαι σ' αἰνῶν, Or. 1161; Ar. Av. 859. 889 u. öfter, wie Her., ἐσθίοντας ἂν οὐ παύεσθαι, 3, 133. 9, 93 u. öfter; Plat. Gorg 491 a; Xen. Cyr. 7, 2, 7 u. öfter, u. Folgende, οὔποτε πεπαύσονται πολεμοῦντες S. Emp. adv. log. 2, 184. – Die Vrbdg mit dem inf. wird von den Atticisten verworfen, sie findet sich Batrachom. 190 Ar. Ach. 634 Her. 7, 54, bei Plut. u. a. Sp., vgl. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. 3, 48. – Auch wie beim act. c. gen. der Sache, wovon abstehen, ablassen, womit aufhören, παύσασθαι πολέμοιο δυσηχέος, Il. 7, 376, παυσώμεσθα μάχης καὶ δηϊοτῆτος, 7, 290, παύσεσθον κλαυθμοῖο γόοιό τε, Od. 21, 228; Hes. O. 175 Th. 553; παυσάμενοι κακῶν, Pind. I. 7, 7; φιλανθρώπου δὲ παύεσθαι τρόπου, Aesch. Prom. 11; ἀρτίως πεπαυμένην κακῶν ἀτρύτων, Soph. Ai. 787; Eur. Med. 1211; Ar. Nubb. 934; u. in Prosa häufig, τῆς μάχης ἐπαύσαντο, Her. 1, 74, τοῦ δρόμου, 4, 124, θορύβων καὶ ταραχῆς, Plat. Polit. 273 a, Conv. 188 e u. Folgde; ἔργων, πλησμονῆς, Xen. Mem. 2, 11, 14; selten παύομαι ἐκ μεγάλων ἀχέων, Ar. Ran. 1531; vgl. Eur. El. 1108; περί τινος, Her. 2, 135. – 3) Zuweilen steht auch das act. in intrans. Bdtg = παύομαι, aufhören, ablassen, abstehen, μνηστῆρες δ' ἄμυδις κάθισαν καὶ παῦσαν ἀέθλων, Od. 4, 659, Bekk. μνηστῆρας, wie schon alte Erklärer gelesen haben; ἀλλ' ἄγε, παῦε μάχης, Hes. Sc. 449; H. h. Cer. 351; u. so bes. im imperat., παῦε, παῦε τοῦ λόγου, Ar. Pax 326; auch παῦ' ἐς κόρακας, Ach. 864; u. absolut, παῦε, μὴ λέξῃς πέρα, höre auf, schweige, Soph. Phil. 1275; Ar. Vesp. 1194. 1208; παῦε, παῦε, μὴ βόα, Av. 1504, vgl. Plat. Phaedr. 228 e. – Παυστέον, man muß aufhören machen, Plat. Gorg. 523 d, man muß aufhören, Plut. ed. lib. 9.
Greek (Liddell-Scott)
παύω: Ὅμηρ., Ἀττ.: Ἰων. παρατατ. παύεσκον Ὀδ. Χ. 315, Σοφ. Ἀντ. 963 (λυρ.)· μέλλ. παύσω καὶ ἀόρ. ἔπαυσα Ὅμ., Ἀττ.· πρκμ. πέπαυκα Δημ. 478. 6, Ἀντισθέν. σ. 61 Reisk. ― Μέσ. καὶ Παθ., Ἰων. παρατ. παυέσκετο Ἰλ. Ω 17 μέλλ. παύσομαι Ὅμηρ., Σοφ. Ο. Κ. 1040, Φιλ. 1424, Εὐρ., κλ.· πεπαύσομαι μόνον ἐν Σοφ. Ἀντ. 91, Τρ. 587 (ἄν καὶ θεωρεῖται ὡς ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος ὑπὸ Μοίριδ. σ. 293)· ὡσαύτως παυθήσομαι Θουκ. 1. 81 ἀόρ. ἐπαυσάμην Ὅμηρ., Ἀττ., ὡσαύτως ἐπαύθην Ἡσ. Θεογ. 533, Ἡρόδ., Ἀττ.· πρκμ. πέπαυμαι Ὅμ., Ἡρόδ., Ἀττ. ― Μεταγενέστεροι συγγραφεῖς καὶ Ἀντιγραφεῖς συχνάκις προτιμῶσι τοὺς ἡμαρτημένους τύπους ἐπαύσθην, πέπαυσμαι, ἴδε Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. σ. 266, ἔκδ. 2, Δινδόρφ ἐν Θησ. Στεφάν., Cobet LL. σ. 448, 778· τύπος τις ἐπάην, μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1324, εὕρηται παρὰ τῷ Γρηγ. Νύσσ. καὶ Μακαρ., πρβλ. συναναπαύομαι· καὶ μέλλ. ἀναπαήσομαι ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφ τῆς Ἀποκαλ. ιδ´, 13. (Ἐντεῦθεν παῦλα, παῦρος πρβλ. Λατ. paulus, paucus, paupe Γοτθ. favai· Ἀγγλο-Σαξ. Feava (few)· πρβλ. ὡσαύτως parvus, parum, parcus.) I. μεταβατικὸν ἐνεργείας, κάμνω τι νὰ παύσῃ, παύω, καταπαύω: 1) μετὰ μόνης αἰτ., φέρω εἰς τέλος, «σταματῶ», ἀναχαιτίζω, ἐνίοτε ἐπὶ προσώπων, ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα (Ἐπίκ. ἀντὶ -ωμεν) Ἰλ. Φ. 314, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 962, Ἀριστοφ. Ἱππ. 330 κάμνω τινὰ νὰ σιωπήσῃ (φονεύων αὐτόν), τῷ κέ μιν ἤδη παύσαμεν ἐν μεγάροισι, λιγύν περ ἐόντ’ ἀγορητὴν Ὀδ. Φ. 274, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1024, Σοφ. Ο. Τ. 397. ― Παθ. καὶ μέσ., ἀναπαύομαι, παύεσθαι ἐν κλισίῃ Ἰλ. Ξ 260, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 52, κτλ.· παύομαι, οὐ μέν τοι ὅση δύναμίς γε πάρεστι παύομαι Ἰλ. Θ. 295, Ὀδ. Δ. 103, κτλ·. ἐπὶ ἀνθρώπου ᾄδοντος ἢ λαλοῦντος, Ρ. 359, Ἡρόδ. 7. 9· καὶ καθόλου τὸ μέσ. σημαίνει ἑκουσίαν τὸ δὲ παθ. ἀκούσιον παῦσιν ἢ λῆξιν. β) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πραγμάτων, φέρω εἰς πέρας, «σταματῶ», καταπαύω, καταπραΰνω, χόλον, μένος, νεῖκος, πόλεμον, ῥόον, ὀδύνας, κτλ.· Ὅμ.· μέριμναν Πινδ. Ι. 8 (7). 25 λύπας ᾠδαῖς παύειν Εὐρ. Μήδ. 197, κτλ.· π. τόξον, ἀφίνω τὸ τόξον μου νὰ ἀναπαυθῇ, Ὀδ. Φ. 279· π. τοὺς γάμους Σοφ. Ἀντ. 575· πόντου σάλον Εὐρ. Ἠλ. 1242· π. τὸν νόμον, καταργῶ, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 571· π. τὸν λόγον, φέρω εἰς πέρας, καταλήγω, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 7, π. τυραννίδα, καταλύω, Δημ. 478, 6· π. τείχη, κατεδαφίζω, κρημνίζω, Δίων Κ. 69. 9. ― Παθ., Θουκ. 1. 6, κτλ. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., κάμνω τινὰ νὰ παύσῃ, ἐμποδίζω, σταματῶ, ἀποκωλύω τινὰ ἀπό τινος, π. Ἕκτορα μάχης, Ἀχιλῆα πόνοιο, Θάμυριν ἀοιδῆς, Πηνελόπειαν κλαυθμοῖο Ὅμ.· π. τινὰ ἀλκῆς, ἄλης, καμάτου, ὀδυνάων, κτλ., ὁ αὐτ.· οὕτω, π. χεῖρας πολέμοιο Ἰλ.· πόδας ὀρχηθμοῖο Ὀδ.· π. τινὰ τῆς βοῆς Σοφ. Ἠλ. 798· τῆς ὕβρεως Ἀριστοφ. Ὄρν. 1259· τῆς λυγγὸς Πλάτ. Συμπ. 185D τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀμαθίας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 784C· τῶν ἐπιθυμιῶν ὁ αὐτ.· κτλ.· ― π. τινὰ τῆς βασιλείας, ἐκθρονίζω αὐτόν, Ἡρόδ. 1. 123· τινὰ τῆς ἀρχῆς, τῆς στρατηγίας Ξεν. Κύρ. 8. 6, 3, κτλ.· τινὰ τῆς ἔξω ξυμμαχίας Θουκ. 3. 65· οὕτω καί, π. τινὰ ἐκ κακῶν, ἀπαλλάσσω, Σοφ. Ἠλ. 987· τινὰ ἀπὸ παιδαγωγῶν Ξεν. Λάκ. 3, 1· ― Παθ. καὶ μέσ , παύομαι, ἡσυχάζω, πλέμου, μάχης, ἔργων, πόνου, γόου, κλαυθμοῦ, ὀδυνάων, κλαγγῆς κτλ., Ὅμ., κλ.· τῆς μάχης, τοῦ δρόμου Ἡρόδ. 1. 74., 4. 124· θρήνων, γόων, λόγων Εὐρ. Μήδ. 1211, Πλάτ. Φαῖδρ. 257Β, κτλ.· τῆς ὀργῆς Λυσ. 152. 25· φιλανθρώπου τρόπου Αἰσχύλ. Πρ. 11· παύεσθαι ἀρχῆς, ἀπολύομαι τῆς ἀρχῆς, παύομαι ἀπὸ τοῦ ἀξιώματος, Ἡρόδ. 1. 56, πρβλ. 6. 66· ὡσαύτως, παύεσθαι ἐκ μεγάλων ἀχέων Ἀριστοφ. Βάτρ. 1531, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 1108· ἐκ τρόχων πεπαυμένοι ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 46. 3) σπανίως μόνον μετὰ γεν. πράγμ., αἴ κέ ποθι Ζεὺς ... παύσῃ ὀϊζύος Ὀδ. Δ. 35· φάρμαχ᾿ ἅ κεν παύσῃσι ... ὀδυνάων Ἰλ. Δ. 191. 4) μετὰ μετοχ. ἐνεστ., παύω τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ ἢ τοῦ νὰ εἶναι τι, π. τινὰ ἀριστεύοντα, ἐμποδίζω τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ εἶναι ὁ ἄριστος, Ἰλ. Λ. 506· τὸν ἄνδρα παῦσον ταῦτα ποιεῦντα Ἡρόδ. 5. 23· καὶ συχν. παρ᾿ Ἀττ., π. γελῶντας ἐχθροὺς Σοφ. Ἠλ. 1295· παύσω δὲ σ᾿ ὄντ᾿ ἄπαιδα Εὐρ. Μήδ. 717. ― Παθ. καὶ μέσ., παύομαι ἀπὸ τοῦ νὰ εἶμαι ἢ πράττω τι, ὅθ᾿ ὕπνος ἕλοι, παύσαιτό τε νηπιαχεύων, εὔδεσκ᾿ ἐν λέκτροισιν Ἰλ. Χ. 502, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 133, Αἰσχύλ. Προμ. 615, Ἀγ. 1047, κτλ.· ἴδε ἐν τέλ.· ― καὶ ἐπὶ πραγμάτων ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο .. θύων Ὀδ. Μ. 400· ἀλλὰ συχνάκις ἡ μετοχὴ παραλείπεται ὡς νοουμένη, οἷον αἷμα, φλόξ, ἄνεμος ἐπαύσατο, τὸ αἷμα ἐπαύσατο [[[ῥέον]]], τὸ πῦρ [καῖον], ὁ ἄνεμος [πνέων], Ἰλ. Λ. 267, Ψ. 228, Ὀδ. Μ. 168, κτλ.· οὕτω Ροδώπης πέρι πέπαυμαι [λέγων] Ἡρόδ. 2. 135, πρβλ. 7. 9, ἐν τέλει.· ἴδε κατωτέρ. ΙΙ. 5) ἐνίοτε, ἂν καὶ σπανίως, τὸ ἀπαρέμφ. λαμβάνει τὸν τόπον τῆς μετοχῆς, ἔμ᾿ ἔπαυσας ἐπὶ Τρώεσσι μάχεσθαι Ἰλ. Λ. 442, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 67., 7. 54, Θουκ. 7. 53, Πλάτ. Πολ. 416C· ἐνίοτε παρεμβαλλομένου τοῦ μή, θνητούς γ᾿ ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι μόρον Αἰσχύλ. Πρ. 248· παύσας ὑμᾶς μὴ λίαν ἐξαπατᾶσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 634· ― τὴν σύνταξιν τοῦ μέσου μετ᾿ ἀπαρεμφ. ἀποδοκιμάζει ὁ Θωμ. Μάγιστρ. 696· ἀπαντᾷ δὲ ἐν τῇ Βατραχομυομ. 194, ἐν τῇ Ἀνθ. Π. 6. 21, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον Πλουτ. 2. 216Α, D. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῇ προστ. παῦε, παῦσαι, ἄπεχε, ἄφες (μάλιστα τὸ παύου εἶναι σπάνιον, ψυχρὸν τουτὶ παύου φυσῶν Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 1. 20, Λουκ. Εἰκόν. 2) , παῦε μάχης Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 449, πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 351· παρ᾿ Ἀττικ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπολύτ. παῦε, στάσου! τελείωνε! ἡσύχασον! παῦε, μὴ λέξῃς πέρα Σοφ. Φιλ. 1275, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1208, Βάτρ. 122, 269, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Ε· παῦε, παῦε, μὴ βόα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1501, πρβλ. Σφ. 1194· ἀλλὰ καί, παῦε, παῦε τοῦ λόγου Βάτρ. 580· παῦε, παῦ᾿ ὀρχούμενος Εἰρ. 326· οὕτω, παῦ᾿ ἐς κόρακας Ἀχ. 864, ἔνθα τὰ λοιπὰ ῥήματα εἶναι πληθ.· παῦ, κατ᾿ ἀποκοπὴν ἀντὶ παῦε, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Φωτ. («παῦ· τὸ παῦσαι [[[μᾶλλον]] δὲ παῦε] λέγουσι μονοσυλλάβως») καὶ Εὐστάθ. 1408. 26, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Elsml. ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 821· παῦ παῦ᾿ οὗτος, χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ παῦ᾿ οὑτοσί· ― παῦε γόοιο Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 320. 5· ― ἀλλὰ τὸ παῦσαι δὲν εἶναι ἐνεργ. ἀπαρ., ἀλλὰ προστ. τοῦ μέσ. ἀορ., παῦσαι λέγουσα Εὐρ. Ἱππ. 706· παῦσαι φαρμακοπωλῶν Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 95· π. μελῳδοῦσ᾿ αὐτόθι 713· π. δυσωνῶν Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 49, πρβλ. Θεόπομπ. ἐν «Φινεῖ» 1, Φιλέταιρ. ἐν «Κυναγίδι» 2, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1· πρβλ. παύσασθε νοῦν ἔχοντες Μένανδρ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3· ― ἐν Ὀδ. Δ. 659, ἡ πιθαν. γραφὴ εἶναι μνηστῆρας (οὐχὶ -ες) .. κάθισαν καὶ παῦσαν ἀέθλων. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τ. Α΄, σ. 540 κἑξ., 548.
French (Bailly abrégé)
Pass. f. παυθήσομαι, ao. ἐπαύθην, pf. πέπαυμαι;
A. tr.
I. avec un seul rég.
1 avec un acc. de pers. : calmer, apaiser ; gêner, entraver, troubler ; tuer, supprimer, détruire;
2 avec un acc. de chose : faire cesser (des maux, une guerre, une querelle, la colère, etc.) ;
-- terminer : λόγον XÉN un discours ;
-- laisser reposer : τόξον OD un arc ;
-- détruire;
II. avec double rég. :
1 avec un acc. de pers. et un gén. de chose : retenir, détourner ; τινά τινος qqn de qch ; τῆς ἔξω ξυμμαχίας THC détacher de l’alliance étrangère ; faire que qqn se repose (d’une fatigue, d’une joie, d’une douleur) ; faire que qqn s’abstienne (de désirs) ; déposséder (d’une charge, d’un commandement);
2 avec un acc. de chose et un gén. de chose : πόδας ὀρχηθμοῖο OD détourner les pieds de la danse, faire cesser la danse, etc.
3 avec un acc. de pers. et un gén. de chose précédé d’une prép. : παῦσον ἐκ κακῶν ἐμέ SOPH délivre-moi du mal ; παύουσι τοὺς παίδας ἀπὸ παιδαγωγῶν XÉN ils reprennent les enfants aux pédagogues, ils ne les leur confient plus;
4 avec un acc. de pers. ou de chose accompagné d’un part. prés. : γελῶντας ἐχθροὺς παύσομεν SOPH nous ferons cesser le rire des ennemis, nous ferons en sorte qu’ils cessent de rire ; πόλιν δυστυχοῦσαν παῦσαι ISOCR faire que la ville cesse d’être malheureuse;
5 avec un acc. de pers. suivi d’un inf. : ἔμ’ ἔπαυσας μάχεσθαι IL tu m’as arrêté (forcé de m’arrêter) lorsque je combattais ; avec μή dev. l’inf. : θνητούς γ’ ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι μόρον ESCHL j’ai fait que les mortels ont cessé de craindre l’approche de la mort;
B. intr. cesser, avec le gén. ; abs. παῦε, μὴ λέξῃς πέρα SOPH cesse, ne parle pas davantage;
Moy. παύομαι (f. παύσομαι, ao. ἐπαυσάμην, pf. πέπαυμαι) cesser;
I. abs. en parl. de pers. :
1 cesser (de parler, de chanter, de combattre, etc.) ; se modérer, se calmer ; se reposer (sur une couche) ; se tenir inactif;
2 en parl. de choses αἵμα ἐπαύσατο IL le sang cessa de couler ; ἄνεμος ἐπαύσατο OD le vent cessa de souffler, s’apaisa ; πέπαυται THC la chose a cessé;
II. avec un rég.
avec le gén. de la chose : se désister de, s’abstenir de : πολέμοιο IL ; μάχης OD suspendre le combat ; πόνου IL terminer le travail ; γόοιο OD cesser de gémir ; κλαγγῆς IL cesser de crier ; ὀργῆς, cesser d’être irrité;
III. avec un part. prés. : πέπαυμαι θρηνῶν ESCHL j’ai cessé de gémir ; παύεται διψῶν XÉN il cesse d’avoir soif ; πέπαυμαι λέγων PLAT j’ai fini de parler.
Étymologie: p. *παύσω, de la R. Πυσ, diminuer, amoindrir ; cf. lat. pusillus, pusio ; > par renforcement Παυσ- ; cf. παῦλα, παῦρος, lat. paulum, pauci.
English (Autenrieth)
inf. παυέμεναι, ipf. iter. παύεσκον, fut. part. παύσουσα, aor. ἔπαυσα, παῦσε, mid. παύομαι, ipf. iter. παυέσκετο, aor. ἐπαύσατο, perf. πέπαυμαι, plup. ἐπέπαυτο: cause to cease or leave off, stop (τινά τινος), mid., cease, stop, leave off, rest from (τινός), also w. part., Il. 11.506; inf., Il. 11.442.
English (Slater)
παύω (aor. (ἔ)παυσε(ν); παύσατε: med. παυσάμενοι; παύσασθαι.)
a act.
I stop, put an end to πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος, Νεμέᾳ δὲ τρεῖς ἔπαυσε λάθαν Σαοκλείδἀ (N. 6.20) ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν (καρτερᾶν μεριμνᾶν coni. Bergk) (I. 8.12) “ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε” (I. 8.36) παῦσέν [τ]ργ ᾀναιδῇ fr. 140a. 59 (33).
II hinder οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν did not blunt the keen edge of hi<*> temper (N. 3.39)
b med., c. gen., cease from παυσάμενοι δ' ἀπράκτων κακῶν (I. 8.7) στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδλτ;γτ; παύσασθαι φορᾶς (sc. δελφῖνι) ?fr. 358.
c frag. ]παυσεν Δ. 4. g. 3.
English (Strong)
a primary verb ("pause"); to stop (transitively or intransitively), i.e. restrain, quit, desist, come to an end: cease, leave, refrain.
English (Thayer)
1st aorist imperative 3rd person singular παυσάτω (παύομαι; imperfect ἐπαυομην; future παύσομαι (see ἀναπαύω and ἐπαναπαύω (and on the forms παηναι etc. cf. futher Hilgenfeld, Hermae Pastor, edition alt. proleg., p. xviii, note, also his edition of the ' Teaching' 4,2 [ET] note (p. 97))); perfect πεπαυμαι; 1st aorist ἐπαυσάμην; from Homer down; to make to cease or desist: τί or τινα ἀπό τίνος, to restrain (A. V. refrain) a thing or a person from something, Winer s Grammar, § 30,6; (cf. 326 (305)): R. § 132,5). Middle, the Sept. for חָדַל, כָּלָה, שָׁבַת, etc. to cease, leave off, (cf. Winer's Grammar, 253 (238)): Matthiae, § 551d.; Passow, under the word, II:3; (Liddell and Scott, I:4); Winer s Grammar, § 45,4; (Buttmann, § 144,15)): ἐπαύσατο λαλῶν, Winer's Grammar, § 39,3and N. 3) πέπαυται ἁμαρτίας, hath got release (A. V. hath ceased) from sin, i. e. is no longer stirred by its incitements and seductions, Kypke, Observations, at the passage, and Winer s Grammar, as above; (Buttmann, § 132,5; but WH text ἁμαρτίαις, dative, unto sins. Compare: ἀναπαύω, ἐπαναπαύω, συναναπαύω (συναναπαύομαι), καταπαύω).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ
2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.)
3. (στην προστ.) πάψε και παῡε
σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.)
νεοελλ.
1. κάνω διακοπή («τα σχολεία παύουν το καλοκαίρι»)
2. διακόπτω τον λόγο, σωπαίνω, σταματώ να μιλώ («δεν παύει ούτε στιγμή»)
3. (προστ. μέσ. αορ.) παύσασθε
γυμναστικό παράγγελμα για να διακοπεί μια άσκηση ή κίνηση
νεοελλ.-μσν.
(αμτβ.) τελειώνω, σταματώ, φθάνω στο τέλος (α. «έπαψαν τα βάσανα» β. «κι επάψασιν οι λογισμοί», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.-αρχ.
1. απολύω, απομακρύνω κάποιον από μιαν εξουσία ή αξίωμα ή θέση (α. «παύουν πολλούς υπαλλήλους» β. «παύσαντες αὐτὸν τῆς στρατηγίας», Ξεν.)
2. διακόπτω κάποιον, τον κάνω να σταματήσει να είναι ή να κάνει κάτι («τὸν άνδρα παῡσον ταῡτα ποιεῡντα», Ηρόδ.)
αρχ.
1. δίνω τέλος σε κάποιον, τον ξεκάνω, τον κάνω να σωπάσει θανατώνοντάς τον («ἔπαυσά νιν [τη Σφίγγα] γνώμη κυρήσας», Σοφ.)
2. (μέσ. και παθ.) παύομαι
α) ησυχάζω, μένω αργός με τη θέλησή μου ή εξαναγκασμένος («τρὶς δ' ἐρύσας [Έκτορα] αὖθις ἐν κλισίη παυέσκετο», Ομ. Ιλ.)
β) σταματώ, διακόπτω κάποια εργασία («καὶ οἱ ἱππεῑς ἐπέπαυντο», Ηρόδ.)
3. σταματώ, σωπαίνω («ὁ δ' ἐπαύετο θεῑος ἀοιδός», Ομ. Οδ.)
4. (για πράγμα) εξαφανίζω, απομακρύνω, καταπαύω («παῡσαι τόξον», Ομ. Οδ.)
5. απαλλάσσω κάποιον από κάτι («ἵνα μιν παύσειε καμάτοιο», Ομ. Οδ.)
6. μέσ. (για χρώμα) εξαλείφομαι, βγαίνω, ξεθωριάζω
7. (με απρμφ.) σταματώ κάποιον από του να... («ἔμ' ἔπαυσας ἐπὶ Τρώεσσι μάχεσθαι», Ομ. Ιλ.)
8. φρ. α) «παύω νόμον» — ακυρώνω, καταργώ νόμο
β) «παύω τείχη» — κατεδαφίζω, γκρεμίζω
γ) «παύω τινά τινος» — διακόπτω, εμποδίζω, σταματώ κάποιον από κάτι που κάνει («Ἕκτορα ἔπαυσε μάχης», Ομ. Ιλ.)
δ) «παύομαί τινος» — σταματώ, τελειώνω κάτι, φτάνω σε τέλος με κάτι («παύεσθαι κλαυθμοῡ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. παύω έχει αρχική σημ. «χτυπώ κάποιον για να τον απομακρύνω» και έχει σχηματιστεί υστερογενώς από τον τ. του αορ. ἔ-παυσ-α ενός ρ. με αρχικό τ. ενεστ. παίω < παFίω (βλ. λ. παίω). Το θ. του ρ. είναι παυ- (πρβλ. παρακμ. πέ-παυμαι), ενώ το -σ- ορισμένων τ. (πρβλ. παυστήρ) είναι πιθ. αναλογικό προς τον αόρ. ἔ-παυ-σ-α. Κατ' άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, το ρ. παύω συνδέεται με αρχ. πρωσ. pausto «άγριος», αρχ. σλαβ. pustr «έρημος, άγριος». Η Λατινική δανείστηκε τους τ. pausa «παύση, στάση, τέλος» και pauso «παύομαι, σταματώ», όρους τεχνικούς που χρησιμοποιούνται στον στρατό και στο ναυτικό, οι οποίοι έχουν σχηματιστεί από τον αόρ. ἔ-παυσ-α, και όχι από το μτγν. ουσ. παῦσις. Το ρ. παύω είναι μεταβατικό με σημ. «κάνω κάτι να σταματήσει, εμποδίζω» και διακρίνεται από το συγγενές νοηματικώς λήγω «σταματώ, τελειώνω, φτάνω στο τέλος», το οποίο είναι αμετάβατο. Τέλος, το ρ. απαντά ως α' συνθετικό σε λ. με τη μορφή παυσ(ι)- (πρβλ. παυσίλυπος, παυσίπονος, παυσώδυνος), καθώς και στα σύνθετα ανθρωπωνύμια Παυσανίας, Παυσι-κράτης, Παυσί-λυπος, Παυσι-πόλεμος. Από το ρ. παύω προέρχονται επίσης και τα ανθρωπωνύμια: Παυσίς, Παυσίων, Παύσιλλα, Παυσίχα, Παυσώ.
ΠΑΡ. παύλα, παύση(-ις)
αρχ.
παυστήρ, παυστικός, παυσωλή.
ΣΥΝΘ. (Α' Συνθετικό) παυσανίας, παυσίλυπος, παυσίπονος, παυσώδυνος
αρχ.
παυσάνεμος, παυσίκακος, παυσικάπη, παυσικραίπαλος, παυσίμαχος, παυσίνοσος, παύσυβρις
μσν.
παυσιμέριμνος, παυσινύσταλος (Β Συνθετικό) αναπαύω, καταπαύω
αρχ.
αποπαύω, διαναπαύω, διαπαύω, εκπαύω, επαναπαύω, προαναπαύω, προαποπαύω, προδιαναπαύω, προκαταπαύω, προπαύω, προσαναπαύω, συγκαταπαύω
νεοελλ.
επαναπαύομαι.
Greek Monotonic
παύω: Ιων. παρατ. παύεσκον, μέλ. παύσω, αόρ. αʹ ἔπαυσα, παρακ. πέπαυκα — Μέσ. και Παθ., γʹ ενικ. Ιων. παρατ. παυέσκετο, μέλ. παύσομαι, πεπαύσομαι, παυθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπαυσάμην, ἐπαύθην, παρακ. πέπαυμαι· Ενεργ.,
I. διακόπτω·
1. λέγεται για ανθρώπους, φέρνω σ' ένα τέλος, ανακόπτω, τελειώνω κάτι (με το θάνατο), σε Όμηρ. κ.λπ. — Παθ. και Μέσ., ανακουφίζω, ανακόπτω, σταματώ, διακόπτω, παύω, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης λέγεται για πράγματα, τελειώνω, σταματώ, ελαττώνω, στο ίδ. κ.λπ.· παύω τόξον, αφήνω το τόξο μου να ξεκουραστεί, σε Ομήρ. Οδ.· παύω τὸν νόμον, τον καταργώ, σε Ευρ.· παύω τυραννίδα, την καταστέλλω, σε Δημ.
2. με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., κάνω κάτι να παύσει, σταματώ, εμποδίζω, απωθώ κάποιον από κάτι, παύω Ἕκτορα μάχης κ.λπ., σε Όηρ.· παύω τινὰ τῆς βασιλείας, εκθρονίζω, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ. και Μέσ., σταματώ από, πολέμου, σε Όμηρ. κ.λπ.· τῆς μάχης, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκ τρόχων πεπαυμένοι, στην ανάπαυση από το παιχνίδι, σε Ευρ.
3. σπανίως με γεν. πράγμ. μόνο, αἴ κέ ποθι Ζεὺς παύσῃ ὀϊζύος, ο Δίας θα δώσει τέλος στη συμφορά! σε Ομήρ. Οδ.· φάρμαχ' ἅ κεν παύσῃσι ὀδυνάων, σε Ομήρ. Ιλ.
4. με μτχ. ενεστ., παύω κάποιον από το να κάνει ή να είναι, παύω τινὰ ἀριστεύοντα, σταματώ κάποιον από το να είναι πρώτος, στο ίδ., Αττ. — Παθ. και Μέσ., διακόπτω από το να κάνω ή να είμαι, ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο θύων, σταμάτησε να φυσά, σε Ομήρ. Οδ.· η μτχ. παραλείπεται, αἷμα ἐπαύσατο, το αίμα σταμάτησε (να τρέχει), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
5. απαρ. αντί μτχ., ἔμ' ἔπαυσας μάχεσθαι, στο ίδ.· με μὴ μαζί, θνητοὺς γ' ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι, σε Αισχύλ.
II. αμτβ. στην προστ. παῦε, σταμάτα, πάψε, σε Σοφ., Αριστοφ.· ομοίως, παῦε, παῦε τοῦ λόγου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
παύω: (fut. παύσω и παύσομαι; aor. ἔπαυσα - эп. παῦσα, conjct.: 3 л. sing. παύσῃ - эп. παύσῃσι, 1 л. pl. παύσωμεν - эп. παύσομεν; pf. πέπαυκα; fut. 3 πεπαύσομαι; pass.: fut. παυθήσομαι, aor. ἐπαύθην - реже ἐπαύσθην, pf. πέπαυμαι)
1) сдерживать, обуздывать, укрощать, смирять (ἄγριον ἄνδρα Hom.): ἐπαύσατο, χωόμενός περ Hom. (Зевс) сдержался, хотя и был разгневан; π. ῥαψῳδοὺς ἀγωνίζεσθαι Her. запретить рапсодам состязания; π. τινὰ τῆς βοῆς Soph. помешать кому-л. кричать; π. τινὰ μὴ προδέρκεσθαι μόρον Aesch. заставить кого-л. не думать о предстоящей смерти;
2) останавливать, прерывать, заставлять умолкнуть (ἐνθέους γυναῖκας Soph.): Μαρδόνιος ἐπέπαυτο Her. Мардоний умолк; παῦσαι τόξον Hom. отложить лук в сторону;
3) подавлять, приканчивать: πεπαύμεθ᾽ ἡμεῖς, οὐχ ὅπως σὲ παύσομεν Soph. мы (сами) погибли и (следовательно) не сможем погубить тебя (слова Электры, обращенные к матери);
4) прекращать, унимать, успокаивать (πόλεμον, νεῖκος Hom.; λύπας ᾠδαῖς, π. πόντου σάλον Eur.): π. τοὺς γαμους Soph. предотвращать женитьбу; ταῦτ᾽ εἰπὼν τότε μὲν ἔπαυσε λόγον Xen. сказав это, он умолк; π. ὀδυνάων Hom. утолять боли; γελῶντας ἐχθροὺς παύσομεν Soph. мы прекратим ликование врагов; παύεσθαι τῆς ὀργῆς Lys. унять свой гнев; med.-pass. прекращаться, утихать (αἷμα ἐπαύσατο Hom.; καὶ ἐπαύσαντο, sc. ὁ ἄνεμος καὶ ὁ κλύδων NT);
5) удерживать (τινὰ μάχης Hom.; τὴν γλῶσσαν ἀπὸ κακοῦ καὶ χείλη τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον NT);
6) смещать, отстранять (τινὰ τῆς βασιλείας Her.): στρατηγοῦντά τινα π. Dem. отстранить кого-л. от командования;
7) спасать, избавлять (ἐκ κακῶν τινα Soph.); med.-pass. избавляться (ἐκ μεγάλων ἀχέων Arph.);
8) переставать (παῦε ὀρχούμενος Arph.; παῦε, μὴ λέξῃς πέρα Soph.): παῦε τοῦ λόγου! Arph. довольно слов!, замолчи!; παύεται διψῶν Xen. у него больше нет жажды; πέπαυμαι λέγων Plat. я кончил говорить.