πιστεύω: Difference between revisions
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - " ’" to "’") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πιστεύω [πιστός] vertrouwen (op); met dat..; οὔτε ἐπίστευσαν σφίσιν αὐτοῖς evenmin vertrouwden zij op zichzelf Thuc. 3.5.2; met dat. en acc. v. h. inw. obj.. μεγάλα | |elnltext=πιστεύω [πιστός] vertrouwen (op); met dat..; οὔτε ἐπίστευσαν σφίσιν αὐτοῖς evenmin vertrouwden zij op zichzelf Thuc. 3.5.2; met dat. en acc. v. h. inw. obj.. μεγάλα πιστεύσαντ’ ἐμοί in mij in belangrijke zaken vertrouwen gesteld hebbend Soph. Tr. 1228; πιστευθεὶς ὡς δημοτικὸς ὤν vertrouwd als vriend van het volk Aristot. Pol. 1305a28. geloven in; met dat..; θεῶν... θεσφάτοισιν in de uitspraken van de goden Aeschl. Pers. 800; met acc. n..; πίστευσον... τάδε hecht hier geloof aan Soph. OT 646; later met prep. geloven in (de werkelijkheid van iets):; εἰς τὸν Θεόν in God NT Io. 16.1; ἐν τῷ εὐαγγελίῳ in het evangelie NT Marc. 1.15; ἐπὶ τὸν Κύριον in de Heer NT Act. Ap. 9.42; abs.. οἱ πιστεύοντες de gelovigen NT Rom. 3.22; οἱ πιστεύσαντες die tot geloof zijn gekomen NT Act. Ap. 2.44; οἱ πεπιστευκότες de trouwe gelovigen NT Act. Ap. 19.18. geloven (dat iets waar is), erop vertrouwen (dat); met inf..; πιστεύων δὲ ὀρθῶς γιγνώσκειν περὶ τοῦ μὴ ἐξιέναι overtuigd dat zijn visie om niet uit te rukken, juist was Thuc. 2.22.1; met inf. fut..; διὰ τὸ αἰσχρὸν δὴ βοηθήσειν ὑμῖν πιστεύετε αὐτούς jullie vertrouwen erop dat zij uit eergevoel jullie te hulp zullen komen Thuc. 5.105.3; οὐδ’ ἂν τούτοις ἐπίστευον ἐμμόνοις ἔσεσθαι ik zou er niet op vertrouwen dat deze mannen betrouwbaar zijn Xen. Cyr. 3.3.55; πιστευθεὶς ἀληθεύσειν ἃ ἔλεγες omdat men geloofde dat jij zou waarmaken wat jij zei Xen. An. 7.7.25; met inf. aor..; ἐπίστευε μηδὲν ἂν παρὰ τὰς σπονδὰς παθεῖν men geloofde dat men niets dat in strijd met het verdrag was, mee zou maken Xen. An. 1.9.8; met ὅτι:. ὅτι σοι δόξει ἀποδοῦναι πιστεύω ik vertrouw erop dat jij zult besluiten te betalen Xen. An. 7.7.47. toevertrouwen, met dat. en acc.: μειρακίῳ ἀνοήτῳ πιστεύσας τὸ ἅρμα door aan een domme jongen de wagen toe te vertrouwen Luc. 79.24.1. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 11:25, 21 August 2022
English (LSJ)
fut. -εύσω: plpf. A πεπιστεύκειν Act.Ap.14.23: (πίστις):—trust, put faith in, rely on a person, thing, or statement, τινι Hdt.1.24; τῷ λόγῳ Id.2.118, cf. S.El.886, etc.; π. θεῶν θεσφάτοισι A.Pers.800; τῇ τύχῃ Th.5.112; σφίσιν αὐτοῖς Id.3.5; ταῖς ἀληθείαις D.44.3; (σημείοις) Antipho 5.81; π. τινὶ περί τινος Arist. EN1157a21; ὑπὲρ τῶν ὅλων Plb.2.43.2: with neut. Adj. or Pron., λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε believe my words herein, E.Hel.710; τοῦτ'… Αἰγυπτίοις πιστεῦσαι δεῖ Arist.Mete.343b10; μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν Men.Mon.335: later with Preps., π. ἐν τῷ Θεῷ, ἐν τῷ εὐαγγελίῳ, LXXPs.77(78).22, Ev.Marc.1.15; π. εἰς τὸν Θεόν Ev.Jo.14.1, al.; εἰς τὸ ὄνομά τινος ib.1.12; π. ἐπὶ τὸν Κύριον Act.Ap.9.42: abs., believe, περὶ μὲν τούτου… οὔτε ἀπιστέω οὔτε ὦν π. τι λίην Hdt.4.96; χαλεπὰ παντὶ ἑξῆς τεκμηρίῳ πιστεῦσαι although it is hard to believe every single bit of evidence about them, Th.1.20: c. acc. cogn., π. δόξαν entertain a confident opinion, Id.5.105:—Pass., to be trusted or believed, ἄνδρες ἄξιοι πιστεύεσθαι Pl.La.181b, cf.Ep.309a, X.Cyr.4.2.8; πιστευθῆναι ὑπό τινος enjoy his confidence, ib.6.1.39, cf. An.7.6.33; π. παρά τινι D.23.4, 58.44; πρός τινας Id.20.25; ὡς πιστευθησόμενος as if he would be believed, Id.27.54, cf. 36.43; π. ὡς δημοτικὸς ὤν Arist.Pol. 1305a28; πιστεύονται [οἱ λόγοι] Id.EN1172b6; ἐπιστεύοντο ἃ ἔλεγον they were believed in what they said, D.32.4; πρόγνωσιν ἐπεπίστευντο were believed to possess foreknowledge, J.AJ17.2.4. 2 comply, ὡς οὐχ ὑπείξων οὐδὲ πιστεύσων λέγεις; S.OT625, cf. 646; opp. ἀπιστέω, Id.Tr.1228. 3 c. inf., believe that, feel confident that a thing is, will be, has been, E.HF146; ἀληθῆ εἶναι Pl.Grg.524a, cf. R. 450d; ὃς ἂν γνώμῃ πιστεύῃ τῶν ἐναντίων προὔχειν Th.2.62; προέσθαι τὴν προῖκ' οὐκ ἐπίστευσεν D.30.7; π. ὡς... ὅτι... X.Hier.1.37, Arist. Ph.254a3, al.: the inf. is sometimes omitted, τὰ μὲν οὐ πιστεύουσιν οἱ νέοι (sc. εἶναι or γεγονέναι) Id.EN1142a19, cf. APr.68b13, GA716a7:—Pass., παρὰ Διὸς… οἱ νόμοι πεπιστευμένοι ἦσαν γεγονέναι Pl.Lg.636d; πιστευθεὶς ἀληθεύσειν believed sure to... X.An.7.7.25; ὁ ἥλιος… πεπίστευται εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης Arist. de An.428b4; πρῶτοι νόμοις ἐγγράπτοις χρήσασθαι πεπιστευμένοι Str.6.1.8: without inf., πιστευθείσης εἱμαρμένης αἴρεται πᾶσα νουθεσία Diog.Oen.33, cf. 23. 4 c. dat. et inf., τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν to whom he trusted that they would keep silence, Hdt.8.110, cf. X.Cyr.3.3.55, Lys.19.54. 5 have faith, Act.Ap.2.44, 19.18, etc. II π. τινί τι entrust something to another, τινὶ ἡγεμονίαν, χρήματα, X.Mem.4.4.17, Smp.8.36; τὰν ὠνὰν τῷ θεῷ GDI1684, al. (Delph.); γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν… βίον Men.Mon.86; also περὶ τῶν ἐμῶν τούτῳ ἀξιῶ πιστεύειν ὑμᾶς Lys.30.7:—Med., have entrusted to one, ἀρχήν Berichte der russ. Akad. fuür Gesch. der materiellen Kultur 4.82 (Olbia, ii/iii A.D.):—Pass., πιστεύεσθαί τι to be entrusted with a thing, have it committed to one, παρά or ὑπό τινος, Plb.3.69.1, Phylarch.24J., cf. Vett. Val.65.3: c. inf., πιστευθέντας τοῖς ἐχθροῖς διαφθείρειν Arist.Pol.1287a39 (nisi leg.πεισθέντας): c. gen., πιστευθεὶς τῆς Κύπρου Plb.18.55.6, cf. 6.56.13, D.S.12.15, etc.
German (Pape)
[Seite 620] tra uen, vertrauen, sich auf Jemand oder auf eine Sache verlassen, τινί, εἴ τι πιστεῦσαι θεῶν χρὴ θεσφάτοισιν, Aesch. Pers. 786; θεοῖς τε πιστεύσαντα τοῖς τ' ἐμοῖς λόγοις, Soph. Phil. 1360, u. öfter; dah. auch = glauben, sich überreden lassen, ὦ πρὸς θεῶν πίστευσον, Οἰδίπους, τάδε, O. R. 646; Ggstz ἀπιστέω, Tr. 1218; γυναιξὶ πιστεύω βραχύ, Eur. Or. 1103; λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε, Hel. 716; u. in Prosa, Her. 1, 24; Thuc. 1, 20; glauben, ἃ ἐγὼ ἀκηκοὼς πιστεύω ἀληθῆ εἶναι, Plat. Gorg. 524 a; οὐ πιστεύεις σαυτῷ οἷός τ' ἂν εἶναι ταῦτα οὕτω διελέσθαι; Crat. 425 b; mit ὅτι, Plut.; τοῖς λόγοις, Plat., oft, u. Folgde; τῷ ἐξελέγχειν, Dem. 29, 2; – pass., πιστεύεσθαι ὑπό τινος, von Jemandem Zutrauen genießen, Xen. Conv. 4, 29; ἐπιστεύετο ὑφ' ὑμῶν, Is. 11, 6; ὑπ' ἀνδρῶν ἀξίων πιστεύεσθαι, Plat. Lach. 181 b; aber auch ἐπιστεύοντο ἃ περὶ ἀλλήλων ἔλεγον, man glaubte, was sie von einander sagten, Dem. 32, 4; – παρὰ Διὸς αὐτοῖς οἱ νόμοι πεπιστευμένοι ἦσαν γεγονέναι, Plat. Legg. I, 636 d; πιστευθείς, Xen. Cyr. 5, 3, 17 An. 7, 6, 33 u. Sp., wie Pol. 16, 31, 4 u. öfter; auch = anvertrauen, τὴν ἀρχὴν πεπιστευμένος, dem der Oberbefehl anvertraut worden, Plat. Ep. I, 636 d; vgl. Xen. Cyr. 4, 2, 8; πεπιστευμένος τὴν πόλιν παρὰ Ῥωμαίων, Pol. 3, 69, 1; auch c. gen., 6, 56, 13. 18, 38, 6. – Πιστεύειν εἰς θεόν, ἐπὶ κύριον, an Gott glauben, N. T., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πιστεύω: μέλλ. -εύσω· ὑπερσ. πεπιστεύκειν Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄, 23· (πίστις). Ἔχω πίστιν, ἐμπιστεύομαι, ἔχω πεποίθησιν εἴς τινα ἤ τι, ἢ (ἐπὶ λόγου ἢ διηγήσεως) παρέχω πίστιν, δέχομαι ὡς ἀληθές, ἀλλ’ αἱ δύο ἔννοιαι συμπίπτουσιν ὡς θέλει φανῆ ἐκ τῶν παραδειγμάτων· π. τινὶ Ἡρόδ. 1. 24., 2. 118, 120, Τραγ., κλ.· θεῶν π. θεσφάτοισι Αἰσχύλ. Πέρσ. 800· τῇ τύχῃ Θουκ. 5. 112· σφίσιν αὐτοῖς 3. 5· ταῖς ἀληθείαις Δημ. 1081. 14· τῷ λόγῳ Σόφ. Ἠλ. 886, κτλ.· σημείοις Ἀντιφῶν 139. 4· π. τινὶ ἢ ὑπέρ τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 4, 3. Πολύβ. 2. 45, 2· μετ’ οὐδ. ἀντωνυμ. ἢ ἐπιθέτ., λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε, πίστευσον κατὰ τὰ ἑξῆς, Εὐρ. Ἑλ. 710· ταῦτ’... Αἰγυπτίοις πιστεῦσαι δεῖ Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 12· μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν Μενάνδρ. Μονόστιχ. 335· ― μεταγεν., μάλιστα ἐν τῇ Καιν. Διαθ. εὑρίσκομεν: π. εἰς Θεόν· ὡσαύτως, π. ἐπὶ τὸν Κύριον Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 42, ἴδε Ἰω. Βαλέττα Ἐπιστολιμ. Διατριβ. ἐν Λονδίνῳ 1871: ― ἀπολ., πιστεύω, παραδέχομαι ὡς ἀληθές, περὶ μὲν τούτου..., οὔτε ἀπιστέω οὔτε ὧν π. τι λίην Ἡρόδ. 4. 96· χαλεπὸν παντὶ τεκμηρίῳ πιστεύειν, δύσκολον εἶναι νὰ πιστεύῃ τις εἰς πᾶσαν ἀπόδειξιν καὶ τὴν ἰσχυροτάτην, Θουκ. 1. 20· μετὰ συστοίχ. αἰτ., π. δόξαν, ἔχειν πεποίθησιν, πιστεύειν μετὰ πεποιθήσεως, αὐτόθι 5. 105. ― Παθ., πιστεύομαι, θεωροῦμαι ἀληθής, ἄξιος πιστεύεσθαι Πλάτ. Λάχ. 181Β· πιστεύεσθαι ὑπό τινος, ἀπολαύειν τῆς ἐμπιστοσύνης αὐτοῦ, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 39, Ἀνάβ. 7. 6, 33· οὕτω π. παρά τινι Δημ. 622. 12., 1330. 23· πρός τινα ὁ αὐτ. 464. 20· ὡς πιστευθησόμενος, ὡς εἰ ἔμελλε νὰ πιστευθῇ, Δημ. 830. 15, πρβλ. 957. 26· π. ὡς δημοτικὸς ὢν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 5, 10· πιστεύονται [οἱ λόγοι] ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 1, 4. ― Μέσ., πιστεύω ἀμοιβαίως, ἐπιστεύοντο ἃ περὶ ἀλλήλων ἔλεγον Δημ. 883. 14. 2) παραδέχομαι, συμφωνῶ, οὔθ’ ὡς ὑπείξων οὔθ’ ὡς πιστεύσων Σοφ. Ο. Τ. 625, πρβλ. 646· ἀντίθ. τῷ ἀπιστέω, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1228. 3) μετ’ ἀπαρ., πιστεύω ὅτι..., εἶμαι βέβαιος ἢ πεπεισμένος ὅτι εἶναί τι ἢ θὰ εἶναι ἢ ὑπῆρξεν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 146· ἀληθῆ εἶναι Πλάτ. Γοργ. 524Α, κτλ., πιστεύω ἐμὲ προέχειν, εἰδέναι, κτλ., Θουκ. 2. 62, Πλάτ. Πολ. 450D, κτλ.· π. ποιεῖν, τολμῶ νὰ πράξω τι, Δημ. 866. 1· π. ὡς..., ὅτι..., Ξεν. Ἱέρ. 1. 37, Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 8, κ. ἀλλ.· ― τὸ ἀπαρ. ἐνίοτε παραλείπεται, τὰ μὲν οὐ πιστεύουσιν οἱ νέοι (ἐξυπακ. εἶναι ἢ γεγονέναι) Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 8, 6, πρβλ. Ἀναλ. Πρότ. 2. 23, 1, π. Ζ. Γεν. 1. 2, 2· ― Παθ., παρὰ Διός... οἱ νόμοι πεπιστευμένοι ἦσαν γεγονέναι Πλάτ. Νόμ. 636D· πιστευθεὶς ἀληθεύσειν ἃ ἔλεγες... Ξεν. Ἀνάβ. 7. 7, 25· ὁ ἥλιος... πεπίστευται εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 3, 15. 4) μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν, εἰς οὓς εἶχε τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ ἐτήρουν σιγήν, εἰς ὧν τὴν ἐχεμυθίαν εἶχε τὴν πεποίθησιν, Ἡρόδ. 8. 110, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 55, Λυσ. 156. 42. ― Παθ. 5) ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., πιστεύω εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, γίνομαι Χριστιανός, Θεοφάν. 35, 7. ΙΙ. π. τινί τι, ἐμπιστεύομαί τι εἴς τινα, τίνι δ’ ἄν τις μᾶλλον πιστεύσει παρακαταθέσθαι ἢ χρήματα ἢ υἱοὺς ἢ θυγατέρας...; Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 17, Συμπ. 8, 36· ἑαυτόν τινι Λυσ. 183. 36· γυναικὶ μὴ πίστευε τόν... βίον Μενάνδρου Μονόστ. 86. ― Παθ., πιστεύομαί τι, μοὶ ἐμπιστεύουσί τι, Πλάτ. Ἐπιστ. 309Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 8· π. τι παρὰ ἢ ὑπό τινος Πολύβ. 3. 69, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 593C· μετ’ ἀπαρ., πιστευθῆναι τοῖς ἐχθροῖς διαφθείρειν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 10, πρβλ. Στράβ. 239· μετὰ γεν., πιστευθεὶς τῆς Κύπρου Πολύβ. 18. 38, 6, πρβλ. 6. 56, 13, Διόδ. 12. 15, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 19.
French (Bailly abrégé)
I. intr.
1 croire en, se confier à, se fier à ou dans, τινι ; Pass. être traité avec confiance, recevoir des témoignages de confiance : ὑπό τινος de qqn;
2 croire à, ajouter foi à : τινι à ce que dit qqn ; τι croire à qch ; Pass. être cru, avoir créance auprès de qqn ; avec un inf. : πιστευθεὶς ἀληθεύσειν ἃ ἔλεγες XÉN on avait la confiance que tu disais vrai;
II. tr. confier : τινί τι qch à qqn ; ἑαυτόν τινι LYS se confier à qqn ; Pass. recevoir en dépôt.
Étymologie: πιστός¹.
English (Abbott-Smith)
πιστεύω, [in LXX chiefly for אמן hi.;]
1.intrans., to have faith (in), to believe; in cl., c. acc., dat., in NT also c. prep, (on the significance of the various constructions, v. M, Pr., 67f.; Vau. on Ro 4:5; Ellic. on I Ti 1:16; Abbott, JV, 19-80): absol., Mt 24:23, 26 Mk 13:21, I Co 11:18; c. acc. rei, Ac 13:41, I Co 13:7; c. dat. pers. (to believe what one says), Mk 16:[13, 14], I Jo 4:1; τ. ψεύδει, II Th 2:11; περί… ὅτι, Jo 9:18; esp. and most freq. with reference to religious belief: absol., Mt 8:13, Mk 5:36, Lk 8:50, Jo 11:40, al.; seq. ὅτι, Mt 9:28, al.; c. dat. (v. supr., and cf. DB, i, 829a), Jo 3:12 5:24 6:30 8:31, Ac 16:34, Ga 3:6 (LXX), II Ti 1:12, I Jo 5:10, al.; c. prep., (expressing personal trust and relianceas distinct from mere credence or belief; v. M, Pr., l.c.; DB, i, 829b), to believe in or on: ἐν (Ps 77 (78):22, al.), Mk 1:15 (v. Swete, in l.); εἰς, Mt 18:6, Jo 2:11 (v. Westc., in l.), and freq., Ac 10:43 19:4, Ro 10:14, Ga 2:16, Phl 1:29, I Jo 5:10, I Pe 1:8; εἰς τ. ὄνομα, Jo 1:12 2:23 3:18, I Jo 5:13; ἐπί, c. acc., Mt 27:42, Ac 9:42 11:17 16:31 22:19, Ro 4:5; ἐπί, c. dat., Ro 9:33 (LXX) 10:11 (ib.), I Ti 1:16, I Pe 2:6 (LXX); ptcp. pres., οἱ π., as subst., Ac 2:44, Ro 3:22, I Co 1:21, al.; aor., Mk 16:[16], Ac 4:32; pf., Ac 19:18 21:20 (on Johannine use of the tenses of π., v. Westc, Epp. Jo., 120).
2.Trans., to entrust: c. acc. et dat., Lk 16:11, Jo 2:24; pass., to be entrusted with: c. acc., Ro 3:2, I Co 9:17, Ga 2:7, I Th 2:4 (v. Lft., Notes, 21f.), I Ti 1:11, Tit 1:3.
English (Strong)
from πίστις; to have faith (in, upon, or with respect to, a person or thing), i.e. credit; by implication, to entrust (especially one's spiritual well-being to Christ): believe(-r), commit (to trust), put in trust with.
English (Thayer)
imperfect ἐπίστευον; future πιστεύσω; 1st aorist ἐπίστευσα; perfect πεπίστευκα; pluperfect (without augment, cf. Winer's Grammar, § 12,9; (Buttmann, 33 (29))) πεπιστεύκειν (πεπίστευμαι; 1st aorist ἐπιστεύθην; (πιστός); the Sept. for הֶאֱמִין; in classical Greek from Aeschyl, Sophocles, Euripides, Thucydides down; to believe, i. e.
1. intransitive, to think to be true; to be persuaded of; to credit, place confidence in;
a. universally: the thing believed being evident from the preceding context, L T Tr WH ὁ for ᾧ), to credit, have confidence, followed by ὅτι, τίνι, to believe one's words, τίνι ὅτι, τῷ ψεύδει, περί τίνος, ὅτι, πιστεύειν is used in the N. T. of "the conviction and trust to which a man is impelled by a certain inner and higher prerogative and law of his soul"; thus it stands α. absolutely to trust in Jesus or in God as able to aid either in obtaining or in doing something: ὅτι, τῷ λόγῳ, ᾧ (ὅν) εἶπεν ὁ Ἰησοῦς, β. of the credence given to God's messengers and their words, with a dative of the person or thing: Μωϋσεῖ ἐπί πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται, to place reliance on etc. ὅτι, John 10:(37),38{a}; τοῖς ἔργοις of Christ, τῇ ἀλήθεια, ἐπιστεύθη τό μαρτύριον, the testimony was believed, Winer's Grammar, § 39,1a.; Buttmann, 175 (152)); τῇ γραφή, ἐν τῷ εὐαγγελίῳ, to put faith in the gospel, Buttmann, 174 (151 f); cf. Winer's Grammar, 213 (200f)) (Ignatius ad Philad. 8,2 [ET] (but see Zahn's note); cf. γ. below)). γ. used especially of the faith by which a man embraces Jesus, i. e. "a conviction, full of joyful trust, that Jesus is the Messiah — the divinely appointed author of eternal salvation in the kingdom of God, conjoined with obedience to Christ": πιστεύω τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ εἶναι Ἰησοῦν Χριστόν, ἐπιστεύθη (was believed on (cf. Winer's Grammar, § 39,1a.; Buttmann, 175 (152))) ἐν κόσμῳ, πιστεύειν εἰς τόν Ἰησοῦν, εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ, etc., is very common; properly, to have a faith directed unto, believing or in faith to give oneself up to, Jesus, etc. (cf. Winer's Grammar, 213 (200f); (Buttmann, 174 (151))): R G L Tr text); R G,R G L); εἰς τό φῶς, εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ, τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, to commit oneself trustfully to the name (see ὄνομα, 2, p. 448a), ἐπ' αὐτόν, ἐπί τόν κύριον, to have a faith directed toward, etc. (see ἐπί, C. I:2g. α., p. 235b (cf. Winer's Grammar, and Buttmann, as above, also Buttmann, § 147,25)): T Tr text WH; L text; ἐπ' αὐτῷ, to build one's faith on, to place one's faith upon (see ἐπί, B. 2a.γ., p. 233 a; Buttmann, as above): ἐν αὐτῷ, to put faith in him, L marginal reading; cf. T Tr WH also (who probably connect ἐν αὐτῷ with the following ἔχῃ; cf. Westcott's Commentary at the passage, Meyer, others)) (cf. πιστεύειν ἐν τίνι means to put confidence in one, to trust one; (cf. β. at the end)); ἐν τούτῳ πιστεύομεν, on this rests our faith (A. V. by this we believe), τῷ κυρίῳ, to (yield faith to) believe (cf. B. 173 (151)): R G L Tr marginal reading; τούτῳ before οὗ in to trust in Christ (God), διά τίνος, through one's agency to be brought to faith, διά Ἰησοῦ εἰς Θεόν, R G Tr marginal reading; διά τῆς χάριτος, διά τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, διά τί, πιστεύω followed by ὅτι with a sentence in which either the nature and dignity of Christ or his blessings are set forth: R G; μοι ὅτι, τί, πιστεύω σωθῆναι, πιστεύειν is used emphatically, of those who acknowledge Jesus as the saviour and devote themselves to him: L adds αὐτῷ); ἐξ ὅλης καρδίας added, with a dative of instrumentality καρδία, οἱ πιστεύοντες, as a substantive: who are on the point of believing, ἐπίστευσα (marking entrance into a state; see βασιλεύω, at the end), I became a believer, a Christian (A. V. believed): ἐπί τόν κύριον (see above), πιστεύσας, ὁ πιστεύσας, οἱ πεπιστευκότες, they that have believed (have become believers): πιστεύω see Westcott on τό πιστεύειν εἰς Χριστόν, the prominent element is the grace of God toward sinners as manifested and pledged (and to be laid hold of by faith) in Jesus, particularly in his death and resurrection, as appears especially in πιστεύειν is used by John of various degrees of faith, from its first beginnings, its incipient stirring within the soul, up to the fullest assurance, (cf. references under the word πίστις, at the end). is applied also to the faith by which one is persuaded that Jesus was raised from the dead, inasmuch as by that fact God declared him to be his Son and the Messiah: πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδία σου ὅτι ὁ Θεός αὐτόν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν σωθήσῃ, Buttmann, § 133,19). Since according to the conception of Christian faith Christ alone is the author of salvation, ὁ πιστεύων repudiates all the various things which aside from Christ are commended as means of salvation (such e. g. as abstinence from flesh and wine), and understands that all things are lawful to him which do not lead him away from Christ; hence, πιστεύει (τίς) φαγεῖν πάντα, hath faith to eat all things or so that he eats all things, Winer's Grammar, § 44,3b.; per contra Buttmann, 273 f (235)). δ. πιστεύειν used in reference to God has various senses: αα. it denotes the mere acknowledgment of his existence: ὅτι ὁ Θεός εἷς ἐστιν, εἰς Θεόν, τῷ Θεῷ, ἐπί τόν Θεόν, τήν ἀγάπην, ἥν ἔχει ὁ Θεός, εἰς τήν μαρτυρίαν, ἥν κτλ., ββ. to trust: τῷ Θεῷ, God promising a thing, κατέναντι); ὅτι, ε. πιστεύειν is used in an ethical sense, of confidence in the goodness of men: ἡ ἀγάπη πιστεύει πάντα, τό πιστεύειν is opposed to ἰδεῖν, ὁρᾶν, ibid. and Theophilus ad Autol. 1,7 at the end), cf. διακρίνεσθαι, ὁμολογεῖν, τίνι τί, to intrust a thing to one, i. e. to his fidelity: ἑαυτόν τίνι, πιστεύομαι τί, to be intrusted with a thing: Ignatius ad Philad. 9 [ET]; examples from secular authors are given in Winer's Grammar, § 39,1a.). On the grammatical construction of the word cf. Buttmann, § 133,4 (and the summaries in Ellicott on Cremer, under the word). It does not occur in Revlation, nor in Philemon, 2 Peter, 2,3John (Cf. the references under the word πίστις, at the end.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. πιστεύγω Ν πιστός
1. έχω πίστη, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή σε κάτι (α. «και λογισμό μη βάνης μπλιο και πίστεψέ μου μένα», Ερωτόκρ.
β. «ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ θεῷ», ΠΔ
γ. «κοὐκ ἄλλου σαφῆ σημεῖ' ἰδοῦσα τῷδε πιστεύω λόγῳ», Αισχύλ.)
2. δέχομαι, παραδέχομαι κάτι ως αληθές («χαλεπὰ παντὶ ἐξῆς τεκμηρίῳ πιστεῦσαι», Θουκ.)
3. εκκλ. τρέφω απέραντη πίστη στον θεό, είμαι πιστός χριστιανός
4. φρ. (στην ΠΔ) «πίστευε και μη ερεύνα» — αυτός που αληθινά πιστεύει στον θεό δεν πρέπει να αμφιβάλλει και συνεπώς δεν πρέπει να αισθάνεται την ανάγκη αποδείξεων σχετικά με τα δογματικά ζητήματα
νεοελλ.
1. δέχομαι κάτι σχετικά με κάποιον («τον πιστεύω ως ικανό να φέρει σε πέρας τη δυσκολότερη αποστολή»)
2. έχω τη γνώμη, νομίζω («πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά»)
3. (το απρόσ. εν. με άρθρο ουδ.) το Πιστεύω
i) εκκλ. το σύμβολο της πίστης
ii) (συν. με άρθρο πληθ. ουδ.) τα πιστεύω
(με περιληπτ. σημ.) το σύνολο τών πεποιθήσεων και τών ιδεών ενός ατόμου («είναι σταθερός στα πολιτικά του πιστεύω»)
4. παροιμ. φρ. «ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν πιστεύει» — λέγεται για να δηλώσει ότι πρέπει κανείς να έχει προσωπική πείρα ενός πράγματος για να μπορέσει να το κατανοήσει
αρχ.
1. παραδέχομαι, συμφωνώ
2. (με ή χωρίς απαρμφ.) είμαι πεπεισμένος, βέβαιος ότι κάτι είναι, θα είναι ή υπήρξε
3. (με δοτ. και απαρμφ.) έχω πεποίθηση σε κάποιον ότι («πιστεύετε τούτοις ἀληθῆ λέγειν», Λυσ.)
4. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον («τῷ ποτέρως παιδὶ φιληθέντι μᾶλλον ἄν τις πιστεύσειεν ἤ χρήματα ἤ τέκνα», Ξεν.)
5. (μέσ. και παθ.) πιστεύομαι
α) θεωρούμαι αξιόπιστος, γίνομαι πιστευτός
β) έχω αμοιβαία εμπιστοσύνη («ἐπιστεύοντο ἅ ἔλεγον», Δημοσθ.)
γ) εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον για την προσωπική μου εξυπηρέτηση
6. φρ. α) «πιστεύω δόξαν» — πιστεύω με πεποίθηση
β) «πιστεύω ποιεῖν» — τολμώ να πράξω κάτι
γ) «πιστεύομαι τι» — μού εμπιστεύονται κάτι.
Greek Monotonic
πιστεύω: μέλ. -εύσω, υπερσ. πεπιστεύκειν (πίστις)·
I. 1. εμπιστεύομαι, στηρίζομαι πάνω ή σε, έχω πίστη, βασίζομαι, πιστεύω σ' ένα πρόσωπο ή πράγμα, με δοτ., πιστεύω τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· με ουδ. επίθ., λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε, πίστεψε αυτά εδώ τα λόγια μου, σε Ευρ.· έπειτα, πιστεύω εἰς Θεόν, πιστεύω στον Θεό, σε Καινή Διαθήκη· πιστεύω ἐπὶ τὸν Κύριον, στον ίδ.· απόλ. πιστεύω, θεωρώ, παραδέχομαι ως αληθές, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., πιστεύομαι, θεωρούμαι πιστευτός, σε Πλάτ.· πιστεύεσθαι ὑπό τινος, απολαμβάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, σε Ξεν.· πιστεύομαι παρά τινι, πρός τινα, σε Δημ.· ὡς πιστευθησόμενος, σαν να επρόκειτο να γίνει πιστευτός, στον ίδ. — Μέσ., πιστεύω αμοιβαία, στον ίδ.
2. συμφωνώ, σε Σοφ.
3. με απαρ., πιστεύω ότι, αισθάνομαι σίγουρος ή πεπεισμένος ότι ένα πράγμα είναι, θα είναι, έχει υπάρξει, σε Ευρ. κ.λπ.· πιστεύω ποιεῖν, τολμώ να κάνω ένα πράγμα, σε Δημ. — Παθ., πιστεύομαι ἀληθεύσειν, θεωρούμαι ότι είναι πιθανόν να λέω την αλήθεια, σε Ξεν.
4. με δοτ. και απαρ., τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν, σ' αυτούς που πίστευε ότι θα τηρούσαν σιγή, στην εχεμύθεια αυτών που είχε εμπιστοσύνη, σε Ηρόδ.
5. πιστεύω, έχω πίστη, σε Καινή Διαθήκη
II. πιστεύω τί τινι, εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον άλλο, σε Ξεν. κ.λπ. — Παθ., πιστεύομαί τι, μου έχει ανατεθεί εμπιστευτικά κάτι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πιστεύω:
1) верить, доверять(ся) (θεῶν θεοφάτοισιν Aesch.; λόγοις Eur., Plut.; τῇ ἀκοῇ, ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν NT): π. τι ἀληθὲς εἶναι Plat. верить в истинность чего-л.; ἄξιος πιστεύεσθαι Plat. заслуживающий доверия; ἐπιστευόμην ὑπὸ Λακεδαιμονίων Xen. я пользовался доверием у лакедемонян; παρὰ Διὸς αὐτοῖς οἱ νόμοι πεπιστευμένοι ἦσαν γεγονέναι Plat. у них (т. е. критян) верили, что их законы произошли от Зевса;
2) вверять, поручать (τὸν ἑαυτοῦ βίον τινί Men.): τὴν ἀρχην πεπιστευμένος Plat. облеченный высшей властью: πιστευθῆναί τι или τινος παρά или ὑπό τινος Polyb. быть поставленным во главе чего-л. кем-л.;
3) верить, вверять (τῷ θεῷ и εἰς τὸν θεόν, ἐν τῷ εὐαγγελίῳ NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιστεύω [πιστός] vertrouwen (op); met dat..; οὔτε ἐπίστευσαν σφίσιν αὐτοῖς evenmin vertrouwden zij op zichzelf Thuc. 3.5.2; met dat. en acc. v. h. inw. obj.. μεγάλα πιστεύσαντ’ ἐμοί in mij in belangrijke zaken vertrouwen gesteld hebbend Soph. Tr. 1228; πιστευθεὶς ὡς δημοτικὸς ὤν vertrouwd als vriend van het volk Aristot. Pol. 1305a28. geloven in; met dat..; θεῶν... θεσφάτοισιν in de uitspraken van de goden Aeschl. Pers. 800; met acc. n..; πίστευσον... τάδε hecht hier geloof aan Soph. OT 646; later met prep. geloven in (de werkelijkheid van iets):; εἰς τὸν Θεόν in God NT Io. 16.1; ἐν τῷ εὐαγγελίῳ in het evangelie NT Marc. 1.15; ἐπὶ τὸν Κύριον in de Heer NT Act. Ap. 9.42; abs.. οἱ πιστεύοντες de gelovigen NT Rom. 3.22; οἱ πιστεύσαντες die tot geloof zijn gekomen NT Act. Ap. 2.44; οἱ πεπιστευκότες de trouwe gelovigen NT Act. Ap. 19.18. geloven (dat iets waar is), erop vertrouwen (dat); met inf..; πιστεύων δὲ ὀρθῶς γιγνώσκειν περὶ τοῦ μὴ ἐξιέναι overtuigd dat zijn visie om niet uit te rukken, juist was Thuc. 2.22.1; met inf. fut..; διὰ τὸ αἰσχρὸν δὴ βοηθήσειν ὑμῖν πιστεύετε αὐτούς jullie vertrouwen erop dat zij uit eergevoel jullie te hulp zullen komen Thuc. 5.105.3; οὐδ’ ἂν τούτοις ἐπίστευον ἐμμόνοις ἔσεσθαι ik zou er niet op vertrouwen dat deze mannen betrouwbaar zijn Xen. Cyr. 3.3.55; πιστευθεὶς ἀληθεύσειν ἃ ἔλεγες omdat men geloofde dat jij zou waarmaken wat jij zei Xen. An. 7.7.25; met inf. aor..; ἐπίστευε μηδὲν ἂν παρὰ τὰς σπονδὰς παθεῖν men geloofde dat men niets dat in strijd met het verdrag was, mee zou maken Xen. An. 1.9.8; met ὅτι:. ὅτι σοι δόξει ἀποδοῦναι πιστεύω ik vertrouw erop dat jij zult besluiten te betalen Xen. An. 7.7.47. toevertrouwen, met dat. en acc.: μειρακίῳ ἀνοήτῳ πιστεύσας τὸ ἅρμα door aan een domme jongen de wagen toe te vertrouwen Luc. 79.24.1.
Middle Liddell
πίστις
I. to trust, trust to or in, put faith in, rely on, believe in a person or thing, c. dat., π. τινί Hdt., attic; with neut. adj., λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε believe my words herein, Eur.:—later, π. εἰς Θεόν to believe on or in God, NTest.; π. ἐπὶ τὸν Κύριον NTest.:—absol. to believe, Hdt., Thuc.:—Pass. to be trusted or believed, Plat.; πιστεύεσθαι ὑπό τινος to enjoy his confidence, Xen.; π. παρά τινι, πρός τινα Dem.; ὡς πιστευθησόμενος as if he would be believed, Dem.:—Mid. to believe mutually, Dem.
2. to comply, Soph.
3. c. inf. to believe that, feel sure or confident that a thing is, will be, has been, Eur., etc.; π. ποιεῖν to dare to do a thing, Dem.:—Pass., πιστεύομαι ἀληθεύσειν I am believed likely to speak truth, Xen.
4. c. dat. et inf., τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν to whom he trusted that they would keep silence, in whose secresy he confided, Hdt.
5. to believe, have faith, NTest.
II. π. τί τινι to entrust something to another, Xen., etc.:—Pass., πιστεύομαί τι I am entrusted with a thing, have it committed to me, Xen.
Chinese
原文音譯:pisteÚw 披士跳哦
詞類次數:動詞(248)
原文字根:相信 相當於: (אָמַן) (בָּטוּחַ / בָּטַח)
字義溯源:相信,信,信入,信的人,使相信,信賴,信任,信從,真,確信,詫,交託,信託,託付;源自(πίστις)=信);而 (πίστις)出自(ἐπισείω / πείθω)*=說服)。信,在新約中是一個頂重要的字。我們得救是本乎恩因著信,接著就在信中行事為人,所以就稱為信徒。信,乃是人對神的話說阿們,就是接受主耶穌是基督,是神的兒子。信,乃是人和神的關係之溫度表。信,是神賜給人極大的禮物,我們可以我們憑著信,可將一切屬靈事物,成為我們的實際。相信(編號 (πιστεύω)動詞),在新約用了245次,而約翰福音用了99次,佔百分之四十。可是,信(編號 (πίστις)名詞),新約用了242次,而約翰福音卻一次都沒有用。這個不平常的事實,值得我們好好去揣摩。參讀 (ἀναπείθω)同義字
同源字:1) (ἀπιστέω)不相信 2) (ὀλιγόπιστος)不肯信的 3) (ἐπισείω / πείθω)說服 4) (πιστεύω)相信 5) (πιστικός)可信靠的 6) (πίστις)信服 7) (πιστός)可信賴的 8) (πιστόω)確信
出現次數:總共(246);太(11);可(15);路(9);約(99);徒(39);羅(21);林前(9);林後(2);加(5);弗(2);腓(1);帖前(5);帖後(4);提前(3);提後(1);多(2);來(2);雅(3);彼前(3);約壹(9);猶(1)
譯字彙編:
1) 信(92) 太21:32; 太21:32; 可1:15; 可5:36; 可9:23; 可9:42; 可11:23; 可16:13; 可16:16; 路8:50; 約1:12; 約3:15; 約3:16; 約3:18; 約4:39; 約4:50; 約5:24; 約5:44; 約5:47; 約6:29; 約6:30; 約6:35; 約6:36; 約6:40; 約6:64; 約7:5; 約7:38; 約7:39; 約7:48; 約8:30; 約8:46; 約9:18; 約10:26; 約11:25; 約11:26; 約11:27; 約11:45; 約12:36; 約12:38; 約12:39; 約12:42; 約12:44; 約12:44; 約12:46; 約14:11; 約14:12; 約17:8; 約17:20; 約20:27; 徒9:26; 徒9:42; 徒10:43; 徒11:21; 徒15:7; 徒19:4; 徒22:19; 徒24:14; 羅3:22; 羅4:3; 羅4:5; 羅4:11; 羅4:24; 羅6:8; 羅9:33; 羅10:4; 羅10:9; 羅10:11; 羅10:14; 羅10:16; 羅14:2; 羅15:13; 加3:6; 加3:8; 弗1:13; 腓1:29; 帖前1:7; 帖後2:12; 提前1:16; 提前3:16; 來11:6; 雅2:19; 雅2:19; 雅2:23; 彼前1:8; 彼前2:6; 彼前2:7; 約壹5:1; 約壹5:5; 約壹5:10; 約壹5:10; 約壹5:10; 約壹5:13;
2) 你們⋯信(21) 太21:25; 太21:32; 太24:23; 太24:26; 可11:31; 可13:21; 路20:5; 路24:25; 約3:12; 約4:48; 約5:38; 約5:46; 約5:47; 約8:24; 約8:45; 約10:25; 約10:38; 約13:19; 約14:10; 徒13:41; 約壹4:1;
3) 信的人(15) 可9:23; 可16:17; 約20:31; 徒2:44; 徒21:20; 羅1:16; 林前1:21; 林前14:22; 林前14:22; 加3:22; 弗1:19; 帖前2:10; 帖前2:13; 帖後1:10; 猶1:5;
4) 信了(10) 可15:32; 約2:22; 約16:27; 約20:8; 徒4:4; 徒8:13; 徒13:48; 徒16:34; 徒17:12; 徒18:8;
5) 信的(8) 太21:22; 約3:18; 約6:47; 約6:64; 約20:29; 徒4:32; 徒13:39; 徒14:1;
6) 你們信(6) 太9:28; 可11:24; 約11:15; 約14:1; 約20:31; 林前3:5;
7) 我信(5) 可9:24; 約9:36; 約9:38; 徒8:37; 徒27:25;
8) 我們信(5) 約4:42; 約16:30; 徒11:17; 徒15:11; 羅13:11;
9) 就信了(4) 約4:41; 約20:29; 徒13:12; 徒17:34;
10) 他們⋯信(4) 可16:14; 約12:37; 約16:9; 徒14:23;
11) 我們⋯信(3) 太27:42; 林後4:13; 帖前4:14;
12) 當信(3) 約10:38; 約14:1; 徒16:31;
13) 信⋯了(3) 約2:11; 約7:31; 約12:11;
14) 你⋯信(3) 路1:20; 約11:40; 徒8:37;
15) 就信(3) 約2:23; 約10:42; 徒18:8;
16) 可以信(3) 約1:7; 約17:21; 約19:35;
17) 信⋯的(3) 太18:6; 約3:36; 約8:31;
18) 相信(3) 路8:13; 羅10:10; 林前13:7;
19) 已信的(3) 徒15:5; 徒19:18; 徒21:25;
20) 已信(2) 加2:16; 多3:8;
21) 他們信了(2) 路8:12; 徒8:12;
22) 託付(2) 路16:11; 提前1:11;
23) 你們就⋯必信(1) 約10:37;
24) 信⋯麼(1) 約9:35;
25) 已相信(1) 約壹4:16;
26) 你們⋯相信(1) 路22:67;
27) 他⋯信(1) 約3:18;
28) 我⋯相信(1) 林前11:18;
29) 你們⋯信了(1) 林前15:11;
30) 你們⋯相信了(1) 林前15:2;
31) 我⋯受託(1) 加2:7;
32) 我⋯所信的(1) 提後1:12;
33) 我們⋯已信的人(1) 來4:3;
34) 我們要信(1) 約壹3:23;
35) 我已受了⋯的託付(1) 林前9:17;
36) 你們⋯可以信(1) 約14:29;
37) 我⋯信(1) 約20:25;
38) 信⋯的人(1) 徒5:14;
39) 你⋯信的(1) 徒26:27;
40) 你信⋯麼(1) 約11:26;
41) 所信的(1) 羅4:17;
42) 已信了(1) 約6:69;
43) 必信(1) 約5:46;
44) 他們信(1) 約11:42;
45) 要信(1) 約11:48;
46) 你們當信(1) 約14:11;
47) 都信了(1) 約4:53;
48) 你當信(1) 約4:21;
49) 相信的女子(1) 路1:45;
50) 你就信麼(1) 約1:50;
51) 信託(1) 約2:24;
52) 能信(1) 約3:12;
53) 你們信麼(1) 約16:31;
54) 已信的人(1) 徒18:27;
55) 『我信了(1) 林後4:13;
56) 受託付(1) 帖前2:4;
57) 你們也信了(1) 帖後1:10;
58) 信從(1) 帖後2:11;
59) 曾信(1) 羅10:14;
60) 因信(1) 羅4:18;
61) 你們信的時候(1) 徒19:2;
62) 你信(1) 徒26:27;
63) 交託(1) 羅3:2;
64) 你所信的(1) 太8:13;
65) 交託了(1) 多1:3
English (Woodhouse)
believe, intrust, trust, base one's confidence on, be certain, be confident, be convinced, be positive, be sure, calculate on, confide in, count on, reckon on, trust to