ἀναγκαῖος
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ἀναγκαία, ἀναγκαῖον, in Att. also ἀναγκαῖος, ἀναγκαῖον Th.1.2, Pl.R.554a, etc.:
A of force, with force, or by force:
I Act., constraining, applying force, μῦθος ἀναγκαῖος = a word of force, Od.17.399; χρειὼ ἀναγκαῖος = urgent necessity, Il.8.57; ἦμαρ ἀναγκαῖον day of constraint, i.e. life of slavery, 16.836; ἀναγκαῖα τύχη = a doom imposed by fate, or fateful chance, S.Aj.485, cf. 803 (but, fatal chance, Id.El.48); πᾶν γὰρ ἀ. χρῆμ' ἀνιηρὸν ἔφυ Thgn.472, cf. 297, E.Or.230; τῆς ἀρχῆς τῷ ἀναγκαίῳ παροξυνομένους = by the compulsory nature of our rule, Th.5.99; δεσμὸς ἀναγκαῖος Theoc.24.33; ἐξ ἀναγκαίου = under stress of circumstances, Th.7.60.
2 forcible, cogent, πειθώ Pl.Sph.265d; ἀποδείξεις Ti.40e; διαλλακτὰς πολὺ τῶν ἐμῶν λόγων ἀναγκαιοτέρους Th.4.60; τὰ ἀναγκαιότερα τῶν ἀντιγράφων = the more authoritative copies, Sch.S. OC390.
II Pass., constrained, forced, twice in Od., πολεμισταὶ ἀναγκαῖοι = soldiers perforce, Od.24.499; so δμῶες ἀ. ib.210 (where however Eust. expl. it χρειώδεις trusty, serviceable, v. infr. 6).
2 necessary (physically or morally), οὐκ ἀναγκαῖον = unnecessary (on its diff. senses in philosophy v. Arist.Metaph. 1015a20ff.), ἀναγκαῖον [ἐστί] = it is necessary to... S.Ph.1317, etc.; γίνεταί μοι ἀναγκαιότατον, c. inf., Hdt.3.65; ἀναγκαῖον κακόν = a necessary evil, Men.651, cf. Hybreasap.Str.14.2.24: also c. inf., ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι διὰ μακρῶν τοὺς λόγους ποιεῖσθαι Pl.Grg. 449b; ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην εἶναι τρέπεσθαι Sph.242b; [μαθήματα] ἀναγκαῖα προμεμαθηκέναι = necessary for us to have learnt them before, Lg.643c.
3 τὰ ἀναγκαῖα = necessaries of life, Antipho 4.1.2, Pl.Lg.848a; τὰ ἀναγκαῖα τοῦ βίου Isoc.4.40; ἀ. τροφή Th.1.2.
b τὰ ἀναγκαῖα = things necessary to be done, X.Mem.1.1.6; τὰ ἐκ θεοῦ ἀναγκαῖα = the appointed order of things, HG 1.7.33; θεῶν ἀναγκαῖον τόδε E.Hec.584 codd.: τὸ ἀναγκαῖον, = ἀνάγκη, Arist. Ph.200a31.
4 indispensable, i. e. a bare minimum, freq. in Sup., τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος = the least height that was absolutely necessary, Th.1.90; ἡ ἀναγκαιοτάτη πόλις = the least that could be called a city, Pl.R.369d; ἐκ τεττάρων ἀναγκαιοτάτων συγκεῖσθαι πόλιν Arist.Pol. 1291a12; αὐτὰ τἀναγκαιότατ' εἰπεῖν = give a bare outline of the facts, D.18.126, cf. 168; ἡ ἀναγκαία συγγένεια = the most distant degree of kinship recognized by law, 44.26: less freq. in Posit., οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐξικέσθαι Th.1.70: hence, scanty, makeshift, παρασκευή 6.37.
5 of persons, connected by necessary or natural ties, i. e. related by blood, Antipho 1.4, Pl.R.574b; ἀ. δόμοις E.Alc.533; οἱ ἀναγκαῖοι = kinsfolk, X.An.2.4.1; ἀναγκαῖοι φίλοι E.Andr.671; συγγενεῖς καὶ ἀναγκαῖοι ἄνθρωποι D.19.290; τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ καὶ ἀ. φίλους Act.Ap.10.24, cf. PFlor.2.142.2 (iii A. D.).
6 Astrol., efficacious, Vett.Val.63.1 (Comp.): ἀναγκαῖα γραμμή = line of fate, Cat.Cod.Astr.7.238.
7 costly, ὄξος POxy.1870 (v A. D.); ἐσθής Suid. s.v. βεστιάριον.
III Adv. ἀναγκαίως = of necessity, perforce, ἀναγκαίως ἔχει = it must be so, Hdt.1.89, A.Ch.239, S.Tr.723, Pl. Phd.91e, etc.; ἀναγκαίως ἔχει μοι ποιέειν ταῦτα Hdt.8.140.ά, al.; ἀναγκαίως φέρειν, opp. ἀνδρείως, Th.2.64; as best might be, Pl. Ti.69d.
2 γελοίως καὶ ἀναγκαίως λέγειν = in a narrow sense (cf. ΙΙ.4, but prob. with play on ΙΙΙ.1), Id.R.527a; πτωχῶς μέν, ἀλλ' ἀναγκαίως Babr.55.2:—Sup. ἀναγκαιότατα, λέγεις Pl.Phlb.40c.
3 strictly, κελεύειν OGI669.41 (i A. D.).
IV οἱ ἀναγκαῖοι τόποι = privy parts, Vett.Val.113.9.
V ἀναγκαῖον, τό, v. sub v.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον Th.1.2, Pl.R.554a, Lg.848a; v. bajo C]
A sent. pas.
I de pers. forzado, obligado πολεμισταί Od.24.499, δμῶες Od.24.210.
II 1necesario, imprescindible τροφή Th.1.2, Pl.Lg.848a, Plb.15.31.5, παρασκευή Th.6.37, αἴσθησις Arist.de An.414a3, ἀσφάλεια Plu.2.984c, πόνος Plu.2.793f, τὰ ... μέλη τοῦ σώματος ... ἀναγκαῖά ἐστιν 1Ep.Cor.12.22, ἀναγκαῖον κακόν mal necesario Men.Fr.652
•necesario, útil op. τὸ καλόν: ὡς τῶν ἀναγκαίων τε χάριν πᾶσαν πόλιν συνεστηκυῖαν, ἀλλ' οὐ τοῦ καλοῦ μᾶλλον Arist.Pol.1291a17, ἔργα Arist.Pol.1255b28, τὰ μὲν γὰρ ἀναγκαῖα συνεβούλευε X.Mem.1.1.6, πάντων ἀναγκαιότατον ἡ κωμῳδία la comedia resulta la forma más útil Scymn.1
•esp. en constr. impers. c. inf. ἔστ' ἀναγκαῖον es forzoso, obligado S.Ph.1317, Plb.1.3.8, γίνεταί μοι ἀναγκαιότατον Hdt.3.65
•importante ὅ μοι πάντων ἐστὶν ἀναγκαιότερον que es lo más importante para mí, BGU 332.4, cf. PHib.82.11 (III a.C.), (μαθήματα) ἀναγκαῖα προμεμαθηκέναι (conocimientos) que es necesario haber aprendido de antemano Pl.Lg.643c, οὐκ ἀ. ... διὰ ζωγραφίας ὑποδεικνύναι Apollon.Cit.1.2.
2 en sent. lógico necesario, que sigue necesariamente (συλλογίζεσθαι) τὰ δ' ἀναγκαῖα ἐξ ἀναγκαίων Arist.Rh.1357a29, cf. Metaph.1015a20, ἀναγκαῖον μὲν γὰρ τὸ ἀεὶ ἀληθές Chrysipp.Stoic.2.279
•convincente ἀποδείξεις Pl.Ti.40e, cf. Th.4.60.
III 1indispensable, preciso, mínimo οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐξικέσθαι Th.1.70
•esp. en sup. minimum τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος Th.1.90, ἀναγκαιοτάτη συγγένεια el grado mínimo de parentesco D.44.26
•ἀναγκαῖα lo mínimamente necesario Lys.31.18, cf. Isoc.4.40, ἡ ἀναγκαιοτάτη πόλις la ciudad mínima e.d. lo que en último lugar pudiera llamarse ciudad Pl.R.369d
•subst. elemento indispensable ἐκ τεττάρων τῶν ἀναγκαιοτάτων πόλιν συγκεῖσθαι Arist.Pol.1291a12
•obligado, mínimo aceptable ἀναγκαῖα δέ μοι ἐκ τῶν παρόντων D.50.38
•c. verb. de hablar o decir τἀναγκαιότατ' εἰπεῖν decir lo estrictamente imprescindible D.18.126
•de aquí del estilo conciso de Sófocles οὐ περιττὸς ἐν τοῖς λόγοις, ἀλλ' ἀ. D.H.Imit.6.2p.206, de Licurgo, D.H.Imit.6.5 p.212.
•indispensable, conciso sup. τὰ ἀναγκαιότατα τῶν λόγων Sch.E.Ph.494.
2 costoso ὄξος POxy.1870.12 (V a.C.), λίθοι Pall.H.Laus.6.5, ἐσθής Sud.s.u. βεστιάριον.
3 íntimo en plu. τόποι Vett.Val.113.9, Poet.de Herb.89, Athenag.Leg.22.6.
IV 1de familiares que está obligado por lazos de sangre, pariente consanguíneo, deudo Antipho 1.4, Pl.R.574b, ἀναγκαία δόμοις E.Alc.533, οἱ ἄλλοι ἀναγκαῖοι parientes, parentela X.An.2.4.1, cf. Plu.2.119c.
2 de amigos próximo, íntimo, allegado φίλοι E.Andr.671, Act.Ap.10.24, D.Chr.3.120, POsl.60.5 (II a.C.), PBremen 50.5 (II a.C.), ἄνθρωποι D.19.290
•cliente del emperador romano IG 22.4216 (Eleusis III a.C.).
B en sent. act. gener. de abstr. y n. de acción
1 que fuerza, que obliga, que somete, perentorio, apremiante μῦθος Od.17.399, χρειώ Il.8.57, Sol.24.10, πειθώ Pl.Sph.265d
•fatal τύχη S.El.48, Ai.485, E.IA 511, ἦμαρ ἀ. día del sometimiento, de la esclavitud, Il.16.836, τοὺς ... τῆς ἀρχῆς τῷ ἀναγκαίῳ παροξυνομένους los irritados por el carácter obligado de nuestro imperio Th.5.99
•apremiante χρειᾶν ... ἀναγκαιᾶν ICr.1.22.4C.10 (Olunte III/II a.C.), graf. ἀναγκέαν χρίαν SB 10810.2 (VI a.C.), καιροὶ ἀ. tiempos muy difíciles, ISestos 1.24 (II a.C.), PGrenf.1.42.5 (II a.C.)
•ἐξ ἀναγκαίου a la fuerza Th.7.60
•forzado, violento γυμνάσια op. κουφότερα Arist.Pol.1339a4
•subst. abstr. τὸ ἀναγκαῖον lo necesario ἔστι δὲ τὸ ἀ. ἔν τε τοῖς μαθήμασι καὶ ἐν τοῖς κατὰ φύσιν Arist.Ph.200a15, cf. 31.
2 forzoso, obligatorio, impuesto, inevitable πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον χρῆμ' ἀνιηρὸν ἔφυ pues toda imposición es odiosa Thgn.472, ἐπίμειξις Thgn.297, cf. E.Or.230, δεσμός Theoc.24.33, τὰ ἐκ τοῦ θεοῦ ἀναγκαῖα cosas forzosas impuestas por la divinidad X.HG 1.7.33, cf. Vett.Val.63.1
•γραμμὴ ἀ. línea del destino, Cat.Cod.Astr.7.238
•ἀναγκαία ἀγορά plaza ordinaria o mercado op. a la dedicada al ocio, Arist.Pol.1331b11
•ἀναγκαία φύσις naturaleza material op. κατὰ τὸν λόγον φύσις ‘naturaleza racional’, Arist.PA 663b22.
3 que exige c. inf. ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι διὰ μακρῶν τοὺς λόγους ποιεῖσθαι Pl.Grg.449b.
4 en crít. text., compar. de más autoridad, mejor ἐν τοῖς ἀναγκαιοτέροις τῶν ἀντιγράφων Sch.S.OC 390.
C como subst.
I τὸ ἀναγκαῖον [beoc. ἀνάκαιον Sud., EM 98.30G, tb. ἀνάκειον X.HG 5.4.8, 14, EM 98.32G.]
1 lugar de detención, prisión X.ll.cc., Sud., EM l.c.
2 vergüenzas, partes pudendas sg. Artem.1.45, Eust.1968.39, plu. Cat.Cod.Astr.8(4).133.
3 copa en la que se ha de beber obligatoriamente Plaut.Rud.363, Varro en Nonius Marcellus 547.27.
4 retrete, Gloss.3.457.
II masc. plu. οἱ ἀναγκαῖοι consejeros tít. honorífico en las cortes helenísticas OGI 315.49, 763.31.
D adv. ἀναγκαίως
1 forzosamente, necesariamente ἀ. ἔχειν Hdt.1.89, A.Ch.239, S.Tr.723, E.Cyc.32, Pl.Phd.91e, R.618b, BGU 451.8 (I/II a.C.)
•a la fuerza φέρειν Th.2.64, πτωχῶς μέν, ἀλλ' ἀναγκαίως Babr.55.2, cf. PIFAO 2.18.7 (III/IV a.C.)
•estrictamente κελεύειν OGI 669.41 (I a.C.).
2 ἀ. λέγειν hablar de manera forzada Pl.R.527a.
German (Pape)
[Seite 183] bei den Attikern oft auch 2 End., Thuc. 1, 2; Plat. Rep. VIII, 559 a u. sonst; 1) zwingend, nöthigend, χρειοῖ ἀναγκαίῃ, aus dringender Noth, Il. 8, 57; μῦθος ἀν., ein Machtspruch, dem man gehorchen muß, Od. 17, 399; ἦμαρ ἀν., = δούλιον, der Zwingtag, der Freie zu Knechten macht, Il. 16, 836, wie bei Soph. Ai. 480 τύχη ἀναγκαία, das Sklavenloos; vgl. Eur. I. A. 511; λόγοι El. 293; πειθώ, d. i. unwiderstehliche Überredung, Plat. Soph. 265 d; δεσμὸς ἀν., hemmende Fessel, Theocr. 24, 33; χαλινός Tryph. 97; τὸ ἀναγκαῖον, das Gefängniß, Xen. Hell. 5, 4, 18, welches die alten Gramm. als Eigenthümlich Keit. bemerken. – 2) gezwungen, Hom. Od. 24, 210 δμῶες ἀναγκαῖοι, wo jedoch Einige χρειώδεις: nützliche, unentbehrliche erklärten, s. Scholl.; 24, 499 ἀναγκαῖοι πολεμισταί, wo beide Erklärungen in den Scholl. wiederkehren; auch aw unangenehm, peinlich, Theogn. 291. 464. – 3) physische Verbindlichkeit in sich schließend, nothwendig, τὰ ἀναγκαῖα, Naturbedürfnisse, wie Schlaf, Nahrung, Ausleerungen, Xen. Cyr. 8, 8, 11; ἰέναι ἐπὶ τὰ ἀν. 1, 6, 36; τροφὴ ἀν. Plat. Legg. VIII, 848 a; τὰ ἀν., das nach einer Schicksalsnothwendigkeit gewiß Geschehende, Xen. Mem. 1, 1, 6, im Gegensatz von ἄδηλα, ὅπως ἂν ἀποβήσοιτο; τὰ ἐκ θεοῦ ἀναγκαῖα, die von Gott bestimmte Ordnung der Dinge, Naturnothwendigkeit, Hell. 1, 7, 10; θάνατος πᾶσι κοινὸς καὶ ἀναγκαῖος An. 3, 1, 43. Dah. unentbehrlich, μαθήματα Plat. Legg. I, 643 c; πόσεις Xen. Lac. 5, 4; auch = αἰδοῖον, Artemid. 1, 45; τὸ ἀν., die Noth, Thuc. 5, 99; ὅπλισις, nothdürftige Bewaffnung, 5, 8, wie ἀπομάχεσθαι ἐκ τοῦ ἀναγκαιοτάτου ὕψους 1, 90; ἡ πόλις ἀναγκαιοτάτη εἴη ἂν ἐκ τεττάρων ἢ πέντε ἀνδρῶν, die nothdürftigste Stadt, Plat. Rep. II, 369 d. Häufig ἀναγκαῖόν ἐστι, es ist durchaus nothwendig, mit darauf folgendem inf., wofür auch Plat. Soph. 242 b τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῖν εἶναι τρέπεσθαι, es sei nothwendig, daß wir diesen Weg einschlagen; vgl. Legg. I, 643 c. – 4) blutsverwandt, wie necessarius, μήτηρ, πατήρ, Plat. Rep. IX, 574 b u. sonst; vgl. Philem. Stob. Fl. 108, 33. – Adv. ἀναγκαίως, nothwendiger Weise, ἀναγκαίως μοι ἔχει οὕτω ποιεῖν, ich muß so handeln, Her. 8, 140, vgl. 1, 89; ἀναγκαίως ἔχει, es ist nothwendig, Aesch. Ch. 237; Soph. Tr. 270; Eur. Herc. Fur. 859; Her. 1, 89. 8, 140; ἀν. ἔχω Lys. 6, 35. Einen compar. ἀναγκαιέστερον hat Epicharm. bei Eust. Od. 1441, 15.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
I. 1 qui contraint : μῦθος ἀναγκαῖος OD parole de contrainte ; χρειὼ ἀναγκαῖος IL nécessité urgente ; ἀναγκαῖον ἦμαρ IL le jour de la servitude ; ἀναγκαία τύχη la nécessité, la force, la captivité, la servitude ; τὸ ἀναγκαῖον maison de force, prison;
2 nécessaire : ἀναγκαῖόν ἐστι avec l'inf. il est nécessaire de ; τὰ ἀναγκαῖα τοῦ βίου, abs. τὰ ἀναγκαῖα les besoins de la vie (nourriture, sommeil, etc.) ou la nécessité des choses ; indispensable ; τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος THC la hauteur strictement nécessaire;
3 parent par le sang;
II. contraint, forcé.
Étymologie: ἀνάγκη.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγκαῖος: II ὁ преимущ. pl. родственник Xen., Dem.
и
1 повелительный, властный (μῦθος Hom.): χρειοῖ ἀναγκαίῃ Hom. в силу настоятельной необходимости; πειθὼ ἀναγκαία Plat. неотразимый (убедительиый) довод;
2 неизбежный, неотвратимый, неминуемый (λόγοι ἀτερπεῖς, ἀλλ᾽ ἀναγκαῖοι Eur.; τύχη Soph., Eur.; θάνατος Xen.);
3 необходимый, нужный (τροφή, μαθήματα Plat.): αἱ οὐκ ἀναγκαῖαι πόσεις Xen. излишние напитки; τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην τρέπεσθαι Plat. пойти по пути, которого никак не миновать; τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος Thuc. совершенно необходимая, т. е. минимально достаточная (для обороны) высота; ἡ πὀλις ἀναγκαιοτάτη Plat. минимальный по своим размерам город;
4 вынужденный (ἀναγκαίῳ τινὶ τρύπῳ Plut.);
5 подневольный, рабский (πολεμισταί Hom.): ἦμαρ ἀναγκαῖον Hom. день порабощения;
6 родственный, родной (μήτηρ Plat.; συγγενεῖς καὶ ἀναγκαῖοι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγκαῖος: -α, -ον, παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως ος, ον, Θουκ. 1. 2., Πλάτ. Πολ. 554Α, κτλ.: (ἀνάγκη) ὁ ἐξ ἀνάγκης ἢ διὰ τῆς βίας ὢν ἢ γιγνόμενος. Ι. ἐνεργ. ὁ ἀναγκάζων, ὁ ἐπιβάλλων βίαν, μύθῳ ἀναγκαίῳ, «ἤγουν ἀναγκαστικῷ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 399· χρειοῖ ἀναγκαίη, «διὰ χρείαν ἐπείγουσαν,» (Σχόλ.) Ἰλ. Θ. 57 · ἦμαρ ἀναγκ., ὡς τὸ δούλιον ἦμαρ, ἡ ἡμέρα τῆς βίας, τοῦ ἐξαναγκασμοῦ, ὃ ἔ. βίος δουλείας (οὐχὶ ὥς τινες ἑρμηνεύουσι, θανάτου), ΙΙ. 836· οὕτως, ἀναγκαία τύχη, ἡ τύχη, ὁ κλῆρος τῆς δουλείας, Σοφ. Αἴ. 485, (ἀλλ’ αὐτόθι 803, ἡ αὐτὴ φράσις σημαίνει κατεπείγουσαν ἀνάγκην, καὶ ἐν Ἠλ. 48, βίαιον θάνατον)· τῆς ἀρχῆς τῷ ἀναγκαίῳ παροξυνομένους, ἐκ τοῦ καταναγκαστικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἀρχῆς (τῆς διοικήσεως ἢ τῆς ἡγεμονίας) ἡμῶν, Θουκ. 5, 99· δεσμὸς ἀν. Θεοκρ. 24. 33· ἐξ ἀναγκαίου, ἐξ ἀνάγκης, Θουκ. 7. 60. 2) πειστικός, ἰσχυρός, πειθὼ Πλάτ. Σοφ. 265D· ἀποδείξεις ὁ αὐτ. Τίμ. 40Ε· διαλλακτὰς πολὺ τῶν ἐμῶν λόγων ἀναγκαιοτέρους Θουκ. 4. 60. ΙΙ. Παθ., ἐξηναγκασμένος, πεισθείς, πολεμισταὶ ἀναγκ., στρατιῶται διὰ τῆς βίας (θέλοντες ἢ μὴ θέλοντες), Ὀδ. Ω. 498· οὕτω, δμῶες ἀναγκ. αὐτόθι 210 (ἔνθα ὅμως ὁ Εὐστ. ἑρμηνεύει χρειώδεις, ἀξιόπιστοι, χρήσιμοι, ἴδε κατωτέρ. 6): - οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἐπὶ παθ. ἐννοίας. 2) λυπηρός, ἀνιαρός, Θεογν. 297, 472. 3) ἀναγκαῖος (φυσικῶς ἢ ἠθικῶς), οὐκ ἀναγκ., μὴ ἀναγκαῖος· συχν. παρ’ Ἀττ. (περὶ τῶν διαφόρων τῆς λέξεως σημασιῶν ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ ἴδε Ἀριστ. Μεταφ. 4. 5, καὶ πρβλ. τὸ οὐσ. ἀνάγκη Ι. 2. γ), ἀναγκαῖόν [ἐστι], ὡς τὸ ἀνάγκη ἐστί, εἶναι ἀνάγκη νά..., Σοφ. Φ. 1317, κτλ.· γίνεταί μοι ἀναγκαιότατον, μετ’ ἀπαρ., Ἡροδ. 3. 65· - ἀλλ’ ὡσαύτως ἐν χρήσει, ὡς τὸ δίκαιός εἰμι, μ. ἀπαρ., ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι ποιεῖσθαι, εἶναι ἀναγκαῖαι ἢ ἀνάγκη νὰ γίνωνται, Πλάτ. Γοργ. 449Β· ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην εἶναι τρέπεσθαι ὁ αὐτ. Σοφ. 242Β· τῶν μαθημάτων ὅσα ἀναγκαῖα προμεμαθηκέναι προμανθάνειν, ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα εἰς ἡμᾶς νὰ τὰ ἔχωμεν μάθῃ πρότερον, νὰ τὰ προμανθάνωμεν, ὁ αὐτ. Νόμ. 643C. 4) τὰ ἀναγκαῖα, τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὡς π.χ. ἡ τροφή, ὁ ὕπνος κτλ. Πλάτ. Νόμ. 848Α, κτλ., Ξεν.· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ πράγματα ἔχοντα ὡρισμένα καὶ ἀναγκαῖα ἀποτελέσματα, ὁ αὐτ. Ἀπομν. Ι. 1. 6· καί, τὰ ἐκ θεοῦ ἀναγκ., ἡ ὡρισμένη τάξις τῶν πραγμάτων, οἱ τῆς φύσεως νόμοι, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 1. 7, 36· θεῶν ἀναγκαῖον τόδε Εὐρ. Ἑκ. 584, πρβλ. Φοίν. 1000. 5) ὁ ἀπολύτως ἀναγκαῖος, ἀπαραίτητος, ὁ μόλις ἀρκῶν, δέμνιον Εὐρ. Ὀρ. 230· ἀν. τροφή, ἡ καθ᾿ ἡμέραν, Θουκ. 1. 2· τὰ ἀν. Ἀντιφῶν 125. 24· τὰ ἀν. τοῦ βίου Ἰσοκρ. 48D· τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος, τὸ ἐλάχιστον ὕψος τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπολύτως ἀναγκαῖον, Θουκ. 1. 90, πρβλ. 6. 37· οὐδὲ τὰ ἀναγκ. ἐξικέσθαι ὁ αὐτ. 1. 70· ἡ ἀναγκαιοτάτη πόλις, ὁ ἐλάχιστος συνοικισμός, ὅστις θὰ ἠδύνατο νὰ ὀνομασθῇ πόλις, Πλάτ. Πολ. 369D· ἐκ τεττάρων ἀναγκαιοτάτων συγκεῖσθαι πόλιν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 12· αὐτὰ τἀναγκαιότατ᾿ εἰπεῖν, νὰ εἴπῃ τις ὅσα εἶναι ἁπλῶς ἀναγκαῖα, νὰ δώσῃ μίαν ἁπλῆν περίληψιν τῶν κυριωτάτων γεγονότων, Δημ. 269. 14, πρβλ. 284. 20. 6) ἐπὶ προσ. συνδεδεμένων δι᾿ ἀναγκαίων ἤτοι φυσικῶν δεσμῶν, ὃ ἐ. συγγενευόντων δι᾿ αἵματος, συγγενῶν δηλ., Ἀντιφῶν 112. 3, Πλάτ. Πολ. 574Β· ἀναγκ. δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 533: ‒ οἱ ἀναγκαῖοι, Λατ. necessarii, οἱ συγγενεῖς, ἡ ὅλη συγγένεια, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1· ἀναγκ. φίλοι Εὐρ. Ἀνδρ. 671· συγγενεῖς καὶ ἀναγκ. Δημ. 434. 20· τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ καὶ ἀναγκ. φίλους Πράξ. Ἀποστ. ιʹ, 24. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -ως, ἀναγκαίως, κατ᾿ ἀνάγκην, διὰ τῆς βίας ἢ καταναγκαστικῶς, ἀναγκαίως ἔχει, πρέπει νὰ ἔχῃ οὕτω, Ἡρόδ. 1. 89, Αἰσχύλ. Χο. 239, Σοφ. Τρ. 723, Πλάτ., κτλ., ἀναγκ. ἔχει μοι ποιέειν ταῦτα Ἡρόδ. 8. 140, 1, καὶ ἀλλ., ἀναγκ. φέρειν, ὅσον καλῶς δύναταί τις, ὅσον ἠμπορεῖ κανείς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀνδρείως, Θουκ. 2. 64. 2) γελοίως τε καὶ ἀναγκ. λέγειν, μόνον ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἀνάγκη, Πλάτ. Πολ. 527Α, πρβλ. Τίμ. 69D, καὶ ἀλλ.: πτωχῶς μέν, ἀλλ᾿ ἀναγκ. Βαβρ. 55. 2: ‒ ὑπερθ. ἀναγκαιότατα Πλάτ. Φίλ. 40C. IV. ἀναγκαῖον, τό, ἴδε ἐν λέξει.
English (Autenrieth)
η, ον (ἀνάγκη): constraining; μῦθος, command ‘of force,’ Od. 17.399, χρειώ, ‘dire’ need, Il. 8.57; esp. with reference to slavery, ἦμαρ ἀναγκαῖον (= δούλιον ἦμαρ), Il. 16.836, δμῶες ἀναγκαῖοι, ‘bond’ servants, Od. 24.210; πολεμισταί, warriors ‘perforce,’ Od. 24.499.
English (Slater)
ᾰναγκαῖος enforced λυγρόν τἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ' ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος (i. e. of Danae) (P. 12.15) ]αν λέχεά τ' ἀναγκαῖα δολ[ (sc. of Danae & Polydektes) Δ. 4. 15.
English (Strong)
from ἀνάγκη; necessary; by implication, close (of kin): near, necessary, necessity, needful.
English (Thayer)
(ἀνάγκη) (from Homer down (in various senses)), necessary;
a. what one cannot do without, indispensable: τά μέλη); connected by the bonds of nature or of friendship: ἀναγκαῖοι (A. V. near) φίλοι).
c. what ought according to the law of duty to be done, what is required by the condition of things: ἀναγκαῖον ἐστι followed by accusative with the infinitive, ἀναγκαῖον ἡγεῖσθαι to deem necessary, followed by an infinitive, 2 Corinthians 9:5.
Greek Monolingual
-αία, -αίο (ΑΜ ἀναγκαῖος, -αῖα, -αῖον και –αῖος, -αῖον)
1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος
2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία
α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η τροφή
β) πράγματα που είναι απαραίτητο να γίνουν
4. φρ. «αναγκαίο(ν) κακό(ν)», αναπόφευκτο κακό
μσν.
1. πολύτιμος, ακριβός, πολυτελής
2. (για συγγράμματα) έγκυρος, αυθεντικός
3. ως ουσ. ὁ ἀναγκαῖος
ο απόπατος τὸ ἀναγκαῖο
αποχωρητήριο, ουροδοχείο τὰ ἀναγκαῖα
γεννητικά όργανα
αρχ.
Ι. (με ενεργ. σημ.)
1. αυτός που αναγκάζει, που επιβάλλει με τη βία
2. αυτός που επείγει, ο επείγων
3. πειστικός, αδιάσειστος, ακαταμάχητος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναγκαῖον
α) εξαναγκαστική φύση
β) τόπος περιορισμού, φυλακή
5. φρ. «ἀναγκαῖον ἦμαρ», ημέρα εξαναγκασμού, δηλ. ζωή δουλείας «ἀναγκαῖα τύχη» τύχη που επιβάλλεται από τη μοίρα ή μοιραία τύχη
«ἐξ ἀναγκαίου», εξ ανάγκης, υπό την πίεση τών περιστάσεων ΙΙ. (με παθ. σημ.)
1. αυτός που αναγκάστηκε, που πιέστηκε, ο εξαναγκασμένος
2. αυτός που μόλις αρκεί, εντελώς απαραίτητος, βασικός, ουσιώδης (συνήθως στον υπερθ.)
3. ελλιπής, πρόχειρος, αυτοσχέδιος
4. (για πρόσωπα) αυτός που συνδέεται με κάποιον με αναγκαίους ή φυσικούς δεσμούς, συγγενής, φίλος
5. φρ. «ἡ ἀναγκαιοτάτη πόλις», ο ελάχιστος συνοικισμός, που θα μπορούσε να ονομαστεί πόλη
«ἡ ἀναγκαιοτάτη συγγένεια», ο μακρινότερος βαθμός συγγένειας που αναγνωρίζεται από τον νόμο
«τὰ ἐκ Θεοῦ ἀναγκαῖα», η καθορισμένη τάξη τών πραγμάτων, οι νόμοι της φύσης
6. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀναγκαῖον», η ανάγκη
ΙΙΙ. 1. επίρρ. ἀναγκαίως
κατ’ ανάγκη, με τη βία, αναγκαστικά
2. (επιρρ. φρ.) «ἀναγκαίως ἔχει», πρέπει να είναι έτσι
«ἀναγκαίως φέρω», όσο καλύτερα μπορώ «γελοίως καὶ ἀναγκαίως λέγω», μόνο εφόσον είναι ανάγκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη.
ΠΑΡ. αναγκαιότητα
μσν.
ἀναγκαιώδης
νεοελλ.
αναγκαιώ).
Greek Monotonic
ἀναγκαῖος: -α, -ον και -ος, -ον (ἀνάγκη), με ή μέσω βίας·
I. Ενεργ.,
1. αυτός που δεσμεύει, που ασκεί πίεση, σε Ομήρ. Ιλ.· ἦμαρ ἀν., η ημέρα του περιορισμού, δηλ. της δουλείας, στο ίδ.· ομοίως ἀναγκαία τύχῃ, η τύχη, ο κλήρος της δουλείας ή ο βίαιος θάνατος, σε Σοφ.· τῷ τῆς ἀρχῆς ἀναγκαίῳ, από την υποχρεωτική φύση της αρχής μας, σε Θουκ.· ἐξ ἀναγκαίου, κάτω από καταναγκασμό, στον ίδ.
2. λέγεται για επιχειρήματα, πειστικός, ισχυρός, στον ίδ.
II. Παθ., αναγκασμένος, εκβιασμένος, πολεμισταὶ ἀν., στρατιώτες δια της βίας είτε θέλουν είτε όχι, σε Ομήρ. Οδ.
2. αναγκαίος, απαραίτητος, ἀναγκαῖόν (ἐστι), όπως το ἀνάγκη ἐστί με απαρ., είναι απαραίτητο να γίνει κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αλλά, ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι ποιεῖσθαι, απαιτούν να γίνουν απαραιτήτως, σε Πλάτ.
3. τὰ ἀναγκαῖα, τα απαραίτητα αγαθά, οι ανάγκες, όπως το φαγητό, ο ύπνος, στον ίδ., Ξεν.· τὰ ἐκ θεοῦ ἀν., η καθορισμένη τάξη των πραγμάτων, οι φυσικοί νόμοι, στον ίδ.
4. απόλυτα απαραίτητος, μόλις επαρκής, επιτακτικός· ἀν. τροφή — ἡ καθ' ἡμέραν, σε Θουκ.· τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος, το ελάχιστο ύψος που ήταν απολύτως απαραίτητο, στον ίδ.· ἡ ἀναγκαιοτάτη πόλις, το λιγότερο που μπορούσε να ονομαστεί πόλη, σε Πλάτ.
5. λέγεται για πρόσωπα, συνδεδεμένος με φυσικούς δεσμούς, δηλ. συγγενείς εξ αίματος, στον ίδ. κ.λπ.· οἱ ἀναγκαῖοι, Λατ. necessarii, οι συγγενείς, σε Ξεν. κ.λπ.
III. επίρρ. -ως, απαραίτητα, κατ' ανάγκην, δια της βίας, καταναγκαστικά, ἀναγκαίως ἔχει, πρέπει να γίνει έτσι, σε Ηρόδ.· ἀν. φέρειν, όσο καλύτερα μπορεί κάποιος να αντέξει, αντίθ. προς το ἀνδρείως, σε Θουκ.
2. ἀν. λέγειν, μόνο τόσο μακριά όσο χρειάζεται, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἀνάγκη
with or by force:
I. act. constraining, applying force, Il.; ἦμαρ ἀν. the day of constraint, i. e. slavery, Ib.;so, ἀναγκαία τύχη the lot of slavery, or a violent death, Soph.; τῶι τῆς ἀρχῆς ἀναγκαίωι by the compulsory nature of our rule, Thuc.; ἐξ ἀναγκαίου under compulsion, Thuc.
2. of arguments, forcible, cogent, Thuc.
II. pass. constrained, forced, πολεμισταὶ ἀν. soldiers perforce, whether they will or no, Od.
2. necessary, ἀναγκαῖόν [ἐστι], like ἀνάγκη ἐστί, c. inf., it is necessary to do a thing, Hdt., etc.; but, ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι ποιεῖσθαι necessarily requiring to be made, Plat.
3. τὰ ἀναγκαῖα necessary things, needs, as food, sleep, Plat., Xen.; τὰ ἐκ θεοῦ ἀν. the appointed order of things, laws of nature, Xen.
4. absolutely necessary, indispensable, barely sufficient; ἀν. τροφή = ἡ καθ' ἡμέραν, Thuc.; τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος the least height that was absolutely necessary, Thuc.; ἡ ἀναγκαιοτάτη πόλις the least that could be called a city, Plat.
5. of persons, connected by necessary ties, i. e. related by blood, Plat., etc.:— οἱ ἀναγκαῖοι, Lat. necessarii, kinsfolk, Xen., etc.
III. adv. -ως, necessarily, of necessity, perforce, ἀναγκαίως ἔχει it must be so, Hdt.; ἀν. φέρειν to bear as best one can, opp. to ἀνδρείως, Thuc.
2. ἀν. λέγειν only so far as is necessary, Plat.
Chinese
原文音譯:¢nagka‹oj 安-昂開哦士
詞類次數:形容詞(8)
原文字根:向上-緊壓
字義溯源:必須的,親密的,接近的;源自(ἀνάγκη)=必須);由(ἀνά)*=上,回復)與(ἀγκάλη)=手臂)組成,而 (ἀγκάλη)出自(ἄγκιστρον)X*=彎曲)
出現次數:總共(8);徒(2);林前(1);林後(1);腓(2);多(1);來(1)
譯字彙編:
1) 必須(3) 林後9:5; 腓2:25; 來8:3;
2) 更是要緊(1) 腓1:24;
3) 必須的(1) 多3:14;
4) 需要(1) 林前12:22;
5) 應當的(1) 徒13:46;
6) 密(1) 徒10:24
English (Woodhouse)
cogent, compulsory, convincing, essential, kindred, necessary, related, urgent, barely sufficient, by blood, closely related, done under compulsion, related by blood