μίγνυμι

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑ́γνῡμῐ Medium diacritics: μίγνυμι Low diacritics: μίγνυμι Capitals: ΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: mígnymi Transliteration B: mignymi Transliteration C: mignymi Beta Code: mi/gnumi

English (LSJ)

v. μείγνυμι.

German (Pape)

[Seite 182] auch μιγνύω, u. bei Hom. u. Her. im praes. u. imperf. nur μίσγω (w. m. s.), fut. μίξω, aor. ἔμιξα, inf. μῖξαι, perf. pass. μέμιγμαι, aor. ἐμίχθην u. ἐμίγην, u. in synkopirier Form μίκτο, fut. pass. μιγήσομαι, Il. 10, 365, μίξομαι, Od. 24, 314, μεμίξομαι, Hes. O. 177, Aesch. Pers. 1052; – mischen, vermischen; eigentlich von flüssigen Dingen; ἐπὴν κρητῆρι μιγείη, Od. 4, 222; μεμιγμένον μέλι σὺν γάλακτι, Pind. N. 3, 84; θρόμβῳ δ' ἔμιξεν αἵματος φίλον γάλα, Aesch. Ch. 539; σπονδὰς ἐχίδνας σταγόσι μιγνυμένας φόνῳ, Eur. Ion 1233; auch ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ, Od. 11, 123, mit Salz gemischte Speise. Übertr., ᾡ πότμον Ἄρης ἔμιξεν, Pind. I. 6, 25; u. gewagter noch Soph. βροτῶν σὺν κακοῖς μεμιγμένων, El. 1477, d. i. der unglücklichen Sterblichen. – Überh. zusammen- u. durcheinanderbringen; – a) im feindlichen Sinne, μῖξαι χεῖράς τε μένος τε, Il. 15, 510, Hände und Muth mischen, d. i. handgemein werden im Kampfe; bes. häufig im pass., zusammentreffen, τῶν ἄμυδις μίχθη μένος, 20, 374; ἐν δαΐ, ἐν παλάμῃσι μιγῆναι, 13, 286. 21, 469; τινί, 14, 386, wie Τρώεσσι μίγη κρατερὸς Διομήδης, 5, 143; Κόλχοισιν βίαν μίξαν, Pind. P. 4, 213; Χαλκοβόαν Ἄρη μίξουσιν, Soph. O. C. 1051; Ἀργεῖα καὶ Καδμεῖα μίξαντες βέλη, Eur. Phoen. 889. – b) von freundlichem Verkehr u. Umgehen der Menschen mit einander, mit Einem zusammentreffen, sich ihm zugesellen; absol., καί κε θάμ' ἐνθάδ' ἐόντες ἐμισγόμεθα, Od. 4, 178, und wir würden oft mit einander verkehren, zusammen sein; μίγεν ἀνδράσι λωτοφάγοισιν, 9, 91, ἕως ὅγε Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μιγείη, zu den Phäaken kommen, 5, 386, u. öfter μνηστήρεσσιν; auch μίκτο δ' ὁμίλῳ, er mischte sich unter den Haufen, 8, 196; προμάχοισιν ἐμίχθη, er mischte sich, ging unter die Vorkämpfer, Il. 5, 134, u. öfter auch ἐν προμάχοισιν, Od. 18, 379, wie Τρώεσσιν ἐν ἀγρομένοισιν ἔμιχθεν, sie kamen zu den versammelten Troern, Il. 3, 209; daher Τρώεσσι μεμιγμένοι im Gegensatz von ἀπάνευθε, 10, 424; μίξεσθαι ξενίῃ, in Gastfreundschaft sich verbinden, in Gastlichkeit zusammenkommen, Od. 24, 314; ἀλλήλοις, Plat. Soph. 256 b. – Bes. häufig c) von fleischlicher Vermischung im Beischlaf, eheliche Gemeinschaft, Umgang haben; vom Manne, absol., Il. 9, 633, μήποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι ἠδὲ μιγῆναι, u. öfter, auch εὐνῇ οὔποτ' ἔμικτο, Od. 1, 433; τινί, τῇ γὰρ μίγη Ποταμός, Il. 21, 143, Od. 7, 61, u. vollständig, πλυνούσῃ τις πρῶτα μίγη εὐνῇ καὶ φιλότητι, 15, 422, ὅς μ' ἔθελεν φιλότητι μιγήμεναι, οὐκ ἐθελούσῃ, Il. 6, 165; auch ἐν φιλότητι, Il. 2, 232, vgl. 24, 131; Hes. Th. 306; u. σῇ φιλότητι μιγῆναι, H. h. Ven. 151; u. εὐνῇ καὶ φιλότητί τινος, Hes. Sc. 35; – von der Frau, τινί, ἡ δὴ φάσκε Ποσειδάωνι μιγῆναι, Od. 11, 306. 20, 12 u. öfter, u. vollständig, Ἰάσωνι Δημήτηρ μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ, 5, 126; φιλότητι μιγῆναι, Hes. Th. 927. 1017; auch οὐδέ κεν Ἑλένη ἀνδρὶ παρ' ἀλλοδαπῷ ἐμίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ, Od. 23, 219; ἐν ἀγκοίνῃσι Διὸς μιγεῖσα, 11, 268; ἐν φιλότητί τινος, H. h. 6, 54. 17, 4; vgl. Hes. Th. 920; noch abweichender φιλότης τε καὶ εὐνή, ἣν ἐμίγης, Il. 15, 33. – Von Mann u. Frau, ὡς τὰ πρῶτα μίγησαν, Od. 8, 268. – Von Begattung der Tiere, βόες ταύροισι μιγεῖσαι, H. h. Merc. 493. – Ähnlich bei den Folgenden, μίγεν ἔθνει γυναικῶν, Pind. P. 4, 251; Ποσειδάωνι μιχθεῖσα, Ol. 6, 29; Ζηνὶ μιγεῖσα, P. 9, 87; auch θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ τε, eine von Gott u. dem Mädchen vollzogene Ehe, 9, 13; Tragg., αἷς οὐ μίγνυται θεῶν τις, Aesch. Eum. 69, Ζῆνα μιχθῆναι βροτῷ, Suppl. 292, ὡς μητρὶ μὲν χρείη με μιχθῆναι, Soph. O. R. 791, wie χρῆναι μιγῆναι μητρί 995; πατήρ τε θυγατρὶ παῖς τε μητρὶ μίγνυται, Eur. Andr. 174; μίγνυσθαι τοῖς ἀδελφοῖς, Ar. Ran. 1079; auch Plat. Legg. VIII, 838 c; Xen. Mem. 4, 4, 20; nach Luc. soloec. 6 später nur vom Manne gesagt. – d) von leblosen Dingen, überh. von örtlichem, nahem Zusammentreffen; κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη, das Haupt wurde mit dem Staube gemischt, in den Staub gcstürzt, Il. 10, 457 Od. 22, 329, wie ἐν κονίῃσι μιγῆναι, Iliad. 3, 55; οὐδὲ ἔασεν μιχθήμεναι ἔγχος ἔγκασι φωτός, sie ließ den Speer nicht in die Eingeweide des Mannes eindringen, 11. 438; κλισίῃσι μιγῆναι, sich unter die Zelte mischen, an die Zelte herankommen und da kämpfen; Pind. sagt gewagter στεφάνοις ἔμιχθεν, sie wurden mit Kränzen gemischt, für »sie gelangten zu Kränzen«, erwarben sie, N. 2, 22; vgl. ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν, I. 2, 29, εὐλογίαις μεμῖχθαι, 3, 3; auch γέρας μιγνύμενον φρενί, P. 5, 19. – Übh. vermischen, vereinigen, verbinden, μίγνυσι τὴν σώφρονα δύναμιν τῇ αὐθάδει ῥώμῃ, Plat. Legg. III, 691 e; πᾶσαν ἡδονὴν πάσῃ φρονήσει μιγνύντες, Phil. 61 d; μεμιγμένην πολιτείαν ἐκ κακοῦ τε καὶ ἀγαθοῦ, Rep. VIII, 548 c; ὁ μιχθεὶς ἐξ ἀμφοῖν τρίτος ἔρως, Legg. VIII, 837 d; Folgde.

French (Bailly abrégé)

f. μίξω, att. μείξω ; ao. ἔμιξα, att. ἔμειξα ; pf. μέμιχα;
Pass. f. μιχθήσομαι, f.2 μιγήσομαι, ao. ἐμίχθην, ao.2 ἐμίγην, pf. μέμιγμαι, f.ant. μεμίξομαι;
I. mêler, mélanger, acc.;
II. unir, joindre : κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη IL sa tête se mêla à la poussière, càd il fut précipité dans la poussière ; κλισίῃσι μιγῆναι IL se mêler aux tentes, càd les envahir ; σὺν κακοῖς μεμιγμένος SOPH plongé dans le malheur ; particul.
1 en parl. de guerre μῖξαι χεῖράς τε μένος τε IL mêler le courage et les mains, càd en venir aux mains ; μιγῆναί τινι ἐν δαΐ IL se mêler avec qqn dans un combat, combattre avec qqn;
2 en parl. de société, de relations mêler à ; Pass. se mêler à, avoir commerce avec, fréquenter, τινι.
Étymologie: R. Μιγ, de Μικ, mêler ; cf. μίσγω, lat. misceo.

Russian (Dvoretsky)

μίγνῡμι: тж. μιγνύω и μίσγω (fut. μίξω, pf. μέμιχα; эп. 3 л. sing. aor. 2 med. ἔμικτο и μῖκτο или μίκτο; pass.: fut. μιχθήσομαι, fut. 2 μιγήσομαι, fut. 3 μεμίξομαι, aor. 1 ἐμίχθην, aor. 2 ἐμίγην, pf. μέμιγμαι; эп. inf. μιχθήμεναι и μιγήμεναι; эп. 2 л. conjct. μῐγήῃς - 3 л. pl. μιγέωσι)
1 мешать, смешивать (οἶνον καὶ ὕδωρ, ἅλεσσι εἶδαρ Hom.; μέλι σὺν γάλακτι Pind.; γάλα τινί Aesch.; γῆν οὐρανῷ Plut.); pass. быть смешанным (κονίῃσι и ἐν κονίῃσι Hom.; ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον NT): μίσγεσθαι ἐς Ἀχαιούς Hom. входить в толпу ахейцев; σύλλογος νέων καὶ πρεσβυτέρων μεμιγμένος Plat. собрание, состоящее из молодых и стариков; ταύρου μεμίχθαι καὶ βροτοῦ διπλῇ φύσει Eur. ap. Plut. иметь двойственную природу быка и человека (о Минотавре);
2 соединять, связывать: μῖξαι χεῖράς τε μένος τε Hom. схватиться врукопашную; μισγέμεναι τινὰ κακότητι καὶ ἄλγεσι Hom. обрекать кого-л. на бедствия и скорбь; ξὺν κακοῖς μεμιγμένος Soph. обреченный на страдания; μῖξαί τινα ἄνθεσι Pind. украсить кого-л. цветами; πότμον μῖξαί τινι Pind. принести кому-л. смерть; κλισίῃσι μιγήμεναι ἠδὲ νέεσσιν Hom. прорваться до (ахейских) палаток и кораблей;
3 pass. быть соединенным или связанным, общаться (τινι Hom.): μίξεσθαι ξενίῃ Hom. быть связанным узами гостеприимства; ἐν αἱμακουρίαις μέμικται Pind. он присутствует на гемакуриях; ἐν δαῒ или ἐν παλάμῃσι μιγῆναι Hom. вступать в бой друг с другом; ἔσω μ. Hom. проникнуть в дом; μ. ὑπὲρ ποταμοῖο Hom. переправиться через реку; ἔμιχθεν στεφάνοις Pind. они были увенчаны; ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν Pind. они достигли почестей;
4 pass. (тж. μ. (ἐν) φιλότητι или εὐνῇ Hom., Hes.) вступать в любовную связь Hom.; (о животных) спариваться (μίγνυται τῷ θήλει τὸ ἄρρεν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μίγνῡμι: μίγνυσι Πλάτ. Νόμ. 691, προστ. μίγνυ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ, 63· ὡσαύτως μιγνύω Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 60, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 50, κτλ.· παρατ. ἐμίγνυν, πληθ. συνεμίγνυσαν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 46· ποιητ. μίγνυον Πινδ. Ν. 4. 35 (πρβλ. προσ-, συμ-μίγνυμι)· - μέλλ. μίξω Σοφ., Πλάτ.· - ἀόρ. ἔμιξα Πίνδ., Ἀττ., ἀπαρ. μῖξαι Ἰλ. Ο. 510· - πρκμ. μέμιχα (συμ-) Πολύβ. 38. 5, 5· ὑπερσ. ἐμεμίχειν (συν-) Δίων Κ. 47. 45· - Μέσ. καὶ παθ., μίγνυμαι Πλάτ.· παρατ. ἐμίγνυντο (ἐπ-) Θουκ. 2. 1· -προστ. μίξομαι Ὀδ. Ζ. 136., Ω. 314· μεμίξομαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 177, Αἰσχύλ Πέρσ. 1052, κτλ.· μεταγεν. μιχθήσομαι (ἀνα-) Αἰσχίν. 24. 1· ὡσαύτως μιγήσομαι Ἰλ. Κ. 365· - ἀόρ. α΄ ἐμίχθην αὐτόθι 457, Ἡρόδ., Ἀττ.· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ. συνηθέστερον ἀόρ. β΄ ἐμίγην [ῐ], Ἐπικ. μίγην· καὶ παρὰ Τραγ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 295, Πρ. 738· - Ἐπικ. ἀόρ. παθ. μὲ τύπον ὑπερσυντ. μίκτο ἢ μῖκτο συχν. παρ’ Ὁμ., (μίγμενος ἐπὶ μεταβατ. σημασ., Νικ. Ἀλ. 587)· ὁ μέσ. ἀόρ. ἐμιξάμην παρὰ μεταγενεστ., ὡς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 3· - πρκμ. μέμιγμαι· Ἐπικ. ὑπερσ. μέμικτο Ἰλ. Δ. 438. - ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡρόδ. ἀείποτε ἔχουσι μίσγω, μίσγομαι, ὅπερ ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἅπαξ παρὰ τοῖς Τραγ. (Σοφ. Ἀποσπ. 265), οὐδέποτε παρὰ τοῖς κωμ., ἀλλ’ ἐνίοτε ἐν τῇ Ἀττ. πεζογραφίᾳ: Ἐπικ. παρατ. ἐμισγέσκοντο (σημείωσαι τὴν αὔξησιν, Ὀδ. Υ. 7. [Ὁ Herm. ἐν Σοφ. Φ. 106 γράφει μῖξαι, ὡς εἰ τὸ ι ἦν μακρὸν φύσει· ὅπως ὁ Bekk. παρ’ Ἀριστ. μῖγμα· πρβλ. Λοβ. Παραλ. σελ. 410, 414.] (Ἐκ τῆς √ΜΙΚ, λεπτυνομένης εἰς ΜΙΓ, παράγονται μιγῆναι, μίγα, μιγάς, καὶ τὰ ἐκτεταμένα μίγνυμι, μῖξις, μίσγω, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. mi←-ras (mixtus), mi←-rayâmi (misceo)· Λατ. misc-eo, mis-tus, mix-tus· Ἀγγλο-Σαξονικ. misc-an· Ἀρχ. Γερμ. misk-iu· Σλαυ. mes-iti· κτλ.). Μιγνύω, ἀναμιγνύω, «ἀνακατώνω, κυρίως ἐπὶ ὑγρῶν, π.χ. οἶνον καὶ ὕδωρ Ὅμ. ἴδε ἐν λ. κρᾶσις· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ μὴ ὑγροῦ μετὰ ὑγροῦ, θόμβῳ δ’ ἔμιξεν αἵματος φίλον γάλα Αἰσχύλ. Χο. 546, πρβλ. ἐμμίγνυμι· ἐπὶ δύο ξηρῶν ἢ στερεῶν, ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ Ὀδ. Λ. 123. - Συντάσσ., συνήθως: μ. τί τινι, ἀναμιγνύειν τι μετ’ ἄλλου, συχν. παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφεῦσιν· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐν ταῖς κακαῖσιν ἀγαθαὶ μεμιγμέναι Εὐρ. Ἴων. 399· μεμιγμένον μέλι σὺν γάλακτι Πινδ. Ν. 3. 134· καὶ μετὰ γενικῆς τῶν μιγνυομένων μερῶν, σύλλογος νέων καὶ πρεσβυτέρων μεμιγμένος Πλάτ. Νόμ. 951D, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 384· οὕτω, μ. ἐκ γῆς καὶ πυρὸς Πλάτ. Πρωτ. 320D, πρβλ. Πολ. 548C, Τίμ. 35Β, κτλ. ― Μέσ. ἀντὶ ἐνεργ., Νικ. Θ. 603, Ἀνθ. Π. 7. 44. ΙΙ. καθόλου, συνενῶ, φέρω ἐπὶ τὸ αὐτό, συνάπτω, κατὰ ποικίλους τρόπους: 1) ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, μῖξαι χεῖράς τε μένος τε, συνάψαι μάχην ἐκ τοῦ συστάδην, Λατ. corserere manus, Ἰλ. Ο. 510, πρβλ. Υ. 374· οὕτω, Κόλχοισι μ. βίαν Πινδ. Π. 4. 379· χερσὶ χεῖρας μ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 78· Ἄρη μίξουσιν Σοφ. Ο. Κ. 1046. 2) φέρω εἰς συνάφειαν ἢ σχέσιν πρός τι, ἄνδρας... μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι, φέρειν τοὺς ἄνδρας εἰς ἀθλιότητα, Ὀδ. Υ. 203· μ. ξυνωνίην Ἀρχίλ. 80· μ. τινὰ ἄνθεσι, καλύπτειν τινὰ δι’ ἀνθέων, Πινδ. Ν. 4. 34· ὡσαύτως τἀνάπαλιν, πότμον μῖξαί τινι, ἐπενεγκεῖν τινι θάνατον, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 7 (6). 35· πρβλ. πελάζω Β, καὶ ἴδε κατωτ. Β. 1. Β. Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. μίξομαι (ἴδε ἐν ἀρχῇ)· ― ἀναμιγνύομαι μετά τινων, μεταξύ τινων, προμάχοισιν ἐμίχθη Ἰλ. Ε. 134, κτλ.· ἐνὶ προμάχοισι Ὀδ. Σ. 379· οὔτι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ Θ. 196· ἐώλπει μίξεσθαι ξενίῃ, ἤλπιζεν ὅτι θὰ συνεδέετο μὲ δεσμοὺς ξενίας, Ω. 314· οὕτω, Τρώεσσιν ἐν ἀγρομένοισιν ἔμιχθεν Ἰλ. Γ. 209, πρβλ. Κ. 480· ― ὡσαύτως, ἀναμιγνύομαι μετά τινος, συναναστρέφομαι μετά τινος, συζῶ, Ὀδ. Η. 247, κτλ.· αἷς οὐ μίγνυται θεῶν τις Αἰσχύλ. Εὐμ. 69· καὶ ἀπολ. ἐν τῷ πληθ., συναναστρέφομαι, θάμ’ ἐνθάδ’ ἐόντες ἐμισγόμεθ’ Ὀδ. Δ. 178· μίξεσθαι ξενίῃ Ω. 314. 2) ἔρχομαι εἰς ἐπαφὴν μετά τινος, κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη, ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἐκυλίσθη εἰς τὴν κόνιν, Ἰλ. Κ. 457, Ὀδ. Χ. 329· ἐν κονίῃσι μιγῆναι Ἰλ. Γ. 55· οὐδὲ ἔασε [[[ἔγχος]]]... μιχθήμεναι ἔγκασι φωτός, δὲν ἀφῆκε τὴν λόγχην νὰ ἐγγίσῃ, νὰ φθάσῃ εἰς τά..., Λ. 438· κλισίῃσι μιγήμεναι, νὰ φθάσωσι μέχρι τῶν κλισιῶν, νὰ πλησιάσωσιν αὐτάς, Ο. 409, κτλ.· οὕτω καί, οὐδ’ ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο Σ. 216· ἔσω μιγῆναι, εἰσελθεῖν εἰς τὴν οἰκίαν, Ὀδ. Σ. 49· μίσγεσθαι ὑπὲρ ποταμοῖο, διαβαίνειν τὸν ποταμόν, Ἰλ. Ψ. 73· ― οὕτω δὲ καὶ ὁ Πίνδ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ταύτην ποικίλως, οἷον ἔρχομαι εἴς τινα τόπον, μετὰ δοτ., Π. 4. 447, πρβλ. 458· ἐν αἱμακουρίαις μέμικται, παρευρίσκεται κατὰ τὴν ἑορτήν, Ο. 1. 147· μίσγεσθαι φύλλοις, στεφάνοις, ἔρχεσθαι εἰς..., δηλ. λαμβάνειν τὸν στέφανον τῆς νίκης, Ν. 1. 27., 2. 34· μ. εὐλογίαις Ι. 3. 5· ἀλλ’ ὡσαύτως, μ. ἐν τιμαῖς αὐτόθι 2. 43· μ. θάμβει, καταλαμβάνομαι ὑπὸ θάμβους, Ν. 1. 86· οὕτω, βροτοὶ ξὺν κακοῖς μεμιγμένοι Σοφ. Ἠλ. 1485. ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 3) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, συμπλέκομαι, μάχομαι, «πιάνομαι», Ἰλ. Δ. 456· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐν δαΐ, ἐν παλάμῃσι μιγῆναι Ν. 286., Φ. 469. 4) παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. συχνότατα ἐπὶ τῆς σαρκικῆς μίξεως τῶν δύο φύλων, συνέρχομαι, συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι, ἐπί τε τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, ἐν ποικίλαις φράσεσιν, ἐνίοτε δὲ ἀπολ., ὡς ἐν Ἰλ. Ι. 275, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστερον, μιγῆναί τινι, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Φ. 143, κτλ.· ἐπὶ τῆς γυναικός, Ὀδ. Α. 73, κτλ.· οὕτω παρὰ Πινδ., ἀλλὰ παρὰ τοῖς Τραγ. μόνον ἐπὶ τοῦ ἀνδρός· ― παρὰ τοῖς πεζοῖς ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας κεῖται ὁ ἐνεστώς, μίσγεσθαι, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ἡρόδ. 2. 64, κτλ.· ἐπὶ τῆς γυναικός, ὁ αὐτ. ἐν 1. 199· οὕτως Ἀριστοφ. Βάτρ. 1081, κτλ.· ἐπὶ ἀμφοτέρων, Ὀδ. Χ. 445· ― πληρέστερον, φιλότητι καὶ ἐν φιλότητι μιγῆναι (μετὰ ἢ ἄνευ τοῦ τινι), ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ἰλ. Ζ. 165· ἐπὶ τῆς γυναικός, αὐτόθι 161, Ἡσ. Θ. 927, 970, κτλ.· ἐπὶ ἀμφοτέρων, Ἰλ. Ξ. 295· οὕτως, ἐν φιλότητι μίσγεσθαι (μετὰ ἢ ἄνευ τοῦ τινι), ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Β. 232, Ω. 131· ἐπὶ γυναικός, Ὁμ. Ὕμν. 33. 5· ἀλλά, φιλότητι ἢ ἐν φιλότητί τινος μ., ἐπὶ τῆς γυναικός, Ἡσ. Θ. 920, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 4· σῇ φιλότητι μ., ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 151· εὐνῇ μ., ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ὀδ. Α. 433· φιλότητι καὶ εὐνῇ, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ἰλ. Η. 25· ἐπὶ τῆς γυναικός, Ὀδ. Ε. 126· ἐπὶ ἀμφοτέρων, Ο. 420· ἀλλά, ἐν ἀγκοίνῃσί τινος, ἐπὶ τῆς γυναικός, Λ. 268· μετὰ συστοίχου αἰτ., φιλότης..., ἣν ἐμίγης Ἰλ. Ο. 33. ― Παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας συνήθης εἶναι ὁ ἀόριστ. β΄, πλὴν ἐν τοῖς Ὕμνοις· ὁ ἀόρ. α΄ εἶναι συχνότερος παρ’ Ἡσιόδῳ. ― Ἐν Ἐπιγραφαῖς, ἰδίως δὲ ταῖς Ἀττ., συνήθως γράφεται διὰ τοῦ ει, ὡς μεῖξαι, μείξω, κλ. ἴδε Meisterh. 2 40, 144.

English (Slater)

μίγνυμι, v. μείγνυμι.

English (Strong)

a primary verb; to mix: mingle.

English (Thayer)

and μίσγω: 1st aorist ἐμιξα; perfect passive participle μεμιγμενος; from Homer down; to mix, mingle: τί τίνι, one thing with another, τί ἐν τίνι (cf. Buttmann, § 133,8), G L T Tr WH; μετά τίνος, with a thing, αἷμα, 2a.). (Synonym: See κεράννυμι, at the end Compare: συναναμίγνυμι.)

Greek Monolingual

κεράννυμι (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, -άω)
1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ.
β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ' ἧς ἔπινον συνήθως», Πλούτ.
γ. «κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυθρόν», Ομ. Οδ.)
2. (γενικά) ανακατώνω, αναμιγνύω (α. «κεραννύντας ἡδονὴν αὖ φθόνῳ», Πλάτ.
β. «πρὶν ἄv τις τοῖς ὀνόμασι τὰ ῥήματα κεράςῃ», Πλάτ.
γ. «ἀργυρίῳ μὲν πολλαὶ τῶν πόλεων καὶ φανερῶς πρὸς χαλκὸν καὶ μόλυβδον κεκραμένω χρώμεναι», Δημοσθ.
δ. «καθ' ἁρμονίας ῥυθμοῖς κραθείσας καὶ ὀρχήσεσι», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
κερνώ κάποιον με κρασί («ἐν τῷ ποτηρίῳ ᾧ ἐκέρασε, κεράσατε αὐτή διπλοῦν», ΚΔ)
αρχ.
1. ρυθμίζω, κανονίζω («ἐν μὲν οὖν ταῖς εὖ κεκραμέναις πολιτείαις», Αριστοτ.)
2. συναρμολογώ, συνάπτωφωνή μέν μεταξὺ τῆς τε Χαλκιδέων καὶ Δωρίδος ἐκράθη», Θουκ.)
3. πολλαπλασιάζω επί («ὅταν ὁ τῆς δεκάδος λόγος τῷ τῆς ἑβδομάδος κερασθῇ»)
4. παθ. κεράννυμαι
α) (για χώρα ή εποχή του έτους) έχω εύκρατο κλίμα, έχω κανονική θερμοκρασία («ἡ Ἑλλάς τὰς ὥρας πολλόν τι κάλλιστα κεκρημένας ἔλαχε», Ηρόδ.)
β) γραμμ. ενώνομαι με κράση («τὸ ῥῆμα καὶ ὁ σύνδεσμος συναλοιφῇ κερασθέντα», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. κρᾱ, από δισύλλαβη ρίζα κερά- με μηδενισμένο το φωνήεν της α' συλλ. (εξ ου και η μακρότητα του -: κράσις, κράμα), εμφανίζεται σε ρηματ. τ. (πρβλ. -κρά-θην, κέ-κρα-μαι) και σε παράγωγα ονόματα (πρβλ. κρατήρ), συνδέεται δε με το αρχ. ινδ. a-sīr-ta «ανακατωμένος». Από το δισύλλαβο θ. κερă- που εμφανίζεται στον αόρ. -κέρᾰ-σα, καθώς και σε παράγωγα, ονόματα (πρβλ. κέρα-σ-μα, κερα-σ-της) προήλθαν οι ενεστώτες κεράννυμι, κεράω / -ώ, κεραίω και δευτερευόντως, με θεματ. μεταπλασμό από τον πρώτο, ο κεραννύω. Τέλος, στον ενεστ. κίρνημι το -ι- μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν αναλογίας κατά τους αναδιπλασιασμένους ενεστώτες τί-θη-μι, γί-γνο-μαι, είτε ως συνοδίτης φθόγγος που αναπτύχθηκε στο παρεκτεταμένο με έρρινο ένθημα θ. κιρ-ν- (< kor-n-eә2). Αντίστοιχο τ. srī-ņāti εμφανίζει και η Αρχαία Ινδική. Αβέβαιη είναι η σύνδεση με το αβεστ. sar- «ενώνω».
ΠΑΡ. κέρασμα, -κερασμός, κεραστής, -κέραστος, κράμα, κράσις(-n), κρατήρ (-ας), -κρατος.
ΣΥΝΘ. αρχ. ανακεράννυμι, εγκεράννυμι, εκκεράννυμι, επικεράννυμι, κατακεράννυμι, μετακεράννυμι, παρεγκεράννυμι, περικεράννυμι, συγκατακεράννυμι, σνγκεράννυμι].

Greek Monotonic

μίγνυμι: προστ. μίγνυ, παρατ. ἐμίγνυν, ποιητ. μίγνυον, μέλ. μίξω, αόρ. αʹ ἔμιξα, απαρ. μῖξαι — Παθ., γʹ πληθ. παρατ. ἐμίγνυντο, μέλ. μεμίξομαι και μιγήσομαι, επίσης, Μέσ. μέλ. μίξομαι, αόρ. αʹ ἐμίχθην, αόρ. βʹ ἐμίγην [ῐ], Επικ. μίγην· Επικ. γʹ ενικ. Παθ. αόρ. βʹ μίκτο ή μῖκτο, παρακ. μέμιγμαι, Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. μέμικτο, υπάρχει επίσης ένας ενεστ. μίσγω, Παθ. μίσγομαι.
Α. όπως το Λατ. misceo,
I. ανακατεύω, αναμειγνύω, κυρίως λέγεται για υγρά, οἶνον καὶ ὕδωρ, σε Όμηρ.· μίγνυμί τί τινι, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο, στον ίδ. κ.λπ.
II. γενικά, ενώνω, συνάπτω.
1. με εχθρική σημασία, μεῖξαι χεῖράς τε μένος τε, συμμετέχω σε μάχη, έρχομαι στα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἄρη μίξουσιν, σε Σοφ.
2. φέρνω σε επαφή με, καθιστώ γνώριμο με, ἄνδρας μισγέμεναι κακότητι, οδηγώ τους άνδρες στη δυστυχία, σε Ομήρ., Οδ.· αντιστρόφως, πότμον μῖξαί τινι, επιφέρω σ' αυτόν τον θάνατο, σε Πίνδ. Β. 1. Παθ., είμαι ανακατεμένος με, αναμεμειγμένος σε, προμάχοισιν ἐμίχθη, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐώλπει μίξεσθαι ξενίῃ, έλπιζε να συνδεθεί με δεσμούς φιλοξενίας, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, αναμειγνύομαι με, συναναστρέφομαι με, συμβιώνω με, στο ίδ., σε Αισχύλ.· απόλ. στον πληθ., λέγεται για ποικίλα πρόσωπα, συναναστρέφομαι, σε Ομήρ. Οδ.
2. έρχομαι σε επαφή με, κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη, το κεφάλι του κυλίστηκε στη σκόνη, σε Όμηρ.· ἐν κονίῃσι μιγῆναι, σε Ομήρ. Ιλ.· κλισίῃσι μιγῆναι, φθάνω, τους πλησιάζω, στο ίδ.· μίσγεσθαι ἐς Ἀχαιούς, πηγαίνω να ενωθώ μ' αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· μίσγεσθαι ὑπὲρποταμοῖο, διασχίζω το ποτάμι, στο ίδ.· μίσγεσθαι φύλλοις, στεφάνοις, φτάνω στο σημείο, δηλ. κερδίζω το στέμμα της νίκης, σε Πίνδ.
3. με εχθρική σημασία, συμπλέκομαι σε μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
4. έχω σεξουαλική επαφή, συνουσιάζομαι, λέγεται για άνδρες και γυναίκες, σε Όμηρ.· φιλότητι και ἐν φιλότητι μιγῆναι, στον ίδ.· εὐνῇ ἔμικτο, σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

See also: s. μείγνυμι.

Middle Liddell

I. like Lat. misceo, to mix, mix up, mingle, properly of liquids, οἶνον καὶ ὕδωρ Hom.; μ. τί τινι to mix one thing with another, Hom., etc.
II. generally, to join, bring together.
1. in hostile sense, μῖξαι χεῖράς τε μένος τε to join battle hand to hand, Il.; Ἄρη μίξουσιν Soph.
2. to bring into connection with, make acquainted with, ἄνδρας μισγέμεναι κακότητι to bring men to misery, Od.; reversely, πότμον μῖξαί τινι to bring death upon him, Pind.
B. Pass. to be mixed up with, mingled among, προμάχοισιν ἐμίχθη Il.; ἐώλπει μίξεσθαι ξενίηι hoped to be bound by hospitable ties, Od.:—also, to mingle with, hold intercourse with, live with, Il., Aesch.: absol. in plural, of several persons, to hold intercourse, Od.
2. to be brought into contact with, κάρη κονίηισιν ἐμίχθη his head was rolled in the dust, Hom.; ἐν κονίηισι μιγῆναι Il.; κλισίηισι μιγῆναι to reach, get at them, Il.; μίσγεσθαι ἐς Ἀχαιούς to go to join them, Il.; μίσγεσθαι ὑπὲρ ποταμοῖο to cross the river, Il.; μίσγεσθαι φύλλοις, στεφάνοις to come to, i. e. win, the crown of victory, Pind.
3. in hostile sense, to mix in fight, Il.
4. to have intercourse with, to be united to, of men and women, Hom.; φιλότητι and ἐν φιλότητι μιγῆναι Hom.; εὐνῆι ἔμικτο Od.

Frisk Etymology German

μίγνυμι: {mígnumi}
See also: s. μείγνυμι.
Page 2,236

Chinese

原文音譯:m⋯gnumi 米格匿米
詞類次數:動詞(4)
原文字根:混合 相當於: (רָקַח‎)
字義溯源:調混*,調和,混合,攙,攙雜。比較: (κεράννυμι)=混合
同源字:1) (ἕλιγμα / μίγμα / σμῆγμα / σμίγμα)混合物 2) (μείγνυμι / μειγνύω / μίγνυμι)調混 3) (συναναμείγνυμι)調合在一起
出現次數:總共(4);太(1);路(1);啓(2)
譯字彙編
1) 攙(2) 路13:1; 啓8:7;
2) 攙雜著(1) 啓15:2;
3) 調和的(1) 太27:34

Mantoulidis Etymological

καί μείγνυμι -μιγνύω καί μειγνύω (=ἀνακατώνω). Θέματα:
1 ἰσχυρό μειγ + πρόσφυμα νυ + μι → μείγνυμι καί μειγνύω,
2 ἀσθενές μιγ + νυ + μι → μίγνυμι καί μιγνύω.
Παράγωγα: μεῖξις, πρόσμειξις, σύμμειξις, μεικτός, σύμμεικτος, ἄμεικτος, δύσμεικτος, μεικτέον, συμμεικτέον, ἀναμείξ, μειξοβάρβαρος ἤ μιξοβάρβαρος, μεῖγμα. Ἀπό τό θέμα μιγτά μίγα, μιγάς, μίγδα, μίγδην, μῖγμα, μικτέον, μικτός, μῖξις, ἀμιγής, συμμιγής.

Translations

mix

Acehnese: lawök; Arabic: ⁧خَلَطَ⁩, ⁧مَزَجَ⁩; Egyptian Arabic: ⁧خلط⁩; Armenian: խառնել; Aromanian: meastic, ameastic, mintescu; Assamese: মিহলা, মিহলোৱা; Asturian: amestar; Azerbaijani: qarışdırmaq; Belarusian: змешваць, змяшаць, мяшаць; Bulgarian: забъ́рквам, забъ́ркам, разбъ́рквам, разбъ́ркам, бъ́ркам, смесвам, смеся; Burmese: နယ်, မွှေ, စရနယ်; Catalan: barrejar, mesclar; Cherokee: ᎠᏑᎨᎭ; Chinese Cantonese: 混合, 溝/沟, 撈/捞; Mandarin: 混合; Czech: míchat, smíchat, mísit, smísit; Danish: blande, mikse, røre; Dutch: mengen; Esperanto: miksi; Estonian: segama; Finnish: sekoittaa; French: mélanger; Friulian: miscliçâ, messedâ, misturâ; Georgian: არევა; German: mischen, vermischen, vermengen, mixen; Greek: αναδεύω, ανακατώνω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω; Ancient Greek: ἀματίζω, ἀμμείγνυμι, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, ἀνακεράννυμι, ἀνακεραννύω, ἀνακίρναμαι, ἀνακιρνάω, ἀνακίρνημι, ἀνακυκάω, ἀναμείγνυμι, ἀναμίγνυμι, ἀναμιγνύω, ἀναμίσγω, ἀναφορύσσω, ἀναφυράω, ἀναφύρω, δεύω, διακεράννυμι, διαμιγνύω, διαμίσγω, διασυγχέω, διαφυράω, διαφύρω, διηθέω, ἐγκατακεράννυμι, ἐγκαταμείγνυμι, ἐγκαταμίσγω, ἐγκεράννυμι, ἐγκεραννύω, ἐγκεράω, ἐγκίρνημι, ἐγκυκάω, εἰσκεραννύω, εἰσφύρω, ἐμμείγνυμι, ἐμφυράω, ἐνιμίσγω, ἑνόω, ἐνστύφω, κατακεράννυμι, κεράννυμι, κιρνάω, κίρνημι, κιρνῶ, κυκάω, κυκῶ, κυρκανάω, κυρκανῶ, μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μιγνύω, παραχραίνω, περιπλέκω, προσκατακυκάω, προσκατακυκῶ, συγκεράννυμι, συμπλέκω, ταράσσω, ταράττω, φύρω; Hindi: मिलाना; Hungarian: kever; Icelandic: blanda; Indonesian: mencampurkan; Ingrian: sotkia; Interlingua: miscer; Irish: measc; Italian: mischiare, mixare, mescolare; Japanese: 混ぜる; Javanese: nyampur; Kazakh: араластыру; Khmer: កូរ, លាយ; Korean: 섞다; Kumyk: булгъамакъ; Kurdish Central Kurdish: ⁧تێکەڵ بکە⁩; Kyrgyz: аралаштыруу; Ladin: mescedèr; Ladino: karishtrear, mesklar; Lao: ປະສົມ; Latgalian: maiseit; Latin: misceo, remisceo; Latvian: maisīt; Lithuanian: maišyti; Low German: mengen; Macedonian: меша, измеша, помеша; Malay: campur; Maori: ranu, whakaranu, whāranu, natu, miki; Maranao: sambor; Mongolian: холих; Cyrillic: хутгалдах; Norman: mêler; Norwegian Bokmål: blande, mikse; Occitan: barrejar, mesclar; Old East Slavic: мѣшати; Old English: menġan; Persian: ⁧آمیختن⁩; Polish: mieszać, zmieszać, bełtać, zbełtać; Portuguese: misturar; Romanian: amesteca, mesteca; Romansch: maschadar, mischedar, masdar, masder; Russian: смешивать, смешать, мешать, помешать, размешать; Sanskrit: श्रीणाति; Sardinian: ammasturai; Scottish Gaelic: measg; Serbo-Croatian Cyrillic: мешати, помешати, мијешати, помијешати; Roman: méšati, poméšati, mijéšati, pomijéšati; Sicilian: mmiscari, miscari, ammiscari; Slovak: miešať, zmiešať, zmiešavať; Slovene: mešati, zmešati; Somali: qasid; Southern Altai: булгаар; Spanish: mezclar, mixturar; Swedish: blanda; Tajik: омехтан, аралаш кардан, қатӣ кардан; Thai: ผสม; Tocharian B: triw-; Turkish: karıştırmak; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎋; Ukrainian: змі́шувати, змішати, мішати; Urdu: ⁧ملانا⁩; Uzbek: aralashtirmoq; Venetian: misciar, misiar, mesedar; Vietnamese: pha; Walloon: maxhî; Yiddish: ⁧מישן⁩‎