κάτω

From LSJ
Revision as of 18:57, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτω Medium diacritics: κάτω Low diacritics: κάτω Capitals: ΚΑΤΩ
Transliteration A: kátō Transliteration B: katō Transliteration C: kato Beta Code: ka/tw

English (LSJ)

Adv., (κατά):    I with Verbs implying Motion, downwards, ἐπισκύνιον κ. ἕλκεται Il.17.136; κ. ὁρόων Od.23.91; κατὰ τείχεος κ. ῥίπτειν Hdt.8.53; κατώρυξέν με κατὰ τῆς γῆς κ. Ar.Pl.238; χώρει κ. A.Pr.74; κ. δάκρυ' εἰβομένη S.Ant.527 (anap.), cf. E.Fr.384; esp. of the nether world, A.Pers.839, S.Ant.197, etc.; κ. βλέπειν, φέρεσθαι, Pl.R.500b, 584e; κ. διεχώρει αὐτοῖς they suffered from diarrhoea, X.An.4.8.20, cf. Hp.Epid.5.20; φάρμακον πῖσαι κ. give a purgative, Id.Aff.32, cf. 15; κ. βοηθεῖν go down to help, D.32.5; for ἄνω καὶ κάτω, ἄνω κάτω, etc., v. ἄνω (B) A. 11.2.    2 downwards, in a chain of causes, ἐπὶ τὸ κ. ἰέναι Arist.Metaph.994a19.    3 c. gen., down from, πετρῶν ὦσαι κ. E.Cyc.448.    II with Verbs implying Rest (so more freq. in Prose), beneath, below, opp. ἄνω, Hes.Th.301, etc.: ὁ τόπος ὁ κ. καλούμενος Pl.Phd.112c.    b in the world below, S.Aj.660, OC1563 (lyr.), etc.; οἱ κ. the dead, Id.Aj.865, Ant.75, etc.; οἱ κ. θεοί Id.El.292, cf. E.Alc.851.    c geographically below, southward, Hdt., v. ἄνω (B) A. 11.1e; also κ. οἰκεῖν to dwell on the coast, Th.1.7; οἱ κ., opp. οἱ τὴν μεσόγειαν κατῳκημένοι, ib.120; ἡ. κ. Γαλατία lower Galatia, Plu Aem.9, etc.; βασιλεὺς τῶν τε ἄνω καὶ τῶν κ. χωρῶν OGI90.3 (Rosetta, ii B.C.).    d in the race-course, τὰ κ. the starting-place, opp. τὰ ἄνω (the goal), Pl.R.613b.    e τὰ κ. τῶν μελῶν the lower limbs of the body, Id.Lg.794d; ἡ κ. κοιλία, opp. ἡ ἄνω, Arist.Mete.360b24.PA676a5; περὶ τὰ κ. χωρεῖν miscarry, fail, Luc. Ind.1.    f of Time, afterwards, later, Ael.VH5.13; οἱ κ. χρόνοι Plu. Cor.25; οἱ κ., opp. οἱ πάλαι, Luc.Hipp.1; τοῦ χρόνου κ. later in time, Ael.VH3.17, NA2.18; Δαρεῖος ὁ κ. ib.6.48; cf. ἄνω (B) A.11.1i.    g in Logic, τὰ κ. the lower members in a descending series of genera and species, Arist.AP0.97a31, Metaph.992a18.    III c. gen., under, below, κ. χθονός, γῆς, A.Eu.1023, S.OT968, etc.    IV Comp. κατωτέρω lower, downwards, Ar.Ra.70, Alex.173.2: c. gen., lower than, below, Hdt.8.132.    2 Sup. κατωτάτω at the lowest part, τὰ κ. Id.2.125 (but in signf. 11.g, Phld.Sign.29).

German (Pape)

[Seite 1406] 1) hinab, hinunter, nach unten zu; ἧστο κάτω ὁρόων Od. 23, 91; πᾶν δέ τ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται Il. 17, 136; πόλλ' ἄνω τὰ δ' αὖ κάτω κυλίνδοντ' ἐλπίδες, auf- u. abwärts, Pind. Ol. 12, 6; ἐγὼ δ' ἄπειμι γῆς ὑπὸ ζόφον κάτω Aesch. Pers. 825; τὰ δ' ἄλλα πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων Eum. 620, vgl. ἄνω; so bei Soph. u. A.; bes. in die Unterwelt hinab, ἃ τοῖς ἀρίστοις ἔρχεται κάτω νεκροῖς Soph. Ant. 197, vgl. 520; auch κάτω δάκρυ' εἰβομένη, 523; vgl. Ar. Ran. 476; κάτω βλέπειν, φέρεσθαι, Plat. Rep VI, 500 b IX, 584 e; κάτω διεχώρει αὐτοῖς, et ging unten durch, sie hatten den Durchfall, Xen. An. 4, 8, 20. – Auch c. gen., πετρῶν ὦσαι κάτω Eur. Cycl. 452, vom Felsen herab; κατὰ τῆς γῆς κάτω Ar. Plut. 238, wie κατὰ τείχεος κάτω ῥίπτειν Her. 8, 53. – 2) unten, unterwärts; Hes. Th. 301; in der Unterwelt, τὰν παγκευθῆ κάτω νεκρῶν πλάκα Soph. O. C. 1559, öfter; οἱ κάτω θεοί El. 284; οἷα τοῖς κάτω νομίζεται 319, öfter, die Todten; Ai. 852 Ant. 75; εἶμι τῶν κάτω Κόρης ἄνακτός τ' εἰς ἀνηλίους δόμους Eur. Alc. 851; – τὰ κάτω τῶν μελῶν Plat. Legg. VII, 794 d; οἱ κάτω, die am Meeresufer, an der Küste wohnen, Ggstz οἱ τὴν μεσόγειαν κατῳκημένοι, Thuc. 1, 120; Ἰωνίης τὰ κάτω Her. 1, 143; τὸ κ. καὶ πρὸς θαλάσσῃ Plut. Phoc. 28. – In der Rennbahn, von den Schranken an, Plat. Rep. X, 613 b. – 3) von der Zeit, nachher, später; κάτω τοῦ χρόνου Ael. V. H. 3, 17; ἐπὶ Θησέως καὶ τῶν Κοδριδῶν κάτω 5, 13; Ggstz τῶν πάλαι μὲν – τῶν κάτω δέ, die Folgenden, Neueren, Luc. Lipp. 1; – ἡ κάτω συλλαβή, die folgende Sylbe, E. M. – Compar. κατωτέρω; Plat. Phaed. 112 d; κατωτέρω τοῦ Ταρτάρου 113 h; vgl. Ar. Ran. 69; das adj. κατώτερος u. superl. κατώτατος s. unten; κατωτάτω Sp.; οἱ κατώτατα ἑστεῶτες Her. 8, 23; μικρὸν κατώτερον τοῦ στόματος Arist. H. A. 6, 10. – Vgl. κάτωθεν.

Greek (Liddell-Scott)

κάτω: Ἐπίρρ. (κατά). Ι. μετὰ ῥημάτων σημαινόντων κίνησιν, κάτω, πρὸς τὰ κάτω, ἐπισκύνιον κ. ἕλκεται Ἰλ. Ν. 136· κ. ὁρόων Ὀδ. Ψ. 91· κατὰ τείχεος κ. ῥίπτειν Ἡρόδ. 8. 53. πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 232· κ. χωρεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 74· κ. δάκρυ’ εἴβεσθαι Σοφ. Ἀντ. 527, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 388· ἰδίως ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 839, Σοφ. Ἀντ. 197, κτλ.· κ. βλέπειν, φέρεσθαι Πλάτ. Πολ. 500Β, 584Ε· κ. διεχώρει αὐτοῖς, ὑπέφερον ἐκ διαρροίας, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 20· κ. βοηθεῖν, καταβαίνω εἰς βοήθειαν, Δημ. 883. 25, πρβλ. περιτρέπω 2·- περὶ τῶν ἄνω καὶ κάτω, ἄνω κάτω, κτλ., ἴδε ἐν λ. ἄνω ΙΙ. 2. 2) πρὸς τὰ κάτω ἐπὶ σειρᾶς αἰτιῶν, ἐπὶ τὸ κ. ἰέναι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. Ι (min.) 2. 5. 3) μετὰ γεν., πέτρων κ. ὧσαι Εὐρ. Κύκλ. 448. ΙΙ. μετὰ ῥημάτων σημαινόντων ἠρεμίαν, κάτωθεν, ὑποκάτω, ἀντίθ. τῷ ἄνω, Ἡσ. Θ. 303, κτλ.· ἡ συνηθεστέρα ἔννοια παρὰ πεζοῖς, β) κάτω, ἐν τῷ κάτω κόσμῳ, οἱ νεκροί, Σοφ. Αἴ. 865, Ἀντ. 75, κτλ.· οἱ κ. θεοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 292, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 851· ἀλλά, γ) γεωγραφικῶς κάτω, πρὸς νότον, Ἡρόδ., ἴδε ἄνω Ι. 1 ε· ἀλλ’ ὡσαύτως, κ. οἰκεῖν, κατοικῶ ἐπὶ τῆς παραλίας, Θουκ. 1. 7· οἱ κάτω, ἀντίθ. τῷ οἱ τὴν μεσόγειαν κατῳκημένοι, αὐτόθι 120· ἡ κ. Γαλατία, ἡ πρὸς τὴν θάλασσαν, Πλούτ. Αἰμ. 9, κτλ., δ) ἐν τῷ σταδίῳ, τὰ κ. εἶναι τὸ μέρος ὅθεν ἤρχιζον τὸν ἀγῶνα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄνω (τὸ τέρμα), Πλάτ. Πολ. 613Β. ε) τὰ κ. τῶν μελῶν, τὰ κατώτερα μέρη τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 794D· ἡ κάτω κοιλία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἡ ἄνω, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 22, κἑξ.· περὶ τὰ κ. χωρεῖν, ἀποβάλλω, πάσχω ἀποβολήν, ἀποτυγχάνω, Λουκ. π. Ἀπαίδ. 1. ζ) ἐπὶ χρόνου, μετὰ ταῦτα, βραδύτερον, μετέπειτα, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 13· οἱ κ. χρόνοι Πλουτ. Κοριολ. 25· οἱ κ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ πάλαι, Λουκ. Ἱππ. 1· τοῦ χρόνου κ., βραδύτερον κατὰ χρόνον, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 17, π. Ζ. 2. 18· Δαρεῖος ὁ κ., αὐτόθι 6. 48, πρβλ. ἄνω ΙΙ. 1, ζ. η) ἐν τῇ λογικῇ, τὰ κ., τὰ «ὑπάλληλα» μέλη κατιούσης σειρᾶς γενεῶν, καὶ εἰδῶν, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 14, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 24. ΙΙΙ. μετὰ γεν., ὑπό, ὑποκάτω, κ. χθονός, γῆς Αἰσχύλ. Ἀγ. 871, Εὐμ. 1023, Σοφ. Ο. Τ. 968, κτλ. IV. Συγκρ. κατωτέρω, χαμηλότερον, περαιτέρω, μᾶλλον πρὸς τὰ κάτω, Ἀριστοφ. Βάτρ. 70· μετὰ γεν., χαμηλότερον, παρά…, ὑποκάτω, Ἡρόδ. 8. 132· πρβλ. κατώτερος. 2) Ὑπερθ. κατωτάτω, εἰς τὸ κατώτατον μέρος, τὰ κατωτάτω ὁ αὐτ. 2. 125· πρβλ. κατώτατος.- Πρβλ. ἄνω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
A. avec idée de lieu;
I. de haut en bas avec ou sans mouv. : ἄνω καὶ κάτω, ἄνω κάτω ATT de bas en haut et de haut en bas, càd en tous sens;
II. en bas :
1 sous terre, dans les enfers ; οἱ κάτω SOPH les habitants des enfers, les morts ; οἱ κάτω θεοί SOPH les dieux des enfers;
2 sur la côte (par opp. à l’intérieur des terres) ; τὰ κάτω HDT le littoral ; οἱ κάτω THC les habitants du littoral;
B. avec idée de temps postérieurement, ensuite : οἱ κάτω χρόνοι PLUT les temps postérieurs ; κάτω τοῦ χρόνου ÉL dans la suite du temps ; οἱ κάτω LUC ceux d’après, les générations postérieures;
Cp. κατωτέρω, Sp. κατωτάτω ou κατώτατα.
Étymologie: κατά, cf. κατώτατος.

English (Autenrieth)

(κατά): down, downward, Il. 17.136 and Od. 23.91.

English (Slater)

κάτω
   1 below adv. ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω τὰ δ' ὕπερθε πατρός the lower half of the body (P. 2.48) τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου τὰν ἐνθάδε νύκτα κάτω in the world below Θρ. 7. 2. met. αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλἄνω, τὰ δαὖ κάτω κυλίνδοντἐλπίδες (O. 12.6)

English (Strong)

also (compare) katotero (compare κατώτερος); adverb from κατά; downwards: beneath, bottom, down, under.

Greek Monolingual

και κάτου (ΑΜ κάτω)
επίρρ.
1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τον πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.)
2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της» — κοίταξε χάμω
γ. «φιλάδελφα κάτω δάκρυ' εἰβομένη», Σοφ.)
3. υπό, υποκάτω (α. «ήταν κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι» β. «εἰς τοὺς ἔνερθε καὶ κάτω χθονὸς τόπους», Αισχύλ.)
4. σε έδαφος χαμηλότερο ή γεωγραφικά νοτιότερο, σε τόπο παράλιο, σε αντιδιαστολή με τα μεσόγεια, ή πεδινό, σε αντιδιαστολή με τα ορεινά (α. «κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι» β. «κάτω στον κάμπο και στην καλαμιώνα» γ. «τοὺς δὲ τὴν μεσόγειαν μᾱλλον καὶ μὴ ἐν πόρῳ κατῳκημένους εἰδέναι χρὴ ὅτι, τοῑς κάτω ἤν μη ἀμύνωσι», Θουκ.)
5. στη γη, σε αντιδιαστολή με τους ουράνιους κόσμους («ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω», ΠΔ)
6. φρ. «ο κάτω κόσμος» — ο Αδης
νεοελλ.
1. ως απειλητική προσταγή (α. «κάτω τα χέρια» β. «κάτω το περίστροφο»)
2. ως επιφώνημα αποδοκιμασίας («κάτω οι κλέφτες»)
3. φρ. α) «είμαστε άνω κάτω» — είμαστε σε πλήρη αταξία ή σε πλήρη αποδιοργάνωση
β) «στο κάτω κάτω» ή «στο κάτω (κάτω) της γραφής» — στο τέλος τέλος, τελικά
γ) «παίρνω την κάτω βόλτα» — η κατάστασή μου επιδεινώνεται
δ) «πέφτω κάτω»
i) ασθενώ, μένω κλινήρης
ii) υποβιβάζομαι
ε) «το βάζω κάτω» ή «τά ρίχνω κάτω» — υποχωρώ, παραιτούμαι
στ) «βάζω κάτω κάποιον» — καταβάλλω κάποιον, υπερτερώ έναντι κάποιου
ζ) «είμαι από κάτω» — είμαι σε μειονεκτική θέση
η) «πάνω κάτω», i) περίπου («ήταν πάνω κάτω χίλιοι άνθρωποι»)
ii) πέρα δώθε, εδώ και εκεί («έκανε συνέχεια βόλτες πάνω κάτω στον διάδρομο»)
νεοελλ.-μσν.
1. (αόριστα) πέραεκεί κάτω» — εκεί πέρα)
2. λιγότερο («το εισόδημά του είναι κάτω από 50.000 δραχμές»)
3. φρ. α) «βάλλω κάτω» — γκρεμίζω, καταστρέφω
β) «βάνω κάτω στή γῆ» — θάβω, σκοτώνω
γ) «βλέπω κάτω κάποιον» — θεωρώ κάποιον κατώτερό μου
γ) «βρίσκομαι κάτω» — μειονεκτώ
δ) «είμαι κάτω» — είμαι υπό την εξουσία κάποιου
ε) «πέφτω κάτω»
i) ταπεινώνομαι
ii) θεωρούμαι ανάξιος λόγου, απορρίπτομαι
στ) «τρέπω κάτω»
i) ανατρέπω
ii) μτφ. ταπεινώνω
ζ) «τα κάτω»
i) τα επίγεια
ii) το έδαφος
η) «οι κάτω συγγενείς» — οι κατιόντες συγγενείς
θ) «η κάτω βασιλεία» — η επίγεια ζωή
μσν.
«ἡ κάτω τύχη» — η λαϊκή κοινωνική, τάξη
αρχ.
1. στον Άδη, στον κόσμο που βρίσκεται υπό την γη («τὰν παγκευθῆ κάτω νεκρῶν πλάκα», Σοφ.)
2. (με χρον. σημασία) μετέπειτα, αργότερα («ἐπὶ Θησέως καὶ τῶν Κοδριδῶν κάτω», Αιλ.)
3. φρ. α) «περί τὰ κάτω χωρῶ» — αποτυγχάνω
β) «τὰ κάτω»
i) αφετηρία αγώνων στο στάδιο
ii) (λογ.) τα υπάλληλα μέλη κατιούσας σειράς γενών ή ειδών
γ) «οἱ κάτω»
i) οι πεθαμένοι
ii) οι νεώτεροι, οι μεταγενέστεροι («τῶν πάλαι μὲν Ἀγαμέμνονα..., τῶν κάτω δὲ τὸν Ἀλέξανδρον καὶ Πύρρον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρμ. παράλλ. τ. της προθέσεως και επιρρήματος κατά. Εν αντιθέσει προς άλλα επίρρ. σε -ω, όπως λ.χ. το άνω, απαντά ως ά συνθετικό αρκετών λ. όλων των περιόδων της Ελληνικής.
ΠΑΡ. κάτωθεν, κάτωθι, κατώτατος, κατώτερος
αρχ.-μσν.
κατωτικός.
ΣΥΝΘ. κατώβλεψ, κατωφέρεια, κατωφερής
αρχ.
κατωβλέπων, κατώγειος, κατώγεως, κατωκάρα, κατωνάκη, κατωνακοφόρος, κατώρροπος, κατωφαγάς
αρχ.-μσν.
κατώγαιος, κατωφόρος
μσν.
κατωγεγραμμένος, κατωκλινώς, κατωμαγούλα, κατωμάγουλον, κατωσάγουνα, κατωτυχής, κατωφορούμαι
μσν.- νεοελλ.
κατώ(γε)ι(ον), κατωθιό, κατωσάγονο, κατώφλι (ον)
νεοελλ.
κατωβλεπούσα, κατωδρομώ, κατωλίθι, κατωλυγίζω, κατωμασέλα, κατωμέρι, κατωμερίτης, κατώμερος, κατώξανθος, κατωπεσμένος, κατωσέντονο, κατώστομα].

Greek Monotonic

κάτω: επίρρ. (κατά)· I. 1. α) με ρήματα κινήσεως, κάτω, προς τα κάτω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
II. με ρήματα που σημαίνουν παύση ή λήξη, κάτω από, υπό, από κάτω, αντίθ. προς το ἄνω, σε Ησίοδ.· ιδίως, στον Κάτω Κόσμο, σε Σοφ., Πλάτ. β) γεωγραφικά, προς τα κάτω, προς το νότο, νότια, σε Ηρόδ.· αλλά επίσης, στην ακτή, σε Θουκ.
III. ως πρόθ. με γεν., κάτω, κάτω από, σε Τραγ. IV.1. συγκρ., κατωτέρω, πιο κάτω, χαμηλότερα, κατηφορικά, με καθοδική κατεύθυνση, σε Αριστοφ.· με γεν., πιο κάτω από, χαμηλότερα, σε Ηρόδ.
2. υπερθ., κατωτάτω, στο πιο χαμηλό σημείο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κάτω:
I (ᾰ) adv.
1) вниз (χωρεῖν Aesch.; φέρεσθαι Arst.): ἐπισκύνιον κ. ἕλκειν Hom. хмурить брови; κ. ὁρόων Hom. опустив глаза; κ. δάκρυα εἰβομένη Soph. проливающая слезы; ἄνω τε καὶ κ. στρέφειν Aesch. поворачивать то вверх, то вниз, т. е. распоряжаться по своему произволу;
2) внизу: οἱ κ. θεοί Soph. боги подземного царства; οἱ κ. Soph. умершие, но тж. Thuc. жители побережья; τὰ κ. τῶν μελῶν Plat. нижние конечности; τὰ κ. τῆς Ἰωνίης Her. страны, лежащие ниже, т. е. к югу от Ионии; τὰ κ. καὶ πρὸς θαλάσσῃ Plut. нижние, прилегающие к морю части города; ἡ κ. Γαλατία Plut. нижняя Галлия; τὰ κ. Plat. исходная линия (на состязаниях), старт; οἱ κατώτατα ἑστεῶτες Her. (землекопы), помещавшиеся глубже других; ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω NT (дети) от двух лет и моложе;
3) после, потом, затем: οἱ κ. Luc. последующие поколения, потомки; οἱ κ. χρόνοι Plut. позднейшие времена;
4) филос.: τὸ и τὰ κ. низший элемент, меньшая общность (οὐδὲν τῶν ἄνω ὑπάρξει τοῖς κ. Arst.).
II praep. cum gen.
1) вниз с (πέτρων κ. ὦσαι Eur.): κατωτέρω Δήλου Her. ниже, т. е. дальше Делоса;
2) под (κ. χθονός Aesch.; κ. γῆς Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτω [~ κατά] comp. κατωτέρω, superl. κατωτάτω adv. van plaats (waarheen) naar beneden, omlaag:; κ. ἕλκεσθαι omlaag trekken Il. 17.136; geneesk.:; κ. διεχώρει αὐτοῖς ze hadden diarree ( lett. het liep hen naar beneden) Xen. An. 4.8.20; van plaats (waar) beneden, m. n. in verband met de onderwereld:; οἱ κ. θεοί de goden van de onderwereld Soph. El. 292; soms als versterking van κατά:; κατὰ τοῦ τείχεος κάτω van de muur omlaag Hdt. 8.53.2; geogr.:; κ. οἰκεῖν aan de kust wonen Thuc. 1.7; ἡ κ. Γαλατία Gallia inferior Plut. Aem. 9.7; κατωτέρω Δήλου ten oosten van Delos Hdt. 8.132.3; subst..; τὰ κάτω startblokken Plat. Rp. 613b; τὰ κατωτάτω de onderste delen Hdt. 2.125.5; uitdr. ἄνω (καὶ) κάτω, zie ἄνω. van tijd later:. οἱ κ. χρόνοι de volgende tijd Plut. Cor. 25.7; οἱ κ. de latere mensen Luc. 3.1. prep. met gen., ook in postpos. van... af:. νιν... πετρῶν ὧσαι κ. hem van de rotsen afduwen Eur. Cycl. 448. onder:. κ. χθονός onder de aarde Aeschl. Eum. 1023.

Middle Liddell

κατά
I. with verbs of Motion, down, downwards, Hom., Hdt., attic
II. with Verbs of Rest, beneath, below, underneath, opp. to ἄνω, Hes.: —esp. in the world below, Soph., Plat.
b. geographically below, southward, Hdt.; but also, on the coast, Thuc.
III. as a prep. c. gen. under, below, Trag.
IV. comp. κατωτέρω, lower, further, downwards, Ar.; c. gen. lower than, below, Hdt.
2. Sup. κατωτάτω, at the lowest part, Hdt.

Chinese

原文音譯:k£tw 卡拖
詞類次數:副詞(11)
原文字根:向下 相當於: (מִתְחָה‎ / תַּחַת‎) (אֶרֶץ‎)+ (מִתְחָה‎ / תַּחַת‎)
字義溯源:向下地,下,下去,下頭,下邊,以裏的,以內的;源自(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下)
同源字:1) (κάτω / κατωτέρω)向下地,下 2) (κατώτερος)較低的 3) (ὑποκάτω)在底下
出現次數:總共(11);太(3);可(2);路(1);約(3);徒(2)
譯字彙編
1) 下(5) 太27:51; 可15:38; 約8:6; 約8:8; 徒2:19;
2) 下去(3) 太4:6; 路4:9; 徒20:9;
3) 下頭的(1) 約8:23;
4) 以內的(1) 太2:16;
5) 下邊(1) 可14:66