σπουδή
English (LSJ)
ἡ, (σπεύδω)
A haste, speed, σπουδὴν ἔχειν = make haste, Hdt. 9.89; σ. ἔσται τῆς ὁδοῦ haste on the journey, Th.7.77; ὅκως ἂν αὐτὸν ὁρῶσι σπουδῆς ἔχοντα Hdt.9.66; χωρίον... οἷ σπουδὴν ἔχω whither I am hastening, Ar.Lys.288; τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν Thphr. Char.3.6; σπουδῇ = in haste, v. infr. IV; σὺν σπουδῇ ταχύς S.Ph.1223; σὺν πάσῃ σπουδῇ = with all dispatch, POxy.63.5 (ii/iii A.D.); διὰ σπουδῆς E.Ba.212, X.HG6.2.28, etc.; ἐκ σπουδῆς Arist.Mir.837a15; μετὰ σπουδῆς Ev.Marc.6.25, cf. Hdn.6.4.3, etc.; κατὰ σπουδήν Th.1.93, 2.90, X.An.7.6.28, etc. (but this sense freq. runs into the next).
II zeal, pains, trouble, effort, ἄτερ σπουδῆς Od.21.409; σῆς ὑπὸ σπουδῆς A.Th.585; σπουδῆς οὐκ ἀξία S.OT778, cf. Pl.R. 604c, etc.; freq. in dat. σπουδῇ, zealously, v. infr. IV. 3; so σὺν σπουδῇ Id.Lg. 818c; σὺν πολλῇ σπουδῇ X.An.1.8.4; ἐπὶ μεγάλης σπουδῆς Pl.Smp. 192c; μετὰ πολλῆς σπουδῆς Id.Chrm.175e; σπουδὴν ποιεῖσθαι = exert oneself, take pains, be eager, Th.4.30; c. inf., Hdt.3.4, 7.205; σ. πολλὴν ποιέεσθαι Id.6.107; πᾶσαν σ. ποιήσασθαι ὅπως.. PHib.1.71.9 (iii B.C.); σπουδὴν ποιεῖσθαι περί τινος Pl.Smp. 177c; περί τινα ib.179d; ἐπί τινι Luc.Salt.1: c. gen., σπουδήν τινος ποιήσασθαι make much ado about.., Hdt.1.4; σπουδαὶ λόγων κατατεινομένων zeal for the conflicting arguments, E.Hec.130 (anap.); πρός τι D.S.17.114; ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σ. ἅπασαν Pi.P.4.276; ὅτου χάριν σ. ἔθου τήνδ' S.Aj.13; σπουδὴν ἔχειν, c. inf., to be eager, Hdt.6.120; c. acc. et inf., Id.7.149; σπουδὴν ἔχειν τινός E.Alc.778, 1014; περί τινος Pl. Amat.136c; εἴς τι E.Med.557; ὅπως τι γένηται D.H.Comp.22; σ. γίγνεται περί τι Pl.Phdr.276e; σ. ἐστι περὶ πραγμάτων D.8.2; σπουδῆς καὶ βουλῆς τὰ πράγματα προσδεῖσθαι Id.9.46; ἡ σπουδὴ τῆς ἀπίξιος my zeal in coming, Hdt.5.49, cf. S.Fr.257; ὅπλων σπουδῇ with great attention to the arms, Th.6.31, cf. Pl.Lg.855d: pl., ἐπιμέλειαι καὶ σπουδαὶ πλήθους γεννημάτων eagerness for.., ib.740d; zealous exertions, E.Ion1061 (lyr.), Arist.Rh.1370a12.
b in a religious sense, zeal, πρὸς τὴν θεάν Inscr.Magn.85.12 (ii B.C.), cf.Ep.Rom.12.11; ἐνδείκνυσθαι σ. Ep.Hebr.6.11.
2 esteem, regard for a person, διὰ τὴν ἐμὴν σπουδήν Antipho 6.41; πάνυ πολλῆς σ. ἄξιος X.Smp.1.6; good will, good offices, σ. ὑπέρ τινος 2 Ep.Cor.8.16, cf. PTeb.314.9 (ii A.D.); support in political life, Plu.Crass.7: pl., party feelings or party attachments, party rivalries, σ. ἰσχυραὶ φίλων περί τινος Hdt.5.5; κατὰ σπουδάς Ar.Eq.1370, Ael.VH3.8; σπουδαὶ ἐρώτων erotic enthusiasms, Pl.Lg.632a.
3 disputation, Philostr.VA4.27, 34 (in pl.).
III earnestness, σπουδὴν ἔχειν, σπουδὴν ποιεῖσθαι = σπουδάζειν, E.Ph.901, Ar.Ra.522; σπουδῆς μὲν μεστοί, γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι X.Smp.1.13, cf. 2 Ep.Cor.7.11, etc.: freq. with a Prep., in adv. sense, ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις speak in earnest, speak seriously, Il.7.359, 12.233; μετὰ σπουδῆς, opp. ἐν παιδιαῖς, X.Smp.1.1; μετά τε παιδιᾶς καὶ μετὰ σπουδῆς = in jest or in earnest Pl.Lg.887d; οὐ σπουδῆς χάριν ἀλλὰ παιδιᾶς ἕνεκα Id.Plt.288c, cf. Smp.197e; καὶ χωρὶς σπουδῆς καὶ μετὰ σπουδῆς ἐπαινεῖν Arist.Rh.1366a29.
2 object of attention, serious engagement or serious pursuit, σπουδὴν ἐπ' ἄλλην Ἡρακλῆς ὁρμώμενος E.Supp.1199: pl., ἔν τε παιδιαῖς καὶ ἐν σπουδαῖς Pl.Lg.647d, cf. 732d, al.
IV σπουδῇ as adverb, in haste, hastily, προερέσσαμεν Od.13.279; ἀνάβαινε 15.209; στρατιὴν ἄγειν Hdt.9.1, cf. 89; Dor., σπουδᾷ ἐξελθοῦσα IG42(1).121.21 (Epid., iv B.C.); freq. in Att., σ. πάνυ Th.8.89, etc.; σπουδῇ ποδός E.Hec.216.
2 with great exertion and difficulty, and so, hardly, scarcely, σπουδῇ ἕζετο λαός Il.2.99, cf. 5.893, Od.3.297; σ. παρπεπιθόντες Il.23.37, Od.24.119.
3 earnestly, seriously, urgently, τί με καλεῖς σπουδῇ; E.Ph.849; σπουδῇ ἀκούειν Pl.R. 388d; σπουδῇ χαριεντίζεσθαι Id.Ap.24c; πάνυ σπουδῇ = attentively, Id.Phd.98b; πολλῇ σπουδῇ = very busily, Hdt.1.88, Ar.Th.791, X.Cyr.4.5.12, etc.; πάσῃ σπουδῇ μανθάνειν Pl.Lg.952a, etc.
German (Pape)
[Seite 925] ἡ, Eile, Hast, Geschwindigkeit; σπουδὴν ἔχειν, eilen, absolut, Ar. Lys. 288 Her. 9, 89; c. inf., 6, 120. 7, 205; ὅκως αὐτὸν ὁρέωσι σπουδῆς ἔχοντα, 9, 66; συνεφαπτόμενος σπουδᾷ, Pind. Ol. 11, 97, σπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ' οὐκ ἀπαρτίζει ποδός, Aesch. Spt. 356. Dah. – 1) Eifer, Tätigkeit, Anstrengung; ἄτερ σπουδῆς, ohne Mühe, Od. 21, 409; ἀμφί τι σπουδὴν θέμεν, Pind. P. 4, 276, allen Eifer darauf verwenden; σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶ ἁλοῦσα, Aesch. Spt. 567; ἥ τοι καίριος σπουδὴ ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν, Soph. Phil. 633; ὅτου χάριν σπουδὴν ἔθου τήνδε, Ai. 13; ἀκοῦσαι σπουδὴν ἔχεις, Eur. Phoen. 908; Or. 1056; τῶν προκειμένων σπουδὴν ἔχοντες, I. T. 1434; διὰ σπουδῆς, eilig, Bacch. 212; σπουδὴν ποιεῖν τι, Ar. Ran. 523; σπ ουδὴν πολλὴν ἔχειν, ποιήσασθαι, sich anstrengen, sich bemühen, Her. 9, 8; μεγάλης ἄξιον σπουδῆς λόγον, Plat. Phaedr. 277 e; Legg. VIII, 834 b u öfter; σπουδὴν μεγάλην ἐποιήσαντο, μὴ μηδίσαι Ἀθηναίους, Her. 9, 8, vgl. 7, 149; σπουδήν τινος ποιήσασθαι, für Einen mit Eifer Sorge tragen, 1, 4. – 2) Ernst, ernste Willensmeinung; εἰ δ' ἐτεὸν δὴ τοῦτον (μῦθον) ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις, Il. 12, 233, vgl. 7, 359, in vollem Ernst; auch plur., σπουδαὶ λόγων, Eur. Hec. 132; μετά τε παιδιᾶς καὶ μετὰ σπουδῆς λεγομένους, Plat. Legg. X, 887 d, wie Conv. 197 e; οὐ σπουδῆς χάριν, ἀλλὰ παιδιᾶς ἕνεκα πάντα δρᾶται, Polit. 288 c; ἀνάπαυλα τῆς σπουδῆς γίγνεται ἐνίοτε ἡ παιδιά, Phil. 30 e; οἱ μὲν ἐπὶ σπουδήν, οἱ δ' ἐπὶ γέλωτα ὡρμηκότες, Legg. VII, 810 e; σπουδῆς πολλῆς καὶ βουλῆς ἀγαθῆς φημι τὰ παρόντα προσδεῖσθαι, Dem. 9, 46; ἅπασά μοι σπουδὴ περὶ τοῦτ' ἔστιν, 23, 1; σπουδὴν ποιεῖσθαι περί τι, Pol. 1, 46, 2. – Schätzung, Beachtung einer Sache, Bemühung oder Bewerbung um Etwas, σπουδῆς ἄξιον εἶναι, der Beachtung, Bemühung wert sein; σπουδὴν ἔχειν τινός, für Etwas sorgen, Ael. V. H. 3, 8; ambitus, Plut. Lucull. 27; διὰ τὴν ἐμην σπουδήν, aus Eifer, Rücksicht für mich, Antiph. 6, 41. – Bes. σπ ουδῇ adverbial; in Eile, in Hast, σπουδῇ δ' ἐς λιμένα προερέσσαμεν, Od. 13, 279, vgl. 15, 209, welche letztere Stelle nach Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 116 die einzige im Homer ist, an der σπ ουδῇ »schnell« heißt; σπουδῇ ἦγε, Her. 9, 1; σπουδῇ διώκων, Aesch. Spt. 353; vgl. ἔρχεται σπουδῇ ποδός, Eur. Hec. 216; τί με καλεῖς σπουδῇ, Phoen. 856; Plut. En. VII, 348 e: vgl. Jac. Ach. Tat. p. 586; ähnl. διὰ σπουδῆς, Eur. Bacch. 222, Xen. Hell. 6, 2, 16, u. κατὰ σπ ουδήν, Thuc 2. 90, Xen. An. 7, 6. 28; – auch = mir Eifer. mit Anstrengung, mit Mühe, kaum, σπουδῇ δ' ἕζετο λαός, Il. 2, 99; σπουδῇ ἐπαΐσσοντα, 13, 687, vgl. 5, 893. 11, 562. 23, 37 Od. 24, 119; σπουδῇ πολλῇ ἐργάζεται, Her. 1, 88, u. = mit Fleiß, mit Absicht, ernstlich, πάνυ σπουδῇ, Dem. Lpt. 105, vgl. Wolf p. 321; oft Thuc. u. Plat.; Phaedr. 260 b; σπουδῇ χαριεντίζεται, geflissentlich, Apol. 24 c; πάσῃ σπουδῇ μανθάνειν, mit allem Eifer, Legg. XII, 952 a; so auch σὺν σπουδῇ, VII, 818 c; vgl. Xen. An. 1, 8, 4; σπουδῇ λέγειν, im Gegensatz von παίζειν, Cyr. 8, 3, 47; Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. hâte, empressement : σπουδῇ = en hâte, avec précipitation, vite, promptement, prestement ; διὰ σπουδῆς XÉN avec empressement ; κατὰ σπουδήν THC, ὑπὸ σπουδῆς THC m. sign. ; σπουδὴν ἔχειν = avoir hâte, se dépêcher;
II. effort, particul. :
1 effort pénible et contraint : ἄτερ σπουδῆς OD sans peine ; adv. • σπουδῇ avec peine, avec effort, à peine;
2 effort volontaire, zèle, ardeur : σπουδῇ = avec zèle, avec ardeur ; ἄξιος σπουδῆς = digne de zèle, qui mérite d'être recherché, p. suite qui a de la valeur, précieux ; en parl. de pers. digne d'estime ; σπουδαὶ λόγων EUR l'ardeur dans le discours ; σπουδῆς πολλῆς τὰ πράγματα προσδεῖται DÉM l'état présent des affaires demande beaucoup d'efforts ; σπουδὴν θέσθαι χάριν τινός SOPH, ἐν σπουδῇ θέσθαι τι PLUT mettre tout son zèle, apporter toute sa bonne volonté à qch, se donner de la peine pour qch ; σπουδὴν ἔχειν EUR se donner de la peine, faire effort ; σπουδὴν ἔχειν εἴς τι EUR, περί τι, ἐπί τι se donner de la peine, faire effort pour qch ; σπουδὴν ἔχειν ou ποιεῖσθαι avec l'inf. HDT se donner de la peine, faire effort pour ; avec une prop. inf. HDT faire effort pour que;
3 zèle pour une personne, intérêt ou bienveillance pour qqn, soins affectueux, attachement;
4 ardeur pour obtenir qch, poursuite d'une charge, brigue;
5 sérieux, gravité : ἀπὸ σπουδῆς IL, σπουδῇ THC, μετὰ σπουδῆς XÉN sérieusement ; σπουδῇ παίζειν XÉN, χαριεντίζεσθαι PLAT plaisanter avec un visage sérieux, plaisanter en gardant son sérieux.
Étymologie: R. Σπυδ, être empressé, v. σπεύδω ; cf. lat. studeo, studium.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπουδή -ῆς, ἡ, Dor. σπουδά [~ σπεύδω] haast, spoed:; σπουδὴν ἔχειν = haast hebben; met inf..; ἔχοντες σπουδὴν πολλὴν καταλαβεῖν met veel haast om het te bereiken Hdt. 6.120; σ. τοῦ πλοῦ haast bij het varen Thuc. 3.49.3; σ. τῆς ὁδοῦ haast bij het marcheren Thuc. 7.77.6; na een prep. κατὰ σπουδήν in haast, haastig, snel = ὑπὸ σπουδῆς = διὰ σπουδῆς; adv. dat. sing. σπουδῇ in haast, haastig, snel:; σπουδῇ δ’ ἐς λιμένα προερέσσαμεν haastig roeiden wij voort naar de haven Od. 13.279; ἀφικόμην σπουδῇ ik ben in haast naar u toe gekomen Eur. Hipp. 903; πολλῇ σπουδῇ in grote haast, ijlings Xen. Cyr. 4.5.12; zelden concreet dringende zaak, urgente situatie. inspanning ongunstig moeite, alleen Hom.:; ἄτερ σπουδῆς zonder moeite Od. 21.409; adv. dat. sing. σπουδῇ met moeite, nauwelijks:. σπουδῇ … ἕζετο λαός met moeite ging het krijgsvolk zitten Il. 2.99; σπουδῇ … ἤλυξαν ὄλεθρον ἄνδρες ternauwernood ontkwamen de mannen aan de ondergang Od. 3.297. pos. inzet, aandacht, zorg, vuur, enthousiasme:; σπουδαὶ δεσποίνας de inspanningen van mijn meesteres Eur. Ion 1061; σπουδαί … λόγων κατατεινομένων ἦσαν ἴσαι πως de betogen werden met ongeveer evenveel vuur tegen elkaar ingebracht Eur. Hec. 130; ὅτου χάριν σπουδὴν ἔθου τήνδε waarom je jezelf deze inspanning hebt gesteld Soph. Ai. 13; συμπάντων … ἐρώτων τὰς σπουδάς de hartstochten van alle verlangens Plat. Lg. 632a; σπουδῆς πολλῆς... τὰ παρόντα πράγματα προσδεῖσθαι dat de huidige situatie grote inzet vereist Dem. 9.46; met περί + gen. voor iets; na een prep..; μετὰ πολλῆς σπουδῆς μανθάνειν zich met veel inspanning eigen maken Plat. Chrm. 175e; οὕτως ἐπὶ μεγάλης σπουδῆς met zo veel enthousiasme Plat. Smp. 192c; vaak σπουδὴν ἔχειν of ποιεῖσθαι met verschillende constructies: met gen., met περί + gen., met ἐπί + dat. aandacht besteden aan, zorg hebben voor, zich druk maken om; met εἰς + acc. streven naar; Eur. Med. 557; met inf., met acc. en inf. zijn best doen voor, gebrand zijn op:; τό … ἁρπασθεισέων σπουδὴν ποιήσασθαι τιμωρέειν om er op gebrand te zijn geroofde vrouwen te wreken Hdt. 1.4.2; σπουδὴν μεγάλην ἐποιήσαντο μὴ μηδίσαι Ἀθηναίους zij waren er enorm op gebrand dat de Atheners niet de kant van de Meden zouden kiezen Hdt. 9.8.2; adv. dat. sing. σπουδῇ ingespannen; met aandacht; enthousiast:; πολλῇ σπουδῇ τὰ παρηγγελμένα ἔπραττον (zij) voerden met veel inzet uit wat bevolen was Xen. Cyr. 4.2.38; zelden concreet, zaak die inspanning vereist: onderneming. steun, voorspraak, m. n. in de politiek:. κατὰ σπουδάς op voorspraak Aristoph. Eq. 1370. ernst, het serieus zijn:. οὐ … σπουδῆς οὐδὲν αὐτῶν χάριν, ἀλλὰ παιδιᾶς ἕνεκα πάντα δρᾶται want niets daarvan wordt gedaan voor een serieus doel, maar het is allemaal voor het spel Plat. Plt. 288c; ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύειν in ernst (iets) zeggen Il. 7.359 = σπουδῇ λέγειν Plat. Lg. 828d; οὔ τί που σπουδὴν ποιεῖ ὁτιή σε παίζων Ἡρακλέα’ νεσκεύασα je vat het toch niet serieus op dat ik je voor de grap als Heracles heb verkleed? Aristoph. Ran. 522.
Russian (Dvoretsky)
σπουδή: дор. σπουδά, лак. σποδά (ᾰ) ἡ
1 поспешность, торопливость: σ. τῆς ὁδοῦ Thuc. ускоренный переход, форсированный марш; σπουδὴν ἔχειν Her. спешить, торопиться; σπουδῇ Hom., Her., Xen., Plat., σὺν σπουδῇ Soph., Xen., διὰ σπουδῆς Eur., Xen., κατὰ σπουδήν Thuc., Xen., ὑπὸ σπουδῆς и ἐκ σπουδῆς Thuc., Arst., Plut. поспешно, торопливо, быстро;
2 усердие, рвение, забота, старание, усилие (μᾶλλον σπουδὴν ποιεῖσθαι Thuc.): σπουδὴν ἔχειν τινός и εἴς τι Eur., Plat., σπουδὴν ποιεῖσθαι περί τινος Plat., περί τι Isocr. и περί τινα Arst., ἕνεκεν и χάριν τινος Polyb. или ἐπί τινι Luc. прилагать старания к чему-л., хлопотать из-за чего-л.; ἐν σπουδῇ τίθεσθαί τι Plut. заботиться о чем-л.; ἄτερ σπουδῆς Hom. без (всякого) усилия; σπουδῇ Plat. усердно, изо всех сил; σὺν σπουδῇ и μετὰ σπουδῆς Plat. ревностно, усердно; ἐπὶ μεγάλης σπουδῆς Plat. с великим рвением;
3 стремление, порыв: αἱ ξυμπάντων ἐρώτων σπουδαί Plat. порывы всяческих страстей;
4 домогательство, погоня (σπουδαὶ ἐπ᾽ ἀρχάς Plat.): κατὰ σπουδάς Arph. в порядке протекции, благодаря проискам;
5 благосклонность, расположение, поддержка: τῇ δυνάμει καὶ σπουδῇ πεποιθώς Plut. уверенный в (своей) силе и в поддержке (друзей);
6 серьезность: ἀπὸ σπουδῆς Hom., σπουδῇ Thuc., Xen., Plat., μετὰ σπουδῆς Xen., Plat. и σπουδῆς χάριν Plat. серьезно, всерьез; σπουδὴν ποιεῖσθαι Arph. принимать всерьез; σπουδῇ παίζειν Xen. или χαριεντίζεσθαι Plat. шутить с серьезным видом; ἐν τε παιδιαῖς καὶ ἐν σπουδαῖς Plat. как в шутку, так и всерьез.
English (Autenrieth)
(σπεύδω): earnest effort; ἀπὸ σπουδῆς, ‘in earnest,’ Il. 7.359; ἄτερ σπουδῆς, ‘without difficulty,’ Od. 21.409; σπουδῇ, eagerly, quickly; also with difficulty, hardly, Od. 3.297.
English (Strong)
from σπεύδω; "speed", i.e. (by implication) despatch, eagerness, earnestness: business, (earnest) care(-fulness), diligence, forwardness, haste.
English (Thayer)
σπωδης, ἡ (σπεύδω (which see)), from Homer down;
1. haste: μετά σπουδῆς, with haste, Josephus, Antiquities 7,9, 7; Herodian, 3,4, 1; 6,4, 3).
2. earnestness, diligence: universally, earnestness in accomplishing, promoting, or striving after anything, ἐν σπουδή, with diligence, σπουδήν ἐνδείκνυσθαι, πᾶσαν σπουδήν ποιεῖσθαι (see ποιέω, I:3, p. 525{b} bottom), to give all diligence, interest oneself most earnestly, σπουδήν παρεισφέρειν, ἡ σπουδή ὑπέρ τίνος, earnest care for one, περί τίνος (Demosthenes, 90,10); Diodorus 1,75).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σπούδα καιασπούδα Ν, και δωρ. τ. σπουδά Α
1. βιασύνη, γρηγοράδα, ταχύτητα (α. «επέδειξε ασυγχώρητη σπουδή στις ενέργειές του» β. «τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν», Θεόφρ.)
2. ζήλος, προθυμία, ζέση (α. «ὧς ἄρ' ἄτερ σπουδής τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.
β. «τύχη... σπουδῆς οὐκ ἀξία», Σοφ.)
3. φρ. «εν σπουδῃ» και «μετά σπουδής»
(λόγ. τ.) α) γρήγορα, εσπευσμένα, βιαστικά
β) πρόθυμα
νεοελλ.
1. σοβαρή, συστηματική ενασχόληση και μελέτη για εκμάθηση και άσκηση επιστήμης ή τέχνης (α. «η σπουδή της νομικής επιστήμης» β. «η σπουδή της αρχαιολογίας»)
2. σχέδιο, ζωγραφικό έργο ή πρόπλασμα φιλοτεχνημένα εκ του φυσικού προκειμένου να αποδοθεί με αμεσότητα η ζωντανή πραγματικότητα
3. μουσ. σύνθεση ενόργανης μουσικής που αποβλέπει στη βελτίωση της τεχνικής του εκτελεστή
4. συν. στον πληθ. οι σπουδές
μαθητεία, φοίτηση, παρακολούθηση μαθημάτων ανώτατης ή ανώτερης σχολής («έκανε λαμπρές σπουδές τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό»)
5. φρ. «κλασικές σπουδές» — η μελέτη τών δόκιμων Ελλήνων και Λατίνων ποιητών και συγγραφέων
(μσν-αρχ.)
1. θρησκευτικός ζήλος (α. «τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες», ΚΔ
β. «σπουδὴ πρὸς τὴν θεάν», επιγρ.)
2. φιλικό ενδιαφέρον, εξυπηρέτηση («χάρις δὲ τῷ θεῷ τῷ διδόντι τήν αυτήν σπουδήν ὑπὲρ ὑμῶν ἐν καρδίᾳ Τίτου», ΚΔ)
αρχ.
1. σοβαρή απασχόληση, αντικείμενο προσοχής και επιμέλειας (α. «σπουδὴν ἐπ' ἄλλην Ἡρακλῆς ὁρμώμενος», Ευρ.
β. «ἔν τε παιδιαῑς καὶ ἐν σπουδαῖς», Πλάτ.)
2. εκτίμηση, σεβασμός για κάποιον («πάνυ πολλῆς σπουδῆς ἄξιος», Ξεν.)
3. σοβαρότητα («σπουδῆς μὲν μεστοὶ γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι», ΚΔ)
4. στον πληθ. αἱ σπουδαί
φατριαστικά αισθήματα, κομματικές αντιζηλίες
5. (η δοτ. ως επίρρ.) σπουδῇ
α) γρήγορα, βιαστικά
β) με φροντίδα, προσεχτικά
γ) με δυσκολία, μόλις και μετά βίας
δ) εκ προμελέτης, επίτηδες
6. φρ. α) «σπουδήν ἔχω» ή «σπουδὴ ἔστι μοι»
i) σπεύδω, βιάζομαι
ii) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι
β) «σπουδήν ποιοῦμαι» ή «σπουδὴν τίθημι» — δείχνω προθυμία ή ενδιαφέρον για κάτι
γ) «γίνεται σπουδή περί τι» — επιδεικνύεται ζήλος για κάτι
δ) «σπουδαὶ ἐρώτων» — ερωτικοί ενθουσιασμοί
ε) «ἐκ σπουδῆς» ή «κατά σπουδήν» ή «σὺν σπουδῇ» ή «ἐπὶ σπουδῆς»
i) βιαστικά
ii) με προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπουδ- του σπεύδω (για την εξέλιξη της σημ. της λ. βλ. λ. σπεύδω)].
Greek Monotonic
σπουδή: ἡ (σπεύδω),
I. βιασύνη ή ταχύτητα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ὅκως σπουδῆς ἔχει τις, ανάλογα με την ταχύτητα, ορμή που θα επιδείξει κάποιος, στον ίδ.
II. ζήλος, μόχθος, κόπος, προσπάθεια, αδημονία, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· σπουδὴν ποιεῖσθαι, με απαρ., μοχθώ να κάνω κάτι, αγωνίζομαι, κοπιάζω, σε Ηρόδ.· με γεν., σπουδήν τινος ποιήσασθαι, επιδεικνύω μεγάλη προθυμία για κάτι, προθυμοποιούμαι, φιλοτιμούμαι, στον ίδ.· ομοίως, σπουδὴν ἔχειν τινός ή εἴς τι, σε Ευρ.· σπουδῇ ὅπλων, με μεγάλη επιμέλεια, φροντίδα, μέριμνα, στα όπλα, σε Θουκ.· στον πληθ., επίμονες προσπάθειες, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης, φατριαστικά αισθήματα, αντιζηλίες, αντιπαλότητες, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
III. 1. ζήλος, προθυμία, σοβαρότητα, σε Ευρ. κ.λπ.
2. το αντικείμενο της προσοχής, σοβαρή ενασχόληση, σε Ευρ.
IV. δοτ. σπουδῇ ως επίρρ.·
1. με βιασύνη, βιαστικά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
2. με μεγάλη προσπάθεια, με δυσκολία, μόλις και, σχεδόν, σπανίως, σε Όμηρ.
3. με προθυμία, με σοβαρότητα, επειγόντως, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ σπονδῆς, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδή: ἡ, (σπεύδω) τὸ σπεύδειν, «βία», ταχύτης, σπουδὴν ἔχειν, ποιεῖσθαι, = σπεύδειν, Ἡρόδ. 9. 89., 3. 4, Θουκ. 4. 30· σπ. τῆς ὁδοῦ, σπεύδω εἰς τὴν ὁδοιπορίαν, ὁ αὐτ. 7. 77· σπ. τίθεσθαι Σοφ. Αἴ. 13, πρβλ. Ἀποσπ. 235· ὅκως σπουδῆς ἔχει τις, μετὰ τὴν σπουδὴν ἣν δεικνύει τις, Ἡρόδ. 9. 66· -χωρίον …, οἷ σπουδὴν ἔχω, πρὸς ὃ σπεύδω, Ἀριστοφ. Λυσ. 288· -σπουδῇ, ἐσπευσμένως, μετὰ σπουδῆς, ἴδε κατωτ. IV· οὕτω, σὺν σπουδῇ ταχὺς Σοφ. Φιλ. 1223· διὰ σπουδῆς Εὐρ. Βάκχ. 212, Ξεν., κλπ. ἐκ σπουδῆς Ἀριστ. π. Θαυμασ. 86· μετὰ σπουδῆς Ἡρῳδιαν. 6. 4, κτλ.· κατὰ σπουδὴν Θουκ. 1. 93., 2. 90, Ξεν., κλπ· (ἀλλ’ ἐκ τῆς σημασίας ταύτης συχνάκις μεταπίπτει εἰς τὴν ἑπομένην). ΙΙ. ζῆλος, προθυμία, προσπάθεια, δραστηριότης, ἄτερ σπουδῆς Ὀδ. Φ. 409· σῆς ὑπὸ σπουδῆς Αἰσχύλ. Θήβ. 585· σπουδῆς ἄξιος Σοφ. Ο. Τ. 778, Πλάτ. Πολ. 604C, κτλ.· συχν. μετὰ δοτικ., σπουδῇ, μετὰ σπουδῆς, μετὰ ζήλου, προθύμως, ἴδε κατωτ. IV. 2· -οὕτω, σὺν σπουδῇ Πλάτ. Νόμ. 818C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 4· ἐπὶ μεγάλης σπ. Πλάτ. Συμπ. 192C· μετὰ πολλῆς σπ. ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 175Ε· -σπουδὴν ποιεῖσθαι, μετ’ ἀπαρ., σπουδάζω, ἐπιμελοῦμαι νά …, Ἡρόδ. 7. 205· πολλὴν σπ. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 6. 107· σπ. ποιεῖσθαι περί τινος Πλάτ. Συμπ. 177C, κτλ.˙ περί τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 179D· ὡσαύτως μετὰ γεν., σπουδήν τινος ποιήσασθαι, ἐπιδείκνυμι πολλὴν προθυμίαν περί τι, Ἡρόδ. 1. 4˙ σπ. Λόγων κατατεινομένων, ζῆλος διὰ τὰ ἀντιμαχόμενα ἐπιχειρήματα, προθυμία πρὸς συζήτησιν, Εὐρ. Ἑκάβ. 132˙ σπ. ἐπί τινι Λουκ. π. Ὀρχ. 1˙ πρός τι Διόδ. 17. 114˙ - οὕτω, σπ. Τιθέναι ἀμφί τινος Πινδ. Π. 4. 492˙ σπ. Θέσθαι χάριν τινὸς Σοφ. Αἴ. 13˙ - σπ. ἔχειν, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 6. 120, πρβλ. 7. 149˙ σπ. ἔχειν τινὸς Εὐρ. Ἄλκ. 778, 1014˙ περί τινος Πλάτ. Ἀντεραστ. 136C· εἴς τι Εὐρ. Μήδ. 557˙ ὅπως τι γένηται Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22˙ - σπ. Γίγνεται περί τι Πλάτ. Φαῖδρ. 276 Ε˙ σπ. ἐστι περί τινος Δημ. 90. 10˙ σπουδῆς καὶ βουλῆς προσδεῖσθαι Δημ. 123. 3˙ - ἡ σπ. τῆς ἀπίξιος, ἡ προθυμία μου εἰς τὸ νὰ ἔλθω, Ἡρόδ. 5. 49˙ σπουδῇ ὅπλων, μετὰ μεγάλης προσοχῆς εἰς τὰ ὅπλα, Θουκ. 6. 31, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 855D· ἐρώτων αὐτόθι 632 Α˙ σπ. πλήθους γεννημάτων, προθυμία διὰ ..., αὐτόθι 740D· - ἐν τῷ πληθ., μετὰ ζήλου προσπάθειαι, Ἡρόδ. 5. 5, Εὐρ. Ἴων 1061, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 4. 2) ἐκτίμησις πρός τινα, σεβασμός, διὰ τὴν ἐμὴν σπ. Ἀντιφῶν 146. 13˙ πάνυ πολλῆς σπ. ἄξιος Ξεν. Συμπ. 1, 6˙ - ἐν τῷ πληθ., φατριαστικὰ αἰσθήματα καὶ συμπάθειαι, ἀντιζηλίαι, σπ. ἰσχυραὶ φίλων περί τινος. Ἡρόδ. 5. 5˙ κατὰ σπουδὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 8˙ σπουδαὶ ἐρώτων Πλάτ. Νόμ. 632 Α˙ - μάλιστα δὲ σπουδαρχία, Λατ. ambitus, Πλουτ. Λούκουλλ. 42, Κράσς. 7. 3) φιλονικία, συζήτησις, Φιλόστρ. 167, 252. ΙΙΙ. ζῆλος, προθυμία, σοβαρότης, σπουδὴν ἔχειν, ποιεῖσθαι, = σπουδάζειν, Εὐρ. Φοίν. 901, Ἀριστοφ. Βάτρ. 522˙ σπουδῆς μὲν μεστοί, γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι Ξεν. Συμπ. 1, 13˙ - συχν. μετὰ προθέσ., ἐν ἐπιρρημ. σημασίᾳ, ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύειν, μετὰ σπουδῆς, σπουδαίως, μετὰ σπουδαιότητος, σπουδάζων, Ἰλ. Ζ. 359, Μ. 233˙ - μετὰ σπουδῆς, ἀντίθετον τῷ ἐν παιδιαῖς, Ξεν. Συμπ. 1, 1˙ μετά τε παιδιᾶς καὶ μετὰ σπουδῆς Πλάτ. Νόμ. 887D· οὐ σπουδῆς χάριν ἀλλὰ παιδιᾶς ἕνεκα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 288C, πρβλ. Συμπ. 197 Ε˙ χωρὶς σπουδῆς Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 2. 2) ἀντικείμενον προσοχῆς καὶ ἐπιμελείας, σπουδαία ἀσχολία, σπουδὴν ἐπ’ ἄλλην Ἡρακλῆς ὁρμώμενος Εὐρ. Ἱκέτ. 1199˙ πληθ., ἔν τε παιδιαῖς καὶ ἐν ταῖς σπουδαῖς Πλάτ. Νόμ. 647D, πρβλ. 732D, κ. ἀλλ. IV. σπουδῇ, ὡς ἐπίρρ., ἐν σπουδῇ, μετὰ σπουδῆς, ἐσπευσμένως, «βιαστικά», προερέσσαμεν Ὀδ. Ν. 279˙ ἀνάβαινε Ο. 209˙ στρατιὴν ἄγειν Ἡρόδ. 9. 1, κ. ἀλλ., πρβλ. 89˙ συχν. παρ’ Ἀττ., σπ. πάνυ Θουκ. 8. 89, κτλ.˙ σπουδῇ ποδὸς Εὐρ. Ἑκ. 216. 2) μετὰ μεγάλης προσπαθείας καὶ δυσκολίας, ὅθεν, δυσκόλως, χαλεπῶς, σχεδόν, μόλις, σχεδὸν ὡς τὸ σχολῇ, Ἰλ. Β. 99, Ε. 893, Ὀδ. Γ. 297˙ σπ. παρπεπιθόντες Ἰλ. Ψ. 37, Ὀδ. Ω. 119. 3) σπουδαίως, σοβαρῶς, ἐπειγόντως, σπουδῇ καλεῖν τινα Εὐρ. Φοίν. 849˙ πλεῖν Θουκ. 3. 49˙ ἀκούειν Πλάτ. Πολ. 388D· σπ. χαριεντίζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολλ. 24C· πάνυ σπουδῇ, μετὰ προσοχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 98Β˙ πολλῇ σπ., μετὰ πολλῆς ἀσχολίας, Ἡρόδ. 1. 88, Ξεν., κλ.˙ πάσῃ σπ. μανθάνειν Πλάτ. Νόμ. 752 Α, κτλ.
Middle Liddell
σπουδή, ἡ, σπεύδω
I. haste, speed, Hdt., etc.; ὅκως σπουδῆς ἔχει τις according as one makes speed, Hdt.
II. zeal, pains, exertion, trouble, Od., Attic: —σπουδὴν ποιεῖσθαι, c. inf., to take pains to do a thing, Hdt.; c. gen., σπουδήν τινος ποιήσασθαι to make much ado about a thing, Hdt.; so, σπ. ἔχειν τινός or εἴς τι Eur.; σπουδῇ ὅπλων with great attention to the arms, Thuc.:—in pl. zealous exertions, Hdt., Eur.; also party feelings, rivalries, Hdt., Ar.
III. zeal, earnestness, seriousness, Eur., etc.
2. an object of attention, a serious engagement, Eur.
IV. σπουδῇ, as adv. in haste, hastily, Od., Hdt., Attic
2. with great exertion, with difficulty, hardly, scarcely, Hom.
3. earnestly, seriously, urgently, Eur., etc.; πολλῇ σπ. very busily, Hdt., etc.; so with Preps., ἀπὸ σπουδῆς in earnest, seriously, Il.; μετὰ σπουδῆς Xen.
Chinese
原文音譯:spoud» 士鋪得
詞類次數:名詞(12)
原文字根:勤奮 相當於: (חִפָּזׄון)
字義溯源:急忙,急切,熱心,盡心,奮力,殷勤;源自(σπεύδω)*=急速,意即促使勤奮地,或熱心地)。參讀 (σπεύδω)同源字
出現次數:總共(12);可(1);路(1);羅(2);林後(5);來(1);彼後(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 殷勤(6) 羅12:8; 羅12:11; 林後7:11; 林後8:16; 來6:11; 彼後1:5;
2) 熱心(4) 林後7:12; 林後8:7; 林後8:8; 猶1:3;
3) 急忙(2) 可6:25; 路1:39
English (Woodhouse)
attention, business, care, eagerness, earnestness, exertion, haste, hurry, impetuosity, industry, occupation, readiness, regard, speed, swiftness, trouble, zeal, object of attention, pains
Mantoulidis Etymological
(=ταχύτητα, προθυμία). Ἀπό τό σπεύδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
festinatio, haste, hurry, 3.49.3, 7.77.6,
festinanter, hastily, speedily, 1.93.2, 2.90.3. 2.94.2. 3.49.2.
idem, the same 6.69.1,
idem, the same 3.33.3, 5.66.2, 8.107.1,
idem, the same 3.49.4, 8.89.2, [quae vulgo desunt which commonly are lacking].
b) studium, zeal, eagerness, 4.30.3, 6.31.3.
Translations
zeal
Albanian: cenë; Arabic: حَمَاس, جُهْد; Egyptian Arabic: جهد; Armenian: նախանձախնդրություն; Azerbaijani: şövq, canfəşanlıq; Belarusian: запал, заўзятасць; Bulgarian: усъ́рдие, старание, стремеж; Catalan: zel; Cherokee: ᎤᏚᎩᎬᏗ; Chinese Mandarin: 熱心/热心, 熱情/热情, 激情, 熱忱/热忱; Cornish: diwysykter; Czech: horlivost; Dutch: ijver, geestdrift; Esperanto: fervoro; Finnish: into, intohimo, kiihko; French: zèle, assiduité; Georgian: გულმოდგინება, სიბეჯითე, თავგამოდება; German: Eifer, Begeisterung; Gothic: 𐌰𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: ζήλος; Ancient Greek: γνώμα, γνώμη, ἐκτένεια, ἔριδα, ἔρις, ζᾶλος, ζῆλος, ζήλωσις, οἶστρος, ὄπις, προαίρεσις, προθυμία, προθυμίη, σπουδασμός, σπουδή, τὸ πρόθυμον; Hungarian: buzgóság, buzgalom, lelkesedés, hév, hevület; Ido: zelo; Interlingua: zelo; Irish: díograis; Italian: zelo; Japanese: 熱情, 情熱, 熱意, 意気込み, 気勢; Korean: 열정(熱情); Latin: studium, zelus, ardor, fervor, alacritas; Macedonian: ревност; Norwegian Bokmål: engasjement, iver; Persian: غِیرَت, تَعَصُّب; Plautdietsch: Iewa; Polish: zapał inan, gorliwość; Portuguese: zelo; Romanian: zel, ardoare, râvnă, sârguință; Russian: рвение, усердие, старание, запал; Sanskrit: उत्साह; Scottish Gaelic: eud; Slovak: horlivosť; Spanish: ahínco, fervor, celo, entusiasmo, denuedo; Swedish: iver, nit, nitälskan; Tajik: ғайрат; Tocharian B: spelkke; Turkish: hırs, şevk, heves; Ukrainian: запопадливість, запал, завзяття, завзятість; Uzbek: gʻayrat; Welsh: sêl, selogrwydd
haste
Azerbaijani: tələsiklik, qaçaqaç; Bulgarian: бързина, бързане; Catalan: pressa; Czech: spěch; French: hâte; German: Eile, Hast; Ancient Greek: σπουδή; Hungarian: sietség; Ingrian: kippu, kiire; Kurdish Central Kurdish: پەلە; Latgalian: skuba, strāpuošona, drystuošona; Latin: celeritas, festinatio, properantia, festinantia, concitus; Old Polish: śpiech; Plautdietsch: Haust; Polish: pośpiech; Portuguese: pressa; Russian: спешка; Scottish Gaelic: cabhag, deann; Spanish: prisa, premura; Swedish: brådska; Ukrainian: поспіх; Walloon: håsse
speed
Albanian: shpejtësi; Amharic: ጥድፈት; Arabic: سُرْعَة; Aragonese: rapideza, velocidat; Armenian: արագություն; Asturian: rapidez, velocidá; Azerbaijani: sürət; Basque: abaila; Belarusian: скорасць, хуткасць; Bengali: গতি; Bulgarian: бързина; Burmese: အရှိန်; Catalan: rapidesa, velocitat; Chinese Mandarin: 速度; Czech: rychlost; Danish: hastighed, hurtighed; Dutch: snelheid, vlugheid; Esperanto: rapideco; Estonian: kiirus; Extremaduran: velociá; Finnish: nopeus, vauhti; French: vitesse; Galician: rapidez, velocidade; Georgian: სიჩქარე, სისწრაფე; German: Schnelligkeit; Greek: ταχύτητα; Ancient Greek: τάχος, ταχυτής, σπουδή; Haitian Creole: vitès; Hebrew: מְהִירוּת; Hindi: गति; Hungarian: gyorsaság; Icelandic: hraði; Italian: velocità, celerità; Japanese: 速度, 速さ; Kazakh: жылдамдық; Khmer: ល្បឿន; Korean: 속도(速度); Kyrgyz: ылдамдык; Lao: ຄວາມໄວ; Latin: celeritas; Latvian: ātrums; Lithuanian: greitis; Macedonian: брзина; Malay: kelajuan; Malayalam: വേഗത, വേഗം; Marathi: गति, वेग; Mongolian: хурд; Nepali: गति; Norwegian Bokmål: fart, hastighet; Nynorsk: hastigheit; Old English: hrædnes; Persian: سرعت; Plautdietsch: Spied, Schwindichkjeit; Polish: szybkość; Portuguese: velocidade, rapidez; Romanian: viteză, rapiditate, iuțeală; Russian: скорость; Sanskrit: जव, जुवस्; Scottish Gaelic: cabhag, deann; Serbo-Croatian Cyrillic: брзина; Roman: brzina; Slovak: rýchlosť; Slovene: hitrost; Spanish: rapidez, velocidad; Swahili: kasi; Swedish: fart, hastighet; Tagalog: bilis, tulin; Tajik: суръат; Telugu: వడి; Thai: ความเร็ว; Turkish: hız, sürat; Turkmen: tizlik; Ukrainian: швидкість; Uzbek: tezlik; Vietnamese: tốc độ; Walloon: vitesse, felesse, raddisté, abeyisté, subtilité; White Zazaki: pêt, suret; ǃXóõ: ʻǁna̰ã