πρίν: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6)
(4)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρίν:''' [ῐ], επίρρ., σχηματισμένο με τη συγκρ. ισχύ της πρόθ. [[πρό]].<br /><b class="num">Α.</b> επίρρ. [[χρονικό]], [[πριν]].<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για μελλοντικό χρόνο, [[πριν]] από αυτήν τη [[στιγμή]], [[νωρίτερα]], με οριστ. μέλ. ή υποτ. = μέλ., σε Όμηρ.· με ευκτ. και <i>κεν</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για παρελθοντικό χρόνο, παλαιότερα, πρωτύτερα, [[κάποτε]], [[νωρίτερα]], σε Όμηρ.· ομοίως, με [[άρθρο]], τὸ [[πρίν]] γε..., [[νῦν]] δέ..., [[νῦν]] δέ... τὸ [[πρίν]] γε, σε Ομήρ. Ιλ.· με [[άρθρο]] η μτχ. <i>ὤν</i> πραλείπεται· <i>τὰ πρὶν πελώρια</i> (ενν. [[ὄντα]]), οι γίγαντες του παρελθόντος, σε Αισχύλ.· <i>ἐντῷ πρὶν χρόνῳ</i>, σε Σοφ.· <i>ἐν τοῖς πρὶν λόγοις</i>, σε Θουκ. <b>Β.</b> <i>πρὶν ἤ</i>,<br /><b class="num">I.</b> ως σύνδ., [[πριν]] απ' αυτό, [[πριν]], [[προηγουμένως]], Λατ. [[priusquam]], σε Όμηρ.· [[αλλά]] το <i>ἤ</i> [[συχνά]] παραλείπεται, έτσι ώστε το [[πρίν]] γίνεται σύνδ.· η κύρια [[πρόταση]] έχει επίσης το [[πρίν]] (ή [[πρότερον]], [[πρόσθεν]], [[πάρος]]), έτσι που ο [[σύνδεσμος]] [[πρίν]] συγχέεται με το επίρρ. [[πρίν]], [[ιδίως]] [[μετά]] από [[άρνηση]]· με απαρ., <i>ναῖε δὲ Πήδαιον</i>, πρὶν [[ἐλθεῖν]] υἷας Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>οὐδὲ παύσεται χόλου</i>, <i>πρὶν κατασκῆψαί τινα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> με [[ρήμα]] σε παρεμφατικό τύπο:<br /><b class="num">1.</b> με οριστ., σ' αυτήν την [[περίπτωση]] ο Όμηρ. χρησιμ. το [[πρίν]] γ' [[ὅτε]] δὴ [[Ζεὺς]] [[κῦδος]] Ἕκτορι δῶκε, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, οὐκ ἦν ἀλέξημ' [[οὐδέν]], [[πρίν]] γ' ἐγὼ [[σφίσιν]] [[ἔδειξα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με υποτ. μόνο [[μετά]] από αποφατικές ή ισοδύν. προτάσεις, <i>οὐ καταδυσόμεθ'</i>, πρὶν μόρσιμον [[ἦμαρ]] ἐπέλθῃ, δεν θα καταποντιστούμε, δεν θα κατανικηθούμε, [[προτού]] να έρθει η [[μέρα]] του θανάτου, σε Ομήρ. Οδ.· σε Αττ., <i>πρὶν ἄν</i> είναι [[τύπος]] [[ομαλός]], [[οὐδέν]] ἐστι [[τέρμα]] μοι μόχθων, πρὶν ἂν [[Ζεὺς]] ἐκπέσῃ τυραννίδος, σε Αισχύλ.· [[αλλά]], το <i>ἄν</i> μερικές φορές παραλείπεται, <i>μὴ στέναζε</i>, <i>πρὶν μάθῃς</i>, σε Σοφ.· [[πάντοτε]] με <i>πρὶν ἤ</i>, <i>πρὶν ἢ ἀνορθώσωσι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με ευκτ. [[έπειτα]] από ιστορικούς χρόνους, <i>οὐκ ἔθελεν φεύγειν πρὶν πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἔδοξέ μοι μὴ ποιεῖσθαι</i>, <i>πρὶν φράσαιμί σοι</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''πρίν:''' [ῐ], επίρρ., σχηματισμένο με τη συγκρ. ισχύ της πρόθ. [[πρό]].<br /><b class="num">Α.</b> επίρρ. [[χρονικό]], [[πριν]].<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για μελλοντικό χρόνο, [[πριν]] από αυτήν τη [[στιγμή]], [[νωρίτερα]], με οριστ. μέλ. ή υποτ. = μέλ., σε Όμηρ.· με ευκτ. και <i>κεν</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για παρελθοντικό χρόνο, παλαιότερα, πρωτύτερα, [[κάποτε]], [[νωρίτερα]], σε Όμηρ.· ομοίως, με [[άρθρο]], τὸ [[πρίν]] γε..., [[νῦν]] δέ..., [[νῦν]] δέ... τὸ [[πρίν]] γε, σε Ομήρ. Ιλ.· με [[άρθρο]] η μτχ. <i>ὤν</i> πραλείπεται· <i>τὰ πρὶν πελώρια</i> (ενν. [[ὄντα]]), οι γίγαντες του παρελθόντος, σε Αισχύλ.· <i>ἐντῷ πρὶν χρόνῳ</i>, σε Σοφ.· <i>ἐν τοῖς πρὶν λόγοις</i>, σε Θουκ. <b>Β.</b> <i>πρὶν ἤ</i>,<br /><b class="num">I.</b> ως σύνδ., [[πριν]] απ' αυτό, [[πριν]], [[προηγουμένως]], Λατ. [[priusquam]], σε Όμηρ.· [[αλλά]] το <i>ἤ</i> [[συχνά]] παραλείπεται, έτσι ώστε το [[πρίν]] γίνεται σύνδ.· η κύρια [[πρόταση]] έχει επίσης το [[πρίν]] (ή [[πρότερον]], [[πρόσθεν]], [[πάρος]]), έτσι που ο [[σύνδεσμος]] [[πρίν]] συγχέεται με το επίρρ. [[πρίν]], [[ιδίως]] [[μετά]] από [[άρνηση]]· με απαρ., <i>ναῖε δὲ Πήδαιον</i>, πρὶν [[ἐλθεῖν]] υἷας Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>οὐδὲ παύσεται χόλου</i>, <i>πρὶν κατασκῆψαί τινα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> με [[ρήμα]] σε παρεμφατικό τύπο:<br /><b class="num">1.</b> με οριστ., σ' αυτήν την [[περίπτωση]] ο Όμηρ. χρησιμ. το [[πρίν]] γ' [[ὅτε]] δὴ [[Ζεὺς]] [[κῦδος]] Ἕκτορι δῶκε, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, οὐκ ἦν ἀλέξημ' [[οὐδέν]], [[πρίν]] γ' ἐγὼ [[σφίσιν]] [[ἔδειξα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με υποτ. μόνο [[μετά]] από αποφατικές ή ισοδύν. προτάσεις, <i>οὐ καταδυσόμεθ'</i>, πρὶν μόρσιμον [[ἦμαρ]] ἐπέλθῃ, δεν θα καταποντιστούμε, δεν θα κατανικηθούμε, [[προτού]] να έρθει η [[μέρα]] του θανάτου, σε Ομήρ. Οδ.· σε Αττ., <i>πρὶν ἄν</i> είναι [[τύπος]] [[ομαλός]], [[οὐδέν]] ἐστι [[τέρμα]] μοι μόχθων, πρὶν ἂν [[Ζεὺς]] ἐκπέσῃ τυραννίδος, σε Αισχύλ.· [[αλλά]], το <i>ἄν</i> μερικές φορές παραλείπεται, <i>μὴ στέναζε</i>, <i>πρὶν μάθῃς</i>, σε Σοφ.· [[πάντοτε]] με <i>πρὶν ἤ</i>, <i>πρὶν ἢ ἀνορθώσωσι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με ευκτ. [[έπειτα]] από ιστορικούς χρόνους, <i>οὐκ ἔθελεν φεύγειν πρὶν πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἔδοξέ μοι μὴ ποιεῖσθαι</i>, <i>πρὶν φράσαιμί σοι</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρίν:''' <b class="num">I</b> (ῐ и ῑ) adv. прежде, раньше: ἔθ᾽ ὡς π. Hom. доселе, как (и) прежде; (ἀρχαί), ἃς [[ἐκεῖνος]] εἶχε π. Soph. власть, которая раньше принадлежала ему; ὁ π. γενόμενος Her. раньше появившийся, прежний; ἐν τῷ π. χρόνῳ Soph. и τὸ π. Hom., Her., Aesch., Plat. в прежнее время, ранее; [[Θησεύς]], τοῦ π. Αἰγέως [[τόκος]] Soph. Тесей, сын прежде царствовавшего Эгея; π. [[ὥρη]] (sc. ἐστίν) Hom. преждевременно.<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen. прежде, до: π. ὥρας Pind. прежде времени; π. τοῦ βλέψαι Sext. прежде, чем увидеть.<br /><b class="num">III</b> conj. (тж. π. ἤ, π. [[ὅταν]] и др.) (с ind., conjct. с ἄν и opt.) прежде чем, пока не, доколе: [[οὐδέ]] τις ἔτλη π. [[πιέειν]], π. [[λεῖψαι]] Κρονίωνι Hom. и никто не посмел пить прежде, чем совершить возлияние Крониону; μὴ (οὐ) [[πρόσθεν]] или μὴ (οὐ) [[πρότερον]] … π. Her., Xen., Plat., Soph., Arph. не ранее … чем, не … пока не; ἀπετράποντο ἐς τὴν πόλιν π. ὑπερβαίνειν Thuc. они вернулись в город прежде, чем вышли за (его) стены; οὐδὲ λήξει, π. ἂν ἢ κορέσῃ [[κέαρ]] Aesch. (Зевс) не успокоится, пока не утолит (своего) гнева; π. ἴδοιμ᾽ ὀρθὸν [[ἔπος]] Soph. пока я не узнаю правды.
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρίν Medium diacritics: πρίν Low diacritics: πριν Capitals: ΠΡΙΝ
Transliteration A: prín Transliteration B: prin Transliteration C: prin Beta Code: pri/n

English (LSJ)

Adv. and Conj.,

   A before, until. [πρῐν 19 times in Hom., Il.2.344, al.; πρῑν in Il.6.81, 13.172, al.; once written πρείν, Leg.Gort.7.40, but πρίν IG12.60.11, 94.9, 114.46, etc.; Trag. and Com. always πρῐν (πρίν γ' must be read in Ar.Ach.176).]    A Adv. of Time, before, either in the sense of sooner or in that of formerly, erst (implying duration up to a certain time):    I of future time, with fut. Indic., πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν Il.1.29, cf. 18.283, Od.2.198, etc.: with Subj. = fut., πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο πάθῃσθα Il.24.551: with Opt. and κεν, πρίν κεν ἀνιηθεὶς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο Od.3.117, cf. 11.330, 14.155, Ar.Pax1076, 1112: with Opt., Il. 24.800: with Imper., 9.250: with Inf. (expressing a wish), 2.413, (expressing an oath) Od.4.254.    II of past time,    1 formerly, once, πρὶν μέν μοι ὑπέσχετο... νῦν δὲ . . Il.2.112, v.l. in 9.19, cf. 23.827; πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα Od.4.724, cf. 3.408.    2 formerly (up to a certain point), before, in this sense freq. with Art., τὸ πρίν γ' ἐκέκαστο Il.5.54; τὸ πρίν γε... νῦν δὲ . . 13.105; νῦν δὲ . . τὸ πρίν γε 16.208, cf. A.Pr.443, Hdt.1.129: without Art., τὰς ἐπιστήμας ἅς ποτε καὶ π. εἴχομεν Pl.Phd.75e: with ellipsis of part. γενόμενος, τὰ π. πελώρια (sc. γενόμενα) the giants of old, A.Pr.151 (lyr.); τοῦ π. Αἰγέως Aegeus gone before, S.OC69; ἐν τῷ π. χρόνῳ Id.Ph.1224; ἐν τοῖς π. λόγοις Th.2.62: with part. expressed, τὸ π. γενόμενον τέρας Hdt.8.37; τοὺς πρὶν φυλαττομένους Pl.R.547c, etc.    3 hitherto, π. μέν . . B.12.114; until that time, and so meanwhile, Id.15.13.    4 sts. folld. by gen., π. ὥρας Pi.P.4.43; π. ἀνηκέστου πάθους J.BJ1.6.1; π. γενέσεως Thd.Su.42; π. τῆς συνόδου S.E.M.9.371; π. φάους Arr.An. 3.18.6; π. τοῦ βλέψαι, π. τοῦ ἀποθανεῖν, S.E.P.7.162, v.l. in LXX To. 14.15; also πρὶν οὗ c. inf., SIG953.16 (Calymna, ii B.C.); c. indic., Test. ap. D.46.21.    B Conj. before, ere: freq. following an antecedent clause with adverbial π. (chiefly in Ep.), or its equivalents πρότερον, πρόσθεν, πάρος (poet.), esp. with negat., οὐδὲ π.... π. . . Il.1.98,7.481, Od.19.475; μὴ π.... π. . . Il.2.355, E.HF605; π.... π. . . Il.2.348, 8.453, Od.19.586; οὐ πρότερον... π . . . Ar.Ec.620, And.4.17, D.9.61; μὴ πρότερον . . π . . . S.Ph.199 (anap.), Pl.Phd.62c, Aeschin.1.10; πρότερον... π. . . And.4.1, X.Cyr.5.2.9; οὐ πρόσθεν. ., π. . . Od. 17.9, X.Cyr.1.4.23; μὴ πρόσθεν... π. . . Id.An.1.1.10; πρόσθε ., π. τυχεῖν Pi.P.2.92; οὐ πάρος. ., π. . . Od.2.128, Il.5.219; preceded by φθάνω, 16.322, Antipho 1.29, Th.4.79, 104, 6.97, 8.12, X.An.4.1.21, Cyr.2.4.25; sts. folld. by ἤ, οὐ . . πρίν γ' ἀποπαύσεσθαι πρίν γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα Il.5.288, cf. 22.266, Hdt.1.136, 165, al.; dub. and perh. always corrupt in Att. and X., Th.5.61, Lys.6.11, Isoc.4.19 (v.l.), Lycurg.128, Aeschin.2.132 (v.l.), X.Cyr.1.4.23, An. 4.5.1, but freq. in later Greek, LXX Ge.29.26, etc.    I c. inf., the prevailing constr. in Hom., after positive and negative clauses alike: in Att. mostly after positive clauses, and always used with them when the action does not or is not to take place: the tense is,    I regularly aor.,    a after a positive clause, ναῖε δὲ Πήδαιον, πρὶν ἐλθεῖν υἷας Ἀχαιῶν Il.13.172, cf. 8.453, 16.322, Od.1.210; Ζεὺς ὀλέσειε βίην, πρὶν ἥβης μέτρον ἱκέσθαι 4.668, cf. Il.6.465, 24.245, Pi.P.2.92.3.9, N.8.19, Hdt.6.119, A.Pers.712, Ag.1539 (anap.). S.Ant.120 (lyr.), Tr.396, E.Alc.281, Ar.Eq.258, al., Antipho 5.67, Th.1.125, X.An.4.1.7, Pl.Prt.350b, al.; after negat. questions which expect a posit. answer, E.Andr.1069, Ion524, Rh.684, Ar.Ra.481, etc.    b after a negat. clause, οὐδ' ὅ γε πρὶν Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἀπώσει, πρίν γ' ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι ἑλικώπιδα κούρην Il.1.98, cf. 19.423, Od.2.128, 4.747 : after Hom. a negat. antecedent is commonly folld. by πρίν with finite Verb (v. infr. 11); but Inf. is found where π. precedes, π. ἰδεῖν δ', οὐδεὶς μάντις S.Aj.1419 (anap.); π. μὲν γὰρ κριθῆναι, οὐ ῥᾴδιον ἦν εἰδέναι τὰς αἰτίας And.4.8; π. νικῆσαι... οὐκ ἦν . . Lys.19.28; π. δὲ ταῦτα πρᾶξαι, μὴ σκοπεῖτε D.3.12, cf. Lycurg. 135; also, οὔτε . . π. ἱδρῶσαι δεῖπνον ᾑρεῖτο X.Cyr.8.1.38; also after Verbs of fearing (the positive being the thing dreaded), ὅταν . . δεδίωσι μὴ πρότερόν τι μάθῃς, π. τέλος ἐπιθεῖναι τοῖς πραττομένοις Isoc.5.70, cf. E.Fr.453.6, S.Tr. 632; in unfulfilled conditions and wishes, οὔθ' ὁ Πλούτωνος κύων οὔθ' οὑπὶ κώπῃ ψυχοπομπὸς ἂν Χάρων ἔσχον π. εἰς φῶς σὸν καταστῆσαι βίον E.Alc.362, cf. Rh.61; otherwise not common, ὤφθην οὐδεπώποτε π. ταύτην τὴν συμφορὰν γενέσθαι Lys.19.55; οὐδὲ παύσεται χόλου... π. κατασκῆψαί τινα E.Med.94, cf. HF605; καί μοι μὴ θορυβήσῃ μηδεὶς π. ἀκοῦσαι D.5.15, cf. X.Oec.4.24: after neg. opt. with ἄν, οὕτω γένοιτ' ἂν οὐδ' ἂν ἔκβασις στρατοῦ καλή, π. ὅρμῳ ναῦν θρασυνθῆναι a.Supp.772, cf. Pl.Lg.769e: after a past tense (in orat. obliq.), ὤμοσαν μὴ π. ἐς Φώκαιαν ἥξειν, π. ἢ τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφανῆναι Hdt.1.165, cf. 4.9, Th. 7.50, X.HG6.5.23, Pl.Phd.61a.    2 also pres., to convey a special sense of continuance, effort, or the like, 'before undertaking to', 'before proceeding to', π. ἐξοπλίζειν Ἄρη A.Supp.702 (lyr.), cf. Ag. 1067; π. νυν τὰ πλείον' ἱστορεῖν... ἔξελθε S.OC36, cf. El.20; π. κλαίειν τινά E.Andr.577, cf. Or.1095; π. λέγειν Ar.Th.380, cf. Ach.383, Hdt. 8.3, And.4.1, Th.3.24, Pl.Lg.666a, X.Cyr.2.4.25, Mem.1.2.40, etc.    3 also perf., after a fut., π. τόδ' ἐξηντληκέναι E.Med.79; after pres. or impf., Id.El.1069, cf. Hdt.3.25; π.... τί μέλλετ' . . ; E.Ph.1145; π. καὶ τεθύσθαι Ar.Av.1034, cf. V.1156, Pax375, Lys.322 (lyr.), Ra.1185, X. An.4.1.21, Pl.Tht.164c, Prt.320a, etc.; with ἥκειν in pf. sense, Hdt.6.116; οὐ βουλόμενος διαγωνίσασθαι π. οἱ τοὺς βοηθοὺς ἥκειν Th.5.10.    II with a finite Verb:    1 with Ind., chiefly aor.: not in Hom. (first in h.Ap.357), who uses Ind. only with πρίν γ' ὅτε, πρίν γ' ὅτε δή, after both posit. and neg. clauses, ἠλώμην... πρίν γ' ὅτε . . ἤγαγες Od.13.322; πρίν γ' ὅτε δή με . . κάλεσσεν 23.43, cf. Il.12.437; οὐδέ κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν... πρίν γ' ὅτε δὴ θανάτοιο . . νέφος ἀμφεκάλυψεν Od.4.180: rarely with impf., οὐδ' ὧς τοῦ θυμὸν . . ἔπειθον, πρίν γ' ὅτε δὴ θάλαμος πύκ' ἐβάλλετο (began to be hit) Il.9.588: freq. after Hom., with aor.,    a after neg. clauses: of a fact in the past, οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδὲν... πρίν γ' ἐγώ σφισιν ἔδειξα A.Pr.481; οὐ πρότερον ἀπανέστη . . Μαρδόνιος, πρὶν ἤ σφεας ὑποχειρίους ἐποιήσατο Hdt.6.45; ἀλλ' οὐδ' ὣς . . ἠξίωσαν νεώτερόν τι ποιεῖν ἐς αὐτο'ν... πρίν γε δὴ αὐτοῖς . . μηνυτὴς γίγνεται (histor. pres. = aor.) Th.1.132, cf. 3.101, 5.61, Hdt.6.79, Ar.Av.700, X.Cyr.1.4.23,4.5.13 (histor. pres.), HG5.4.58, etc.; once in Pl., Phdr.266a; as part of an unfulfilled condition, οὐκ ἂν κατέσχε δῆμον οὐδ' ἐπαύσατο π. ἀνταράξας πῖαρ ἐξεῖλεν γάλα Sol. ap. Arist.Ath.12.5; οὐκ ἂν ἐσκεψάμεθα πρότερον... πρὶν ἐζητήσαμεν Pl.Men.86d, cf. Tht.165e; χρῆν τοίνυν Αεπτίνην μὴ πρότερον τιθέναι τὸν ἑαυτοῦ νόμον, πρὶν τοῦτον ἔλυσε γραψάμενος D.20.96; after verbs implying a neg., ἀμφιγνοεῖν X.An.2.5.33, θαυμάζειν Th.1.51, λανθάνειν Id.3.29; also with impf., οὔπω ᾔδει . . π. ἐν τῷ κακῷ ἦν Antipho 1.19, cf. And.4.17, D.9.61.    b after posit. clauses (both combined, A.Pr.481, Th.1.118), with the sense until, ἠγόμην δ' ἀνὴρ ἀστῶν μέγιστος... πρίν μοι τύχη τοιάδ' ἐπέστη S.OT 776; σπουδαὶ δὲ λόγων ἦσαν ἴσαι πως, πρὶν . . πείθει (histor. pres.) E. Hec.131 (anap.); πρίν γ' ὁρᾷ Id.Med.1173; freq. folld. by δή, π. δή τις ἐφθέγξατο Id.Andr.1147; τὰ περὶ τοὺς ἀγῶνας κατελύθη (neg. idea) ὑπὸ ξυμφορῶν, πρὶν δὴ οἱ Ἀθηναῖοι τότε τὸν ἀγῶνα ἐποίησαν Th.3.104, cf.7.39 (histor. pres.), 71.    2 with Subj. only after negs. or equiv. of neg., = ἕως or ἢν μή (in Isoc.4.173 ἢν μή and πρὶν ἄν are used almost as synonyms); οὐ καταδυσόμεθ', ἀχνύμενοί περ... πρὶν μόρσιμον ἦμαρ ἐπέλθῃ Od.10.175; μή πω καταδύσεο... πρίν γ' ἐμὲ . . ἴδηαι Il.18.135, cf. 190, 24.781; ἀλλ' ὄμοσον μὴ μητρὶ φίλῃ τάδε μυθήσασθαι, πρίν γ' ὅτ' ἂν ἑνδεκάτη τε δυωδεκάτη τε γένηται Od.2.374, cf. 4.477: in Prose usu. πρὶν ἄν (πρίν κα Berl.Sitzb.1927.161 (Cyrene)), rarely π. alone, as also πρὶν ἤ:    a generally with aor., to express an action preceding the action of the anteced. clause, the Verb in which is fut. (or some equiv. of the fut.) or imper., οὐ γαμέεται παρθένος οὐδεμία, πρὶν ἂν τῶν πολεμίων ἄνδρα ἀποκτείνῃ Hdt.4.117, cf. 1.82 (v.l.), 3.109 (v.l.); νῦν δ' οὐδέν ἐστι τέρμα μοι προκείμενον μόχθων (the sense here is fut.), πρὶν ἂν Ζεὺς ἐκπέσῃ τυραννίδος A.Pr.756, cf. 166 (lyr.), 177 (anap.); οὐ γάρ ποτ' ἔξει τῆσδε τῆς χώρας, πρὶν ἂν . . στήσῃς ἄγων S.OC909, cf. 48, 1041, OT1529, etc.; οὐκ ἂν ἐκμάθοις... πρὶν ἂν θάνῃ τις Id.Tr.2; οὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν, πρὶν ἄν σε . . ἔξω βάλω E.Med.276, cf. 680, Alc.1145, IA324, IT19,1302; μὴ προκαταγίγνωσκε... π. ἄν γ' ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ar.V.920, cf. Ach.176, 230, X.Hier.6.13, Cyr.1.2.8, An.1. 1.10, 5.7.12, Pl.Phdr.228c, La.187e (ἂν added in later codd.), etc.; μηδέν' ὀλβίζειν π. ἀ'ν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ S.OT1529 (troch.); οὐχὶ μὴ παύσησθε, π. ἄν . . ὑμᾶς τις ἐκτραχηλίσῃ Ar.Lys.704: π. without ἄν, μὴ στέναζε, π. μάθῃς S.Ph.917, cf. Ant.619 (lyr.), Aj.742, 965, Tr.608, 946; οὐκ ἔστιν ὅστις αὐτὸν ἐξαιρήσεται... π. γυναῖκ' ἐμοὶ μεθῇ E.Alc. 849, cf. Or.1218, 1357 (lyr.); π. χαρίσωνται Ar.Ec.629 (s.v.l.); οὐ γὰρ δή σφεας ἀπίει τῆς ἀποικίης, πρὶν δὴ ἀπίκωνται Hdt.4.157; π. διαγνῶσι Th.6.29; π . . . βεβαιωσώμεθα ib.10 (dub.l.); πρὶν ἀνάγκην τινὰ θεὸς ἐπιπέμψῃ Pl.Phd.62c codd.; π. ἐξετάσωσιν Hyp.Eux.4: πρὶν ἤ (never with ἄν), π. ἢ ἀνορθώσωσι Hdt.1.19, cf. 136, Pl.Ti.57b, etc.: with neg. implied, ὁ δὲ ἀδικέει ἀναπειθόμενος π. ἢ ἀτρεκέως ἐκμάθῃ Hdt.7.10.ή; αἰσχρὸν ἡγοῦμαι πρότερον παύσασθαι, π. ἂν . . ψηφίσησθε Lys. 22.4; ὅστις οὖν οἴεται τοὺς ἄλλους πράξειν τι... π. ἂν . . διαλλάξῃ, λίαν ἁπλῶς ἔχει Isoc.4.16 (where ὅστις οὖν οἴεται = οὐ δεῖ οὔεσθαι, as is shown by ἀλλὰ δεῖ in the next sentence, cf. D.38.24).    b less freq. (never in Hom.) with pres. subj.: μήπω π. ἂν τῶν ἡμετέρων ἀΐῃς (the Verb has no aor.) μύθων S.Ph.1409 (anap.); ὁ νομοθέτης τὰ διδασκαλεῖα ἀνοίγειν ἀπαγορεύει μὴ πρότερον π. ἂν ὁ ἥλιος ἀνίσχῃ Aeschin.1.10, cf. Antipho 1.29, X.Cyr.2.2.8, Pl.Phdr.271c.    3 πρίν with Opt.:    a representing subj. after histor. tenses, οὐκ ἔθελεν φεύγειν π. πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος Il.21.580; πρίν γ' ὅτε, as with subj., 9.488; ἔδοξέ μοι μὴ σῖγα π. φράσαιμί σοι τὸν πλοῦν ποεῖσθαι S. Ph.551, cf. Th.3.22, X.Cyr.1.4.14, HG6.5.19 (cf. 2.4.18), An.1.2.2, Pl.Ap.36c, etc.    b by assimilation, ὄλοιο μήπω π. μάθοιμι S.Ph. 961, cf. Tr.657 (lyr.); οὐδὲ γὰρ εἰδείης (potential opt.) . . π. πειρηθείης Thgn.126; after opt. with ἄν, οὐκ ἂν πρότερον ὁρμήσειε π. βεβαιώσαιτο Pl.Lg.799d, cf. S.OT505 (lyr.).    4 π. ἄν c. opt. is doubtful, and (if not corrupt) due to the change required by orat. obl., ἀπαγορευόντων τῶν φίλων τῶν ἐμῶν μὴ ἀποκτείνειν τὸν ἄνδρα, πρὶν ἄν ἐγὼ ἔλθοιμι Antipho 5.34 (s.v.l.), cf. X.HG2.3.48, 2.4.18.    5 without a Verb, πρὶν ὥρη (sc. γένηται) Od.15.394.

German (Pape)

[Seite 701] dor. πράν, adv. der Zeit; – a) in unabhängigen Sätzen; zuvor, vormals, ehemals, sonst; bei Hom. wie πάρος, in früherer, Zeit, gleichviel, ob die Vergangenheit als eine frühere oder. spätere bezeichnet werden soll; auch Hes., Tragg.; εἶπον δὲ καὶ πρίν, Aesch. Suppl. 393; ἀρχάς, ἃς ἐκεῖνος εἶχε πρίν, Soph. O. R. 259; μὴ πρίν = μὴ πρότερον, nicht eher, Il. 24, 781 u. sonst; oft int Ggstz von νῦν, 2, 112. 344. 9, 19. 18, 208 Od. 5, 334. 8, 155; τὸν οὔτε πρὶν νήπιον, νῦν τ' ἐν ὅρκῳ μέγαν, Soph. O. R. 652. Wie bei andern Zeitpartikeln tritt auch der Artikel hinzu, τὸ πρίν, auch τοπρίν geschrieben, wie τοπάρος (wiewohl diese Schreibung nicht nothwendig ist, um es von dem folgenden Gebrauche der Attiker zu unterscheiden, da überall der Zusammenhang ergiebt. ob τὸ πρίν für sich als adv. zu fassen oder rum folgenden Nomen gehört); Il. 6, 125. 16, 573. 21, 476 Od. 3, 265. 4, 32. 518; h. Apoll. 476; νηπίους ὄντας τὸ πρίν, Aesch. Prom. 441; Ch. 552; τὸ πρίν im Ggstz von νῦν, Her. 1, 129; τὸ πρίν γε, Il. 5, 54. 13, 105. – Zwischen Artikel und Nomen tretend, so daß eigentlich ὤν zu ergänzen ist, wird es als Adjektivum früher übersetzt, τὰ πρὶν πελώρια, Aesch. Prom. 121, τὸν πρὶν ὄλβον, Eum. 533; κακῶν τῶν πρὶν μηδαμῶς μνείαν ἔχειν, Eur. Phoen. 467; ἐν τῷ πρὶν χρόνῳ, in der frühern Zeit, Soph. Phil. 1208. 1282; Θησεὺς τοῦ πρὶν Αἰγέως τόκος, O. C. 69, des frühern, alten, der vormals herrschte; ὦ λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων, Phil. 1186; τέρεα μέζονα τοῦ πρὶν γενομένου τέρεος, Her. 8, 37, u. sonst noch, wenn auch nicht häufig in attischer Prosa, ἡ πρὶν ἡμέρα, der früher dagewesene, verflossene Tag, τὸ πρὶν ἔργον, die in früherer Zeit geschehene That. – Es wird auch noch ποτέ hinzugesetzt, πρίν ποτε, sonst einmal, in früherer Zeit einmal, Od. 6, 4, u. so als Ggstz πρίν ποτε und δὴ τότε γε, 15, 226; πολὺ πρίν, lange vorher, Il. 9, 250. 11, 236 Od. 2, 167; – πρὶν ὥρη, sc. ἐστί, bevor es Zeit ist, Od. 15, 394; auch πρὶν ὥρας, Pind. P. 4, 43, u. so in späterer Prosa, πρὶν τοῦ βλέψαι, S. Emp. adv. log. 4, 162, vgl. 2, 445, u. oft. – Dieses πρίν hat auf den folgenden Modus keinen Einfluß; es steht außer dem indic. noch der optat. potent. dabei, πρίν κεν καὶ νὺξ φθῖτο, zuvor, eher wohl verginge die Nacht, Od. 11, 330, πρὶν δέ κεν οὔτι δεχοίμην, 14, 155. – b) noch häufiger bezieht sich πρίν relativisch auf einen vorhergehenden Satz zurück, bevor, ehedem, ehe, Hom., Hes. u. Her.; am genauesten tritt diese Beziehung beider Sätze auf einander hervor, wo in beiden πρίν steht, z. B. τίς κεν ἀνὴρ πρὶν τλαίη πάσσασθαι ἐδητύος, πρὶν λύσασθ' ἑτάρους, wer könnte es über sich gewinnen, von der Speise eher zu kosten, bevor er die Gefährten erlös't hat, Ol. 10, 384, τοί κεν Ἀχαιῶν νόσφιν βουλεύωσι – πρὶν Ἄργοσδ' ἰέναι, πρὶν καὶ Διὸς γνώμεναι εἴτε ψεῦδος ὑπόσχεσις, ἠὲ καὶ οὐκί, Il. 2, 346 ff., u. ib. 354 ff. τῷ μήτις πρὶν ἐπειγέσθω οἶκόνδε νέεσθαι, πρίν τινα πὰρ Τρώων ἀλόχῳ κατακοιμηθῆναι; vgl. 4, 114. 7, 481. 8, 452 Od. 13, 192. 19, 475; πρὶν – πρίν γε bezieht sich auf einander Il. 1, 97. 9, 650. 16, 334 Od. 4, 254. 747, Hes. On. 16. 17; τοπρίνπρίν, Il. 9, 403. 22, 156, τοπρίνπρίν γε, 15, 72; πρίν γε – πρίν γ' ἤ, 5. 288. auch treten in dem ersten Satze andere Zeitpartikeln ein, πάροςπρίν γε, 5, 218; πάρος γε – πρίν γε, Od. 2, 127. 18, 288; πρόσθεπρίν γε, 23, 137; vgl. Ruhnk. h. Cer. 333; auch mit einer Umstellung des relativen Satzes, πρίντόφρα, Il. 21, 100; πρότερον – πρίν, Her. 7, 8, 2; πρότερον – πρὶν ἤ, 7, 197. – Von der Construction ist zu merken, daß – 1) bei Angabe eines bloßen Faktums der indic. steht, auch wo der relative Satz selbstständig hingestellt ist, τὴν δ' ἐγὼ οὐ λύσω, πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν, Il. 1, 29. 18, 283; πρίν γε, Od. 13, 336; Hes. O. 360; daher πρίν γ' ὅτε, so lange, bis daß, Od. 13, 322, h. Cer. 195. 202; πρίν γ' ὅτε δή, c. indic. aor., Il. 12, 437 Od. 4, 180. 23, 43, h. Apoll. 49; – mit dem indic. impf., Il. 9, 588. πρὶν μίχθη, Pind. Ol. 9, 57; πρὶν ἐγὼ σφίσιν ἔδειξα κράσεις, Aesch. Prom. 479; πρίν μοι τύχη τοιάδ' ἐπέστη, Soph. O. R. 776; u. so in Prosa: οὐκ ἤθελεν ἰέναι, πρὶν ἡ γυνὴ αὐτὸν ἔπεισεν, er wollte nicht eher gehen, als bis die Frau ihn überredet hatte, Xen. An. 1, 2, 26; ὅτι ἐποίουν ἠμφιγνόουν πρὶν Κλέαρχος ἧκεν, 2, 5, 33; Plat. Phaedr. 266 a u. öfter, immer auf die Vergangenheit bezüglich. – 2) bedingt ausgesprochen; – a) in Beziehung auf die Gegenwart oder Zukunft, bes. nach negativen Sätzen, πρὶν ἄν c. conj., φράσῃς μοι μὴ πέρα, πρὶν ἂν μάθω πρῶτον τόδε, Soph. Phil. 332; μήπω γε, πρὶν ἂν τῶν ἡμετέρων ἀΐῃς μύθων, 1395; οὐδὲ λήξει, πρὶν ἂν ἢ κορέσῃ κέαρ, Aesch. Prom. 165, vgl. 175. 721; in Prosa: οὐκ ἀνίει, πρὶν ἂν διαφάγῃ, Her. 3, 109; auch in indirecter Rede, οὐκ ἔφη χρήσειν, πρὶν ἢ τὸν νηὸν ἀνορθώσωσιν, 1, 9, wo ἄν fehlt (s. nachher); οὔτε τοῦ χρυσοῦ ἅπτεσθαι, πρὶν ἄν σφι ἀπισωθῇ, 4, 196; οὐ χρή με ἐνθένδε ἀπελθεῖν, πρὶν ἂν δῶ τὴν δίκην, Xen. An. 5, 7, 5; οὐδαμῶς ἀφήσειν, πρὶν ἂν εἴπῃ, Plat. Phaedr. 228 c; δεῖται αὐτοῦ μὴ πρόσθεν καταλῦσαι, πρὶν ἂν αὐτῷ συμβουλεύσηται, Xen. An. 1, 1, 10, aus dem bei der griechischen lebhaften Darstellungsweise so häufigen Uebergange in das Directe zu erklären. – Bei Hom. steht der bloße conj. aor. ohne ἄν, Il. 24, 551 Od. 10, 172, wie auch bei πρίν γε, Il. 18, 135 Od. 17, 9; Hes. Th. 222; nur einmal πρίν γ' ὅτ' ἄν, Od. 2, 374. Auch bei attischen Dichtern fällt ἄν zuweilen weg, μὴ στέναζε, πρὶν μάθῃς , Soph. Phil. 905; οὐκ ἴσασι, πρίν τις ἐκβάλῃ, Ai. 944; u. so öfter bei den Tragg., vgl. Pors. Eur. Med. 222, Elmsl. ib. 215; einzeln auch in Prosa, Her. 6, 82, Thuc. 8, 9, Xen. Oec. 12, 1; vgl. Stallbaum zu Plat. Phaed. 62 c. – b) in indirecter Rede und in Beziehung auf die Vergangenheit der optat., ebenfalls bes. bei vorangehenden negativen Sätzen, Ἀγήνωρ οὐκ ἔθελεν φεύγειν, πρὶν πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος, Il. 21, 580; auch bei πρίν γ' ὅτε δή, 9, 488; πρίν γε, Hes. Sc. 17; auch bei πρίν κεν, Od. 4, 117; Soph. Phil. 199; ὡς οὐ πρότερον ἐσόμενοι γραμματικοὶ πρὶν οὕτως ἔχοιμεν, Plat. Rep. III, 402 b; οὐδαμόθεν ἀφίεσαν, πρὶν παραθεῖεν αὐτοῖς ἄριστον, Xen. An. 4, 5, 30, wo zugleich das oftmalige Vorkommen damit ausgedrückt ist; – ἄν steht bei diesem optat. selten, Soph. Tr. 2; Xen. An. 7, 7, 57 hat es Krüger wohl mit Recht weggelassen. – 3) c. inf. aor., der, wenn der Satz mit πρίν sein eigenes Subject hat, acc. c. inf. ist; von Hom. an sehr häufig. auch bei πρίν γε, Il. 3, 430. 9, 387. 12, 170 Od. 23, 138 u. sonst; Hes. Sc. 40; πρὶν τυχεῖν, τελέσσαι, Pind. P. 2, 92. 3, 8; ἃ πρὶν μολεῖν δεῦρ' ἐκμεμόχθηκε, Aesch. Prom. 827; πρὶν ἀγγέλους ἱκέσθαι, Spt. 267; πρὶν σκεδασθῆναι θεοῦ ἀκτῖνας, Pers. 494; u. in Prosa: Her. 8, 144 u. öfter, der auch ἄν dabei hat, οὐ πρότερον θάπτεται ὁ νέκυς πρὶν ἂν ἑλκυσθῆναι, 1, 140; πρὶν μαθεῖν, Plat. Prot. 350 a; διέβησαν πρὶν τοὺς ἄλλους ἀποκρίνασθαι, Xen. An. 1, 4, 16, u. sonst. Seltener ist inf. praes., Aesch. Ag. 1037, u. perf., πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι, Plat. Prot. 320 a. – Es findet sich übrigens auch πρίν γ' ἤ, z. B. οὔτε τι νῶϊν ὅρκια ἔσσονται πρίν γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα, nicht eher als bis, Il. 22, 266, vgl. 5, 288; u. so Her., u. in attischer Prosa, wenigstens bei Thuc.; vgl. Elmsl. Eur. Med. 179, Reisig comm. crit. de Soph. O. C. 36; wo man denn auch πρινή als ein Wort schrieb u. es eben so, wie πρίν, mit dem indic. u. conj. mit ἄν verband; vgl. Her. 1, 19. 6, 33. 7, 197. 9, 87; inf. aor., 2, 2. 4, 167. 5, 65. 7, 3. 9, 13.

Greek (Liddell-Scott)

πρίν: σχηματισθὲν μετὰ συγκριτικῆς δυνάμεως ἐκ τῆς προθέσεως πρό, ὡς φαίνεται ἐκ τούτου ὅτι συνάπτεται μετὰ τοῦ ἤ. [[[Κατὰ]] τὸν Laroche, Homer. Unters. σ. 256, τὸ πρὶν ἐκτείνεται παρ’ Ὁμήρῳ μόνον πρὸ λέξεων αἵτινες ἀρχικῶς εἶχον ἐν ἀρχῇ σύμφωνον (F)· πρὶν εἰδυῖα τόκοιο Ἰλ. Ρ. 5· πρὶν ἔλσαι Φ. 225· πρὶν Ἴλιον Χ. 17· πρὶν εἰδότας Ὀδ. Ν. 113, καὶ πρὸ τῆς κυρίας τομῆς· ἀλλαχοῦ γίνεται πρὶν γ’. Παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς ἀείποτε πρῐν, Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 176, Br. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 857, Blonf. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 795. Ἐν τῇ Δωρ. διαλέκτῳ πρὰν - ἀείποτε μετὰ ᾱ]. Α. Ἐπίρρ. χρόνου, ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ προτοῦ νὰ γίνῃ ἢ νὰ συμβῇ τι, ἢ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πρότερον, ἄλλοτε (ὅτε καὶ ὑπονοεῖται διάρκεια μέχρι τινὸς χρόνου). Ι. ἐπὶ μέλλοντος χρόνου μετὰ μέλλοντος ὁριστ., πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν Ἰλ. Α. 29, Σ. 283, Ὀδ. Β. 198, κτλ.· - μεθ’ ὑποτακτ., = τῷ μέλλ., πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο πάθῃσθα Ἰλ. Ω. 551· - μετ’ εὐκτ. καὶ τοῦ κέν· πρίν κεν ἀνιηθεὶς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο Ὀδ. Γ. 117, πρβλ. Λ. 330, Ξ. 155, Ἀριστοφ. Εἰρήν. 1076, 1112· - μετ’ εὐκτ., Ἰλ. Ω. 800· - μετὰ προστακτ., Ι. 250. - μετ’ ἀπαρεμφ. (εἰς δήλωσιν ἐπιθυμίας), Β. 413, (εἰς δήλωσιν ὅρκου) Ὀδ. Δ. 204. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ παρελθόντος, 1) πρότερον, ἄλλοτε, ἄλλοτέ ποτε, πρὶν μέν μοι ὑπέσχετο.. νῦν δὲ .. Ἰλ. Β. 112, πρβλ. Ι. 19, Ψ. 827· πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα Ὀδ. Δ. 724, πρβλ. Γ. 408. 2) πρότερον (μέχρι τινὸς σημείου) τὸ πάλαι, ἄλλοτε· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας συχν. μετὰ τοῦ ἄρθρ., τὸ πρὶν γ’ ἐκέκαστο Ἰλ. Ε. 54· τὸ πρίν γε .., νῦν δὲ .. Ν. 105· νῦν δὲ .. τὸ πρίν γε Π. 208· - μετὰ τοῦ ἄρθρ. ὑπάρχει συχν. ἔλλειψις τῆς μετοχ. ὤν, τὰ πρὶν πελώρια (ἐξυπ. ὄντα), οἱ τὸ πάλαι γίγαντες, Αἰσχ. Πρ. 151· τοῦ πρὶν Αἰγέως Σοφ. Ο. Κ. 69· ἐν τῷ πρὶν χρόνῳ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1224· - καὶ ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ τὸ ἐπιρρηματικὸν πρὶν πρέπει νὰ ἔχῃ ἀείποτε τὸ ἄρθρον, ἐν τοῖς πρὶν λόγοις Θουκ. 2.62· τοὺς πρὶν φυλαττομένους Πλάτ. Πολ. 547C, κτλ. 3) ὡς ἄλλα ἐπιρρήματα οὕτω τὸ πρὶν ἐνίοτε συντάσσεται μετὰ πτώσεως, πρὶν ὥρας Πινδ. Π. 4. 76· πρὶν φάους Ἀρρ. Ἀν. 3. 18, 12. Β. ὡς σύνδεσμος, πρότερον, πρὶν ἤ. Ἡ χρῆσις αὕτη φαίνεται ὅτι προέκυψεν ἐκ τῆς ἐπιρρηματικῆς χρήσεως τοῦ πρίν, καὶ ὅπου ἡ ἐξηρτημένη πρότασις εἰσάγεται διὰ τοῦ συνδεσμικοῦ πρίν, ἡ κυρία πρότασις συχνάκις ἔχει τὸ ἐπιρρηματικὸν πρὶν (μάλιστα παρ’ Ἐπικ.), ἢ τὰ ἰσοδύναμα πρότερον, πρόσθεν, πάρος (ποιητ.), μάλιστα μετ’ ἀρνήσ., οὐ πρὶν .., πρὶν .. Ἰλ. Α. 97, Ζ. 481, Ὀδ. Τ. 435· μὴ πρὶν .., πρὶν .. Ἰλ. Β. 354, 355, Ἡρόδ. 1. 165, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 605· πρὶν .., πρὶν .. Ἰλ. Β. 348, Θ. 452, Ὀδ. Τ. 385· οὐ πρότερον .., πρὶν .. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 620, Ἀνδοκ. 31. 19, Δημ. 126. 26, Πλάτ. Λάχ. 187Ε· μὴ πρότερον .. πρὶν .. Σοφ. Φιλ. 197, Αἰσχίν. 2. 17, Πλάτ. Φαίδων 62C· πρότερον .., πρὶν .. Ἀνδοκ. 29. 2, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 9· οὐ πρόσθεν .., πρὶν .. Ὀδ. Ρ. 7, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23· μὴ πρόσθεν .., πρὶν .. Ξεν. Ἀν. 1. 1, 10· πρόσθε .., πρὶν τυχεῖν Πινδ. Πυθ. 2. 92· οὐ πάρος .., πρὶν .. Ὀδ. Β. 127, 128, Ἰλ. Ε. 218· - ὡσαύτως οὐχὶ σπανίως πρὸ τοῦ πρὶν τίθεται τὸ φθάνω, Ἰλ. Π. 322, Ἀντιφῶν 115. 29, Θουκ. 4. 79, 104., 6. 97., 8. 12, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 21, Κύρ. 2. 4, 25· - πρίν, ἐνίοτε προσλαμβάνει τὸ ἤ, οἷον, οὐ .. πρὶν γ’ ἀποπαύσεσθαι πρίν γ’ ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα Ἰλ. Ε. 288, πρβλ. Χ. 266· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 136, 165, κ. ἀλλ.· καὶ ἐνιαχοῦ παρ’ Ἀττ., παρ’ οἷς ἐνίοτε ἀφαιρεῖται ἐκ διορθώσεως, Θουκ. 5. 61, Λυσ. 104. 12, Ἰσοκρ. 44C, Λυκοῦργ. 166. 10, Αἰσχίν. 45. 31, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 22· συχν. παρὰ τοῖς μεταγεν., Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολ. 1. 23. 30, κτλ. - Τὸ πρὶν ὡς σύνδεσμος ἔχει πολλὰς συντάξεις, αἵτινες ποικίλλουσι κατά τε τὴν χρονικὴν περίοδον ἐν ᾗ ἐγένετο χρῆσις αὐτοῦ καὶ κατὰ τὸν συγγραφέα. Ι. τὸ πρὶν μετ’ ἀπαρ., - ἡ τυπικὴ σύνταξις πρὶν ἐλθεῖν = (τῷ πολὺ μεταγενεστέρῳ) πρὸ τοῦ ἐλθεῖν. Ἡ σύνταξις αὕτη ἐπικρατεῖ παρ’ Ὁμήρῳ παρ’ ᾧ εὕρηται μετὰ καταφατικὰς ὡς καὶ μετὰ ἀρνητικὰς προτάσεις ὁμοίως· παρ’ Ἀττικοῖς εὕρηται τὸ πλεῖστον μετὰ καταφατικὰς προτάσεις καὶ ἀείποτε ὅτανἐνέργεια δὲν γίνηται ἢ δὲν μέλλῃ νὰ γίνῃ· ὁ δὲ χρόνος ὅστις ἕπεται εἶναι, 1) συνήθως ὁ ἀόρ. α) μετὰ καταφατικὴν πρότασιν ναῖε δὲ Πήδαιον, πρὶν ἐλθεῖν υἷας Ἀχαιῶν Ἰλ. Ν. 172, πρβλ. Θ. 454, Π. 322, Ὀδ. Α. 218· Ζεὺς ὀλέσειε βίην, πρὶν ἡμῖν πῆμα φυτεῦσαι Δ. 668, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 465, Ο. 245, Πινδ. Π. 2. 92., 3. 9, Ν. 8. 19, Ἡρόδ. 6. 119, Αἰσχύλ. Πέρσ. 712, Ἀγ. 1539, Σοφ. Ἀντ. 120, Τρ. 396, Εὐρ. Ἄλκ. 281, κτλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 258, κ. ἀλλ., Ἀντιφῶν 137. 19, Θουκ. 1. 125, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 7, Πλάτ. Πρωτ. 350Α, κ. ἀλλ.· ― ἀρνητικαὶ ἐρωτήσεις δι’ ὧν προσδοκᾶται καταφατικὴ ἀπάντησις λογίζονται θετικαί, Εὐρ. Ἀνδρ. 1067, Ἴων 524, Ρῆσ. 684, Ἀριστοφ. Βάτρ. 480, κτλ. β) μετ’ ἀρνητικὴν πρότασιν, οὐδ’ ὅ γε πρὶν Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἀπώσει, πρίν γ’ ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι ἑλικώπιδα κούρην Ἰλ. Α. 98, πρβλ. Τ. 423, Ὀδ. Β. 127, Δ. 747· ― παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον συγγραφεῦσι μετὰ ἄρνησιν ἐν τῇ κυρίᾳ προτάσει συνήθως ἀκολουθεῖ πρὶν μετὰ παρεμφατικῆς ἐγκλίσεως (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· ― ἀλλ’ ὅμως εὑρίσκεται καὶ τὸ ἀπαρέμφατον ἐν χωρίοις ἐν οἷς τὸ πρὶν προτάσσεται, οἷον, πρὶν ἰδεῖν δ’ οὐδεὶς μάντις Σοφ. Αἴ. 1418· πρὶν μὲν γὰρ κριθῆναι, οὐ ῥᾴδιον ἦν εἰδέναι τὰς αἰτίας Ἀνδοκ. 30. 7· πρὶν νικῆσαι .., οὐκ ἦν .. Λυσ. 154. 26· πρὶν δὲ ταῦτα πρᾶξαι, μὴ σκοπεῖτε Δημ. 31. 21, πρβλ. Λυκοῦργ. 167. 9· ― ὡσαύτως μετὰ τὰ φόβου σημαντικὰ ῥήματα (ἔνθα ἡ διὰ τοῦ μὴ εἰσαγομένη καταφατικὴ πρότασις εἶναι τὸ ἀντικείμενον τοῦ φόβου), ὅταν δεδίωσι μὴ πρότερόν τι πάθῃ, πρὶν τέλος ἐπιθεῖναι τοῖς πραττομένοις Ἰσοκρ. 96Β, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 462, Σοφ. Τρ. 632· ἐπὶ αὐχήσεως μὴ τελουμένης, καὶ μ’ οὔθ’ ὁ Πλούτωνος κύων οὔθ’ οὑπὶ κώπῃ ψυχοπομπὸς ἂν Χάρων ἔσχον, πρὶν εἰς φῶς σὸν καταστῆσαι βίον Εὐρ. Ἄλκ. 362, πρβλ. Ρῆσ. 61· ― ἐν τοῖς ἑπομένοις παραδείγμασι τὸ πρὶν μεθ’ ὁριστ. ἢ ὑποτακτ. καὶ τοῦ ἂν θὰ ἦτο συνηθέστ., ὤφθην οὐδεπώποτε πρὶν ταύτην τὴν συμφορὰν γενέσθαι Λυσ. 157. 5· οὐδὲ παύσαται χόλου .., πρὶν κατασκῆψαί τινα Εὐρ. Μήδ. 94, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 605· καί μοι μὴ θορυβήσῃ μηδεὶς πρὶν ἀκοῦσαι Δημ. 60. 27, Ξεν. Οἰκ. 4. 24, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 666Α· ― οὕτω καὶ μετὰ εὐκτικὴν ἐν ἀρνήσει μετὰ τοῦ ἂν (ἂν καὶ ἐνταῦθαμετὰ ὑποτακτικῆς καὶ τοῦ ἂν σύνταξις εἶναι ἐπ’ ἴσης συνήθης), οὕτω γὰρ γένοιτ’ ἂν οὐδ’ ἂν ἔκβασις στρατοῦ, πρὶν ὅρμῳ ναῦν θρασυνθῆναι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 773, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 769Ε· ― οὕτω μετὰ παρῳχημένον χρόνον (ἐν πλαγίῳ λόγῳ), ὤμοσαν μὴ πρὶν ἐς Φώκαιαν ἥξειν, πρὶν ἢ τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφανῆναι Ἡρόδ. 1. 165, πρβλ. 4. 9, Θουκ. 7. 50., 5. 10, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 23, Κύρ. 8. 1, 38, Πλάτ. Φαίδων 61Α. 2) ὡσαύτως μετ’ ἐνεστ. εἰς δήλωσιν ἰδιαιτέρας ἐννοίας συνεχείας, προσπαθείας καὶ τῶν τοιούτων, πρὶν ἐξοπλίζειν Ἄρη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 702, πρβλ. Ἀγ. 1026· πρὶν νῦν τὰ πλείον’ ἱστορεῖν .., ἔξελθε Σοφ. Ο. Κ. 36. 37, πρβλ. Ἠλ. 20· πρὶν κλάειν Εὐρ. Ἀνδρ. 577, πρβλ. Ὀρ. 1095· πρὶν λέγειν Ἀριστοφ. Θεσμ. 380, πρβλ. Ἀχ. 383, 384· ὡσαύτως Ἡρόδ. 8. 3, Ἀνδοκ. 29. 2, Θουκ. 3. 24, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 25, Ἀπομν. 1. 2, 40, κτλ. 3) μετὰ πρκμ., πρὶν τόδ’ ἐξηντληκέναι Εὐρ. Μήδ. 79, πρβλ. Φοιν. 1145, Ἠλ. 1069, Ἡρόδ. 3. 25· πρὶν καὶ τεθύσθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1034, πρβλ. Σφ. 1155, 1156, Εἰρ. 375, Λυσ. 322, Βάτρ. 1185, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 21, Πλάτ. Θεαίτ. 164C, Πρωτ. 320Α, κτλ.· παρ’ Ἡροδ. 6. 116, Θουκ. 5. 10, πρὶν ἥκειν = πρκμ. ΙΙ. πρὶν μετὰ παρεμφατικῆς ἐγκλίσεως: 1) μεθ’ ὁριστ., μάλιστα τοῦ ἀορ.: ὁ Ὅμ. δὲν συνάπτει τὸ πρὶν μεθ’ ὁριστ. (ἐκτὸς ἂν ὑπολογίσωμεν τὸ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 357), ἀλλ’ ἔχει ἀντ’ αὐτοῦ πρίν γ’ ὅτε, πρίν γ’ ὅτε δή, μετὰ καταφατικὰς καὶ ἀρνητικὰς προτάσεις· ― μετὰ καταφ., ἠλώμην .., πρίν γ’ ὅτε .. ἤγαγες Ὀδ. Ν. 322· πρὶν γ’ ὅτε δή με .. κάλεσσεν Ψ. 44, πρβλ. Ἰλ. Μ. 437· ― μετὰ ἀρνητ., οὐδέ κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν .. πρίν γ’ ὅτε δὴ θανάτοιο .. νέφος ἀμφεκάλυψεν Ὀδ. Δ. 180· ― σπανίως μετὰ παρατ., οὐδ’ ὣς τοῦ θυμόν .. ἔπειθον, πρίν γ’ ὅτε δὴ θάλαμος πύκα βάλλετο (πυκνῶς, συνεχῶς ἐβάλλετο) Ἰλ. Ι. 587· πρβλ. Ἀντιφῶντα 113. 28, Ἀνδοκ. 31. 19 (ἔνθα τὸ ᾤχετο ἔχει σημασίαν ὑπερσυντ.), Δημ. 126. 26· ― συχν. παρ’ Ὁμ. μετ’ ἀορ. α) μετὰ ἀποφατικὰς προτάσεις· ― ἐπὶ γεγονότος ἐν τῷ παρελθόντι, οὐκ ἦν ἀλέξημ’ οὐδὲν .., πρὶν γ’ ἐγὼ σφίσιν ἔδειξα Αἰσχύλ. Πρ. 478 κἑξ.· οὐ πρότερον ἀπανέστη .. Μαρδόνιος πρὶν ἤ σφεας ὑποχειρίους ἐποιήσατο Ἡρόδ. 6. 45, πρβλ. 79· ἀλλ’ οὐδ’ ὣς ... ἠξίωσαν νεώτερόν τι ποιεῖν ἐς αὐτὸν .., πρίν γε δὴ αὐτοῖς μηνυτὴς γίγνεται (ἱστορικὸς ἐνεστ. = ἀόρ.) Θουκ. 1. 132, πρβλ. 3. 101., 5. 61, Ἀριστοφ. Ὄρν. 700, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23., 4. 5, 13 (ἱστορικὸς ἐνεστ.), Ἑλλ. 5. 4, 58, κτλ.· ― οὕτως ὡς μέρος ἀνεκπληρώτου ὅρου, οὐκ ἂν ἐσκεψάμεθα πρότερον .., πρὶν ἐζητήσαμεν Πλάτ. Μένων 86D, πρβλ. Θεαίτ. 165Ε· χρῆν τοίνυν Λεπτίνην μὴ πρότερον τιθέναι τὸν ἑαυτοῦ νόμον, πρὶν τοῦτον ἔλυσε γραψάμενος Δημ. 486. 14. β) μετὰ καταφατικὰς προτάσεις· (σημειωτέον ὅτι ῥήματα οἷα τὰ ἀμφιγνοεῖν Ξεν. Ἀν. 2. 5, 33, θαυμάζειν Θουκ. 1. 51, λανθάνειν ὁ αὐτ. 3. 29 εἶναι κατ’ ἀλήθειαν ἀποφατ.), παρὰ Θουκ. 1. 118, τὸ καταφατικὸν συνάπτεται μετὰ τοῦ ἀποφατικοῦ, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 481 κἑξ.· ἐνταῦθα τὸ πρὶν εἶναι = τῷ ἕως, καὶ πολλάκις χάριν ἐμφάσεως προστίθεται τὸ δή, ἠγόμην δ’ ἀνὴρ ἀστῶν μέγιστος .., πρίν μοι τύχη τοιάδ’ ἐπέστη Σοφ. Ο. Τ. 775 κἑξ.· σπουδαὶ δὲ λόγων ἦσαν ἴσαι πως, πρὶν .. πείθει (ἱστορ. ἐνεστ. = ἀορ.) Εὐρ. Ἑκ. 132, πρβλ. πρίν γ’ ὁρᾷ ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1173· πρὶν δή τις ἐφθέγξατο Ἀνδρ. 1148· τὰ περὶ τοὺς ἀγῶνας κατελύθη (ἡ ἔννοια ἀποφατικὴ) ὑπὸ ξυμφορῶν, πρὶν δὴ οἱ Ἀθηναῖοι τότε τὸν ἀγῶνα ἐποίησαν Θουκ. 3. 104, πρβλ. 7. 39, 71. 2) μετὰ ὑποτακτ., μόνον ὅτανκυρία πρότασις εἶναι ἀποφατικὴ ἢ ἰσοδύναμος ἀποφατικῇ, οὐ πρὶν = ἕως ἢ ἣν μή· (ἡ ἔννοια εἶναι φανερῶς ὑποθετική, πρβλ. Ἰσοκρ. 77Α, ἔνθα ἐναλλάσσεται τὸ πρὶν ἂν μετὰ τοῦ ἢν μή)· ― οὐ καταδυσόμεθ’, ἀχνύμενοί περ .. πρὶν μόρσιμον ἦμαρ ἐπέλθῃ Ὀδ. Κ. 174, 175· μή πω καταδύσεο .. πρίν γ’ ἐμὲ .. ἴδηαι Ἰλ. Σ. 135, πρβλ. 190, Ω. 78· ἐν Ρ. 506, πρίν κε μεθ’ ὑποτ. (κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα) ἐναλλάσσεται μετὰ τοῦ πρὶν καὶ ἀπαρ. ἡγουμένης ἀρνήσεως· οὕτω, πρίν γ’ ὅτ’ ἄν, ἀλλ’ ὄμοσον μὴ μητρὶ φίλῃ τάδε μυθήσασθαι, πρίν γ’ ὅτ’ ἂν ἑνδεκάτῃ τε δυωδεκάτῃ τε γένηται Ὀδ. Β. 373, 374, πρβλ. Δ. 475, 477· ― ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ὁ ὁμαλὸς τύπος εἶναι πρὶν ἄν, ἀλλ’ εὕρηται καὶ τὸ ἁπλοῦν πρίν, ὡς καὶ τὸ πρὶν ἥ· α) συνήθως μετ’ ἀορ., πρὸς δήλωσιν ἐνεργείας ἥτις προηγεῖται τῆς ἐν τῇ κυρίᾳ προτάσει ἐνεργείας, ἐν ᾗ τὸ ῥῆμα κεῖται κατὰ μέλλοντα ἢ κατὰ χρόνον ἰσοδύναμον τῷ μέλλοντι, οὐ γαμέεται παρθένος οὐδεμία, πρὶν ἂν τῶν πολεμίων ἄνδρα ἀποκτείνῃ Ἡρόδ. 4. 117, πρβλ. 1. 82., 3. 109· νῦν δ’ οὐδέν ἐστι τέρμα μοι προκείμενον μόχθων (ἡ ἔννοια ἐνταῦθα εἶναι μελλοντική), πρὶν ἂν Ζεὺς ἐκπέσῃ τυραννίδος Αἰσχύλ. Πρ. 756, πρβλ. 166, 176· οὐ γὰρ ποτ’ ἔξει τῆσδε τῆς χώρας πρὶν ἂν … στήσῃς ἄγων Σοφ. Ο. Κ. 909, πρβλ. 47, 1041, Ο. Τ. 1529, κτλ.· οὐκ ἂν ἐκμάθοις, πρὶν ἂν θάνῃ τις ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 2· οὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν, πρὶν ἄν σε .. ἔξω βάλω Εὐρ. Μήδ. 276, πρβλ. 680, Ἄλκ. 1145 κἑξ., Ι. Α. 324, Ι. Τ. 19, 1303· μὴ προκαταγίγνωσκε .., πρὶν ἄν γ’ ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ἀριστοφ. Σφ. 919 κἑξ., πρβλ. Ἀχ. 176, 230, Ξεν. Ἱέρ. 6. 13, Κύρ. 1. 2, 8, Ἀν. 1. 1, 10., 5. 7, 12, Πλάτ. Φαῖδρ. 228C, Λάχ. 187Ε, κτλ.· ― πρὶν ἄνευ τοῦ ἄν, μὴ στέναζε, πρὶν μάθῃς Σοφ. Φ. 917, πρβλ. Ἀντ. 619, Αἴ. 742, 965, Τρ. 608, 946· οὐκ ἔστιν ὅστις αὐτὸν ἐξαιρήσεται.., πρὶν γυναῖκ’ ἐμοὶ μεθῇ Εὐρ. Ἄλκ. 849, πρβλ. Ὀρ. 1218, 1357· πρὶν χαρίσωνται Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 624· οὐ γὰρ ἀπίει τῆς ἀποικίης, πρὶν δὴ ἀπίκωνται Ἡρόδ. 4. 157· πρὶν .. βεβαιωσώμεθα Θουκ. 6. 10· πρὶν (ἂν;) ἀνάγκην τινὰ θεὸς ἐπιπέμψῃ Πλάτ. Φαίδων 62C· πρὶν ἐξετάσωσιν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 20· ― πρὶν ἢ (οὐδέποτε μετὰ τοῦ ἄν), πρὶν ἢ ἀνορθώσωσι Ἡρόδ. 1. 19, πρβλ. 136, κτλ. ― Αἱ κατὰ τὸ φαινόμενον ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνος ὅτι τὸ πρὶν ἢ πρὶν ἂν μεθ’ ὑποτακτ. δύναται νὰ τεθῇ μόνον ὅταν ἐν τῇ κυρίᾳ προτάσει ὑπάρχῃ ἄρνησις, τοὐλάχιστον παρὰ τοῖς δοκίμοις, ἀναιροῦνται εὐθὺς ὡς γίνῃ ἐκ τοῦ πλησίον ἐξέτασις αὐτῶν, οἷον, ὁ δὲ ἀδικέει ἀναπειθόμενος (ἔνθα νοεῖται ἄρνησις), πρὶν ἢ ἀτρεκέως ἐκμάθῃ Ἡρόδ. 7. 10, 7· οὕτω, αἰσχρὸν ἡγοῦμαι πρότερον παύσασθαι, πρὶν ἂν .. ψηφίσησθε Λυσ. 164. 28· οὕτω, ὅστις οὖν οἴεται τοὺς ἄλλους πράξειν τι .., πρὶν ἂν .. διαλλάξῃ, λίαν ἁπλῶς ἔχει Ἰσοκρ. 44Α (ἔνθα = οὐ δεῖ οἴεσθαι, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἀλλὰ δεῖ ἐν τῇ ἑπομένῃ προτάσει, πρβλ. Δημ. 38. 24)· ― πρὶν μεθ’ ὑποτ. (ἢ ἐνεστ.) ἡγουμένης καταφατικῆς προτάσεως ἀπαντᾷ ἀρκούντως συχν. παρὰ μεταγεν., πρβλ. Ὠριγ. κατὰ Κέλσ. 1. 49., 2. 42., 6. 68., 7. 20. β) σχετικῶς σπανία εἶναι ἡ ὑποτακτ. τοῦ ἐνεστ.· μήπω πρὶν ἂν τῶν ἡμετέρων ἀΐῃς (τὸ ῥῆμα δὲν ἔχει ἀόρ. παρὰ τοῖς Ἀττ.) μύθων Σοφ. Φιλ. 1409· ὁ νομοθέτης τὰ διδασκαλεῖα ἀνοίγειν ἀπαγορεύει μὴ πρότερον πρὶν ἂν ὁ ἥλιος ἀνίσχῃ Αἰσχίν. 2. 18, πρβλ. Ἀντιφῶντα 114. 27, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 8, Πλάτ. Φαῖδρ. 271C. 3) τὸ πρὶν μετ’ εὐκτ.· α) ἰσοῦται τῇ ὑποτακτ. μετὰ ἱστορικοὺς χρόνους, οὐκ ἔθελεν φεύγειν πρὶν πειρήσαιτ’ Ἀχιλῆος Ἰλ. Φ. 580· πρίν γ’ ὅτε, ὡς μεθ’ ὑποτακτ., Ι. 488· ἔδοξέ μοι μὴ σῖγα πρὶν φράσαιμί σοι τὸν πλοῦν ποιεῖσθαι Σοφ. Φιλ. 551, Θουκ. 3. 22, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 14, Ἑλλ. 6. 5, 19 (πρβλ. 2. 4, 18), Ἀν. 1. 2, 2, Πλάτ. Ἀπολ. 36C, κτλ. β) κατ’ ἀφομοίωσιν, ὄλοιο μήπω πρὶν μάθοιμι Σοφ. Φιλ. 960 Τρ. 655· ἢ ἡγουμένης εὐκτικῆς μετὰ τοῦ ἄν, οὐκ ἂν πρότερον ὁρμήσειε πρὶν βεβαιώσαιτο Πλάτ. Νόμ. 799D, πρβλ. Θέογν. 125, 126, Σοφ. Ο. Τ. 505· ― ἐνταῦθα ὅμως τὸ πρὶν ἂν μεθ’ ὑποτακτ. εἶναι συνηθέστερον, πρβλ. αὐτόθι 1530, Εὐρ. Ι. Τ. 20, Ἀριστοφ. Λυσ. 704. 4) πρὶν ἂν μετ’ εὐκτ. εἶναι ἀμφίβολον καὶ (ὅταν δὲν εἶναι ἁμάρτημα τοῦ ἀντιγραφέως) ὀφείλεται εἰς τὴν μεταβολὴν ἣν ἀπαιτεῖ ὁ πλάγιος λόγος, οἷον, ἀπαγορευόντων τῶν φίλων τῶν ἐμῶν μὴ ἀποκτείνειν τὸν ἄνδρα, πρὶν ἂν ἐγὼ ἔλθοιμι Ἀντιφῶν 133. 27, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 48., 2. 4, 18. 5) ἄνευ ῥήματος, πρὶν ὥρη (ἐξυπ. ἐστὶ) Ὀδ. Ο. 394. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 336, περὶ τοῦ πρὶν μεθ’ ὑποτακτ. ἄνευ τοῦ ἂν ἴδε Κόντου Κριτικ. καὶ Γραμματ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 16, σ. 582-585, πρὶν ἂν μεθ’ ὑποτακτ. αὐτόθι 573-582.

French (Bailly abrégé)

particule invar. : adv., prép. et conj.
1 adv. auparavant, avant : ἐν τῷ πρὶν χρόνῳ SOPH antérieurement ; τὸ πρίν, dans le temps passé, autrefois IL, OD ; après une nég. τὴν δ’ ἐγὼ οὐ λύσω πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν IL je ne la relâcherai pas avant que la vieillesse ne l’atteigne, litt. la vieillesse l’atteindra auparavant ; au sens de plutôt : πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο πάθῃσθα IL il pourrait plutôt t’arriver un autre malheur ; πρίν κεν ἀνιηθεὶς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο OD tu retournerais plutôt plein de dégoût dans ta patrie;
2 conj. avant que, avant de ; en ce sens construit soit seul, soit avec une conj. : πρὶν ἤ avant que ; πρίν γ’ ὅτε OD jusqu’à ce que ; πρὶν… πρίν IL, OD avant que ; οὐ πρὶν… πρίν IL, OD, μὴ πρὶν… πρίν pas avant que ; avec l’inf. πρὶν ἐλθεῖν υἷας Ἀχαιῶν IL avant que les fils des Grecs ne fussent venus ; πρὶν πόλεμον ἰδέειν IL avant d’avoir vu le combat ; selon le sens avec les autres modes (ind., sbj. ou opt.) : φράσῃς μοι μὴ πέρα, πρὶν ἂν μάθω πρῶτον τόδε SOPH ne me dis rien de plus avant que je sache d’abord ceci ; μὴ στέναζε, πρὶν μάθῃς SOPH ne te lamente pas avant de savoir ; en s.-e.ou γένηται : πρὶν ὥρη OD avant qu’il ne soit temps ; οὐκ ἔθελεν φεύγειν, πρὶν πειρήσαιτ’ Ἀχιλήος IL il ne voulait pas fuir avant de s’être attaqué à Achille ; ὄλοιο μήπω, πρὶν μάθοιμι SOPH je ne souhaite pas encore que tu meures avant que je sache, etc.
Étymologie: πρό.

English (Autenrieth)

(πρό): (1) adv., before, formerly, first; πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν, ‘sooner’ shall old age come upon her, Il. 1.29, Il. 24.551, Od. 3.117; freq. τὸ πρίν, πολὺ πρίν, Od. 2.167.—(2) conj., before, with some peculiarities of construction which may be learned from the grammars; the inf. is used more freely with πρίν in Homer than in other authors. Freq. doubled in correlation, πρὶν.. πρίν, Θ , Il. 1.97; so πάρος.. πρίν, πρόσθεν.. πρίν, πρίν γ' ὅτε, πρίν γ ἤ (priusquam), Il. 5.288. Without verb, πρὶν ὥρη, ‘before it is time,’ Od. 15.394.

English (Slater)

πρῐν
   a adv., before ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (Hermann: πρὶν ἔδεκτο cod. πρὶν ἔδεκτο νεότας Bergk) (I. 8.68) πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' (Pae. 1.2) πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ ἀοιδὰ Δ. 2. 1. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 20. c. art., ἦρ' ωλτ;γτ; φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (P. 11.39)
   b prep. c. gen., before “κέχυται Λιβύας εὐρυχόρου σπέρμα πρὶν ὥρας” (P. 4.43)
   c conj.
   I before c. inf. ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν (P. 2.92) τὸν μὲν πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ, εἰς Ἀίδα δόμον κατέβα (P. 3.9) ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (post ἑλεῖν distinxerunt codd.: post ἆμαρ Bergk.: sc. γενέσθαι) (P. 9.113) (ἄκων) ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν (N. 7.73) ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν (N. 8.19) ἧν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν (N. 8.51) κρύψεν δ' ἅμ ἵπποις, δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν (N. 9.26) ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι (I. 4.32) πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέλτ;γτ;ω νόημ (Pae. 1.1) ]πρὶν Στυγὸς ὅρκιον ἐς ευ[ (Pae. 6.155)
   bc. ind., until ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί, πρὶν Ὀλυμπιος ἁγεμὼν μίχθη (O. 9.57) ἦ πόλλ' ἔπαθεν, πρίν γέ οἱ χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ (O. 13.65) πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28)

English (Strong)

adverb from πρό; prior, sooner: before (that), ere.

English (Thayer)

(according to Curtius, § 380 comparitive προιον, προιν, πρίν)), as in Greek writings from Homer down:
1. an adverb previously,formerly (cf. πάλαι, 1): before, before that: with an accusative and aorist infinitive of things past (cf. Winer s Grammar, § 44,6 at the end; Buttmann, § 142,3); πρίν Ἀβραάμ γενέσθαι, before Abraham existed, came into being, πρίν ἤ (cf. Meyer on Winer's Grammar, 332 (311)): πρίν ἀλέκτορα φωνῆσαι, before the cock shall have crowed, πρίν ἤ, L T Tr WH text omit ἤ); πρίν ἤ, preceded by a negative sentence (Buttmann, § 139,35), with the aorist subjunctive having the force of a future perfect in Latin (Buttmann, 231 (199)), R G L T Tr marginal reading, but WH brackets ἤ), and R G in πρίν ἤ, followed by the optative of a thing as entertained in thought, Winer s Grammar, 297 (279); Buttmann, 230 (198)). Cf. Matthiae, § 522,2, p. 1201 f; Alexander Buttmann (1873) Gram. § 139,41; Klotz ad Devar. ii. 2, p. 720ff; Winer s Grammar (and Buttmann), as above.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. πράν και, μόνον μία φορά, πρείν Α
1. (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο είτε συνέβη είτε πρόκειται να συμβεί, προηγουμένως, πρωτύτερα (α. «δεν σέ άκουσα τί είπες πριν» β. «ὅ [ενν. ναυτικό] οὐκ ὑπήρχε πρίν», Θουκ.
γ. «πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν», Ομ. Ιλ.)
β) άλλοτε, στο παρελθόν (α. «τέτοια πράγματα δεν γίνονταν πριν» β. «πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα», Ομ. Οδ.)
γ) (με άρθρ. και σε όλα τα γένη, τους αριθμούς και τις πτώσεις, κυρίως δε στην αρχαία, όπου συχνά εννοούνται οι μτχ. ὤν και γενόμενος) ο, η, το πριν
ο προηγούμενος, ο προγενέστερος (α. «μην σκέπτεσαι τα πριν» — μη σκέπτεσαι όσα έγιναν στο παρελθόν
β. «ἐν τῷ πρὶν χρόνῳ», Φιλ.
γ. «ἐν τοῑς πρὶν λόγοις», Θουκ.)
2. (ως σύνδ., όταν στην αρχαία πολλές φορές στην κύρια πρόταση απαντούν τα ισοδύναμα πρότερον, πρόσθεν, πάρος κ.λπ. με άρνηση) προτού (α. «πριν να φύγω, θα έρθω να σέ χαιρετήσω» β. «τών φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν», παροιμ. φρ.
γ. «ἀνοίγειν μὲν ἀπαγορεύει μὴ πρότερον, πρὶν ἂν ἥλιος ἀνίσχη», Αισχίν.
δ. «καὶ οὐ πρότερον ἀπηλλάγη, πρὶν ἀποδρὰς ᾤχετο τετάρτῳ μηνὶ», Ανδ.)
νεοελλ.
1. (με σημ. προθέσεως) μπροστά, προ (α. «κάθεται πριν από μένα» β. «πέθανε πριν της ώρας του» — πέθανε πρόωρα
γ. «πριν του πολέμου»)
2. φρ. «από τα πριν»
(με επιρρμ. σημ.) εκ τών προτέρων
αρχ.
ΣΥΝΤΑΞΗ (ως σύνδ.): α) (κυρίως στον Όμ.) με απαρμφ. μετά από καταφατικές αλλά και μετά από αρνητικές προτάσεις, ενώ στους Αττικούς συγγραφείς συχνά μετά από καταφατικές προτάσεις και πάντοτε στην περίπτωση που η ενέργεια δεν γίνεται ή δεν πρόκειται να γίνει, ο δε χρόνος ο οποίος ακολουθεί είναι συν. ο αόρ. (α. «ναῑε δὲ Πήδαιον πριν ἐλθεῑν υἷας Ἀγαιῶν», Ομ. Ιλ.
β. «ἐπειδάν μάθωσιν ἢ πρὶν μαθεῑν», Πλάτ.)
β) με παρεμφατικές εγκλίσεις [δηλ. οριστική, υποτακτική, ευκτική] (α. «ἠγόμην δ' ἀνὴρ ἀστῶν μέγιστος..., πρίν μοι τύχη τοιάδ', ἐπέστη», Σοφ.
β. «δεῑται αὐτοῡ μὴ πρόσθεν καταλῡσαι... πρὶν ἂν αὐτῷ συμβουλεύσηται», Ξεν.
γ. «μὴ πρόσθεν παύσεσθαι, πρὶν αὐτοὺς καταγάγοι οἴκαδε», Ξεν.)
γ) πολλές φορές χωρίς ρήμα, οπότε εννοείται το ρ. ἐστί («οὐδὲ τί σε χρή, πρὶν ὤρη, καταλέχθαι» Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρίν, με επιρρμ. κατάλ. -ν (πρβλ. νῦ-ν, πάλι-ν), ανάγεται στη ρίζα τών προθέσεων πρό, παρά, περί κ.λπ. Προβλήματα, ωστόσο, γεννά το φωνήεν -- του τ., το οποίο μπορεί να παραβληθεί με το -ι- του λατ. prĭor. Μαρτυρείται, ωστόσο, και τ. με φωνηεντισμό -ei- στο γορτυνιακό πρείν (πρβλ. αρχ. πρωσ. prei) καθώς και τ. με -- στο ομηρ. πρῑν, του οποίου, όμως, το -ι- είναι πιθανό να προέρχεται από ιωτακιστική γρφ. του -ει-].

Greek Monotonic

πρίν: [ῐ], επίρρ., σχηματισμένο με τη συγκρ. ισχύ της πρόθ. πρό.
Α. επίρρ. χρονικό, πριν.
I. λέγεται για μελλοντικό χρόνο, πριν από αυτήν τη στιγμή, νωρίτερα, με οριστ. μέλ. ή υποτ. = μέλ., σε Όμηρ.· με ευκτ. και κεν, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για παρελθοντικό χρόνο, παλαιότερα, πρωτύτερα, κάποτε, νωρίτερα, σε Όμηρ.· ομοίως, με άρθρο, τὸ πρίν γε..., νῦν δέ..., νῦν δέ... τὸ πρίν γε, σε Ομήρ. Ιλ.· με άρθρο η μτχ. ὤν πραλείπεται· τὰ πρὶν πελώρια (ενν. ὄντα), οι γίγαντες του παρελθόντος, σε Αισχύλ.· ἐντῷ πρὶν χρόνῳ, σε Σοφ.· ἐν τοῖς πρὶν λόγοις, σε Θουκ. Β. πρὶν ἤ,
I. ως σύνδ., πριν απ' αυτό, πριν, προηγουμένως, Λατ. priusquam, σε Όμηρ.· αλλά το συχνά παραλείπεται, έτσι ώστε το πρίν γίνεται σύνδ.· η κύρια πρόταση έχει επίσης το πρίνπρότερον, πρόσθεν, πάρος), έτσι που ο σύνδεσμος πρίν συγχέεται με το επίρρ. πρίν, ιδίως μετά από άρνηση· με απαρ., ναῖε δὲ Πήδαιον, πρὶν ἐλθεῖν υἷας Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐδὲ παύσεται χόλου, πρὶν κατασκῆψαί τινα, σε Ευρ.
II. με ρήμα σε παρεμφατικό τύπο:
1. με οριστ., σ' αυτήν την περίπτωση ο Όμηρ. χρησιμ. το πρίν γ' ὅτε δὴ Ζεὺς κῦδος Ἕκτορι δῶκε, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδέν, πρίν γ' ἐγὼ σφίσιν ἔδειξα, σε Αισχύλ.
2. με υποτ. μόνο μετά από αποφατικές ή ισοδύν. προτάσεις, οὐ καταδυσόμεθ', πρὶν μόρσιμον ἦμαρ ἐπέλθῃ, δεν θα καταποντιστούμε, δεν θα κατανικηθούμε, προτού να έρθει η μέρα του θανάτου, σε Ομήρ. Οδ.· σε Αττ., πρὶν ἄν είναι τύπος ομαλός, οὐδέν ἐστι τέρμα μοι μόχθων, πρὶν ἂν Ζεὺς ἐκπέσῃ τυραννίδος, σε Αισχύλ.· αλλά, το ἄν μερικές φορές παραλείπεται, μὴ στέναζε, πρὶν μάθῃς, σε Σοφ.· πάντοτε με πρὶν ἤ, πρὶν ἢ ἀνορθώσωσι, σε Ηρόδ.
3. με ευκτ. έπειτα από ιστορικούς χρόνους, οὐκ ἔθελεν φεύγειν πρὶν πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔδοξέ μοι μὴ ποιεῖσθαι, πρὶν φράσαιμί σοι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πρίν: I (ῐ и ῑ) adv. прежде, раньше: ἔθ᾽ ὡς π. Hom. доселе, как (и) прежде; (ἀρχαί), ἃς ἐκεῖνος εἶχε π. Soph. власть, которая раньше принадлежала ему; ὁ π. γενόμενος Her. раньше появившийся, прежний; ἐν τῷ π. χρόνῳ Soph. и τὸ π. Hom., Her., Aesch., Plat. в прежнее время, ранее; Θησεύς, τοῦ π. Αἰγέως τόκος Soph. Тесей, сын прежде царствовавшего Эгея; π. ὥρη (sc. ἐστίν) Hom. преждевременно.
II praep. cum gen. прежде, до: π. ὥρας Pind. прежде времени; π. τοῦ βλέψαι Sext. прежде, чем увидеть.
III conj. (тж. π. ἤ, π. ὅταν и др.) (с ind., conjct. с ἄν и opt.) прежде чем, пока не, доколе: οὐδέ τις ἔτλη π. πιέειν, π. λεῖψαι Κρονίωνι Hom. и никто не посмел пить прежде, чем совершить возлияние Крониону; μὴ (οὐ) πρόσθεν или μὴ (οὐ) πρότερον … π. Her., Xen., Plat., Soph., Arph. не ранее … чем, не … пока не; ἀπετράποντο ἐς τὴν πόλιν π. ὑπερβαίνειν Thuc. они вернулись в город прежде, чем вышли за (его) стены; οὐδὲ λήξει, π. ἂν ἢ κορέσῃ κέαρ Aesch. (Зевс) не успокоится, пока не утолит (своего) гнева; π. ἴδοιμ᾽ ὀρθὸν ἔπος Soph. пока я не узнаю правды.