ζωή
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
English (LSJ)
( ζωιή (prob. an error) SIG577.34 (Milet., iii/ii B.C.)), Dor. ζωά: Ion. and poet. ζόη, Hdt.1.32, Herod.10.4, S.Fr.556, etc. (v. infr.), cf. IG9(1).86 (Hyampolis), Dor. ζόα: Aeol. ζοΐα Theoc. 29.5: ἡ:—A living, i.e. one's substance, property, ἦ γάρ οἱ ζ. γ' ἦν ἄσπετος Od.14.96; τοὶ δὲ ζωὴν ἐδάσαντο ib.208; κατὰ ζωὴν φαγέειν 16.429; τὴν ζόην ποιέεσθαι or καταστήσασθαι ἀπὸ or ἐκ… to get one's living by... Hdt.8.105, cf. 2.36, Arist.HA608b21; ἐξ ἁλός Theoc.Beren. 2. 2 after Hom., life, existence, opp. death, Tyrt.15.5, Pi.N.8.36, etc.; θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ib.9.29; οὐδὲν γὰρ ἄλγος οἷον ἡ πολλὴ ζόη S.Fr.556; ζόας (ζωᾶς codd.) βιοτά E.HF664 (lyr.); τοῦ βίου ζωή Pl. Ti.44c; ὁ τῆς ζ. χρόνος SIG1210 (Calymna), etc.: as a term of affection, ζωή mylife! Juv.6.195: pl., ζόαι A.Fr.99.13; ζωαί LXXPs.62(63).3(4); μετὰ τὴν μίαν ζ. πολλαὶ ζ. Dam.Pr.100; αἱ τῆς ψυχῆς ζ. καὶ δυνάμεις Iamb.Comm.Math.3. 3 way of life, ζόην ἔζωον τὴν αὐτήν Hdt. 4.112, cf. 114. II ζωή,= γραῦς ΙΙ, the scum on milk, Eust.906.52; ζόη· τὸ ἐπάνω τοῦ μέλιτος, Hsch. [The form ζόη (paroxyt.) is required by the metre in trimeters in S.Fr.556, E.Hec.1108, and in lyrics S. Fr.592, E.Med.976, al., ζωή never: ζόη in other Poets, Call.Fr.114, Theoc.Ep.18.9, Herod.10.4.] (For the root, cf. ζῶ: fancifully connected with ζέω and ζητέω, Dam.Pr.81: in signf. ΙΙ ζόη prob. fr. ζέω.)
German (Pape)
[Seite 1142] ἡ, ion. u. p. ζόη, auch ζοΐα, Theocr. 29, 5 (ζάω), Lebensunterhalt, Hab u. Gut, wie βίοτος, Od. 14, 96. 208. 16, 429; ποιεῖσθαι τὴν ζόην ἔκ τινος, Her. 8, 105. – Das Leben (vgl. βίος), im Ggstz des Todes, πεῖραν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς Pind. N. 9, 29, vgl. 8, 36 I. 4, 13; περὶ ζωῆς καὶ θανάτου λέγειν Plat. Phaed. 71 d; Folgde; ἐν δὲ γαίᾳ ζωὰ φονορύτῳ μέμικται Aesch. Spt. 921; vgl. Ellendt lex. Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ζωή: Δωρ. ζωά. Ἰων. καὶ ποιητ. ζόη, Δωρ. ζόα, Αἰολ. ζοΐα, Θεόκρ. 29. 5· ἡ, (ζάω) :-τὸ ζῆν, δηλ. τὰ ὑπάρχοντά τινος, ἡ περιουσία του, ὡς τὸ βίος, βίοτος, ἦ γὰρ οἱ ζωή γ’ ἦν ἄσπετος Ὀδ. Ξ. 96· τοὶ δὲ ζωὴν ἐδάσαντο Ξ. 208· κατὰ ζωὴν φαγέειν Π. 429· τὴν ζόην ποιεῖσθαι ἢ καθίστασθαι ἀπὸ ἢ ἐκ... πορίζεσθαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἐκ..., Ἡρόδ. 8. 105, πρβλ. 106· ἐξ ἁλὸς Θεόκρ. Βερεν. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 1. 2) μεθ’ Ὅμηρ., ζωή, ὕπαρξις, ἀντίθ. θάνατος, Τυρταῖ. 12. 5, Πίνδ. Ν. 8. 61, Τραγ., Πλάτ., κτλ.· θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς Πίνδ. Ν. 9. 68· ἡ πολλὴ ζόη Σοφ. Ἀποσπ. 500· ζόας βιοτὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 664· τοῦ βίου ζωὴ Πλάτ. Τιμ. 44C· - ὡς ὅρος δηλῶν ἀγάπην, ζωή, ψυχή μου ! Juven. 6. 195· - πληθ., ζωαί, Ἑβδ. (Ψαλμ. ξβ΄, 3). 3) τρόπος ζωῆς, ζόην ἔζωον τὴν αὐτὴν Ἡρόδ. 4. 112. ΙΙ. ζωή, = γραῦς, ὁ ἐπὶ τοῦ γάλακτος ἀφρός, Εὐστ. 906. 52· ζόη παρ’ Ἡσύχ. (Τὸν τύπον ζόη (παροξύτ.) ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 500, 519, Εὐρ. Ἑκ. 1108, Μηδ. 983, Ἱππ. 816, Τρῳ. 254, Ἠλ. 121, Ι. Τ. 847· ἐνῷ οὐδαμοῦ τῶν Τραγ. ἀπαιτεῖται ὁ τύπος ζωὴ (πλὴν ἴσως ἐν Ἡρ. Μαιν. 660), ὁπόθεν ὁ Ἐλμσλ. Μηδ. 946 προύτεινε νὰ διορθωθῇ ἁπανταχοῦ ζόη παρὰ τοῖς Τραγ.· -ὡσαύτως παρ’ ἑτέροις ποιηταῖς, Καλλ. Ἀποσπ. 114, Θεοκρ. Ἐπ. 17. 9, Ἡρῴδ. παρὰ Στοβ. τ. 116. 22).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 vie;
2 genre de vie;
3 moyens de vivre, ressources : τὴν ζόην (ion.) ποιεῖσθαι ἔκ τινος HDT se créer avec qch les moyens de vivre.
Étymologie: ζάω.
English (Autenrieth)
(ζάω): means of life, substance, Od. 14.208, Od. 16.429. (Od.)
English (Abbott-Smith)
ζωή, -ῆς, ἡ (ζάω), [in LXX chiefly for חַיִּים;]
life (in Hom., Hdt., = βίος, q.v.; later, existence, vita quâ vivimus, as distinct from βίος, vita quam vivimus; opp. to θάνατος);
1.of natural life: Lk 16:25, Ac 8:33, I Co 15:19, I Ti 4:8, He 7:3, Ja 4:14; πνεῦμα ζωῆς, Re 11:11; ψυχὴ ζωῆς ( Ge 1:30), Re 16:3; of the life of one risen from the dead, Ro 5:10, He 7:16.
2.Of the life of the kingdom of God, the present life of grace and the life of glory which is to follow (Dalman, Words, 156ff.; Westc, Epp. Jo., 214ff.; Cremer, 272ff.): Jo 6:51, 53 Ro 7:10 8:6, 10 Phl 2:16, Col 3:4, II Pe 1:3; αἰώνος (reff. supr.; DCG, i, 538a, ii, 30f.), Jo 4:36 12:50 17:3, I Jo 1:2, al.; τ. φῶς τῆς ζ., Jo 8:12; ὁ Λόγος τ. ζ., I Jo 1:1; ὁ ἄρτος τ. ζ., Jo 6:35, 48; δικαίωσις ζωῆς, Ro 5:18; μετάνοια εἰς ζ., Ac 11:18; ἐν αὐτῷ ζ. ἦν,Jo 1:4; ζ. ἡ ἐν. Χ. Ἰ., II Ti 1:1; τὰ πρὸς ζωήν, II Pe 1:3, al.; στέφανος τῆς ζ., Ja 1:12, Re 2:10; χάρις ζωῆς (gen. expl.), I Pe 3:7; ζ. καὶ εἰρήνη, Ro 8:6; ζ. καὶ ἀφθαρσία, II Ti 1:10; ἀνάστασις ζωῆς, Jo 5:29; βίβλος ζωῆς, Phl 4:3, Re 3:5; ξύλον ζωῆς, Re 2:7; ὕδωρ ζωῆς, Re 22:17; meton., of that which has life: τ. πνεῦμα, Ro 8:10; ῥήματα, Jo 6:63; of one who gives life, Jo 11:25 14:6, I Jo 1:2; ἡ ἐντολή, Jo 12:50. SYN.: v.s. βίος.
English (Strong)
from ζάω; life (literally or figuratively): life(-time). Compare ψυχή.
English (Thayer)
ζωῆς, ἡ (from ζάω, ζῶ), the Sept. chiefly for חַיִּים; life;
1. universally, life, i. e. the state of one who is possessed of vitality or is animate: ἀγαπάω); αὐτός (ὁ Θεός) διδούς πᾶσιν ζωήν καί πνοήν, πνεῦμα ζωῆς ἐκ τοῦ Θεοῦ, the vital spirit, the breath of (i. e. imparting) life, πᾶσα ψυχή ζωῆς, genitive of possess, every living soul, G L T Tr text WH; spoken of earthly life: ἡ ζωή τίνος, αἴρω, 3h.); ἐν τῇ ζωή σου, whilst thou wast living on earth, ἐν τῇ ζωή αὐτοῦ, ἐν τῇ ζωή ταύτῃ, πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς τίνος, (ἐπαγγελία ζωῆς τῆς νῦν καί τῆς μελλούσης, a promise looking to the present and the future life, ζωή and θάνατος are contrasted in ἐν καινότητι ζωῆς, figuratively spoken of a new mode of life, dedicated to God, λόγος and to Christ" in whom the λόγος put on human nature: ὥσπερ ὁ πατήρ ἔχει ζωήν ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκεν καί τῷ υἱῷ ζωήν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ, ἐν αὐτῷ (namely, τῷ λόγῳ) ζωή ἦν καί ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων, in him life was (comprehended), and the life (transfused from the Logos into created natures) was the light (i. e. the intelligence) of men (because the life of men is self-conscious, and thus a fountain of intelligence springs up), ὁ λόγος τῆς ζωῆς, the Logos having life in itself and communicating it to others, ἡ ζωή ἐφανερώθη, was manifested in Christ, clothed in flesh, life real and genuine, vita quae sola vita nominanda (Cicero, de sen. 21,77), "a life active and vigorous, devoted to God, blessed, the portion even in this world of those who put their trust in Christ, but after the resurrection to be consummated by new accessions (among them a more perfect body), and to last forever" (the writers of the O. T. have anticipated the conception, in their way, by employing חַיִּים to denote a happy life and every kind of blessing: τοῦ Θεοῦ, supplied by God (Winer's Grammar, 186 (175)), ἡ ἐν Χριστῷ, to be obtained in fellowship with Christ, μεταβεβηκέναι ἐκ τοῦ θανάτου εἰς ζωήν, ὄψεσθαί τήν ζωήν, ἔχειν ζωήν, ἐν ἑαυτῷ (or ἑαυτοῖς) added, διδόναι, χάρις ζωῆς, the grace of God evident in the life obtained, τό πνεῦμα τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, the Spirit, the repository and imparter of life, and which is received by those united to Christ, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς (see ἄρτος, at the end), τό φῶς τῆς ζοης, the light illumined by which one arrives at life, ζωή αἰώνιος and ἡ ζωή ἡ αἰώνιος (cf. Buttmann, 90 (79)); see below): ῤήματα ζωῆς αἰωνίου, εἰς ζωήν αἰώνιον, unto the attainment of eternal life (cf. εἰς, B. II:3c. δ., p. 185a), διδόναι ζωήν αἰώνιον, ἔχειν ζωήν αἰώνιον, ἀπολλυσθαι), L brackets; οὐκ ἔχειν ζωήν αἰώνιον ἐν ἑαυτῷ, spiritual and partakers of eternal and immortal life). ζωή and ἡ ζωή, without epithet, are used of the blessing of real life after the resurrection, in δικαίωσις, at the end); ζωή ἐκ νεκρῶν, life breaking forth from the abode of the dead, εἰσελθεῖν εἰς τήν ζωήν, ἀνάστασις ζωῆς equivalent to εἰς ζωήν (Winer's Grammar, 188 (177)); στέφανος τῆς ζωῆς equivalent to ἡ ζωή ὡς στέφανος, ξύλον τῆς ζωῆς, the tree whose fruit gives and maintains eternal life, G L T Tr WH) (cf. δένδρον ζωῆς, ὕδωρ ζωῆς, water the use of which serves to maintain eternal life, ζωῆς πηγαί ὑδάτων, G L T Tr WH; ἡ βίβλος and τό βιβλίον τῆς ζωῆς, the book in which the names of those are recorded to whom eternal life has been decreed: cf. Lightfoot on Philippians , the passage cited), more fully ἡ ὄντως ( αἰώνιος) ζωή, ζωή αἰώνιος (cf. above) (Justin Martyr, de resurr. i., p. 588c. ὁ λόγος ... διδούς ἡμῖν ἐν ἑαυτῷ τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν καί τήν μετά ταῦτα ζωήν αἰώνιον), κόλασις αἰώνιος); ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ, ἔχειν ζωήν αἰώνιον κληρονομεῖν, εἰς ζωήν αἰώνιον, unto the attainment of life eternal, ἀενναος ζωή, ἀΐδιος ζωή, Ignatius ad Ephesians 19 [ET]). Cf. Köstlin, Lehrbegriff des Ev. Johann. etc., pp. 234ff, 338ff; Reuss, Johann. Theologie (in Beiträge zu d. theol. Wissenschaften, vol. i.), p. 76ff (cf. his Hist. de la Theol. Chret., book vii., chapter xiv.); Lipsius, Paulin. Rechtfertigungslehre, pp. 152ff 185f; Güder in Herzog viii. 254 (2nd edition, 509ff); B. B. Brückner, De notione vocis ζωή in N. T. Lipsius 1858; Huther,
d. Bedeut. d. Begriffe ζωή u. πιστεύειν im N. T., in the Jahrbb. f. deutsche Theol. 1872, p. 1ff (For the relations of the term to heathen conceptions cf. G. Teichmüller, Aristotle, Forsch. iii., p. 127ff) Some, as Bretschneider, Wahl, Wilke, especially Käuffer (in his book De biblica ζωῆς αἰωνίου notione. Dresd. 1838), maintain that ζωή αἰώνιος everywhere even in John's writings refers to life after the resurrection; but in this way they are compelled not only to assume a prophetic use of the perfect in the saying ἐκ τοῦ θανάτου μεταβεβηκέναι εἰς τήν ζωήν (ἔχει ζωήν αἰώνιον as meaning he has eternal life as his certain portion though as yet only in hope, as well as to explain ζωήν αἰώνιον οὐκ ἔχειν ἐν ἑαυτῷ μένουσαν (the hope of eternal life. (Synonym: see βίος, at the end.)
Greek Monolingual
η (AM ζωή, Μ και ζωγή, Α δωρ. τ. ζωά και ζόα, ιων. και ποιητ. τ. ζόη, αιολ. τ. ζοΐα)
1. το σύνολο τών κοινών σε όλα τα ενόργανα όντα χαρακτήρων, οι οποίοι τά διακρίνουν από τα άψυχα αντικείμενα και εξαφανίζονται τη στιγμή του θανάτου τους («ο ήλιος είναι σημαντικός παράγοντας της ζωής τών ζώων και τών φυτών»)
2. το σύνολο τών λειτουργιών ή εκδηλώσεων τών έμβιων όντων, η ύπαρξη, ο βίος
3. η διάρκεια του βίου α) από τη γέννηση έως τον θάνατο («η ζωή του ανθρώπου σπάνια υπερβαίνει τα εκατό χρόνια»)
β) από τη γέννηση έως την παρούσα στιγμή («στη ζωή μου δεν είδα τόσο θάρρος»)
γ) από κάποια δεδομένη στιγμή έως τον θάνατο («θα σε μισώ σε όλη μου τη ζωή»)
4. ο τρόπος κατά τον οποίο ζει κάποιος (α. «η ζωή στο Παρίσι είναι ευχάριστη» β. «ζόην ἔζωον τὴν αὐτήν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. συν. στον πληθ.
οι ζωές
οι άνθρωποι
2. το σύνολο τών γεγονότων που συνέβησαν σε κάποιον ή που έπραξε κάποιος, η βιογραφία («έγραψε την ιστορία της ζωής του»)
3. η ζωντανή πραγματικότητα, όπως γίνεται γνωστή με την άμεση πείρα («δεν ξέρεις τη ζωή ακόμη»)
4. συνεκδ. ζωντάνια, δραστηριότητα, ζωτικότητα, σφρίγος («αυτό το παιδί είναι όλο ζωή»)
5. (για έθνος, χώρα, κράτος) ο ιστορικός βίος, η ιστορία («η ένδοξη ζωή του έθνους μας»)
6. η χρονική διάρκεια της ύπαρξης («η ζωή του πλανήτη δεν μπορεί να οριστεί με ακρίβεια»)
7. συντήρηση, διατροφή
8. φρ. α) (για όρκους) «στη ζωή τών παιδιών μου» — να μη χαρώ τα παιδιά μου, αν ψεύδομαι
β) «περνά ζωή και κότα» — ζει με πολλές ανέσεις
γ) «ζωή χαρισάμενη» — το να ζει κάποιος άνετα, ευτυχισμένα
δ) «ζωή σκυλίσια» — ζωή γεμάτη στερήσεις και κακουχίες, βασανισμένη ζωή
ε) «δεν έχει ζωή» ή «δεν είναι για ζωή» ή «βρίσκεται μεταξύ ζωής και τάφου» — είναι ετοιμοθάνατος
στ) «ζωή σε λόγου σας» ή «ζωή σε σάς» — συλλυπητήρια ευχή στους συγγενείς του νεκρού
ζ) «εφ' όρου ζωής» — για όλη τη ζωή, ισοβίως
η) «είναι θέμα ζωής ή θανάτου» — είναι θέμα εξαιρετικής σπουδαιότητας, είναι επείγον θέμα
(νεοελλ.-μσν.) τα προς το ζην αναγκαία («ακρίβηνε πολύ η ζωή»)
μσν.
1. (για το γάλα) ο αφρός, το καϊμάκι, η κρούστα
2. φρ. «(ἓ)ως ζωῆς» ή «ἕως τὴν ζωήν» ή «μέχρι ζωῆς» ή «ὡς ἐφόρους τῆς ζωῆς» — ισόβια, ώς τον θάνατο
3. (ως προσφώνηση) «ζωή μου»
4. (ως επιφώνημα) «ζωὴ εἰς κάποιον» — ζήτω
αρχ.
1. η περιουσία, το βίος, τα υπάρχοντα κάποιου («ἦ γὰρ oἱ ζωὴ γ' ἦν ἄσπετος», Ομ. Οδ)
2. φρ. «τὸ ξύλον τῆς ζωῆς»
α) ο Σταυρός του Χριστού
β. το ξύλο του παραδείσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω. Η λέξη διακρίνεται από την συνώνυμη της βίος, η οποία δηλώνει περισσότερο τη διάρκεια ή τον τρόπο ζωής.
ΣΥΝΘ. (Α’ συνθετικό) ζωαρκής, ζωοδότης, ζωοποιός, ζωοφόρος, ζώφυτος
αρχ.
ζωαλκής, ζωάρχιος, ζωθάλμιος, ζωθαλπής, ζωοδοτήρ, ζωοθετώ, ζωόσοφος, αρχ.-μσν. ζωάγρια
μσν.
ζωοδόνος, ζωομύριστος, ζωοσταγής
μσν.- νεοελλ.
ζωηφόρος, ζωοπάροχος
(Β' συνθετικό) νεοελλ. παλιοζωή, τρελοζωή, φτωχοζωή, ψευτοζωή].
Greek Monotonic
ζωή: Δωρ. ζωά, Ιων. ζόη, Δωρ. επίσης ζόα, Αιολ. ζοΐα, ἡ (ζάω)·
1. τα μέσα προς το ζην, δηλ. τα υπάρχοντα, η περιουσία κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.· τὴνζόην ποιεῖσθαι ἀπό ή ἔκ τινος, πορίζομαι τα προς το ζην από..., σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. ζωή (ό,τι και στη Ν.Ε.), ύπαρξη, υπόσταση, σε Τυρτ., Τραγ. κ.λπ.
3. τρόπος ζωής, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ζωή: ион. ζόη, дор. ζωά и ζόα, эол. ζοΐα ἡ
1) (тж. ζωᾶς βιοτή Eur.) жизнь (περὶ ζωῆς καὶ θανάτου λέγειν Plat.; ἡ ζ. ἐν τοῖς ζῴοις καὶ τοῖς φυτοῖς εὑρέθη Arst.): τοῦ βίου διαπορεύεσθαι ζωήν Plat. проходить свой жизненный путь; ζωῆς μῆκος Arst. долговечность;
2) средства к жизни, средства пропитания: τὴν ζόην ποιεῖσθαι (или καθίστασθαι) ἀπό (или ἔκ) τινος Her. добывать средства к жизни, жить чем-л.;
3) образ жизни: ζόην ζῆν τὴν αὐτήν Hom. вести тот же образ жизни;
4) имущество, достояние (ζωὴν καταφαγέειν Hom.): οἱ ζ. ἦν ἄσπετος Hom. имущества у него (Одиссея) было без счета.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζωή -ῆς, ἡ, Ion. en poët. ζόη, Aeol. ζοΐα, Dor. ζωά en ζόα [~ ζήω] leven, bestaan, v. a. Hom. alg.;; περὶ ζωῆς καὶ θανάτου over leven en dood Plat. Phaed. 71d; τοῦ βίου διαπορευθεὶς ζωήν de loop van het leven afgelegd hebbend Plat. Tim. 44c; christ., van het eeuwige en geestelijke leven. manier van leven. Hdt. middelen van bestaan, levensonderhoud, vermogen:. τὴν ζόην κατεστήσατο ἀπ ’ ἔργων ἀνοσιωτάτων hij had zijn vermogen opgebouwd door de meest goddeloze praktijken Hdt. 8.105.
Middle Liddell
[ζάω]
1. a living, i. e. one's means of life, substance, Od.; τὴν ζόην ποιεῖσθαι ἀπό or ἔκ τινος to get one's living by… , Hdt., etc.
2. life, existence, Tyrtae., Trag., etc.
3. a way of life, Hdt.
Chinese
原文音譯:zw» 索誒
詞類次數:名詞(134)
原文字根:生命 相當於: (חַי / חַיָּה)
字義溯源:生命,生,命,活,終身;源自(ζάω)*=活)。那真實的生命,只有信徒才知曉。若離開基督的生命,就連現今的生存,也無法完全的經歷到。惟有藉著基督的死而復活,在聖靈裏面,才有可能得著生命。在這生命中,信徒現今就可以部分的經歷到永遠的生命,等到萬物結局時才能完全體會。信徒今天在基督裏就能體認這個生命。基督徒不為自己,而為別人而活,就是這生命真實的活見證,也是聖靈的果子。參讀 (ζάω)同源字參讀 (βίος) (βιόω)同義字
出現次數:總共(134);太(7);可(4);路(5);約(36);徒(8);羅(14);林前(2);林後(6);加(1);弗(1);腓(3);西(2);提前(4);提後(2);多(2);來(2);雅(2);彼前(2);彼後(1);約壹(13);猶(1);啓(16)
譯字彙編:
1) 生命(115)數量太多,不能盡錄;
2) 生命的(11) 約6:68; 徒2:28; 羅5:18; 羅6:4; 腓2:16; 提前4:8; 提後1:1; 多1:2; 多3:7; 來7:3; 啓11:11;
3) 生(6) 路16:25; 約6:27; 羅8:38; 羅11:15; 林前3:22; 林前15:19;
4) 生命之(1) 彼前3:7;
5) 將生命(1) 徒17:25