ἁρμόζω
English (LSJ)
Att. ἁρμόττω, Dor. ἁρμόσδω Theoc.1.53 (ἐφαρμόζω); part.
A ἁρμόσσον Hp.Art.37: impf. ἥρμοζον, Dor. ἅρμοζον Pi.N.8.11: fut. ἁρμόσω S.Ant.1318 (lyr.), Hp.Fract.31, Ar.Th.263: aor. ἥρμοσα Il.3.333, etc., Dor. ἅρμοξα Pi.N.10.12 (συν-): pf. ἥρμοκα Arist.Po.1459b32:—Med., Ep. imper. ἁρμόζεο Od.5.162, ἁρμόζου Philem.187: fut. ἁρμόσομαι Gal.10.971: aor. ἡρμοσάμην Hdt.5.32, etc., Dor. ἁρμοξάμην Alcm.71: —Pass., pf. ἥρμοσμαι E.Ph.116 (lyr.), Pl.La.193d, Ion. ἅρμοσμαι Hdt.2.124; Dor. inf. ἁρμόχθαι Ocell. ap. Stob.1.13.2; Dor. 3sg. ἅρμοκται Ecphant. ap. Stob.4.7.64: aor. ἡρμόσθην Pl.Phd. 93a, Dor. ἁρμόχθην D.L.8.85: fut. ἁρμοσθήσομαι S.OC908:—fit together, join, especially of joiner's work, ἥρμοσεν ἀλλήλοισιν (sc. τὰ δοῦρα) Od.5.247 (also in Med., put together, ἁρμόζεο χαλκῷ εὐρεῖαν σχεδίην ib.162; ναυπηγίαν ἁρμόζων E.Cyc.460; ἁρμόζειν χαίταν στεφάνοισι Pi.I.7 6).39; ἀρβύλαισιν ἁρμόζω πόδα E.Hipp.1189; ἁρμόζω πόδα ἐπὶ γαίας plant foot on ground, Id.Or.233; ἁρμόζω ποδὸς ἴχνια Simon.182; ἐν ἁσυχαία βάσει βάσιν ἅρμοσαι (aor. imper. Med.) S.OC198; στόμ' ἅρμοσον kiss, E.Tr.763; ἁρμόζω ψαλίοις ἵππους furnish them with... Id.Rh.27 (lyr.).
b generally, adapt, accommodate, ἁρμόζω δίκην εἰς ἕκαστον award each his just due, Sol.36.17; σφισὶν βίοτον ἁρμόζω accord them life, Pi.N.7.98; apply a remedy, S.Tr. 687; make ready, τοὐπτάνιον Hegesipp. Com.1.19:—Med., accommodate, suit oneself, πρὸς τὴν παροῦσαν πάντοθ' ἁρμόζου τύχην Philem.l.c.; πρός τινα Luc.Merc.Cond.30; ἁρμόζω σύνεσιν acquire it, Hp.Lex2.
2 of marriage, betroth, Hdt.9.108; ἁρμόζω κόρᾳ ἄνδρα Pi.P.9.117; ἁρμόζω γάμον, γάμους, ib.13, E.Ph.411:—Med., betroth to oneself, take to wife, τὴν θυγατέρα τινός Hdt.5.32,47 (but Med. = Act., 2 Ep.Cor.11.2); ἁρμόζω ὡς ἐὰν αἱρῆται γάμῳ POxy.906.7 (ii/iii A. D.):—Pass., ἁρμόσθαι θυγατέρα τινὸς γυναῖκα have her betrothed or married to one, Hdt.3.137; ὡς ἐκείνῳ τῇδέ τ' ἦν ἡρμοσμένα as troth was plighted between him and her, S.Ant.570.
3 bind fast, ἁρμόζω τινὰ ἐν ἄρκυσι E.Ba.231.
4 set in order, regulate, govern, στρατόν Pi.N.8.11:—Pass., [νόμοις] οὐκ ἄλλοισιν ἁρμοσθήσεται S.OC908; κονδύλοις ἡρμοττόμην I was ruled or drilled with cuffs, Ar.Eq.1236.
b in the Spartan Constitution, act as harmost, ἐν ταῖς πόλεσιν X.Lac.14.2, etc.: c. acc., ἁρμοστὴν ὃς ἥρμοζε τὴν Ἀσίαν Luc.Tox.17.
5 in Music, tune instruments, τὸ σύμφωνον Pl.Phlb. 56a, etc.:—Med., ἁρμόττεσθαι ἁρμονίαν Id.R.591d; ἁρμόζω λύραν = tune one's lyre, ib.349e; Δωριστὶ ἁρμόζω λύραν Ar.Eq.989; αὐλόν Luc.Harm.1 (but μέλη ἔς τι ἁρμόζω adapt them to a subject, Simon. 184):—Pass., of the lyre, ἡρμόσθαι to be tuned, Pl.Tht.144e, cf. Phd.85e; ἁρμονίαν καλλίστην ἡρμ. Id.La.188d; ὁμονοητικὴ καὶ ἡρμοσμένη ψυχή = at harmony with itself, Id.R.554e.
6 compose, ᾆσμα Philostr.Her.19.17.
II intr., fit well, of clothes or armour, ἥρμοσε δ' αὐτῷ [θώρηξ] Il.3.333; Ἕκτορι δ' ἥρμοσε τεύχε' ἐπὶ χροΐ 17.210; ἐσθὰς ἁρμόζοισα γυίοις Pi.P.4.80; ἆρ' ἁρμόσει μοι (sc. τὰ ὑποδήματα); Ar.Th.263; τοῖς τρόποις ἁρμόζω ὥσπερ περὶ πόδα fit like a shoe, Pl. Com.129; θώραξ περὶ τὰ στέρνα ἁρμόζων X.Cyr.2.1.16.
b Math., coincide with, c. dat., Papp.612.14; correspond, Hero Aut.1.4.
2 suit, be adapted for, τινί S.OT902 (lyr.), El.1293, And.4.6; τόδ' οὐκ ἐπ' ἄλλον ἁρμόσει shall not be adapted to another, S.Ant.1318; κἂν ἐπὶ τῶν θηρίων ἁρμόσειε λόγος Arist.Pol.1281b19; εἴς τι, πρός τι, Pl. Plt.289b, 286d; πρὸς τὰς συνουσίας Isoc.2.34, cf. D.61.24; of medicines, Dsc.1.2, al.; of an argument, apply, Arist.Ph.209a9, al.; τὸ τοῦ Ξενοφάνους ἁρμόττει is applicable, Id.Rh.1377a19.
3 impers., ἁρμόζει = it is fitting, c. acc. et inf., σιγᾶν ἂν ἁρμόζοι σε S.Tr.731: c.inf. only, λόγους οὓς ἁρμόσει λέγειν D.18.42; πάντα τὰ τοιαῦτα ἁρμόττει καλεῖν Id.21.166; οὔτε ἁρμόζω μοι οἰκεῖν μετὰ τοιούτων Id.40.57; τὰ τοιαῦτα ῥηθῆναι μάλιστ' ἂν ἁρμόσειεν Isoc.9.72.
4 part. ἁρμόζων, ἁρμόζουσα, ἁρμόζον, fitting, suitable, Pi.P.4.129; ἡ ἁρμόζουσα ἀπόφασις = the appropriate verdict, Archim.Sph.Cyl. 1 Praef.; ἀλλήλοις Pl.La. 188d, al.: c. gen., Plb.1.44.1; πρός τι X.Mem.4.3.5, etc.
5 to be in tune, λύραν ἐπίτειν' ἕως ἂν ἁρμόσῃ Macho 2.9.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. -σσω; át. -ττω
• Morfología: [part. pres. ἅρμοσσον Hp.Art.37; perf. med. ἅρμοκται Ecphant.79.10; aor. pas. ἁρμόχθη Philol.B 1; en jón. át. formas c. -σ- en aor. pas. y perf. med.]
A tr.
I c. ac. de obj. ext.
1 de concr. unir, trabar, ajustar c. dat. o prep. y dat. ἥρμοσεν (sc. δοῦρα) ἀλλήλοισι Od.5.247, σφᾶς σιδηραῖς ... ἐν ἄρκυσιν E.Ba.231, cf. Ezech.233, λίθον ... τῇ σφενδόνῃ I.AI 6.189, βέλος ... νευρῇ Nonn.D.24.139.
2 de abstr. adecuar, acompasar c. dat. βίοτον ... ἥβᾳ Pi.N.7.98, βάσει βάσιν ἅρμοσαι acompasa tu paso al mío S.OC 198, αἰσθέσει πάντα Philol.B 11.
3 de pers., esp. de mujeres comprometerse, concertar una boda c. dat. ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος (Afrodita) concertando públicamente la unión ya consumada entre el dios y la hija de Hipseo Pi.P.9.13, ἁρμόσαι οἱ τὴν θυγατέρα Philostr.VS 610, en v. pas. ἐκείνῳ τῇδέ τ' ἦν ἡρμοσμένα entre aquél y ésta existe un compromiso S.Ant.570, ἁρμόζεται γυνὴ ἀνδρί LXX Pr.19.14
•en v. med. mismo sent. y constr. ἡρμοσάμην γὰρ ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρί fig. de la unión sacerdotal a la Iglesia crist. os desposé con un único varón 2Ep.Cor.11.2
•en v. med. sólo c. el ac. concertar el propio matrimonio τοῦ Παυσανίης ... ἡρμόσατο θυγατέρα Hdt.5.32, cf. 3.137
•tb. abs., en v. act. concertar la boda Pi.P.9.117, Hdt.9.108.
4 poner, plantar el pie ποδὸς ἴχνια Simon.124.4D, κἀπὶ γαίας ... πόδας E.Or.233
•calzar ἀρβύλαισιν ... πόδας E.Hipp.1189
•de armaduras, prendas, etc. ceñir Κρονίων ... Ἕκτορι δ' ἥρμοσε τεύχε' ἐπὶ χροΐ Il.17.210
•de caballos enfrenar, embridar ψαλίοις ἵππους E.Rh.27
•aplicar (sc. φάρμακον) S.Tr.687, στόμ' ἅρμοσον bésame E.Tr.763.
5 de un cuerpo social, etc. gobernar οἵ τε ... ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Pi.N.8.11, τὴν Ἀσίαν Luc.Tox.17
•abs. esp. en Esparta ejercer la magistratura de harmosta ἁρμόζοντας ἐν ταῖς πόλεσι X.Lac.14.2.
6 en v. med. de instrumentos musicales afinar, templar αὐτὸν ... Δωριστὶ ... ἁρμόττεσθαι ... τὴν λύραν Ar.Eq.989, cf. Pl.R.349e, 591d, Phd.85e, Plu.2.615b, τὸν αὐλόν Luc.Harm.1, τῶν χορδῶν ἑκάστην Aristox.Harm.16.2, cf. Porph.Sent.18
•en v. act. ψαλτήριον LXX Ps.151.2.
II c. ac. de resultado.
1 formar, unir, armar χαλκῷ ... σχεδίην Od.5.162, ναυπηγίαν E.Cyc.460
•encajar, encastrar τοὺς ἁρμούς IG 22.463.72 (IV a.C.), cf. 244.88, 100 (IV a.C.), Aen.Tact.18.11
•montar τοὐπτάνιον Hegesipp.Com.1.19
•colocar una lápida ἥρμοσε τίτλον MAMA 7.553.9 (Frigia Oriental)
•componer ἐξ ἐπέων ... τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν Pi.P.3.114, en v. pas. en cont. fil. ἐκ τούτων ... πάντα ... ἁρμοσθέντα Emp.B 107, ἁ φύσις ... ἁρμόχθη ἐξ ἀπείρων Philol.B 1.
2 arreglar, adornar χαίταν στεφάνοισιν Pi.I.7.39
•en v. med. prepararse, disponer para sí αἶκλον ... ἁρμόξατο Alcm.95b
•ἰητρικὴν ξύνεσιν ἁρμόζεσθαι Hp.Lex.2.
3 en v. act. o med. en cont. de mús. ajustar, armonizar, componer μέλη ... τὸν γλυκὺν ἐς παίδων ἵμερον ἡρμόσατο Simon.126.4D., Λυδὸν ὃς ἅρμοσε Telest.2.2, τὸ σύμφωνον Pl.Phlb.56a, τὸ ᾆσμα ἡρμόσατο Philostr.Her.72.18
•c. ac. int. conseguir la armonía ἁρμονίαν καλλίστην ἡρμοσμένος Pl.La.188d, τὴν ἐν τῷ σώματι ἁρμονίαν ... ἁρμοττόμενος Pl.R.591d, τὴν ἁρμονίαν ἁρμόττονται Aristox.Harm.61.7
•abs., part. ἁρμόττων armónico ἁρμόττουσα ἀναστροφή Phld.Mus.4.12.10, cf. 4.23.34, esp. en part. perf. pas. τὸ ἡρμοσμένον μέλος melodía armónica Aristox.Harm.20.18, cf. 23.17, Anon.Bellerm.46, 48
•subst. armonía ἀναιρεῖν τὸ ἡρμοσμένον Aristox.Harm.24.11, cf. 48.8, Anon.Bellerm.30
•fig. ἡρμοσμένης τῆς ψυχῆς alma en armonía, equilibrada Pl.R.554e, τῆς διανοίας τὸ ἡρμοσμένον Luc.Nigr.26.
III c. inf. convenir σιγᾶν ἂν ἁρμόζοι σε τὸν πλείω λόγον más valdría que tú callaras el resto de la conversación S.Tr.731, λόγους, οὓς ... ἁρμόσει λέγειν D.18.42, πάντα τὰ τοιαῦτα ... καλεῖν D.21.166, τὰ τοιαῦτα ... ῥηθῆναι Isoc.9.72
•c. inf. y dat. κἀμοὶ νῦν ... εἰπεῖν D.24.4, οὔτε ... μοι ... οἰκεῖν D.40.57.
B intr. gener. c. dat. o prep.
I 1en v. act. ceñir, ajustar ἥρμοσε δ' αὐτῷ (sc. θώρηξ) Il.3.333, θώραξ ... περὶ τὰ στέρνα X.Cyr.2.1.16
•de un vendaje adaptarse τὸ ἅρμοσσον σχῆμα τῷ χωρίῳ Hp.Art.37
•encajar, sentar bien ἆρ' ἁρμόσει (sc. τὰ ὑποδήματα) μοι; Ar.Th.263, cf. Pl.Com.137, en medic. τὸ ἀπόζεμα ... ἁρμόζον πρὸς πλευρὰς πόνους la decocción sienta bien para los dolores de costado Dsc.1.2
•sin dat. τὸν ἁρμόττοντα ... χιτῶνα X.Cyr.1.3.17, τὸ τοῦ Ξενοφάνους ἁρμόττει Arist.Rh.1377a19, τοῖς ἁρμόζουσι λόγοις Plb.1.44.1
•adecuarse, amoldarse πρὸς τὴν παροῦσαν ... ἁρμόζου τύχην Com.Adesp.1411, χρὴ ... ἡρμοσμένον ἐν οἷς αὐτὸς ... κράτιστός ἐστι ποιεῖσθαι τὰς ἐρωτήσεις las preguntas han de hacerse ajustándose a aquello en que uno es más competente Plu.2.43b.
2 en v. act. y med. en cont. de mús. ajustarse οὔτ' ἐν βαρυπενθέσιν ἁρμόζει μάχαις φόρμιγγος ὀμφά B.14.12, οἱ δὲ κιθαρῳδοὶ ... τούτοις (τοῖς τρόποις) ἁρμόζονται Anon.Bellerm.28
•fig. abs. de un plato resultar armonioso Macho 474.
3 cien. coincidir, corresponder τῶν ἀπορροῶν τὰς μὲν ἁρμόττειν ἐνίοις τῶν πόρων Pl.Men.76c (= Gorg.B 4), τῆς σφαίρας ... τὰ σημεῖα ἐπὶ τὰ σημεῖα Papp.612.14, ἑτέρα ... διάθεσις ζῳδίων ἁρμόζουσα τῇ πρότερον φανείσῃ Hero Aut.1.4
•adaptarse φύσις ... ποτί τε τὸν κόσμον ἅρμοκται Ecphant.l.c.
4 atribuirse, aplicarse, asignarse c. prep. τάδ' οὐκ ἐπ' ἄλλον ... ἁρμόσει esto no recaerá sobre otro S.Ant.1318, εἴς τι τούτων (sc. τῶν γενῶν) ... ἁρμόττειν Pl.Plt.289b, cf. 286d
•c. dat. εἰ μὴ τάδε ... πᾶσιν ἁρμόσει βροτοῖς S.OT 901.
5 convenir, ser adecuado c. dat. ἃ δ' ἁρμόσει ... τῷ παρόντι S.El.1293, τὸ πρᾶγμα ... ἅπασιν ἡμῖν Ar.V.872, ὁ λόγος ... τοῖς καιροῖς Isoc.9.34, τὰ λεγόμενα ... ἀλλήλοις Pl.La.188d, οὐδέτερον ... συμποσίῳ γένος Plu.2.712e, οὐδένα (στρατηγόν) ἁρμόζοντα αὐτῷ (πολέμῳ) D.C.36.27.4, τὴν ἁρμόζουσάν σοι εὔνοιαν PBremen 49.4 (II d.C.)
•c. prep. τῶν ὀρνίθων ὃς ἂν ἁρμόττῃ καθ' ἕκαστον Ar.Au.564, τὸ σεμνότατον ... πρὸς τὴν σεαυτοῦ φύσιν ἁρμόττον D.61.24
•abs. ξείνι' ἁρμόζοντα presentes adecuados Pi.P.4.129, ἁρμόττοντες λόγοι Isoc.4.82, ὅσσα ἥρμοττε D.C.45.6.3, ἁρμόζουσα γνώμη Plu.2.801b, τυχεῖν τῶν ἁρμοζόντων obtener las cosas adecuadas e.d. el castigo apropiado, SB 12022.16 (II d.C.).
6 en v. med. dar la conformidad τοῖς προτεταγμένοις POxy.2666.1.20 (IV d.C.), ἵνα ἐγνωκὼς ἁρμόσῃ para que, enterado, des tu visto bueno, POxy.2667.14 (IV d.C.).
II tard. pertenecer Ῥωμαίοις ἁρμόζει τήμερον (sc. Σουανία) Men.Prot.p.19.
• Diccionario Micénico: a-ra-ro-mo-te-me-na.
• Etimología: Deriv. de ἅρμα o ἅρμο (mic. a-mo) sobre un tema en dental o gutural. La aspiración es secundaria.
German (Pape)
[Seite 355] (ἄρω, ἅρμα, ἁρμός, ἁρμόδιος), attisch praes. meist ἁρμόττω; fügen, ordnen, passen. – Hom. viermal: med. Od. 5, 162 δούρατα ταμὼν ἁρμόζεο χαλκῷ σχεδίην, füge zusammen; act. transit. 5, 247 τέτρηνεν πάντα καὶ ἥρμοσεν ἀλλήλοισιν, vgl. Scholl.; act. intransit. Iliad. 3, 333 θώρηκα περὶ στήθεσσιν ἔδυνεν· ἥρμοσε δ' αὐτῷ, er paßte ihm; 17, 210 Ἔκτορι δ' ἥρμοσε τεύχε' ἐπὶ χροΐ – Bei den Folgd. –: 1) anfügen, zusammenfügen, ναυπηγίαν Eur. Cycl. 459; ἐπὶ γαίας ἁρμόσαι πόδας, die Füßc auf den Boden setzen, Or. 233; τί τινι, Pind. βίοτον σφίσι N. 7, 98; χαίταν στεφάνοις I. 6, 39; umgekehrt, ῥόδον κροτάφοις Anacr. 42, 9; πόδας ἐπὶ γαίας, die Füße auf die Erde setzen, Eur. Or. 233; ποδὸς ἴχνια, hintreten, Simon. 26 (VII, 253); Plat. nur Phil. 56 a τὸ σύμφωνον; ἔπεα, vom Dichter, Pind. P. 3, 114. Bes. ἄνδρα κόρᾳ, verheirathen, Pind. P 9, 121; γάμον 9, 13; θυγατέρα τινί, Einem die Tochter verloben, Her. 9, 108; vgl. Poll. 3, 34 ὁ πενθερὸς ἐγγυᾷ, ἁρμόζει; med., sich vermählen mit, Her. 5, 47 u. öfter; ἅρμοσται τὴν θυγατέρα 3, 137, mit ihr vermählt sein; οὐδ' ἥρμοζε νυμφίῳ τινί Eur. El. 24. – 2) ordnen, befehlen, στρατόν Pind. N. 8, 11; bes. von den Lacedämonischen Befehlshabern, den Harmosten, πόλιν, auch ἐν τῇ πόλει, Xen. Lac. 14, 2; Ael. H. A. 13, 21. Von Instrumenten, stimmen, λύραν ἐπίτειν' ἕως ἂν ἁρμόσῃ Mach. Ath. VII, 346, was nachher συμφωνεῖν heißt; wie Plat. auch das med. braucht, λύραν Rep. I, 349 e; Ar. Equ. 984; ἁρμονίαν Plat. Rep. IX, 591 d; λύρα ἡρμοσμένη Phaed. 85 e; aber Lach. 193 b ist ἡρμόσμεθα pass.; komisch, κονδύλοις ἡρμοττόμην Ar. Equ. 1236, ich wurde mit Faustschlägen gestimmt, d. i. erzogen. – 3) Am gew. intrans., passen, bequem sitzen, von Kleidern u. Waffen, Xen. Cyr. 2, 1, 16 θώραξ περὶ τὰ στέρνα ἁρμόζων; ἱμάτια καὶ ὑποδήματα Plat. Soph. 262 d; Ar. Th. 263 u. sonst. Übh. angemessen sein, καὶ πρέπον εἶναι, Plat. Gorg. 503 e Lach. 188 d; εἰ μὴ τάδε πᾶσιν ἁρμόσει Soph. Ant. 1303; vgl. O. R. 902 Tr. 728. Gew. mit dat.; εἴς τι, Plat. Polit. 289 b; πρός τι, Ar. Av. 567; Dem. 61, 24; Pol. 1, 26, 4, der auch das med. so construirt, sich nach etwas fügen; ἁρμόττει ἐμοὶ εἰπεῖν Dem. 24, 4; vgl. 18, 42; – ἁρμόζων, passend, angemessen, ξείνια Pind. P. 4, 129; λόγοι, = σύμμετροι, Isocr. 4, 83; καιρὸς καὶ τόπος Pol. 5, 98, 11; vgl. 2, 16, 15; auch mit dem gen., 1, 44, 4.
French (Bailly abrégé)
impf. ἥρμοζον, f. ἁρμόσω, ao. ἥρμοσα, pf. ἥρμοκα;
Pass. f. ἁρμοσθήσομαι, ao. ἡρμόσθην, pf. ἥρμοσμαι;
I. tr. 1 ajuster, adapter : τί τινι une chose à une autre;
2 unir : ἡρμόσθαι θυγατέρα τινὸς γυναῖκα HDT avoir pour femme la fille de qqn;
3 p. ext. diriger, gouverner, en parlant des gouverneurs de villes ou harmostes (v. ἁρμοστής) lacédémoniens;
II. intr. 1 s'adapter, s'ajuster, être proportionné, s'accorder, être d'accord : θώραξ περὶ τὰ στέρνα ἁρμόζων XÉN ou θώρηξ τινὶ ἁρμόζων IL cuirasse qui s'adapte bien autour de la poitrine ou au corps de qqn;
2 • impers. ἁρμόζει il convient, il sied;
Moy. ἁρμόζομαι;
1 ajuster, construire, fabriquer pour soi, acc.;
2 unir à soi : τινὸς θυγατέρα HDT prendre pour femme la fille de qqn.
Étymologie: ἁρμόδιος.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμόζω: и ἁρμόττω, дор. ἁρμόσδω
1 пригонять, сплачивать, сколачивать, скреплять (δοῦρα ἀλλήλοισιν, med. χαλκῷ σχεδίην Hom.; ναυπηγίαν Eur.; εὖ ἡομοσμένος οἶκος Plut.);
2 прилаживать: χαίταν στεφάνοισιν ἁ. Pind. класть венок на волосы; ἐν ἄκρυσι ἁ. τινά Eur. надевать на кого-л. оковы;
3 упирать, ставить (πόδα ἐπὶ γαίας Eur.);
4 втыкать (ῥόδον κροτάφοις Anacr.);
5 заключать (γάμον Pind., Eur., Plut.);
6 слагать, сочинять (ἔπεα Pind.; τὸ ξύμφωνον Plat.);
7 med. настраивать (λύραν и λύρα ἡρμοσμένη Plat.): ἁρμονίαν ἁ. Plat. устанавливать или вносить стройность; τῆς διανοίας τὸ ἡρμοσμένον Luc. стройность мыслей;
8 соединять, обручать, сочетать браком (κόρᾳ τινά Pind.);
9 med. брать в жены (θυγατέρα τινός Her.): ἡρμόσθαι γυναῖκά τινα Her. быть женатым на ком-л.;
10 управлять, руководить (ἐν πόλει Xen. и τὰς πόλεις Plut.; τὴν Ἀσίαν Luc.);
11 предводительствовать, командовать (τὸν στρατόν Pind.);
12 плотно облегать, хорошо сидеть, быть впору (περὶ τὰ στέρνα и τινί Hom.);
13 подходить, подобать, годиться (εἴς и πρός τι Plat.; πᾶσιν Soph.): ἁρμόττοντες λόγοι Isocr. подобающие слова; νομίζω κἀμοὶ νῦν ἁ. εἰπεῖν Dem. полагаю, что и мне можно высказаться; μεταλαβεῖν καιρὸν ἁρμόττοντα Polyb. воспользоваться удобным случаем;
14 прилаживать, приспособлять (ἑαυτὸν πρός τι Plut.): ἁρμόζεσθαι τούτοισι νόμοις Soph. быть судимым по этим законам; κονδύλοις ἡρμοττόμην шутл. Arph. здорово меня отделали кулаками.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμόζω: καὶ Ἀττ. (ἐκτὸς τῶν Τραγικ.) ἁρμόττω, Λοβ. Φρύν. σ. 241· Δωρ. ἁρμόσδω Θεόκρ. 1. 53 (ἐν συνθ. ἐφ-)· ἡ μετοχὴ ἁρμόσσον (Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802) ἴσως ἔπρεπε νὰ εἶναι τοῦ μέλλ. ἁρμόσον: - παρατ. ἥρμοζον, Δωρ. ἅρμ-, Πινδ. Ν. 8. 20· μέλλ. ἁρμόσω, Τραγ., Ἀττ.: ἀόρ. ἥρμοσα Ἰλ., Ἀττ., Δωρ. ἅρμοξα (συν-) Πινδ. Ν. 10. 22· πρκμ. ἥρμοκα Ἀριστ. Ποιητ. 24. 8: - Μέσ. Ἐπ. προστ. ἁρμόζεο Ὀδ., -όζου Ἀττ.: μέλλ. -όσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἡρμοσάμην Ἡρόδ., Ἀττ., Δωρ. ἁρμοξάμην Ἀλκμὰν 66: - Παθ. πρκμ. ἥρμοσμαι, Εὐρ., Πλάτ., Ἴων, ἅρμοσμαι Ἡρόδ., Δωρ. γ΄ ἑν. ἅρμοκται Ἔκφαντ. παρὰ Στοβ. 333. 48: ἀόρ. ἡρμόσθην Πλάτ., Δωρ. ἁρμόχθην, Διογ. Λ. 8. 85: μέλλ. ἁρμοσθήσομαι, Σοφ. Ο. Κ. 908. Ἐκ √ΑΡ (ἴδε*ἄρω), συναρμόζω, συνενώνω, κυρίως ἐπὶ τοῦ ἔργου τοῦ ξυλουργοῦ, ἥρμοσεν ἀλλήλοισιν (ἐνν. τὰ δοῦρα) Ὀδ. Ε. 247· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ συγκολῶ, συναρμόζω, ἁρμόζεο χαλκῷ εὐρεῖαν σχεδίην αὐτόθι 162 (οὕτω, ναυπηγίαν ἁρμόζειν Εὐρ. Κύκλ. 460)· οὕτως, ἁρμόζειν χαίταν στεφάνοισι Πινδ. Ι. 7 (6). 54, πρβλ. κατωτ. ΙΙ.· ἀρβύλαισιν ἁρμ. πόδας Εὐρ. Ἱππ. 1189· ἁρμ. πόδα ἐπὶ γαίας, στηρίζειν τὸν πόδα ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, Ὀρ. 233· ἁρμ. ποδὸς ἴχνια Σιμων. 9 (;) 175· οὕτως, ἐν ἡσυχίᾳ βάσει βάσιν ἅρμοσαι (προστ. μέσ. ἀορ.) Σοφ. Ο. Κ. 198· ἁρμόσατε ψαλίοις ἵππους Εὐρ. Ρῆσ. 27. β) ἁρμόζω δίκην, ἐφαρμόζω τὴν δικαιοσύνην, εὐθεῖαν εἰς ἕκαστον ἁρμόσας δίκην Σόλων 36. 17· εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις, «εἴθε γὰρ αὐτοῖς ἐμπεδοσθενῆ τοῦτον τὸν βίον ἁρμόσαις» (Σχόλ.) Πινδ. Ν. 7. 145: - «ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, Σοφ. Τρ. 687· τοὐπτάνιον Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 19: - Μέσ., προσαρμόζω ἐμαυτόν, διαθέτω ἐμαυτὸν ἁρμοδίως, πρὸς τὴν παροῦσαν ἁρμ. τύχην Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 84· πρός τινα Λουκ. Περὶ τ. ἐπὶ μισθ. συν. 30· ἁρμ. σύνεσιν, κτᾶσθαι, Ἱππ. Λεξ. 2) ἐπὶ γάμου, ἁρμόζειν τινὶ τὴν θυγατέρα τινός, ἐγγυᾶν, νυμφεύειν, Ἡρόδ. 9. 108· ὡσαύτως, ἁρμ. κόρᾳ ἄνδρα Πινδ. Π. 9. 207· ἁρμ. γάμον, γάμους, κτλ., αὐτόθι 9. 21, Εὐρ. Φοίν. 411: - Μέσ., λαμβάνω ὡς σύζυγον, τὴν θυγατέρα τινὸς Ἡρόδ. 5. 32, 47 (ἀλλὰ μέσ. = τῷ ἐνεργ., Ἐπιστ. π. Κορ. Β΄, ια΄, 2): - Παθ., ἡρμόσθαι θυγατέρα τινὸς γυναῖκα Ἡρόδ. 3. 137, ἴδε Οὐϋττεμ. Πλούτ. 2. 138C· πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 570. 3) δένω σφιγκτά, ἁρμ. τινὰ ἐν ἄρκυσι Εὐρ. Βάκχ. 231. 4) βάλλω εἰς τάξιν, τακτοποιῶ, κυβερνῶ, στρατὸν Πινδ. Ν. 8. 20· στόμ’ ἅρμοσον Εὐρ. Τρῳ. 758· οὕτως ἐν τῷ παθ., [νόμοις] οὐκ ἄλλοισιν ἁρμοσθήσεται Σοφ. Ο. Κ. 908· ἐν ταῖσιν εὔστραις κονδύλοις ἡρμοττόμην, ἐν ταῖς φλογίστραις (ἔνθα ἐφλόγιζον τοὺς χοίρους) ἐπαιδευόμην διὰ γρόνθων, εἰς τοῦτο δηλ. τὸ σχολεῖον ἐφοίτησα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1236: - Παρὰ τοῖς Λακεδαιμονίοις, εἶμαι, διατελῶ ἁρμοστής, ἁρμόζοντας ἐν ταῖς πόλεσιν Ξεν. Πολ. Λακ. 14. 2, κτλ. μετ’ αἰτ., κυβερνῶ ὡς ἁρμοστής, ἁρμοστὴν ὃς ἥρμοζε τὴν Ἀσίαν Λουκ. Τόξ. 17. 5) συνρμόζω, συντίθημι κατὰ τοὺς νόμους τῆς ἁρμονίας, ἔπεα Πινδ. Π. 3. 202· ἐντείνω, χορδίζω ὄργανα, Πλάτ. Φίληβ. 56Α, Φαίδων 85Ε, κτλ.: - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἁρμόττεσθαι ἁρμονίαν, φυλάττω ἁρμονίαν, ὁ αὐτ. Πολ. 591D· ἁρμ. τὴν λύραν, χορδίζω τὴν λύραν μου, αὐτόθι 349Ε· πρβλ. ἐναρμόζω 1. 2· -μέλη ἔς τι ἁρμ., προσαρμόζω αὐτὰ εἴς τινα ὑπόθεσιν, Σιμων. 116. - Παθ., ἐπὶ τῆς λύρας, ἡρμόσθαι εἶναι ἐν μέλει, ἐν ἁρμονίᾳ, Πλάτ. Θεαίτ. 144Ε· ἡρμοσμένος, ἐν ἁρμονίᾳ, ὁ αὐτ. Φαίδων 85Ε· ἁρμονίαν καλλίστην ἡρμ. ὁ αὐτ. Λάχ. 188D· ὁμονοητική καὶ ἡρμοσμένη ψυχή, διατελοῦσα ἐν ἁρμονίᾳ πρός ἑαυτήν, ὁ αὐτ. Πολ. 554Ε. ΙΙ. ἀμεταβ. ἁρμόζω, ἐφαρμόζομαι ἀκριβῶς, «πηγαίνω καλὰ», ἐπὶ ἐνδυμάτων ἤ ὁπλισμοῦ, ἥρμοσε δ’ αὐτῷ [θώρηξ], «τοῦ ἦλθε καλά, ἔστρωσεν εἰς τὸ σῶμα του», Ἰλ.Γ.333· Ἕκτορι δ’ ἥρμοσε τεύχε’ ἐπί χροΐ Ρ. 210· ἐσθάς... ἁρμόζοισα... γυίοις Πινδ. Π. 4. 141· ἆρ’ ἁρμόσει μοι (ἐνν. τὰ ὑποδήματα); Ἀριστοφ. Θεσμ. 263· καὶ τοῖς τρόποις ἁρμόττον ὥσπερ περί πόδα, «οἷον ἁρμόττον σφόδρα, ὥσπερ τὰ ὑποδήματα τοῖς ποσίν» (Φωτ. Λεξ. σ. 420, 14, ἔκδ. Πόρσ.), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σκευαῖς» 3· θώραξ περί τά στέρνα ἁρμόζων Ξεν. Κύρ. 2.1, 16. 2) ἐφαρμόζομαι, ἐκπληροῦμαι, εἰ μή τάδε χειρόδεικτα πᾶσιν ἁρμόσει βροτοῖς Σοφ. Ο. Τ. 902, Ἠλ. 1293, Ἀνδοκ. 29. 31· τόδ’ οὐκ ἐπ’ ἄλλον ἀρμόσει, δὲν θὰ ἐφαρμοσθῇ εἰς ἄλλον, Σοφ. Ἀντ. 1318· ἐπί τινος Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 5 (πρβλ. ἐφαρμόζω)· εἴς τι, πρός τι Πλάτ. Πολιτικ. 289Β, 286D, Ἰσοκρ. 21D. 3) ἀπροσ., ἁρμόζει, εἶναι ἁρμοστόν, εἶναι πρέπον, πρέπει, Λατ. decet, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., σιγᾶν ἄν ἁρμόζοι σε τὸν πλείω λόγον Σοφ. Τρ. 731· μετ’ ἀπαρ. μόνον, λόγους οὕς ἁρμόσει λέγειν Δημ. 240. 2· πάντα τά τοιαῦτα ἁρμόττει καλεῖν ὁ αὐτ. 568. 10, πρβλ. 1025. 4· ἅπαντα τά τοιαῦτα περί τὴν ἐκείνου φύσιν ῥηθῆναι μάλιστ’ ἄν ἁρμόσειεν Ἰσοκρ. 303Ε. 4) μετοχ. ἁρμόττων, ουσα, ον, ἁρμόζων, ἁρμόδιος, κατάλληλος, Πινδ. Π. 4. 229· ἀλλήλοις Πλάτ. Λάχ. 188Α, κ. ἀλλ. (ἴδε ἐν λ. σχηματίζω ΙΙ.)· μετὰ γεν., Πολύβ. 1. 44, 1· πρός τι Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 5, κτλ. 5) εἶμαι ἤ γίνομαι ἐμμελής, ὥσπερ λύραν ἐπίτειν’ ἕως ἄν ἁρμόσῃ Μάχων ἐν «Ἐπιστολῇ» 1. 9.
English (Autenrieth)
(ἁρμός, root ἀρ), aor. ἥρμοσα, mid. pres. imp. ἁρμόζεο: fit together, join, mid., for oneself, Od. 5.247, 162; intrans., fit, ἥρμο τε δ' αὐτῷ (sc. θώρηξ), Il. 3.333.
English (Slater)
ἁρμόζω (ἁρμόζω; -οντα, -οισα: ἅρμοζον: ἅρμοσαν; -αις)
1 trans.
a match, fit οὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα i. e. marrying (P. 9.117) εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα (N. 7.98) ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων (I. 7.39)
b arrange, set in order ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ (sc. Ἀφροδίτα) (P. 9.13) ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν, τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν composed (P. 3.114) οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν (N. 8.11)
2 intrans., suit, fit c. dat. ἐσθὰς ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις (P. 4.80) ξείνἰ ἁρμόζοντα τεύχων fitting (P. 4.129)
English (Strong)
from ἁρμός; to joint, i.e. (figuratively) to woo (reflexively, to betroth): espouse.
English (Thayer)
Attic ἁρμόττω: 1st aorist middle ἡρμοσάμην; (ἁρμός, which see);
1. to join, to fit together; so in Homer of carpenters, fastening together beams and planks to build houses, ships, etc.
2. of marriage: ἁρμόζειν τίνι τήν θυγατέρα (Herodotus 9,108) to betroth a daughter to anyone; passive ἁρμόζεται γυνή ἀνδρί, the Sept. ἁρμόσασθαι τήν θυγατέρα τίνος (Herodotus 5,32; 47; 6,65) to join to oneself, i. e. to marry, the daughter of anyone; ἁρμόσασθαι τίνι τινα to betroth, to give one in marriage to anyone: Philo, cf. Loesner ad loc.; the middle cannot be said to be used actively, but refers to him to whom the care of betrothing has been committed; (cf. Buttmann, 193 (167); per contra Meyer at the passage; Winer's Grammar, 258 (242)).
Greek Monolingual
(AM ἁρμόζω, Α και -ττω)
1. συνδυάζω, συνενώνω
2. είμαι κατάλληλος για κάτι
3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων)
ο κατάλληλος
4. απρόσ. αρμόζει-ταιριάζει, πρέπει
αρχ.
1. συνενώνω, συγκολλώ
2. δένω σφιχτά
3. εφαρμόζω το δίκαιο
4. βάζω σε τάξη, τακτοποιώ, κυβερνώ
5. (για ενδύματα και όπλα) εφαρμόζω, πάω καλά
6. προσαρμόζομαι, συμμορφώνομαι
7. εφαρμόζομαι, εκπληρούμαι
8. έχω το αξίωμα του αρμοστή, διοικώ ως αρμοστής
9. ενώνω σε γάμο, αρραβωνιάζω ή παντρεύω (και το μέσ., -ομαι
παντρεύομαι)
10. ρυθμίζω σύμφωνα με τους νόμους της αρμονίας
11. χορδίζω όργανα
12. βγάζω αρμονικούς ήχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αττ. αρμόττω, που κατά την πιθανότερη άποψη αποτελεί τον αρχικό τ., μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μτχ. πρκμ. α-rα-ro-mo-te-me-nα «αραρμοτμένα» και α-nα-mo-to «ανάρμοστοι»). Θα πρέπει να πρόκειται για μετονοματικό παράγωγο, χωρίς όμως να είναι βέβαιη η ακριβής αρχή προελεύσεώς του. Έχει υποστηριχθεί ότι ο τ. αρμόττω σχηματίστηκε από θ. αρμοτ-, που προήλθε από το μυκην. ουσ. α-mo-tα, πληθ. του α-mo (αρμο / άρμα). Σύμφωνα με άλλη, νεώτερη άποψη, η ανωτέρω υπόθεση δεν είναι αποδεκτή, επειδή προσκρούει στο γεγονός ότι τα μαρτυρούμενα αρχαία ρήματα, παράγωγα ονομάτων σε -μα, έληγαν σε -μαίνω, και ακόμη μεταγενέστερα αυτών σε -μάξω. Αντίθετα, πιθανότερη θα μπορούσε να θεωρηθεί η άποψη σύμφωνα με την οποία το αρμόττω < αρμό-τᾱς < αρμός (πρβλ. ιππότᾱς: ίππος). Όσον αφορά στο αρμόζω, πρόκειται μάλλον για μεταγενέστερο μεταπλασμένο τ. του αρμόττω. Από τα ποικίλα παράγωγα του ρήματος οδηγούμεθα στην αποδοχή δύο παράλληλων θεμάτων: ενός οδοντικόληκτου αρμοδ- ( αρμοδ-jω > αρμόζω) (πρβλ. άρμοσις, άρμοσμα, αρμοστήρ, αρμοστής, αρμοστός, αρμόστωρ) και ενός λαρυγγικόληκτου αρμογ-(αρμογ-jω > αρμόζω) (πρβλ. αρμογή).
ΠΑΡ. αρμογή, άρμοσις, αρμοστής, αρμοστός
αρχ.
άρμοσμα, αρμοστήρ, αρμόστωρ.
ΣΥΝΘ. διαρμόζω, εναρμόζω, εξαρμόζω, εφαρμόζω, καθαρμόζω, προσαρμόζω, συναρμόζω
αρχ.
ανθαρμόζω, αφαρμόζω (-ττω), διαρμόττω, εναρμόττω, εφαρμόττω, μεθαρμόζω (-ττω), περιαρμόζω, προαρμόζω, προσαρμόττω, συναρμόττω, υφαρμόζω (-ττω)
αρχ.-μσν.
μεθαρμόζω (-ττω)].
Greek Monotonic
ἁρμόζω: Αττ. (εκτός από Τραγ.) ἁρμόττω, Δωρ. ἁρμόσδω· παρατ. ἤρμοζον, Δωρ. ἅρμ-· μέλ. ἁρμόσω, αόρ. αʹ ἥρμοσα, Δωρ. ἅρμοξα· παρακ. ἥρμοκα — Μέσ., Επικ. προστ. ἁρμόζεο, αόρ. αʹ ἡρμοσάμην, Δωρ. ἁρμοζάμην — Παθ., παρακ. ἥρμοσμαι, Ιων. ἅρμοσμαι, Δωρ. ἅρμοσμαι· αόρ. αʹ ἡρμόσθην, Δωρ. ἁρμόχθην· μέλ. ἁρμοσθήσομαι (*ἄρω)·
I. 1. συναρμόζω, συνενώνω, ιδίως λέγεται για το έργο του ξυλουργού, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, σε Μέσ., συγκολλώ, τοποθετώ μαζί, στο ίδ.
2. γενικά, αρμόζω, προσαρμόζω, προετοιμάζω, κάνω έτοιμο, σε Σοφ. — Μέσ., προσαρμόζω τον εαυτό μου, πρός τινα, σε Λουκ.
3. λέγεται για γάμο, ἁρμόζειν τινὶ τὴν θυγατέρα, αρραβωνιάζω την κόρη μου με κάποιον, σε Ηρόδ.· επίσης, ἁρμόζω γάμους, σε Ευρ. — Μέσ., αρραβωνιάζομαι κάποιον, παίρνω για σύζυγο, τὴν θυγατέρα τινός, σε Ηρόδ. (ομοίως σε Μέσ., Κ.Δ.) — Παθ., ἡρμόσθαι θυγατέρα τινὸςγυναῖκα, την αρραβωνιάζομαι ή την παντρεύομαι, σε Ηρόδ.
4. βάζω σε τάξη, κανονίζω, τακτοποιώ, κυβερνώ, σε Ευρ. — Παθ., σε Σοφ.· κονδύλοις ἡρμοττόμην, εκπαιδεύτηκα ή ασκήθηκα με τις γροθιές, σε Αριστοφ.· στους Λακεδαιμονίους, είμαι ή διατελώ ως αρμοστής, ἐν ταῖς πόλεσιν, σε Ξεν.
5. ρυθμίζω σύμφωνα με τους νόμους της αρμονίας, χορδίζω όργανα, σε Πλάτ. — Παθ., ἡρμοσμένος, σε αρμονία, στον ίδ.
II. 1. αμτβ., αρμόζω, εφαρμόζω καλά, για ενδύματα ή οπλισμό, με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ.
2. εφαρμόζομαι, εκπληρώνομαι, τινί, σε Σοφ.
3. απρόσ., ἁρμόζει, αρμόζει, ταιριάζει, είναι πρέπον, Λατ. decet, με αιτ. και απαρ., στον ίδ.
4. μτχ. ἁρμόττων, -ουσα, -ον, κατάλληλος, ταιριαστός, σε Πλάτ.· πρός τι, σε Ξεν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: fit together, connect (Il.).
Other forms: aor. ἁρμόσαι
Dialectal forms: Att. -όττω; Dor. aor. ἁομόξαι,
Derivatives: ἁρμοστής, Dor. -τήρ m. title of an official, especially of a Spartan governor in dependent cities (inscr., Th.), ἁρμόστωρ (A.) commander, ἅρμοσις. - With -γ- (cf. Dor. ἅρμοξα, ἅρμοκται): ἁρμογή fitting together (Eup.).
Origin: IE [Indo-European] [55] *h₂er- fit
Etymology: Denom. verb, from ἁρμότας (Ruijgh, Études 1967, 48 n. 17); this from ἁρμός joint (S.) with the loc. adv. ἁρμοῖ just, lately (A.); ἁρμόδιος fitting etc. (Thgn.).
Middle Liddell
[*ἄρω]
I. to fit together, join, especially of joiner's work, Od.; so in Mid. to join for oneself, put together, Od.
2. generally, to fit, adapt, prepare, make ready, Soph.:—Mid. to suit oneself, πρός τινα Luc.
3. of marriage, ἁρμόζειν τινὶ τὴν θυγατέρα to betroth one's daughter to any one, Hdt.; also, ἁρμ. γάμους Eur.:—Mid. to betroth to oneself, take to wife, τὴν θυγατέρα τινός Hdt.; (so in Mid., NTest.):— Pass., ἡρμόσθαι θυγατέρα τινὸς γυναῖκα to have her betrothed or married to one, Hdt.
4. to set in order, regulate, govern, Eur.: Pass., Soph.; κονδύλοις ἡρμοττόμην I was ruled or drilled with cuffs, Ar.:—among the Lacedaemonians, to act as harmostes, ἐν ταῖς πόλεσιν Xen.
5. to arrange according to the laws of harmony, to tune instruments, Plat.:— Pass., ἡρμοσμένος in tune, Plat.
II. intr. to fit, fit well, of clothes or armour, c. dat. pers., Il.
2. to fit, suit, be adapted, fit for, τινί Soph.
3. impers. ἁρμόζει, it is fitting, Lat. decet, c. acc. et inf., Soph.
4. part., ἁρμόττων, ουσα, ον, fitting, suitable, Plat.; πρός τι Xen.
Frisk Etymology German
ἁρμόζω: {harmózō}
Forms: att. -όττω, Aor. ἁρμόσαι, dor. ἁομόξαι,
Grammar: v.
Meaning: ‘zusammenfügen, -passen, verbinden’ (seit Il.).
Derivative: Ableitungen: ἁρμοστής, dor. -τήρ m. Amtstitel, insbes. der spartanischen Statthalter in den von Sparta abhängigen Städten (Inschr., Th., X. usw.), ἁρμόστωρ (ναυβατῶν A. Eu. 456) etwa Befehlshaber, vgl. Benveniste Noms d'agent 31 und 45, außerdem die seltenen Nomina agentis ἅρμοσμα zusammengefügtes Werk (E. Hel. 411), ἅρμοσις das Stimmen eines Instruments (Phryn., Theol. Ar.) mit ἁρμοστικός (Theol. Ar.). — Daneben, mit -γ- (vgl. dor. ἅρμοξα, ἅρμοκται): ἁρμογή Zusammenfügung, vorw. als term. techn. der Literatur, der Musik, der Medizin, der Malerei (Eup., Plb., D. H. usw.).
Etymology: Seiner Bildung nach ist ἁρμόζω ein denominatives Verb, dessen genauer Ausgangspunkt allerdings unbekannt ist. Das darin enthaltene μ-Suffix erscheint u. a. in ἁρμός Fuge, Gelenk, Nagel (S., E., Ph. Mech. usw.) mit dem lokativischen Adverb ἁρμοῖ soeben, jüngst (A., Pi., Hp. usw.; vgl. Persson Eranos 20, 82ff.) und in ἁρμόδιος zusammenpassend, angemessen, bequem (seit Thgn.), dessen -δ- von dem -ζ- in ἁρμόζω schwerlich zu trennen ist. Vgl. noch ἁρμοίματα· ἀρτύματα H. und Schwyzer 467 A. 4; außerdem Specht Ursprung 340. Weitere Verwandte s. 1. ἅρμα und ἀραρίσκω.
Page 1,144
Chinese
原文音譯:¡rmÒzw 哈而摩索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:連結 相當於: (נָאוֶה)
字義溯源:接合,嫁娶,合適的結合,許配;源自(ἁρμός)=關節),而 (ἁρμός)出自(ἅρμα)*=馬車)。舊約說到以色列人是神不貞潔的妻子(結十六章)。在新約,保羅將哥林多信徒許配(ἁρμόζω))一個丈夫,如同貞潔的童女獻給基督( 林後11:2)。在以弗所五章,保羅雖沒有用嫁娶(ἁρμόζω))這字,但卻說到妻子與丈夫的關係,更深入的說,基督愛教會,為教會捨己
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 我⋯許配(1) 林後11:2
Mantoulidis Etymological
(=συνδέω, ταιριάζω). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀραρίσκω, μέ θέμα ἁρμόδ- ἤ ἁρμόγ-j-ω → ἁρμόττω μέ τροπή τοῦ δ σέ τ καί ἀφομοίωση τοῦ j σε τ καί ἁρμόζω μέ τροπή τοῦ γ + j σέ ζ.
Παράγωγα: ἁρμή, ἁρμογή, συναρμογή, προσαρμογή, ἀναπροσαρμογή, ἐφαρμογή, ἁρμόδιος, ἁρμοδίως, ἁρμοζόντως, ἁρμονία, ἁρμονικός, ἅρμοσις, ἅρμοσμα, ἁρμοστέον, ἁρμοστήρ, ἁρμοστής (=κυβερνήτης πού ἔστελνε ἡ Σπάρτη σέ μιά πόλη ὑπήκοό της), ἁρμοστικός, ἁρμοστός, εὐάρμοστος, ἀνάρμοστος, ἀνεφάρμοστος, ἐφαρμοστής, συναρμοστέον, ἁρμόστωρ (=κυβερνήτης).