ἴσος

From LSJ
Revision as of 13:57, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴσος Medium diacritics: ἴσος Low diacritics: ίσος Capitals: ΙΣΟΣ
Transliteration A: ísos Transliteration B: isos Transliteration C: isos Beta Code: i)/sos

English (LSJ)

η, ον, Ep. ἶσος and ἔϊσος (v. infr.); Cret., Arc. ϝίσϝος GDI 4998ii2, 4982.2, Schwyzer665, cf. γισγόν· ἴσον, Hsch.; later ἵσος Schwyzer 708a (1) (Ephesus, iv B.C.), Tab.Heracl.1.175, etc.:—A equal in size, strength, or number, c. dat., κύματα ἶσα ὄρεσσιν Od.3.290, etc.; freq. of appearance, like, ἶσος ἀναύδῳ 10.378; ἶσος Ἄρευι Sapph.91 (dub.); ἴσος θεοῖσιν Ead.2.1: freq.abs., ἴσην . . βίην καὶ κῦδος Il.7.205; ἶσον θυμὸν ἔχειν to be of like mind, 13.704, 17.720: neut. as adverb, ἶσον ἐμοὶ φρονέουσα 15.50; θεοῖσιν ἶσ' ἔθελε φρονέειν 5.441, cf. 21.315, etc.; ἴσος τινὶ τὸ μέγαθος, ὕψος, Hdt.2.32, 124; τὸ μῆκος, τὸ πλάτος, X.An. 5.4.32; ἀριθμόν E.Supp.662; ἴσα τὸν ἀ. Pl.R.441c; ποτὴν ἴσον equal in flight of song, Alex.Aet.5.5; ἴσον, τό, copy of a document, PLond. 3.1222.5 (ii A.D.), etc.: with dat. pers. in place of an object of comparison, οὐ μὲν σοί ποτε ἶσον ἔχω γέρας (i.e. τῷ σῷ γέραϊ) Il.1.163; τοῖσδ' ἴσας ναῦς (i.e. ταῖς τῶνδε) E.IA262(lyr.); ἴσα τοῖς νῦν στρατηγοῖς ἀγάθ' εἰργασμένους D.13.21: followed by a relative word, ἐμοὶ ἴσον... ὅσονπερ ὑμῖν the same to me as to you, Ar.Ec.173; τὰ ἐκεῖ ἴσα, ὥσπερ τὰ ἐνθάδε Lys.19.36 codd. (fort. σᾶ) ; τὰ ἴσα ὅσαπερ . . Lex ap.D.23.44; ἴσον . . ὅπερ Pl.Erx.405b. 2 repeated to denote equal relations, ἴσα πρὸς ἴσα tit for tat, Hdt.1.2; ταχθέντες ἴσοι πρὸς ἴσους S. Ant.142 (anap.); ἴσους ἴσοισι . . ἀντιθείς E.Ph.750; ἴσα ἀντὶ ἴσων λαμβάνειν, ἐκδοῦναι Pl.Lg.774c; ἴσος ἴσῳ (sc. οἶνος ὕδατι) Cratin.184, Com.Adesp.107, etc.; κύλικος ἴσον ἴσῳ κεκραμένης (where ἴσον is adverbial) Ar.Pl.1132; διδόναι γάλα καὶ οἶνον πίνειν ἴσον ἴσῳ Hp. Epid.2.5.1: metaph., 'fairly blended', μηδὲν ἴσον ἴσῳ φέρων Ar.Ach. 354. 3 of persons, equal in rights, βούλεται ἡ πόλις ἐξ ἴσων εἶναι καὶ ὁμοίων Arist.Pol.1295b25; ἡ πολιτικὴ ἐλευθέρων καὶ ἴσων ἀρχή ib. 1255b20; τὸ κατ' ἀξίαν ἴ. ib.1307a26, al. II equally divided or equally distributed, ἴση μοῖρα Il.9.318; ἴση alone, one's equal share, μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης Od.9.42 (ἴσσης cj. Fick, cf. ἴσσασθαι); τὴν ἴ. ἔχων Cratin.250; οὐ μὴν ἴ. ἔτεισεν (sc. τίσιν) S.OT810; ἄχρι τῆς ἴ. up to the point of equality, D.5.17: neut., μὴ ἴσον νεῖμαι ἑκατέρῳ Pl.Prt.337a; οὐ μόνον ἴσον, ἀλλὰ καὶ πλέον ἔχειν Isoc.17.57; οὐκ ἀνέξῃ δωμάτων ἔχων ἴσον καὶ τῷδε νεῖμαι; E.Ph.547; τὰ ἴσα fair measure, τὰ ἴ. νέμειν Hdt. 6.11; μὴ ἴσων ἕκαστον τυγχάνειν ἀλλὰ πλεονεκτεῖν, X.Cyr.2.2.20; προστυχεῖν τῶν ἴ. to obtain fair terms, S.Ph.552; κἂν ἴσαι (sc. ψῆφοι) γένωνται equally divided, Ar.Ra.685. 2 based on equality of rights, ἴ. καὶ ἔννομος πολιτεία Aeschin.1.5; τὴν πολιτείαν ἰσαιτέραν καθιστάναι Th.8.89; τὰ ἴ. equal rights, equality, freq. joined with τὰ ὅμοια or τὰ δίκαια, ὡς τῆς πολιτείας ἐσομένης ἐν τοῖς ἴ. καὶ ὁμοίοις X.HG7.1.45; τῶν ἴ. καὶ τῶν δικαίων ἕκαστος ἡγεῖται ἑαυτῷ μετεῖναι ἐν τῇ δημοκρατίᾳ D.21.67; οὐ μέτεστι τῶν ἴ. οὐδὲ τῶν ὁμοίων πρὸς τοὺς πλουσίους τοῖς λοιποῖς ib.112; τῶν ἴ. μετεῖχε τοῖς ἄλλοις ib.96; also ἡ ἴ. καὶ ὁμοία (sc. δίκη), τῆς ἴ. καὶ ὁμοίας μετέχειν Th.4.105; ἐπ' ἴ. τε καὶ ὁμοίῃ on fair and equal terms, Hdt.9.7, ά, cf. Th.1.145; ἐπὶ τῇ ἴ. καὶ ὁμοίᾳ ib.27, cf. SIG312.27 (Samos, iv B.C.), OGI229.44 (Smyrna, iii B.C.), etc.: generally, just, fair, ἐκ ποίας ἴ. καὶ δικαίας προφάς εως; D.18.284. 3 of persons, fair, impartial, S.Ph.684(lyr.), OT677; ἴ. δικαστής Pl.Lg. 957c; ἴ. καὶ κοινοὶ ἀκροαταί D.29.1, cf. 18.7; ἴ. καὶ κοινὸν δικαστήριον Id.7.36; κοινοὺς μὲν... ἴ. δὲ μή Pl.Prt.337a; ἴ. ἴσθι κρινων Men.Mon. 266, cf. 257; κριταὶ ἴ. καὶ δίκαιοι Plb.24.15.3, etc. 4 adequate, ἡ ἴ. φρουρά Th.7.27 (expld. by Sch. as regular, τεταγμένη) ; ἴσος τοῖς παροῦσι Id.1.132. III of ground, even, flat, εἰς τὸ ἴ. καταβαίνειν, of an army, X.An.4.6.18 (but ἐν ἴσῳ προσιέναι to advance with even step, ib.1.8.11); λέουσιν εἰς τὸ ἴ. καθιστάμενοι μάχεσθαι, opp. μετὰ πλεονεξίας ἀγωνίζεσθαι, on even terms, Id.Cyr.1.6.28; ἴ. τοῖχος, opp. κεκλικώς, perpendicular, Phlp.in APo.2.27. IV Adv. ἴσως (v. sub voc.): but also, 1 neut. sg. and pl. from Hom. downwds. (v. sub init.), ἶσον . . ἀπήχθετο κηρὶ μελαίνῃ even as Death, Il.3.454; ἶσον ἐμοὶ βασίυε be king like me, 9.616; ἶσον γάρ σε θεῷ τίσουσιν Ἀχαιοί ib. 603; ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ 18.82; τὸν . . ἶσα θεῷ . . εἰσορόωσιν Od.15.520; ἶσα φίλοισι τέκεσσι Il.5.71, cf. 13.176, Od.1.432, 11.304, etc.: later abs., alike, δείλαιε τοῦ νοῦ τῆς τε συμφορᾶς ἴσον S.OT1347; τὴν Σάμον καὶ Ἡρακλέας στήλας ἴσον ἀπέχειν Hdt.8.132: c. dat., ἴσον ναοῖς θεῶν E.Hel.801; ἴσον ἄπεσμεν τῷ πρίν equally as before, Id.Hipp.302 (v.l. τῶν πρίν); ἴσα τοῖς πάνυ D.C.Fr.70.6; ἴσα καί . . like as, as if, S.OT 1187(lyr.), E.El.994 (anap.), Th.3.14; ἴσον ὡς . . E.Ion1363; ὥσπερ . . S.El.532; ὥστε . . E.Or.882; ἅτε . . Id.HF667(lyr.); ὅσονπερ . . D.15.1. 2 with Preps.: ἀπὸ τῆς ἴσης equally, Th.1.15; ὁ ἀπὸ τῆς ἴ. ἐχθρός Id.3.40; ἀπ' ἴσης εἶναι D.14.6; ἀφ' ἵσου SIG426.14 (Teos, iii B.C.); δι' ἴσου D.C.43.37; at equal distance, Pl.R.617b: also in Math., ex aequali, of proportions, Euc.5 Def.17, al.; δι' ἴ. ἐν τεταραγμένῃ ἀναλογίᾳ ex aequali in disturbed proportion, Archim. Sph.Cyl.2.4,al., Papp.932.11; ἐν ἴσῳ equally, Th.2.53, 4.65; ἐν ἴσῳ ἐστί it matters not, E.IA1199; ἐν ἴσῳ [ἐστὶ] καὶ εἰ . . Th.2.60; ἐν τῷ ἴσῳ εἶναι Id.4.10; ἐξ ἴσης Pl.Lg.861a: more freq. ἐξ ἴσου Hdt.7.135, S.OT563, etc.; ἐξ ἴ. τινί Id.Ant.516, 644, Antipho 5.1, Pl.Grg.517a; evenly, εὐθεῖα γραμμή ἐστιν ἥτις ἐξ ἴ. τοῖς ἐφ' ἑαυτῆς σημείοις κεῖται Euc. 1 Def.4; ἐξ ἴ. καὶ . . S.OC254; ὡς . . Id.OT61; οἱ ἐξ ἴ. persons of equal station, Pl.Lg.777d, cf. 919d; ὁ ἐξ ἴ. κίνδυνος Plb.9.4.4; ἐκ τοῦ ἴ. γίγνεσθαί τινι Th.2.3; τοῖς ἐκ τοῦ ἴσου ἡμῖν οὖσι X.Hier.8.5; ἐξ ἴσου τισὶ τῆς πολιτείας μεταδιδόναι Lys.25.3; ἐκ τοῦ ἴ. μάχεσθαι to be evenly matched, X.HG2.4.16; ἐξ ἴ. πολεμεῖν D.8.47; κατὰ μῆνα τὸ αἱροῦν ἐξ ἴ. the sum due in equal monthly instalments, PAmh.2.92.14, etc.; ἐπὶ or ἐπ' ἴσης, ἐπὶ ἴ. διαφέρειν τὸν πόλεμον Hdt.1.74; τοῦτο ἐπ' ἴσης ἔχει Id.7.50, cf. S.El.1062(lyr.), etc.; ἐπ' ἴσου Plb.1.18.10; ἐπ' ἴσον Id.6.38.4, cf. Docum. ap. D.18.106, Phld.Ir.p.21 W.; ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο Il.12.436; cf. κατὰ ἶσα μάχην ἐτάνυσσε 11.336; κατ' ἴσον Dsc.1.68.6, Gal.UP1.19; μετ' ἴσου equally, Demetr.Lac.Herc.124.12. V Comp. ἰσαίτερος E.Supp.441, Th.8.89, X.HG7.1.14: Sup. ἰσότατος Timo 68; ἰσαίτατος Ph.1.462. Adv. ὡς ἰσαίτατα Pl.Lg.744c, but ὡς ἰσότατα SIG531.30 (Dyme). [ῑ in early Ep. (exc. Hes.Op.752), cf. Sol.24.1: ῐ first in Thgn.678, Sapph.2.1 (but ἶσος Ead.91 s.v.l.), B. 5.46 (but ἶσον 1.62, Fr.2.2), and always in Pi. (exc. in compd. ῑσοδαίμων) and Trag. (A.Fr.216 is dub. l.) exc. in compd. ἰσόθεος (q.v.); dub. in ἰσόνειρος. Both quantities are found in later poetry, sometimes in same line, ἔχοισαν ἴσον κάτω, ἶσον ἄνωθεν Theoc.8.19; πρέσβυν ἴσον κούροις, ἶσον ἁδόντα κόραις APl.4.309.]

Greek (Liddell-Scott)

ἴσος: -η, -ον, Ἐπικ. ἶσος καὶ ἔϊσος, (ἴδε ἐν τέλ.): -ἴσος πρός, ἴσος τὸν ὄγκον, τὸ μέγεθος, τὴν ἰσχὺν ἢ τὸν ἀριθμόν, ἔχων τὴν αὐτὴν μορφήν, καὶ ἐνίοτε σχεδὸν ὡς τὸ ὅμοιος, τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., κύματα ἶσα ὄρεσσιν Ὀδ. Γ. 290· ἶσος ἀναύδῳ Κ. 378, κτλ.· ἀλλὰ συχνάκις ἐν χρήσει ἀπολ., ἴσην… βίην καὶ κῦδος Ἰλ. Ζ. 205· ἶσον θυμὸν ἔχειν, ἔχειν τὴν αὐτὴν ἢ ὁμοίαν γνώμην, Ν. 704, Ρ. 720· οὕτω κατ’ οὐδ. ὡς Ἐπίρρ., ἶσον ἐμοὶ φρονέουσα Ο. 50· μηδὲ θεοῖσιν ἶσ’ ἔθελε φρονέειν Ε. 441, πρβλ. Φ. 315, κτλ.· ὡσαύτως, δωμάτων ἔχων ἴσον, ἔχων ἴσον μέρος, Εὐρ. Φοίν. 550 (ἀλλ’ ἡ σύνταξις μετὰ γεν. ἀντὶ δοτ., ὡς ἐν τῷ ὅμοιος καὶ τῷ Λατ. similis, εἶναι λίαν ἀμφίβ., ἴδε Θωμᾶν Μάγιστρ. σ. 649): - ἴσος τινὶ τὸ μέγαθος, ὕψος Ἡρόδ. 2. 32, 124· τὸ μῆκος, τὸ πλάτος Ξεν. Ἀν. 5. 4, 32· ἀριθμὸν Εὐρ. Ἱκέτ. 662· ἴσα τὸν ἀριθμὸν Πλάτ. Πολ. 441C: - ἡ δοτ. συχνάκις τίθεται κατ’ ἐλλειπτικὸν τρόπον τοῦ λέγειν οὕτως ὥστε τὸ πραγματικὸν ἀντικείμενον συγκρίσεως παραλείπεται, οὐ μέν σοί ποτε ἶσον ἔχω γέρας (δηλ. τῷ σῷ γέραϊ) Ἰλ. Α. 163· τοῖσδ’ ἴσας ἄγων ναῦς (δηλ. ταῖς τῶνδε) Εὐρ. Ι. Α. 262· ἴσα τοῖς νῦν στρατηγοῖς ἀγαθὰ Δημ. 172. 17· πρβλ. τὴν λ. ὅμοιος Β. 2: - μεθ’ Ὅμ., ἑπομένου ἀναφορικοῦ, ἐμοὶ ἴσον..., ὅσονπερ ὑμῖν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 173· τὰ ἐκεῖ ἴσα, ὥσπερ τὰ ἐνθάδε Λυσ. 155. 15· τὰ ἴσα ὅσαπερ… Νόμ. παρὰ Δημ. 634. 14, ἔνθα κατωτ. IV. 1. 2) ἡ λέξις συχνάκις ἐπαναλαμβάνεται πρὸς δήλωσιν ἴσων σχέσεων, ἴσα πρὸς ἴσα Wess. εἰς Ἡρόδ. 1. 2· ἴσοι πρὸς ἴσους Σοφ. Ἀντ. 142· ἴσους ἴσοισι… ἀντιθεὶς Εὐρ. Φοίν. 750· ἴσα ἀντὶ ἴσων λαμβάνειν, ἐκδοῦναι Πλάτ. Νόμ. 774C· οὕτως ἐπὶ συμμίξεως οἴνου μετὰ ὕδατος, ἐπὶ ἴσου οἴνου ἴσῳ ὕδατι κεκραμένου, τίς ἐκέρασε σφῶν, ὦ κακόδαιμον ἴσον ἴσῳ; Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 426Β· ἴσον ἴσῳ κεκραμένον αὐτόθι 473C· κύλικος ἴσον ἴσῳ κεκραμένης, ἔνθα τὸ ἴσον κεῖται ἐπιρρηματικῶς, Ἀριστοφ. Πλ. 1132· οὕτω, διδόναι γάλα καὶ οἶνον πίνειν ἴσον ἴσῳ Ἱππ. 1040D· μεταφ., μηδὲν ἴσον ἴσῳ φέρων, ἀντὶ τοῦ δίκαιον καὶ ἐξ ἴσου, «ἀπὸ μεταφορᾶς τοῦ κιρναμένου οἴνου πρὸς ὕδωρ ἴσον· λέγει δὲ κατ’ ἴσον εἰπεῖν καὶ ἀκοῦσα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 354, ἔνθα ἴδε Elmsl. 3) ἐπὶ προσώπων, βούλεται ἡ πόλις ἐξ ἴσων εἶναι καὶ ὁμοίων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11. 8. ΙΙ. ἴσα μεμερισμένος, ἴσος, ἴση μοῖρα μένοντι Ἰλ. Ι. 318· τήν ἴσην ἔχων… μοῖραν Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 4· ὡσαύτως μόνον, ἴση, ἴση μερίς, ἰσομοιρία, ὡς μή τις μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης Ὀδ. Ι. 42 (πρβλ. ἔϊσος Ι)· οὐ μὴν ἴσην ἔτισεν (δηλ. τίσιν) Σοφ. Ο. Τ. 810· ἄχρι τῆς ἴσης, μέχρι τοῦ σημείου τῆς ἰσότητος, Δημ. 61. 15· - τα ἴσα, ἴσον μερίδιον, δίκαιον μέτρον, τὰ ἴσα νέμειν Ἡρόδ. 6. 11· τῶν ἴσων τυγχάνειν τινί, ἀντίθετον τῷ πλεονεκτεῖν, Ξεν. Κύρ. 2.2, 20· προστυχόντι τῶν ἴσων, ἐπιτυχόντι δικαίων ὅρων, Σοφ. Φιλ. 552· - ἴσαι (δηλ. ψῆφοι), ἰσοψηφία, Ἀριστοφ. Βάτρ. 685. 2) ἐν Ἀθήναις, ἐπὶ τῆς ἴσης διανομῆς πάντων τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων, ἴση καὶ ἔντομος πολιτεία Αἰσχίν. 1. 25· τήν πολιτείαν ἰσαιτέραν καθιστάναι Θουκ. 8. 89· ὡς τῆς πολιτείας ἐσομένης ἐν τοῖς ἴσοις καὶ ὁμοίοις Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 45, πρβλ. 7. 1, 1· ἐπὶ ποίας ἴσης καὶ δικαίας προφάσεως; Δημ. 320· 14· - τὰ ἴσα, ἴσα δικαιώματα, ἰσότης, συχνάκις συναπτόμενον πρὸς τὰ ὅμοια ἢ τὰ δίκαια, ὡς τῶν ἴσων καὶ τῶν δικαίων ἕκαστος ἡγεῖται ἑαυτῷ μετεῖναι ἐν τῇ δημοκρατίᾳ Δημ. 536, 12· οὐ μέτεστι τῶν ἴσων καὶ τῶν ὁμοίων πρὸς τοὺς πλουσίους ὁ αὐτ. 551. 11· τῶν ἴσων μετεῖχε τοῖς ἄλλοις ὁ αὐτ. 545. 27: - ὡσαύτως, ἡ ἴση καὶ ὁμοία (δηλ. δίκη), τῆς ἴσης καὶ ὁμοίας μετέχειν Θουκ. 4. 105· ἐπ’ ἴσῃ τε καὶ ὁμοίῃ, ἐπὶ ἴσοις καὶ ὁμοίοις ὅροις, Ἡρόδ. 9. 7, πρβλ. Θουκ. 1. 145· ἐπὶ τῇ ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ ὁ αὐτ. 1.27, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 44 3) ἐπὶ προσώπων, δίκαιος, ἀπροσωπόληπτος, Σοφ. Φιλ. 685, πρβλ. Ο. Τ. 677· ἴσος δικαστὴς Πλάτ. Νόμ. 957C· ἴσοι καὶ κοινοὶ ἀκροαταὶ Δημ. 848. 8, πρβλ. 227. 23., 1274. 10 ἴσον καὶ κοινὸν δικαστήριον Δημ. 85. 25· κοινοὺς μέν… ἴσους δὲ μὴ Πλάτ. Γοργ. 337Α· ἴσος ἴσθι κρίνων Μένανδρ. ἐν «Μονοστίχ.» 266, πρβλ. 257· κριτὴς ἴσος καὶ δίκαιος Πολύβ. 25, 3, κτλ. 4) ἡ ἴση φρουρά, ἡ τακτικὴ φρουρὰ («ἡ τεταγμένη» Σχολιαστ.), Θουκ. 7. 27. ΙΙΙ. ἐπὶ ἐδάφους, ὁμαλός, ἐπίπεδος, Λατ. aequus, εἰς τὸ ἴσον καταβαίνειν, ἐπὶ στρατεύματος, Λατ. in aequum descendere, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 18. - ἀλλά, ἴσῳ προσιέναι, προχωρεῖν ἴσῳ βήματι, αὐτόθι 1. 8, 11· οὐκ εἰς τὸ ἴσον καθιστάμενοι ἐμάχεσθε (τοῖς λέουσι καὶ ἄρκτοις κλ.), δὲν ἐμάχεσθε ὡς ἴσος πρὸς ἴσον, (ἀλλὰ διὰ δόλου τινός), ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 28· δι’ ἴσου, κατ’ ἴσην ἀπόστασιν, Πλάτ. Πολ. 617Β. IV. Ἐπίρρ. ἴσως, ἴδε ἐν λέξ.· ἀλλ’ ὑπάρχουσι πολλοὶ ἄλλοι ἐπιρρ. τύποι. 1) οὐδ. ἑνικ. καὶ πληθ. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς (ἴδε ἐν ἀρχῇ), ἶσον... ἀπήχθετο Κηρὶ μελαίνῃ, ὅσον καὶ τὸν θάνατον, Ἰλ. Γ. 454· ἶσον ἐμοὶ βασίλευε, ἐξ ἴσου μετ’ ἐμοῦ βασίλευε, Ι. 616· ἶσον γάρ σε θεῷ τίσουσιν Ἀχαιοὶ αὐτόθι 603· ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ Σ. 82· τόν… ἶσα θεῷ… εἰσορόωσιν Ὀδ. Ο. 520· ἶσα φίλοισι τέκεσσιν Ἰλ. Ε. 71, πρβλ. Ν. 176, Ὀδ. Α. 432. 11. 304, κτλ.· - οὕτω βραδύτερον ἀπολ., ὁμοίως ἐξ ἴσου, δείλαιε τοῦ νοῦ τῆς τε συμφορᾶς ἴσον Σοφ. Ο.Τ. 1347, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 132· μετὰ δοτ., ἴσον ναοῖς θεῶν Εὐρ. Ἑλ. 801· ἴσον τῷ πρίν, ἐξ ἴσου ὡς πρότερον, Εὐρ. Ἱππ. 302 (κοινῶς, τῶν πρίν)· ἴσα τοῖς πάνυ Δίων Κ.· Exc. Peiresc. 77. 2· συχνάκις ἑπομένου τοῦ καί, ἴσα καί.. ἐξ ἴσου, ὁμοίως ὡς εἰ Λατ. aeque ac, Σοφ. Ο. Τ. 1187, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 994, Θουκ. 3. 14· ὡσαύτως ἴσον, ὡς... Εὐρ. Ἴων 1363· ὥσπερ… Σοφ. Ἠλ. 532· ὥστε... Εὐρ. Ὀρ. 882· ἅτε… ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 667· ὅσονπερ... Δημ. 191. 3. 2) μετὰ προθ., ἀπὸ τῆς ἴσης, ἐξ ἴσου, Λατιν. ex aequo, Θουκ. 1. 15., 3. 40· ἀπ’ ἴσης εἶναι Δημ. 179. 21· - ἐν ἴσῳ, ἐξ ἴσου, Θουκ. 2. 53· ἐν ἴσῳ γάρ ἦν τόδ’ τοῦτο θὰ ἦτο ἐν ἰσότητι, Εὐρ. Ι. Α. 1199· ἐν ἴσῳ ἐστὶ καὶ εἰ… Θουκ. 2. 60· ἐν τῷ ἴσῳ εἶναι ὁ αὐτ. 4. 10, πρβλ. 65: - ἐξ ἴσης Πλάτ. Νόμ. 860Ε· συχνότερον, ἐξ ἴσου, Ἡρόδ. 7. 135, Σοφ. Ο. Τ. 563, κτλ.· ἐξ ἴσου τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 516, 644, Ἀντιφῶν 127. 26· ἐξ ἴσου καί… Σοφ. Ο. Κ. 254· ὡς... ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 61· οἱ ἐξ ἴσου, οἱ ἴσης θέσεως, ἴσου βαθμοῦ, Πλάτ. Νόμ. 777D, 919D· ὁ ἐξ ἴσου κίνδυνος Πολύβ. 9. 4, 4· ἐκ τοῦ ἴσου γίγνεσθαί τινι Θουκ. 2. 3· ἐκ τοῦ ἴσου μάχεσθαι, Λατ. aequo Marte pugnare, Ξεν. Ἑλλ. 2, 4, 16· ἐξ ἴσου πολεμεῖν Δημ. 101. 21· - ἐπὶ ἴσης, βραδύτερον ἐπίσης, ἐπὶ ἴσης διαφέρειν τὸν πόλεμον Ἡρόδ. 1. 74, πρβλ. 7. 50, 1, Σοφ. Ἠλ. 1061, κτλ.· ὡσαύτως, ἐπ’ ἴσου Πολύβ. 1. 18, 10· ἐπ’ ἴσον Δημ. 261. 26, κτλ.· ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2· - κατὰ ἶσα, ἐπὶ Ἰλ. Θ. 336, Μ. 436 (ἴδε ἐν λ. τείνω), ἐπὶ ἀμφιρρεποῦς μάχης. V. Ἀττ. Συγκρ. ἰσαίτερος Εὐρ. Ἰκέτ. 441, Θουκ. 8. 89, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 14. (Ἡ λέξις εἶχε τὸ δίγαμμα, ὡς φαίνεται ἐκ τῆς Ὁμηρικῆς χρήσεως καὶ ἐκ τοῦ τύπου ἔϝισος· καὶ ϝισοτελία δὲ εὕρηται ἐν Βοιωτ. ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1562-3· πρβλ. Σανσκρ. vishu (aeque), vishuvan (aequinoctium).) Ἐκ τοῦ γλωσσ. τοῦ Ἡσυχ. γισγὸν (δηλ. ϝισϝόν· ἴσον, φαίνεται ὅτι ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρχε δεύτερον ϝ μετὰ τὴν συλλαβὴν ϝισ· - καὶ τοῦτο δύναται νὰ ἐξηγήσῃ τὸ φαινόμενον ὅτι τὸ ι εἶναι ἀείποτε μακρόν παρ· Ὁμ. καὶ Ἡσ., πλὴν ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 750 (ἔνθα τὸ χωρίον εἶνε ὕποπτον)· οὕτω καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ἄν καὶ οὗτοι οἱ ποιηταὶ δὲν διστάζουσι νὰ μεταχειρισθῶσι ῐ ὅπου ἀναγκαῖον, ἴδε Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 53, 211, 253, κτλ.· ἐνίοτε μάλιστα ἔχουσιν ἀμφοτέρας τὰς ποσότητας ἐν τῷ αὐτῷ στίχῳ, ἔχοισαν ἴσον κάτω ἶσον ἄνωθεν Θεόκρ. 8. 19· πρέσβυν ἴσον κούροις, ἶσον ἁδόντα κόραις, μνημονεύεται ἐκ τῆς Ἀνθ.· -ῑ ὡσαύτως ἐν τῇ παλαιᾷ Ἀτθίδι, Σόλων 15 (5). 1· - ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸ ϝ ἐξέπεσε, τὸ ι ἐβραχύνθη, ὡς πρῶτον παρὰ Θεόγν. 678, ἀείποτε παρὰ Πινδ. (πλὴν ἐν τῷ συνθέτῳ ἰσοδαίμων), καὶ ἀείποτε παρὰ τοῖς Ἀττ. (διότι ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 214, εἴ μοι γένοιτο φᾱρος ἶσον οὐρανῷ, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ οἷον), πλὴν ἐν τῷ Ὁμηρικῷ ἐπιθέτῳ ἰσόθεος, οἱ Τραγ. ἐμήκυναν τὸ ι ἐν δακτυλικοῖς στίχοις, ὡς ἐμήκυναν καὶ τὸ α τοῦ ἀθάνατος, κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 80, Σοφ. Ἀντ. 836, Εὐρ. Τρῳ. 1169, Ι. Α. 626· -ῑ ἐν τοῖς ἰσόμοιρος, ἰσόνειρος, εἶναι ἀμφίβολον, ἴδε τὰς λέξ..

French (Bailly abrégé)

η, ον :
égal :
I. égal en nombre ou en force ; ἴσαι ναῦς XÉN des vaisseaux en nombre égal ; ἴσος τὸ πλάτος καὶ τὸ μῆκος XÉN égal en largeur et en longueur ; ἴσος τινί, égal à qqn ou à qch ; οὐ μέν σοί ποτε ἶσον ἔχω γέρας IL je n’ai jamais une part de butin égale à toi (à la tienne) ; ἴσος οἷος, ἴσοςὥσπερ, égal pour… et pour ; ἴσοι πρὸς ἴσους SOPH, ἴσα ἀντὶ ἴσων PLAT en nombre égal, en force égale, en égale quantité ; subst. τὸ ἴσον, τὰ ἴσα, égalité, force égale ou condition égale, équivalent ; εἰς τὸ ἴσον ἀφικέσθαι τινί XÉN en être venu au même point que qqn ; adv. • ἴσον ou • ἴσα, également, semblablement, pareillement ; ἴσα καί SOPH comme ; ἴσον φρονεῖν τινι IL avoir les mêmes sentiments, la même intelligence ou la même sagesse que qqn ; abs. ἴσον φρονῶν SOPH qui a les mêmes sentiments (qu’un autre), càd ami ; ἴσα καί SOPH, ἴσονὥσπερ SOPH également pour… et pour ; aussi grand (ou fort ou nombreux) que ; κατὰ ἴσα, ἐπὶ ἴσα, ἐπ’ ἴσης, ἐπ’ ἴσον, également, dans des conditions égales, avec un égal succès ; ἀπ’ ἴσης, ἀπὸ τῆς ἴσης, ἐξ ἴσου, ἐκ τοῦ ἴσου, dans des conditions égales, également ; ἐπ’ ἴσας (s.e. μοίρας) SOPH par un juste retour;
II. également réparti : ἴση μοῖρα IL sort égal ; subst. ἡ ἴση, part égale ; châtiment égal, proportionné à la faute ; ἴσαι ψῆφοι ESCHN égalité de suffrages ; τὰ ἴσα, part égale ; τῶν ἴσων τυγχάνειν τινι XÉN obtenir une part égale à celle de qqn ; particul. à Athènes égalité des droits ; ἴση πολιτεία THC, ἡ ἴση τε καὶ ὅμοια THC gouvernement où les droits sont égaux ; τὰ ἴσα DÉM, τὰ ἴσα καὶ τὰ ὅμοια XÉN égalité complète de droits ou de conditions, traitement égal ; τὰ ἴσα SOPH l’équivalent, càd la rémunération d’un service;
III. égal, uni ; εἰς τὸ ἴσον καταβαίνειν XÉN descendre sur un terrain de niveau, dans la plaine ; ἐν ἴσῳ προσιέναι XÉN s’avancer d’un pas égal, sur une même ligne;
IV. égal, qui ne penche pas plus d’un côté que de l’autre, càd :
1 droit, juste, équitable : ἴσος ἔν γ’ ἴσοις SOPH juste envers les justes;
2 régulier : ἡ ἴση φρουρά THC garnison régulière;
Cp. ἰσαίτερος, Sp. ἰσαίτατος.
Étymologie: p. *ϜίσϜος, cf. ἐΐσκω.

English (Slater)

ἴσος (ᾰ but ῖ dub. (N. 6.65) :
   1 ϝίσος (N. 11.41), (N. 7.5), (N. 10.86), (I. 6.32) ) equal, alike
   a ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις (Mommsen: ἴσαις δ' ἐν codd.: ἴσα δ' ἐν byz.: ἴσον ἐν Boeckh) (O. 2.61) “χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσον” (O. 4.25) τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν i. e. equally distributed (O. 8.53) δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κ' εἴποιμι Μελησίαν (καὶ Schr.: κεν codd.: ἶσον vett.: ἴσον Tricl., edd. vulg.: κ supp. Wil., om. codd.) (N. 6.65) δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον i. e. equally rich (N. 11.41) τὸν βουβόταν οὔρεϊ ἴσον Ἀλκυονῆ (I. 6.32)
   b
   I n. s. pro subs., equal share “πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον” (N. 10.86)
   II n. pl. pro subs. ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα for a like purpose (N. 7.5)
   c pro adv.,
   I n. s. equally ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον λτ;θεῷγτ; (supp. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224.
   II f. dat. s., equally πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν (Hermann: ἴσα codd.: ἴσον Schr.) fr. 124. 7.
   III n. pl., c. dat., like χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων ἴσα τ' ἀνέμοις (Mosch.: ἴσον τ codd.: ἴσον Er. Schmid) (N. 3.45)

Spanish

igual

English (Strong)

probably from εἴδω (through the idea of seeming); similar (in amount and kind): + agree, as much, equal, like.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἴσος, -η, -ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, -η, -ον)
1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία
2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος
3. ομαλός, επίπεδος
4. αυτός που έχει τα ίδια δικαιώματα με κάποιον άλλο, ο ισότιμος
5. ευθύς, ειλικρινής, δίκαιος
6. το ουδ. ως ουσ. το ίσο(ν)
το δίκαιο, το ορθό, το σωστό
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ίσος
είδος νησιώτικου χορού
2. μαθ. (το ουδ. ως επίρρ.) ίσον
δηλώνει εξαγόμενο αριθμητικής πράξης («τρία επί πέντε ίσον δεκαπέντε»)
3. (προστ.) ίσα
τράβα, προχώρα
4. φρ. α) «όλα τα δάκτυλα δεν είναι ίσα» — όλοι οι άνθρωποι δεν είναι της ίδιας αξίας ή ποιότητας
β) «γίνομαι ίσα και ίσα με...» — φέρομαι σε κάποιον κατώτερο με τέτοιο τρόπο σαν να είμαστε ίσοι
γ) «του κρατάει το ίσο»
i) ψάλλει το υπήχημα της βυζαντ. μουσικής
ii) συμφωνεί ανεπιφύλακτα μαζί του
δ) «ανταποδίδω τα ίσα» — συμπεριφέρομαι σε κάποιον όπως μού φέρθηκε
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το ίσο(ν)
α) σημάδι της βυζαντ. μουσικής που σημαίνει επανάληψη του ίδιου φθόγγου
β) επαναλαμβανόμενος φθόγγος ή βασικός φθόγγος κάθε ήχου, αλλ. ισοκράτημα
μσν.
1. ταιριαστός
2. λυγερός
3. νόμιμος
4. έμπιστος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἴσον
αντίγραφο επίσημου εγγράφου
6. (το έναρθρο ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἴσον
εξίσου
αρχ.
1. επαρκής, κατάλληλος
2. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) ἴσον και ἴσα
εξίσου, όμοια
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἴση
η ισομοιρία
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴσα
η ισότητα τών δικαιωμάτων
5. φρ. α) «ἄχρι τῆς ἴσης» — μέχρι το σημείο της ισότητας
β) «ἐπὶ ἴσης (ενν. μοίρας)» — όμοια
γ) «ἐν ἴσῳ καἰ βραδέως προσιέναι» — να προχωρούν με ίσα βήματα, ώστε το μέτωπο να μένει ίσο.
επίρρ...
ίσως και ίσα (ΑΜ ἴσως)
1. με ίσο τρόπο, με ίδιο τρόπο, εξίσου (α. «το μοίρασα ίσα» β. «ἴσως ἀσκεῑται», Πλάτ.)
2. πιθανώς, ενδεχομένως, μπορεί (α. «ἱσως έρθει» β. «οὐκ ἴσως, ἀλλ' ὄντως», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «ἱσα ίσα»
α) ακριβώς («μα αυτό ίσα ίσα ήθελα κι εγώ»)
β) το αντίθετο («μα όχι δεν τον έβλαψα, ίσα ίσα τον βοήθησα»)
αρχ.
σχεδόν, περίπου («ἔχει γὰρ τρεῑς ἴσως ἢ τέτταρας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά γενική παραδοχή προέρχεται από τον τ. FίσFος, για την προέλευση του οποίου όμως υπάρχουν διαφωνίες: 1) FίσFος< wiswo-, οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. visu- «από διάφορες πλευρές». Όμως η φωνητική εξέλιξη του συμπλέγματος -sw- θα κατέληγε στη σίγηση του συριστικού -s- (πρβλ. ἰσF-ό-ς > ἰός «βέλος»)
2) FίσFoς < (d)wi-two-, όπου (d)wi- η ρίζα του αριθμού δύο, και -two- θεματικός τ. του επιθήματος που εμφανίζεται συνήθως ως -τυς. Επικρατέστερη φαίνεται η ετυμολόγηση (1) < Fίτ-σ-Fος < wid-s-wos, όπου wid-s η μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας weid- «βλέπω» (πρβλ. είδος) με παρέκταση -s-, και κατάλ. -wos (πρβλ. μόν-Fος > μοῦνος, μόνος και ὃλ-Fος> οὖλος, ὅλος). Το οδοντικό κλειστό σύμφωνο της ρίζας αφομοιώθηκε προς το συριστικό και το διπλό -σσ- που προέκυψε απλοποιήθηκε σε -σ- (Fίτ-σ-Fος > FίσσFος > FίσFος, πρβλ. κλῶθ-σμα > κλῶσσμα > κλῶσμα). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σημασιολογική εξέλιξη του παρ. επιρρ. ἴσως, το οποίο εκτός της αρχικής του σημασίας «εξίσου» προσέλαβε ήδη στην Αρχαία Ελληνική τη σημασία «με ίσες πιθανότητες (να γίνει ή να μη γίνει κάτι)», άρα «πιθανόν». Η σημασία αυτή επικράτησε τελικά και διατηρήθηκε μέχρι σήμερα.
ΠΑΡ. ισάζω, ισότης, ισώ, ίσως
αρχ.
ισαίος, ισάκις, ισαχώς
νεοελλ.
ίσιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. ισο-. (Β' συνθετικό) άνισος, πάρισος
αρχ.
άισος, έισος, έπισος, περίισος
νεοελλ.
ολόισος].

Greek Monotonic

ἴσος: -η, -ον, Επικ. ἶσος και ἔϊσος·
I. ίσος προς..., ίδιος με..., όμοιος, με δοτ. ή απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ἴσαπρὸς ἴσα, λέγεται για δήλωση ίσων σχέσεων, σε Ηρόδ.· λέγεται για την ανάμειξη κρασιού με νερό, ἴσος οἶνος ἴσῳ ὕδατι κεκραμένος, σε Κωμ.· μεταφ., μηδὲν ἴσον ἴσῳ φέρων, λέγεται αντί «δίκαια και εξίσου», σε Αριστοφ.
II. 1. ισομερώς χωρισμένος, ίσος, σε Όμηρ., Σοφ.· τὰ ἴσα, ίσο μερίδιο, δίκαιο μέτρο, σε Ηρόδ., Σοφ.· ἴσαι(ενν. ψῆφοι), λέγεται για την περίπτωση της ισοψηφίας, σε Αριστοφ.
2. στην Αθήνα, λέγεται για την ίση διανομή όλων των πολιτικών δικαιωμάτων, σε Θουκ. κ.λπ.· τὰ ἴσα, ίσα δικαιώματα, ισότητα, σε Δημ.· επίσης, ἡἴση καὶ ὁμοία (ενν. δίκη), σε Θουκ. κ.λπ.· ἐπ' ἴσῃ τε καὶ ὁμοίῃ, με ίσους και όμοιους όρους, σε Ηρόδ.
III. λέγεται για πρόσωπα, δίκαιος, αντικειμενικός, αμερόληπτος, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.
IV. λέγεται για το έδαφος, ισόπεδος, επίπεδος, ομαλός, Λατ. aequus, εἰς τὸ ἴσον καταβαίνειν, λέγεται για στράτευμα, σε Ξεν.
V. επίρρ., ἴσως· αλλά υπάρχουν και πολλοί άλλοι επιρρ. τύποι:
1. ουδ. ενικ., ἶσον Κηρί, όσο και τον θάνατο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἶσον ἐμοί, εξίσου με εμένα, στο ίδ. κ.λπ.· ἴσον τῷ πρίν, εξίσου όπως πρωτύτερα, σε Ευρ.· συχνά, ακολουθ. από καί, ἴσα καί..., εξίσου, όμοια όπως..., ωσάν, Λατ. aeque ac, σε Σοφ. κ.λπ.· απόλ., ομοίως, στον ίδ.
2. με πρόθ., ἀπὸ τῆς ἴσης, εξίσου, Λατ. ex aequo, σε Θουκ.· ἀπ' ἴσης, σε Δημ.· ἐν ἴσῳ, εξίσου, σε Θουκ. κ.λπ.· ἐξ ἴσου, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐπὶ ἴσης, μεταγεν. ἐπίσης, ἐπὶ ἴσης διαφέρειν τὸν πόλεμον, σε Ηρόδ., Αττ.
VI.Αττ., συγκρ. ἰσαίτερος, σε Ευρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἴσος: эп. ἶσος и ἔϊσος 3
1) равный, одинаковый, такой же: ἴση (μοῖρα) Hom. одинаковая участь; τὸ μέγεθος ἴ. τινί Her. равный по величине кому(чему)-л., одинаковый; οὐ πολλοῦ δέοντες ἴσοι τὸ μῆκος Xen. почти одинаковые в длину; ταὐτὸ καὶ ἴσον Arst. одно и то же; κύματα ἶσα ὄρεσσιν Hom. волны величиной с горы; ἶ. ἀναύδῳ Hom. словно немой; ἶσον θυμὸν ἔχοντες Hom. движимые одними и теми же чувствами; οὐ σοί ποτε ἶσον ἔχω γέρας Hom. я никогда не получаю такой же награды, как ты; ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν NT свидетельские показания не совпадали друг с другом; ἴσους τινὰς ποιῆσαί τισι NT уравнять кого-л. с кем-л.;
2) (тж. ἴ. τὸν ἀριθμόν Plat., Arst.; ἴ. ἀριθμῷ и ἴ. κατὰ πόσον Arst.) численно равный (ἔχειν τὰς ἴσας ναῦς Xen.): ἑπτὰ λοχαγοὶ ἴσοι πρὸς ἴσους Soph. семеро предводителей против стольких же (фиванских военачальников); ἴσους ἴσοισι ἀντιθείς Eur. противопоставляя равным равных, т. е. выставляя против нападающих равное число защитников;
3) равноправный (πολιτεία Xen., Aesch.; νόμος ἴ. τοῖς πολίταις Arst.): ἐπὶ τοῖς ἴσοις καὶ ὁμοίοις ἡ συμμαχία Xen. союз между совершенно равноправными сторонами; τὴν πολιτείαν ἰσαιτέραν καθιστάναι Thuc. сделать государство более равноправным, т. е. демократическим;
4) беспристрастный, справедливый (ἀνήρ Soph.; δικαστής Plat.; δικαστήριον Dem.; κριτής Polyb.): ἴσοι καὶ κοινοὶ ἀκροαταί Dem. справедливые и беспристрастные слушатели (ср. 5);
5) равнодушный, безразличный: χρὴ τοὺς κοινοὺς μὲν εἶναι ἀκροατάς, ἴσους δὲ μή Plat. слушатели должны быть беспристрастны, но отнюдь не безразличны;
6) регулярный, постоянный (φρουρά Thuc.). - см. тж. ἴσα, ἶσα и ἴσον I.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: equal in number, strength, size, status etc. (Il.).
Other forms: ep. ἶσος, f. ἐΐση (s. below), Arc. Cret. Boeot. ϜίσϜος (H. γίσγον ἴσον)
Compounds: Very often as 1. member, e. g. ἰσό-θεος god-like (Il.), hypostasis of ἴσος θεῳ̃ or bahuvrihi having gods as equals (Risch 170; cf. Sommer IF 55, 195 n. 2), ἰσό-πεδον plain (Il.), ἰσό-πεδος with the same level, as high (Hdt., Hp.; cf. Risch IF 59, 15), ἰσ-ηγορίη, -ία equal richt to speak, equal civil rights (IA; compound of ἴσον ἀγορᾶσθαι); on ἰσοφαρίζω s. v.; as 2. member e. g. in ἄ(ν)-ισος unequal, unfair (IA).
Derivatives: ἰσότης equality (Pl., Arist.), ἰσάκις as often (Pl.), ἰσαχῶς in as many ways (Arist.); denomin. verbs: ἰσάζω make, be equal (Il.) with ἰσασμός (Epicur.) and ἰσαστικός (Eust.); ἰσόομαι, -όω become, make equal (since η 212); ἰσαίομαι be (made) equal (Nic., Arat.); on the denomin. Schwyzer 727 a. 734.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1125?] *ueid- see
Etymology: As to the formation ϜίσϜος, from which ep. ἶσος (cf. on the digamma Chantraine Gramm. hom. 1, 144; the apparent vowel-prothesis ἐ-(Ϝ)ίση is artificial, Beekes Development 65f), Att. ἴσος, agrees with *μόνϜος (> μοῦνος, μόνος), *ὅλϜος (> οὖλος, ὅλος) a. o.; further analysis is uncertain. As IE -su̯- was not retained in Greek, the comparison with Skt.viṣu- to several sides (Curtius 378) must be given up. Phonetically a basic *Ϝιτσ-Ϝος (cf. Schwyzer 308) would do but the morphological connection to a zero grade *Ϝιδσ- from εἶδος shape (Brugmann Grundr.2 2 : 1, 205) is hypothetical. - Diff. Meillet BSL 26, 12f. (to δύω; against this Kretschmer Glotta 16, 195), Jacobsohn Hermes 44, 88ff. (to u̯ei-s- bow, bend; against this Brugmann IF 28, 365ff.).

Middle Liddell

ἴσος, η, ον
I. equal to, the same as, c. dat., or absol. equal, like, Hom., etc.:— ἴσα πρὸς ἴσα "measure for measure, " Hdt.; of the mixture of wine with water, ἴσος οἶνος ἴσῳ ὕδατι κεκραμένος Comici; metaph., μηδὲν ἴσον ἴσῳ φέρων not mixing half and half, i. e. not giving tit for tat, Ar.
II. equally divided, equal, Hom., Soph.:— τὰ ἴσα an equal share, fair measure, Hdt., Soph.:— ἴσαι (sc. ψῆφοἰ votes equally divided, Ar.
2. at Athens, of the equal division of all civic rights, Thuc., etc.:— τὰ ἴσα equal rights, equality, Dem.:—also, ἡ ἴση καὶ ὁμοία (sc. δίκἠ Thuc., etc.; ἐπ' ἴσῃ τε καὶ ὁμοίῃ on fair and equal terms, Hdt.
III. of persons, fair, impartial, Soph., Plat., etc.
IV. of ground, even, level, flat, Lat. aequus, εἰς τὸ ἴσον καταβαίνειν, of an army, Xen.
V. adv., ἴσως, v. sub voc.:—but there are other adverbial forms,
1. neut. sg., ἶσον Κηρί even as Death, Il.; ἶσον ἐμοί like me, Il., etc.; ἴσον τῷ πρίν equally as before, Eur.; followed by καί, ἴσα καί . . like as, as if, Lat. aeque ac, Soph., etc.:—absol. alike, Soph.
2. with Preps.: —ἀπὸ τῆς ἴσης equally, Lat. ex aequo, Thuc.; ἀπ' ἴσης Dem.:— ἐν ἴσῳ equally, Thuc., etc.;— ἐξ ἴσου Hdt., attic:— ἐπὶ ἴσης, later ἐπίσης, Hdt., attic
VI. attic comp. ἰσαίτερος Eur., etc.

Frisk Etymology German

ἴσος: {ísos}
Forms: ep. ἶσος, f. ἐΐση (vgl. unten), ark. kret. böot. ϝίσϝος (H. γίσγον· ἴσον)
Meaning: gleich an Zahl, Stärke, Größe, Rang usw. (seit Il.).
Composita : Sehr oft als Vorderglied, z. B. ἰσόθεος göttergleich (seit Il.), Hypostase aus ἴσος θεῳ̃ oder Bahuvrihi Götter als Ebenbürtige habend (Risch 170; vgl. Sommer IF 55, 195 A. 2), ἰσόπεδον Ebene (Il. u. a.), ἰσόπεδος mit der gleichen Ebene, gleichhoch (Hdt., Hp. u. a.; vgl. Risch IF 59, 15), ἰσηγορίη, -ία gleiches Recht zum Sprechen, gleiches Bürgerrecht (ion. att.; Zusammenbildung von ἴσον ἀγορᾶσθαι); zu ἰσοφαρίζω s. bes.; als Hinterglied z. B. in ἄ(ν)-ισος ungleich, unbillig (ion. att.; zunächst als Bahuvrihi von τὸ ἴσον, ἡ ἴση Gleichheit, gleiches Recht).
Derivative: Ableitungen: ἰσότης Gleichheit (Pl., Arist. usw.), ἰσάκις gleichvielmal (Pl. usw.), ἰσαχῶς auf ebensoviele Weisen (Arist.); denominative Verba: ἰσάζω gleich machen, sein (seit Il.) mit ἰσασμός (Epikur.) und ἰσαστικός (Eust.); ἰσόομαι, -όω gleichkommen, gleichmachen (seit η 212); ἰσαίομαι gleichgemacht werden, gleich sein (Nik., Arat.); zu den Denominativa Schwyzer 727 u. 734.
Etymology : Der Bildung nach stimmt ϝίσϝος, woraus ep. ἶσος (mit Vokalprothese f. ἐ-(ϝ)ίση, vgl. zum Digamma Chantraine Gramm. hom. 1, 144), att. ἴσος, zu *μόνϝος (> μοῦνος, μόνος), *ὅλϝος (> οὖλος, ὅλος) u. a.; die weitere Analyse bleibt unsicher. Da idg. -su̯- sich im Griechischen nicht halten konnte, ist die Zusammenstellung mit aind. viṣu- nach verschiedenen Seiten (Curtius 378) hinfällig. Lautlich befriedigt dagegen eine Grundform *ϝιτοϝος (vgl. Schwyzer 308); die morphologische Anknüpfung an eine schwundstufige Nebenform *ϝιδσ- von εἶδος Gestalt (Brugmann Grundr.2 2 : 1, 205) ist indessen hypothetisch. — Noch anders Meillet BSL 26, 12f. (zu δύω; dagegen Kretschmer Glotta 16, 195), Jacobsohn Hermes 44, 88ff. (zu u̯ei-s- biegen; dagegen Brugmann IF 28, 365ff., WP. 1, 312).
Page 1,737-738

Chinese

原文音譯:‡soj 衣所士
詞類次數:形容詞(8)
原文字根:相等 相當於: (כְּ‎)
字義溯源:相似*,相合,相等的,一致的,一樣的,同樣的,如數,平等,同等;或源自(οἶδα)=看見*)。這字普通譯為:一樣;如:一樣的工錢( 太20:12);一樣的尺寸( 啓21:16)。然而當主耶穌說,我父作事直到如今,我也作事。那些猶大人就指控他,將自己和神當作‘平等’( 約5:18;這字在此譯為平等,同等)。保羅在書信中說,主耶穌本有神的形像,不以自己與神同等為強奪的( 腓2:6)
同源字:1) (ἴσος)相似 2) (ἰσότης)相像 3) (ἰσότιμος)相等價值的 4) (ἰσόψυχος)相似的心靈 5) (ἴσως)相像地
出現次數:總共(8);太(1);可(2);路(1);約(1);徒(1);腓(1);啓(1)
譯字彙編
1) 一樣(2) 太20:12; 啓21:16;
2) 相合(2) 可14:56; 可14:59;
3) 同等(1) 腓2:6;
4) 同樣的(1) 徒11:17;
5) 如數(1) 路6:34;
6) 平等(1) 約5:18

English (Woodhouse)

equal, equitable, just, like, unbiassed, equal to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)