στενός
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
Ion. στεινός, ή, όν, Aeol. στένος Alc.Supp.34 (dub. l.):—
A narrow, opp. εὐρύς, πλατύς, Hdt.2.8 (Sup.), 4.195, al.; ψαλίς S. Fr.367; δίαυλος E.Tr.435; ἐσβολή Hdt.7.175 (Comp.); πόρος ib. 176; ἡ ἔσοδος Th.7.51; οὔτ' εὐρεῖα οὔτε στενὴ διαφυγή Pl.Lg.737a; ἐν στενῷ, Ion. στεινῷ, in a narrow space, A.Pers.413, Hdt.8.60β; . ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ στενόν Ar.Eq.720; σ. ποδεών Hdt.8.31; ἔντερον Ar.Nu.161; πόροι, φλέβες, Ti.Locr.101a, Pl.Ti.66a; κεφαλή, πόδες, X.Cyn.5.30.
2 Subst., τὰ στενά = the narrows, straits, of a pass, Hdt.7.223; of a sea, Th.2.86, etc.; of the straits of Gibraltar, Str.3.5.5; so τὸ στενόν the strait (Hellespont), Luc.DMar.9.1; ἐπὶ σ. τῆς ὁδοῦ X.HG7.1.29; also ἡ στενή a narrow strip of land, Th.2.99; τὰ στενά = passes, defiles, Phld.Rh.1.334 S.
II metaph., close, confined, ἀπειληθέντες ἐς στεινόν driven into a corner, Hdt.9.34; σ. ζῶμεν χρόνον Men.410; εἰς στενὸν κομιδῇ τὰ τῆς τροφῆς τινι καταστήσεται D.1.22; εἰς σ. τοῦ καιροῦ φθείρεσθαι Alciphr.1.24.
2 scanty, petty, Pl.Grg.497c; ὑποθέσεις Plb.7.7.6; ἐλπίδες D.H.4.52; ἐρωτήσεις Philostr.VS2.30; small-minded, narrow-minded, in Adv. Comp., PGiss.40 ii7 (iii A.D.).
3 of sound and style, thin, meagre, Arist.Aud.803b24, Rh.1413b15; hard to pronounce, συλλαβὴ σ. καὶ δύστομος Phld.Po.2.15.—Choerob. in Theod.2.76 H., EM 275.50 say that στενός, like κενός, forms the Comp. and Sup. στενότερος, στενότατος, and these forms are explainable from *στενϝότερος, *στενϝότατος, which are implied by the Ionic forms στεινότερος, στεινότατος (στεινότερος occurs in Hdt.1.181, 7.175, στενότερος in IG7.3073.109 (Lebad., ii B.C.), Pl.Phd.111d, X.Cyr.2.4.3 with v.l.); and στενοτάτου is required by the metre in Scymn.922; the form στενώτερος is however found in Hp.VM22, Arist.PA675a35, al.
III Adv., στενῶς διακεῖσθαι to be in difficulties, PCair.Zen.498 (iii B.C.), PTeb. 760.19 (iii B.C.), D.L.8.86, cf. LXX 1 Ki.13.6.
German (Pape)
[Seite 935] ion. στεινός, eng, schmal, dünn; ὡς δὲ πλῆθος ἐν στενῷ νεῶν ἥθροιστο, Aesch. Pers. 405, τὰ στεινά, die Engen, Engpässe, Her. 7. 176. 223; οὔσης δὲ στενῆς τῆς εἰσόδου, Thuc. 7, 51; Gegensatz εὐρύς, Plat. Legg. V, 737 a; comparat. στενώτερα, vulg. στεινότερα, Phaed. 111 d; so schwankt die Lesart auch Xen. Cyr. 2, 4, 3, die abweichende Form (στενότερος B. A. 1216) ist von dem ion. στεινός abzuleiten; εἰς στενὸν τὰ τῆς τροφῆς τοῖς ξένοις αὐτῷ καταστήσεται, Dem. 1, 22, auch = leicht, geringfügig, ὑπόθεσις, Pol. 7. 7, 6, ouch = mangelhaft, kärglich, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
étroit, resserré ; τὸ στενόν, τὰ στενά passage étroit, défilé ; qqf bras de mer, détroit ; ἡ στενή THC étroite langue de terre ; p. anal., fig. :
1 resserré, gêné : εἰς στενὸν καθίστασθαι DÉM être réduit aux extrémités, à la détresse ; εἰς στενὸν συνελαύνειν LUC réduire aux extrémités;
2 chétif, mesquin, de peu d'importance;
3 en parl. du style maigre, sec, pauvre;
Cp. στενότερος (pour *στενϜότερος ; cf. κενός), ion. στεινότερος.
Étymologie: R. Στεν, resserrer, cf. στένω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στενός -ή -όν Ion. στεινός nauw, smal:; οὔτ’ εὐρεῖα οὔτε στενὴ... διαφυγή (er is) noch een brede noch een smalle uitweg Plat. Lg. 737a; δύναμαι ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ στενόν ik kan het volk breed en smal maken (d.w.z. ik kan ze laten slikken wat ik wil) Aristoph. Eq. 720; subst. (τὸ) στενόν, (τὰ) στενά nauw gedeelte, nauwte: zeeëngte, (berg)pas:; πλῆθος ἐν στενῶι νεῶν ἤθροιστ (ο) de meerderheid van onze schepen was in de straat (van Salamis) verzameld Aeschl. Pers. 413; ἐπὶ στενὸν τῆς ὁδοῦ bij een versmalling van de weg Xen. Hell. 7.1.29; ἀπειληθέντες ἐς στεινόν in het nauw gedreven Hdt. 9.34.2; ook overdr..; εἰς στενὸν... τὰ τῆς τροφῆς... καταστήσεται de voedselsituatie zal in het gedrang komen Dem. 1.22; ook. (ἡ) στενή smalle strook land Thuc. 2.99.4. overdr. bekrompen, stijf, pietluttig. οἱ μὲν τῶν γραφέων λόγοι ἐν τοῖς ἀγῶσι στενοὶ φαίνονται de speeches van degenen die schrijven lijken zuinigjes in (mondelinge) debatten (d.w.z. als je ze hoort) Aristot. Rh. 1413b15.
Russian (Dvoretsky)
στενός: ион. στεινός 3
1 узкий, тесный (πόρος Her.; ἔσοδος Thuc.; πύλη NT);
2 стесненный, ограниченный (χρόνος Men.);
3 незначительный, мелкий, неважный (ὑποθέσεις Polyb.): ἐρωτᾶν τὰ στενά Plat. задавать маловажные вопросы;
4 скудный, бедный (τροφή Arst.);
5 слабый (τὰ φωνία Arst.). - см. тж. στενόν.
English (Strong)
probably from the base of ἵστημι; narrow (from obstacles standing close about): strait.
English (Thayer)
στενή, στενόν, from Aeschylus and Herodotus down, the Sept. for צַר, narrow, strait: πύλη, L Tr brackets πύλη)); Luke 13:24.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στενός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. στεινός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που έχει μικρό πλάτος, που δεν είναι φαρδύς (α. «στενός δρόμος» β. «οὔτ' εὐρεῖα οὔτε στενὴ διαφυγή», Πλάτ.)
2. (το ουδ. στον εν. και πληθ. ως ουσ.) το στενό και τα στενά
στενό πέρασμα μεταξύ δύο βουνών ή μεταξύ βουνού και θάλασσας, στενωπός, ή στενή λωρίδα θάλασσας που ενώνει δύο πελάγη (α. «τα στενά τών Θερμοπυλών» β. «τα στενά τών Δαρδανελλίων» γ. «οἱ δὲ μὴ ἐσπλεῖν ἐς τὰ στενά», Θουκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, ο μη ευρύχωρος (α. «στενά παπούτσια» β. «στενό παντελόνι»)
2. μτφ. α) (για πρόσ.) κοντινός, πλησιέστατος, αγαπητός (α. «στενός φίλος» β. «στενός συνεργάτης» γ. «στενοί συγγενείς»)
β) (για καταστάσεις) οικείος, φιλικός, εγκάρδιος (α. «έχουν αναπτύξει στενή φιλία» β. «έχουν στενές σχέσεις» γ. «υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ τους»)
3. το θηλ. ως ουσ. μτφ. η στενή
η φυλακή
4. το ουδ. ως ουσ. στενή δίοδος, στενή διάβαση, στενός δρόμος, σοκάκι
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) διεθν. δίκ. τα μεταξύ δύο ακτών φυσικά θαλάσσια περάσματα από και προς ευρύτερες θαλάσσιες μάζες, η διέλευση τών οποίων ρυθμίζεται με διεθνείς συμβάσεις
6. φρ. α) «υπὸ στενή έννοια» — υπό την ακριβή και μη γενική και αόριστη έννοια, κατά κυριολεξία
β) «τά βρήκε στενά» — συνάντησε δυσκολίες
γ) «είμαι στα στενά» — βρίσκομαι σε δύσκολη θέση
δ) «στενή αντίληψη» — περιορισμένη, δογματική αντίληψη
ε) «σε στενό κύκλο» — σε μικρό αριθμό προσώπων, σε μικρό αριθμό συνεργατών
αρχ.
1. κλεισμένος, κλειστός
2. λίγος, λιγοστός («στεναὶ ἐλπίδες», Δίον. Αλ.)
3. (για ήχο) ασθενής, αδύνατος
4. (για ύφος) λεπτός
5. μτφ. εγωιστής, εγωκεντρικός
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ στενόν
α) ο πορθμός του Γιβραλτάρ
β) ο Ελλήσποντος
7. το θηλ. ως ουσ. στενή λωρίδα γης
8. φρ. α) «ἐν στενῷ» — σε στενή περιοχή
β) «στενὴ συλλαβή» — δύσκολα προφερόμενη συλλαβή
γ) «ἀπειληθέντες ἐς στεινόν» — σπρωγμένοι στη γωνία.
επίρρ...
στενώς / στενῶς ΝΜΑ, και στενά Ν
με στενότητα, με στενό τρόπο, με περιορισμένο τρόπο
νεοελλ.
με περιορισμένη οπτική γωνία, δογματικά («τά βλέπει πολύ στενά τα πράγματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το επίθ. στενός έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. στεν-F-ός (πρβλ. ιων. στεινός, με αντέκταση), όπως επιβεβαιώνουν τα παραθετικά του τ. στενότερος, -ότατος (< στενFότερος) και το επίθ. στενυ-γ-ρός, στο θ. του οποίου εμφανίζεται το -F- με την φωνηεντική του μορφή (πρβλ. και το τοπωνύμιο Στενύ-κληρος). Παράλληλα με το επίθ. στενός μαρτυρείται το σιγμόληκτο ουδ. στένος, το οποίο, μαζί με τους τ. στενυ-γρός και Στενύ-κληρος, θα μπορούσε να ενταχθεί στο μορφολογικό σύστημα του νόμου του Caland (πρβλ. αἶσχος: Αἰσχύλος). Το επίθ., τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή στενο- σε μια σειρά συνθ. προσδίδοντας στο β' συνθετικό τη σημ. του στενού, του μικρού, του περιορισμένου, του πνιγηρού (πρβλ. στενόχωρος).
ΠΑΡ. στενότητα(-ης)
αρχ.
στενυγρός, στενώδης
αρχ.-μσν.
στενῶ
νεοελλ.
στενεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στενόμακρος, στενόστομος, στενόφυλλος, στενόχωρος, στενωπός
αρχ.
στεναύχην, στενόβουλος, στενόβρογχος, στένοδος, στενοκοίλιος, στενολέσχης, στενοπαθώ, στενόπορθμος, στενόπορος, στενόπους, στενοπρόσωπος, στενόσημος, στενοτράχηλος, στενοφυής, στενόφωνος
αρχ.-μσν.
στενόφλεβος
μσν.
στενοκομιδή
μσν.- νεοελλ.
στενόρρινος, στενόψυχος
νεοελλ.
στενογράφος, στενοκαρδία, στενόκαρδος, στενοκέφαλος, στενόκωλος, στενομέτωπος, στενόμυαλος, στενοσόκακο, στενοσχιδής, στενοτοπιά. (Β' συνθετικό) αρχ. διάστενος, επίστενος, μεσόστενος, υπόστενος
νεοελλ.
κατάστενος, μακρόστενος, μετάστενος, ολόστενος, ψηλόστενος].
Greek Monotonic
στενός: Ιων. στεινός, -ή, -όν (στένω)·
I. 1. στενός περιορισμένος, με μικρό πλάτος, δύσκολος, δυσχερής, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ἐν στενῷ, Ιων. στεινῷ, σε στενή περιοχή, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
2. ως ουσ., τὰ στενά, στενή διάβαση, τὰ στενά λέγεται για πέρασμα, σε Ηρόδ.· λέγεται για θάλασσα, σε Θουκ.· επίσης, ἡ στενή, στενή λωρίδα γης, στον ίδ.
II. μεταφ.·
1. στενός, περίκλειστος, περιορισμένος· απειληθῆναι ἐς στενόν, στριμώχνομαι στη γωνία, σε Ηρόδ.· εἰς στενὸν κατακτῆναι, σε Δημ.
2. λιγοστός, λίγος, ελάχιστος, μηδαμινός, σε Πλάτ. Από τους αρχ. Ιων. τύπους στεινότερος, -ότατος, προέρχονται οι ανώμ. Αττ. στενότερος, -ότατος· αλλά και το ομαλό στενώτερος επίσης.
Greek (Liddell-Scott)
στενός: Ἰων. στεινός, ή, όν· (ἴδε ἐν λ. στένω)· - στενός, δύσκολος, ἀντίθετον τῷ εὐρύς, πλατύς, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 2.· 8., 4. 195, κ. ἀλλ.· ψαλὶς Σοφ. Ἀποσπ. 336· δίαυλος Εὐρ. Τρῳ. 435· ἐσβολὴ Ἡρόδ. 7. 175· πόρος αὐτόθι 176· ἡ ἔσοδος Θουκ. 7. 51· οὔτ’ εὐρεῖα οὔτε στενή διαφυγή Πλάτ. Νόμ. 737Α· ἐν στενῷ, Ἰων. στεινῷ, ἐν στενῇ περιοχῇ, Ἡρόδ. 8. 60, 2, Αἰσχύλ. Πέρσ. 413· ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ στενὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 720· ὡσαύτως, στ. ποδεὼν Ἡρόδ. 8. 31· ἔντερον Ἀριστοφ. Νεφ. 161· πόροι, φλέβες Τίμ. Λοκρ. 101Α, Πλάτ. Τίμ. 66Α· κεφαλή, πόδες Ξεν. Κυν. 5, 30. 2) ὡς οὐσιαστ., τὰ στενά, στενὸν μέρος, δίοδος στενή, πέραμα, Ἡρόδ. 7. 223· ἐπὶ θαλάσσης ἢ ποταμοῦ, Θουκ. 2. 86, κτλ.· τὰ στ. τοῦ πορθμοῦ Στράβ. 257· οὕτω, τὸ στενόν, (ὁ Ἑλλήσποντος), Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 9. 1· ἐπὶ στ. τῆς ὁδοῦ Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29· ὡσαύτως, ἡ στενή, στενὴ λωρὶς γῆς, Θουκ. 2. 99. ΙΙ. μεταφορ., στενός, συγκεκλεισμένος, περιωρισμένος, ἀπειληθῆναι ἐς στεινόν, σπρώχνομαι εἰς γωνίαν, Ἡρόδ. 9. 34· στ. ζῶμεν χρόνον Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 9· ἐς στ. κομιδῇ τὰ τῆς τροφῆς τινι καταστήσεται Δημ. 15. 24· εἰς στ. τοῦ καιροῦ φθείρεσθαι Ἀλκίφρων 1. 24. 2) ὀλίγος, ὀλιγοστός, «παραμικρός», Πλάτ. Γοργ. 497C· ὑποθέσεις Πολύβ. 7. 7, 6· ἐλπίδες Διον. Ἁλ. 4. 52. 3) ἐπὶ ἤχου καὶ ὕφους, λεπτός, ἀδύνατος, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 57, Ρητορ. 3. 12, 2. - Οἱ παλαιοὶ γραμμ. λέγουσιν ὅτι τὸ στενός, ὡς τὸ κενός, σχηματίζει τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθετ. στενότερος, στενότατος, ἴσως ἐκ τῶν παλαιοτέρων Ἰων. τύπων στεινότερος, -ότατος, (στεινότερος ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ. 1. 181., 7. 175, στενότερος παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 111D (ἐν τοῖς πλείστοις τῶν Ἀντιγράφων), Ξεν. Κύρ. 2. 4, 3), Χοιροβοσκ. 550. 17 Gaisf. Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ στενοτάτου ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον παρὰ τῷ Σκύμν. 709· ὁ ὁμαλὸς τύπος στενώτερος εὕρηται παρ’ Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Πλάτ. Τιμ. 66D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 29, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., στενῶς διακεῖσθαι, εὑρίσκομαι ἐν δυσχερείαις, Διογ. Λ. 8. 86.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: narrow, close, small, tight, slim (IA.).
Other forms: Ion. στεινός, Aeol. (gramm.) στέννος.
Compounds: Often as 1. member, e.g. στενωπός, s. ὀπή.
Derivatives: στενό-της (ion. -ει-) f. narrowness, tightness (IA.); backformation (cf. Schwyzer 512) στεῖνος (ep. Il.) for στένος (A. Eu. 521 [lyr.]) n. narrowness, narrow room, throng, distress (cf. below; on the meaning Zumbach Neuerungen 43 f.). Denominative verbs. 1. backformation στείνομαι, rarely w. ἐν-, ἀμφιπερι-, only present a. ipf. to be narrowed, to crowd, to be crowded (ep. Il.), rare and late στείνω to narrow, to crowd (Nonn., Orph.). 2. στενόομαι (-ει-), -όω, often w. ἀπο-, to become, make narrow (hell. a. late) with -ωσις, -ωμα, -ωτικός (late.). -- Besides στενυγρός narrow (Ion.) with στενυγρ-ῶσαι aor. (Hp. ap. Gal.); PlN Στενύ-κληρος (Hdt. 9, 64). -- Zero grade(?), unexplained στάνει <σ>τείνεται, συμβέβυσται H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)
Etymology: From στενός: στεινός: στέννος follows PGr. *στενϜός (cf. also Att. στεν(Ϝ)ό-τερος, -τατος), a thematic enlargement of the suffix combination -γ-ρ- is seen in στενυ-γρός (s. Schwyzer 496 w. n. 9 a. lit., Chantraine Form. 225, also Specht Ursprung 192 f.) and the u-stem seen in Στενύ-κληρος (Schw. 472, Chantr. 122); beside it the s-stem in στένος (Porzig Satzinhalte 247). - Isolated. Hypotheses of doubtful worth in Bq and WP. 2, 627, Pok. 1021 f.; new attempt by Machek Zeitschr. f. Slaw. 1, 35 and Ling. Posn. 5, 69 f. -- There is, then, no IE etym.; στενυγρός may be Pre-Greek (see Beekes, suff. under γρ and ρ, ταναγρίς, βάλαγρος, γήλιγρος); the place name Στενύκληρος could well be Pre-Greek. Cf. Chantr. Form. 226. Furnée 226 "nicht sicher erklärt". DELG "L'étymologie de ce groupe de mots reste obscure." Note also στάνει.
Middle Liddell
στενός, Ionic στεινός, ή, όν στένω
I. narrow, strait, Hdt., Eur., etc.; ἐν στενῷ, ionic στεινῷ, in a narrow compass, Hdt., Aesch.
2. as substantive, τὰ στενά the straits, of a pass, Hdt.; of a sea, Thuc.; also, ἡ στενή a narrow strip of land, Thuc.
II. metaph. narrow, close, confined, ἀπειληθῆναι ἐς στεινόν to be driven into a corner, Hdt.; εἰς στ. καταστῆναι Dem.
2. scanty, little, petty, Plat.—From old ionic forms στεινότερος, -ότατος, come irr. Attic στενότερος, -ότατος; but reg. στενώτερος also occurs.
Frisk Etymology German
στενός: {stenós}
Forms: ion. στεινός, äol. (Gramm.) στέννος
Meaning: eng, eingeengt, schmal, knapp, schmächtig (ion. att.).
Composita: Oft als Vorderglied, z.B. στενωπός, s. ὀπή.
Derivative: Davon στενότης (ion. -ει-) f. Enge, Knappheit (ion. att.); Rückbildung (vgl. Schwyzer 512) στεῖνος (ep. seit Il.) für στένος (A. Eu. 521 [lyr.]) n. Enge, enger Raum, Gedränge, Bedrängnis (vgl. unten; zur Bed. Zumbach Neuerungen 43 f.). Denominative Verba. 1. Rückbildung στείνομαι, ganz vereinzelt m. ἐν-, ἀμφιπερι-, nur Präsens u. Ipf. eingeengt werden, sich drängen, gedrängt voll sein (ep. seit Il.), selten und sp. στείνω einengen, gedrängt füllen (Nonn., Orph.). 2. στενόομαι (-ει-), -όω, oft m. ἀπο-, eng werden, machen (hell. u. sp.) mit -ωσις, -ωμα, -ωτικός (sp.). —Daneben στενυγρός eng (ion.) mit στενυγρῶσαι Aor. (Hp. ap. Gal.); ON Στενύκληρος (Hdt. 9, 64). — Schwundstufig(?) στάνει· <σ>τείνεται, συμβέβυσται H.
Etymology: Aus στενός: στεινός: στέννος ergibt sich urgr. *στενϝός (vgl. noch att. στεν(ϝ)ότερος, -τατος), eine thematische Erweiterung des in στενυγρός (zur Suffixkombination -γρ- Schwyzer 496 m. A. 9 u. Lit., Chantraine Form. 225, auch Specht Ursprung 192 f.) und Στενύκληρος vorliegenden u-Stamms (Schw. 472, Chantr. 122); daneben der s-Stamm in στένος (Porzig Satzinhalte 247). — Isoliert. Hypothesen von sehr fraglichem Wert bei Bq und WP. 2, 627, Pok. 1021 f.; neuer Versuch von Machek Zeitschr. f. Slaw. 1, 35 und Ling. Posn. 5, 69 f.
Page 2,788-789
Chinese
原文音譯:stenÒj 士帖挪士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:狹窄的 相當於: (צַר)
字義溯源:窄*,狹窄的;或源自 (ἵστημι)=站*
同源字:1) (ἀναστενάζω)深深地歎息 2) (στεναγμός)歎息 3) (στενάζω)歎氣 4) (στενός)窄 5) (στενοχωρέω)圍緊 6) (στενοχωρία)地方挾窄 7) (συστενάζω)一同歎息
出現次數:總共(3);太(2);路(1)
譯字彙編:
1) 窄(2) 太7:13; 路13:24;
2) 是窄的(1) 太7:14
Mantoulidis Etymological
καί ἰων. στεινός Ἀρχικά ἦταν στενϝος → στενός ἤ στεινός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στενόπορος, στενοπορία, στενότης, στενοχωρῶ, στενόω -ῶ (=περιορίζω), στενωπός. Συγγενικό μέ τό στένω.
Lexicon Thucydideum
angustus, narrow, 2.99.4, 4.8.6. 4.113.2, 4.127.2. 6.97.1. 7.4.4, 7.44.8, 7.51.2. 7.79.1, 8.90.4. 8.106.1,
angustiae, narrow pass, defile, 1.74.1, 3.92.6, idem, the same 2.86.5, 2.90.1.
Translations
narrow
Afrikaans: smal; Albanian: i ngushtë; Arabic: ضَيِّق; Egyptian Arabic: ضيق; Moroccan Arabic: مضيق, مضيقة; Armenian: նեղ; Aromanian: strãmtu, ngustu; Asturian: estrechu; Azerbaijani: dar; Bashkir: тар; Basque: estu; Belarusian: вузкі; Bikol Central: hayakpit; Bulgarian: тесен; Burmese: ကျဉ်း, ကျဉ်းကျပ်; Catalan: estret, estreta, angost; Chechen: готта; Cherokee: ᏯᏙᏟ; Chinese Cantonese: 窄; Mandarin: 窄; Crimean Tatar: tar; Czech: úzký; Danish: snæver, tæt, smal; Dutch: nauw, smal; Eshtehardi: تینگ; Esperanto: streta, mallarĝa, malvasta; Estonian: kitsas; Farefare: mika; Faroese: smalur, trongur, trongligur, snævur; Finnish: kapea; French: étroit; Friulian: stret; Gagauz: dar, дар; Galician: estreito, angosto, apertado; Georgian: ვიწრო; German: eng, begrenzt, schmal; Gothic: 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌿𐍃; Greek: στενός; Ancient Greek: ἀραιός, λαγαρός, ὀλίγος, πυκνός, στεινός, στεῖνος, στενός, στένος, στενόχωρος, στενωπός, ψυδνός, ψύθιος; Guaraní: po'i; Haitian Creole: jennen, jis; Hebrew: צר; Higaonon: malig-ut; Hindi: तंग; Hungarian: szűk, keskeny; Icelandic: þröngur; Indonesian: sempit; Ingush: готта; Irish: cúng, caol; Old Irish: cumung, cáel; Istriot: strento; Italian: stretto, angusto; Japanese: 狭い; Javanese: sesak; Kanakanabu: 'anuupica; Karachay-Balkar: тар; Karaim: tar; Kashubian: wąsczi; Kazakh: тар; Khakas: тар; Khmer: ចង្អៀត; Korean: 좁은, 좁다; Kurdish Central Kurdish: تەسک; Kumyk: тар; Kyrgyz: тар; Lao: ຄັບ; Latgalian: šaurs; Latin: angustus, artus; Latvian: šaurs; Limburgish: nej, smaal; Lithuanian: siauras; Macedonian: тесен; Maguindanao: magaget; Malay: sempit; Maltese: dojoq; Middle English: narwe; Mizo: zím; Mongolian: нарийн; Ngazidja Comorian: -samivu; Nogai: тар; Norman: êtrait; Norwegian Bokmål: smal, trang; Nynorsk: smal, trong; Occitan: estreit, estrech; Old Church Slavonic Cyrillic: ѫзъкъ; Glagolitic: ⱘⰸⱏⰽⱏ; Old East Slavic: узъкъ; Oromo: dhiphoo; Ossetian: нарӕг; Persian: تنگ; Plautdietsch: schmaul, enj; Polish: wąski, cienki; Portuguese: estreito, estreita; Quechua: kicki; Rapa Nui: rikiriki, vakavaka; Romanian: strâmt, îngust; Romansch: stretg; Russian: узкий, тесный; Rusyn: узкый; Sanskrit: अंहु; Sardinian: istrintu, strintu; Scottish Gaelic: caol, cumhang; Serbo-Croatian Cyrillic: у̏зак, уски; Roman: ȕzak, uski; Sherpa: དོག་པུ; Shor: тар; Sicilian: strittu; Slovak: úzky; Slovene: ozek; Sorbian Lower Sorbian: wuski, huzki; Southern Altai: тар; Spanish: estrecho, angosto; Swedish: trång, smal, långsmal; Tabasaran: дар; Tajik: танг; Tamil: குறுகிய; Tatar: тыгыз,тар; Telugu: ఇరుకైన, సన్నని; Tetum: kloot; Thai: แคบ; Tibetan: དོག་པོ; Tofa: тар; Turkish: dar; Turkmen: dar; Tuvan: тар; Ukrainian: вузький, вузький; Urdu: تنگ; Uyghur: تار; Uzbek: tor; Venetian: streto, stret, strento, strent; Vietnamese: hẹp, chật hẹp, eo hẹp, chật; Walloon: stroet, stroete; Welsh: cul; West Frisian: smel; Western Bukidnon Manobo: meliɣet; Westrobothnian: snjev; Yakut: кыараҕас, синньигэс; Yiddish: ענג, שמאָל; Zazaki: teng; Zealandic: smal