κλείς
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ἡ, gen. κλειδός; Att.acc. κλεῖν, v.infr.1.3, III, later
A κλεῖδα AP 6.306 (Aristo), Plu.Art.9: pl. κλεῖδες, κλεῖδας, contr. κλεῖς, v. infr. III, dat. κλεισίν Pl.Ax.371b:—Ion. κληΐς [ῑ], κληῗδος, κληῗδα, etc. (Hom. uses only the Ion. form):—Dor. κλᾱΐς, κλαΐδος [ῐ] Simon.23, Pi.P.9.39; but acc. pl. κλαῗδας ib.8.4; acc. κλαῖδα or κλᾷδα Call.Cer.45; cf. κλᾴξ:—Aeol. κλᾶϊς (κλαῖς cod.)· μοχλός, Hsch.; κλάϊς acc. κλάϊν Et.Gud.ap.Schaefer Greg.Cor.p.584: pl. κλᾷδες κλᾶδες cod.)· ζυγά, Hsch.:—old Att. κλῄς, κλῇδος, acc. κλῇδα E.Med.212 (anap.), 661 (lyr.): κλείς and κλῄς in the same Att. Inscr., IG22.1414.44 and 47. (κλᾱϝῑς, cf. Lat. clavis, claudo.)
1 bar, bolt, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσε (sc. Hera, from within) κληῗδι κρυπτῇ Il.14.168, cf. Od.21.241; κληῗδος ἱμάς ib.4.802, cf. 838; ἐπὶ δὲ κληῗδ' ἐτάνυσσεν ἱμάντι 1.442; = ἐπιβλής, Il.24.455.
2 catch or hook, passed through the door from the outside to catch the strap (ἱμάς) attached to the bar (ὀχεύς), ἐν δὲ κληῗδ' ἧκε, θυρέων δ' ἀνέκοπτεν ὀχῆας ἄντα τιτυσκομένη Od.21.47, cf.50; οἴξασα κληῗδι θύρας Il.6.89; δοιοὶ δ' ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, μία δὲ κληῒς ἐπαρήρει 12.456, cf.Parm.1.14.
3 later, key, τὴν κλεῖν ἐφέλκεται Lys.1.13; κλεῖν παρακλείδιον a false key, Pl.Com.77: pl., κλῇδας οἶδα δώματος A.Eu.827, cf.E.Ba.448; Λακωνικὴ κ. Men.343; κυριεύσοντα τῶν κ. OGI229.56 (Smyrna, iii B.C.); of a sacred key carried in processions, SIG900.14 (Panamara, iv A.D.), 996.24 (Smyrna, perhaps i A.D.).
4 metaph., Ἁσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας Pi.P.8.4, cf. 9.39; ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ, of silence, A.Fr.316, cf.S.OC1052 (lyr.); καθαρὰν ἀνοῖξαι κλῇδα φρενῶν E.Med.661 (lyr.); κλῇδας γάμου φυλάττει, of Hera, Ar.Th.976 (lyr.); of the key to a problem, Vett.Val.179.4.
II hook or tongue of a clasp, Od.18.294.
2 stop-cock, Hero Spir.1.25.
III collar-bone, prob. so called from its hook shape (v. supr. 1.2), Hom. (only in Il.), ὅθι κληῒς ἀποέργει αὐχένα τε στῆθός τε 8.325; κληῗδα παρ' ὦμον πλῆξ', ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ' ἀπὸ νώτου 5.146; ᾗ κληῗδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσι 22.324, cf. Hp.Aër.7, Art.13; πᾳῖσον ἐμᾶς ὑπὸ κλῇδος S.Tr.1035; τὴν κλεῖν συνετρίβην And.1.61; τὴν κλεῖν κατεαγώς D.18.67: pl., Diog. Apoll.6, etc.; τὰ πλάγια καὶ τὰς κλεῖδας Arist.HA513b35; αἱ κλεῖδες (v.l. κλεῖς) καὶ αἱ πλευραί, of the crocodile, ib.516a28; κλεῖδες ὀπταί roast shoulder bones of the tunny (with play on 1.3, visible keys, opp. κρυπταὶ κλεῖδες of the Laconians), Aristopho 7.2, cf. Diph.Siph. ap. Ath.8.357a.
IV rowing bench in a ship, freq. in Od., always in plural; ἐπὶ κληῗσι καθίζειν 2.419, etc.; κληΐδεσσιν ἐφήμενοι 12.215; once in Il., πεντήκοντ' ἔσαν ἄνδρες ἐπὶ κληῗσιν 16.170; δησάμενοι… ἐπὶ κληῗσιν ἐρετμά Od.8.37.
V of promontories, straits, etc., Κληῗδες or Κληΐδες τῆς Κύπρου Hdt.5.108, cf.Str.14.6.3; πόντου κλῇδ', of the Bosporus, E.Med.212 (lyr.).
VI in plural, sacred chaplets, Id.Tr.256 (anap.) (Ephes., acc. to Hsch.).
VII in versification, clausula, cadence, Sch.Ar.Pax1127.
German (Pape)
[Seite 1447] κλειδός, ἡ, acc. κλεῖδα, nur Sp., Aristod. (VI, 306), Plut. Artax. 9, u. κλεῖν, acc. plur. κλεῖδας, z. B. Ath. VII, 303 a, u. κλεῖς, letztere Form von den Atticisten empfohlen, B. A. 48, 7. 101, 19; s. Beispiele unten; ion. u. ep. κληΐς, ϊδος, Hom. immer so; altatt. κλῄς, ῃδός; dor. κλαΐς, acc. auch κλαῖδα od. κλᾷδα, Call. Cer. 45 (bei Theocr. κλάξ); lat. olavis; – 1) Alles zum Verschließen (κλείω) Dienende, Schlüssel, Schloß, Riegel. Bei Hom. – a) der eigentliche Schlüssel; von Erz mit einem elfenbeinernen Griff Od. 21, 6; mit welchem der inwendig an der Thür angebrachte Riegel, ὀχεύς, beim Öffnen der Thür zurückgeschoben wurde; ἐν δὲ κληϊδ' ἧκε, sie steckte den Schlüssel in das Schlüsselloch, um die Thür zu öffnen, 21, 47; vgl. ἀνακόπτειν ὀχῆας, θύρετρα κληῗδι πλήσσειν, 21, 47. 50, θύρας οἰγνύναι, Il. 6, 89. – b) der Thorriegel, ein großer Ballen, der vor die Thorflügel geschoben wurde, ἐπιβλής, Il. 24, 453, vgl. 12, 456. 14, 168, u. der kleinere innere Thürriegel, der mit einem Riemen vorgezogen wurde u. so das Gemach von innen verschloß, Od. 4, 802. 838; ἐπιτείνειν κληϊδα ἱμάντι, 1, 442; θύρας κληῗδι κληΐσσαι, 21, 241. – c) der Haken an der Spange, περόνη, Od. 18, 294. – Pind. Ἁσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαϊδας ὑπερτάτα, P. 8, 3; auch mit kurzem ι, κλαΐδες, 9, 39; κλῇδας οἶδα δωμάτων Aesch. Eum. 791; auch ἀλλ' ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ φύλαξ, frg. 293; vgl. Soph. ὧν καὶ χρυσέα κλᾑς ἐπὶ γλώσσᾳ βέβακε προσπόλων Εὐμολπιδᾶν, von dem Stillschweigen, welches die Eumolpiden den Eingeweihten auflegen, O. C. 1055; χαλᾶτε κλῇδας Eur. Med. 1314; κλῇδες ἀνῆκαν θύρετρα Bacch. 448; übertr., καθαρὰν ἀνοίξαντι κληΐδα φρενῶν Med. 661; κλῇδας γάμου φυλάττει, von der Hera, der Vorsteherinn der Ehen, welche die Verbindung bewahrt, Ar. Thesm. 976; seltner in Prosa, κλεισίν Plat. Ax. 371 b. – 2) das Schlüsselbein, gleichsam der Schlüssel zwischen Hals od. Nacken u. Brust; κληὶς ἀποέργει αὐχένα τε στῆθός τε Il. 8, 325; ᾗ κληϊδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν 22, 324; κληϊδα παρ' ὦμον πλῆξε 5, 146; παῖσον ἐμᾶς ὑπὸ κλῃδός Soph. Trach. 1035; τὴν κλεῖν συνετράβην Andoc. 1, 61; τὴν κλεῖν κατεαγότα Dem. 18, 67; sonst gew. im plur., Arist. H. A. 3, 7 u. öfter; διήλασε παρὰ τὴν κλεῖδα διὰ τοῦ τραχήλου τὴν αἰχμήν Plut. Artaz. 9. – Am Thunfisch, Aristopho Ath. VII, 303 a 315 d. – 3) die Ruderbänke auf dem Schiffe, κληϊδες, welche die Schiffsseiten verbinden; κληΐδεσσιν ἐφήμενοι Od. 12, 215; πεντήκοντ' ἔσαν ἄνδρες ἐπὶ κληῗσιν ἐταῖροι Il. 16, 1 70; öfter in der Od. – 4) die wozu, ἐφ' ἁλμυρὰν πόντου κληῗδ' ἀπέραντον Eur. Med. 213.
French (Bailly abrégé)
κλειδός (ἡ) :
acc. κλεῖν, postér. κλεῖδα;
I. instrument pour fermer une porte :
1 verrou;
2 sorte de crochet pour soulever la barre (ὀχεύς) qui retenait la porte;
3 clef;
4 agrafe, particul. crochet d'une agrafe;
II. p. anal.
1 clavicule (os en forme de clef);
2 passe, détroit;
3 p. anal. avec le verrou d'une porte assujetti par une courroie banc de rameurs, auquel était fixée la rame au moyen d'une courroie.
Étymologie: cf. lat. clavis.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλείς κλειδός, ἡ, oud- Att. κλῄς κλῇδος, Dor. κλαΐς κλαΐδος; dat. plur. κλεισίν, ep. κληΐδεσσι sluitboom, grendel: van binnenuit:; ἐπὶ δὲ κληῖδ’ ἐτάνυσσεν ἱμάντι zij trok met een riempje de grendel aan Od. 1.442; ook van buitenaf:; τὴν κλεῖν ἐφέλκεται hij schuift de grendel ervoor Lys. 1.13; overdr.:; καθαρᾶν ἀνοίξαντα κλῇδα φρενῶν de grendel van zijn zuivere innerlijk wegschuivend Eur. Med. 661; sluiting (van een broche):. περόναι... κληῗσιν ἐϋγνάμπτοις... ἀραρυῖαι broches die met buigbare sluitingen bevestigd waren Od. 18.294. sleutel:; οἴξασα κληῖδι θύρας toen zij met de sleutel de deuren had geopend Il. 6.89; κλῇδας οἶδα δώματος ik weet de sleutels van zijn kamer Aeschl. Eum. 827; κλῇδές... ἀνῆκαν θύρετρ’ ἄνευ θνητῆς χερός sleutels openden deuren zonder hulp van een menselijke hand Eur. Ba. 448; overdr.: ἁλμυρὰν πόντου κλῇδ’ de zilten sleutel van de zee (Bosporus) Eur. Med. 212; κλῇδας γάμου de sleutels van het huwelijk Aristoph. Th. 976. sleutelbeen:. ᾗ κλῃῖδες ἀπ’ ὤμων αὐχέν’ ἔχουσιν waar de sleutelbeenderen de nek van de schouders scheiden Il. 22.324; τὴν κλεῖν συνετρίβην ik brak mijn sleutelbeen And. 1.61. van roeiboot, plur. dollen (waarin de roeiriemen draaien):. δησάμενοι ἐπὶ κληῖσιν ἐρετμά na de roeiriem aan de dollen bevestigd te hebben Od. 8.37; ἐπὶ κληῖσι καθίζειν aan de dollen (d.w.z. op de roeibanken) gaan zitten Od. 2.419.
Russian (Dvoretsky)
κλείς: κλειδός, атт. κλῄς, κλῃδός, эп.-ион. κληΐς, ῗδος ἡ (pl.: nom. κλεῖδες и κλεῖς, dat. κλεισίν, acc. κλεῖδας и κλεῖς)
1 засов, запор: κληῗδα ἐτάνυσσεν ἱμάντι Hom. (Эвриклея) стянула засов ремнем; χαλᾶν κλῇδας Eur. отпирать, отворять (дверь); καθαρὰν ἀνοῖξαι κλῇδα φρενῶν Eur. чистосердечно открыть (свою) душу;
2 ключ (κληῗδι θύρας οἰγνύναι Hom.; αἱ κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν NT);
3 застежка (sc. τῆς περόνης Hom.);
4 ключица: ᾗ κληῗδες ἀπ᾽ ὤμων αὐχέν᾽ ἔχουσιν Hom. (место), где ключицы отделяют шею от плеч;
5 pl. (поперечные) скамьи для гребцов: αὐτοὶ βάντες ἐπὶ κληῗσι κάθιζον Hom. они, взойдя (на корабль), сели за весла;
6 выход в открытое море, пролив (πόντου Eur.).
English (Strong)
from κλείω; a key (as shutting a lock), literally or figuratively: key.
English (Thayer)
κλειδός, accusative κλεῖδα and κλεῖν (κλεῖδας and κλείς (Winer's Grammar, 65 (63), cf. Buttmann, 24 (22); (WH's Appendix, p. 157)), ἡ (from Homer down); a key. Since the keeper of the keys has the power to open and to shut, the word κλείς is figuratively used in the N.T. to denote power and authority of various kinds (cf. B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Key) viz. τοῦ φρέατος, to open or unlock the pit, τῆς ἀβύσσου, to shut, τοῦ θανάτου καί τοῦ ᾅδου, the power to bring back into life from Hades and to leave there, τῆς γνώσεως, the ability and opportunity to obtain knowledge, τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν (see βασιλεία, 3e., p. 97b under the end), τοῦ Δαυίδ, the power of David (who is a type of the Messiah, the second David), i. e. of receiving into the Messiah's kingdom and of excluding from it, ἡ κλείς οἴκου Δαυίδ is given to the steward of the royal palace).
Greek Monolingual
η (AM κλείς, -δός, Α ιων. τ. κληΐς, -ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, -ΐδος και -ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, -ῇδος)
1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ' άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.)
2. το μεταξύ του άκρου του στέρνου και του ακρωμίου της ωμοπλάτης σιγμοειδές οστό, κν. κλειδοκόκαλο («ἐπὶ πωλίον... ἀναβὰς ἔπεσον καὶ τὴν κλεῖν συνετρίβην», Ανδοκ.)
3. μτφ. το βασικό μέσο για τη λύση ή ερμηνεία ενός δυσνόητου προβλήματος ή αινιγματικού συγγράμματος ή συστήματος συνθηματικών συμβόλων, άγνωστης γραφής κ.λπ. («ανεκάλυψαν την κλείδα της Γραμμικής γραφής Β'»)
4. αρχιτ. μεσαίος σφηνόλιθος ή θολόλιθος επίπεδης ή καμπύλης αψίδας ή θόλου, αλλ. ακροσφήνιο
νεοελλ.
τηλεπ. μικρός διακόπτης ασθενών ρευμάτων, ο οποίος φέρει ως στοιχεία ζεύξης μεταλλικά ελάσματα που διακόπτουν ή αποκαθιστούν τη λειτουργία διαφόρων τηλεπικοινωνιακών κυκλωμάτων με τη βοήθεια κομβίου ή μικρού μοχλού
αρχ.
1. μοχλός με τον οποίο έκλειναν από μέσα τη θύρα, σύρτης, αμπάρα («ἐς θάλαμον εἰσῆλθε παρά κληῖδος ἱμάντα», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. καθετί που θέτει φραγμό, ασφαλίζει και προστατεύει (α. «ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶγλώσσῃ» — έχω φραγμό στη γλώσσα, σιωπώ, Αισχύλ.
β. «ἀνοίξαντα κλῇδα φρενῶν», Ευρ.
γ. «ᾔρατε τήν κλεῖδα τῆς γνώσεως», ΚΔ)
3. στρογγυλό άγκιστρο ή γλωσσίδα της πόρπης
4. η σάρκα του ψαριού θύννος γύρω από το ομώνυμο οστό («τὰ δὲ ὑπογάστρια αὐτοῦ και ἡ κλεὶς εὔστομα και ἁπαλά», Αθήν.)
5. η θέση, το κάθισμα τών κωπηλατών σε πλοίο ή, κατ' άλλους, ο σκαρμός τών κουπιών («πεντήκοντ' ἔσαν ἄνδρες ἐπὶ κληῗσιν», Ομ. Ιλ.)
6. μτφ. στενή διάβαση ή καίρια θέση που, εάν τήν κατέχει κάποιος, μπορεί να εμποδίσει το πέρασμα άλλων («μῆκος δὲ ἀπὸ τῶν κλειδῶν ἐπὶ τὸν Ἀκάμαντα πεζῇ σταδίων χιλίων», Στράβ.)
7. (στη μετρική) ρυθμός, ευφωνία
8. στον πληθ. αἱ κλεῖδες
ιερά στεφάνια
9. (κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες «κλεῖδα
ὑποδήματος εἴδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα klāu- με ονοματική σημ. «άγκιστρο, διχαλωτό κλαδί» και ρηματική σημ. «αγκιστρώνω, κλείνω». Στην Ελληνική, η ρίζα εμφανίζει δύο παρεκτεταμένα θ. σε -ι-, κλᾱF-ι-δ- και κλᾱF-ι-κ (πρβλ. κνημ-ι-δ- του κνήμη, χειρ-ι-δ- του χείρ). Από το θ. κλᾱF-ι-δ προέκυψε το κλῃίς (< κλᾱF-ι-δ-ς), αρχαιότερος τ., ενώ το κλείς είναι νεώτερο και σχηματίστηκε βάσει του νόμου του Osthoff (βράχυνση μακρού φωνήεντος προ ημιφώνου και συμφώνου). Από το θ. κλᾶF-ι-κ- προέκυψε ο τ. κλᾴξ (< κλᾱF-ι-κ-ς). Η αιτ. εν. της αττ. διαλέκτου κλεῖν ερμηνεύεται ως αναλογικός τ. προς τύπους όπως το ναῦν. Το παρεκτεταμένο θ. σε -ι- έδωσε πιθ. και το μετονοματικό ρ. κληίω (αργότερα κλείω). Κατ' άλλη άποψη, το κληίω είναι υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. ἐκλήισ(σ)α του μετονοματικού κλῄζω (ΙΙ) «κλείνω», που ανάγεται στο παρεκτεταμένο θ. κλᾱF-ι-δ- (κλήζω [ΙΙ] < κλᾱF-ι-δ-yω). Έτσι, όμως, το κλήζω (ΙΙ) θεωρείται αρχαίος τ., ενώ στα κείμενα απαντά σε συγγραφείς πολύ μεταγενέστερους από εκείνους που χρησιμοποιούν τα κληίω / κλείω. Επακριβής αντιστοιχία στη μορφή της ρίζας υπάρχει με τον λατ. τ. clavos «καρφί, σύρτης», ενώ το clavis «σύρτης, κλειδί» δεν αποκλείεται να αποτελεί δάνειο της Λατινικής από την Ελληνική. Παρομοίως, το αρχ. ιρλδ. clō «καρφί» με πληθ. clōi δεν αποκλείεται να αποτελεί δάνειο της Κελτικής από τη Λατινική. Με τη λ. συνδέονται και ορισμένοι σλαβικοί τ., όπως το αρχ. σλαβ. ključi «κλειδί» ή το σερβικό kljuka «κλειδί, άγκιστρο», τών οποίων όμως ο φωνηεντισμός συνεπάγεται μια δεύτερη μορφή kleu- της ΙΕ ρίζας. Τέλος, οι τ. της Γερμανικής, όπως το αρχ. άνω γερμανικό sliozan «κλείνω» και τα σύγχρονα schliessen «κλείνω», Schlussel «κλειδί» οδήγησαν στην υπόθεση μιας ΙΕ ρίζας (s)kl- με «κινητό» αρκτικό s-.
ΠΑΡ. κλειδάς, κλειδί(ον), κλειδώ, κλείω
νεοελλ.
κλειδικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κλεδοποιός, κλειδούχος, κλειδοφύλαξ
αρχ.
κλειδαγωγία, κλειδάρχης, κλειδουχικός, κλειδουχώ, κλειδοφορία, κλειδοφόρος, κλειδοφορώ, κλειδοφυλάκιον, κλειδοφυλακώ
νεοελλ.
κλειδάριθμος, κλειδοκέρας, κλειδοκόκαλο, κλειδοκυμβαλιστής, κλειδοκύμβαλο, κλειδοποιία, κλειδοσάλπιγγα, κλειδόχορδο. (Β' συνθετικό) κατακλείδα(-είς)].
Greek Monotonic
κλείς: ἡ, γεν. κλειδός· Αττ. αιτ. κλεῖν, έπειτα κλεῖδα· πληθ. κλεῖδες, κλεῖδας, συνηρ. κλεῖς, δοτ. κλεισίν· Ιων. κληΐς, κληῗδος, κληῗδα κ.λπ.· Δωρ. κλᾱΐς, κλαΐδος· αρχ. Αττ. κλῄς, κλῃδός, αιτ. κλῇδα· (κλείω)·
I. αυτό που εξυπηρετεί στο κλείσιμο·
1. μοχλός ή μάνταλο, σύρτης, που σύρεται έξω ή μέσα με λουκέτο ή ιμάντα (ἱμάς), σε Όμηρ.
2. κλειδί ή καλύτερα είδος γάντζου ή άγκιστρου, μέσω του οποίου σφαλιζόταν ή απασφαλιζόταν απέξω η αμπάρα, στον ίδ.
3. κλειδί (άγνωστο στον Όμηρ.), σε Αισχύλ., Ευρ.
4. μεταφ., Ἁσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων κλαῗδας ἔχοισα, σε Πίνδ.· κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε, επιβεβλημένη ησυχία, σε Σοφ.· ομοίως, καθαρὰν ἀνοῖξαι κλῇδα φρενῶν, σε Ευρ.
II. άγκιστρο ή γλώσσα πόρπης, αγκράφας, σε Ομήρ. Οδ.
III. κλείδα ώμου, που ονομάστηκε έτσι, επειδή «κλειδώνει» το λαιμό και τον θώρακα μαζί, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.
IV. κωπηλατικός πάγκος, ο οποίος κλείδωνε μαζί τις πλευρές του πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.
V. πορθμός θάλασσας, χαμηλή νησίδα, ξέρα μιας χώρας, σε Ηρόδ.· στενό, ισθμός, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κλείς: ἡ, γεν. κλειδός· Ἀττ. αἰτ. κλεῖν, (ἴδε κατωτ. Ι. 3, ΙΙΙ), μεταγεν. κλεῖδα Ἀνθ. Π. 6. 306, Πλουτ. Ἀρτοξ. 9· πληθ. κλεῖδες, κλεῖδας, συνῃρ. κλεῖς, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ, δοτ. κλεισὶν Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β· ― Ἰων. κληΐς, κληῗδος, κληῗδα, κτλ.· (παρ’ Ὁμ. μόνον ὁ Ἰων. τύπος ἐν χρήσει)· ― Δωρ. κλᾱΐς, κλαΐδος ῐ παρὰ Σιμων. 82, Πινδ. Π. 9. 69· Ἀττ. κλαῖδα ἢ κλᾷδα Καλλ. εἰς Δήμητρ. 45· ἴδε κλᾴξ· ― ἀρχ. Ἀττ. κλῄς, κλῇδος, αἰτιατ. κλῇδα (οὐδέποτε κλῇν). Εὐρ. Μήδ. 212, 661· κλεῖς καὶ κλῇς εὕρηνται ἐν ταῖς αὐταῖς Ἀττ. ἐπιγραφ., Ἐπιγραφ. τοῦ Βρετταν. Μουσείου 32. 44 καὶ 47. (Πιθαν. ἐν τῆς √ΚΛΑϜ ἢ μᾶλλον ΣΚΛΑϜ· πρβλ. Λατ. clau-do, clav-is, πρὸς τὸ Ἀρχ. Γερμ. stiuzu (schliessen) ἐντεῦθεν καὶ τὰ κλείω, κλοιός). Κυρίως, ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς κλεῖσιν· διὸ παρ’ Ὁμ., 1) = τῷ βραδύτερον ἐν χρήσει κλεῖθρον, μοχλός τις, ὡς εἶναι κατ’ ἀνάγκην ἐν Ἰλ. Ξ. 168, ἔνθα ἡ Ἥρα ἐντὸς οὖσα τοῦ κοιτῶνος, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν κληῖδι κρυπτῇ· καὶ ἐν τοῖς ἑπομένοις χωρίοις ἔνθα σύρεται καὶ ἀποσύρεται δι’ ἱμάντος («λωρίου»), Ὀδ. Δ. 802, πρβλ. 838· ἐπὶ δὲ κληῖδ’ ἐτάνυσσεν ἱμάντι Α. 442· θύρας ἐπιτέλλομαι αὐλῆς κληῖσαι κληῖδι Φ. 241· πρβλ. εὐκλήις. 2) κλειδίον, ἢ μᾶλλον ἄγκιστρόν τι ὅπερ διήρχετο διά τινος ὀπῆς τῆς θύρας ἔξωθεν καὶ ἐλάμβανε τὸ λωρίον (ἱμάντα) ἢ ἐξέχον τι μέρος τοῦ μοχλοῦ (τὸν ὀχέα), ὅπως βάλῃ αὐτὰ εἰς τὴν θέσιν των ἢ ἀποσύρῃ αὐτά. Ἡ Πηνελόπη παρίσταται ἔχουσα κλεῖδα ἐκ χαλκοῦ μετὰ λαβῆς ἐξ ἐλέφαντος, Ὀδ. Φ. 6, ἣν οὕτω μεταχειρίζεται, ἐν δὲ κληῖδ’ ἧκε, θυρέων δ’ ἀνέκοπτεν ὀχῆας, ἄντα τιτυσκομένη αὐτόθι 47, πρβλ. 50· οὕτως, οἴξασα κληῖδι θύρας Ἰλ. Ζ. 89. Οἱ μοχλοὶ ἦσαν δύο συνήθως, ὧν ὁ μὲν ἦτο προσηλωμένος εἰς τὴν θύραν, ὁ δὲ ἕτερος εἰς τὸν παραστάτην τῆς θύρας (διὸ καλοῦνται καὶ ἐπημοιβοί, ὁ εἷς δηλ. ἐπὶ τοῦ ἄλλου), δοιοὶ δ’ ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, μία δὲ κληῒς ἐπαρήρει Ἰλ. Μ. 456· ἀλλ’ εἰς τὰς πύλας εἷς μόνος βαρὺς μοχλὸς ἦτο ἐν χρήσει (ἔνθα ἀντιτίθεται πρὸς τὸν ξύλινον μοχλὸν τῆς θύρας, τὸν ἐπιβλῆτα), Ω. 453. 3) μεθ’ Ὅμηρον, ἡ κυρίως κλεὶς (ἄγνωστος τῷ Ὁμήρῳ διότι ἐν Ὀδ. Θ. 443, τὸ κιβώτιον ἀσφαλίζεται διὰ δεσμοῦ τινος), τὴν κλεῖν ἐφέλκεται Λυσ. 92. 44, κτλ.· κλεῖν παρακλείδιον, «παρακλεῖδι», Πλάτ. Κωμ. ἐν «Μετοίκοις» 1· ― οὕτως ἐν τῷ πληθ., κλῇδας οἶδα δώματος Αἰσχύλ. Εὐμ. 827, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 448· ― τὸ κυρίως κλειδίον φαίνεται ὅτι ἦτο Λακωνικὴ ἐφεύρεσις, Λακωνικὴ κλεὶς Μένανδρ. ἐν «Μισουμένῳ» 12, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ, ἐν τέλ.· πρβλ. ὡσαύτως βάλανος ΙΙ. 3. 4) μεταφορ., Ἁσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων κλαῗδας ἔχοισα Πινδ. Π. 8. 4, πρβλ. 9. 69· ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ, ἐπὶ σιγῆς (πρβλ. βοῦς IV), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 307, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1052· οὕτω, καθαρὰν ἀνοῖξαι κλῇδα φρενῶν Εὐρ. Μήδ. 661· κλῇδας γάμου φυλάττει, ἐπὶ τῆς Ἥρας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 976· πρβλ. κλειδοῦχος. ΙΙ. τὸ ἄγκιστρον ἢ ἡ γλωττὶς πόρπης, Ὀδ. Σ. 294. ΙΙΙ. ἡ κλεὶς τοῦ ὤμου, τὸ «κλειδοκόκκαλον», Λατ. jugulum (παρὰ τοῖς νεωτέροις ἀνατομικοῖς clavicula), καλούμενον οὕτως ὡς συνάπτον τὸν τράχηλον μετὰ τοῦ στέρνου (πρβλ. σφαγὴ ἐν τέλ.), Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), ὅθι κληὶς ἀποέργει αὐχένα τε στῆθός τε Θ. 325· ἀπὸ δ’ αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ’ ἀπὸ νώτου Ε. 147· ἐν τῷ πληθ., ᾗ κληῖδες ἀπ’ ὤμων αὐχέν’ ἔχουσιν Χ. 324· πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, π. Ἄρθ. 790· παῖσον ἐμᾶς ὑπὸ κλῇδος Σοφ. Τρ. 1035· τὴν κλεῖν συνετρίβην Ἀνδοκ. 9. 5· τὴν κλεῖν κατεαγὼς Δημ. 247. 11· ― ἐν τῷ πληθ., τὰ πλάγια καὶ τὰς κλεῖδας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 7· αἱ κλεῖς καὶ αἱ πλευραί, ἐπὶ τοῦ κροκοδείλου, αὐτόθι 3. 7, 5· κλεῖδες ὀπταί, ὀπταὶ κλεῖδες («πλατάρια») τοῦ θύννου, θεωρούμεναι ὡς ἄριστον ἔδεσμα (ἀλλὰ μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημασίας Ι. 3 τῆς λέξ. ὀπτός, ὁραταὶ κλεῖδες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κρυπταὶ κλεῖδες τῶν Λακώνων), Ἀριστοφῶν ἐν «Πειρίθῳ» 1· ὡσαύτως κλειδία παρ’ Ἀθην. 315D. IV. κάθισμα τῶν ἐρετῶν ἐν πλοίῳ, συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ., ἀείποτε κατὰ πληθυντ., ἄλλοι ἑρμηνεύουσιν: ἐκάθισαν πλησίον τῶν σκαρμῶν, δηλ.: «ἐκάθισαν εἰς τὸ κουπὶ» ὡς νῦν λέγομεν, ἐπὶ κληῖσι καθίζειν Ὀδ. Β. 419, κτλ.· κληίδεσσιν ἐφήμενοι Μ. 215· ἐν τῇ Ἰλ. μόνον Π. 170, πεντήκοντ’ ἔσαν ἄνδρες ἐπὶ κληῖσιν· ― ἐν Ὀδ. Θ. 37, δησάμενοι... ἐπὶ κληῖσιν ἐρετμά, δηλ. δήσαντες τὰς κώπας εἰς τοὺς σκαρμούς, δηλ. ἑτοιμάσαντες αὐτὰς πρὸς ἀπόπλουν. V. πορθμὸς θαλάσσης, πόντου κλῇδ’ ἀπέραντον, δηλ. τὸν Θρᾳκικὸν Βόσπορον, Εὐρ. Μήδ. 213.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: bar, bolt (sec. rowing bench, Leumann Hom. Wörter 209), hook, key, collar bone (Il.).
Other forms: κλειδός, κλεῖν (late κλεῖδα), older κλῄς, κλῃδός, κλῃ̃δα (on the notation Schwyzer 201f.), ep. Ion. κληΐς, -ῖδος, -ῖδα, Dor. κλαΐς, -ῖδος beside -ίδος (Simon., Pi.; Aeol.?, cf. Schwyzer 465), besides κλᾳξ (Theoc.), κλαικος, -κα (Epid., Mess.)
Dialectal forms: Myc.. karawiporo = κλαϜι-φόρος
Compounds: Compp., e. g. κλειδ-οῦχος (κλῃδ-) m. f. key-holder (inscr.), κατα-κλείς, -κληΐς lock, case, quiver (Att.; from κατα-κλείω);
Derivatives: Diminut. κλειδίον (Ar., Arist.); κλειδᾶς m. lock-smith (pap., inscr., Empire); late denomin. κλειδόω (Smyrna, pap.) with κλείδωσις (sch.), -ωμα (Suid.). - Old denomin. κλείω, Oldatt. κλῄω, Ion. κληΐω (Hdt.), late κλῄζω (Hymn. Is., AP), Theoc. κλᾳζω, aor. ep. Ion. κληϊ̃σαι, κληΐσσαι (Od.), Oldatt. κλῃ̃σαι, Att. κλεῖσαι, pass. κληϊσθῆναι, κλῃσθῆναι, κλεισθῆναι (Ion. resp. Att.), κλᾳσθῆναι (Theoc.), fut. κλῄσω (Th.), κλείσω, perf. κέκλῃκα (Ar.), κέκλεικα (hell.), midd. κέκλῃμαι (-ήϊμαι), κέκλειμαι, Dor. κέκλᾳνται (Epich.); after it Dor. aor. (κλαΐξαι) κλᾳ̃ξαι, pass. κλαιχθείς, fut. κλᾳξῶ (Theoc., Rhod.), backformed present ποτι-κλᾳγω (Heracl.), often with prefix, esp. ἀπο-, κατα-, συν-, shut, block. From there κλήϊθρον, κλῃ̃θρον, κλεῖθρον, κλᾳ̃θρον lock, block (IA. h. Merc. 146, Dor.) with κλειθρίον (Hero), κλειθρία key-hole (Luc.; cf. Scheller Oxytonierung 54), κλάϊστρον (Pi.), κλεῖστρον (Luc.) lock, κλῃ̃σις, κλεῖσις (Th., Aen. Tact.), κλεῖσμα, κλεισμός (hell.; also ἀπόκλῃσις etc. from ἀπο-κλείω etc.); verbal adj. κληϊστός, κλῃστός, κλειστός (ep. IA.), κλαικτός (κλᾳκτός) what can be locked (Argiv., Mess.). - On κλεισίον s. κλίνω.
Origin: IE [Indo-European] [604 partly] *kleh₂-u- lock
Etymology: Ion. Att. κλη(Ϝ)ι-δ- and Dor. κλα(Ϝ)ι-κ- are dental- resp. velar enlargements of an ι-stem, which can still be seen in κληΐω. (Diff. Debrunner Mus. Helv. 3, 45ff.: κληΐω backformation from κληι̃̈̈(δ)-σαι, from κληϊδ-, cf. κληϊσ-τός). Att. κλεῖν can be easily explained (with Debrunner l. c.; also Schulze Kl. Schr. 419) as analogical to κλείς (ναῦς: ναῦν a. o.). The ι-stem is based on a noun *κλαϜ(-ο)- like e. g. κνημί-δ- on κνήμη, χειρί-δ- on χείρ (Schwyzer 465, Chantraine Formation 346f.). - An exact agreement of the basic word can be found in Lat. clāvus nail, pin, beside which, with the same meaning as the derived κληΐς, clāvis key, block; because of the semantic identity a loan from Greek has been considered, cf. Ernout-Meillet s. v. and (rejecting) W.-Hofmann 1, 230. (But clātrī pl. lattice-work from pl. Dor. κλᾳ̃θρα). Further there is a Celtic word, e. g. OIr. clō, pl. clōi nail (Lat. LW [loanword]?). Slavic has a few words with an eu-diphthong, IE. *klēu-, e. g. OCS a. Russ. ključь key, SCr. kljȕka hook, ey, clamp. - The original meaning of the word was prob. nail, pin, hook, instruments, of old use for locking doors. - More forms in Pok. 604f., W.-Hofmann s. claudō, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kliū́ti.
Middle Liddell
κλείς, ίδος κλείω
I. that which serves for closing:
1. a bar or bolt, drawn or undrawn by a latch or thong (ἱμάσ), Hom.
2. a key, or rather a kind of catch or hook, by which the bar (ὀχεύσ) was shot or unshot from the outside, Hom.
3. a key (unknown to Hom.), Aesch., Eur.
4. metaph., Ἁσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων κλαῖδας ἔχοισα Pind.; κλῇς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε, of enforced silence, Soph.; so, καθαρὰν ἀνοῖξαι κλῇδα φρενῶν Eur.
II. the hook or tongue of a clasp, Od.
III. the collar-bone, so called because it locks the neck and breast together Il., Soph., etc.
IV. a rowing bench, which locked the sides of the ship together, Od.
V. a narrow pass, "the key" of a country, Hdt.; a strait, Eur.
Frisk Etymology German
κλείς: κλειδός, κλεῖν
{kleís}
Forms: (spät κλεῖδα), älter κλῄς, κλῃδός, κλῇδα (zur Schreibung Schwyzer 201f.), ep. ion. κληΐς, -ῖδος, -ῖδα, dor. κλαΐς, -ῖδος neben -ίδος (Simon., Pi.; äol.?, vgl. Schwyzer 465), daneben κλᾴξ (Theok.), κλαικος, -κα (epid., mess.)
Grammar: f.
Meaning: Pflock, Ruderpflock (sekund. Ruderbank, Leumann Hom. Wörter 209), Querriegel, Haken, Schlüssel, Schlüsselbein (seit Il.).
Composita: Kompp., z. B. κλειδοῦχος (κλῃδ-) m. f. ‘Schlüsselhalter(in), Vorsteher(in)’ (poet., Inschr. u. a.), κατακλείς, -κληΐς Schloß, Verschluß, Schrein, Futteral (att. usw.; von κατακλείω); myk. ka-ra-wi-po-ro = κλαϝιφόρος?
Derivative: Ableitungen: Deminutivum κλειδίον (Ar., Arist. usw.); κλειδᾶς m. Schlosser (Pap., Inschr., Kaiserzeit); spätes Denominativum κλειδόω (Smyrna, Pap.) mit κλείδωσις (Sch.), -ωμα (Suid.). — Altes Denominativum κλείω, altatt. κλῄω, ion. κληΐω (Hdt.), späte Dichter κλῄζω (Hymn. Is., AP), Theok. κλᾴζω, Aor. ep. ion. κληϊ̃σαι, κληΐσσαι (seit Od.), altatt. κλῇσαι, att. κλεῖσαι, Pass. κληϊσθῆναι, κλῃσθῆναι, κλεισθῆναι (ion. bzw. att.), κλᾳσθῆναι (Theok.), Fut. κλῄσω (Th.), κλείσω, Perf. κέκλῃκα (Ar.), κέκλεικα (hell. u. spät), Med. κέκλῃμαι (-ήϊμαι), κέκλειμαι, dor. κέκλᾳνται (Epich.); daneben dor. Aor. (κλαΐξαι) κλᾷξαι, Pass. κλαιχθείς, Fut. κλᾳξῶ (Theok., rhod. u. a.), rückgebildetes Präsens ποτικλᾴγω (herakl.), oft mit Präfix, bes. ἀπο-, κατα-, >συν-, schließen, verschließen, verriegeln, sperren. Davon κλήϊθρον, κλῇθρον, κλεῖθρον, κλᾷθρον Verschluß, Riegel, Hafensperre (ion. att. seit h. Merc. 146, dor.) mit κλειθρίον (Hero), κλειθρία Schlüsselloch (Luk.; vgl. Scheller Oxytonierung 54), κλάϊστρον (Pi.), κλεῖστρον (Luk. u. a.) Verschluß, κλῇσις, κλεῖσις (Th., Aen. Tact.), κλεῖσμα, κλεισμός (hell. u. spät; auch ἀπόκλῃσις usw. von den präfigierten ἀποκλείω usw.) das Verschließen; Verbaladj. κληϊστός, κλῃστός, κλειστός (ep. ion. bzw. att.), κλαικτός (κλᾳκτός) verschließbar (argiv., mess.). — Zu κλεισίον s. κλίνω.
Etymology: Ion. att. κλη(ϝ)ι-δ- und dor. κλα(ϝ)ι-κ- sind Dental- bzw. Gutturalerweiterungen eines ι-Stammes, der in κληΐω noch zu verspüren ist. (Anders Debrunner Mus. Helv. 3, 45ff.: κληΐω Rückbildung aus κληϊ̃(δ)-σαι, von κληϊ̄δ-, vgl. κληϊστός). Dagegen erklärt sich att. κλεῖν ungesucht (mit Debrunner a. a. O.; auch Schulze Kl. Schr. 419) als Analogiebildung zu κλείς (ναῦς: ναῦν u. a.). Der ι-Stamm geht seinerseits von einem Nomen *κλαϝ(-ο)- o. ä. aus wie z. B. κνημί̄-δ- von κνήμη, χειρί̄-δ- von χείρ (Schwyzer 465, Chantraine Formation 346f.). — Eine genaue Entsprechung zum Grundwort kann in lat. clāvus Nagel, Pflock vorliegen, woneben, mit derselben Bedeutung wie das abgeleitete κληΐς, clāvis Schlüssel, Riegel; wegen der semantischen Identität ist Entlehnung aus dem Griechischen erwogen worden, vgl. Ernout-Meillet s. v. und (ablehnend) W.-Hofmann 1, 230. (Dagegen clātrī pl. Gitterwerk aus pl. dor. κλᾷθρα). Hinzu kommt noch ein keltisches Wort, z. B. air. clō, pl. clōi Nagel (lat. LW?). Diesen Bildungen stehen im Slavischen einige Wörter gegenüber, die einen eu-Diphthong, idg. qlē̆u-, voraussetzen, z. B. aksl. u. russ. ključь Schlüssel, skr. kljȕka Haken, Schlüssel, Klammer. Ein weiteres Problem bieten wegen des abweichenden Anlauts die germ. Wörter für ‘schließen, Schlüssel’, z. B. ahd. sliozan, sluzzil, die unter Annahme eines ursprünglichen sql- (mit "beweglichem" s- und Wegfall des k-Lautes [?]) hierhergezogen werden. — Die ursprüngliche Bedeutung des Wortes war wohl Nagel, Pflock, Haken o. ä., Geräte, die seit alters zum Verschluß der Türe verwandt worden sind. — Eine Fülle weiterer Formen, z. T. von zweifelhafter Zugehörigkeit, bei WP. 1, 492ff., Pok. 604f., W.-Hofmann s. claudō, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kliū́ti ‘hängenbleiben, anstoßen, hindern, in etwas geraten’; daselbst auch weitere Lit.
Page 1,867-868
Chinese
原文音譯:kle⋯j 克累士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:鎖(者) 相當於: (מַפְתֵּחַ)
字義溯源:鑰匙;源自(κλείω)*=關)。鑰匙這字在新約用了六次,每一次都是象徵的說法。這鑰匙,特別是( 太16:19)所說的天國的鑰匙,到底是表明甚麼,歷代解經家有許多的說法。一般的說,主將鑰匙交給誰,就是示意把權柄託付給誰。其實,真正打開天國的通路的,乃是主自己( 啓3:7)
出現次數:總共(6);太(1);路(1);啓(4)
譯字彙編:
1) 鑰匙(6) 太16:19; 路11:52; 啓1:18; 啓3:7; 啓9:1; 啓20:1
Mantoulidis Etymological
καί ἰων. κληίς (=κλειδί). Ἀπό τό κλείω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ἡ 1 llave símbolo de Hécate-Selene P IV 2335 P LXX 10 símbolo de Mene P VII 785 2 «Llave» de Moisés libro citado en varias ocasiones εὑρήσεις δὲ καὶ τοὺς ὡρογενεῖς καὶ τοὺς ἡμερησίους ... ἐν τῇ Κλειδὶ τῇ Μοϋσέως encontrarás también a los dioses que presiden la semana y a los que presiden los días en la «Llave de Moisés» P XIII 382 P XIII 31 P XIII 36 P XIII 60 P XIII 229 P XIII 432 P XIII 737
Translations
clavicle
Afrikaans: sleutelbeen; Arabic: تَرْقُوَة; Egyptian Arabic: ترقوة; Armenian: անրակ; Old Armenian: անրակ, անդրակ; Assamese: কাচিহাড়; Asturian: clavícula; Aymara: qhiwi ch'aka; Azerbaijani: körpücük sümüyü; Bashkir: умрау, умрау һөйәге; Basque: lepauztai; Bikol Central: baliwang; Breton: ibil-skoaz; Bulgarian: ключица; Burmese: ညှပ်ရို; Catalan: clavícula; Cebuano: balikhaw; Central Melanau: tuleang bagei; Chechen: динбухка; Chinese Mandarin: 鎖骨, 锁骨; Crimean Tatar: köprüçik kemigi; Czech: klíční kost; Danish: kraveben, nøgleben; Dhivehi: ކޮނޑުކަށި; Dutch: sleutelbeen; Erzya: мештеловажа; Esperanto: klaviklo; Estonian: rangluu; Evenki: ороко̄н, комурган, гэмургэн; Faroese: óstbein; Finnish: solisluu; French: clavicule; Galician: clavícula; Georgian: ლავიწი; German: Schlüsselbein; Klavikula, Clavicula; Greek: κλείδα; Ancient Greek: κλείς; Gujarati: હાંસડી; Hebrew: עצם הבריח; Hindi: हंसली; Hungarian: kulcscsont; Iban: tulang banga; Icelandic: viðbein; Ido: klavikulo; Indonesian: tulang selangka, tulang cenak, klavikula; Irish: dealrachán, branra brád, cnámh smiolgadáin; Italian: clavicola; Japanese: 鎖骨; Javanese: ꦧꦭꦸꦁꦱꦼꦭꦁꦏ; Kalmyk: күңкрг, товчлур; Kazakh: бұғана; Korean: 쇄골, 빗장뼈; Kurdish Northern Kurdish: pirika mil; Latin: clavicula, iugulum; Macedonian: клучна коска; Malagasy: taolampanavy; Malay: tulang selangka, klavikel, tulang cenak; Manchu: ᠠᠯᠠᠵᠠᠨ; Maori: ā, āhei; Mongolian: эгэм; Navajo: atʼog; Old English: wiþobān; Ossetian: бӕхбӕттӕн; Polish: obojczyk; Portuguese: clavícula; Romanian: claviculă; Russian: ключица; Scots: hausebane; Scottish Gaelic: cnàimh an uga; Serbo-Croatian: ključnjača; Slovene: ključnica; Spanish: clavícula; Swahili: mtulinga; Swedish: nyckelben; Tagalog: balagat; Tamil: காறை எலும்பு; Telugu: జత్రుక, జత్రువు; Thai: กระดูกไหปลาร้า; Turkish: köprücük kemiği; Ukrainian: ключиця; Vietnamese: xương đòn, xương quai xanh; Volapük: klavikul; Waray-Waray: balawak; Welsh: pont ysgwydd