μικρός: Difference between revisions
(5) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῑκρός:''' και σμῑκρός, -ά, -όν, Δωρ. [[μικκός]] (βλ. αυτ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μικρός]], [[μικροκαμωμένος]], από [[άποψη]] μεγέθους, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, από [[άποψη]] ποσότητας, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως προς το βαθμό ή τη [[σπουδαιότητα]], [[μικρός]], [[ασήμαντος]], κοινότοπος, [[ισχνός]], σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· <i>σμικρὸς τίθησί με</i>, με θεωρεί μικρής αξίας, σε Σοφ.· <i>οὐ σμικρὸν φρονεῖ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[βραχύς]], [[σύντομος]], σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἐν σμικρῷ</i> (ενν. <i>χρόνῳ</i>), [[σύντομα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επιρρ. χρήσεις,<br /><b class="num">1.</b> ως ομαλό επίρρ., [[σμικρῶς]], [[απλώς]] σε μικρή [[έκταση]], [[διάρκεια]], [[ποσότητα]], αξία, κ.λπ., υπερθ. <i>σμικρότατα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>σμικροῦ</i> ή <i>μικροῦ</i>, παρ' ολίγο, [[σχεδόν]], στον ίδ., σε Δημ.· πλήρως, μικροῦ [[δεῖ]] ή [[δεῖν]], βλ. [[δεῖ]] II· [[αλλά]], μικροῦ [[πρίασθαι]], [[αγοράζω]] αντί μικρού ποσού, φθηνά, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> <i>μικρῷ</i>, λίγο, με συγκρ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> <i>[[μικρόν]]</i> και <i>μικρά</i>, λίγο, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> με πρόθ., <b>α)</b> <i>ἐπὶ σμικρόν</i>, για λίγο, σε Σοφ. <b>β)</b> <i>κατὰ [[μικρόν]]</i>, σε μικρά κομμάτια, σε Ξεν.· ομοίως, <i>κατὰ μικρὰ γενόμενοι</i>, στον ίδ.· επίσης, λίγο-λίγο, κατὰ μικρὸν [[ἀεί]], σε Αριστοφ. <b>γ)</b> <i>παρὰ [[μικρόν]]</i>, παρ' ολίγο, παρὰ μικρὸν [[ἐλθεῖν]], με απαρ., είμαι στο [[πάρα]] [[πέντε]] να κάνω [[κάτι]], σε Ευρ. <b>δ)</b> [[μετὰ]] [[μικρόν]], λίγο αργότερα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b>[[εκτός]] από τον ομαλό συγκρ. και υπερθ. <i>[[μικρότερος]]</i>, <i>-ότατος</i>, υπάρχουν οι ανώμ. [[ἐλάσσων]], [[ἐλάχιστος]], από το [[ἐλαχύς]], και [[μείων]] ή [[μειότερος]], [[μειότατος]]. | |lsmtext='''μῑκρός:''' και σμῑκρός, -ά, -όν, Δωρ. [[μικκός]] (βλ. αυτ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μικρός]], [[μικροκαμωμένος]], από [[άποψη]] μεγέθους, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, από [[άποψη]] ποσότητας, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως προς το βαθμό ή τη [[σπουδαιότητα]], [[μικρός]], [[ασήμαντος]], κοινότοπος, [[ισχνός]], σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· <i>σμικρὸς τίθησί με</i>, με θεωρεί μικρής αξίας, σε Σοφ.· <i>οὐ σμικρὸν φρονεῖ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[βραχύς]], [[σύντομος]], σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἐν σμικρῷ</i> (ενν. <i>χρόνῳ</i>), [[σύντομα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επιρρ. χρήσεις,<br /><b class="num">1.</b> ως ομαλό επίρρ., [[σμικρῶς]], [[απλώς]] σε μικρή [[έκταση]], [[διάρκεια]], [[ποσότητα]], αξία, κ.λπ., υπερθ. <i>σμικρότατα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>σμικροῦ</i> ή <i>μικροῦ</i>, παρ' ολίγο, [[σχεδόν]], στον ίδ., σε Δημ.· πλήρως, μικροῦ [[δεῖ]] ή [[δεῖν]], βλ. [[δεῖ]] II· [[αλλά]], μικροῦ [[πρίασθαι]], [[αγοράζω]] αντί μικρού ποσού, φθηνά, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> <i>μικρῷ</i>, λίγο, με συγκρ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> <i>[[μικρόν]]</i> και <i>μικρά</i>, λίγο, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> με πρόθ., <b>α)</b> <i>ἐπὶ σμικρόν</i>, για λίγο, σε Σοφ. <b>β)</b> <i>κατὰ [[μικρόν]]</i>, σε μικρά κομμάτια, σε Ξεν.· ομοίως, <i>κατὰ μικρὰ γενόμενοι</i>, στον ίδ.· επίσης, λίγο-λίγο, κατὰ μικρὸν [[ἀεί]], σε Αριστοφ. <b>γ)</b> <i>παρὰ [[μικρόν]]</i>, παρ' ολίγο, παρὰ μικρὸν [[ἐλθεῖν]], με απαρ., είμαι στο [[πάρα]] [[πέντε]] να κάνω [[κάτι]], σε Ευρ. <b>δ)</b> [[μετὰ]] [[μικρόν]], λίγο αργότερα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b>[[εκτός]] από τον ομαλό συγκρ. και υπερθ. <i>[[μικρότερος]]</i>, <i>-ότατος</i>, υπάρχουν οι ανώμ. [[ἐλάσσων]], [[ἐλάχιστος]], από το [[ἐλαχύς]], και [[μείων]] ή [[μειότερος]], [[μειότατος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῑκρός:''' и σμῑκρός, дор.-беот. [[μικκός]] 3 (compar. μικρότερος - чаще [[μείων]], [[μειότερος]] и [[ἐλάσσων]]; superl. μικρότατος - чаще [[μεῖστος]], [[μειότατος]] и [[ἐλάχιστος]])<br /><b class="num">1)</b> малый, маленький, небольшой ([[ὄρνις]] Hom.; ἄστεα Her.): μ. [[δέμας]] Hom. малорослый; μ. [[λίθος]] [[μέγα]] κῦμ᾽ ἀποέργει погов. Hom. маленький камень сдерживает большую волну; μ. δ᾽ ὁρᾶν Arph. маленький на вид;<br /><b class="num">2)</b> немногочисленный, скудный, небольшой ([[ἔλαιον]], [[ἀργύριον]] Xen.): σμιχρὸν ἐπὶ [[σμικρῷ]] [[καταθεῖναι]] Hes. накапливать мало-помалу;<br /><b class="num">3)</b> слабый, маловажный ([[ἔγκλημα]] Soph.): ἐκ σμικροῦ λόγου Soph. по ничтожному поводу; ἐν [[σμικρῷ]] ποιεῖσθαι Soph. и ἐν [[μικρῷ]] προσλαμβάνεσθαι Polyb. не придавать большого значения; σμικρότατος τὴν δύναμιν Plat. самый незначительный;<br /><b class="num">4)</b> непродолжительный, короткий (ἐν [[μικρῷ]], sc. χρόνῳ Pind., Eur.). - см. тж. [[μικρόν]], [[μικροῦ]], [[μικρῷ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
and σμῑκρός, ά, όν, Dor., Ion. μικκός (q.v.): σμικρός is corroborated by metre in Il.17.757, Hes.Op.361, and might be restored in Il.5.801, Od.3.296 (μικρός codd.); it is prob. the only form in Hdt. (
A μικρός Hdt. 2.74 codd.): freq. in Lyr. and prob. always in Trag. (exc. where metre requires μικρός, as S.Aj.161 (anap., Comp.)); most freq. in Pl.; but in Th., also Ar. and other Com., μικρός prevails, σμικρός being found Th.4.13,7.75,8.81, Ar.Ach.523, V.5; Att. Inscrr. have σμικρός IG12.313.111, al., μικρός ib.369.10, al.:—small, little, 1 in Size, μ. ἔην δέμας Il.5.801; μ. λίθος Od.3.296; κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσιν Il.17.757; σμ. ἄστεα Hdt.1.5; μεγάθεϊ σμικροί Id.2.74: with Dims., μ. πολίχνιον, γῄδιον, παιδάρια, Isoc.5.145, X. Cyr.8.3.38, Ages.1.21: as a Com. exaggeration, δικαστηρίδιον μ. πάνυ Ar.V.803; σκαλαθυρμάτι' ἄττα μ. Id.Nu.630, etc.: c. inf., μικροὶ δ' ὁρᾶν Id.Pax821: as a term of reproach, Κλειγενὴς ὁ μικρός Id.Ra.709, cf. Pl.Prt.323d, Arist.EN1123b7, Alex.98.7; Ἀμύντας ὁ μ. Arist. Pol.1311b3; οἱ ἐν μικρῷ μεγάλοι short but stoutly built, Philostr. Gym. 36; ὁ μ. δάκτυλος SIG1172.4 (Lebena). 2 in Quantity, σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖναι Hes.Op.361; μέλιτος μικρόν Ar.V.878; μ. ὄψον, ἀργυρίδιον, X.Mem.3.14.1, Ar.Pl.240, cf. Antiph.44. 3 in Amount or Importance, petty, trivial, slight, σμ. πρόφασις Thgn.323; ἔπος, ἔγκλημα, ῥοπή, etc., S.OC443, Tr.361, OT961, etc.; ἐκ σμικροῦ λόγου on some slight pretext, Id.OC620; ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν as of small account, ib.569; αἰτίας μικρᾶς πέρι E.Andr.387, etc.; οὐδὲ μικρόν, = οὐδὲ γρῦ, D.19.37; of persons, of small account, opp. μέγας, σμ. ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις Pi.P.3.107; ἄριστ' ἂν καὶ μέγας ὀρθοῖθ' ὑπὸ μικροτέρων S.Aj.161 (anap.), etc.; σμ. τίθησί με Id.OC958; βίος ὁ μ., = μέτριος, E.Fr.504; τίνος σμικροτάτου μεταβαλόντος, σμικρότατος τὴν δύναμιν, Pl.R.473b; of the mind, οὐ σμικρὸν φρονεῖ S.Aj.1120; of style, mean, [Φίλιστος] μικρὸς ταῖς ἐκφράσεσιν D.H.Vett.Cens.3.2; of festivals, of lesser importance, Ἁλίεια τὰ μεγάλα καὶ τὰ μ. SIG1067.14 (Cedreae). II of Time, short, Pi.O.12.12, Ar.Pl.126, etc.; εἰς μ. χρόνον Pl.R.498d; ἐν μικρῷ (sc. χρόνῳ) shortly, X.Cyn.5.32, Eq. 8.7; πρὸ μικροῦ Poll.1.72; ἔτι μικρὸν καὶ καταλιθοβολήσουσί με LXX Ex.17.4. 2 of Age, young, Ostr.Bodl.i237 (ii B.C.), etc. III Adverbial usages, 1 regul. Adv. σμικρῶς, but little, Pl.Criti.107d; μικρῶς by a little, prob. in Archim.Stom.1: Sup. σμικρότατα X.Mem. 3.11.12. 2 σμικροῦ or μικροῦ within a little, almost, Id.Cyr.1.4.8, D.18.151, etc.; in full, μικροῦ δεῖν, v. δεῖ 11, δέω (B) 1; μικροῦ τινος ἀπελείφθη τοῦ μή . . Ach.Tat.7.13; but μικροῦ πρίασθαι for a little, cheap, X.Mem.2.10.4. 3 σμικρῷ by a little, with Comp., Pl.Plt. 262c, etc.; also σμικρῷ πρόσθεν a little before, Id.Lg.719b, etc.; μικρῷ ἄνωθεν D.44.6. 4 μικρόν a little, σμικρὸν ὑπολείπεσθαι, σμ. τι παρακλίνειν, X.An.5.4.22, Pl.Cra.410a; of Time, X.An.3.1.11, etc.; repeated, μικρὸν μικρόν Antiph.10: pl., of Degree, σμικρὰ γεωμετρίας ἔμπειροι Pl.R.527a, etc.; σμίκρ' ἄττα διατρίψαντες Id.Prt.316a; μικρὰ διακινήσω σε περὶ τοῦ πράγματος Sosip.1.22; περιπάτησον μικρὰ μετ' ἐμοῦ Men.Sam.243, cf. Plu.Luc.31. 5 with Preps., a ἐπὶ σμικρόν but a little, S.El.414, Antipho 6.18, Hdt.4.129. b κατὰ μικρόν into small pieces, X.An.7.3.22; so κατὰ μικρὰ γενομένης τῆς δυνάμεως ib. 5.6.32; also, little by little, κατὰ μικρὸν ἀεί Ar.V.702, cf. Nu.741; opp. συλλήβδην, Pl.R.344a; καὶ κατὰ σμ. or μ. ever so little, Id.Sph.241c, Isoc.3.10, D.2.22. c παρὰ μικρόν within a little, παρὰ μ. ἐλθεῖν c. inf., to be within an ace of doing, E.Heracl.295 (anap.), cf. Isoc.7.6, etc.; παρὰ μ. ἦλθον ἀποθανεῖν Id.17.42; τὸ παρὰ μ. ὥσπερ οὐδὲν ἀπέχειν δοκεῖ Arist.Ph.197a30; but τὸ παρὰ μ. σῴζεσθαι to be only just saved, Id.Rh.1371b11, cf. Simp. in Ph.344.10; gradual, imperceptible change, Arist.Pol.1303a20; οὐδὲ παρὰ μ. ἦν κρεῖττον c. inf., Plb.12.20.7; [ἡ τύχη] παρὰ μ. εἰς ἑκάτερα ποιεῖ μεγάλας ῥοπάς Id.15.6.8, cf. Isoc.4.59; but also παρὰ μ. ποιεῖσθαι, ἡγεῖσθαι, to think little of... D.61.51, Isoc.5.79. d μετὰ μικρόν a little after, Ev.Matt.26.73. IV besides regul. Comp. and Sup. μικρότερος, -ότατος (Ar. Eq.789, D.Prooem.48, etc.), there are the irreg. ἐλάσσων, ἐλάχιστος, from ἐλαχύς, and μείων, μεῖστος, also μειότερος; v. [[μείων. [ῑ]] by nature; ῐ only in late Poetry, Epigr. ap. Phleg.Fr.36.17 J.] (Perh. cf. Lat. mīca, mīcidus, OHG. smāhi, ONorse smár 'little'.)
German (Pape)
[Seite 185] (vgl. σμικρός u. μικκός), klein; Hom. nur Il. 5, 801, δέμας μὲν μικρός, klein von Körper, u. Od. 3, 296, μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ' ἀποέργει; Eur. μ' ἔθρεψε μικρὸν ὄντα, Or. 462; μικρὸς τὸ σῶμα, Ath. XII, 552 c; – von der Zeit, Pind. μικρῷ χρόνῳ, Ol. 12, 12, wie Eur. I. T. 306 u. sonst; εἰς μικρὸν χρόνον, Plat. Rep. VI, 498 b, wo aber wie an anderen Stellen σμικρός v. l. ist; ἐν μικρῷ, bald, Xen. Cyr. 5, 32; πρὸ μικροῦ, vor Kurzem, Poll. 1, 72; – von andern Dingen, οὐ μικρὰν νόσον, Aesch. Prom. 979; μικρὰ λείψανα, Soph. El. 1102. Ggstz von μέγας, O. R. 1083 u. sonst; αἰτίας μικρᾶς πέρι, Eur. Andr. 387; μικρὸς ὁρᾶν vrbdt Ar. Pax 787; πόλις, Xen. Hell. 5, 2, 25; μικρῶν προστεθέντων, Isocr. 4, 30; τοὺς μεγαλους μικροὺς ποιεῖν, niedrig, im Ggstz von hochgestellten, Xen. An. 3, 2, 10; ἀργύριον οὐκ ἔχω ἀλλ' ἢ μικρόν τι, wenig, 7, 7, 53, wie μικρὸν ἀργυρίδιον Ar. Plut. 240; bes. auch von der Gesinnung, kleinlich, niedrig denkend, Plut. u. a. Sp. – Adverbial μικρόν, um ein wenig, kaum, Xen. An. 1, 3, 2 u. öfter, . ein weniges, so προϊέναι u. ä.; μικροῦ, beinahe, μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισεν, Cyr. 1, 4, 9; μικροῦ ἀπεκτείνατε, Dem. 24, 135; Pol. 2, 61, 5 u. Sp.; vollständig μικροῦ δεῖν, Dem. 18, 269; Luc. Somn. 16, u. Plut. öfter; auch οὐ μικρῷ, πολλῷ δὲ γενναιότεροι, nicht um ein weniges, Pol. 1, 64, 6 (vgl. Plat. Legg. III, 698 b); παρὰ μικρὸν ἦλθον ἀπολέσαι τὰ πράγματα, beinahe, 1, 43, 7; vgl. οὐδὲ παρὰ μικρὸν ἦν κρεῖττον, nicht um ein weniges, 12, 20, 7; παρὰ μικρὸν ἦλθεν ψυχὴν διακναῖσαι, Eur. Heracl. 295; παρὰ μικρὸν ἦλθον ἄκριτος ἀποθανεῖν, Isocr. 17, 42; – κατὰ μικρόν, allmälig, Luc. Gymn. 26; Plut. – Compar. μικρότερος, Luc. Calumn. 3; Plut. u. a. Sp. – Superl. μικρότατος, Xen. Oec. 8, 11; Luc. hist. conscr. 27 u. sonst. – Als unregelmäßige Comp. gehören dazu ἐλάττων, με 'ων u. μειότερος, und Superl. ἐλάχιστος, μεῖστος u. μειότατος, die man einzeln nachsehe. – [Nur bei spätern schlechten Dichtern ist ι zuweilen kurz, Iac. A. P. p. 178. 798.]
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρός: καὶ σμῑκρός, ά, όν, Δωρ., μικκός (ὃ ἴδε)· ― τὸν τύπον σμικρὸς ἀπαιτεῖ τὸν μέτρον ἐν Ἰλ. Ρ. 757, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 359, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 115, ἠδύνατο δὲ νὰ τεθῇ καὶ ἐν Ἰλ. Ε. 801, Ὀδ. Γ. 296 (ἔνθα τὰ κείμενα ἔχουσι μικρός)· εἶναι πιθανῶς ὁ μόνος τύπος παρ’ Ἡροδ. (τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι μικρὸς ἐν 2. 74)· συχνὸν παρὰ Πινδ.· καὶ πιθ. ἀείποτε παρὰ τοῖς Τραγ. (πλὴν ὅπου τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ μικρός)· ἀείποτε παρὰ Θουκ. καὶ συχνότατα παρὰ Πλάτ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. καὶ ἄλλοις κωμικοῖς μικρὸς εἶναι ὁ ἐπικρατῶν τύπος, ἀλλ’ ὅμως καὶ ὁ τύπ. σμικρὸς εὑρίσκεται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 523, Σφ. 5, πρβλ. Meineke Πίνακ. Κωμικ. [ῐ μόνον παρὰ τοῖς λίαν μεταγεν. ποιηταῖς, Ἰακωψ. Ἀνθ. 178, 978]. (Ἴσως ἐκ √ΜΙΝ, ἢ μινκρός, ἴδε ἐν λ. μινύθω). Μικρός, ὀλίγος, 1) κατὰ τὸ μέγεθος, τὸ μῆκος ἢ τὸν ὄγκον, μικρὸς ἔην δέμας Ἰλ. Ε. 801· μικρὸς δὲ λίθος Ὀδ. Γ. 296· κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσι Ἰλ. Ρ. 757· σμ. ἄστεα Ἡρόδ. 1. 5· μεγάθεϊ μὲν μικρὸν Β. 74· μικκός γα μᾶκος (Boeot.) Ἀριστοφ. Ἀχ. 909· ― μεθ’ ὑποκοριστικῶν, μ. πολίχνιον, γῄδιον, παιδάριον Ἰσοκρ. 111D, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 38, Ἀγησ. 1, 21· καὶ ὡς κωμικὴ ὑπερβολή, δικαστηρίδιον μικρὸν πάνυ Ἀριστοφ. Σφ. 803, πρβλ. Νεφ. 630, κτλ.· ― μετ’ ἀπαρ., μικροὶ δ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Εἰρ. 821· ― λέξις ὀνειδιστικὴ παρ’ Ἀθηναίοις, Κλειγένης ὁ μικρὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 709, πρβλ. Meineke εἰς Ἀλέξιδος «Φαῖδρον» 2· Ἀμύντας ὁ μ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 16. 2) ἐπὶ ποσότητος, σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖναι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 359· μέλιτος μικρὸν Ἀριστοφ. Σφ. 878· μ. ὄψον, ἀργύριον, ἔλαιον, κτλ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 1, κτλ. 3) κατὰ βαθμὸν ἢ σπουδαιότητα, μικρός, μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, ἐλαφρός, σμ. πρόφασις Θέογν. 323· ἔπος, ἔγκλημα, ῥοπή, κτλ., Σοφ. Ο. Κ. 443, Τρ. 361· ἐκ σμικροῦ λόγου, διὰ μικρὰς προφάσεις, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 620· ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν, ὡς μικροῦ λόγου ἄξιον, αὐτόθι 569· αἰτίας μικρᾶς πέρι Εὐρ. Ἀνδρ. 387, κτλ.· οὐδὲ μικρόν, = οὐδὲ γρῦ, Δημ. 352. 22· ― ἐπὶ προσώπων, μικρός, μικροπρεπής, εὐτελής, χαμερπής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέγας, σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις Πινδ. Π. 3. 191, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 161, κτλ.· σμ. τίθησί με, μὲ θεωρεῖ ὡς μικροῦ λόγου ἄξιον, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 958· βίος ὁ μ. = μέτριος, Εὐρ. Ἀποσπ. 506· σμικρότατος τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 473Β· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ νοῦ, οὐ σμικρὸν φρονεῖ Σοφ. Αἴ. 1120· ἐπὶ ὕφους, ταπεινός, Διον. Ἁλ. Ἀρχ. Κρίσ. 3. 2. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὀλίγος, βραχύς, σύντομος, Πινδ. Ο. 12. 18, Ἀριστοφ. Πλ. 126, κτλ.· εἰς σμ. χρόνον Πλάτ. Πολ. 498D· ὡσαύτως, ἐν σμικρῷ (δηλ. χρόνῳ), ἐντὸς ὀλίγου, Ξεν. Κυν. 5, 32, Ἱππ. 8, 7· πρὸ μικροῦ Πολυδ. Α΄, 72. ΙΙΙ. Ἐπιρρ. χρήσεις: 1) ὡς ὁμαλ. ἐπίρρ., σμικρῶς, Πλάτ. Κριτί. 107D· ὑπερθετ. σμικρότατα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 12. 2) σμικροῦ ἢ μικροῦ, παρ’ ὀλίγον, σχεδόν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 8, Δημ. 277. 20, κτλ.· πλῆρες: μικροῦ δεῖ ἢ δεῖν, ἴδε ἐν λ. δεῖ ΙΙ, δέω (Β) Ι: μικροῦ ἀπολείπεσθαι Ἰακωψίου Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 914· ― ἀλλὰ μικροῦ πρίασθαι, ἀντὶ ὀλίγου, δηλ. εὐθηνά, Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 4. 3) μικρῷ ὀλίγον ἢ ὀλίγῳ, μετὰ τοῦ συγκρ., Πλάτ. Πολιτ. 262C, κτλ.· σμικρῷ πρόσθεν, ὀλίγῳ πρότερον, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 719Β, κτλ. 4) μικρόν, «ὀλίγον τι», σμικρὸν ὑπολείπεσθαι, σμ. τι παρακλίνειν, σμ. ἐκβαίνειν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 22, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, αὐτόθι 3. 1, 11, κτλ.· ἐπὶ βαθμοῦ, σμικρὰ ἔμπειρος Πλάτ. Πολ. 527Α, κτλ.· ὡσαύτως, σμικρὰ ἄττα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 316Α. 5) μετὰ προθέσεων, α) ἐπὶ σμικρόν, ἐπ’ ὀλίγον, οὐχὶ ἐπὶ μακρόν, ἀλλ’ οὐ κάτοιδα πλὴν ἐπὶ σμικρὸν φράσαι Σοφ. Ἠλ. 414, Ἀντιφῶν 143. 31 β) κατὰ μικρὸν Ξεν. Ἀν. 7. 3, 22· οὕτω, κατὰ μικρὰ γενόμενοι αὐτόθι 5. 6, 32· - ὡσαύτως ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, κατὰ μικρὸν ἀεὶ Ἀριστοφ. Σφ. 702, πρβλ. 741· ἀντίθετ. τῷ ξυλλήβδην, Πλάτ. Πολ. 344Α· καὶ κατὰ σμ. ἢ μ., ὁσονδήποτε ὀλίγον, εἰ καὶ κατὰ σμικρὸν οἷοί τ’ ἐπιλαβέσθαι πῃ τἀνδρός ἐσμεν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 241C, Ἰσοκρ. 28C, Δημ. 24. 18. γ) παρὰ μικρόν, παρ’ ὀλίγον, μετ’ ἀπαρεμφ., παρὰ μικρὸν ψυχὴν ἦλθεν διακναῖσαι Εὐρ. Ἡρακλ. 295, πρβλ. Ἰσοκρ. 141Β, κτλ.· παρὰ μ. ἦλθον ἀποθανεῖν ὁ αὐτ. 367Β· - ἀλλὰ παρὰ μικρὸν ποιῶ, ἡγοῦμαι, μικρὰν σημασίαν ἀποδίδω εἰς..., ὁ αὐτ. 52D, 98A· οὕτω, ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι Σοφ. Φ. 498· τὸ παρὰ μ., πρᾶγμα μικρᾶς σημασίας, Ἀριστ. Φυσ. 2. 5, 9, Πολιτικ. 3. 5, 10· πρβλ. ὀλίγος IV. 8. δ) μετὰ μικρόν, ὀλίγον κατόπιν, μετ’ ὀλίγον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛ΄, 73. IV. πλὴν τοῦ συνήθως συγκρ. καὶ ὑπερθετ. μικρότερος, -ότατος (Ἀριστοφ. Ἱππ. 789, Σφ. 1511, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 12, Δημ. 1455. 19), ὑπάρχουσι τὰ ἀνώμαλα, ἐλάσσων, ἐλάχιστος, ἐκ τοῦ ἐλαχύς, καὶ μείων, μεῖστος, ὡσαύτως δὲ καὶ μειότερος, μειότατος· ἴδε ἐν λέξ. μείων. - Ἐν Ἐπιγρ. Καιβελ. 106 σμεικρός. - Περὶ τῆς φράσεως: μικροῦ δεῖν ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ, 2, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
petit :
1 de petite taille ou de petite dimension;
2 en petite quantité, peu considérable;
3 de médiocre qualité, peu important, faible ; en mauv. part μικρὸν φρονεῖν, avoir des sentiments petits, bas ; ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι SOPH faire peu de cas de, acc.;
4 de peu de durée : εἰς σμικρὸν χρόνον, μικρὸν χρόνον, ἐν μικρῷ, en peu de temps;
Adv. 1 • acc. μικρόν, un peu, un peu de temps, ou peu : κατὰ σμικρόν, en petits morceaux, peu à peu ; ἐπὶ σμικρόν, quelque peu ou si peu que rien ; εἰς μικρόν, pour un peu de temps ; παρὰ μικρόν, pour peu ; παρὰ μικρὸν ποιεῖσθαι, ποιεῖν, ἡγεῖσθαι faire peu de cas de ; παρὰ μικρὸν ἐδέησα avec l’inf. peu s’en fallut que je ne ; κατὰ μικρά XÉN en petits morceaux;
2 • gén. μικροῦ : μικροῦ δεῖν avec l’inf. ou simpl. μικροῦ peu s’en faut, presque ; μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισε XÉN peu s’en fallut même qu’il ne le renversât;
Cp. μικρότερος, Sp. μικρότατος ; plus souv. Cp. μείων, μειότερος ou ἐλάσσων ; Sp. μεῖστος, μειότατος ou ἐλάχιστος.
Étymologie: R. Μι, diminuer.
English (Slater)
μικρός
a of time, little ἐν μικρῷ χρόνῳ (O. 12.12)
b comp., μείων, less μείων γὰρ αἰτία (O. 1.35) μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων pr. (P. 1.82) in litotes, ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον corresponding (P. 11.29) cf. σμικρός.
English (Strong)
including the comparative mikroteros apparently a primary word; small (in size, quantity, number or (figuratively) dignity): least, less, little, small.
English (Thayer)
μικρά, μικρόν, comparitive μικρότερος, μικροτερα, ἐρον (from Homer down), the Sept. for קָטֹן, קָטָן, מְעַט, small, little; used a. of size: τῇ ἡλικία, προελθών (προσελθών, T Tr WH marginal reading in Matthew , Tr WH marginal reading in Mark (see προσέρχομαι, a.)) μικρόν, having gone forward a little, Winer s Grammar, § 32,6; Buttmann, § 131,11 f).
c. of age: less by birth, younger, οἱ μικροί, the little ones, young children, ἐπο μικροῦ ἕως μεγάλου (A. V. from the least to the greatest), μικρός τέ καί μέγας (both small and great) i. e. all, short, brief: neuter — nominative, ἔτι (or ἔτι omitted) μικρόν (namely, ἔσται) καί (yet) a little while and etc. i. e. shortly (this shall come to pass), ἔτι μικρόν ὅσον ὅσον (see ὅσος, a.); without καί, τό μικρόν (Tr WH omits τό), μικρόν accusative (of duration), μικρόν χρόνον, μετά μικρόν, after a little while, πρό μικροῦ, μικρά ζύμη, μικρόν ποιμιον, μικρά δύναμις, μικρόν (τί), a little, ὁ μικρότερος ἐν τῇ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, he that is inferior to the other citizens of the kingdom of heaven in knowledge of the gospel (R. V. but little in etc.; cf. Winer s Grammar, 244 (229); Buttmann, § 123,13), Luke 7:28.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, -όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, -όν)
1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς μὲν ἔην τὸ δέμας, ἀλλὰ μαχητής», Ομ. Ιλ.)
2. (σε χρονική έννοια) βραχύς, σύντομος, ολιγόχρονος (α. «μικρή αναμονή» β. «ἐν μικρῷ... χρόνῳ», Πίνδ.)
3. (σε ποσοτική έννοια) λίγος, πολύ περιορισμένος, λιγοστός, ανεπαρκής (α. «μικρός μισθός» β. «μὴ φοβοῡ τὸ μικρὸν ποίμνιον», ΚΔ)
4. μτφ. (ως προς τον βαθμό, τη σπουδαιότητα, τη σημασία) ανάξιος λόγου, μηδαμινός, ασήμαντος, όχι σοβαρός, περιορισμένης σημασίας (α. «μικρή ζημιά» β. «μεγάλα πράσσων αἰτίας μικρᾱς πέρι», Ευ ρ.)
5. (για πρόσ.) κατώτερος ως προς την τάξη, το αξίωμα, την καταγωγή ή τη σημασία, ασήμαντος, ταπεινός, ανίσχυρος (α. «ποιος λογαριάζει εμάς τους μικρούς» β. «σμικρός ἐν σμικροῑς... ἔσσομαι», Πίνδ.)
6. φρ. α) «μικροῡ δεῑν» — λίγο έλειψε να...
β) «προ μικρού» — λίγο πριν
γ) «μετά μικρόν» — λίγο μετά
νεοελλ.
1. αναξιοπρεπής, ευτελής, τιποτένιος, χαμερπής, χυδαίος («αποδείχθηκε πολύ μικρός άνθρωπος»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο μικρός
α) το γκαρσόνι («φώναξε στον μικρό να μάς φέρει τον λογαριασμό»)
β) υπηρέτης
3. το θηλ. ως ουσ. η μικρή
η υπηρέτρια («θα σού στείλω τα πράγματα με τη μικρή»)
4. το ουδ. ως ουσ. το μικρό
νήπιο, βρέφος, νεογνό
5. φρ. α) «μικρόν κατά μικρόν» — σιγά σιγά ή λίγο λίγο
β) «οι μικρές ώρες» — οι ώρες μετά τα μεσάνυκτα, οι πρώτες πρωινές ώρες («συνηθίζει να επιστρέφει σπίτι του τις μικρές ώρες»)
δ) «μικρή κυκλοφορία»
ανατ. το τμήμα της κυκλοφορίας του αίματος με το οποίο το αίμα προωθείται για οξυγόνωση στους πνεύμονες και το οξυγονωμένο αίμα επαναφέρεται στην καρδιά
ε) «μικρό ταμείο»
(οικον.) το μικρό χρηματικό ποσό που δίδεται με τη μορφή πάγιας προκαταβολής για την πληρωμή μικροεξόδων τών υπαλλήλων
νεοελλ.-μσν.
1. (για ήχο) σιγανός («μικρός θόρυβος»)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) νεαρό άτομο («τελικά, θα πάρουμε και τον μικρό μαζί μας» β. «η μικρή μιλά θαυμάσια τα Αγγλικά»)
μσν.
1. α) (το ουδ. ως ουσ. για πτηνό) νεοσσός
β) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. (για αδελφούς) ο νεαρότερος σε ηλικία αδελφός, η νεαρότερη αδελφή
2. το θηλ. ως ουσ. σκάφος περιορισμένου μεγέθους
3. το ουδ. ως ουσ. περιορισμένη ποσότητα
4. (το αρσ. υπερθ. ως ουσ.) ο μικρότατος
ο ελάχιστος (σε αυτοχαρακτηρισμούς, για να δηλωθεί ταπεινοφροσύνη)
ο τελευταίος, ο εντελώς άσημος
5. επιπόλαιος, ελαφρός
6. φρ. α) «μικρὸς δούκας ἢ τοπάρχης» — άρχοντας που εξουσιάζει μικρή περιοχή
β) «μικρὸς θεῑος» — ο πρώτος εξάδελφος τών γονέων
γ) «μικρὸς κόσμος»
i) ο άνθρωπος
ii) η οικουμένη, η κτίση
δ) «μικρὰν ὥραν» ή «πρὸς μικρὰν ὥραν» — για λίγη ώρα
ε) «πρὸς μικρόν» — για σύντομο χρονικό διάστημα
στ) «μικρὸν καί» — παραλίγο να, σχεδόν
7) χρησιμοποιούνταν ως προσωνυμία βασιλέων («Θεοδόσιος ὁ μικρός»)
8. (το ουδ. ως επίρρ.) μικρόν
α) για σύντομο χρονικό διάστημα
β) με συντομία, με λίγα λόγια
9. (η γεν. ως επίρρ.) μικροῡ
α) σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε λίγο
β) πριν από λίγο γ) για λίγο, για λίγη ώρα
μσν.-αρχ.
φρ. «κατὰ μικρόν»
α) λίγο λίγο
β) με συντομία, με λίγα λόγια
αρχ.
1. (η γεν. ως επίρρ.) μικροῡ
α) σχεδόν, παρά λίγο να... β) με μικρή τιμή, φτηνά
2. φρ. α) «σμικρῷ πρόσθεν» — λίγο πριν
β) «ἐπὶ (σ)μικρόν» — για λίγο χρόνο, για λίγο
γ) «παρὰ μικρόν» — παραλίγο
δ) «παρὰ μικρὸν ποιεῑν» και «παρὰ μικρὸν ἡγεῑσθαι» — το να αποδίδει κανείς μικρή σημασία σε κάτι
ε) «τὸ παρὰ μικρόν» — πράγμα μικρής σημασίας
στ) «κατὰ μικρόν» — σε μικρά μέρη, σε μικρά τεμάχια
ζ) «μετὰ μικρόν» — λίγο κατόπιν.
επίρρ...
μικρῶς και σμικρῶς (ΑΜ)
1. εν ολίγοις, με λίγα λόγια
2. σε μικρές ποσότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μικ-ρός < σμικρός (πρβλ. μία < σμία) και ο τ. μικ(κ)ός (χωρίς επίθημα -ρός) συνδέονται με το λατ. mīca «ψήγμα, μικρό κομμάτι» (πρβλ. λ. μίκα). Κατ' άλλη άποψη, το επίθ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα smēi-ŕsmīk- «θρύμμα, ψίχουλο» και συνδέεται με: αρχ. άνω γερμ. smāhi «μικρός, χαμηλός, μέτριος, και smahen «μικραίνω» και αρχ. νορβ. smār «μικρός». Λιγότερο πιθανή φαίνεται η άποψη ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mei
/ mi- (πρβλ. λ. μείων) και προέρχεται από αμάρτυρο τ. μι-ικός > μικός), ενώ το επίθημα -ρός είναι αναλογικό προς το επίθημα του μακ-ρός. Κατ' άλλους τέλος, το επιθ. μπορεί να συνδεθεί με αγγλοσαξ. śmicre «κομψός», λιθουαν. susmižes «μικρός» και σμήν «αποξέω» (πρβλ. σμίλη). Επικρατέστερη πάντως όλων τών προηγούμενων συνδέσεων θεωρείται η σύνδεση του επιθ. με λατ. mīca, ενώ για το επίθημα -ρός πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι πρόκειται για μια αρχαία εναλλαγή μεταξύ τών -ρος/υ- (πρβλ. Μίκ-υ-θος). Η σημ. της λ. μικρός καλύπτεται κατά ένα μέρος από τη σημ. του επιθ. ὀλίγος (πρβλ. μικροῦ δεῖ, ὀλίγου δεῖ), αλλά η σημ. του επιθ. μικρός είναι περισσότερο εκφραστική, συγκεκριμένη και δεν έχει την αριθμητική - ποσοτική σημ. του ὀλίγος (βλ. και λ. λίγος). Ευρεία, τέλος, υπήρξε η χρήση του στην Αρχαία Ελληνική με μειωτική σημ. «ασήμαντος, ποταπός». Το επίθ. μικρός/ μικ(κ)ός εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό ανθρωπωνυμίων και υποκοριστικών: Μίκκος, Μίκκα, Μίκκαλος, Μικίννης, Μίκων, Μικίας, Μίκιλλος, Μίκυθος, Σμίκρα, Μικρίων, Σμικρίνης (πρβλ. Αισχίνης). Επίσης, στη Μυκηναϊκή απαντά το ανθρωπωνύμιο Μικαρίζο (για σύνθετα με α΄ συνθετικό μικρός βλ. μικρ[[ο-]).
ΠΑΡ. μικρότητα, μικρύνω
αρχ.
μίκυθος
αρχ.-μσν.
μικρόθεν
μσν.
μικρεύω
μσν.- νεοελλ.
μικραίνω, μικράκι
νεοελλ.
μικράτα, μικροσύνη.
ΣΥΝΘ. (β' συνθετικό) αρχ. μεγαλόμικρος, πάμμικρος, πάνσμικρος
νεοελλ.
ολό-μικρος]].
Greek Monotonic
μῑκρός: και σμῑκρός, -ά, -όν, Δωρ. μικκός (βλ. αυτ.)·
I. 1. μικρός, μικροκαμωμένος, από άποψη μεγέθους, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, από άποψη ποσότητας, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. ως προς το βαθμό ή τη σπουδαιότητα, μικρός, ασήμαντος, κοινότοπος, ισχνός, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· σμικρὸς τίθησί με, με θεωρεί μικρής αξίας, σε Σοφ.· οὐ σμικρὸν φρονεῖ, στον ίδ.
II. λέγεται για χρόνο, βραχύς, σύντομος, σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ἐν σμικρῷ (ενν. χρόνῳ), σύντομα, σε Ξεν.
III. επιρρ. χρήσεις,
1. ως ομαλό επίρρ., σμικρῶς, απλώς σε μικρή έκταση, διάρκεια, ποσότητα, αξία, κ.λπ., υπερθ. σμικρότατα, σε Ξεν.
2. σμικροῦ ή μικροῦ, παρ' ολίγο, σχεδόν, στον ίδ., σε Δημ.· πλήρως, μικροῦ δεῖ ή δεῖν, βλ. δεῖ II· αλλά, μικροῦ πρίασθαι, αγοράζω αντί μικρού ποσού, φθηνά, σε Ξεν.
3. μικρῷ, λίγο, με συγκρ., σε Πλάτ.
4. μικρόν και μικρά, λίγο, σε Ξεν., Πλάτ.
5. με πρόθ., α) ἐπὶ σμικρόν, για λίγο, σε Σοφ. β) κατὰ μικρόν, σε μικρά κομμάτια, σε Ξεν.· ομοίως, κατὰ μικρὰ γενόμενοι, στον ίδ.· επίσης, λίγο-λίγο, κατὰ μικρὸν ἀεί, σε Αριστοφ. γ) παρὰ μικρόν, παρ' ολίγο, παρὰ μικρὸν ἐλθεῖν, με απαρ., είμαι στο πάρα πέντε να κάνω κάτι, σε Ευρ. δ) μετὰ μικρόν, λίγο αργότερα, σε Καινή Διαθήκη
IV.εκτός από τον ομαλό συγκρ. και υπερθ. μικρότερος, -ότατος, υπάρχουν οι ανώμ. ἐλάσσων, ἐλάχιστος, από το ἐλαχύς, και μείων ή μειότερος, μειότατος.
Russian (Dvoretsky)
μῑκρός: и σμῑκρός, дор.-беот. μικκός 3 (compar. μικρότερος - чаще μείων, μειότερος и ἐλάσσων; superl. μικρότατος - чаще μεῖστος, μειότατος и ἐλάχιστος)
1) малый, маленький, небольшой (ὄρνις Hom.; ἄστεα Her.): μ. δέμας Hom. малорослый; μ. λίθος μέγα κῦμ᾽ ἀποέργει погов. Hom. маленький камень сдерживает большую волну; μ. δ᾽ ὁρᾶν Arph. маленький на вид;
2) немногочисленный, скудный, небольшой (ἔλαιον, ἀργύριον Xen.): σμιχρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖναι Hes. накапливать мало-помалу;
3) слабый, маловажный (ἔγκλημα Soph.): ἐκ σμικροῦ λόγου Soph. по ничтожному поводу; ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι Soph. и ἐν μικρῷ προσλαμβάνεσθαι Polyb. не придавать большого значения; σμικρότατος τὴν δύναμιν Plat. самый незначительный;
4) непродолжительный, короткий (ἐν μικρῷ, sc. χρόνῳ Pind., Eur.). - см. тж. μικρόν, μικροῦ, μικρῷ.