φράζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και δωρ. τ. [[φράσδω]] και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους [[φράσσω]] Α<br /><b>1.</b> [[δείχνω]], [[υποδεικνύω]] («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φανερώνω]], εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξηγώ]], [[διευκρινίζω]] («φράσον, [[ἅπερ]] γ' ἔλεξας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σημαίνω]], [[υποδηλώνω]] («τοῦτο δὲ φράζει ὅτι ἥδεται δὲ τ' ἀκούων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμβουλεύω]] («[[δόλος]] ἦν ὁ φράσας, [[ἔρος]] ὁ κτείνας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) <i>φράζομαι</i><br />α) [[συλλογίζομαι]] («[[εὔκηλος]] τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλησθα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]] («[[φράσσεται]] ὥς κε νέηται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) [[φαντάζομαι]], [[υποθέτω]] («οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλον φράζετο τοῦδε γέ μοι κρατερώτερον [[εἶναι]] [[ἄεθλον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) [[παρατηρώ]], [[αντιλαμβάνομαι]] («τὸν δὲ φράσσατο προσιόντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ε) [[παρατηρώ]], παραφυλάγω<br />στ) πληροφορούμαι<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀμφὶς φράζομαι» — [[διχογνωμώ]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «[[φράζω]] τινι τι» και «[[φράζω]] τινα τι» και «[[φράζω]] τι [[πρός]] τινα» — λέω, [[αναφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], που θεωρείται μορφολογικά και σημασιολογικά ικανοποιητική, το ρ. [[φράζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φρᾰδjω</i>) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>φρν</i>- της ρίζας της λ. [[φρήν]] με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- και ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φρην]])].<br /><b>(II)</b><br />[[φράσσω]], ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[φράσσω]] Ν, και [[φράττω]] και ποιητ. τ. [[φράγνυμι]] και [[φάργνυμι]] και τ. μέσ. φαρκτοῡμαι, -όομαι, Α<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] φράχτη, [[περικλείω]], [[προστατεύω]] με φράχτη (α. «[[φράζω]] το [[περιβόλι]]» β. «ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] φραγμό, [[αποφράσσω]], [[εμποδίζω]] τη [[διέλευση]] (α. «έφραξαν τον δρόμο με τα [[μπάζα]]» β. «φράξαντες αὐτῶν τὴν [[ὀπίσω]] φέρουσαν ὁδόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κλείνω]] το [[στόμιο]], [[βουλλώνω]] (α. «έφραξε με [[στουπί]] την [[τρύπα]] του βαρελιού» β. «ἔφραξε τὴν [[διώρυγα]] ἡμῶν», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φράζω]] το [[στόμα]]» και «[[φράττω]] τὸ [[στόμα]]» — [[κάνω]] κάποιον να σιωπήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> αποφράσσομαι, [[βουλλώνω]] («έφραξε ο [[νεροχύτης]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τα φραγμένα</i><br />τα χωράφια που έχουν [[περίφραξη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φράζω]] το [[στόμα]] κάποιου»<br /><b>μτφ.</b> [[αποστομώνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περιορίζω]] κάποιον σε έναν χώρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[συναρμολογώ]] («φράξαντες [[δόρυ]] δουρί, [[σάκος]] σάκεϊ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>φράττομαι</i><br />[[ενισχύω]] τα οχυρά μου<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ πεφραγμένοι</i><br />οι οχυρωμένοι, οι έτοιμοι για [[άμυνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ρ. αβέβαιης ετυμολ., το οποίο δεν φαίνεται να μπορεί να συνδεθεί με τ. άλλων γλωσσών. Από μορφολογική [[άποψη]], το ρ. [[φράσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φρᾰκjω</i>) έχει σχηματιστεί από ένα θ. <i>φρᾰκ</i>-, που ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>bhrk</i><sup>w</sup>- μιας ΙΕ ρίζας, και εμφανίζει ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i>. Λόγω της διπλής αντιπροσώπευσης -<i>ᾰρ</i>- / -<i>ρᾰ</i> του φωνηεντικού <i>ř</i> απαντούν [[συχνά]] παρλλ. τ., όπως οι [[φράγμα]] / [[φάργμα]], [[φρακτός]] / [[φαρκτός]], <i>φράξαι</i> / <i>φάρξαι</i>, [[φράξις]] / [[φάρξις]]. Για την [[απόδοση]] του φωνηεντικού ř της ίδιας ρίζας και ως -<i>υρ</i>- / -<i>ρυ</i>- στους τ. [[φύρκος]] και <i>φρύκες</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φύρκος]]) <b>πρβλ.</b> και [[σφαῖρα]]: [[σφῦρα]]. Ως [[προς]] το ουρανικό [[σύμφωνο]] του θ., το κλειστό άηχο -<i>κ</i>- τρέπεται στο αντίστοιχο ηχηρό διαρκές -<i>γ</i>- [[μπροστά]] από το έρρινο -<i>μ</i>- στα παρ. [[φράγμα]], [[φραγμός]]. Λόγω της σπουδαιότητας τών παρ. αυτών και του αριθμού τών σύνθ. με β' συνθετικό -<i>φραγμα</i>, <i>το φραγ</i>- εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο θ., από το οποίο σχηματίστηκαν το ρ. [[φράγνυμι]], ο αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>φράγ</i>-<i>ην</i> και το μτγν. ουσ. <i>φραγ</i>-<i>ή</i>. Αντίθετα, η παλαιότερη [[σύνδεση]] του ρ. με το λατ. <i>farcio</i> «[[γεμίζω]], [[παραγεμίζω]], [[μπουκώνω]]» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, ενώ [[ούτε]] και [[εκείνη]] με τη λ. [[φρήν]] με σημ. «[[διάφραγμα]]» θεωρείται πιθανή. Τέλος, ο νεοελλ. τ. [[φράζω]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἔφραξα</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[κράζω]]: <i>έκραξα</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και δωρ. τ. [[φράσδω]] και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους [[φράσσω]] Α<br /><b>1.</b> [[δείχνω]], [[υποδεικνύω]] («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φανερώνω]], εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξηγώ]], [[διευκρινίζω]] («φράσον, [[ἅπερ]] γ' ἔλεξας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σημαίνω]], [[υποδηλώνω]] («τοῦτο δὲ φράζει ὅτι ἥδεται δὲ τ' ἀκούων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμβουλεύω]] («[[δόλος]] ἦν ὁ φράσας, [[ἔρος]] ὁ κτείνας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) <i>φράζομαι</i><br />α) [[συλλογίζομαι]] («[[εὔκηλος]] τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλησθα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]] («[[φράσσεται]] ὥς κε νέηται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) [[φαντάζομαι]], [[υποθέτω]] («οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλον φράζετο τοῦδε γέ μοι κρατερώτερον [[εἶναι]] [[ἄεθλον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) [[παρατηρώ]], [[αντιλαμβάνομαι]] («τὸν δὲ φράσσατο προσιόντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ε) [[παρατηρώ]], παραφυλάγω<br />στ) πληροφορούμαι<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀμφὶς φράζομαι» — [[διχογνωμώ]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «[[φράζω]] τινι τι» και «[[φράζω]] τινα τι» και «[[φράζω]] τι [[πρός]] τινα» — λέω, [[αναφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], που θεωρείται μορφολογικά και σημασιολογικά ικανοποιητική, το ρ. [[φράζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φρᾰδjω</i>) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>φρν</i>- της ρίζας της λ. [[φρήν]] με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- και ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φρην]])].<br /><b>(II)</b><br />[[φράσσω]], ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[φράσσω]] Ν, και [[φράττω]] και ποιητ. τ. [[φράγνυμι]] και [[φάργνυμι]] και τ. μέσ. φαρκτοῦμαι, -όομαι, Α<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] φράχτη, [[περικλείω]], [[προστατεύω]] με φράχτη (α. «[[φράζω]] το [[περιβόλι]]» β. «ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] φραγμό, [[αποφράσσω]], [[εμποδίζω]] τη [[διέλευση]] (α. «έφραξαν τον δρόμο με τα [[μπάζα]]» β. «φράξαντες αὐτῶν τὴν [[ὀπίσω]] φέρουσαν ὁδόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κλείνω]] το [[στόμιο]], [[βουλλώνω]] (α. «έφραξε με [[στουπί]] την [[τρύπα]] του βαρελιού» β. «ἔφραξε τὴν [[διώρυγα]] ἡμῶν», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φράζω]] το [[στόμα]]» και «[[φράττω]] τὸ [[στόμα]]» — [[κάνω]] κάποιον να σιωπήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> αποφράσσομαι, [[βουλλώνω]] («έφραξε ο [[νεροχύτης]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τα φραγμένα</i><br />τα χωράφια που έχουν [[περίφραξη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φράζω]] το [[στόμα]] κάποιου»<br /><b>μτφ.</b> [[αποστομώνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περιορίζω]] κάποιον σε έναν χώρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[συναρμολογώ]] («φράξαντες [[δόρυ]] δουρί, [[σάκος]] σάκεϊ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>φράττομαι</i><br />[[ενισχύω]] τα οχυρά μου<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ πεφραγμένοι</i><br />οι οχυρωμένοι, οι έτοιμοι για [[άμυνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ρ. αβέβαιης ετυμολ., το οποίο δεν φαίνεται να μπορεί να συνδεθεί με τ. άλλων γλωσσών. Από μορφολογική [[άποψη]], το ρ. [[φράσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φρᾰκjω</i>) έχει σχηματιστεί από ένα θ. <i>φρᾰκ</i>-, που ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>bhrk</i><sup>w</sup>- μιας ΙΕ ρίζας, και εμφανίζει ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i>. Λόγω της διπλής αντιπροσώπευσης -<i>ᾰρ</i>- / -<i>ρᾰ</i> του φωνηεντικού <i>ř</i> απαντούν [[συχνά]] παρλλ. τ., όπως οι [[φράγμα]] / [[φάργμα]], [[φρακτός]] / [[φαρκτός]], <i>φράξαι</i> / <i>φάρξαι</i>, [[φράξις]] / [[φάρξις]]. Για την [[απόδοση]] του φωνηεντικού ř της ίδιας ρίζας και ως -<i>υρ</i>- / -<i>ρυ</i>- στους τ. [[φύρκος]] και <i>φρύκες</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φύρκος]]) <b>πρβλ.</b> και [[σφαῖρα]]: [[σφῦρα]]. Ως [[προς]] το ουρανικό [[σύμφωνο]] του θ., το κλειστό άηχο -<i>κ</i>- τρέπεται στο αντίστοιχο ηχηρό διαρκές -<i>γ</i>- [[μπροστά]] από το έρρινο -<i>μ</i>- στα παρ. [[φράγμα]], [[φραγμός]]. Λόγω της σπουδαιότητας τών παρ. αυτών και του αριθμού τών σύνθ. με β' συνθετικό -<i>φραγμα</i>, <i>το φραγ</i>- εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο θ., από το οποίο σχηματίστηκαν το ρ. [[φράγνυμι]], ο αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>φράγ</i>-<i>ην</i> και το μτγν. ουσ. <i>φραγ</i>-<i>ή</i>. Αντίθετα, η παλαιότερη [[σύνδεση]] του ρ. με το λατ. <i>farcio</i> «[[γεμίζω]], [[παραγεμίζω]], [[μπουκώνω]]» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, ενώ [[ούτε]] και [[εκείνη]] με τη λ. [[φρήν]] με σημ. «[[διάφραγμα]]» θεωρείται πιθανή. Τέλος, ο νεοελλ. τ. [[φράζω]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἔφραξα</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[κράζω]]: <i>έκραξα</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:40, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φράζω Medium diacritics: φράζω Low diacritics: φράζω Capitals: ΦΡΑΖΩ
Transliteration A: phrázō Transliteration B: phrazō Transliteration C: frazo Beta Code: fra/zw

English (LSJ)

S.Ph.25, etc.: poet. impf. A φράζον Pi.N.1.61: fut. φράσω [ᾰ] A.Pr.781, etc.: aor. 1 ἔφρᾰσα h.Ven.128, h.Merc.442, Hdt.2.150, etc.; poet. φράσα [ᾰ] Od.11.22, A.Ag.231 (lyr.); imper. φράσσατε Pi. P.4.117: pf. πέφρᾰκα Isoc.5.93, Phld.Po.5.23: Ep. aor. πέφρᾰδον, ἐπέφραδον used by Hom. mostly in 3sg., Il.14.500, al. (in Od.1.273, 8.142, πέφραδε is imper.); opt. πεφράδοι Il.14.335; inf. πεφραδέειν, πεφραδέμεν, Od.19.477, 7.49; 1sg. ἐπέφραδον only Il.10.127: also aor. 1 part. gen. φράδαντος dub. in IG5(2).261.15 (Mantinea, vi B. C.):— Med. and Pass., φράζομαι, Ep. imper. φράζεο, φράζευ, Il.5.440, 9.251; inf. φράζεσθαι Od.1.294: Ep.3sg. impf. φράζετο, φραζέσκετο, 11.624, h.Ap.346: fut. φράσομαι [ᾰ] Il.15.234, Ep. φράσσομαι Od.16.238: aor.1 ἐφρᾰσάμην 17.161, Ep. φρᾰσάμην 23.75; 3sg. and pl. ἐφράσσατο, φράσσαντο, 4.529, Il.15.671; imper. φράσαι Od.24.331, A.Ch.113; Ep. 3sg. subj. φράσσεται Od.24.217; Ep. inf. φράσσασθαι Orac. ap. Hdt.3.57: aor. Pass. ἐφράσθην Od.19.485, Hdt.1.84, E.Hec.546: pf. πέφρασμαι (in med. sense) A.Supp.438, (in pass. sense) Isoc.15.195; part., προ-πεφραδμένος Hes.Op.655.—The aor. Med. is chiefly Ep., also Archil.94, Sol.5.4, 34.1, A.Ch.113, E.Med.653 (lyr.):—point out, show (never say, tell, in Hom. acc. to Aristarch.), ἐς χῶρον ὃν φράσε Κίρκη Od.11.22, cf. Il.23.138, Od.15.424; also, show the way to, show where to find, ᾗ οἱ Ἀθήνη πέφραδε δῖον ὑφορβόν 14.3, cf. 8.68; σήματ'... τά οἱ ἔμπεδα πέφραδ' Ὀδυσσεύς showed, 19.250; μῦθον πέφραδε πᾶσιν show, make known the word to all, 1.273, cf. 8.142; δεῖξε καὶ ἔφρασε h.Ven.128; φράσσατέ μοι δόμους show me them, Pi.P.4.117; ἔφρασε τὴν ἀτραπόν Hdt.7.213; κόποι αὐτόματοι φράζουσι νούσους Hp.Aph. 2.5; δμώων δή τινα . . μοι φράσον Theoc.25.47; τὸ παράδειγμα ὃ ἂν φράζῃ ὁ ἀρχιτέκτων IG22.1668.96: abs., φωνῆσαι μὲν οὐκ εἶχε, τῇ δὲ χειρὶ ἔφραζε Hdt.4.113; ἀντὶ φωνῆς φράζε . . χερί A.Ag.1061. 2 show forth, tell, declare, λόγον, ἔπος, ὄνομα, Pi.O.2.60, A.Pers.173 (troch.), Supp.320; φ. τοῖσι ἥκουσι τὰ πρήγματα Hdt.6.100; ἑλοῦ γάρ, ἢ πόνωντὰ λοιπά σοι φράσω σαφηνῶς, ἢ τὸν ἐκλύσοντ' ἐμέ A.Pr.781; τιπρός τινα Hdt.1.68, Ar.Nu.359 (anap.), etc.: c. dupl. acc., φ. τινά τι Isoc. 15.100; τι Pl.Phdr.267b; περί τινος Isoc.15.117 (v. infr.); ἐπί τινος Id.Ep.6.8: rarely c. gen., tell of, τῆς μητρὸς ἥκω τῆς ἐμῆς φράσων, ἐν οἷς νῦν ἐστι S.Tr.1122: folld. by a relat. clause, φ. ὅτι . . Lys.1.23, Pl.Phdr.278b, etc.; φ. ὡς δεῖ γεωργεῖν X.Oec.16.8; φ. οἷ' ἐπορσύνθη κακά A.Pers.267, cf. Pr.995, etc.; with double constr., φ. τό τε ὄνομα καὶ ἐν ᾗ κώμῃ οἰκοῦσιν PRev.Laws 29.5 (iii B. C.): rarely c. part., πεφραδέειν πόσιν ἔνδον ἐόντα Od.19.477; οὐκ ἔφραζες σῆς προκείμενον νέκυν γυναικός E.Alc.1012: later c. acc. et inf., Phld. l.c.; explain (opp. λέγω, which means simply speak, say), φράσον ἅπερ γ' ἔλεξας declare, explain what thou didst say, S.Ph.559; φράζε δὴ τί φῄς Id.OT655; φράζουσιν ἃ λέγει X.An.2.4.18; φράζε λόγῳ S.Ph.49, Pl.Lg.814c; οὐχ ἁπλῶς εἰπεῖν ἀλλὰ σαφῶς φράσαι περὶ αὐτῶν Isoc.15.117, cf. Ep.1.2; σαφῶς φ. τοῖς βουλομένοις συνιέναι Aeschin.1.129; of teachers, Antipho 6.13, Pl.Tht.180b; of oracles, Ar.Eq.1048, Pl.46, Pl.Lg.923a, etc.; of letters, Plu.Cic.15: abs., τοῦτο φράζει ὅτι this signifies that... X.Smp.8.30. b cultivate style or phrasing, opp. αὐτὸ τὸ γράφειν, Duris 1 J. 3 c. dat. pers. et inf., tell one to do so and so, ἵνα γάρ σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι Il. 10.127; δὴ γάρ μοι ἐπέφραδε . . Κίρκη (sc. ἰέναι) Od.10.549; τοῖς ἀνθρώποισι φ. σιγᾶν Ar.Pax98 (anap.); τὰ ὅπλα ὑπολαβεῖν Th.6.58, cf. 3.15. 4 abs., give counsel, advise, suggest, δόλος ἦν ὁ φράσας S.El.197 (lyr.). II Med. and Pass., indicate to oneself, i.e. think or muse upon, consider, ponder, Ep., Ion., Trag., but not in Att. Prose; εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλῃσθα Il.1.554; φράζεσθαι βουλήν, βουλάς, 18.313, Od.11.510; ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ἀμείνω Il.9.423; πάντα μετὰ φρεσίν Hes.Op.688; θυμῷ Il.16.646; ἐφράσθη καὶ ἐς θυμὸν ἐβάλετο Hdt.1.84; πρὸς ταῦτα φράζου bethink thee, S.El.383; ἀμφὶς φ. to think differently, Il.2.14: folld. by εἰ c. fut. indic., consider whether... 1.83, Od.10.192. 2 purpose, plan, contrive, φ. τινὶ κακά, θάνατον, ὄλεθρον, 2.367, 3.242, 13.373; μέγ' ὄνειαρ 4.444; ἐσθλά Il.12.212; φράσσατο Πατρόκλῳ μέγα ἠρίον 23.126; φράσσεται ὥς κε νέηται will contrive how... Od.1.205; φ. ὅπως ὄχ' ἄριστα γένοιτο 3.129, cf. S.Aj.1041. 3 c. acc. et inf., think, suppose, believe, imagine that... Od.11.624; οὐκ ἐφράζετο δυνατὸς εἶναι Hdt.3.154. 4 perceive, observe, οἷον ἐγὼν οἰωνὸν . . ἐφρασάμην Od.17.161; τὴν (sc. τὴν οὐλὴν) ἀπονίζουσα φρασάμην 23.75; with a part., τὸν δὲ φράσατο προσιόντα Il.10.339, cf. 23.453: later c. gen., χειμῶνος Arat.745; πομπᾶς Theoc.2.84: rarely c. part., ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων οὐ φράζεται marks not that he will die, Pi.I.1.68. 5 watch, guard, (ὀρσοθύρην) Od.22.129. 6 beware of, ξύλινον λόχον Orac. ap. Hdt. 3.57: freq. in imper., φράζευ κύνα cave canem, Ar.Eq.1030 (hex.); φράσσαι κυναλώπεκα μή σε δολώσῃ ib.1067 (hex.); φράζεο δή, μὴ . . μάρψῃ Id.Pax 1099 (hex.), cf. Call.Lav.Pall.52: c. inf., φράζου μὴ πόρσω φωνεῖν S.El.213 (lyr.): abs., φράζου take care! A.Eu.130. (Perh. cf. Lith girdziù 'I hear', inf. girdēti.)

German (Pape)

[Seite 1302] zeigen, anzeigen, darlegen, angeben, von Hom. an häufige Homerische Formen: activ. aor. 1. φράσε Odyss. 11, 22, oft redupl. aor. 2., ἐπέφραδον Iliad. 10, 127, ἐπέφραδεν, πέφραδε, πεφράδοι Iliad. 14, 335, imperat. πέφραδε, πεφραδέμεν Odyss. 7, 49, πεφραδέειν Odyss. 19, 477; medium praes., φράζεαι, φραζώμεθα, imperat. φράζεο, φράζεσθαι u. s. w., imperf., φραζέσθην Odyss. 13, 373, φράζετο Iliad. 16, 646, φραζόμεθα Odyss. 3, 129, aor. 1. ἐφρασάμην, fut., φράσσεται, φράσομαι; pass. aor. in medialer Bedeutung, ἐφράσθης Odyss. 19, 485. 23, 260. Nach Homer aor. 1. activ. häufiger, Hymn. Hom. Ven. 128 Merc. 442 Hesiod. frgm. 29 Pind. I. 4, 38 Herodot. 7, 213; dazu praes. activ., φράζει Herodot. 6, 100, imperf. ἔφραζε 4, 113; perf. πέφρακα Isocrat. Philipp. p. 101; fut. φράσεις Aristoph. Vesp. 335, φράσων Soph. Tr. 1122; perf. med. πέφρασμαι Aeschyl. Suppl. 438; perf. pass. πέφρασται Isocrat. Ἀντιδ. §. 195, τὸ μήπω πεφρασμένον Isocrat. Περὶ τοῦ ζεύγ. p. 355; praes. pass. μαθεῖν τὰ φραζόμενα καὶ δεικνύμενα Xen. Cyrop. 4, 3,11. Das med. ist in Att. Prosa nicht gebräuchlich. – Das activ. hat bei Hom. nach Aristarchs Ansicht überall die Bedeutung »anzeigen«, διασημαίνειν, indicare, niemals die Bedeutung »sagen«, εἰπεῖν, und eben so wenig die Bedeutung des physischen »Zeigens«. welche denn doch wohl die ursprüngliche gewesen sein wird, und welche man versucht sein könnte in mehreren Homerischen Stellen anzunehmen, z. B. in der berühmten Stelle Iliad. 14, 500 ὁ δὲ φὴ κώδειαν ἀνασχών πέφραδέ τε Τρώεσσι καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα, er hob den Kopf wie eine κώδεια in die Höhe, zeigte ihn den Troern und sprach. Man vgl. z. B. Odyss. 7, 22. 29. 49, ὦ τέκος, οὐκ ἄν μοι δόμον ἀνέρος ἡγήσαιο Ἀλκινόου, τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε πάτερ, δόμον ὅν με κελεύεις δείξω, οὗτος δή τοι, ξεῖνε πάτερ, δόμος, ὅν με κελεύεις πεφραδέμεν; warum könnte hier πεφραδέμεν nicht das physische »zeigen« sein? – Daß φράζω bei Hom. niemals »sagen« heißt, ist unzweifelhaft. Odyss. 1, 273 heißt μῦθον πέφραδε πᾶσι »lege Allen den Sachverhalt dar«, »zeige an«, nicht »sprich das Wort«. Aehnlich πέφραδε μῦθον oder μύθῳ Odyss. 8, 142, welchen Vers übrigens nach Schol l. Didym. Zenodot, Aristophanes Byz. und Aristarch nicht kannten. – Das medium heißt »sich Etwas zeigen«, »sich Etwas anzeigen«, d. h. wahrnehmen, finden, erfinden, entdecken, ersinnen, überlegen, denken. Man kann dies »wahrnehmen« bei Hom. wohl überall vom rein Geistigen verstehn; doch sind auch hier wieder einige Stellen, wo es vielleicht eben so gut vom Physischen verstanden werden kann, z. B. Iliad. 10, 339 τὸν δὲ φράσατο προσιόντα Ὀδυσεύς. – Iliad. 1, 83 schrieb Zenodot σὺ δὲ φράσον εἴ με σαώσεις, »zeige mir an, ob du mich schützen wirst«, Aristarch dagegen σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις, »überlege es dir, ob du mich schützen wirst«, s. Scholl. Aristonic. Über die ganze Aristarchische Lehre von der Bedeutung des Wortes s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 84. – Neben δεικνύναι H. h. Ven. 128; ἐς χῶρον, ὃν φράσε Κίρκη Od. 11, 22; vgl. Il. 23, 138; ᾑ οἱ Ἀθήνη πέφραδε δῖον ὑφορβόν Od. 14, 3; σήματα πέφραδε, 19, 250. 23, 206. 24, 346; τῇ χειρὶ φράζειν, mit der Hand andeuten, ein Zeichen geben, Her. 4, 113; φράσσατέ μοι δόμους, zeiget sie mir, Pind. P. 4, 117; kundmachen, θεοῖσι δὲ πᾶσι μετελθὼν πεφράδοι Il. 14, 335; λόγον τινί, Pind. Ol. 2, 66; εἰ ῥητὸν φράσον Aesch. Prom. 767; σοὶ πρῶτον, Ἰοῖ, πολύδονον πλάνην φράσω 790; Soph. Phil. 49 u. sonst, wie Eur.; in Prosa, ἔφρασαν οὐδὲν τοῖσι ἀγγέλοις Her. 9, 10; ἔφρασέ οἱ τὴν ἀτραπόν 7, 213; φράζει αὐτοῖς πάντα τὰ παρεόντα πρήγματα 6, 100; φράσαι κάλλιστα περί τινος, Isocr. 2, 41; Plat. Polit. 262 c; τὰ τοιαῦτα τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ σχολῆς φράζουσιν Theaet. 180 b; φράζε Λυσίᾳ ὅτι Phaedr. 278 b; τόδε δέ μοι φράζε ἔτι σαφέστερον Legg. I, 626 b; ἀλλ' ἐγὼ πειράσομαι φράσαι ὅ γέ μοι φαίνεται εἶναι ἡ ῥητορική Gorg. 463 e; Xen. u. A.; ἔπεμψεν ἐπιστολὴν φράζο υσαν ὡς μὴ δέοι Plut. Timol. 7; – c. inf., befehlen, hei ßen, ἵνα γάρ σφιν ἐπέφραδον ἠγερέεσθαι Il. 10, 127; Od. 8, 68; absolut, c. dat. der Person, δὴ γάρ μοι ἐπέφραδε πότνια Κίρκη 10, 549; vgl. Aesch. Eum. 593; einen Rath geben, eingeben, Soph. El. 190; vom Orakel, Ar. Equ. 1037 Plut. 46. – Häufig bei Dichtern und Her. im med. φράζομαι, φραζέσκετο H. h. Apoll. 19. 485, ἐφρασάμην, ἐφράσθην, πέφρασμαι; εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλῃσθα Il. 1, 554; οὐ γὰρ ἔτ' ἀμ φὶς ἀθάνατοι φράζονται 2, 14, verschiedener Meinung sein; ἐπίφρονι βουλῇ φραζόμεθ' Ἀργείοισιν ὅπως ὄχ' ἄριστα γένοιτο Od. 3, 129; 17, 279. 20, 43. 23, 122; Aesch. Ch. 111. 585; Soph. Ant. 1035; Eur. u. Ar.; φράζεσθαι βουλάς, Od. 11, 510; θυμῷ Il. 16, 646; ὄφρ' ἄλλην φράζωνται ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν 9, 423; μετὰ φρεσίν Hes. Op. 688; σοὶ κακὰ φράζονται, sie ersinnen dir Übles, Od. 2, 367; φραζέσθην μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ὄλεθρον 13, 373; ἡμῖν φραζομένη θάνατον 24, 127; ὄνειαρ 4, 444; τινὶ ἠρίον, Einem ein Grabmahl zu setzen beschließen, Il. 23, 126; αὐτὸς ἐγὼ φράσομαι ἔργον τε ἔπος τε 15, 234; τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ' ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην Od. 5, 188; φράσσεται, ὥς κε νέηται 1, 205; meinen, sich einbilden, οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλον φράζετο τοῦδέ τί μοι χαλεπώτερον εἶναι ἄεθλον 11, 624; bemerken, wahrnehmen, τὸν δὲ φράσατο προσιόντα, Il. 10, 339; 15, 671. 23, 450. 453. 24, 352 Od. 17, 161; ἐφράσθη καὶ εἰς θυμὸν ἐβάλετο Her. 1, 84, vgl. 5, 92. 7, 46. 9, 19; – erkennen, einsehen, begreifen, οἱ δ' ἐπεὶ ἀλλήλους εἶδον, φράσσαντό τε πάντα Od. 10, 453; εὖ νυ καὶ αὐτὸς ἐγὼ φράσομαι καὶ εἴσομ' ἑκάστην 19, 501; vgl. 21, 222. 12, 75. 114; τὶ ὀφθαλμοῖς, 24, 217; τὶ θυμῷ, 24, 391; beobachten, im Auge behalten, 22, 129; sich wovor hüten, φράσσασθαι ξύλινον λόχον Orac. bei Her. 3, 57; Pind. I. 1, 68; ἐφράσθη N. 5, 34; λάβε, φράζου Aesch. Eum. 125; c. gen., voraussehen, ahnen, Arat. 744 χειμῶνος ἐφράσσατο.

Greek (Liddell-Scott)

φράζω: ποιητ. παρατ. φράζον Πινδ. Ν. 1. 93· μέλλ. φράσω Ἀττι.· ― ἀόρ. α΄ ἔφρᾰσα Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀφρ. 128, εἰς Ἑρμ. 442, Ἡρόδ., κλπ.· Ἐπικ. φράσα Ὀδ Λ. 22· φράσσα Πινδ. Π. 4. 208· ― πρκμ. πέφρᾰκα Ἰσοκρ 101Α· ― Ἐπικ. ἀόρ. β΄ πέφρᾰδον, ἐπέφραδον ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ γ΄ προσ. (ἐν Ὀδ. Α. 273., Θ. 142, πέφραδε εἶναι προστ.) εὐκτ. πεφράδοι Ἰλ. Ξ 335· ἀπαρ. πεφραδέειν, πεφραδέμεν Ὀδ. Τ 477., Η 49· α΄ πρόσωπ. ἐπέφραδον μόνον ἐν Ἰλ. Κ. 127· ― Μέσ. καὶ παθ. φράζομαι. Ἐπικ. προστ. φράζεο, φράζευ Ἰλ. Ε. 440., Ι. 251· ἀπαρ. φράζεσθαι (ἐν χρήσει ἀντὶ προστ.) Ὀδ. Α. 294· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. παρατ φράζετο. φραζέσκετο Λ. 624, Ὕμν Ὁμηρ. εἰς Ἀπολλ. 346 ― μέλλ. φράσομαι Ἰλ. Ο. 234, Ἐπικ. φράσσομαι Ὀδ. Π. 238 ― ἀόρ. α΄ ἐφρασάμην Ρ. 161, Ἐπικ. φρασάμην Ψ. 75· γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. ἐφράσσατο, φράσσαντο Δ. 529, Ἰλ. Ο. 671· προστ. φράσαι Ὀδ. Ω. 331. Ἐπικ. γ΄ ἑνικ τῆς ὑποτ. φράσσεται αὐτόθι 217· Ἐπικ. ἀπαρ. φράσσασθαι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57. ― ἀόρ. παθ. ἐφράσθην Ὀδ. Τ. 485., Ψ. 260, Ἡρόδ. 1. 84. Εὐρ. Ἑκ. 546· ― παθητ. πρκμ. πέφρασμαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 437, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 209· μετοχ., προπεφραδμένος Ἡσ Ἔργ κ Ἡμ. 653. ― Ὁ μέσ. ἀόρ. εἶναι κυρίως Ἑπικ. εἰ καὶ ἀπαντᾷ ὡσαύτως παρὰ Σόλωνι 4. 4., 31 1, ἐν Ἀρχιλόχῳ 88, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 113, ἐν Εὐρ. Μηδ. 653. (Ἐκ τῆς √ΦΡΑΔ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ πέφραδον καὶ ταῖς λέξεσι φραδή, φραδής, φράδμων, φραδμοσύνη). Δεικνύω, ὑποδεικνύω, δηλῶ (ἡ μόνη σημασία τῆς λέξ. παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ.), ἐς χῶρον ὃν φράσε Κίρκη Ὀδ. Λ. 22, πρβλ Ἰλ. Ψ, 138. ᾗ οἱ Ἀθήνη πέφραδε δῖον ὑφορβὸν Ὀδ. Ξ 3· σήματ’…, τά οἱ ἔμπεδα πέφραδ’ Ὀδυσσεύς, ἔδειξε, Τ. 250, Ψ. 206· μῦθον πέφραδε πᾶσιν, δεῖξον, κάμε γνωστὸν τὸ λόγον εἰς πάντας, κατ’ Εὐστάθ. «πέφραδε ἀντὶ τοῦ εἰπέ», Α. 273, πρβλ. Θ. 142· οὕτω, δεῖξε καὶ ἔφρασε Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἐρμ. 128· φράσσατέ μοι δρόμους, δείξατέ μοι..., Πινδ. Π. 4. 207· ἔφρασε τὴν ἀτραπὸν Ἡρόδ. 7. 213· ἀπολ., φωνῆσαι μὲν οὐκ εἶχε, τῇ δὲ χειρὶ ἔφραζε ὁ αὐτ. 4. 113· ἀντὶ φωνῆς φράζε... χερὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1061. 2) κυρίως, δεικνύω, δηλῶ, ἐξηγοῦμαι, φανερώνω, λέγω, διακηρύττω, ἐκφράζομαι, λόγον, ἔπος, ὄνομα Πίνδ. Ο. 2. 108, Αἰσχύλ. Πέρσ. 173, Ἱκέτ. 319· φρ. τινί τι Ἡρόδ. 6. 100· ἑλοῦ γάρ, ἢ πόνων τὰ λοιπά σοι φράσω σαφηνῶς, ἢ τὸν ἐκλύσοντ’ ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 781· τι πρός τινα Ἡρόδ. 1. 68, Ἀριστοφ. Νεφ. 359, κλπ.· μετὰ διπλ. αἰτ., φρ. τινά τι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 107· φρ. τι Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 267C· ὡσαύτως, περί τινος Ἰσοκρ. (ἔνθ’ ἀνωτ.)· ἐπί τινος ὁ αὐτ. 419D· ἔτι καὶ μετὰ γεν., λέγω περί τινος, τῆς μητρὸς ἥκω τῆς ἐμῆς φράσων, ἐν οἷς νῦν ἐστι Σοφ. Τραχ. 1122 (πρβλ. εἰπὲ δέ μοι πατρός... εἰ... Ὀδ. Λ. 174)· ὡσαύτως ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, φρ. ὅτι... Λυσίας 94. 30, Πλάτ., κλπ.· φρ. ὡς δεῖ Ξεν. Οἰκ. 16. 8· φρ. οἷ ἐπορσύνθη κακὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 267, πρβλ. Πρ. 995, κλπ.· σπανίως μετὰ μετοχ., φρ. πόσιν ἔνδον ἐόντα Ὀδ. Τ. 477· ᾖ οἱ Ἀθήνη πέφραδε δῖον ὑφορβὸν (ἐξυπακ. ἐόντα) Ξ. 3, πρβλ. Η. 49· ― ἀλλὰ διαφέρει ἀείποτε τοῦ λέγω, ὡς σημαῖνον πλέον τι ἢ τὸ ἁπλῶς λέγειν (ἴδε ἐν λ. λαλέω), φράσον, ἅπερ γ’ ἔλεξας, ἐξήγησον, διασαφήνισον ἅπερ ἔλεξας, Σοφ. Φιλ. 559· φράζε δὴ τί φῂς ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Συρ. 655· φράζουσιν ἃ λέγει Ξεν. Ἀν. 2. 4, 18· φανερώτερον, φ. λόγῳ Σοφ. Φιλ. 49, Πλάτ. Νόμ. 814C· οὐχ ἁπλῶς εἰπεῖν, ἀλλὰ σαφῶς φράσαι περὶ αὐτῶν Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 124, πρβλ. τὸν αὐτ. 404 ἐν τέλει· εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τῶν διδασκόντων, Ἀντιφῶν 143. 3, Πλάτ. Θεαίτ. 180Β· ἐπὶ μαντείων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1048, Πλοῦτ. 46, Πλάτ. Νόμ. 923Α, κλπ.· ἐπὶ ἐπιστολῶν, Πλουτ. Κικ. 15· ― ἀπολ., τοῦτο φράζει, τοῦτο σημαίνει... Ξεν. Συμπ. 8. 30. 2) μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., λέγω ἢ ὁδηγῶ τινα νὰ πράξῃ τι, ἵνα γάρ σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι Ἰλ. Κ. 127, πρβλ. Ὀδ. Θ. 68· δὴ γάρ μοι ἐπέφραδε... Κίρκη (ἐξυπακ. ἰέναι) Κ. 549· σιγᾶν φ. τινὶ Ἀριστοφ. Εἰρ. 98· τὰ ὅπλα ὑπολαβεῖν Θουκ. 6. 58, πρβλ. 3. 15· σπανίως μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ ἀπαρ., Θεόκρ. 25. 47. 3) ἀπολ., δίδω γνώμην, συμβουλεύω, Σοφ. Ἠλ. 197, Αἰσχίν. 18. 17. ΙΙ. Μέσ. καὶ παθ., δεικνύω ἢ δηλῶ πρὸς ἐμαυτόν, δηλ. σκέπτομαι περί τινος, κρίνω, συλλογίζομαι, συζητῶ κατ’ ἐμαυτόν, τι παρ’ Ὁμ., Ἡρόδ. καὶ Ἀττικ. ποιηταῖς· ἀλλ’ οὐχὶ καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζολόγοις. εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ’ ἐθέλησθα Ἰλ. Α. 554· φράζεσθαι βουλήν, βουλὰς Σ. 313, Ὀδ. Λ. 510· ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ἀμείνω Ἰλ. Ι. 423· μετὰ φρεσὶν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 686· θυμῷ πολλὰ μάλ’ ἀμφὶ φόνῳ Ἰλ. Π. 646· ἐφράσθη καὶ ἐς θυμὸν ἐβάλετο Ἡρόδ. 1. 84· ― ἀμφὶς φράζονται, διάφορα φρονοῦσι, διχογνωμοῦσιν, Ἰλ. Β. 14. συχνάκ. ἕπεται πρότασις διὰ τοῦ εἰ μετὰ μέλλ. ὁριστ., σὺ δὲ φράσαι, εἴ με σαώσεις, «λόγισαι, σκέψαι ὅπως μὲ σώσῃς» (Σχόλ.), Α. 83, Ὀδ. Κ. 192, πρβλ. Ρ. 279. 2) σκέπτομαι, διανοοῦμαι, σχεδιάζω, ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, φρ. τινι κακά, θάνατον, ὄλεθρον Β. 367, Γ. 242, Ν. 373· μέγ’ ὄνειαρ Δ. 444. ἐσθλὰ Ἰλ. Μ. 212· φράσσατο Πατρόκλῳ μέγα ἤριον Ψ. 126 φράσσεται ὥς κε νέηται, θὰ σκεφθῇ, θὰ ἐπινοήσῃ τρόπον πῶς νά…, Ὀδ. Α. 205· φρ. ὅπως ὄχ’ ἄριστα γένοιτο Γ. 129, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1041. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., σκέπτομαι, ὑποθέτω, νομίζω, πιστεύω, φαντάζομαι ὅτι..., Ὀδ. Λ. 624· οὕτως, οὐκ ἐφράζετο δυνατὸς εἶναι Ἡρόδ. 3. 154· σπανίως μετὰ μετοχῆς, οὐ φράζεται τελέων, δὲν νομίζει ὅτι θὰ ἀποθάνῃ, Πίνδ. Ι. ἐν τέλει. 4) παρατηρῶ, τοῖον ἐγὼν οἰωνὸν... ἐφρασάμην Ὀδ. Ρ. 161· τὴν (ἐξυπακ. τὴν οὐλὴν) ἀπονίζουσα φρασάμην Ψ. 75· μετὰ μετοχῆς, τὸν δὲ φράσατο προσιόντα Ἰλ. Κ. 339, πρβλ. Ψ. 453· ἔφραζες σῆς προκείμενον νέκυν γυναικὸς Εὐρ. Ἄλκ. 1012· ― παρὰ μεταγενεστ. μετὰ γεν., ὡς τὸ αἰσθάνομαι, χειμῶνος Ἄρατ. 745· πομπᾶς Θεόκρ. 2. 84. 5) φυλάττω, παραφυλάττω, ὀρσοθύρην Ὀδ. Χ. 129· ― ὡσαύτως, φυλάττομαι, προφυλάττομαι, προσέχω, ξύλινον λόχον Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57· συχν. ἐν τῇ προστ., φράζευ κύνα, cave canem, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1030· φράσσαι κυναλώπεκα αὐτόθι 1067· ― μετὰ μετοχῆς, φράζου μὴ πόρσω φωνεῖν Σοφ. Ἠλ. 231, πρβλ. Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 52. φράζεο δή, μή... μάρψῃ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1065, πρβλ. Ἱππ. 1067. ― ἀπολ., προσέχω, φράζου Αἰσχύλ. Εὐμ. 130, Σοφ. Ἠλ. 383 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 475.

French (Bailly abrégé)

f. φράσω, ao. ἔφρασα, pf. πέφρακα;
I. primit. mettre dans l’esprit ; faire comprendre, expliquer, indiquer par signe aussi bien que par la parole : σήματα OD indiquer par la parole des signes, des marques (qui montrent qu’on a vu la personne dont on parle) ; διὰ γραμμάτων PLUT faire comprendre ou expliquer par des lettres ; διὰ μαντικῆς XÉN faire comprendre par la divination ; τῇ χειρί HDT faire comprendre par des signes de la main ; μῦθον πᾶσιν OD expliquer clairement à tous ce qu’on veut dire ; φράσον δ’ ἅπερ γ’ ἔλεξας SOPH explique ce que tu as dit ; τοῦτο φράζει XÉN cela signifie ; τινί τι φράζειν, φρ. τι πρός τινα, φρ. τινά τι expliquer qch à qqn;
II. après Homère faire comprendre par la parole :
1 énoncer, exposer, expliquer, acc.;
2 annoncer;
3 confier, raconter;
4 ordonner : τινί avec l’inf. à qqn de faire qch;
5 conseiller;
Moy. φράζομαι (ion. et poét.), f. φράσομαι, ao. ἐφρασάμην et ἐφράσθην, pf. πέφρασμαι : litt. se mettre dans l’esprit ou avoir dans l’esprit, d’où :
I. penser :
1 penser, être d’avis : ἀμφίς IL être d’avis différent;
2 penser, réfléchir : τι à qch ; θυμῷ IL, ἐνὶ φρεσί IL, μετὰ φρεσίν OD réfléchir dans son cœur ; φρ. βουλήν IL, μῆτιν IL méditer un dessein ; avec εἰ, réfléchir pour décider si;
3 méditer : τινι κακά OD, θάνατον OD, ὄλεθρον OD des desseins funestes, la mort, la perte de qqn ; τινι ἠρίον IL d’élever un tombeau à qqn;
II. apprendre : τι ATT qch ; ἐξ ἑτέρων μύθων EUR apprendre par les récits d’autrui;
III. remarquer, s’apercevoir de, acc. ou gén. ; avec un acc. accompagné d’un part. : τινα προσιόντα IL remarquer qqn s’approchant;
IV. considérer, observer, faire attention à, veiller sur : τι ou πρός τι être attentif à qch.
Étymologie: R. Φράδ, parler.

English (Autenrieth)

aor. φράσε, aor. 2 red. (ἐ)πέφραδον, imp. πέφραδε, opt. πεφράδοι, inf. -δέειν, -δέμεν, mid. pres. imp. φράζεο, φράζευ, inf. φράζεσθαι, fut. φρά(ς)σομαι, aor. (ἐ)φρα(ς)σάμην, imp. φράσαι, subj. φράσσεται, pass. aor. ἐφράσθην: point out, show, indicate; w. inf., ἐπέφραδε χερσὶν ἑλέσθαι, showed the blind bard how to take down the lyre with his hands (i. e. guided his hands), Od. 8.68; so ὁδόν, σήματα, μῦθον, ‘make known,’ Od. 1.273; mid., point out to oneself, consider, ponder, bethink oneself, foll. by clause w. εἰ, ὡς, ὅπως, μή, Il. 4.411; devise, plan, decree (of Zeus), βουλήν, μῆτιν, κακά τινι, Od. 2.367: perceive, note, w. acc.; w. part., Il. 10.339; inf., Od. 11.624; ‘look to,’ Od. 22.129.

English (Slater)

φράζω (φράζων: impf. φράζε: aor. ἔφρᾰσεν; φράσσατε; φρᾰσαις; φρᾰσαι: med. φράζεται: aor. φρασάμαν: pass. aor. pro med., φράσθη: φρ except (O. 13.11) )
   a declare, expound δικάζει τις, ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ (O. 2.60) καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; (O. 2.100) ἀλλ' ἐμὲ χρὴ μναμοσύναν ἀνεγείροντα φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον (O. 8.74) ἔχω καλά τε φράσαι (O. 13.11) ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ, ποίαις ὁμιλήσει τύχαις (N. 1.61) αὐτοῦ (= Αἴαντος) πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν (sc. Ὅμηρος) (I. 4.38) υἱοῖσί τε φράζων παραινεῖ (sc. τοῦτ' ἔπος) (I. 6.68) ]παντα σφιν ἔφρα[ς (Pae. 8.86)
   b show “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι” (P. 4.117)
   c med. & aor. pass., consider ὁ δ' εὖ φράσθη κατένευσέν τε οἱ ὀρσινεφὴς ἐξ οὐρανοῦ Ζεὺς (N. 5.34) c. part., ψυχὰν Ἀίδᾳ τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν (I. 1.68) frag., ]φρασάμαν μόνος ?fr. 345. 8.

English (Strong)

probably akin to φράσσω through the idea of defining; to indicate (by word or act), i.e. (specially), to expound: declare.

English (Thayer)

1st aorist imperative φράσον; from Homer down; to indicate plainly, make known, declare, whether by gesture (φωνῆσαι μέν οὐκ εἶχε, τῇ δέ χειρί ἐφραζεν Herodotus 4,113), or by writing or speaking, or in other ways; to explain: τίνι τήν παραβολήν, the thought shadowed forth in the parable, R G T Tr text); Sept. for הֵבִין, הורָה, Job 12:8.)

Greek Monolingual

(I)
και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α
1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.)
2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.)
3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ' ἔλεξας», Σοφ.)
4. σημαίνω, υποδηλώνω («τοῦτο δὲ φράζει ὅτι ἥδεται δὲ τ' ἀκούων», Ξεν.)
5. συμβουλεύωδόλος ἦν ὁ φράσας, ἔρος ὁ κτείνας», Σοφ.)
6. (μέσ. και παθ.) φράζομαι
α) συλλογίζομαιεὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλησθα», Ομ. Ιλ.)
β) επινοώ, μηχανεύομαιφράσσεται ὥς κε νέηται», Ομ. Οδ.)
γ) φαντάζομαι, υποθέτω («οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλον φράζετο τοῦδε γέ μοι κρατερώτερον εἶναι ἄεθλον», Ομ. Οδ.)
δ) παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι («τὸν δὲ φράσσατο προσιόντα», Ομ. Ιλ.)
ε) παρατηρώ, παραφυλάγω
στ) πληροφορούμαι
7. φρ. α) «ἀμφὶς φράζομαι» — διχογνωμώ (Ομ. Ιλ.)
β) «φράζω τινι τι» και «φράζω τινα τι» και «φράζω τι πρός τινα» — λέω, αναφέρω σε κάποιον κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, που θεωρείται μορφολογικά και σημασιολογικά ικανοποιητική, το ρ. φράζω (< φρᾰδjω) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα φρν- της ρίζας της λ. φρήν με οδοντική παρέκταση -δ- και ενεστ. επίθημα - (βλ. λ. φρην)].
(II)
φράσσω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. φράσσω Ν, και φράττω και ποιητ. τ. φράγνυμι και φάργνυμι και τ. μέσ. φαρκτοῦμαι, -όομαι, Α
1. κατασκευάζω φράχτη, περικλείω, προστατεύω με φράχτη (α. «φράζω το περιβόλι» β. «ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις», Ομ. Ιλ.)
2. βάζω φραγμό, αποφράσσω, εμποδίζω τη διέλευση (α. «έφραξαν τον δρόμο με τα μπάζα» β. «φράξαντες αὐτῶν τὴν ὀπίσω φέρουσαν ὁδόν», Ηρόδ.)
3. κλείνω το στόμιο, βουλλώνω (α. «έφραξε με στουπί την τρύπα του βαρελιού» β. «ἔφραξε τὴν διώρυγα ἡμῶν», πάπ.)
4. φρ. α) «φράζω το στόμα» και «φράττω τὸ στόμα» — κάνω κάποιον να σιωπήσει
νεοελλ.
1. (αμτβ.) αποφράσσομαι, βουλλώνω («έφραξε ο νεροχύτης»)
2. (το ουδ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τα φραγμένα
τα χωράφια που έχουν περίφραξη
3. φρ. «φράζω το στόμα κάποιου»
μτφ. αποστομώνω
μσν.
περιορίζω κάποιον σε έναν χώρο
αρχ.
1. συνάπτω, συναρμολογώ («φράξαντες δόρυ δουρί, σάκος σάκεϊ», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. φράττομαι
ενισχύω τα οχυρά μου
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ πεφραγμένοι
οι οχυρωμένοι, οι έτοιμοι για άμυνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ρ. αβέβαιης ετυμολ., το οποίο δεν φαίνεται να μπορεί να συνδεθεί με τ. άλλων γλωσσών. Από μορφολογική άποψη, το ρ. φράσσω (< φρᾰκjω) έχει σχηματιστεί από ένα θ. φρᾰκ-, που ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα bhrkw- μιας ΙΕ ρίζας, και εμφανίζει ενεστ. επίθημα -. Λόγω της διπλής αντιπροσώπευσης -ᾰρ- / -ρᾰ του φωνηεντικού ř απαντούν συχνά παρλλ. τ., όπως οι φράγμα / φάργμα, φρακτός / φαρκτός, φράξαι / φάρξαι, φράξις / φάρξις. Για την απόδοση του φωνηεντικού ř της ίδιας ρίζας και ως -υρ- / -ρυ- στους τ. φύρκος και φρύκες (βλ. λ. φύρκος) πρβλ. και σφαῖρα: σφῦρα. Ως προς το ουρανικό σύμφωνο του θ., το κλειστό άηχο -κ- τρέπεται στο αντίστοιχο ηχηρό διαρκές -γ- μπροστά από το έρρινο -μ- στα παρ. φράγμα, φραγμός. Λόγω της σπουδαιότητας τών παρ. αυτών και του αριθμού τών σύνθ. με β' συνθετικό -φραγμα, το φραγ- εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο θ., από το οποίο σχηματίστηκαν το ρ. φράγνυμι, ο αόρ. β' -φράγ-ην και το μτγν. ουσ. φραγ-ή. Αντίθετα, η παλαιότερη σύνδεση του ρ. με το λατ. farcio «γεμίζω, παραγεμίζω, μπουκώνω» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, ενώ ούτε και εκείνη με τη λ. φρήν με σημ. «διάφραγμα» θεωρείται πιθανή. Τέλος, ο νεοελλ. τ. φράζω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔφραξα, κατά το σχήμα κράζω: έκραξα].

Greek Monotonic

φράζω: (√ΦΡΑΔ)· ποιητ. παρατ. φράζον, μέλ. φράσω, αόρ. αʹ ἔφρᾰσα, Επικ. φράσα, ποιητ. επίσης φράσσα· παρακ. πέφρᾰκα. Επικ. αόρ. βʹ πέφρᾰδον, ἐπέφραδον, προστ. πέφραδε, γʹ ενικ. ευκτ. πεφράδοι, απαρ. πεφραδέειν, πεφραδέμεν — Μέσ., Επικ. προστ. φράζεο, φράζευ· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. φράζετο, φραζέσκετο· μέλ. φράσομαι, Επικ. φράσσομαι, αόρ. αʹ ἐφρασάμην, Επικ. φρασάμην, γʹ ενικ. και πληθ. ἐφράσσατο, φράσσαντο· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. φράσσεται, Επικ. απαρ. φράσσασθαι — Παθ., (με την ίδια σημασία όπως στη Μέσ.), αόρ. αʹ ἐφράσθην, παρακ. πέφρασμαι·
I. 1. δηλώνω, δείχνω, προσδιορίζω, σε Όμηρ.· μῦθον πέφραδε πᾶσιν, κάνε το γνωστό σε όλο τον κόσμο, σε Ομήρ. Οδ.· ἔφρασε τὴν ἀτραπόν, σε Ηρόδ.· φωνῆσαι μὲν οὐκ εἶχε, τῇ δὲ χειρὶ ἔφραζε, στον ίδ.
2. φανερώνω, δηλώνω, εξηγώ, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν., λέω για κάποιον, σε Σοφ. κ.λπ.· διαφέρει από το λέγω όπως η εξήγηση, διασαφήνιση από την απλή ομιλία.
3. με δοτ. προσ. και απαρ., λέω σε κάποιον να κάνει κάτι, σε Όμηρ., Θουκ.
4. απόλ., παρατηρώ, συμβουλεύω, σε Σοφ., Αισχίν.
II. 1. Μέσ. και Παθ., υποδεικνύω στον εαυτό μου, δηλ. σκέφτομαι ή συλλογίζομαι, θεωρώ, κρίνω, συζητώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ἀμείνω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμφὶς φράζω, σκέφτομαι διαφορετικά, στο ίδ.
2. σκέφτομαι, διανοούμαι, μηχανώμαι, επινοώ, σχεδιάζω, φράζω τινὶ θάνατον, σε Όμηρ.· φράσσεται ὥς κε νέηται, θα σκεφτεί με ποιο τρόπο..., σε Ομήρ. Οδ.
3. με αιτ. και απαρ., σκέφτομαι, υποθέτω, πιστεύω, φαντάζομαι ότι..., στο ίδ., Ηρόδ.
4. σημειώνω, βλέπω, παρατηρώ, σε Όμηρ.· με γεν., όπως αἰσθάνομαι, σε Θεόκρ.·
5. παρακολουθώ, προστατεύω, σε Ομήρ. Οδ.· φυλάσσομαι, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· φράζευ κύνα, Λατ. cave canem, σε Αριστοφ.· με απαρ., φράζου μὴ φωνεῖν, πρόσεχε να μη μιλήσεις, σε Σοφ.· ομοίως απόλ., προσέχω, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φράζω: (aor. ἔφρᾰσα - эп. φράσα и ἔφρασσα, эп. aor. 2 (ἐ)πέφραδον, pf. πέφρᾰκα; med.: aor. ἐφρασάμην и ἐφράσθην - эп. φρασάμην и ἐφρασσάμην, fut. φράσομαι - эп. φράσσομαι, pf. πέφρασμαι)
1) указывать, объяснять (οὐχ ἁπλῶς εἰπεῖν, ἀλλὰ σαφῶς φράσαι Isocr.): φ. τί τινι, πρός τινα и τινά Her., Isocr., Arph.; объяснять что-л. кому-л.; σήματα φ. Hom. перечислять признаки; φ. τῇ χειρί Her. делать знак(и) рукой, объяснять жестами; φράσαι τὴν ἀτραπὸν τὴν φέρουσαν ἐς Θερμοπύλας Her. указать тропинку, ведущую в Фермопилы; φράζε δὴ τί φής или φράσον δ᾽ ἅπερ ἔλεξας Soph. объясни же, что ты говоришь; πυνθανομένοις τι διὰ μαντικῆς φ. Xen. давать вопрошающим прорицания; φράσαι διὰ τῶν γραμμάτων Plut. изложить письменно;
2) говорить, сообщать, объявлять: μῦθον πέφραδε πᾶσι Hom. объяви всем; φράζει, ὅτι ἔνδον ἐστί Lys. (она) сообщает (мне), что (он) здесь; εἰ ῥητόν, φράσον Aesch. если можно, скажи; τῆς μητρὸς ἥκω τῆς ἐμῆς φράσων ἐν οἷς νῦν ἐστιν Soph. я пришел рассказать (тебе), что с моей матерью; φ. τινὶ πάντα τὰ παρεόντα πρήγματα Her. сообщать кому-л. все о положении дел;
3) подсказывать, советовать (ἔρος ἦν ὁ φράσας Soph.);
4) приказывать, распоряжаться (τινι ποιεῖν τι Thuc., Xen.);
5) med. узнавать, получать сведения: ἐξ ἑτέρων μῦθον ἔχειν φράσασθαι Eur. узнать (о чем-л.) из чужих рассказов; φράζευ λογίων ὁδόν Arph. пойми смысл (вещих) слов;
6) med. узнавать, распознавать (τινά или τι Hom.);
7) med. замечать, видеть (τινα или τι Hom.): τὸν φράσατο προσιόντα Hom. (Одиссеи) заметил приближающегося человека;
8) med. внимательно осматриваться, остерегаться (φράσσασθαι λόχον Her.): φράζου μὴ πόρσω φωνεῖν Soph. смотри, ни слова больше; φράσσαι τινά, μὴ σε δολώσῃ Arph. берегись, как бы кто-л. тебя не перехитрил;
9) med. думать, размышлять: φράζεσθαί τι θυμῷ или ἐνὶ φρεσί Hom. обдумывать что-л. про себя; ἀμφὶς φράζεσθαι Hom. расходиться в мнениях;
10) med. замышлять, задумывать (κακά τινι, τινι ὄλεθρον Hom.): φράσσασθαι ἠρίον τινί Hom. задумать (воздвигнуть) гробницу кому-л.

Middle Liddell

[Root !φραδ]
I. to point out, show, indicate, Hom.; μῦθον πέφραδε πᾶσιν make known the word to all, Od.; ἔφρασε τὴν ἀτραπόν Hdt.; φωνῆσαι μὲν οὐκ εἶχε, τῆι δὲ χειρὶ ἔφραζε Hdt.
2. to show forth, tell, declare, Hdt., attic: c. gen. to tell of, Soph., etc.:—it differs from λέγω, as telling, declaring from simply speaking.
3. c. dat. pers. et inf. to tell one to do so and so, Hom., Thuc.
4. absol. to give counsel, advise, Soph., Aeschin.
II. Mid. and Pass. to indicate to oneself, i. e. to think or muse upon, consider, ponder, debate, Hom., etc.; ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ἀμείνω Il.; ἀμφὶς φρ. to think differently, Il.
2. to think of, purpose, contrive, devise, design, φ. τινι θάνατον Hom.; φράσσεται ὥς κε νέηται will contrive how . . , Od.
3. c. acc. et inf. to think, suppose, believe, imagine that . . , Od., Hdt.
4. to remark, perceive, observe, Hom.; c. gen., like αἰσθάνομαι Theocr.
5. to watch, guard, Od.:— to beware of, Orac. ap. Hdt.; φράζευ κύνα cave canem, Ar.;—c. inf., φράζου μὴ φωνεῖν take heed not to speak, Soph.:—so absol. to take heed, Aesch., Soph.

Chinese

原文音譯:fr£zw 弗拉索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:釋明 相當於: (בִּין‎)
字義溯源:指示^,宣告,講明,講解,解釋;或源自(φράσσω)=阻隔,闡明),而 (φράσσω)出自(φρήν)=心思,悟性*)。參讀 (ἀγγέλλω)同義字
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 講解⋯罷(1) 太15:15

English (Woodhouse)

ponder, brood on, contemplate mentally, cudgel one's brains, meditate on, ponder on, rack one's brains, reflect on, reflect upon, take into consideration, think of, wrack one's brains

⇢ Look up "φράζω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)