καρπός

From LSJ
Revision as of 15:30, 5 April 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="title">NT</span>" to "NT")

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπός Medium diacritics: καρπός Low diacritics: καρπός Capitals: ΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: karpós Transliteration B: karpos Transliteration C: karpos Beta Code: karpo/s

English (LSJ)

(A), ὁ, A fruit, in Hom. and Hes. (only in sg.), usually of the fruits of the earth, corn, ἀρούρης κ. Il.6.142; κ. δ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα Hes.Op.117; κ. Δήμητρος Hdt.1.193, etc.; Δηοῦς Ar.Pl.515; κ. ἀρούρης, also of wine, Il.3.246; ἀμπέλινος κ. Hdt.1.212; so κ. alone, Ar. Nu.1119 (codd. and Sch.); but of corn, opp. Βάκχιον νᾶμα, Id.Ec.14; καρποῦ ξυγκομιδή harvest, Th.3.15; κ. λωτοῖο, κρανείης, Od.9.94, 10.242; μελιηδέα κ., of grapes, Il.18.568; κ. ἐλαίας Pi.N.10.35; τὸν ἐπέτειον κ. the crops of the year, Pi.P.470b: generally, produce, κ. ὑγρός, of honey, Porph.Abst.2.20; also κ. εὐανθὴς μήλων, of wool, Opp.H.2.22: pl., καρπῶν ἐστερήθητε διξῶν robbed of two years' produce, Hdt. 8.142; καρπῶν ἀτελεῖς Id.6.46; κ. ὑγροὶ καὶ ξηροί produce of trees and fields, X.Oec.5.20; ξύλινοι, σιτικοὶ κ., Str.5.4.2; of fruits offered in sacrifice, BMus.Inscr.975.7 (Amathus), cf. κάρπωσις 11; also of taxes paid in kind, opp. Χρυσικά, PHib.1.47.5 (iii B.C.), al. 2 seed, X.Oec.16.12; defined as seed with seed-vessel, Thphr.HP1.2.1. 3 of children, Δῖοι κ. offspring of Zeus, E.Ion922 (lyr.). II returns, profits, οἱ κ. οἱ ἐκ τῶν ἀγελῶν γενόμενοι X.Cyr.1.1.2; τῶν ἀνηλωμένων… τοὺς κ. Is.5.29. III of actions, fruit, profit, εἰ κ. ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου if his oracles shall bear fruit, i.e. be fulfilled, A. Th.618; γλώσσης ματαίας κ., i. e. curses, Id.Eu.831 codd.; ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν, κ. οὐ κομιστέος Id.Th.600; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι S.Fr.834, cf. Pl.Phdr.260d: freq. in Pi., κ. ἐπέων οὐ κατέφθινε, i. e. poesy, I.8(7).50; κ. φρενῶν wisdom, P.2.74; κ. φρενός, of his own ode, O.7.8; ἥβας κ., of the bloom of youth, ib.6.58, P.9.109; later, reward, profit, ἐπιτηδευμάτων Epicur.Sent.Vat. 27; ὅπου ὁ κίνδυνος μέγας, καὶ ὁ κ. Diog.Oen.27; κ. νίκης Hdn.8.3.6: freq. in NT, κ. εἰρηνικὸς δικαιοσύνης Ep.Hebr.12.11, etc. (Cf. Lat. carpo, Engl. harvest.)
καρπός (B), ὁ, A wrist, Il.24.671, Od.24.398, Hp.Fract.3, Arist.HA 494a2, etc.; ἐπὶ καρπῷ Χερός E.Ion1009; καρποὶ Χειρῶν ib.891, cf. X. Cyr.6.4.2. (Perh. cf. ONorse huerfa 'turn round'.)

German (Pape)

[Seite 1328] ὁ (mit κάρφω zusammenhangend), 1) die Frucht; häufig durch Zusätze näher bestimmt, ἀρούρης, Feldfrucht, Getreide, Il. 6, 142, wie καρπὸν δ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα Hes. O. 117; ἐλαίας Pind. N. 10, 65, wie Aesch. Pers. 609; βύβλο υ Suppl. 772; γαίας καὶ βροτῶν Eum. 867; χρύσεον πετάλων ἄπο μηλοφόρων χερὶ καρπὸν ἀμέρξων Eur. Herc. Fur. 397; Δηοῦς, Getreide, Ar. Plut. 515; vom Weine, μελιηδής Il. 18, 568; Δήμ ητρος Xen. Hell. 6, 3, 6; ἀμπέλινος Her. 1, 212; Feldfrucht, im Ggstz von Wein, Ar. Eccl. 14 Nubb. 1119; δένδρων Plat. Prot. 321 b; τὸν τῶν πυρῶν καὶ κριθῶν καρπόν Menex. 238 a; τοὺς ἐκ τῆς γῆς καρπο ύς Crat. 410 c; τὸν ἐπέτειον καρπόν (collectiv) ἀφαιρεῖσθαι Rep. V, 470 b; Sp., ξύλινοι, σιτικοὶ καρποί, Strab. V, 240; – Fruchtkorn, Samen, Xen. Oec. 16, 11. – Auch die Erzeugnisse der Thierwelt, τοῖς καρποῖς τοῖς γιγνομένοις ἐκ τῶν ἀγελῶν Xen. Cyr. 1, 1, 2, wie die Wolle μήλων εὐανθὴς κ. heißt, Opp. H. 2, 22; Sp. auch Kinder, Hesych. – Übertr. auf Geistiges, Frucht, Nutzen, Vortheil, Erfolg, ἐπέων Pind. I. 7, 45, φρενός, φρενῶν, die Dichtkunst, des Geistes Frucht, Ol. 7, 8 P. 2, 74; ἥβας καρπός P. 9, 114; γλώσσης ματαίας μὴ 'κβάλῃς ἐπὶ χθόνα καρπόν, von bösen Reden, Aesch. Eum. 795; εἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου, wenn sie Erfolg haben, in Erfüllung gehen, Spt. 600; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. frg. 717; δεινῶν ὀδυνῶν καρπός Eur. El. 1346; ποῖόν τινα οἴει τὴν ῥητορικὴν καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Plat. Phaedr. 260 c; ἀποτελεῖ καρπὸν τοῖς γεννήσασι πικρότατον Ep. VII, 336 b; Ertrag von einem Hause, Is. 5, 29; Sp., τῆς ν κης Hdn. 8, 3, 15. – 2) die Handwurzel, die Gegend um die Knöchel, durch welche die Hand mit dem Ellenbogen zusammenhängt, Il. 24, 671 Od. 24, 397 u. öfter; gew. faßt Einer den Andern an diesem Theile bei der Hand; χειρός Eur. Ion 1009, öfter. Vgl. Arist. H. A. 1, 15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. fruit au propre :
1 fruit de la terre ou des plantes, moissons ; p. ext. produit des biens de la terre : ὑγροὶ καὶ ξηροὶ καρποί XÉN les produits liquides (vin, huile) et les produits secs;
2 grain, graine, semence;
3 produit, rejeton d’animal;
4 fig. en parl. d’actions produit, résultat, effet;
II. jointure de la main et du bras, carpe, poignet.
Étymologie: R. Καρπ, cueillir ; cf. lat. carpo.

English (Autenrieth)

(1): fruit of tree, field, or vine, Il. 3.246.
(2): wrist, always ἐπὶ καρπῷ, and with χείρ, Il. 5.458, ς 2, Il. 18.594.

English (Slater)

καρπός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)
   1 fruit ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι (N. 11.39) καρποῦ φθίσιν (Pae. 9.14) met., τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας when he reached maturity (O. 6.58) νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων, γλυκὺν καρπὸν φρενός (O. 7.8) φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον perfect maturity of thought, of the judicial temperament of Rhadamanthus, Gildersleeve (P. 2.74) χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον (P. 9.110) φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ experience Fennel (N. 10.12) γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (τοῖς γὰρ ἀθληταῖς τοῖς τὰ Παναθήναια νενικηκόσι δίδοται ὑδρία ἐλαίου πλήρης Σ.) (N. 10.35) ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε maturing, realization (I. 8.46) καρπὸν δρέποντες fr. 6b. f. ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 8. ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον i. e. wine fr. 124. 3. κακόφρονά τ' ἄμφανεν πραπίδων καρπόν fr. 211. ἀτελῆ σοφίας καρπόν fr. 209.

Spanish

fruto

English (Strong)

probably from the base of ἁρπάζω; fruit (as plucked), literally or figuratively: fruit.

Greek Monolingual

(I)
ο (AM καρπός)
1. βοτ. φυτικό όργανο που προέρχεται από την ανάπτυξη και τον μετασχηματισμό της ωοθήκης ως αποτέλεσμα της γονιμοποίησης και το οποίο περιέχει τα σπέρματα, τά προστατεύει, συντελεί στη διασπορά τους και, σε πολλές περιπτώσεις, ρυθμίζει τον χρόνο της βλάστησής τους
2. καθετί που παράγεται, προϊόνκαρπὸς εὐανθὴς μήλων» — το έριο, Οππ.)
3. (για παιδιά) γέννημα, γόνος («αυτό το παιδί είναι καρπός ενός εφηβικού έρωτα»)
4. το αποτέλεσμα μιας ενέργειας, το επακολούθημα (α. «καρποί μόχθων» β. «γλώσσης ματαίας μὴ 'κβάλῃς ἐπὶ χθόνα καρπὸν φέροντα», Αισχύλ.)
5. κέρδος, ωφέλεια (α. «έδωσαν καρπούς οι προσπάθειές σου» β. «οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῑς λόγοι», Σοφ.)
6. φρ. «καρπός κοιλίας» — το έμβρυο
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι καρποί
(νομ.) οι πρόσοδοι που έχουν οικονομική αξία και που τίς επιφέρει ένα πράγμα ή ένα δικαίωμα είτε άμεσα είτε με βάση μια έννομη σχέση
2. φρ. «ξηροί καρποί» — οι διατηρημένοι και αποξηραμένοι καρποί λόγω του σκληρού τους περιβλήματος, όπως είναι τα αμύγδαλα, τα φιστίκια κ.λπ. β) «απαγορευμένος καρπός»
i) ο καρπός του δένδρου της γνώσεως τον οποίο ο θεός είχε απαγορεύσει να αγγίξουν οι πρωτόπλαστοι
ii) καθετί που επιθυμεί κάποιος πολύ αλλά δεν του επιτρέπεται να το απολαύσει
2. παροιμ. «από τον καρπό γνωρίζεται το δέντρο» — από τα έργα του κρίνεται ο άνθρωπος
μσν.
1. καρποφορία
2. λάφυρο
3. φρ. «ἔχω καρπὸν κοιλίας» — εγκυμονώ
αρχ.
1. το σιτάρι
2. πηγή, προέλευση
3. στον πληθ. οἱ καρποί
οι απολαβές («οἱ καρποὶ οἱ ἐκ τῶν ἀγελῶν γενόμενοι», Ξεν.)
4. φρ. α) «ἐπέων καρπός» — η ποίηση (Πίνδ.)
β) «φρενῶν καρπός» — η σοφία (Πίνδ.)
γ) μτφ. «καρπὸς ἥβης» — οι πρώτες τρίχες του γενιού (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καρπός ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)kr-p- της ΙΕ ρίζας (s)ker-p- «κόβω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. krpāna «ξίφος», λατ. carpō «δρέπω καρπούς, αποκτώ» και πιθ. αρχ. άνω γερμ. herbist «φθινόπωρο». Από τον τ. καρπός σχηματίζονται κύρια ονόματα, απλά όπως Καρπίης, Κάρπων, και σύνθετα όπως Εύκαρπος, Πολύκαρπος. Η λ. ως β' συνθετικό απαντά κυρίως με τη μορφή -καρπος, αλλά και -κάρπιος.
ΠΑΡ. καρπεύω, κάρπιμος, καρπούμαι, καρπώδης
αρχ.
καρπίζω
αρχ.-μσν.
καρπίον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) καρπολόγος, καρποτοκία, καρποφάγος, καρποφθόρος, καρποφόρος
αρχ.
καρπόβρωτος, καρπογένεθλος, καρπογόνος, καρπομανής, καρποποιός, καρποσπόρος, καρποτελής, καρποτόκος, καρποτρόφος, καρποφύλαξ, καρπόφυλλον, καρποφυώ, καρπώνης
αρχ.-μσν.
καρποβάλσαμον, καρποδότης, καρποφορία
μσν.
καρποβλαστώ, καρποβριθώ, καρποδοσία, καρποζιζανιοφόρος, καρποποιητικός, καρποφόρημα, καρποφόρα
μσν.- νεοελλ.
καρπερός
νεοελλ.
καρποκτησία. (Β' συνθετικό) αγλαόκαρπος, άκαρπος, ακρόκαρπος, γλυκύκαρπος, δίκαρπος, επίκαρπος, εύκαρπος, καλλίκαρπος, λεπτόκαρπος, μεγαλόκαρπος, μικρόκαρπος, ολιγόκαρπος, ολόκαρπος, πικρόκαρπος, πυκνόκαρπος
αρχ.
αείκαρπος, αμφίκαρπος, αριστόκαρπος, αυτόκαρπος, βαθύκαρπος, βραδύκαρπος, γυμνόκαρπος, εγκάρπιος, έγκαρπος, ελλοβόκαρπος, εμπεδόκαρπος, εξώκαρπος, επετειόκαρπος, επικάρπιος, επιφυλλόκαρπος, ετερόκαρπος, ηδύκαρπος, κατάκαρπος, κλυτόκαρπος, κωνόκαρπος, λευκόκαρπος, μελάγκαρπος, μυριόκαρπος, ξηρόκαρπος, ομφακόκαρπος, ομφαλόκαρπος, οπισθόκαρπος, οψίκαρπος, πάγκαρπος, πλαγιόκαρπος, πλατύκαρπος, πρωΐκαρπος, πρωτόκαρπος, στελεχόκαρπος, τελεσίκαρπος, τερίκαρπος, τρίκαρπος, υπόκαρπος, φερέκαρπος, φθινόκαρπος, χλοόκαρπος, χρηστόκαρπος, χρυσεόκαρπος, χρυσόκαρπος, ωλεσίκαρπος, ωραιόκαρπος, ωριόκαρπος
νεοελλ.
αδρόκαρπος, ακανθόκαρπος, αμυγδαλόκαρπος, γλυκόκαρπος, ελαιόκαρπος, ενδόκαρπος, μονόκαρπος, ξινόκαρπος, πολύκαρπος, πρινόκαρπος, ριζόκαρπος, σταφιδόκαρπος, χαμόκαρπος].
(II)
ο (AM καρπός)
ανατ. το τμήμα του χεριού ανάμεσα στο αντιβράχιο και στο μετακάρπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίζεται από συνεσταλμένη βαθμίδα kwrp- της ΙΕ ρίζας kwerp- «στριφογυρίζω» και συνδέεται με αγγλοσαξ. hweorfan «κατευθύνομαι, ταξιδεύω, αρχ. άνω γερμ. hwerban, hwerfan «στρέφομαι, ταξιδεύω», νέο άνω γερμ. «επιδιώκω να». Η αντιπροσώπευση της συνεσταλμένης βαθμίδας kwrp- στην Ελληνική θα μάς έδινε τύπο κFαρπός. Ο τ. κFαρπός > καρπός, με αντιπροσώπευση του kF-(kw) ως κ αντί π- ανομοιωτικά (δηλ. κFαρπός > παρπός > καρπός (πρβλ. καπνός, κόλπος). Κατά μία άλλη άποψη, η οποία όμως δεν φαίνεται πιθανή, η λ. καρπός (χεριού) απέδιδε μια μεταφορική έννοια της λ. καρπός (φρούτο) λόγω της ομοιότητας του καρπού του χεριού με τους καρπούς ορισμένων δέντρων (λ.χ. του κυπαρισσιού). Η λ. ως β' συνθετικό απαντά και με τη μορφή -κάρπιος.
ΠΑΡ. αρχ. καρπίζω, καρπωτός
νεοελλ.
καρπιαίος, καρπικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καρπόδεσμα, καρποδέσμια, καρπόδεσμος. (Β' συνθετικό)
μετακάρπιο(ν), υποκάρπιο(ν)
αρχ.
υποκάρπιος].

Greek Monotonic

καρπός: (Α), ὁ,
I. καρπός, καρπὸς ἀρούρης, δηλ. σιτάρι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως επίσης, κ.Δήμητρος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για δέντρα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
II. γενικά, παραγωγή, κέρδος, όφελος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ καρποὶ ἐκ τῶν ἀγελῶν, η παραγωγή των κοπαδιών, σε Ξεν.
III. λέγεται για ενέργειες, καρπός, αποτέλεσμα, κέρδος, εἰκαρπὸς ἔσται θεσφάτοισι, εάν οι χρησμοδοτήσεις του καρποφορήσουν, δηλ. επαληθευτούν, σε Αισχύλ.· γλώσσης ματαίας κ., δηλ. κατάρες, στον ίδ.· κ. ἐπέων οὐ κατέφθινε, σε Πίνδ.· κ. φρενῶν, σοφία, στον ίδ.
καρπός: (Β), ὁ, καρπός χεριού, σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

καρπός:
I ὁ (тж. собират.)
1) плод (λωτοῖο Hom.; ἐλαίας Pind.; βύβλου Aesch.; δένδρων Plat.): κ. ἀρούρης Hom. плоды земли (хлеб, зерно, но тж. вино); κ. Δήμητρος Her. плоды Деметры, т. е. хлебные злаки; κ. ἀμπέλινος Her. виноград или виноградное вино; ὑγροὶ καὶ ξηροὶ καρποί Xen. плоды жидкие (вино, масло) и сухие (хлеб); ὁ κ. τῆς κοιλίας NT плод чрева, дитя; κ. τῆς ὀσφύος NT = οἱ ἀπόγονοι; κ. χειλέων NT = λόγοι; ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται погов. NT по плоду узнается дерево;
2) произведение, тж. сбор, урожай или сельскохозяйственный доход: ὁ πρῶτος κ. Her. предыдущий урожай; κ. γαίας καὶ βοτῶν Aesch. земледельческие и животноводческие продукты;
3) перен. плод, результат (καρπόν τινα θερίζειν Plat.): κ. ἐπέων Pind. поэзия; κ. φρενῶν Pind. мудрость; γλώσσης ματαίας κ. Aesch. безрассудные речи; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. лживые речи не увенчаются успехом; εἰ κ. ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου Aesch. если оправдаются предсказания Локсия.
II ὁ запястье (χειρός Hom., Eur., Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρπός -οῦ, ὁ vrucht, zowel van bomen als van het veld:; ἀρούρης καρπὸν ἔδουσιν zij eten de vrucht van het land Il. 6.142; ἀμπέλινος καρπός de vrucht van de wijnstok Hdt. 1.212.2; oogst. καρπῶν ἀτελεῖς vrijgesteld van oogstbelasting Hdt. 6.46.3; καρποῦ ξυγκομιδή het binnenhalen van de oogst Thuc. 3.15.2. overdr. vrucht, profijt:. εἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου als de orakels van Loxias vrucht zullen dragen Aeschl. Sept. 618; οἱ καρποὶ οἱ ἐκ ἀγελῶν γενόμενοι de opbrengsten uit de kudden Xen. Cyr. 1.1.2; καρπὸς δικαιοσύνης de vrucht van gerechtigheid NT Phil. 1.11. nakomeling:. εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου gezegend zij de vrucht van uw schoot NT Luc. 1.42.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: m.
Meaning: fruit, fruits of the earth, corn, yields (Il.).
Dialectal forms: Myc. ka-po
Compounds: several compp., e. g. καρπο-φόρος, ἄ-καρπος.
Derivatives: Diminut. καρπίον (Thphr., pap.); adjectives: κάρπιμος giving fruit (trag., com., hell.; cf. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 45 a. 47), καρπώδης rich in fruits (Rom. empire). Denomin. verbs: 1. καρπόομαι reap fruits, exploit (IA.), -όω give, produce fruit = bring (burnt) sacrif. (A., LXX) with κάρπωμα fruit, sacrif. and κάρπωσις use, profit, sacrif., καρπώσιμος (Hermipp. Hist.); cf. Bechtel Dial. 1, 449 a. 2, 550. 2. καρπίζομαι (-ίζω Paros; hell. inscr.) reap fruits (E., hell.), -ίζω fertilize (E. in lyr.); καρπισμός yields (Arist., Thphr.). 3. καρπεύω, -εύομαι reap fruits (Hyp., hell.) with καρπεία profit, income, καρπεῖον id., also = καρπός.
Origin: Sub. Eur.
Etymology: The nearest comparison gives Lat. carpō pluck (off); so καρπός plucking off, what is reaped; on the unexpected oxytonesis s. Schwyzer 459. Here also the Germ. word for autumn, e. g. OHG herbist (IE. *karpistos prop. "best to pluck", from the month?); also Venet. PN. Carponia, Carpus etc.?; cf. Haas Sprache 2, 235 with uncertain further combinations. As α in καρπός (as opposed to the a in carpō and e in herbist) can also represent vocalic , one also adduces Lith. kerpù cut with a scissors. However, Gr. *r̥ would have given -ρα-. The connexion with κρώπιον is prob. wrong (s.v.; the word is Pre-Greek). Also Skt. kr̥paṇa- sword will be unrelated. The words for sickle may be related. The French (DELG) posit an "a populaire", which means that the word is a loan, from a Eur. substratum? Cf. Pok 944 *(s)kerb(h)-. Further s. κρώπιον.
2.
Grammatical information: m.
Meaning: root of the hand (Il.).
Compounds: As 1. member in καρπό-δεσμον, -δεσμος, -δέσμιον bracelet (pap., Luc.), hypostasis ὑπο-κάρπιος under the hand-root (Aristaenet.)
Derivatives: καρπωτός reaching to the h. (LXX); καρπίζομαι be taken at the h., a. o. as sign of manumission, ἐπὶ ἐλευθερίᾳ = adseror in libertatem (gloss.), with καρπιστής emancipator (Arr.), καρπισμός, -ιστία vindiciae (gloss.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Schrader and Solmsen (s. on καρπάλιμος) connect a Germanic verb for turn etc., e. g. Goth. ƕaírban, OHG hwerban, hwerfan turn oneself, werben. So the basis would be *κϜαρπός from IE. *ku̯r̥p-; on the phonetics Schwyzer 302. - Doubtful further connections in Pok. 631. The root has no certain connections outside Germanic. Michler assumes that it is the same word as καρπός fruit (Hermes 94 (1966) 314-319 [the article is too difficult for me]; see the remarks in Frisk III s.v.

Middle Liddell

1
I. fruit, καρπὸς ἀρούρης, i. e. corn, Il.; so, κ. Δήμητρος Hdt., etc.; of trees, Od., etc.
II. generally, produce, returns, profits, Hdt., etc.; οἱ καρποὶ ἐκ τῶν ἀγελῶν the produce of the herds, Xen.
III. of actions, fruit, result, profit, εἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι if his oracles shall bear fruit, i. e. be fulfilled, Aesch.; γλώσσης ματαίας κ., i. e. curses, Aesch.; κ. ἐπέων οὐ κατέφθινε, i. e. poesy, Pind.; κ. φρενῶν wisdom, Pind.
2
the wrist, Hom., etc.

Frisk Etymology German

καρπός: 1.
{karpós}
Forms: myk. ka-po?
Grammar: m.
Meaning: Frucht, Feldfrucht, Ertrag (seit Il.),
Composita : Zahlreiche Kompp., z. B. καρποφόρος, ἄκαρπος.
Derivative: Ableitungen. Deminutivum καρπίον (Thphr., Pap.); Adjektiva: κάρπιμος fruchtbringend (Trag., Kom., hell. usw.; vgl. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 45 u. 47), καρπώδης reich an Früchten (Kaiserzeit). Denominative Verba: 1. καρπόομαι Früchte einernten, ausbeuten (ion. att.), -όω Frucht tragen, hervorbringen = ‘(Brand)opfer darbringen’ (A., LXX, Inschr.) mit κάρπωμα ‘Frucht, (Brand)opfer’ und κάρπωσις ‘Nutzung, Nießbrauch, (Brand)opfer’, καρπώσιμος (Hermipp. Hist.); vgl. Bechtel Dial. 1, 449 u. 2, 550 m. Lit. 2. καρπίζομαι (-ίζω Paros; hell. Versinschrift) als Frucht pflücken, ernten (E., hell. u. spät), -ίζω befruchten (E. in lyr.); davon καρπισμός Gewinn (Arist., Thphr.). 3. καρπεύω, -εύομαι Früchte einernten (Hyp., hell. u. spät) mit καρπεία Nutznießung, Einkommen, καρπεῖον ib., auch = καρπός.
Etymology : Den nächsten Vergleich bietet lat. carpō abpflücken; καρπός mithin Abpflückung, das Abgepflückte; über die unerwartete Oxytonierung vgl. Schwyzer 459. Hierher noch das germ. Wort für Herbst, z. B. ahd. herbist (idg. *qar-pistos eig. "am besten zum Pflücken geeignet", vom Monat?); auch venet. PN, Carponia, Carpus u. a.?; vgl. Haas Sprache 2, 235 mit unsicheren weiteren Kombinationen. Da α in καρπός (im Gegensatz zu a in carpō und e in herbist) auch vokalisches repräsentieren kann, kommt auch lit. kerpù mit der Schere schneiden in Betracht. — Weitere Kombinationen s. κρώπιον.
Page 1,792-793
2.
{karpós}
Grammar: m.
Meaning: Handwurzel (seit Il.).
Composita : Als Vorderglied in καρπόδεσμον, -δεσμος, -δέσμιον Armband (Pap., Luk. u. a.), Hypostase ὑποκάρπιος unter der Handwurzel befindlich (Aristaenet.).
Derivative: Davon καρπωτός bis zur Handwurzel reichend (LXX); καρπίζομαι an der Handwurzel gegriffen werden, u. a. als Zeichen der Freilassung, ἐπὶ ἐλευθερίᾳ, = adseror in libertatem (Gloss.), mit καρπιστής Freilasser, emancipator (Arr.), καρπισμός, -ιστία vindiciae (Gloss.).
Etymology : Wohl mit Schrader und Solmsen (s. zu καρπάλιμος) zu einem germanischen Verb für drehen, z. B. got. ƕaírban, ahd. hwerban, hwerfan ‘sich wenden, werben’. Grundform somit *κϝαρπός aus idg. *ku̯r̥p-; zum Lautlichen Schwyzer 302. — Fragliche weitere Anknüpfungen bei WP 1, 472f., Pok. 631.
Page 1,793

Chinese

原文音譯:karpÒj 卡而坡士
詞類次數:名詞(66)
原文字根:果實 相當於: (מַאֲכָל‎) (פְּרִי‎)
字義溯源:果實*,果子,果,實,穗,穀,胎,裔,收果子,出產,結果,子粒,糧食,後裔;或源自(ἁρπάζω)=捉),而 (ἁρπάζω)出自(αἱρέομαι)=取為己有*)
同源字:1) (ἄκαρπος)不生產的 2) (καρπός)果實 3) (Κανδάκη)多產的 4) (καρποφόρος)結果子比較: (ὀπώρα)=果熟待收
出現次數:總共(65);太(19);可(5);路(11);約(10);徒(1);羅(4);林前(1);加(1);弗(1);腓(3);提後(1);來(2);雅(4);啓(2)
譯字彙編
1) 果子(47) 太3:8; 太3:10; 太7:16; 太7:17; 太7:17; 太7:18; 太7:18; 太7:19; 太7:20; 太12:33; 太12:33; 太12:33; 太21:19; 太21:34; 太21:41; 可11:14; 可12:2; 路3:8; 路3:9; 路6:43; 路6:43; 路6:44; 路13:6; 路13:7; 路13:9; 約15:2; 約15:2; 約15:2; 約15:4; 約15:5; 約15:8; 約15:16; 約15:16; 羅1:13; 羅6:21; 羅6:22; 羅15:28; 林前9:7; 加5:22; 弗5:9; 腓1:11; 腓1:22; 腓4:17; 來12:11; 來13:15; 啓22:2; 啓22:2;
2) 實(4) 太13:8; 可4:7; 可4:8; 路8:8;
3) 出產(2) 路12:17; 雅5:7;
4) 果(2) 雅3:17; 雅3:18;
5) 果實(2) 約4:36; 雅5:18;
6) 糧食(1) 提後2:6;
7) 裔(1) 徒2:30;
8) 子粒(1) 約12:24;
9) 胎(1) 路1:42;
10) 穗(1) 太13:26;
11) 收果子(1) 太21:34;
12) 果子的(1) 太21:43;
13) 穀(1) 可4:29

English (Woodhouse)

crop, produce, fruit of the soil, fruits of the earth, standing corn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)