μηχανή
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
Dor. μαχανά, ἡ, (μῆχος):
I contrivance, esp. machine for lifting weights and the like, crane, Hdt.2.125, IG11(2).161 A69, al. (Delos, iii B. C.); μηχανὴ τετράκωλος, δίκωλος, Rev.Phil.44.251 (Didyma, ii B. C.); μηχανὴ λιθαγωγός Poll. 10.148; ἰχθυβόλῳ μηχανᾷ, of Poseidon's trident, A.Th.132 (lyr.); λαοπόροις μαχαναῖς, of Xerxes' bridge of boats, Id.Pers.114 (lyr.), cf. 722; freq. of irrigation machines, POxy.985 (i A. D.), etc.; also of oil-presses, Wilcken Chr.176.10 (i/ii A. D.), etc.
2 engine of war, μηχανὰς προσάγειν Th.2.76, etc.; ἑλεῖν μηχαναῖς Id.4.13.
3 theatrical machine by which gods, etc., were made to appear in the air, Pl.Cra.425d, Clit.407a; αἴρειν μηχανήν Antiph.191.15, Alex.126.19: hence, prov. of anything sudden and unexpected, ἀπὸ μηχανῆς θεὸς ἐπεφάνης Men. 227; ὥσπερ ἀπὸ μηχανήν D.40.59, cf. Arist.Po.1454b1.
4 area of land irrigated by a machine, POxy.1830.13 (vi A. D.), PLond.5.1765 (vi A. D.), PSI1.77.14 (vi A. D.).
II any artificial means or contrivance for doing a thing, ἤτοι κλήρῳ... ἢ ἄλλῃ τινὶ μ. Hdt.3.83; εἴ τίς ἐστι μ., ἴθι καὶ πειρῶ Id.8.57, etc.; especially in plural μηχαναί = shifts, devices, wiles, Hes.Th. 146; πάντα σοφίσματα καὶ πάσας μ. ἐπεποιήκεε ἐς αὐτοὺς Δαρεῖος Hdt. 3.152; μηχαναῖς Διός = by the arts of Zeus, A.Ag.677; χερὸς… ἐκτίνοντα μηχανάς acts of violence, ib.1582; Ὀρέστην μηχαναῖσι μὲν θανόντα, νῦν δὲ μηχαναῖς σεσωσμένον S.El.1228; κρατεῖ μαχαναῖς… θηρός Id.Ant.349 (lyr.); σοφιστῶν μηχανή Pl.Lg.908d: prov., μηχαναὶ Σισύφου = wiles of Sisyphus Ar.Ach.391:—Phrases: πάσας προσφέροντε μ. E.IT112; μηχανὴν προσοιστέον Ar.Th.1132; πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανὴν προσφερόμενος Plb.1.18.11; ἐπεισήγαγον μ. Id.29.25.1; μηχανὰς εὑρήσομεν, ὥστε ἀπαλλάξαι A.Eu.82; πλέκειν E.Andr.66; πορίζεσθαι Pl.Smp. 191b; ἐκπορίζειν Ar.V.365; ζητεῖν ib.149; ἀντλεῖν μαχανάν = exhaust one's resources; μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν = Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. (Pindar) Pi.P.3.62; κατ' ἐμὰν μηχανάν ib.109: c. gen. objecti, ἔξευρε μηχανάν τιν' Ἀδμήτῳ κακῶν contrivance against ills, E.Alc.221 (lyr.); but μηχανὴ σωτηρίας = a way, means of procuring or means of providing safety, A. Th.209; μυρίων οὐσῶν μηχανῶν ἀπαλλαγῆς X.Cyr.5.1.12; οὐδεμία μηχανή [ἐστι] ὅκως οὐ c. fut. ind., Hdt.2.160; μὴ οὐ c. inf., ib. 181, 3.51; τὸ μὴ οὐ (prob.) Id.1.209; τίς μηχανὴ μὴ οὐχὶ…; Pl.Phd.72d.
2 freq. in adverb. phrases, μηδεμιῇ μηχανῇ = by no means whatsoever, by no contrivance, Hdt. 7.51, etc.; οὓς οὐδεμιῇ μηχανῇ δεῖ τιτρώσκειν Hp.Art.11; so μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ Foed. ap. Th.5.18, cf. IG12.39.23; opp. πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ Lys. 19.53; πάσῃ μ. Ar.Lys.300 (lyr.); τρόπῳ ἢ μηχανῇ ᾑτινιοῦν Lex ap.D.21.113.
German (Pape)
[Seite 181] ἡ (machina, machen), eigtl. Hülfsmittel, Werkzeug Etwas zu machen, zu bewerkstelligen; – a) List, Kunstgriff, Ränke; Hes. Th. 146; ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς, Pind. P. 8, 78; πᾶσαν συνάψας μηχανὴν δυσβουλίας, Aesch. Ag. 1391; ἐννυχίοις μηχαναῖς, Soph. Ai. 181; neben πόρος, Eur. Med. 260; ἐχθρῶν, Anschlag der Feinde, Rhes. 141; ποίας μηχανὰς πλέκουσιν, Andr. 66, wie Plat. Conv. 203 d; μηχαναὶ Σισύφου, Ar. Ach. 366; σοφιστῶν, Plat. Legg. X, 908 d. – b) Kunst, Erfindung; τὰν ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, Pind. P. 3, 62; ποτανά, N. 7, 22; εὗρε μηχανὴν σωτηρίας, er erfand Mittel zur Rettung, Aesch. Spt. 191. – Bes. c) Vorrichtung zu Etwas, Werkzeug; ἰχθυβόλῳ μηχανᾷ, Aesch. Spt. 123; μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμόν, durch künstliche Vorrichtungen, Pers. 708; πόλιν πύργων βαθείᾳ μηχανῇ κεκλειμένην, Suppl. 934; κρατεῖ δὲ μηχαναῖς ἀγραύλου θηρός, Soph. Ant. 348; μηχανή τε πεπλεγμένη, Eur. Andr. 996; εἰς ἀρκυστάταν μηχανὰν ἐμπλέκειν, Or. 1423; καινὰς μηχανὰς προσφέρειν πρός τινα, Ar. Nubb. 472; τινί, Thesm. 1132. Bes. Kriegs- u. Belagerungsmaschinen, μηχανὰς προσῆγον τῇ πόλει, Thuc. 3, 76. 4, 100 u. öfter, wie Pol. oft. Auch von Theatermaschinen, ὥσπερ ἐπὶ τραγικῆς μηχανῆς θεός, Plat. Clit. 407 a, vgl. Crat. 425 d; ὁ ἀπὸ μηχανῆς θεός, Men. bei Schol. Plat. p. 394; Plut. u. a. Sp. – Uebh. Mittel wozu, Etwas zu erlangen; εἴ τίς ἐστι μηχανή, ἴθι καὶ πειρῶ, Her. 8, 57, öfter; μηδεμιῇ μηχανῇ, allgemein = auf keine Weise, 7, 51, u. so οὐδεμίην εἶναι μηχανήν, ὅκως οὐ τῷ ἀστῷ προσθήσονται, es gäbe keinen Ausweg, daß sie nicht, sie müßten, 2, 160; ἔστι τοι οὐδεμίη μηχανὴ μὴ οὐκ ἀπολωλέναι, 2, 181, vgl. 1, 209. 3, 51; μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ, Thuc. 5, 18. 47; τίς μηχανὴ μὴ οὐχί, wie ist es anders möglich, als daß, Plat. Phaed. 72 d; οὐδεμία γὰρ μηχανὴ εἴη, denn es sei nicht möglich, ib. 86 a, öfter; mit folgendem ὥςτε, Conv. 188 e u. öfter bei Folgdn.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. machine, engin, particul.
1 machine de guerre;
2 machine de théâtre ; ◊ prov. ὥσπερ ἀπὸ μηχανῆς DÉM comme de la machine, càd d'une façon imprévue ou d'une façon soudaine (cf. lat. ex machina) ; μηχανὴν αἴρειν, lever la machine, càd faire un coup de théâtre;
II. fig. toute invention ingénieuse;
1 en b. part moyen, expédient : πάσῃ μηχανῇ = par tous les moyens ; οὐδεμίᾳ μηχανῇ, par aucun moyen ; οὐδεμία μηχανή ἐστι ὅκως οὐ HDT ou μὴ οὐ HDT ou τὸ μή HDT il n'y a aucun moyen de ; τίς ἔστι μηχανή ; avec l'inf. quel moyen y a-t-il de ? etc.
2 en mauv. part ruse, artifice, machination.
Étymologie: cf. lat. machina.
Russian (Dvoretsky)
μηχᾰνή: дор. μᾱχᾰνά ἡ
1 орудие, приспособление, сооружение: ἰχθυβόλος μ. Ποσειδῶνος Aesch. = τριόδους; λαοπόροι μηχαναί Aesch. сооружения для переправы войск;
2 осадная машина (μηχανὰς προσάγειν τῇ πόλει Thuc.): ξύλα ἐς μηχανάς Thuc. дерево для (сооружения) осадных орудий;
3 театральная машина (поднимавшая на сцену бога для неожиданной развязки драматических событий): ὥσπερ ἀπὸ μηχανῆς (sc. ὁ θεός) погов. Dem. или ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ μ. Plut. (лат. ut deus ex machina) словно бог из машины (символ внезапной и неестественной развязки);
4 средство, способ, возможность (ἤτοι κλήρῳ ἢ ἄλλῃ τινὶ μηχανῇ Her.; πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ Luc.): μ. κακῶν Eur. средство против зол; μ. σωτηρίας Aesch. средство к спасению; μηδεμίῃ μηχανῇ Her. никоим образом; τρόπῳ ἢ μηχανῇ ᾑτινιοῦν Dem. каким бы то ни было образом;
5 уловка, ухищрение (μηχαναὶ σοφιστῶν Plat.): ἐξ Ἀλκμεωνιδέων μηχανῆς Her. по замыслу Алкмеонидов.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνή: Δωρ. μᾱχανά, ἡ, (μῆχος) τὸ παρὰ Λατ. machina· 1) ἐργαλεῖον, μηχάνημα πρὸς ἀνύψωσιν βαρῶν καὶ τὰ ὅμοια, Ἡρόδ. 2. 135., 3. 152, κ. ἀλλ.· ἰχθυβόλῳ μ. Ποσειδῶνος, ἐπὶ τῆς τριαίνης, Αἰσχύλ. Θήβ. 132· λαοπόροις μ., ἐπὶ τῆς ἐκ πλοίων γεφύρας τοῦ Ξέρξου, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 113, πρβλ. 722. 2) πολεμική τις μηχανή, Θουκ., τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς φράσεσι, μηχανὰς προσάγειν, 2. 76, κτλ.· μηχαναῖς ἑλεῖν 4. 13. 3) θεατρικὴ μηχανή, δι’ ἧς θεοί, κτλ. ἐνεφανίζοντο μετέωροι, Πλάτ. Κρατ. 425D, Κλείταρχ. 407Α· αἵρουσιν ὥσπερ δάκτυλον τὴν μηχανὴν Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 15, ἔνθα ἰδὲ Meineke· ἀπὸ μηχανῆς πωλοῦντες ὥσπερ οἱ θεοὶ Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 4. 19· ἐντεῦθεν παροιμ. ἐπὶ παντὸς αἰφνιδίου καὶ ἀπροσδοκήτου πράγματος, ἀπὸ μηχανῆς θεὸς ἐπεφάνης, Λατ. deus ex machina, Μένανδρ. ἐν «Θεοφορουμένῃ» 5· ὥσπερ ἀπὸ μηχανῆς Δημ. 1025, ἐν τέλ., πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 15, 10. ΙΙ. μέσον ἢ τρόπος δι’ οὗ τις ἐκτελεῖ τι, ἤτοι κλήρῳ..., ἢ ἄλλῃ τινὶ μ. Ἡρόδ. 3, 83· εἴ τις ἐστι μ., ἴθι καὶ πειρῶ ὁ αὐτ. 8. 57, κτλ.· ἰδίως ἐν τῷ πληθ., μηχαναί, ἐπίνοιαι, τεχνάσματα, πανουργίαι, δόλοι, Ἡσ. Θ. 146, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., ἰδίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχαναὶ Διός, διὰ τῶν τεχνασμάτων τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 677· χερός... ἐκτίνοντα μηχανάς, πράξεις βίας, αὐτόθι 1582· Ὀρέστην μηχαναῖσι μὲν θανόντα, νῦν δὲ μηχαναῖς σεσωσμένον Σοφ. Ἠλ. 1228· κρατεῖ μηχαναῖς... θηρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 349· μ. σοφιστῶν Πλάτ. Νόμ. 908D· παροιμ., μηχαναὶ Σισύφου Ἀριστοφ. Ἀχ. 391· - φράσεις, μηχανὴν ἢ μηχανὰς προσφέρειν Εὐρ. Εὐρ. Ι. Τ. 112, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1132· προσφέρεσθαι Πολύβ. 1. 18, 11· εὑρίσκειν, ἐξευρίσκειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 82, Εὐρ. Ἄλκ. 221· πλέκειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 66· πορίζεσθαι Πλάτ. Συμπ. 191Β· ἐκπορίζειν Ἀριστοφ. Σφ. 365· ζητεῖν αὐτόθι 149· μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «μηδαμῶς, ὦ προσφιλεστάτη ψυχή, θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπιζήτει μηχανήν, ἢν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, οἷον, τοιούτοις ἐπεχείρει ἃ δύναται πραχθῆναι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 3. 110· κατ’ ἐμὰν μηχανάν, «κατὰ τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην» (Σχόλ.), αὐτόθι 194· μετὰ γενικῆς τοῦ ἀντικειμένου, μ. κακῶν, ἐπίνοια ἐναντίον τῶν κακῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 221· ἀλλὰ μ. σωτηρίας, τρόπος δι’ οὗ εὑρίσκει τις ἀσφάλειαν, σωτηρίαν, Αἰσχύλ. Θήβ. 209· οὕτω, μυρίων οὐσῶν μηχανῶν ἀπαλλαγῆς Ξεν. Κύρ. 5. 1, 12 (ἀνθ’ οὗ ὁ Αἰσχύλ. λέγει μηχανὰς εὑρήσομεν, ὥστε ἀπαλλάξαι, Εὐμ. 82). 2) οὐδεμία μηχανή [ἐστι] ὅπως οὐ, μεθ’ ὁριστ. μέλλ., Ἡρόδ. 2. 160· ὡσαύτως μὴ οὐ μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 2. 181., 3. 51· τὸ μὴ μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 1. 209· τίς μ. μὴ οὐχί.... Πλάτ. Φαίδων 72D· πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788. 3) συχνάκις ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ἐν ἐπιρρ. φράσεσι, ἐκ μηχανῆς τινος, κατά τινα τρόπον, 6. 115· μηδεμιῇ μηχανῇ, κατ’ οὐδένα τρόπον, δι’ οὐδενὸς μέσου, 7. 51, κτλ.· οὕτω, μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ Σύμβασις παρὰ Θουκ. 5. 18· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ Λυσ. 156. 38· πάσῃ μηχανῇ Ἀριστοφ. Λυσ. 300· τρόπῳ ἢ μηχανῇ ᾑτινιοῦν Νόμ. παρὰ Δημ. 551. 25.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μηχανή, Α δωρ. τ. μαχανά)
1. κάθε υλικό μέσο που χρησιμεύει αποκλειστικά για την επαύξηση ή αντικατάσταση της δύναμης του ανθρώπου ή τών ζώων προς επίτευξη φυσικού έργου
2. μηχανικό μέσο που χρησιμοποιήθηκε στο αρχαίο θέατρο για ολοκληρωμένη σκηνική παρουσίαση του έργου, κυρίως εκείνο με το οποίο εμφανίζονταν οι θεοί μετέωροι προκειμένου να δώσουν λύση στο δράμα («ἐπὶ τὰς μηχανὰς καταφεύγουσι θεούς αἴροντες», Πλάτ.)
3. τέχνασμα, πανουργία, δόλος, απάτη (α. «πάντα σοφίσματα καὶ πάσας μηχανὰς ἐπεποιήκεε ἐς αὐτοὺς Δαρεῖος», Ηρόδ.
θ. «όλος ο κόσμος τώρα δουλεύει μηχανές...», λαϊκ. τραγούδι)
4. φρ. α) «από μηχανής θεός» — πρόσωπο που εμφανίζεται ξαφνικά και δίνει λύση σε δυσάρεστη ή περίπλοκη κατάσταση
β) «πολεμικές μηχανές» — βαριά και πολύπλοκα όπλα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν είτε για την καταστροφή τειχών είτε, κατά κύριο λόγο, για την εξακόντιση βλημάτων, από τα οποία πιο γνωστά είναι ο καταπέλτης και ο κριός
νεοελλ.
1. μτφ. α) μοτοσυκλέτα
β) άτομο που λειτουργεί χωρίς πρωτοβουλία
2. φρ. α) «κρατική μηχανή» — το σύνολο τών κρατικών υπηρεσιών καθώς και τών υπαλλήλων που εργάζονται σε αυτές
β) «πολεμική μηχανή» — το σύνολο του πολεμικού εξοπλισμού μιάς χώρας
γ) «δουλεύει μηχανή» — λέγεται για δήλωση ευρυθμίας και κανονικότητας
δ) «μού 'στησε μηχανή» — μέ εξαπάτησε
ε) «γλώσσα μηχανής»
(πληροφ.) χαμηλής στάθμης γλώσσα προγραμματισμού τών ηλεκτρονικών υπολογιστών, η μόνη γλώσσα που είναι κατανοητή από τους μικροεπεξεργαστές
μσν.
φρ. α) «ἐκ μηχανῆς» — με υστεροβουλία
β) «ράπτω μηχανάς» — μηχανεύομαι, ραδιουργώ
μσν.-αρχ.
τεχνική επινόηση ή μέσο με το οποίο εκτελείται κάτι
αρχ.
1. έκταση γης που αρδεύεται με μηχανή
2. φρ. α) «ἀντλῶ μαχανάν» — εξαντλώ τους πόρους
β) «κατ' ἐμὰν μαχανάν» — κατά τη δική μου γνώμη
γ) «μηδεμιῇ μηχανῇ» — με κανέναν τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μηχανή θα μπορούσε να αναχθεί στο θέμα ενός αμάρτυρου αρχαϊκού τ. μᾶχαρ (πρβλ. μῆχαρ) με πιθανή γεν. μᾱχανος (παρ' όλο που τα ουδέτερα σε -αρ εμφανίζουν κατά κανόνα γεν. σε -άτος), στην οποία θα οφείλεται το -ν- του μηχανή (μᾱχαν-ā, ο τόνος στη λήγουσα κατά τα θηλ. σε -ή, πρβλ. αρχή, φυλακή). Ο αρχαϊκός επίσης τ. μῆχος αποτελεί σιγμόληκτη μορφή του μῆχαρ, κατά τα ουδ. σε -ος. Οι τ. μῆχαρ και μήχος δεν έλαβαν ούτε τη μειωτική σημ. «δόλος, πανουργία» ούτε την τεχνική σημ. της λ. μηχανή. Η λ. συνδέεται με λέξεις (ρήματα και ουσιαστικά) της γερμ. και σλαβ. που σημαίνουν «μπορώ, δύναμαι» και «δύναμη», όπως λ.χ. γοτθ. mag «μπορώ», αρχ. σλαβ. moge, mošti, ρωσ. mogu «μπορώ», γερμ. Macht. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα māgh- «μπορώ, βοηθώ» και συνδέεται με λιθουαν. mόku, moketi «μπορώ, καταλαβαίνω» (με δασύ σύμφωνο -qh-). Ο δωρ. τ. μᾱχανᾱ εμφανίζεται στη λατ. με τον τ. māchinā (πρβλ. αγγλ. machine, γαλλ. machine, γερμ. Maschine) ενώ υποστηρίζεται ότι και ο ιραν. τ. mēčan «χειροκίνητος μύλος» ανάγεται στο ελλ. μηχανή. Η σημ. της λ. μηχανή «τρόπος, μέσον» έλαβε πολύ γρήγορα μειωτική σημ. «δόλος, τέχνασμα, απάτη». Τέλος, η λ. εμφανίζεται ως θ' συνθετικό με τη μορφή -μηχανος (πρβλ. και ανθρωπωνύμιο Ευ-μήχανος).
ΠΑΡ. μηχανεύομαι, μηχανικός, μηχανώμαι
αρχ.
μηχανάριος, μηχανεύς, μηχάνιον, μηχανίτις, μηχανιώτης, μηχανόεις, μηχάνωμα
αρχ.-μσν.
μηχανία
μσν.
μηχανίς, μηχανός
μσν.- νεοελλ.
μηχάνι
νεοελλ.
μηχανάκι, μηχανισμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μηχανοποιός, μηχανορράφος, μηχανοστάσιο, μηχανουργός
αρχ.
μηχανοδέτης, μηχανοδίφης, μηχανοπανουργία, μηχανοσφαιροποιία, μηχανοφόρος
μσν.
μηχανομάντευμαν, μηχανοπλοκώ, μηχανοτευχώ, μηχανούργος
μσν.- νεοελλ.
μηχανογράφος
νεοελλ.
μηχανέλαιο, μηχανόβιος, μηχανογράφηση, μηχανοδηγός, μηχανοθεραπεία, μηχανοθεραπευτής, μηχανοκάικο, μηχανοκάμωτος, μηχανοκίνητος, μηχανοκρατία, μηχανόλαδο, μηχανολογιστικός, μηχανολολόγος, μηχανοπέδη, μηχανοργάνωση, μηχανόσημο, μηχανοτεχνίτης, μηχανότρατα, μηχανοϋποδοχέας. (Β' συνθετικό) σε -μήχανος. αμήχανος, βιομήχανος, πολυμήχανος
αρχ.
αδικομήχανος, απροσμήχανος, γλυκυμήχανος, δολομήχανος, δυσμήχανος, δωδεκαμήχανος, επιμήχανος, ευμήχανος, θρασυμήχανος, κακομήχανος, πανευμήχανος, ποικιλομήχανος
νεοελλ.
καπνοβιομήχανος, μεγαλοβιομήχανος, μεταξοβιομήχανος, μικροβιομήχανος, παμμήχανος, σιδηροβιομήχανος, φαρμακοβιομήχανος, χαρτοβιομήχανος].
Greek Monotonic
μηχᾰνή: Δωρ. μᾱχανά, ἡ (μῆχος), Λατ. machina·
I. 1. εργαλείο, μηχάνημα για ανύψωση βαρών και παρόμοια, σε Ηρόδ.· μηχανὴ Ποσειδῶνος, λέγεται για τρίαινα, σε Αισχύλ.· λαοπόροις μηχανοῖς, λέγεται για τη γέφυρα από πλοία που έφτιαξε ο Ξέρξης, στον ίδ.
2. πολεμική μηχανή, σε Θουκ.
3. θεατρικό μηχάνημα, με το οποίο οι θεοί φαίνονταν να εμφανίζονται μετέωροι, σε Πλάτ.· απ' όπου η παροιμ. για κάθε αιφνίδια εμφάνιση, ὥσπερ ἀπὸ μηχανής, (πρβλ. Λατ. deus ex machina), σε Δημ.
II. 1. κάθε επινόηση ώστε να επιτευχθεί κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον πληθ. μηχαναί, πονηριές, δόλοι, τεχνάσματα, απάτες, σε Ησίοδ., Αττ.· μηχαναῖς Διός, με τα τεχνάσματα του Δία, σε Αισχύλ.· παροιμ., μηχαναὶ Σισύφου, σε Αριστοφ.· φράσεις, μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν, σε Ευρ., εὑρίσκειν, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν., μηχανὲς κακῶν, μια επινόηση κατά των ασθενειών, σε Ευρ.· αλλά, μηχανὴ σωτηρίας, τρόπος για να παρασχεθεί ασφάλεια, σε Αισχύλ.
2. οὐδεμία μηχανή (ἐστι) ὅπως οὐ, με μέλ., σε Ηρόδ.· επίσης, μὴ οὐ, με απαρ., στον ίδ.
3. σε επιρρ. φράσεις, ἐκ μηχανῆς τινος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στον ίδ.· μηδεμιῇ μηχανῇ, με κανένα τρόπο, σε καμία περίπτωση, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: means, tool, contrivance, apparatus, machine, device (IA, Dor.).
Other forms: Dor. μαχανά.
Compounds: Compp., e.g. μηχανο-ποιός machine-builder, engineer, machinist (Att.), ἀ-μήχανος (Dor. -ά-) without means etc., helpless; who cannot be helped with means, irresistible, impossible (Il.; partly associated with μηχανάομαι) with ἀμηχαν-ία, -ίη (ι 295), -έω (Ion.).
Derivatives: 1. Uncertain Μαχα-νεύς surn. of Zeus (Argos, Tanagra, Cos, since Va; s.v. Wilamowitz Glaube 2, 172), also name of a month (Corcyra), Μαχανεῖος name of a month (Chalcedon); Μαχαν-ίς surn. of Athena (Cos), -ῖτις surn. of Aphrodite and Athena (Megalopolis). -- 2. μηχανιώτης contriver, of Hermes (h. Merc. 436; after ἀγγελι-ώτης a.o., Zumbach Neuerungen 7). -- 3. μηχανάριος machinist (pap.). -- 4. μηχαν-όεις full of means, inventive (S.), -ικός id., belonging to machines, mechanical, subst. machinebuilder (X., Arist.; Chantraine Études 101 a. 141). -- 5. μηχάνωμα (Dor. μα-) n. apparatus, crane (Thphr., Delphi; enlarged from μηχανη, Chantraine Form. 187). -- 6. Denomin. μηχανάομαι (-άω), aor. μηχανήσασθαι etc., also with prefix, e.g. ἐπι-, ἀντι-, προσ-, realize, construct, manufacture artificially, devise (with ruse) (Il.); from this μηχάν-ημα invention, apparatus, mechanical device (Hp., D., trag.), -ησις id. (Hp., Plb. ), -ητής m. inventor of warmaschines (Sch.), -ητικός inventive (X.). -- Besides μῆχαρ n. indecl. means, tool (A., Lyc.), μῆχος (Dor. μᾶ-) n. id. (Il., also Hdt.), both as opposed to μηχανή dying words without compp. a. abl.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Not with Frisk from a heteroclitic *μᾶχαρ, *μάχαν-ος, from which with added -ā (cf. Schwyzer 459) the almost absolute reigning μαχαν-ά, μηχαν-ή arose; accent after the verbal nouna (φυλακ-ή, κομιδ-ή etc.). Beside the r-n-stem as so often an s -stem, μῆχος. -- As cognate are usually with Osthoff PBBeitr. 15, 211 ff. (after Bopp, Pott a.o.) considered some short-vowel verbal forms with accompanying nouns in Germanic and Slavic: Germ., e.g. Goth. mag can, is able, mag, Slav., e.g. OCS mogǫ, mošti, Russ. mogú, močь can, be able with Goth. mahts power, Macht etc. = OCS moštь, Russ. močь id.. Beside this ti-derivation stands in Germ. a n-formation in OHG magan, megin, OWNo. magn, megin power, might, which may belong directly to μηχανή. Here also (with v. Windekens Lex. etym.) Toch. A mokats mighty (like tsop-ats great etc.). -- Diff. Prellwitz (as alternative), Fraenkel Lexis 2, 170 a. Wb. s.v.: to Lith. móku, mokė́ti can, understand, pay assuming a IE tenuis asp. kʰ; mag, mogǫ etc. are then classified diff. (to Lith. magù, -ė́ti please, be pleasant, mė́gstu, mė́gti love, like etc.). To connect the last mentioned Lith. words also with μηχανή (W.-Hofmann s. mactus, Vasmer s. mogú) is, apart from the meaning, doubtful already because of the ablaut ē: ā one would have to assume. In 1998, 10f [MKNAW Afd. Lett. 61, 9] I pointed out that in Slavic a laryngeal cannot have been vocalized; so the Germ. and Slavic forms cannot go back to *mh₂gh-. The Greek word then remains isolated. The suffix -αν- is typical for Pre-Greek words; note still that Greek has no forms with *μαχ-. -- From Dor. μαχανά Lat. māchina, from μηχανή Pashto mēčan handmill (Morgenstierne Acta Or. 7, 200; 18, 143); on the meaning cf. VLat. māchina also millstone, handmill, Alb. (through Illyrian) mókërë millstone. -- WP. 2, 227, Pok. 695; further W.-Hofmann, Vasmer and Fraenkel (s. above).
Middle Liddell
μῆχος
= Lat. machina:
I. an instrument, machine for lifting weights and the like, Hdt.; μ. Ποσειδῶνος, of the trident, Aesch.; λαοπόροις μ., of Xerxes' bridge of boats, Aesch.
2. an engine of war, Thuc.
3. a theatrical machine, by which gods were made to appear in the air, Plat.: hence proverb. of any sudden appearance, ὥσπερ ἀπὸ μηχανῆς (cf. Lat. deus ex machina), Dem.
II. any contrivance, for doing a thing, Hdt., etc.: in plural μηχαναί, shifts, devices, arts, wiles, Hes., Attic; μηχαναῖς Διός by the arts of Zeus, Aesch.; proverb., μηχαναὶ Σισύφου Ar.:—Phrases, μηχανήν or μηχανὰς προσφέρειν Eur.; εὑρίσκειν Aesch., etc.:—c. gen., μ. κακῶν a contrivance against ills, Eur.; but, μ. σωτηρίας a way of providing safety, Aesch.
2. οὐδεμία μηχανή [ἐστι] ὅπως οὐ, c. fut., Hdt.; also, μὴ οὐ, c. inf., Hdt.
3. in adverb, phrases, ἐκ μηχανῆς τινος in some way or other, Hdt.; μηδεμιῆι μηχανῆι by no means whatsoever, Hdt.
Frisk Etymology German
μηχανή: {mēkhanḗ}
Forms: dor. μαχανά
Grammar: f.
Meaning: Mittel, Hilfsmittel, Erfindung, Apparat, Maschine, Kunstgriff, List (ion. att., dor.).
Composita: Kompp., z.B. μηχανοποιός Maschinenbauer, Ingenieur, Maschinist (att.), ἀμήχανος (dor. -ά-) ‘ohne Mittel usw., hilflos; dem. mit Mitteln usw. nicht beizukommen ist, unwiderstehlich, unmöglich’ (seit Il.; zum. Teil mit μηχανάομαι assoziiert) mit ἀμηχανία, -ίη (ι 295 u.a.), -έω (ion.).
Derivative: Ableitungen: 1. Ganz unsicher Μαχανεύς Bein. des Zeus (Argos, Tanagra, Kos, seit Va; s.v. Wilamowitz Glaube 2, 172), auch N. eines Monats (Korkyra), Μαχανεῖος N. eines Monats (Chalkedon); Μαχανίς Bein. der Athena (Kos), -ῖτις Bein. der Aphrodite und der Athena (Megalopolis). — 2. μηχανιώτης Erfinder, Ränkeschmied, von Hermes (h. Merc. 436; nach ἀγγελιώτης u.a., Zumbach Neuerungen 7). — 3. μηχανάριος Maschinist (Pap.). — 4. μηχανόεις voll von Mitteln, erfinderisch (S. in lyr.), -ικός ‘ds., zu Maschinen gehörig, mechanisch’, Subst. Maschinenbauer (X., Arist. usw.; Chantraine Études 101 u. 141). — 5. μηχάνωμα (dor. μα-) n. Apparat, Kran (Thphr., Delphi; aus μηχανή erweitert, Chantraine Form. 187). — 6. Denominativum μηχανάομαι (-άω), Aor. μηχανήσασθαι usw., auch mit Präfix, z.B. ἐπι-, ἀντι-, προσ-, ‘zustandebringen, konstruieren, künstlerisch verfertigen, bewirken, (mit List) ersinnen’ (seit Il.); davon μηχάνημα Erfindung, Apparat, listige Einrichtung (Hp., D., Trag. usw.), -ησις ib. (Hp., Plb. u.a.), -ητής m. Erfinder von Kriegsmaschinen (Sch.), -ητικός erfinderisch (X.). — Daneben μῆχαρ n. indekl. Mittel, Hilfsmittel (A. in lyr., Lyk.), μῆχος (dor. μᾶ-) n. ib. (ep. poet. seit Il., auch Hdt.), beide im Gegensatz zu μηχανή absterbende Wörter ohne Kompp. u. Abl.
Etymology: Aus einer ursprünglichen Heteroklisie urgr. *μᾶχαρ, *μάχανος ist durch Verallgemeinerung des n-Stammes und Hinzufügung eines erweiternden -ā (vgl. Schwyzer 459) das fast alleinherrschende μαχανά, μηχανή hervorgegangen; die Bildung hat sich dabei bzgl. des Akzents nach den Verbalnomina (φυλακή, κομιδή usw.) gerichtet. Neben dem r-n-Stamm stand wie so oft ein s -Stamm, μῆχος. — Als Verwandte werden gewöhnlich mit Osthoff PBBeitr. 15, 211 ff. (nach Bopp, Pott u.a.) einige kurzvokalige Verbalformen nebst zugehörigen Nomina im Germanischen und Slavischen betrachtet: germ., z.B. got. mag ‘kann, vermag, mag’, slav., z.B. aksl. mogǫ, mošti, russ. mogú, močь können, vermögen mit got. mahts ‘Kraft, Macht’ usw. = aksl. moštь, russ. močь ib.. Neben dieser ti-Ableitung steht im Germ. eine n-Bildung in ahd. magan, megin, awno. magn, megin Kraft, Macht, die mit μηχανή direkt zusammenhängen kann. Hinzu kommt (mit v. Windekens Lex. etym.) toch. A mokats mächtig (wie tsop-ats groß usw.). — Anders Prellwitz (als Alternative), Fraenkel Lexis2, 170 u. Wb. s.v.: zu lit. móku, mokė́ti ‘können, verstehen, (be)-zahlen’ unter Annahme einer idg. Tenuis asp. qh; dabei werden mag, mogǫ usw. anders eingereiht (zu lit. magù, -ė́ti gefallen, angenehm sein, mė́gstu, mė́gti lieben, gern haben usw.). Die letztgenannten lit. Wörter auch mit μηχανή zu verbinden (W.-Hofmann s. mactus, Vasmer s. mogú), ist, von der Bed. abgesehen, schon wegen des dabei anzunehmenden Ablauts ē: ā bedenklich. — Aus dor. μαχανά lat. māchina, aus μηχανή pashto mēčan Handmühle (Morgenstierne Acta Or. 7, 200; 18, 143); zur Bed. vgl. vlat. māchina auch Mühlstein, Handmühle, alb. (über das Illyrische) mókërë Mühlstein. — WP. 2, 227, Pok. 695; dazu W.-Hofmann, Vasmer und Fraenkel (s. oben).
Page 2,234-235
English (Woodhouse)
battering-ram, contrivance, device, expedient, engine of war, thing contrived
Mantoulidis Etymological
(=μηχάνημα, τρόπος, τέχνασμα). Ἀπό τό μῆχος καί μῆχαρ (=μέσο θεραπείας).
Παράγωγα: μηχανῶμαι (=τεχνάζομαι), μηχάνημα, μηχάνησις, μηχανητέον, μηχανητής, μηχανητικός, μηχανικός, ἀμήχανος, πολυμήχανος.
Translations
Afrikaans: masjien; Albanian: makinë; Amharic: ማሽን; Arabic: آلَة, مَاكِينَة; Egyptian Arabic: آلة, مكنة; Hijazi Arabic: مَكِينَة, آلة; South Levantine Arabic: آلة; Armenian: մեքենա; Assamese: শাল, কল, যন্ত্ৰ; Asturian: máquina; Azerbaijani: maşın; Basque: makina; Belarusian: машына; Bengali: মেশিন, যন্ত্র; Bulgarian: машина; Burmese: ယန္တရား, စက်; Catalan: màquina; Cherokee: ᎪᏢᏅᏙᏗ; Chinese Cantonese: 機, 机, 機器, 机器; Dungan: җичи; Mandarin: 機, 机, 機器, 机器, 機械, 机械, 器械; Min Nan: 機械, 机械, 機器, 机器; Cornish: jynn; Czech: stroj, mašina; Danish: maskine; Dutch: machine, apparaat; Esperanto: maŝino; Estonian: masin; Faroese: maskina; Finnish: kone; French: machine; Galician: máquina, enxeño; Georgian: მანქანა; German: Maschine; Greek: μηχανή, μηχανισμός, μηχάνημα; Ancient Greek: μηχανή, μαχανά; Gujarati: યંત્ર, મશીન; Hebrew: מְכוֹנָה; Hiligaynon: makina; Hindi: मशीन, यंत्र; Hungarian: gép, szerkezet, masina; Hunsrik: Maschin; Icelandic: vél; Indonesian: mesin; Irish: meaisín; Italian: macchina, meccanismo; Japanese: 機械, マシン, 器械; Kannada: ಯಂತ್ರ; Kazakh: машина; Khmer: យន្ត, គ្រឿង; Korean: 기계(機械), 기계(器械), 머신; Kurdish Central Kurdish: مەکینە; Northern Kurdish: makîne; Kyrgyz: машина; Lao: ເຄື່ອງ, ກົນ, ກົນຈັກ, ເຄື່ອງຈັກ; Latin: machina; Latvian: mašīna, aparāts; Lithuanian: mašina; Macedonian: машина, устројство; Malay: mesin; Malayalam: യന്ത്രം; Maltese: magna; Maori: mīhini, pūrere; Mongolian Cyrillic: машин; Mongolian: ᠮᠠᠱᠢᠨ; Norman: machinne; Norwegian Bokmål: maskin; Nynorsk: maskin; Old English: searu; Oriya: ଯନ୍ତ୍ର; Ottoman Turkish: ماكینه; Pali: yanta; Pashto: ماشين; Persian: ماشین; Plautdietsch: Maschien; Polish: maszyna, ustrojstwo, urządzenie; Portuguese: máquina; Punjabi: ਮਸ਼ੀਨ, ਜੰਤਰ; Romanian: mașină, mașină electrică, mașină mecanică; Romansch: maschina, maschegna; Russian: машина, механизм, аппарат, устройство, машинка; Sanskrit: यन्त्र; Scottish Gaelic: inneal; Serbo-Croatian Cyrillic: машина, стро̑ј; Roman: mašína, strȏj; Sinhalese: යන්ත්රය; Slovak: stroj, mašina; Slovene: stroj, mašina; Sorbian Lower Sorbian: mašina; Spanish: máquina; Swahili: mashine; Swedish: maskin; Tagalog: makina, sigmo, lansong, lansungan; Tajik: мошин, мошина; Tamil: எந்திரம்; Tatar: машина; Telugu: యంత్రము; Thai: เครื่อง, กล, เครื่องจักร; Tibetan: འཕྲུལ་འཁོར; Tigrinya: መኪና; Turkish: makine; Turkmen: maşyn, maşinka; Ukrainian: машина; Urdu: آلہ, مشین; Uyghur: ماشىنا; Uzbek: mashina; Vietnamese: máy, máy móc; Welsh: peiriant, ermig; White Hmong: tshuab; Yakut: массыына; Yiddish: מאַשין; Zhuang: gihgi, gihgai