λύκος
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A wolf, Il.16.156, 352; πολιός grisly, 10.334; κρατερώνυχες Od.10.218; ὀρέστεροι ib.212; ὠμοφάγοι Il.16.156; κοιλογάστορες A.Th.1041; the small Egyptian wolves mentioned by Hdt. 2.67 were perh. jackals: various kinds distd. by Opp.C.3.293 sqq.: prov. λύκον ἰδεῖν to see a wolf, i. e. to be struck dumb, as was vulgarly believed of any one at whom a wolf got the first look (Pl.R.336d), Theoc.14.22; λύκου πτερά, of things that are not, 'pigeon's milk', Suid.; ὡς λ. χανών, of vain expectation, Eub.15.11, cf. Ar.Fr.337, Euphro 1.31; λ. κεχηνώς Ar.Lys.629; πρίν κεν λ. οἶν ὑμεναιοῖ, of an impossibility, Id.Pax1076, 1112, cf. Il.22.263; ὡς λύκοι ἄρν' ἀγαπῶσιν, of treacherous or unnatural love, Poet. ap. Pl.Phdr.241d; λύκου βίον ζῆν, i. e. live by rapine, Prov. ap. Plb.16.24.4; ἐκ λύκου στόματος, of getting a thing praeter spem, Zen.3.48; τῶν ὤτων ἔχειν τὸν λύκον 'catch a Tartar', Apollod.Car.18, cf. Plb.30.20.8; λ. ἀετὸν φεύγει, of the inescapable, Diogenian.6.19; λ. περὶ φρέαρ χορεύει, of those engaged in vain pursuits, ib.21. II a kind of daw, Arist.HA 617b17; cf. λύκιος. III a fish, = καλλιώνυμος, Hices. ap. Ath.7.282d, Gp.18.14.1. IV a kind of spider, Arist.HA623a2, Nic.Th. 734, Plin.HN30.52. V anything shaped like a hook: 1 a jagged bit for hard-mouthed horses, Lat. lupus, Plu.2.641f; cf. λυκοσπάς. 2 hook or knocker on a door, Hsch. 3 flesh-hook, Poll. 10.98. VI nickname of παιδερασταί, AP12.250 (Strat.), cf. Pl.Phdr. 241d. VII the flower of the iris, Philin. ap. Ath.15.682a. VIII a kind of noose, Gal.UP7.14, Heraclas ap.Orib.48.7, Hippiatr.74. IX a pastille used in dysentery, Aët.9.49 (Latin version). X = ὀροβάγχη, v.l. in marg. of Dsc.2.142. XI an engine of war for defending gates, Procop.Goth.1.21. (Cf. Skt. vŕ[null ]kas, Lith. vi[ltilde]kas, Slav. vl[ucaron]k[ucaron], Goth. wulfs.)
German (Pape)
[Seite 69] ὁ (lupus, nach einigen mit λυκη zufammenhangend, entweder von seiner Farbe, dem Grauen, od. weil er um das Zwielicht auf Raub ausgeht), 1) der Wolf, von Hom. an überall. Bei Hom. ist er als eins der größten in Griechenland einheimischen Raubthiere Sinnbild der Gier u. der verwegenen Wildheit, vgl. bes. Il. 16, 156 ff. 352 ff.; ὀρέστεροι, Od. 10, 212; κοιλογάστορες, Aesch. Spt. 1027; ὠμόφρων, Ch. 415; λύκος κεχηνώς, Ar. Lys. 629, wie λύκος ἔχανεν, Diogen. 6, 20, von getäuschter Hoffnung; λύκος οἶν ὑμεναιοῖ sprichwörtlich, Ar. Pax 1042. 1078; vgl. λύκος καὶ οἶν ποιμαίνει, Diogen. 5, 96; – τρώγεις ὅσα πέντε λύκοι, Lucill. 24 (XI, 207); – λύκον ἰδεῖν, einen Wolf gesehen haben, d. i. verstummen, weil nach dem Volksglauben der die Sprache verlor, den ein Wolf früher geschen als er den Wolf, Plat. Rep. X, 336 d. Theocr. 14, 22, – ἐκ λύκου στόματος, aus des Wolfes Rachen, ἐπὶ τῶν ἀνελπίστως τι λαμβανόντων, Zenob. 3, 48, – λύκου βίον ζῆν Pol. 16, 24. 4. – 2) auch von einer Fischart, Ath. VII 282 d; – eine Spinnenart, Arist. H. A. 9, 39; Nic. Th. 734; – u. ein Vogel, Arist. H. A. 9, 24. – 3) nach Ath. XV, 682 a die Blüthe der Iris, διὰ τὸ ἐμφερῆ εἶναι λύκου χείλεσιν. – 4) eiserne Haken oder Spitzen, a) scharfe Zacken, Wolfszähne, am Gebiß hartmäuliger Pferde, lupata, Plut. Symp. 2, 8; Hesych. – b) Haken, Klopfer an der Thür, wie κόραξ, u. der Haken am Brunnenseil, an welchem der Eimer hängt, Poll. 10, 31. – c) bei Poll. 10, 98 = κρεάγρα. – 5) auch die Päderasten heißen so, worauf Strat. 89 (XII, 250) geht; vgl. Plat. Phaedr. 241 d u. Lucill. 5 (XI, 216).
Greek (Liddell-Scott)
λύκος: [ῠ], ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.)· ― Ὅμ., τὸ μέγιστον τῶν ἀγρίων θηρίων ἐν Ἑλλάδι (πρβλ. λέων), τὸ σύμβολον λαιμαργίας καὶ σκληρότητος, ἴδε Ἰλ. Π. 156 κἑξ., 352 κἑξ.· τὰ Ὁμηρ. ἐπίθ. τῶν λύκων εἶναι: πολιοὶ Κ. 334· κρατερώνυχες Ὀδ. Κ. 218· ὀρέστεροι αὐτόθι 212· ὠμοφάγοι Ἰλ. Π. 156· παρ’ Αἰσχύλ. κοιλογάστορες Θήβ. 1035· οἱ μικροὶ Αἰγύπτιοι λύκοι, ὧν μνημονεύει ὁ Ἡρόδοτος 2. 67, ἦσαν ἴσως θῶες· ― παροιμ., λύκον ὁρῶ, βλέπω λύκον, δηλ. μένω βωβός, ὡς ἐπιστεύετο κοινῶς ἐπὶ ἀνθρώπου ὃν ὁ λύκος εἶδε πρῶτος, Πλάτ. Πολ. 336D, Θεόκρ. 14. 22· οὕτω, Moerim lupi videre priores Οὐεργ. Ἐκλ. 9. 54, πρβλ. Plin. N. H. 8. 34· λύκου πτερά, ἐπὶ πραγμάτων ἀνυπάρκτων, ὡς «τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα», Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. 245· ὡς λύκος χανών, ἐπὶ ματαίας προσδοκίας, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.» 1. 11, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 319, Εὔφρων ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30· οὕτω, λύκος κεχηνὼς Ἀριστοφ. Λυσ. 629· λύκος οἶν ὑμεναιοῖ, ἐπὶ ἀδυνάτου, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρήν. 1076, 1112, πρβλ. Ἰλ. Χ. 263· ὡς λύκοι ἄρν’ ἀγαπῶσιν, ἐπὶ δολίας ἢ παρὰ φύσιν ἀγάπης, Ποιητὴς ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 241D· λύκου βίον ζῆν, ὅ ἐστι ζῆν δι’ ἁρπαγῆς, παρὰ Πολυβ. 16. 24, 4· ἐκ λύκου στόματος, λαβεῖν τι παρ’ ἐλπίδα, Παροιμιογρ.· τῶν ὤτων ἔχειν τὸν λύκον (lupum teneo auribus Terent.), Ἀπολλόδ. Καρύστ. ἐν «Ἐπιδικαζομένῳ» 5. ΙΙ. εἶδος κολοιοῦ (πτηνοῦ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 24. ΙΙΙ. εἶδος ἰχθύος Ἀθήν. 282D, Γεωπ. 18. 14, 1. IV. εἶδος ἀράχνης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 1, Νικ. Θηρ. 734. V. πᾶν πρᾶγμα ἔχον τὸ σχῆμα ἀγκίστρου· 1) χαλινὸς μετ’ ἀκίδων διὰ σκληροτραχήλους ἵππους, Λατ. lupus, lupatum, Πλούτ. 2. 641F· πρβλ. λυκοσπάς. 2) μάνδαλος ἢ κόραξ θύρας, Ἡσύχ. 3) τὸ ἐν τῇ ἄκρᾳ τοῦ σχοινίου ἄγκιστρον, ἐξ οὗ κρέμαται ὁ κάδος, Πολυδ. Ι΄, 31, Ἡσύχ. 4) ἡ λαβὶς κρέατος, ὡς τὸ κρεάγρα, Πολυδ. Ι΄, 98. VI. σκωπτικὸν ὄνομα τῶν κιναίδων, Φιλῖν. παρ’ Ἀθην. 682Α. VIII. εἶδος βρόχου, «θηλε~ιᾶς», Γαλην. 4. 468. IX. κατόπιν ἐν χρήσει εἰς δυσεντερίαν, Ἀέτ. (Πρὸς τὸ λύκος πρβλ. Λατ. lup-us (Σαβ. irp-us ἢ hirp-us)· Γοτθ. vulfs· Ἀρχ. Σκανδ. ulfr· ― ἐκ τοῦ Σανσκρ. v.rik-as, Σλαυ. vlukŭ· Λιθ. vilk-as, φαίνεται ὅτι ἡ ῥίζα ἦτο ἐν ἀρχῇ ϜΛΥΚ.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
1 loup, louve, animal : λύκον ἰδεῖν, avoir vu le loup, càd rester muet, selon la croyance populaire;
2 p. anal. mors très rude pour les chevaux dont la bouche est dure (cf. lat. lupatum).
Étymologie: cf. lat. lupus, skr. vrkas.
Syn. κνηκίας, κνηκός, μονιός, μονόλυκος.
English (Autenrieth)
(ϝλύκος): wolf; symbol of bloodthirstiness, Il. 4.471, Il. 11.72.
English (Slater)
λῠκος
1 wolf ποτὶ δ' ἐχθρὸν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι (P. 2.84)
Spanish
English (Strong)
perhaps akin to the base of λευκός (from the whitish hair); a wolf: wolf.
English (Thayer)
λυκου, ὁ, Hebrew זְאֵב, a wolf: Homer, Iliad 4,471; 16,156; in the O. T., Jeremiah 5:6).
Greek Monolingual
ο, θηλ. λύκαινα (AM λύκος, θηλ. λύκαινα)
1. άγριο σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας canidae που διακρίνεται για την απληστία και την αιμοβορία του («ὧς τοὺς ἀμφὶ λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες σαῑνον», Ομ. Οδ.)
2. κοινή, σήμερα, ονομασία διαφόρων παρασίτων φυτών, ιδίως διαφόρων ειδών οροβάγχης, κν. κουσκούτας
νεοελλ.
1. ιατρ. κάθε δερματοπάθεια, άσχετα από τη φύση της, χαρακτηριστικό της οποίας είναι είτε ότι καταλαμβάνει και κατατρώγει, όπως ο λύκος, τους ιστούς του αρρώστου είτε εδράζεται συμμετρικά στο πρόσωπό του απομιμούμενη προσωπείο λύκου (α. «φυματιώδης λύκος» β. «ερυθηματώδης λύκος»)
2. η σφύρα της σκανδάλης τών παλαιών εμπροσθογεμών κυνηγετικών όπλων, αλλ. κόκορας
3. μτφ. i) πειναλέος ή αδηφάγος άνθρωπος ii) αιμοβόρος άνθρωπος
4. ως κύριο όν. ο Λύκος
αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου
5. φρ. α) «γλύτωσα από του λύκου το στόμα» — σώθηκα από βέβαιο κίνδυνο
β) «τρώω σαν λύκος» — είμαι αδηφάγος
γ) «πεινώ σαν λύκος» — πεινώ πάρα πολύ
δ) «μπα, που να σέ φάει ο λύκος» — λέγεται ως κατάρα, αλλά για αστεϊσμό
6. παροιμ. α) «βάλανε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα» ή «βάλανε τον λύκο τσοπάνο» — λέγεται για περιπτώσεις που ανατίθεται η φροντίδα και η φύλαξη ενός ανυπεράσπιστου σε άρπαγα
β) «ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται» ή «ο λύκος στην ανεμοζάλη χαίρεται» — λέγεται για τα άτομα που επωφελούνται από ανώμαλες καταστάσεις, για πλουτισμό ή για άλλες επιδιώξεις τους
γ) «ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του» — λέγεται για αυτούς που δεν αποβάλλουν τις κακές τους συνήθειες
δ) «θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σέ φάει (το καλοκαίρι)» — λέγεται για άτομα αχάριστα
ε) «από τα μετρημένα τρώει ο λύκος»
i) η απώλεια είναι μοιραία και δεν ωφελούν σε τίποτε οι πολλές προφυλάξεις
ii) αυτός που γνωρίζει όσα έχει γνωρίζει και τις απώλειες ή τις ζημιές που υφίσταται
στ) «γιατί είναι χοντρός ο σβέρκος του λύκου; γιατί κάνει τη δουλειά του μόνος του» — αυτός που επιμελείται αυτοπροσώπως τις υποθέσεις του πετυχαίνει καλύτερα τους σκοπούς του
ζ) «λύκος εις δέρμα προβάτου» — λέγεται για άτομα που υποκρίνονται
μσν.
1. μτφ. α) τύραννος, δυνάστης
β) κλέφτης
γ) αλλόφυλος, άπιστος
δ) εχθρός
2. φρ. α) «λύκου γνώμη» — αγύριστο κεφάλι, ισχυρογνώμων
β) «προβατόσχημος λύκος» — υποκριτής
μσν.-αρχ.
1. άλλη ονομασία τών ψαριών αναρρίχας και καλλιώνυμος
2. είδος θηλειάς
αρχ.
1. κάθε πράγμα που έχει σχήμα αρπάγης, αγκίστρου, όπως: α) οι σιδερένιες αιχμές στον χαλινό τών σκληροτράχηλων ίππων
β) το άγκιστρο με το οποίο ανασύρεται από το πηγάδι ο κάδος
γ) είδος κρεάγρας, λαβίδας για κρέας
δ) (κατά τον Ησύχ.) μάνταλο θύρας
2. σκωπτική ονομασία τών παιδεραστών
3. είδος καλοιακούδας
4. είδος αράχνης
5. το άνθος του φυτού ίριδα
6. είδος καταποτίου για τη θεραπεία της δυσεντερίας
7. πολεμική μηχανή που χρησίμευε για υπεράσπιση και φρούρηση τών πυλών τείχους
8. παροιμ. φρ. α) «λύκον ὁρῶ» — μένω άναυδος
β) «ὡς λύκος χανών» — λεγόταν για περιπτώσεις μάταιης προσδοκίας
γ) «λύκος οἶν ὑμεναιοῑ» — λεγόταν για πρόσωπο ανίσχυρο
δ) «ὡς λύκοι ἄρν' ἀγαπῶσι» — λεγόταν για προσποιητή, δόλια, ύπουλη και ολέθρια αγάπη
ε) «λύκου βίον ζῆν» — λεγόταν για εκείνους που ζούσαν από την κλοπή
στ) «ἐκ λύκου στόματος» — λεγόταν για κάτι που λάμβανε κάποιος χωρίς να το περιμένει
ζ) «λύκου πτερά» — λεγόταν για πράγματα ανύπαρκτα
η) «λύκος ἀετὸν φεύγει» — λεγόταν για περιπτώσεις κατά τις οποίες ήταν αδύνατη η διαφυγή
θ) «λύκος περὶ φρέαρ χορεύει» — λεγόταν για εκείνους που επιδίωκαν ανέφικτα πράγματα
ι) «τῶν ὤτων ἔχειν τὸν λύκον» — λεγόταν για ασύλληπτο άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικώς με το αρχ. ινδ. vŗka-, αβεστ. vәhrkō-, αρχ. σλαβ. vlīkŭ, γερμ. wolf κ.ά., ανάγεται δε στην ΙΕ ρίζα wĮkwo-s «λύκος», από την οποία είναι δύσκολο να ερμηνευθεί, παρ' όλα αυτά, η μορφή του ελλ. τ. λύκος. Κατά μια άποψη, ο χειλοϋπερωικός φθόγγος της ρίζας -kw- όσο και το αρκτικό w έχουν επηρεάσει την απόδοση του ημιφώνου -l-σε λυ- (αντί του αναμενόμενου λα-). Ίδια θα ήταν και η περίπτωση του λατ. lupus «λύκος», του οποίου όμως το χειλικό -ρ- θα ερμηνευόταν αν θεωρηθεί η λ. οσκο- ομβρικό δάνειο (όπου το kw αποδίδεται με χειλικό φθόγγο). Κατ' άλλη άποψη, η ΙΕ γλώσσα, εκτός από τη ρίζα wlkwo-s, πρέπει να διέθετε και ένα άλλο όνομα lupo- με την ίδια σημ. (πρβλ. λατ. lupus), οπότε το λύκος ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα συμφυρμού τών δύο θεμάτων. Κατά μία τελευταία άποψη, ίσως πρόκειται για αντιμετάθεση τών στοιχείων της ρίζας wlkwo-s (> lukwo- > λύκος). Ο τ. συνδέεται με τον τ. λύσσα.
ΠΑΡ. λύκαινα, λυκάων, λυκιδεύς, λυκίσκος, λυκώδης
αρχ.
Λύκαιον, λυκηδόν, λυκηθμός, λυκώ (I)
αρχ.-μσν.
λύκειος, λυκώ (II)
μσν.- νεοελλ.
λύκινος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λυκάνθρωπος, λυκόδους, λυκοειδής
αρχ.
λυκάγχη, λυκοβατίας, λυκοδίωκτος, λυκοέρια, λυκοθαρσής, λυκοθήρας, λυκοκτόνος, λυκόλυγξ, λυκόποδες, λυκορραίστης, λυκόσκορδον, λυκοσκυτάλιον, λυκοσπάς, λυκόσπαστος, λυκόστομος, λυκόστρατος, λυκόφανος, λυκόφθαλμος, λυκοφίλιος, λυκοφόρος, λυκόφρυς, λυκόφρων
αρχ.-μσν.
λυκόβρωτος, λυκοπάνθηρος
μσν.
λυκαγχόνη, λυκόκαπρος, λυκοκάρδιος, λυκοκεφαλαία, λυκόπαρδος, λυκοτρίχης, λυκόχρους
μσν.- νεοελλ.
λυκόμορφος, λυκοφαγωμένος
νεοελλ.
λυκόδεσμος, λυκοκάντζαρος, λυκόπουλο, λυκόσκυλο, λυκόστομο, λυκότρυπα, λυκοτσάκαλο, λυκοφωλιά, λυκόχορτο. (Β' συνθετικό) κυνόλυκος
αρχ.
αινόλυκος, μονόλυκος
νεοελλ.
αγριόλυκος, γερόλυκος, θαλασσόλυκος, μοναχόλυκος, τσακαλόλυκος].
Greek Monotonic
λύκος: [ῠ], ὁ, Λατ. lupus, το μεγαλύτερο από τα άγρια θηρία της Ελλάδας, σύμβολο λαιμαργίας και σκληρότητας, σε Όμηρ.· παροιμ., λύκον ἰδεῖν, βλέπω λύκο, δηλ. μένω βουβός, όπως πιστευόταν κοινώς για κάθε άνθρωπο, τον οποίο ο λύκος είδε πρώτος, σε Πλάτ., Θεόκρ. (ομοίως Moerim lupi videre priοres)· λύκος οἶν ὑμεναιοῖ, λέγεται για κάτι που είναι αδύνατο να συμβεί, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λύκος: (ῠ) ὁ
1) волк (ἡ λ. волчица) (πολιός, κρατερῶνυξ, ὀρέστερος, ὠμοφάγος Hom.; κοιλογάστωρ Aesch.): λύκον ἰδεῖν погов. Plat. увидеть волка, т. е. онеметь; λ. οἶν ὑμεναιοῖ погов. Arph. волк сочетается с овцой и λύκοι ἄρν᾽ ἀγαπῶσιν погов. Plat. волки относятся с любовью к ягнятам (о невозможном); λ. κεχηνώς погов. Arph. разинувший пасть волк (о человеке, которому нельзя верить); λύκου βίον ζῆν Polyb. жить волчьей жизнью, т. е. грабежом; λύκοι ἐν ἐνδύμασι προβάτων погов. NT волки в овечьих шкурах;
2) «волк» (разновидность галки) Arst.;
3) «волк» (вид паука) Arst.;
4) удила для норовистых лошадей, мундштук Plut.;
5) перен. хищник, т. е. совратитель, распутник Anth.