σῆμα

From LSJ
Revision as of 09:50, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῆμα Medium diacritics: σῆμα Low diacritics: σήμα Capitals: ΣΗΜΑ
Transliteration A: sē̂ma Transliteration B: sēma Transliteration C: sima Beta Code: sh=ma

English (LSJ)

Dor. σᾶμα Berl.Sitzb.1927.161 (Cyrene), etc.: ατος, τό:—
A sign, mark, token, Il.10.466, 23.326, Od.19.250, etc.; of the star on a horse's forehead, Il.23.455; ἥβης σήματα γεινομένης Sol.27.4; νέφος σ. χειμῶνος Archil.54; esp.
1 sign from heaven, omen, portent, in phrases, σήματα φαίνω Il.2.353, cf. 308; κτύπε Ζεύς, σ. τιθεὶς Τρώεσσι 8.171; δεικνὺς σ. βροτοῖσι 13.244; θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι Pi. P.4.200, cf. 1.3; φλογωπὰ σ. A.Pr.498, cf. Ch.259; of things heard as well as seen, ἔπος φάτο σ. ἄνακτι Od.20.111.
2 generally, sign to do or begin something, τόδε σ. τετύχθω 21.231; σ. ἀροτοῖο Hes. Op.450; esp. watchword, τί τὸ σῆμα; θρόει E.Rh.12 (anap.), cf. 688; battle-sign, signal, σ. μάχης Id.Ph.1378.
3 sign by which a grave is known, mound, cairn, barrow, Il.2.814, etc.; τοῦ δὲ τάφον καὶ σῆμ' ἀϊδὲς ποίησεν Ἄναυρος Hes.Sc.477; ἐπὶ σῆμ' ἔχεεν raised a mound, Il.6.419, etc.; σ. κυνός E.Hec.1273: c. dat. pers., σῆμά τέ οἱ χεύω Od. 2.222; σῆμά τέ μοι χεῦαι.. ἀνδρὸς δυστήνοιο 11.75; σάματι πὰρ Πέλοπος Pi.O.10(11).24; grave, tomb, Hdt.1.93, 4.72, Berl.Sitzb. l.c., etc.; τὸ δημόσιον σ. Th.2.34; στῆλαι ἀπὸ σημάτων Id.1.93, cf. Ar.Th.886,888, etc.; ἤδη του.. ἤκουσα τῶν σοφῶν ὡς τὸ μὲν σῶμά ἐστιν ἡμῖν σ. Pl.Grg. 493a, cf. Cra.400c.
4 mark to show the cast of a quoit or javelin, ὑπέρβαλε σήματα πάντων Il.23.843; ὑπέρπτατο σ. πάντων Od.8.192; also, boundary, D.P.18.
5 token by which any one's identity or commission was certified, μιν ἐρέεινε καὶ ᾔτεε σ. ἰδέσθαι Il.6.176, cf. 178; σ. λυγρά, of written characters or symbols, ib.168; mark, token on the lot of Ajax, 7.189; so, device or bearing on a shield, by which a warrior is known, freq. in A.Th., as 387, 404, E.El.456 (lyr.); of the seal set on a box, τῶνδ' ἀποίσεις σ. S.Tr.614; mark made by an illiterate person, PMasp.163.37 (vi A.D.).
6 constellation, mostly in plural, heavenly bodies, S.Fr.432; also λαμπρότατος μὲν ὅ γ' ἐστί, κακὸν δέ τε σῆμα τέτυκται, of Sirius, Il.22.30. (Perh. cogn. with Skt. dhyāti 'thinks'.)

German (Pape)

[Seite 873] τό, das Zeichen, Kennzeichen, Wahrzeichen, Merkmal, woran man Etwas erkennt, unterscheidet; – a) ein von einer Gottheit gesendetes Zeichen, Vorzeichen, Anzeichen; ἔνθ' ἐφάνη μέγα σῆμα, δράκων, Il. 2, 308; von Zeus heißt es ἐναίσιμα σήματα φαίνων, 353, vgl. 4, 381. 9, 236; τρὶς δ' ἄρ' ἀπ ᾿Ιδαίων όρέων κτύπε Ζεύς, σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι, 8, 171; ἀστεροπῇ δεικνὺς σῆμα βροτοῖσιν, 13, 244; vom Sirius λαμπρότατος μὲν ὅδ' ἐστί, κακὸν δέ τε σῆμα τέτυκται, 22, 30, weil er die Hitze andeutet; θεοῦ σήμασι πιθέσθαι, Pind. P. 4, 199, vgl. 1, 3; πέμπειν ἔχοις ἂν σήματ' εὐπειθῆ βροτοῖς, Aesch. Ch. 257; Soph. O. C. 1508. – b) ein Zeichen, woran man ein Grab erkennt, Grabmal, Grabhügel; ἐπὶ σῆμ' ἔχεεν, Il. 6, 419. 7, 86 u. öfter; vgl. πρίν γ' ἐνὶ Πάτροκλον θέμεναι πυρί, σῆμά τε χεῦαι, 23, 45, u. σῆμά τέ οἱ χεῦαι καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερεΐξαι, Od. 2, 222; u. so bei Folgenden übh. Grabmal, ἀρχαίῳ παρὰ σάματι Πέλοπος, Pind. Ol. 11, 24, Ar. Eccl. 1108, ἐς τὸ δημόσιον σῆμα τιθέασιν, Thuc. 2, 34; Plat. Gorg. 493 a Crat. 400 b; Dem. u. Folgde; Sp. auch der Leichenstein mit der darauf befindlichen Grabschrift. – c) Malzeichen, bezeichneter Zielpunkt, wie beim Wettwerfen, Il. 23, 843 Od. 8, 192 ff.; Grenzzeichen, D. Per. 18. – d) anderweitige Zeichen, Etwas zu erkennen, z. B. eine Art von Zeichen, welche die noch ungebräuchliche Schrift vertrat, Il. 6. 166. 176. 178; Wahrzeichen, auf dem Schilde, eine Art Wappen, Aesch. Spt. 369. 414 u. öfter in diesem Stück; ἀσπίδος ἐν κύκλῳ τοιάδε σήματα τετύχθαι, Eur. El. 456. – Auch die Sterne, himmlische Zeichen, Soph. fr. 379.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. 1 en gén. tout ce qui fait reconnaître ou distinguer qch;
2 particul. signe d'en haut, augure, présage : σήματα φαίνειν IL montrer des signes de la volonté des dieux ; σῆμά τι τιθέναι IL ou δεικνύναι IL produire, montrer à qqn un signe de la volonté divine ; particul. signes célestes, constellations ou étoiles, désignant les changements des saisons et de la température;
3 le signe auquel on reconnaît un sépulture, tombeau : σῆμα χέειν IL élever un tombeau ; στῆλαι ἀπὸ σημάτων THC colonnes funéraires qui se dressent du sol des sépultures ; en gén. tombeau, sépulture (dans un fleuve);
4 signe figuratif, signe de reconnaissance (sur des bulletins, sur un sceau, sur des boucliers, sur des vaisseaux) ; particul. signes d'écriture figurative;
II. signal.
Étymologie: DELG demeure obscur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῆμα -ατος, τό Dor. σᾶμα, teken teken, kenteken, embleem:. σήματ’ ἀναγνῶναι tekens herkennen Od. 19.250; λευκὸν σῆμα περίτροχον een wit rond kenteken (een witte bles op een paard) Il. 23.455; σήματα λυγρά huiveringwekkende schrifttekens Il. 6.168; ἔχει δ’ ὑπέρφρον σῆμ’ ἐπ’ ἀσπίδος hij heeft een hoogmoedig embleem op zijn schild Aeschl. Sept. 387. teken, signaal:. ἀρότοιό … σῆμα φέρει hij brengt het sein voor het ploegen Hes. Op. 450; σάλπιγγος ἠχὴ σῆμα φοινίου μάχης de klank van de trompet, signaal voor de bloedige strijd Eur. Phoen. 1378. voorteken, hemelteken:. ἐναίσιμα σήματα φαίνειν gunstige voortekens tonen Il. 2.353; σῆμα νίκης voorteken voor de overwinning Eur. Phoen. 1258; κακὸν δέ τε σῆμα τέτυκται hij (Orion) is een kwalijk hemelteken Il. 22.30. grafteken, grafheuvel, graf:. σῆμα... Μυρίνης het grafteken van Myrrhine Il. 2.814; σῆμα χέειν een grafheuvel oprichten Il. 6.419; πολλαὶ στῆλαι ἀπὸ σημάτων vele grafstenen afkomstig van graven Thuc. 1.93.2.

Russian (Dvoretsky)

σῆμα: дор. σᾶμα, ατος τό
1 признак, знак, отметка (σ. ἀριφραδές Hom.);
2 (у животного), отметина (ἐν μετώπῳ Hom.);
3 отличительный знак, эмблема (ἀσπίδος ἐν κύκλῳ σήματα Eur.);
4 знамение (κακὸν σ. Hom.);
5 знак, сигнал (σ. μάχης Eur.);
6 могильный знак, насыпь, курган (σ. χεῖσθαί τινι Hom.);
7 гробница, могила (στῆλαι ἀπὸ σημάτων Thuc.);
8 могильный камень, памятник Arph.;
9 знак зодиака (σήματα οὐράνια Soph.).

English (Autenrieth)

ατος: sign, token, mark, by means of which anything is identified, Od. 23.188; of the mark on a lot, Il. 7.189; a spot or star on a horse, Il. 23.455; mark to show the length of a throw, Od. 8.195; a sign from heaven, prodigy, Od. 21.413, Il. 13.244, Il. 22.30; a sepulchre, Il. 2.814, Il. 7.86; characters as a sort of pictorial writing, Il. 6.168.

Spanish

sepulcro

Greek Monolingual

το / σῆμα, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱμα, και κυπριακός τ. σᾱμαν, Α
1. σημείο, σημάδι με το οποίο μπορεί κανείς να αναγνωρίσει κάτι (α. «είχε κρυφό σήμα» β. «ἥβης σήματα γεινομένης», Σόλ.
γ. «νέφος σῆμα χειμῶνος», Αρχίλ.)
2. στήλη ή αγγείο ή σωρός λίθων που τοποθετούσαν στην αρχαιότητα πάνω στον τάφο για αναγνώρισή του (α. «τοῦ δὲ τάφον καὶ σῆμ' ἀϊδὲς ποίησεν Ἄναυρος», Ησίοδ
β. «ἀθάνατοι δέ τε σῆμα πολυσκάρθμοιο Μυρίνης», Ομ. Ιλ.)
(νεοελλ. λ.)
1. διακριτικό που φέρουν τα μέλη σωματείου ή οργάνωσης, έμβλημα, κονκάρδα
2. στρ. παράσταση χαρακτηριστική στη στολή τών αξιωματικών που δείχνει το όπλο ή το σώμα στο οποίο ανήκουν
3. εθνόσημο
4. (εμπ. δίκ.) ειδική παράσταση, γράμμα ή σύμπλεγμα γραμμάτων που χρησιμεύει ως σύμβολο εργοστασίου ή βιομηχανικής εταιρείας και ως διακριτικό τών προϊόντων τους, σε αντιδιαστολή από τα όμοια προϊόντα άλλων παραγωγών, καθώς και ο τίτλος εφημερίδας ή περιοδικού (α. «εμπορικό σήμα» β. «βιομηχανικό σήμα» γ. «σήμα κατατεθέν» — σήμα καταχωρισμένο και επίσημα αναγνωρισμένο από αρμόδια δημόσια αρχή)
5. (ναυτ. δίκ.) διεθνές διακριτικό γνώρισμα της ταυτότητας κάθε πλοίου καθαρής χωρητικότητας άνω τών 30 κόρων
6. βιολ. κάθε στοιχείο συμπεριφοράς που μεταβιβάζει μία πληροφορία από ένα άτομο σε άλλο
7. (φυσ.-τεχνολ.) φυσικό φαινόμενο, ή μέγεθος που χαρακτηρίζει τέτοιο φαινόμενο, οι μεταβολές του οποίου, συναρτήσει του χρόνου, ή μια ορισμένη τιμή επιλεγμένη μεταξύ άλλων δυνατών τιμών, αντιπροσωπεύουν πληροφορίες
8. (πληροφ.) η μεταβολή φυσικού μεγέθους οποιασδήποτε φύσης, χάρη στην οποία ένα συστατικό στοιχείο μιας εγκατάστασης επηρεάζει ένα άλλο
9. σημείο που γίνεται ή δίνεται από απόσταση με ηλεκτρομαγνητικά κύματα, με ήχους, με φώτα ή με σημαίες για τη μεταβίβαση μηνύματος ή διαταγής (α. «σήμα κινδύνου» β. «σήμα υποχώρησης» γ. «σήμα συναγερμού»)
10. (κατ
επέκτ.) το ίδιο το μεταβιβαζόμενο μήνυμα ή η μεταβιβαζόμενη διαταγή («λάβαμε το σήμα του Γενικού Επιτελείου για μερική κινητοποίηση τών ενόπλων δυνάμεων»)
11. καθεμιά από τις ποικιλόσχημες και ποικιλόχρωμες μικρές σημαίες με τις οποίες γίνονται οι συνεννοήσεις μεταξύ τών πλοίων, κν. σινιάλο
12. (σιδηροδρ.) κινητή, φορητή ή μόνιμη συσκευή, ακουστικό ή συμβατικό μήνυμα με τα οποία παρέχονται πληροφορίες, γίνονται υποδείξεις ή δίνονται εντολές για την κίνηση, εκμετάλλευση και ασφάλεια τών σιδηροδρομικών συρμών και οχημάτων
13. φρ. α) «σήμα δράσεως»
(πληροφ.) σήμα που διαδίδεται στη λειτουργική άλυσο ενός σερβομηχανισμού
β) «σήμα εισόδου»
(πληροφ.) σήμα το οποίο, όταν λαμβάνεται από ένα στοιχείο, προσδιορίζει τις συνθήκες εκπομπής ενός ή περισσότερων σημάτων εξόδου
γ) «σήμα εξόδου»
(πληροφ.) σήμα εκπεμπόμενο από ένα στοιχείο υπό την επίδραση ενός ή περισσότερων σημάτων εισόδου
δ) «σήμα αντιδράσεως»
(πληροφ.) σήμα διαβιβαζόμενο από τη λειτουργική άλυσο ενός σερβομηχανισμού
ε) «σήματα τροχαίας» και «οδικά σήματα» — παραστάσεις ή άλλες ενδείξεις σε ειδικές πινακίδες, τοποθετημένες στους δρόμους τών πόλεων, τών άλλων οικισμών και του εθνικού οδικού δικτύου, με τις οποίες ρυθμίζεται η οδική κυκλοφορία ή εφιστάται η προσοχή τών οδηγών οχημάτων και τών πεζών ή δίνονται σε αυτούς χρήσιμες πληροφορίες
στ) «σήματα μορς» ή «μορσικά σήματα»
τηλεπ. σήματα που μεταδίδονται με το συμβατικό αλφάβητο μορς
ζ) «σήμα SOS»
ναυτ. σήμα κινδύνου που εκπέμπει ένα πλοίο ή ένα αεροσκάφος για να ζητήσει βοήθεια
η) «ακολουθία σήματος»
βιολ. υδρόφοβη αμινο-τελική ακολουθία από 15 περίπου αμινοξέα που βρίσκεται στις νεοσυντεθειμένες μορφές πολλών μεμβρανικών και εκκριτικών πρωτεϊνών, αλλ. πεπτίδιο σήματος
θ) «σωματίδιο αναγνώρισης σήματος»
βιολ. νουκλεοπρωτεϊνικό σωματίδιο που περιέχει έξι διαφορετικές πρωτεΐνες και ένα μικρομοριακό RNΑ και το οποίο συνδέεται με την περιοχή της ακολουθίας σήματος
αρχ.
1. σημείο, χάραγμα για να δηλωθεί η ταυτότητα κάποιου ή να επιβεβαιωθεί η αποστολή του («... μιν ἐρέεινε καὶ ᾔτεε σήματα ἰδέσθαι», Ομ. Ιλ.)
2. σημείο ή κόσμημα για την αναγνώριση πολεμιστή («ἔχει δ' ὑπέρφρον σῆμ' ἐπ' ἀσπίδος τόδε», Αισχύλ.)
3. η αποτύπωση της σφραγίδας
4. συμβολικό σημείο που σχημάτιζαν οι αναλφάβητοι
5. σημείο που έδειχνε την απόσταση βολής ακοντίου, σφαίρας ή δίσκου
6. όριο, σύνορο
7. σημάδι από τον ουρανό, προγνωστικό, οιωνός (α. «θεοῦ σήμασι πιθέσθαι», Πίνδ.
β. «κτύπε Ζεύς, σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι», Ομ. Ιλ.)
8. (γενικά) σημείο αρχής ή λήξης ενός έργου
9. (ειδικά) σύνθημα έναρξης της μάχης
10. τάφος (α. «τὸ μὲν σῶμα ἐστιν ἡμῖν σῆμα», Πλάτ.
β. «ἔστι αὐτόθι Ἀλυάττεω τοῦ Κροίσου πατρὸς σῆμα», Ηρόδ.)
11. αστερισμόςσῆμα κυνός», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκό τ. με κατάλ. -μα (πρβλ. αἷμα, σῶμα). Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. dhyā-man «σκέψη» (< ρ. dhyāmati «σκέφτομαι»), αν και η σύνδεση αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. αντιστοιχεί στο βορειοαρμ. śśāma «σημείο, σημάδι». Η λ. σῆμα με τη γενική σημ. «σημείο, σύμβολο, όριο, σημάδι» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει επιμέρους σύμβολα: «σύνθημα, έμβλημα, μνήμα, σφραγίδα, κόσμημα, οιωνός, σημαία»].

Greek Monotonic

σῆμα: Δωρ. σᾶμα, -ατος, τό·
1. σημείο, σημάδι, χαρακτηριστικό γνώρισμα, σημείο μέσω του οποίου αναγνωρίζουμε κάποιον ή κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ.· σημάδι σε σχήμα αστεριού στο μέτωπο ενός αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ.
2. σημείο από τον ουρανό, σημάδι θεϊκό, οιωνός, προμήνυμα, σε Όμηρ. κ.λπ.
3. γενικά, σινιάλο, σύνθημα, σήμα για να κάνει ή να αρχίσει κάποιος κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· σύνθημα, σε Ευρ.· σημάδι για την έναρξη της μάχης, σινιάλο, στον ίδ.
4. σημάδι μέσω του οποίου καθίσταται αναγνωρίσιμος ο τόπος ταφής, ο τύμβος, το ανάχωμα του τάφου, Λατ. tumulus, σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, μνήμα, τύμβος, τάφος, σε Ηρόδ., Αττ.
5. χαρακτηριστικό σημάδι μέσω του οποίου πιστοποιείται η ταυτότητα κάποιου· τὰ σήματα λυγρὰ του Βελλερεφόντη (συνθηματικές καταγγελίες που στάλθηκαν με τον Βελλερεφόντη στον πεθερό του, ώστε να τον υποβάλλει αυτός στην δοκιμασία των δέκα άθλων) ήταν εικονογραφημένα, όχι γραπτά, σημεία (βλ. γράφω, αρχ.), σε Ομήρ. Ιλ.· το «σημάδι», το διακριτικό γνώρισμα στη μοίρα του Αίαντα,, στο ίδ.· χαρακτηριστικό σύμβολο, έμβλημα ή κόσμημα πάνω στην ασπίδα, για να αναγνωρίζεται ο πολεμιστής, σε Αισχύλ.· σφραγίδα που αποτυπωνόταν σε επιστολή, σε Σοφ.
6. αστερισμός, σύμπλεγμα αστεριών στον ουρανό, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σῆμα: Δωρ. σᾶμα, τό, σημεῖον, δεῖγμα, δι’ οὗ δύναταί τις νὰ γνωρίζῃ πρόσωπονπρᾶγμα, Ἰλ. Κ. 466, Ψ. 326, Ὀδ. Τ. 250, κτλ.· σημεῖον ἀστεροειδὲς ἐπὶ τοῦ μετώπου τοῦ ἵππου, Ἰλ. Ψ. 455· ἥβης σήματα γιγνομένης Σόλων 25, 4· νέφος σ. χειμῶνος Ἀρχίλ. 49· - μάλιστα δέ, 1) σημεῖον ἐξ οὐρανοῦ προμηνῦον ἢ προαγγέλλον τι, οἰωνός, σημεῖον, Ὅμηρ., κτλ.· ἐν ταῖς φράσεσι, σήματα φαίνειν Ἰλ. Β. 353, πρβλ. 308· κτύπε Ζεύς, σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι Θ. 171· δεικνὺς σῆμα βροτοῖσι Ν. 244· οὕτω, θεοῦ σήμασι πιθέσθαι Πινδ. Π. 4. 355, πρβλ. 1. 5· φλογωπὰ σ. Αἰσχύλ. Πρ. 498, πρβλ. Χο. 259· ἐφηῦρε.. οὐράνιά τε σ. Σοφ. Ἀποσπ. 379· ἐπὶ πραγμάτων ἀκουομένων τε καὶ ὁρωμένων, ἕπος φάτο σῆμα ἄνακτι Ὀδ. Υ. 111. 2. καθόλου, σημεῖον διὰ νὰ πράξῃ ἢ νὰ ἀρχίσῃ τίς τι, τόδε σ. τετύχθω Φ. 231· σ. ἀροτοῖο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 448· ἰδίως, σύνθημα, τί τὸ σῆμα θροεῖ Εὐρ. Ρῆσ. 12, πρβλ. 688· σημεῖον διὰ νὰ γίνῃ ἀρχὴ τῆς μάχης, σ. μάχης ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1377· παρὰ Βυζ. ἡ σημασία δι’ ἧς τὰ τοιαῦτα σημεῖα ἢ προστάγματα ἐδίδοντο· ἴδε ἐν λέξ. σημαία. 3) τὸ σημεῖον δι’ οὗ τάφος τις γνωρίζεται, λόφος χώματος, σωρὸς πετρῶν κτλ., Λατ. tumulus, Ἰλ. Β. 814, κτλ.· τοῦ δὲ τάφον καὶ σῆμ’ ἀϊδὲς ποίησεν Ἄναυρος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 477· σ. χέειν, σχηματίζειν «ὑψηλὸν σωρὸν χώματος, Ἰλ. Ζ. 419, κτλ.· μετὰ δοτ. προσώπ., σῆμά τέ οἱ χεύω Ὀδ. Β. 222· σῆμά τέ μοι χεῦαι.. ἀνδρὸς δυστήνου Λ. 75· παρὰ σάματι Πέλοπος Πινδ. Ο. 10 (11). 30· - καθόλου, τάφος, μνημεῖον, Ἡρόδ. 1. 93., 4. 72· τὸ δημόσιον σ. Θουκ. 2. 34· στῆλαι ἀπὸ σημάτων ὁ αὐτ. 1. 93, πρβλ. 2. 23· βραδύτερον ὡσαύτως, ἐπιτάφιος λίθος, πλάξ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 886, 888, κτλ.· - ὁ Πλάτων παίζει ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης, τὸ μὲν σῶμά ἐστιν ἡμῖν σῆμα Γοργ. 493Α, πρβλ. Κρατ. 400Β, καὶ ἴδε ἀσήμαντος ΙΙΙ. 4) σημεῖον ὅπως φαίνηται τὸ διάστημα μέχρι τοῦ ὁποίου ἐρρίφθη ὁ δίσκος ἢ τὸ ἀκόντιον, ὑπέρβαλε σήματα πάντων Ἰλ. Ψ. ὑπέρπτατο σ. πάντα Ὀδ. Θ. 192 κέξ.· ὡσαύτως, σημεῖον ὁρίου, Διον. Π. 18. 5) σημεῖον, διὰ τοῦ ὁποίου ἐβεβαιοῦτο ἡ ταυτότης τοῦ ἀνθρώπου ἢ ἀπεδεικνύετο ἡ ἀποστολή του, μιν ἐρέεινε καὶ ἤτεε σ. ἰδέσθαι Ἰλ. Ζ. 176, πρβλ. 178· ὡσαύτως, τὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα ὁ τοιοῦτος ἐπεδείκνυεν, 168, τὰ σήματα λυγοὰ τοῦ Βελλεροφόντου ἦσαν ἀναμφιβόλως γραπτά, ἤτοι «ζωγραφιστὰ» σημεῖα καὶ οὐχὶ γράμματα, ἴδε γράφω ἐν ἀρχῇ· - τὸ «σημάδι» ἤτοι σημεῖον τὸ ἐπὶ τοῦ κλήρου τοῦ Αἴαντος, Ζ. 189, πρβλ. 175· οὕτω, τὸ σημεῖονκόσμημα τὸ ἐπὶ τῆς ἀσπίδος δι’ οὗ ὁ πολεμιστὴς ἀνεγνωρίζετο, συχν. ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. ὡς 387, 404, Εὐρ. Ἠλ. 456· ἐπὶ τῆς σφραγῖδος τῆς ἀποτυπουμένης ἐπὶ ἐπιστολῆς, τῶνδ’ ἀποίσεις σ. Σοφ. Τρ. 614· - πρβλ. σημεῖον 5, ταυρόπους. 6) ἀστερισμός, σ. κυνὸς Εὐρ. Ἑκ. 1273· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ οὐράνια σώματα, Λατ. signa, Σοφ. Ἀποσπ. 379· - πρβλ. Ἰλ. Χ. 30, ἐπὶ τοῦ Σειρίου, λαμπρότατος μὲν ὅδ’ ἐστί, κακὸν δέ τε σῆμα τέτυκται. (Ἡ ἐτυμολογία ἀμφίβολος. Ὁ Λοβέκκ. λαμβάνων ὡς δεδομένον ὅτι τὰ γράμματα θ καὶ σ ἐναλλάσσονται, ὡς παρὰ τοῖς Λάκωσιν, ἀποδίδει τὴν λέξιν εἰς τὴν ῥίζαν ΘΕ, τίθημι). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σῆμα· τάφος. μνῆμα. ἢ ναοῦ εἶδος», καὶ «σήματα· τέρατα, σημεῖα. Ἀττικοὶ δὲ μνήματα».

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: sign, symbol, trait, omen, mark, character, feature, gravestone (Il.).
Other forms: Dor. σᾶμα.
Compounds: Compp., e.g. σηματ-ουργός m. mark maker (A.); often as 2. member with regular transition in the o-stems, e.g. ἄ-σημος, Dor. ἄ-σαμος without signs, unimpressed, unintelligible (IA., Dor.), isolated ἀ-σήμων id. (S.), ἐπί-σημος, Dor. -α- provided with a mark (IA., Dor.), n. -ον mark, weapon (Ion. hell. a. late), also (Simon., A. a.o.; after σῆμα).
Derivatives: 1. the adj. σημα-λέος sending signs, surn. of Zeus (Paus.), -τόεις full of gravestones (AP). 2. the verbs a. σημαίνω, Dor. (Pamphyl.) σαμ-, often w. prefix, e.g. ἐπι-, ὑπο-, δια-, ἀπο-, to give a sign, to denounce, to order (Il.) with σημάν-τωρ, -τορος m. commander, ruler, guide (ep. Il.), des. of a military official (Hdt. 7, 81), annunciator, announcing (late poet.; on the meaning Aly Glotta 5, 58 ff.), -τήρ, -τήριον, -τρον, -τρίς, -τρια, -τικός, -σις, also σημασία f. announcement etc. (Arist., hell. a. late; Schwyzer 469); b. σηματίζομαι = σημαίνομαι (sch.). 3. Subst. a. dimin. σημάτιον n. (Eust.); b. σημ-εῖον, Ion. -ήϊον, Dor. σαμ- n. sign, mark, standard, signal, signet (IA., Dor.; as μνημ-εῖον: μνῆμ-α; s. on μιμνήσκω) with -ειώδης noteworthy (Arist., hell. a. late), -ειόομαι, -ειόω, also w. ἐπι- a. o., to note, to notice; to provide with a seal (Hp., Thphr., hell. a. late), from where -είωσις, -είωμα, -ειωτικός; c. σημ-εία (-έα, -αία) f. standard, banner (hell. a. late; after βασιλ-εία etc.; Schwyzer 469, 470 n. 6). 4. PN Σαμιχος m. (Boeot. inscr.) a.o.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The word seems an inherited word, but is without convincing etymology. After Brugmann (e.g. Grundr.1 II 348) identical with Skt. dhyā-man- n. thought (late lex.; to dhyā́-yati, -ti think); semantic. not really striking. E. Leumann (s. Schwyzer 322 n. 1) compares Sak. (North-Ar.) śśāma sign. -- From ἄσημον MPers. asēm (uncoined) silver, NPers. sīm (silver) thread; cf. Bailey Trans. Phil. Soc. 1933, 50.

Middle Liddell

σῆμα, δοριξ σᾶμα, ατος, τό,
1. a sign, mark, token, Hom., etc.; the star on a horse's forehead, Il.
2. a sign from heaven, an omen, portent, Hom., etc.
3. generally, a sign to do or begin something, Od.; a watchword, Eur.; a battle-sign, signal, Eur.
4. the sign by which a grave is known, a mound, cairn, barrow, Lat. tumulus, Hom., etc.:—generally, a grave, tomb, Hdt., Attic
5. a token by which any one's identity was certified: the σήματα λυγρά of Bellerophon were pictorial, not written, tokens (v. γράφω init.), Il.:— the mark on the lot of Ajax, Il.: the device or bearing on a shield, Aesch.; the seal impressed on a letter, Soph.
6. a constellation, Il., Eur.

Frisk Etymology German

σῆμα: {sē̃ma}
Forms: dor. σᾶμα
Grammar: n.
Meaning: ‘Zeichen, Ab-, Kenn-, Vor-, Mal-, Schriftzeichen, Merkmal, Grabmal' (seit Il.).
Composita: Kompp., z. B. σηματουργός m. Zeichenbildner (A.); oft als Hinterglied mit regelmäßigem Übertritt in die o-Stämme, z. B. ἄσημος, dor. ἄσαμος ohne Abzeichen, ungeprägt, unverständlich (ion. att., dor.), vereinzelt ἀσήμων ib. (S.), ἐπίσημος, dor. -α- mit einem Zeichen versehen (ion. att., dor.), n. -ον Kennzeichen, Waffe (ion. hell. u. sp.), auch -α (Simon., A. u.a.; nach σῆμα).
Derivative: Davon 1. die Adj. σημαλέος Zeichen sendend. Bein. des Zeus (Paus.), -τόεις voll von Grabmälern (AP). 2. die Verba a. σημαίνω, dor. (Pamphyl.) σαμ-, oft m. Präfix, z.B. ἐπι-, ὑπο-, δια-, ἀπο-, ein Zeichen geben, anzeigen, befehlen (seit Il.) mit σημάντωρ, -τορος m. Gebieter, Herrscher, Lenker (ep. seit Il.), Bez. eines Militärbeamten (Hdt. 7, 81), Anzeiger, anzeigend (sp. Dicht.; zur Bed. Aly Glotta 5, 58 ff.), -τήρ, -τήριον, -τρον, -τρίς, -τρια, -τικός, -σις, auch σημασία f. Anzeige (Arist., hell. u. sp.; Schwyzer 469); b. σηματίζομαι = σημαίνομαι (Sch.). 3. Subst. a. Demin. σημάτιον n. (Eust.); b. σημεῖον, ion. -ήϊον, dor. σαμ- n. ‘Zeichen, Kenn-, Feldzeichen, Signal, Siegel' (ion. att., dor.; wie μνημεῖον: μνῆμα; s. zu μιμνήσκω) mit -ειώδης bemerkenswert (Arist., hell. u. sp.), -ειόομαι, -ειόω, auch m. ἐπι- u. a., ‘(sich) aufzeichnen, bemerken; mit Siegel versehen’ (Hp., Thphr., hell. u. sp.), wovon -είωσις, -είωμα, -ειωτικός; c. σημεία (-έα, -αία) f. Feldzeichen, Fähnlein (hell. u. sp.; nach βασιλεία usw.; Schwyzer 469, 470 A. 6). 4. PN Σαμιχος m. (böot. Inschr.) u.a.
Etymology: Allem Anschein nach Erbwort, aber ohne überzeugende Etymologie. Nach Brugmann (z.B. Grundr.1 II 348) mit aind. dhyā-man- n. Gedanke (sp. Lex.; zu dhyā́-yati, -ti denken) identisch; semantisch wenig treffend. E. Leumann (s. Schwyzer 322 A. 1) vergleicht sak. (nordar.) śśāma Zeichen. — Aus ἄσημον mpers. asēm ‘(ungeprägtes) Silber’. npers. sīm ‘(silberner) Draht’; vgl. Bailey Trans. Phil. Soc. 1933, 50.
Page 2,695-696

English (Woodhouse)

badge, constellation, crest, device, nod, portent, proof, sign, signal, tomb, barrow to mark a burial place, coat of arms, heavenly sign, prominent sign, watchword

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

τό sepulcro ποιήσας βόθρον ... ἐν σήματι καθαρῷ ἡγνισμένῳ, βλέποντι πρὸς ἀνατολήν haz un hoyo en un sepulcro puro y consagrado, que esté orientado al este P XII 211

Translations

tomb

Albanian: varr; Arabic: قَبْر‎, ضَرِيح‎; Egyptian Arabic: تربة‎; Moroccan Arabic: قبر‎; Aramaic Classical Syriac: ܩܲܒ݂ܪܵܐ‎; Turoyo: ܩܰܘܪܳܐ‎; Armenian: դամբարան; Aromanian: tumbã, murmintu; Azerbaijani: məzar; Bashkir: ҡәбер; Belarusian: грабні́ца, магі́льня; Bulgarian: гробница; Burmese: ဂူ; Catalan: tomba; Chichewa: manda; Chinese Cantonese: 墳墓, 坟墓; Mandarin: 墳墓, 坟墓, 墓葬, 宅兆; Czech: hrobka; Dutch: tombe; Esperanto: tombo; Faliscan: cela; Finnish: hauta, hautakappeli, hautakammio; French: tombe, tombeau; Friulian: tombe; Galician: túmulo, sepulcro, tumba; Georgian: საფლავი; German: Grabmal, Gruft; Greek: τάφος, ταφικό μνημείο; Ancient Greek: ᾍδης, ἄδυτον, ἄριζος, βόθρος, βοῦστον, βρένθος, γοῦντα, γούντη, γουτάριον, διαφθορά, ἔμβασις, ἐμβατή, ἐνταφή, ἐντάφιον, ἐντομίς, ἕρμαιον, ἑστία, εὐνή, ἠρίον, θήκη, θῆμα, κάλυμμα, κατασκαφή, κοιμητήριον, κοιτών, λέσχη, μνάμα, μνῆμα, μνήμη, μνημόριον, νεκροδοχεῖον, νεκροθήκη, περιβολαὶ χθονός, σακός, σᾶμα, σηκός, σῆμα, σκάφη, στέγος, στιβάς, σωματοφυλάκιον, τάφειμα, ταφή, τάφος, τόπος, ἡρῷον, τύμβευμα, τύμβος, χοῦς θανάτου; Hindi: क़ब्र; Hungarian: sír; Ido: tombo; Irish: tuama; Italian: tomba; Japanese: 墓, 墳墓; Kazakh: қабір; Khmer: ផ្នូរ, លេណក; Korean: 무덤, 분묘; Kurdish Northern Kurdish: mezel; Kyrgyz: мүрзө; Lao: ຂຸມຝັງສົບ, ຂຸມຜີ, ຂຸມເຮ່ວ; Latin: bustum; Macedonian: гробница; Malay: makam; Maore Comorian: kaɓuri; Maori: toma, toma tūpāpaku; Mongolian: бунхан; Norman: sépultuthe; Occitan: tomba; Persian: مزار‎, آرامگاه‎,قبر‎; Polish: grobowiec; Portuguese: túmulo, tumba, jazigo; Romanian: mormânt; Russian: гробница, склеп; Sardinian: molimentu, morimentu, molumentu, mulimentu, murimentu; Serbo-Croatian Cyrillic: гро̏бница; Roman: grȍbnica; Slovak: hrobka; Slovene: grobnica; Sorbian Lower Sorbian: rownišćo, krypta; Spanish: tumba; Tajik: мақбара, қабр; Tetum: rate; Thai: ที่ฝังศพ; Turkish: mezar; Ugaritic: 𐎃𐎌𐎚; Ukrainian: гробниця; Urdu: قبر‎; Uzbek: maqbara, qabr; Vietnamese: mộ, lăng tẩm, phần mộ; Walloon: tombe; Welsh: bedd, beddrod; Yámana: wannače; Zazaki: mezel