μισέω

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσέω Medium diacritics: μισέω Low diacritics: μισέω Capitals: ΜΙΣΕΩ
Transliteration A: miséō Transliteration B: miseō Transliteration C: miseo Beta Code: mise/w

English (LSJ)

pf. μεμίσηκα Pl.Phlb. 44c:—Pass., fut. Med. in pass. sense μισήσομαι E.Tr.664, Ion597, 611, Philostr.VA6.13, later μισηθήσομαι LXX Si.21.28, Aristid.2.426 J., D.C.52.39: aor. ἐμισήθην Hdt.2.119, etc.: pf. μεμίσημαι Isoc.5.137, Hdn.8.5.8: (μῖσος):—hate, once in Hom., c. acc. et inf., μίσησεν δ' ἄρα μιν δηΐων κυσὶ κύρμα γενέσθαι Zeus hated (would not suffer) that he should become a prey... Il.17.272; μισῶ φίλοισιν ὕστερον βοηδρομεῖν E.Rh.333; οὐ μισοῦντ' ἐκείνην τὴν πόλιν, τὸ μὴ οὐ μεγάλην εἶναι not hating that city, as not being... Ar. Av.36; μισῶ λακωνίζειν I hate Laconizing, Eup.351.1: but mostly c. acc., ὑβρίζοντα μισεῖν Pi.P.4.284; μισοῦντ' ἐμίσει S.Aj.1134, etc.; θεῖον μισεῖ μῖσος… με Men.Epit.216; μ. τινὰ μῖσος ἐξαίσιον Aristaenet.1.22; ὃ μισεῖς μηδενὶ ποιήσῃς LXX To.4.15:—Pass., to be hated, Hdt. l. c., etc.; ὦ πολλὰ μισηθεῖσα χειρωναξία A.Pr.45, cf. S.Aj.818; μισεῖσθαι ὑπ' αὐτῶν Th.8.83; μισηθεὶς ἔσχατον μῖσος Plu.Crass.6.

German (Pape)

[Seite 190] hassen, verabscheuen; μίσησεν δ' ἄρα μιν δηΐων κυσὶ κύρμα γενέσθαι, Zeus verabscheuete es, wollte es nicht, daß Patroklus den Hunden der Feinde zum Raube werden sollte, Il. 17, 272; ὑβρίζοντα μισεῖν, Pind. P. 4, 284; Tragg., τοὺς προδότας Aesch. Prom. 1070, μισῶ γυναῖκας ἀνοσίους Eur. Or. 517, μισεῖ ὁ θεὸς τὴν βίαν Mel. 909, öfter; μισήσομαι als fut. pass. Ion 597 Troad. 659; Ar. u. in Prosa überall; Gegensatz von ἐράω, Plat. Legg. VII, 792 a; von φιλέω, Euthyphr. 8 a; μισῶν τε καὶ λοιδορῶν τοὺς λόγους, Phaed. 90 d; λίαν μεμισηκότων τὴν τῆς ἡδονῆς δύναμιν, Phil. 44 c; μισηθέντες ἔσχατον μῖσος, Plut. Crass. 6.

French (Bailly abrégé)

μισῶ :
f. μισήσω, ao. ἐμίσησα, pf. μεμίσηκα;
haïr, détester, acc. ; avec une prop. inf. avoir horreur que ; Pass. être un objet de haine : ὑπό τινος, être haï par qqn.
Étymologie: μῖσος.

Russian (Dvoretsky)

μῑσέω:
1 ненавидеть (τοὺς προδότας Aesch.; τὴν βίαν Eur.; τὴν τῆς ἡδονῆς δύναμιν Plat.): μισῶ φιλοῖσιν ὕστερον βοηδρομεῖν Eur. я не люблю запаздывать с помощью друзьям; μισηθεὶς ἔσχατον μῖσος ὑπό τινος Plut. ненавидимый кем-то страшной ненавистью;
2 противиться, не допускать: μίσησεν δ᾽ ἄρα μιν κυσὶ κύρμα γενέσθαι Hom. но (Зевсу) неугодно было, чтобы он (т. е. Патрокл) стал добычей псов.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσέω: μέλλ. ήσω: ἀόρ. ἐμίσησα: πρκμ. μεμίσηκα Πλάτ. Φίληβ. 44C: - Παθ., μέλλ. μέσ. μετὰ παθ. σημασ., μισήσομαι Εὐρ. Τρῳ. 659, Ἴων 597, 611· παρὰ μεταγεν. μισηθήσομαι Δίων Κ. 52, 39, Ἑβδ.: ἀόρ. ἐμισήθην Ἡρόδ. κ. Ἀττ.: πρκμ. μεμίσημαι Ἡρῳδιαν. 8. 5, Δίων Κ., κτλ.· (μῖσος)· Μισῶ, «ἐχθρεύομαι», ἅπαξ παρ’ Ὁμ., μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μίσησεν δ’ ἄρα μιν δηίων κυσὶ κύρμα γενέσθαι, ὁ Ζεὺς ἐμίσησε... δηλ. δὲν συγκατετίθετο νά..., Ἰλ. Ρ. 272, πρβλ. Ρῆσ. 333· οὐ μισοῦντ’ ἐκείνην τὴν πόλιν, τὸ μὴ οὐ μεγάλην εἶναι, μὴ ἀπαξιοῦντα, μὴ ἐκ μίσους ἀρνούμενον νά..., Ἀριστοφ. Ὄρν. 36· μισῶ λακωνίζειν, ἀποστρέφομαι τὸ λακωνίζειν, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 2· - ἀλλὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ., ὑβρίζοντα μισεῖν Πινδ. Π. 4. 506· μισοῦντα μισεῖν Σοφ. Αἴ. 113· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.: μ. τινα μῖσος ἐξαίσιον Ἀρισταίν. 1. 22· - Παθ., μισοῦμαι, μισηθεὶς Ἡρόδ. 2. 119· ὦ πολλὰ μισηθεῖσα χειρωναξία Αἰσχύλ. Πρ. 45, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 818· μισεῖσθαι ὑπ’ αὐτῶν Θουκ. 8. 83.

English (Slater)

μῑσέω hate ἔμαθε δ' ὑβρίζοντα μισεῖν (P. 4.284)

Spanish

odiar

English (Strong)

from a primary misos (hatred); to detest (especially to persecute); by extension, to love less: hate(-ful).

English (Thayer)

μισῶ; imperfect ἐμίσουν; future μισήσω; 1st aorist ἐμίσησα; perfect μεμίσηκα; passive, present participle μισουμενος; perfect participle μεμισημενος (Sept. for שָׂנֵא; (from Homer down); to hate, pursue with hatred, detest; passive to be hated, detested: τινα, in τί: in 15; passive μισεῖν in to love less, to postpone in love or esteem, to slight, through oversight of the circumstance that 'the Orientals, in accordance with their greater excitability, are accustomed both to feel and to profess love and hate where we Occidentals, with our cooler temperament, feel and express nothing more than interest in, or disregard and indifference to a thing'; Fritzsche, Commentary on Romans, ii., p. 304; cf. Rückert, Magazin f. Exegese u. Theologie des N.T., p. 27ff

Greek Monotonic

μῑσέω: (μῖσος), μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐμίσησα, παρακ. μεμίσηκα — Παθ., Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, μισήσομαι, αόρ. αʹ ἐμισήθην· μισώ, αποστρέφομαι, σε Πίνδ., Αττ.· με αιτ. και απαρ., μίσησεν δ' ἄρα μιν κυσὶ κύρμα γενέσθαι, ο Δίας έδειξε αποστροφή (δεν θα το άντεχε) για το ότι θα γινόταν λεία των σκυλιών, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐ μισοῦντα τὴν πόλιν, τὸ μὴ οὐ μεγάλην εἶναι, χωρίς να δείχνει έχθρα που η πόλη θα γινόταν σπουδαία, σε Αριστοφ. — Παθ., με μισούν, είμαι αντικείμενο μίσους, σε Ηρόδ., Αττ.

Greek Monolingual

(ΑΜ μισῶ, μισέω)
1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι
2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι μετονοματικό παράγωγο του μῖσος προσκρούει στη μαρτυρία του ομηρ. αορ. μίσησεν < μίσε(σ)σεν (το -η- πιθ. κατ' αναλογία του φίλησεν). Κατ' άλλη άποψη, όχι τόσο πιθ., η λ. συνδέεται με τα λατ. miser και mittō.
ΠΑΡ. μισητός
αρχ.
μίσηθρον, μίσημα, μισητός
αρχ.-μσν.
μισητής, μισώδης
μσν.
μισησιοί, μισισμός, μισωτής. Το ρ. μισώ εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή μισ(ο)-, πρβλ. φιλ(o)-. Η λ. μῖσος εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τις μορφές -μισής και -μισος.Σύνθ. με α' συνθετικό μισ(ο)-: μίσανδρος, μισάνθρωπος (Ι), μισέλλην, μισογύνης, μισόξενος
αρχ.
μισάγαθος, μισαθηναίος, μισαλάζων, μισαλέξανδρος, μισάλληλος, μισάμπελος, μισαπόδημος, μισαργυρία, μισάρετος, μισαρχία, μισέργατος, μίσεργος, μίσερως, μισέταιρος, μισηδονία, μισήλιος, μίσιππος, μισοβάρβαρος, μισοβασιλεύς, μισόγαμος, μισογείτων, μισόγελως, μισογόης, μισόδημος, μισοδημότης, μισοδιδασκαλία, μισοδικαστής, μισόδικος, μισόθηρος, μισόθριξ, μισοΐδιος, μισοίκειος, μίσοινος, μισοϊουδαίος, μισοκαίσαρ, μισόκακος, μισοκαλήμερος, μισοκερδής, μισοκύριος, μισοπόνηρος, μισόπονος, μισοπόρπαξ, μισοποσείδων, μισοπράγμων, μισοπρόβατος, μισοπροσήγορος, μισόπτωχος, μισοπώγων, μισορήτωρ, μισορώμαιος, μισόσοφος, μισολάκων, μισολάμαχος, μισόλεκτρος, μισόλογος, μισόνεικος, μισόνοθος, μισόνυμφος, μισοπαθής, μισόπαις, μισοπάρθενος, μισόπατρις, μισοπάτωρ, μισοπέρσης, μισοπλάτων, μισοπόλεμος, μισόπολις, μισοστρατιώτης, μισοσύλλας, μισοσύντυχος, μισοσώματος, μισότεκνος, μισοτύραννος, μισότυφος, μισοφίλιππος, μισοφιλόλογος, μισόφιλος, μισοφιλόσοφος, μισόφροντις, μισόχρηστος, μισόχρυσος, μισοψευδής, μισοψηφιστής, μίσυβρις
αρχ.-μσν.
μισάδελφος, μισόγυνος, μισόδοξος, μισόδουλος, μισόθεος, μισόκαλος, μισοφαής, μισόχριστος
μσν.
μισάγιος, μισάδικος, μισαλήθης, μισιεραρχία, μισόβρωμος, μισοδανειστής, μισοδέσποτος, μισόκοσμος, μισοκύκλωψ, μισόσαρκος, μισόλαγνος, μισολατίνος, μισομαθής, μισομαίμων, μισομάρτυς, μισομόναχος, μίσουχος, μισοχρήματος, μισοχριστιανός
νεοελλ.
μισαλλόδοξος, μισελευθερία.Σύνθ. με β' συνθετικό -μισώ, -μισής, -μισος αρχ. αλληλομισώ, αντιμισώ, απομισώ, διαμισώ, εκμισώ, προσμισώ, συμμισώ, υπερμισώ, φιλομισώ
νεοελλ.
πολυμισώ
αρχ.
αμισής, θεομισής, παντομισής, πολυμισής, φανερομισής
/ αρχ. ἀξιόμισος, ἀφθιτόμισος, φανερόμισος, φιλόμισος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: hate, loathe (Pi., IA.);
Other forms: aor. μισῆσαι (P 272), pass. μισηθῆναι (Hdt.), fut. pass. μισήσομαι (E.), -ηθήσομαι (LXX), perf. μεμίση-κα, -μαι (Att.).
Compounds: Also w. prefix, e.g. δια-. ἀπο-. Very often as 1. member (oppos. φιλο-), e.g. μισό-θεος who hates the gods (A., Luc.), cf. Schwyzer 442.
Derivatives: μίσημα n. what is hated (trag.), μίσηθρον (-τρον) charm for producing hatred (Luc., pap.; after στέργηθρον, Benveniste Origines 203), μισητός hated, hateful (A., X.), -ητικός prone to hatred (Arr.), μισήτιζε μίσει, στύγει H. Beside it with paroxytonon (after Ammon. 94) and with unclear change of meaning μισήτη f. lascivious wench, whore (Archil. [?], Cratin., μισητός ... ἄπληστος H.) with μισητία lasciviousness, unsatibale desire (Ar., Procop.). -- μῖσος n. hatred, enmity, grudge, object of hatred (trag., Att.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)
Etymology: The date and the spread of attestations are not in favour of the usual assumption that μισέω is a denominative of μῖσος. Also the Hom. aor. μίσησεν for *μίσε(σ)σεν (analog. after φίλησεν?) tells against it. A convincing etymology has not been found; the connections with Lat. miser and mittō (s. Bq and W.-Hofmann s.v.) are not satisfactory, as is a basis *μίνθι̯ος to μίνθος (Pisani Rend. Acc. Linc. 6: 5, 218). Fur. 254 who objects to a suffix -σος, assumes a Pre-Greek word with assibilated dental.

Middle Liddell

μῑσέω, μῖσος
to hate, Pind., Attic:—c. acc. et inf., μίσησεν δ' ἄρα μιν κυσὶ κύρμα γενέσθαι, Zeus hated (would not suffer) that he should become a prey to dogs, Il.; οὐ μισοῦντα τὴν πόλιν, τὸ μὴ οὐ μεγάλην εἶναι not grudging that the city should be great, Ar.:—Pass. to be hated, Hdt., Attic

Frisk Etymology German

μισέω: (Pi., ion. att.),
{miséō}
Forms: Aor. μισῆσαι (seit P 272), Pass. μισηθῆναι (Hdt. usw.), Fut. Pass. μισήσομαι (E. u.a.), -ηθήσομαι (LXX usw.), Perf. μεμίσηκα, -μαι (att.),
Grammar: v.
Meaning: hassen, verabscheuen.
Composita: auch m. Präfix, z.B. δια-, ἀπο-. Sehr oft als Vorderglied (Gegensatz φιλο-), z.B. μισόθεος die Götter hassend (A. in lyr., Luk.), vgl. Schwyzer 442.
Derivative: Davon μίσημα n. das Verhaßte, Gegenstand des Hasses (Trag.), μίσηθρον (-τρον) Haßzauber (Luk., Pap. u.a.; nach στέργηθρον, Benveniste Origines 203), μισητός verhaßt, hassenswert (A., X.), -ητικός zum Haß geneigt (Arr.), μισήτιζε· μίσει, στύγει H. Daneben paroxytoniert (nach Ammon. 94) und mit unklarem Bedeutungsübergang μισήτη f. geile Dirne, Hure (Archil. [?], Kratin., μισητός· ... ἄπληστος H.) mit μισητία Geilheit, unersättliche Gier (Ar., Prokop.). —μῖσος n. Haß, Feindschaft, Groll, Gegenstand des Hasses (Trag., att.).
Etymology: Das Alter und die Verbreitung der Belege sind der gewöhnlichen Annahme, μισέω sei ein Denominativum von μῖσος, nicht günstig. Auch der hom. Aor. μίσησεν für *μίσε(σ)σεν (analogisch nach φίλησεν?) spricht dagegen. Eine überzeugende Etymologie ist indessen nicht gefunden; die Anknüpfungen an lat. miser und mittō (s. Bq und W.-Hofmann s.v.) befriedigen nicht, ebensowenig eine Grundform *μίνθι̯ος zu μίνθος (Pisani Rend. Acc. Linc. 6: 5, 218).
Page 2,243-244

Chinese

原文音譯:misšw 米些哦
詞類次數:動詞(42)
原文字根:恨 相當於: (שָׂנֵא‎)
字義溯源:憎惡,恨,痛恨,恨惡,厭惡,相恨,惡,可憎,作對;源自(μισθωτός)X*=仇恨)。這字用了40次,其意有三:
1)對人,事,物,懷惡意( 太10:22; 路6:22,27)
2)對邪惡,罪惡之厭惡感覺( 羅7:15; 來1:9)
3)喜愛與憎惡的相對選擇( 太6:24; 路14:26; 16:13; 約12:25)
出現次數:總共(40);太(5);可(1);路(7);約(12);羅(2);弗(1);多(1);來(1);約壹(5);猶(1);啓(4)
譯字彙編
1) 恨(17) 路1:71; 路6:27; 路14:26; 路19:14; 約3:20; 約7:7; 約7:7; 約15:18; 約15:23; 約15:23; 約17:14; 羅9:13; 約壹2:9; 約壹2:11; 約壹3:13; 約壹3:15; 約壹4:20;
2) 恨惡(9) 太10:22; 太24:9; 太24:10; 可13:13; 路6:22; 路21:17; 約12:25; 弗5:29; 來1:9;
3) 所恨惡的(1) 啓2:6;
4) 你恨惡(1) 啓2:6;
5) 必恨(1) 啓17:16;
6) 他們⋯恨(1) 約15:25;
7) 我⋯恨惡的(1) 羅7:15;
8) 要厭惡(1) 猶1:23;
9) 可憎之(1) 啓18:2;
10) 恨惡了(1) 約15:24;
11) 他惡(1) 路16:13;
12) 惡(1) 太6:24;
13) 已經恨了(1) 約15:18;
14) 就恨(1) 約15:19;
15) 你要恨(1) 太5:43;
16) 相恨(1) 多3:3

Léxico de magia

odiar como acción de la divinidad, ref. al Acéfalo ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια, ὁ μισῶν ἀδικήματα γίνεσθαι ἐν τῷ κόσμῳ yo soy la verdad, el que odia que haya injusticias en el mundo P V 149 ref. a Tifón ἐπικαλοῦμαί σε ... ὁ φιλῶν ταραχὰς καὶ μισῶν εὐσταθείας te invoco a ti, el que ama el desorden y odia la estabilidad P XII 369 P XII 456 P XIV 17

Lexicon Thucydideum

odisse, to hate, 2.61.4,
PASS. 2.64.1, 2.64.5, 3.64.4, 8.83.2.

Translations

Afrikaans: haat; Albanian: urrej; Amharic: መጥላት; Arabic: كَرِهَ‎, أَبْغَضَ‎; Egyptian Arabic: كره‎, بغض‎; Armenian: ատել; Aromanian: urãscu; Asturian: odiar; Azerbaijani: nifrət etmək; Basque: gorrotatu; Belarusian: ненаві́дзець; Bengali: ঘৃণা করা; Bulgarian: мра́зя, ненави́ждам; Burmese: စက်ဆုပ်, မုန်း; Catalan: odiar; Chinese Cantonese: 好憎, 憎; Mandarin: 恨, 討厭, 讨厌, 仇恨, 憎, 憎恨, 嫌, 恨惡, 恨恶; Cornish: bos kas gans; Czech: nenávidět, nesnášet; Danish: hade; Dutch: haten; Esperanto: malami; Estonian: vihkama; Faroese: hata; Finnish: vihata; French: haïr, détester; Friulian: odeâ; Georgian: სიძულვილი, ეჯავრება, ზიზღი; German: hassen; Gothic: 𐌷𐌰𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: μισώ, απεχθάνομαι; Ancient Greek: μῑσέω; Hebrew: שָׂנֵא‎; Hindi: घृणा करना; Hungarian: gyűlöl; Icelandic: hata; Ido: odiar; Indonesian: benci, membenci; Irish: is fuath le; Italian: odiare; Japanese: 憎む, 嫌う, 厭う, 嫌悪する; Kazakh: жек көру; Khmer: ស្អប់, ជិន; Korean: 싫어하다, 미워하다; Kurdish Northern Kurdish: hîlet bûn, nefret kirin, hîlet bûn; Kyrgyz: жек көрүү; Ladino: aborreser; Lao: ກຽດ; Latgalian: neist; Latin: ōdī, odiō; Latvian: ienīst, neciest; Lithuanian: neapkęsti; Low German: haten; Luxembourgish: haassen; Macedonian: мрази; Malay: benci; Maltese: mibegħda, bagħad; Maore Comorian: uyenga, utukiwa na; Maori: mauāhara; Middle English: haten; Mongolian: хорсох, үзэн ядах, занах; Navajo: yijoołá; Norman: dêtester; Norwegian: hate; Occitan: asirar, aissosar; Old Church Slavonic Cyrillic: ненавидѣти; Old English: hatian; Old Norse: hata; Pashto: بدوړل‎; Persian: نفرت داشتن‎, بیزار بودن‎; Pitjantjatjara: kuraringanyi; Polish: nienawidzić; Portuguese: odiar; Quechua: chiqnikuy, chiqniy, cignii, cikii; Romanian: urî; Romansch: odiar, detestar, hassiar, spretschar; Russian: ненави́деть; Sanskrit: द्वेष्टि; Sardinian: odiai, tirriai; Serbo-Croatian: nenávideti, нена́видети; Cyrillic: мр́зити, мр́зети; Roman: mŕziti, mŕzeti; Sinhalese: ද්වේෂ කරනවා; Slovak: nenávidieť; Slovene: sovražiti; Sorbian Lower Sorbian: gramowaś, gramjeś; Spanish: odiar; Sumerian: 𒄾𒈪𒉭; Swahili: kuchukia; Swedish: hata; Tagalog: mapoot; Tajik: нафрат доштан, нафрат кардан, бад додан; Telugu: ఏవగించుకొను, అసహ్యించుకొను; Thai: เกลียด; Tibetan: དགའ་པོ་མེད་པ, སྡང་བ; Turkish: nefret etmek, iğrenmek, tiksinmek, ikrah etmek; Turkmen: ýigrenmek, ýigrençmek; Ugaritic: 𐎌𐎐𐎀; Ukrainian: нена́видіти; Urdu: گھرنا کرنا‎, نفرت کرنا‎; Uyghur: امان كۆرمەك‎, نەپرەتلەنمەك‎; Uzbek: yomon koʻrmoq, nafratlanmoq; Vietnamese: ghét; Welsh: casáu, bod yn gas gan; Yiddish: פֿײַנט האָבן‎, האַסן‎