ἐλεύθερος
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
ἐλευθέρα, ἐλεύθερον (ἐλεύθερος, ἐλεύθερον A.Ag.328, E.El.868): later ἐλαύθερος BCH22.76 (Delph.); Elean ἐλεύθαρος Schwyzer416.3:—
A free, Hom. has the word only in Il. in two phrases, ἐλεύθερον ἦμαρ = the day of freedom, i.e. freedom, Il.6.455, 16.831, al.; and κρητὴρ ἐλεύθερος = the cup drunk to freedom, 6.528; ἐλευθέριον πιοῦσαν οἶνον ἀποθανεῖν Xenarch.5 codd. Ath. (fort. ἐλευθέριον, cf. ἐλευθέριος 1.2); of persons, Alc.Supp.25.11, Hdt.1.6, A.Pr.50, S.Aj.1020, Th.8.15, etc.: Comp., X.Cyr.8.3.21: Sup., Id.Hier.1.16; τὸ ἐλεύθερον = freedom, Hdt 7.103, etc.; τοὐλεύθερον E.Supp.438: c.gen., free from or freed from a thing, φόνου, πημάτων, φόβου, A.Eu.603 codd., Ch.1060, E.Hec.869; αἰτίας Men.Sam.272; ἔξω αἰτίας ἐ. S.Ant.445; ἐλεύθερος ἀπ' ἀλλήλων independent, X.Cyr.3.2.23, Pl.Lg. 832d.
b ἐλευθέρα, ἡ, married woman, Ath.13.571d; wife, POxy. 1872.8(v/vi A.D.); but, freedwoman, IG14.2490 (Vienne).
c free, of cities, in Roman Law, BGU316.3 (iv A.D.).
2 of things, free, open to all, ἀγορά X.Cyr.1.2.3; ἐλευθέρα φυλακή = Lat. libera custodia, D.S. 4.46; περιωπή Ael.NA 15.5; unencumbered, of property, D.35.21, IG 9(1).32.10 (Stiris), SIG364.36 (Ephesus, iii B.C.).
3 ἐλεύθερον εἶναί τινι, c. inf., legally permissible, open to... ib.45.42 (Halic., v B.C.).
II = ἐλευθέριος, fit for a freeman, free, frank, φρήν Pi.P.2.57; ἐλευθερωτέρη ὑπόκρισις Hdt.1.116; ἐλεύθρα βάζειν A.Pers.593 (lyr.); ὦ μηδὲν ὑγιὲς μηδ' ἐ. φρονῶν S.Ph.1006; δούλη μέν, εἴρηκεν δ' ἐ. λόγον Id.Tr.63, cf.El.1256; φρονήματα Pl.R.567a; βάσανοι ἐ. = tortures such as might be used to a freeman, Id.Lg.946c (so φάσγανα E. Fr.495.38); τὸ ἐλεύθερον Pl.Mx.245c: freq. in Adv. ἐλευθέρως, εἰπεῖν Hdt.5.93, al.; χαίρειν παρέσται καὶ γελᾶν ἐλευθέρως S.El.1300; τεθραμμένους Isoc.7.43 codd. (fort. ἐλευθερίως); παιδευθεὶς ἐλευθερίως Aeschin.3.154 codd. (fort. ἐλευθερίως); ἐ. δούλευε, δοῦλος οὐκ ἔσει Men.857; ἐλεύθεροι ἐλευθέρως = free and like free men, Pl.Lg.919e. (Cf. Lat. liber, fr. Ital. *loufero (cf. Osc. Luvfreis 'Liberi'), I.-E. (e)leudh-ero-: the connection with Slav. liud, OHG. liut, etc. 'people' is doubtful.)
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): el. ἐλεύθαρος IDEl.17.3 (Olimpia V a.C.); ἐλαύθερος FD 3.287.12, 300.9 (I a.C.)
• Morfología: [-ος, -ον A.A.328, E.El.868; plu. ac. masc. ἐλευθάρος IDEl.l.c.]
A Ide pers.
1 libre ref. colect.:
a) de pueblos o grupos que rechazan en guerra el dominio de otros liberado Πέρσας ἐξελάσαντες ἐλευθέρᾳ Ἑλλάδι κοινὸν ἱδρύσαντο Διὸς βωμόν Simon.FGE 738, πόλεμος ... τοὺς μὲν (ἀνθρώπους) δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους Heraclit.B 53, cf. Gorg.B 11a.11, ἐλευθέραν δὲ γῆν τε καὶ Κάδμου πόλιν A.Th.74, πρὸ δὲ τῆς Κροίσου ἀρχῆς πάντες Ἕλληνες ἦσαν ἐλεύθεροι Hdt.1.6, οὐ περὶ πλέονος ποήσομαι τὸ ζῆν ἢ τὸ ἐλεύθερος εἶναι en el juramento de los atenienses antes de ir a Platea, Robert, Et.Epigr.et Phil.307 (IV a.C.), δόγμα διότι δεῖ Κᾶρας καὶ Λυκίους ἐλευθέρους εἶναι Plb.30.5.12, del pueblo judío ἡμεῖς δὲ ὄντες ἐλεύθεροι ... τῶν πέριξ πόλεων ἤρχομεν I.Ap.2.134, c. rég. de ἀπό y gen. ἐλευθέρους ἑαυτοὺς ἤδη ἀπό τε τῶν Αἰγυπτίων ... ἐγίνωσκον I.AI 5.34;
b) de ciudad libre, que goza de libertad de Atenas πρόσθεν δὲ δουλεύουσα, νῦν ἐλευθέρα Sol.24.7, πατρίδος τε τῆς ἐλευθερωτάτης ὑπομιμνῄσκων Th.7.69, ἡ πόλις ... ἐλευθερωτάτη Th.6.89, c. rég. adnom. separat. ἐλεύθεροί τε ἀπ' ἀλλήλων εἰσί son libres unos con relación a otros Pl.Lg.832d, unido a αὐτόνομος: καὶ τὴν πόλιν ἐλεύθεραν καὶ δημοκρατουμένην αὐτόνομον παρέδωκεν IG 22.682.38 (IV a.C.)
•subst. τὸ ἐλεύθερον = libertad τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ' ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες Th.2.43, op. τὸ δεσποτικόν Pl.Lg.697c;
c) en tratados de amistad entre los pueblos libre, equiv. independiente ἐλευθέρους μὲν ἀμφοτέρους ἀπ' ἀλλήλων εἶναι X.Cyr.3.2.23, ἐξεῖναι αὐτῷ ἐλευθέρῳ ὄντι καὶ αὐτονόμῳ IG 22.43A.20 (IV a.C.).
2 del individuo en la esfera personal que no tiene amo, que no depende de nadie ni de nada, libre
a) gener. ἐλευθέρα γὰρ οὔτίς ἐστι πλὴν Διός nadie es libre salvo Zeus A.Pr.50, cf. E.Hec.864, ὄμμα τοὐμὸν ἀμπτυχαί τ' ἐλεύθεροι mis ojos y mis miradas son ya libres dice Electra a la muerte de Egisto, E.El.868, ἄνθρωπος ... ἐ. ὁ αὑτοῦ ἕνεκα ... ὤν Arist.Metaph.982b26, del filósofo cínico ἄλυπος ... ἄφοβος ... ἐλεύθερος Arr.Epict.3.22.48, de un estudioso ἐγὼ γὰρ ἐ. εἰμι Hierocl.Facet.76, c. rég. de prep. y gen. ἐ. γὰρ ὢν ἐκ πάντων 1Ep.Cor.9.19
•fig. de ἔρως personif. οὐκέτι ἐστὶν ἐ. Ach.Tat.6.19.5;
b) independiente, no sometido de las ideas o el pensamiento, ἐλεύθερα φρονήματα = ideas demasiado libres, espíritu independiente frente al tirano, Pl.R.567a, como ac. adverb. ἐλεύθερα φρονήσαντες I.BI 4.282, cf. Meth.Arbitr.1.4;
c) identif. c. ‘soltero’ ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος uncido al yugo del matrimonio ya no es libre Hippothoo 3, c. gen., de una mujer, ἐλευθέρα γάμου = no casada (aunque quizá viuda), Basil.Ep.199.21
•c. dat. de abstr. no sometido a, que obra con independencia de ὅτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ pues cuando érais esclavos del pecado, con respecto a la justicia érais libres, Ep.Rom.6.20.
3 del individuo o el colect. en la esfera social y polít. (más frec. subst., v. B) que es de condición libre, perteneciente a la clase de los hombres libres:
a) op. δοῦλος: εἰ σῶμα δοῦλον, ἀλλ' ὁ νοῦς ἐλεύθερος S.Fr.940, cf. Longus 4.17.4, γυνὴ δούλη μέν, εἴρηκεν δ' ἐλεύθερον λόγον S.Tr.63, cf. Ach.Tat.5.17.3, ἔφυν ἐλεύθερός γε κἀγώ Ar.Nu.1414, δοῦλος γεγένημαι πρότερον ὢν ἐ. Ar.Pl.148, cf. Eup.192.82, Call.Fr.178.19, ἄλλος οὐδεὶς ... οὔτε δοῦλος οὔτ' ἐ. Th.2.78, γυναικείων σωμάτων καὶ ἀνδρείων ἐλευθέρων τε καὶ δούλων Hp.Iusi.1.6, cf. Plb.6.33.1, τὰ ἐλεύθερα σώματα los ciudadanos libres Aen.Tact.10.3, Din.1.20, cf. IEphesos 5.18 (II a.C.), διδόασι δὲ ὑμῖν ... γενεάς τ' ἐλευθέρας dan libertad a vuestras familias I.BI 5.406, ἐλεύθεροι ἄνδρες op. οἱ δουλικὴν τύχην εἰληχότες POxy.1186.6 (IV d.C.);
b) en contratos matrimoniales, ref. los cónyuges libre, de condición libre λαμβάνει Ἡρακλείδης Δημητρίαν Κώιαν γυναῖκα γνησίαν ... ἐλεύθερος ἐλευθέραν PEleph.1.3, 4 (IV a.C.);
c) op. θεράπων, en Roma equiv. ciudadano ὠνείδιζον ... ἅμα αὐτοῖς αἱρουμένοις ἀντὶ ἐλευθέρων καὶ πολίτων καὶ στρατιωτῶν θεράποντας App.BC 1.10;
d) fig. del alma καὶ τὴν ψυχὴν τῇ μὲν δούλην τῇ δὲ ἐλευθέραν ἕξουσιν Pl.Lg.635d, ἐλευθέραις ταῖς ψυχαῖς ἐπολιτεύοντο Lys.2.18, ἐλευθέραν τὴν ψυχὴν κτησάμενοι Vett.Val.209.36.
4 c. gen. libre de, que está libre de τῶνδε πημάτων A.Ch.1060, τοῦδ' ἐλεύθερον φόβου E.Hec.869, cf. Heracl.868, ἐπεὶ δ' ἂν ἐχθρῶν τήνδ' ἐλευθέραν πόλιν θῶμεν E.Rh.469, ἔξω βαρείας αἰτίας ἐ. S.Ant.445, cf. 399, ἧς εἶχον αἰτίας ... ἐ. γενόμενος Men.Sam.617, διαβολῆς I.BI 1.487, τῶν ἐγκλημάτων Hld.8.9.4, ἁπάντων παθῶν Philostr.Im.1.26, τῆς ἀρχαίας παραβάσεως Ath.Al.Inc.20.
5 libre de culpa, redimido c. dat. instrum. σὺ μὲν ζῇς, ἣ δ' ἐλευθέρα φόνῳ tú sigues vivo, pero ella quedó redimida con la muerte dice el coro a Orestes, A.Eu.603
•esp. crist. ἐὰν οὖν ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε de los creyentes liberados por la verdad Eu.Io.8.36, cf. 1Ep.Cor.7.22, cf. Ign.Rom.4.3.
6 de pers. noble, que tiene las virtudes del hombre libre
a) en una sociedad aristocrática ἔχη<ι>ς τὰν δόξαν οἴαν ἄνδρες ἐλεύθεροι ἔσλων ἔοντες ἐκ τοκήων Alc.72.12, op. κακός, δειλός: ἕρδων οἷά τ' ἐλεύθερος ὤν Thgn.1380, op. σόλοικος: ᾤετο, εἰ μὴ ταχὺ ὑπακούοι, ἐλευθερώτερος ἂν φαίνεσθαι X.Cyr.8.3.21, οὐκ ἐλευθέρας γυναῖκας μιμεῖσθαι = representar mujeres de baja condición en el teatro, Arist.Po.1462a10, c. ref. a una educación propia del libre εἰ δὲ βούλεσθε πάντως ἐλεύθεροι ... εἶναι, ἄλλων ὑμῖν γυμνασίων δεήσει Luc.Anach.32;
b) liberal, generoso πολύξεινος καὶ ἐλευθέρου ἀνδρὸς ... οἶκος E.Alc.569
•tb. ref. conductas, acciones o pensamientos de espíritu abierto, noble τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν pero tu puedes claramente demostrarlo con espíritu abierto Pi.P.2.57, μηδὲν ὑγιὲς μηδ' ἐ. φρονῶν S.Ph.1006, τὴν οὔτ' ἐλευθέροις ἤθεσι πρέπουσαν ... κακοήθειαν D.H.Th.2.3.
7 libre identif. c. legítimo de mujeres casadas y frec. op. ‘hetera’ γυναῖκας τοίνυν τῶν πολιτῶν ... μοιχεύειν καὶ διαφθείρειν ἐλευθέρας ἐπεχείρησε Lys.13.68, γυνὴ ἐ., γαμετὴ ἐ. esposa, mujer legítima D.S.1.78, D.H.Orat.Vett.1.5, αἱ ἐλεύθεραι γυναῖκες ἔτι καὶ νῦν καὶ παρθένοι Ath.571d, πάντα τὰ πρέποντα ἐλευθέραις γυναιξίν Mitteis Chr.290.18 (VI d.C.), ὁ ἐλεύθερος γάμος = matrimonio legítimo I.AI 4.251.
8 puesto en libertad, liberado
a) de esclavos manumitido, libre de una concubina, objeto de litigio, por la que se ha pagado ὅτι φησὶν αὐτὴν ἐλευθέραν εἶναι Lys.4.12, ἐξαποστελεῖς αὐτὴν ἐλευθέραν en la ley judía de una cautiva de guerra a la que se ha desposado y luego se repudia, LXX De.21.14, cf. I.AI 4.259, ἐ. ἔσῃ παρ' ἐμοί te daré la libertad Herm.Sim.5.2.2, frec. en inscr. en actas de manumisión ἀφιέναι ἐλεύθερον manumitir, IDEl.17.3 (V a.C.), SEG 44.483.5 (Butroto II a.C.), Γνώμα ἐλευθέρα IGBulg.12.334.8 (V a.C.), ἐφ' ᾧτε ἐλαυθέρα εἶμεν ἀπὸ πάντων τὸν πάντα βίον FD 3.287.12, cf. 300.9 (I a.C.), εἶναι ... τοὺς δὲ δημοσίους ἐλευθέρους τε καὶ παροίκους τοὺς ἀναλαβόντας τὰ ὅπλα IEphesos 8.48 (I a.C.);
b) milit. ἐλεύθερον ἀφεῖναι licenciar ἐλευθέρας ἀφεῖναι τὰς φρουράς Plb.18.44.4;
c) de ciudad sitiadas τὴν πόλιν εὐθὺς ἐλευθέραν ἠφίει App.Mith.83;
d) de una mujer endemoniada γένωμαι κἀγὼ ἐ. A.Thom.A 43;
e) c. rég. de ἀπό y gen., de mujeres casadas libre de, liberada de ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, ἐλευθέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ νόμου Ep.Rom.7.3
•c. inf. libre para γυνὴ ... ἐλευθέρα ἐστὶν ᾧ θέλει γαμηθῆναι 1Ep.Cor.7.39.
9 ref. anim. libre op. ‘domesticado’ οἱ δὲ (ὄρνιθες) ἐλεύθερον ἔχοντες τὸ πτερόν Ach.Tat.1.15.7.
10 econ. exento del pago de impuestos ἄρα γε ἐλεύθεροί εἰσιν οἱ υἱοί Eu.Matt.17.26.
II de abstr.
1 en usos metonímicos de la libertad, que trae la libertad frente a la conquista, en la fórmula homérica ἐλεύθερον ἦμαρ ἀπούρας privándote del día de la libertad, e.e., de la libertad ref. las mujeres troyanas destinadas al cautiverio Il.6.455, 16.831, 20.193, cf. Simon.96.1D., E.Rh.991, θεοῖς ... κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον ἐν μεγάροισιν alzar en el palacio en honor de los dioses la copa de la libertad dicho por Héctor Il.6.528, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε ref. la libertad de Egina, Pi.P.8.98, οὐκέτ' ἐξ ἐλευθέρου δέρης ἀποιμώζουσι de su garganta que ya no es libre profieren lamento A.A.328.
2 apropiado o adecuado al hombre libre βίος Pl.Lg.700a, πάσαις βασάνοις χρώμενοι ἐλευθέραις utilizando cualquier medio de investigación apropiado para personas libres op. la tortura y otros medios coercitivos para esclavos, Pl.Lg.946c
•propio de un hombre libre, liberal (cf. A I 6) μόνη ... ἐ. τῶν ἐπιστημῶν ref. la filosofía, Arist.Metaph.982b27, τέχναι S.E.M.2.57, παιδεία Procl.in Euc.65.17
•en hendíadis, del arte de la música, dud. noble, liberal Μοῖσα ... ἐλεύθερα σάμβαλ' ἔχοισα Eumel.1P.
3 libre, no coartado ref. la palabra que se expresa con franqueza, sincero ἐλευθέρα γὰρ γλῶσσα τῶν ἐλευθέρων S.Fr.927a, ξὺν ἐλευθέρᾳ πραπίδι χορεύσασθε βοάν Ar.Th.103
•neutr. plu. como adv. ἐλεύθερα βάζειν = hablar con sinceridad A.Pers.593
•op. ‘constreñido’ en filosofía natural τὰ μὲν ὑπὸ τῶν νόμων κείμενα δεσμὰ τῆς φύσεώς ἐστι, τὰ δ' ὑπὸ τῆς φύσεως ἐλεύθερα Antipho Soph.B 44.4.8, en la teoría atomista op. la ἀνάγκη democritea μηδεμίαν μὲν ἐλευθέραν [φ] άσκων ταῖς ἀτόμ[οι] ς κίνησιν εἶναι Diog.Oen.54.2.6.
4 ret., del estilo libre de artificio, no sujeto a reglas retóricas (λόγοι) ἐλεύθεροι ... καὶ ἀφελεῖς D.H.Is.4.4, (κῶλα) ἁπλᾶ καὶ ἐλεύθερα D.H.Comp.22.4.
5 jur. ἐλευθέρα φυλακή lat. libera custodia, libertad vigilada εἰς ἐλευθέραν ... ἀποθέσθαι φυλακήν poner en libertad vigilada D.S.4.46, ἐ. τήρησις ref. un tipo de prisión preventiva POxy.3346.5 (III d.C.).
III de concr.
1 libre, no restringido
a) abierto a todos de lugares ἐ. ἀγορὰ καλουμένη en Persia, X.Cyr.1.2.3, en Tesalia, Arist.Pol.1331a32, θάλατταν ἐλευθέραν ἔχειν mantener el mar libre (de enemigos), Str.4.1.9, cf. CIRB 1237.4 (Tanais II d.C.), ἐλεύθεροι στενωποί calles de libre acceso Aristaenet.2.19.6
•c. inf. libre para ἐλεύθερον ἀφέντες ἤδη τὸ ῥεῦμα χωρεῖν I.AI 5.19;
b) no impedido por nada, libre de trabas ἀὴρ ἐ. aire libre, espacio abierto Poll.5.109, ἀνέστηκεν ἐν περιωπῇ σφόδρα ἐλευθέρᾳ se alza en un lugar con una amplia vista Ael.NA 15.5, cf. dud. POxy.3195.18 (IV d.C.), ἐλευθέρους ἀφῆκε καλάμους ref. los tubos de la zampoña, Ach.Tat.8.6.6
•de partes del cuerpo desnudo ὅτε ... ἀμφοτέρων θλίψειεν ἐλεύθερον ἄντυγα μαζῶν Nonn.D.4.149, ἐ. αὐχὴν κούρης Nonn.D.7.262
•mec. ἵνα μὴ ῥέμβηται ἐ. αἰωρούμενος ὁ κριός para que el ariete no vaya dando vueltas libremente en el aire Apollod.Poliorc.173.4.
2 de rasgos físicos abierto, franco, noble ὀφρύες ἐλεύθεραι dud., quizá cejas altas, despejadas como rasgo fisiognomónico de belleza, Philostr.Her.46.16, ὁ αὐχὴν ὄρθιος καὶ ἐ. el cuello erguido y noble Hld.7.10.4, ἐλεύθεροι ὀφθαλμοί Chrys.M.60.403.
3 econ., de mercancías y posesiones libre de cargas, sin ningún tipo de gravamen u obligación κτήματα Thphr.Fr.97, ὑποτιθέασιν ταῦτα ἐλεύθερα καὶ οὐδενὶ οὐδὲν ὀφείλοντες D.35.21, cf. PRyl.117.26 (III d.C.)
•de bienes raíces libre de hipotecas κτήματα IEphesos 4A.37 (III a.C.), ἔχοντες ἱερά, πόλιν, χώραν, λιμένας, πάντα ἐλεύθερα IG 9(1).32.10 (Estíride II a.C.).
IV uso del neutr. en or. nominal ἐλεύθερον (ἐστί) c. dat. e inf. ser lícito, estar permitido a τούτῳ ἐλεύθερον εἶναι ... ἐπικαλεῖν SIG 45.42 (Halicarnaso V a.C.), μηδὲ τὸ ἀποδιδράσκειν αὐτῷ ἐ. εἶναι Agath.3.27.1.
V adv. ἐλευθέρως
1 sin trabas, en libertad, sin cortapisas γελᾶν ἐ. reír libremente, e.e., sin trabas S.El.1300, τεθραμμένους Isoc.7.43, ἀδορώτατος γενόμενος κατεῖχε τὸ πλῆθος ἐ. (de Pericles) por ser incorruptible, dominaba al pueblo sin quitarle libertad Th.2.65, ἄμεινον ... τοῦ ζῆν αὑτὸν ἐξαγαγεῖν ἐ. I.AI 7.229, ref. las libertades en el plano polít. ἐ. δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν Th.2.37.
2 como es propio de la persona libre, con sentimientos nobles παιδευθείς Aeschin.3.154 (cód.), cf. Pl.Lg.919e.
3 con libertad, con franqueza εἰπεῖν Hdt.5.93, φίλον πρὸς ἄνδρα χρὴ λέγειν ἐ. a un amigo hay que hablarle con franqueza E.Alc.1008, κατερεῖν Ar.Nu.518.
4 libremente, equiv. a con coraje οἱ μυκτῆρες ἐ. τὸν ἀέρα εἰσπνέοντες Hld.2.35.1
•sin impedimentos, resueltamente καταβήσομαι ἐ. PTeb.284.7 (I a.C.).
B subst.
I ὁ ἐλεύθερος, ἡ ἐλευθέρα
1 persona de clase libre, el hombre o la mujer de condición libre ἐξ οἰκίης ἑκάστης ἐλευθέρους δύο καταμιαίνεσθαι, ἄνδρα τε καὶ γυναῖκα Hdt.6.58, αἱ ἐλεύθεραι las mujeres libres Hp.Epid.6.7.1, cóm. τῶν ἐλευθέρων de los hombres libres ref. a las mujeres actuando como hombres, Ar.Ec.722, μάλιστα δοῦλοί τε ἐν Λακεδαίμονι καὶ ἐλεύθεροι Critias B 37, ἐλεύθεροι πολλοί Pl.R.405a, ἡ τῶν ἐλευθέρων ... ἐπιστήμη Pl.Sph.253c, cf. Arist.Pr.918b20, τῶν ἐλευθέρων οἱ ἔφηβοι Ath.429b, δούλους ... ἐκρέμασε καὶ ἐλευθέρων ἀπέτεμε τὰς χεῖρας App.Mith.29, δοῦλος ... ἀντ' ἐλευθέρου φανείς S.Ai.1020, cf. Arist.Rh.1367b29, junto a ἰδιώτης op. a δημιουργός ‘que ejerce una profesión’, Pl.Prt.312b, op. ὁ οἰκέτης Isoc.4.123, TAM 5.1539.6 (Filadelfia II/I a.C.), en perífr. ὀνομάτι ἐλευθέρου como si se tratara de alguien libre, POxy.37.18 (I d.C.), μετ' ὀνόματος γοῦν ἐλευθέρου Hld.7.25.4
•sg. colect. junto a δοῦλος en fórmulas como πᾶς δοῦλος καὶ ἐλεύθερος todo esclavo y todo libre, equiv. todos, todo el mundo, Apoc.6.15, cf. 19.18, οὐκ ἀγαθὸς οὔτε ἐπὶ δούλου οὔτε ἐπὶ ἐλευθέρου Vett.Val.273.27, cf. Ep.Eph.6.8
•tb. neutr. τὰ ἐλεύθερα = los ciudadanos libres ἐπώλουν αἱ ἀρχαὶ τὰ ἐλεύθερα App.BC 4.64.
2 ἡ ἐλευθέρα = esposa legítima op. ἡ ἑταίρα Alex.255.2, δύο υἱοὺς ἔσχεν, ἕνα ἐκ τῆς παιδίσκης καὶ ἕνα ἐκ τῆς ἐλευθέρας Ep.Gal.4.22, cf. MAMA 7.63a (Frigia), Chrys.M.62.119, PRainer Cent.161.4 (V d.C.?), PGron.10.17 (VI d.C., cf. BL 11.87), POxy.1872.8 (V/VI d.C.), IJordanie 2.46 (crist.), ἡ ἐμὴ ἐ. op. ἀλλοδαπαὶ γυναῖκες PLond.1711.68 (VI d.C.).
3 οἱ Ἐλεύθεροι los Libres destacamento de la caballería persa, formado por nobles, I.BI 1.255, AI 14.342.
II usos esp. neutr. τὸ ἐλεύθερον
1 nobleza ἡ δὲ ἵππος Θετταλικὴ ... τὸ ἐλεύθερον βλέπουσα la yegua tesalia de noble porte Hld.3.3.3.
2 determinación, intrepidez τὰ ἐξαίρετα τῶν προφητῶν, τὸ ἐλεύθερον αὐτῶν Origenes Hom.15.1 in Ier.
• Diccionario Micénico: e-re-u-te-ro.
• Etimología: Rel. c. lat. līber con otro vocalismo, cf. pelignio loufir, fal. loferta quizá de *H1leudh- ‘crecer’, c. vocal protética, cf. ai. rudh-, gót. liudan, tb. gr. ἐλεύθω, ἐλεύσομαι, etc.
German (Pape)
[Seite 796] α, ον, auch 2. Endg, Aesch. Ag. 319 u. Eur. El. 869, eigtl. der hingehen (ελεύθω) kann, wohin er will, frei u. ungebunden, sein eigener Herr, im Gegensatz des Gefesselten und des Knechts; Tragg. u. in Prosa; τοὺς μὲν δούλους ἠλευθέρωσαν, τοὺς δ' ἐλευθέρους κατέδησαν Thuc. 8, 15. Auch πόλις, πατρίς u. ä. Bei Hom. ἐλεύθερον ἦμαρ, Tag der Freiheit, Freiheit, im Gegensatz des δούλιον ἦμαρ, Il. 6, 455; ἐλ. κρητήρ, der der Freiheit zu Ehren gemischt wird, Il. 6, 528. Vom Geiste, φρήν, Pind. P. 2, 57; von Allem, was dem Freien ziemt; μηδὲν ὑγιὲς μηδ' ἐλεύθερον φρονῶν Soph. Phil. 994; ἐλεύθερος λόγος Tr. 63; ἦθος Plat. Legg. V, 741 e; φρονήματα Rep. VIII, 567 a; – τὸ ἐλεύθερον, die Freiheit, Her. 7, 103; Thuc. 2, 43; Plat. Legg. III, 697 e; τὸ τῆς πόλεως γενναῖον καὶ ἐλ., auf edle Freisinnigkeit gehend, Menex. 245 c. – Von Dingen; ἀγορά, freier Marktplatz, Xen. Cyr. 1, 3, 3; περιωπή, freie Aussicht, Ael. H. A. 15, 5; φυλακή, freie Hast, D. Sic. 4, 46; – τινός, frei, befrei't von Etwas; φόνου Aesch. Eum. 603; πημάτων Ch. 1056; φόβου Eur. Hec. 869; φόρων, s. ἐλευθέρια; τῆς ζημίας, straflos, Plat. Legg. VI, 756 d; ἀπ' ἀλλήλων Legg. VIII, 832 d, wie Xen. Cyr. 3, 2, 23, unabhängig von einander. Bei Dem. 35, 21. 22 sind χρήματα ἐλ. schulden-, lastenfreie. – Adv. ἐλευθέρως, Her. 5, 93 u. Folgde; τρέφεσθαι Isocr. 4, 49, = ἐλευθερίως.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
I. libre :
1 libre, indépendant : ἐλεύθερός τινος libre ou affranchi de qch (de souffrance, de crainte, etc.) ; ἐλεύθεροι ἀπ' ἀλλήλων XÉN indépendants les uns des autres;
2 qui concerne la liberté : ἐλεύθερον ἦμαρ IL jour de liberté, d'où la liberté ; κρητὴρ ἐλεύθερος IL coupe que l'on vide pour fêter sa liberté ; τὸ ἐλεύθερον HDT la liberté;
3 qui n'est gêné par aucune entrave en parl. de choses : ἐλευθέρα ἀγορά XÉN place de marché accessible à tous;
II. qui convient à un homme libre, digne d'un homme libre, franc, honnête (langage, etc.) ; en gén. libéral, noble, généreux.
Étymologie: ἐλεύθερος = lat. liber, c. ἐρυθρός = lat. ruber ; sel. d'autres, ἐλευθ- de ἐλεύσομαι, litt. qui peut aller où il veut.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεύθερος: и
1 свободный, вольный, независимый (οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ἐλεύθεροι Thuc., Arst.; πολίτης Arst.; ἐ. οὔτις ἐστὶ πλὴν Διὸς Aesch.; ἡ πόλις κοινωνία τῶν ἐλευθέρων ἐστίν Arst.; ἐλεύθεροι ἀπ᾽ ἀλλήλων Xen., Plat.): ἐλεύθερόν τινά τινος κτίσαι Aesch. или θεῖναι Eur. избавить кого-л. от чего-л.; ἐλευθερον ἦμαρ ἀπούρας Hom. лишив свободы, обратив в рабство; κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον Hom. поставить чащу (в честь) свободы; εἰς ἐλευθέραν φυλακὴν ἀποθέσθαι τινά Diod. подвергнуть кого-л. домашнему аресту; ἀγορὰ ἐλευθέρα Xen., Arst.; свободная площадь, т. е. закрытая для представителей «неблагородных» профессий (торговцев, ремесленников и проч.);
2 подобающий свободному гражданину, благородный (λόγος Soph.; φρονήματα, ἦθος Plat.; μεγαλόψυχος καὶ ἐ. Arst.);
3 необремененный долгами (χρήματα Dem.);
4 освобожденный, оправданный (αἵματος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεύθερος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Αἰσχύλ Ἀγ. 328, Εὐρ. Ἠλ. 868: ― ἐλεύθερος, ἀντίθ. τῷ δοῦλος: ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐν Ἰλ. ἐν δυσὶ φράσεσι: ἐλεύθερον ἦμαρ, ἡ ἡμέρα τῆς ἐλευθερίας, ὅ ἐ. ἡ ἐλευθερία, Ἰλ. Ζ. 455., Π. 831, κ. ἀλλ., καί, κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον, «ὃν εἰώθασι τῷ Διὶ ὑπὲρ ἐλευθερίας ἱστάναι κρατῆρα οἱ τοὺς πολεμίους ἀπωσάμενοι» (Σχόλ.), Ζ. 528: ― ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ. 1. 6, Αἰσχύλ. Πρ. 50, Σοφ. Αἴ. 1020, Θουκ. 8. 15, κτλ. ― τὸ ἐλεύθερον, ἡ ἐλευθερία, Ἡρόδ. 7. 103, κτλ.· τοὐλεύθερον Εὐρ. Ἱκ. 438· μετὰ γεν., ἐλεύθερος ἢ ἀπηλλαγμένος ἀπό τινος πράγματος, φόνου, πηγμάτων, φόβου Αἰσχύλ. Εὐμ. 603, Χο. 1060. Εὐρ. Ἑκ. 869· ἔξω αἰτίας ἐλ. Σοφ. Ἀντ. 445· ἐλεύθεροι ἀπ’ ἀλλήλων, ἀνεξάρτητοι, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 23, Πλάτ. Νόμ. 832D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐλεύθερος, δηλ. εἰς πάντας προσιτός, ἀγορὰ Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3· ἐλ. φυλακή, Λατ. libera custodia, Διόδ. 4. 46· περιωπὴ Αἰλ. π. Ζ. 15. 5· χρήματα ἐλ. περιουσία μὴ ἐπιβεβαρημένη, Δημ. 930. 4. ΙΙ. ὡς τὸ ἐλευθέριος, ἐμπρέπων εἰς ἐλεύθερον ἄνδρα, ἐλευθερωτέρη ὑπόκρισις Ἡρόδ. 1. 116· ἐλεύθερα βάζειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 593· ὧ μηδὲν ὑγιὲς μηδ’ ἐλ. φρονῶν Σοφ. Φ. 1006· δούλη μέν, εἴρηκεν δ’ ἐλ. λόγον ὁ αὐτ. Τρ. 63, πρβλ. Ἠλ. 1256· βάσανοι ἐλ., βάσανοι δυνάμενοι νὰ ἐπιβληθῶσιν εἰς ἐλεύθερον, Πλάτ. Νόμ. 946C· τὸ ἐλ. ὁ αὐτ. Μενέξ. 245C: ― συχνάκις ἐν ἐπιρρ., ἐλευθέρως εἰπεῖν Ἡρόδ. 5. 93, κ. ἀλλ.· χαίρειν... καὶ γελᾶν ἐλ. Σοφ. Ἠλ. 1300· τρέφεσθαι Ἰσοκρ. 148C· ἐλ. δούλευε, δοῦλος οὐκ ἔσει Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 279· ἐλεύθεροι ἐλευθέρως, ἐλεύθεροι (μὲ τρόπον ἁρμόζοντα εἰς ἐλευθέρους), Πλάτ. Νόμ. 919Ε· ἐλεύθερος ποδὸς λόγος, ὁ πεζός, ὁ οὐκ ἔμμετρος, Ἰω. Λυδ. π. διοσημ. σ. 106, ἔκδ. Wachsm. (Εἶναι δύσκολον νὰ μὴ ταυτίσῃ τις τὸ ἐλεύθερος τῷ Λατ. liber, θεωρουμένου τοῦ ε ὡς προθεματικοῦ, ὡς ἐν τῷ ἐλαφρός, lev-is, ὑπάρχει δὲ παράλληλόν τι παράδειγμα ἐν ᾦ τὸ ε εἶναι προθεματικόν, τὸ δὲ Λατ. b κεῖται ἀντὶ τοῦ Ἑλλ. θ, τοῦτο δὲ εἶναι ἡ λέξις ἐρυθρός, rub-er. Ὁ Κούρτιος ὅμως ἐπανέρχεται εἰς τὴν παλαιὰν ἐτυμολογίαν, «παρὰ τὸ ἐλεύθειν ὅπου ἐρᾷ» Ἐτυμολ. Μ. 329. 44).
English (Autenrieth)
free; ἐλεύθερον ἦμαρ, ‘the day of freedom’ (= ἐλευθερία), Il. 6.455, cf. δούλιον ἦμαρ; κρητήρ, ‘bowl of freedom,’ celebrating its recovery, Il. 6.528.
English (Slater)
ἐλεύθερος
a open, liberal τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν (P. 2.57)
b free, in freedom Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε (P. 8.98)
English (Strong)
probably from the alternate of ἔρχομαι; unrestrained (to go at pleasure), i.e. (as a citizen) not a slave (whether freeborn or manumitted), or (genitive case) exempt (from obligation or liability): free (man, woman), at liberty.
English (Thayer)
ἐλευθέρα, ἐλεύθερον (ἘΛΑΥΘΩ equivalent to ἔρχομαι (so Curtius, p. 497, after Etym. Magn. 329,43; Suidas Colossians 1202a., Gaisf. edition; but others besides, cf. Vanicek, p. 61); hence, properly, one who can go whither he pleases) (from Homer down), the Sept. for חָפְשִׁי, free;
1. freeborn; in a civil sense, one who is not a slave: ἡ παιδίσκη); of one who ceases to be a slave, freed, manumitted: γίνεσθαι ἐλεύθερον, free, exempt, unrestrained, not bound by an obligation: ἐκ πάντων (see ἐκ, I:6 at the end), ἀπό τίνος, free from i. e. no longer under obligation to, so that one may now do what was formerly forbidden by the person or thing to which he was bound, Winer's Grammar, 196f (185); Buttmann, 157f (138), 269 (231)); followed by an infinitive (Winer's Grammar, 319 (299); Buttmann, 260 (224)), ἐλευθέρα ἐστιν ... γαμηθῆναι she is free to be married, has liberty to marry, τῇ δικαιοσύνη, so far as relates to righteousness, as respects righteousness, Winer's Grammar, § 31,1k.; Buttmann, § 133,12).
Greek Monolingual
και λεύθερος και λεύτερος, -η, -ο (AM ἐλεύθερος, -α, -ον και ἐλεύθερος, -ον)
1. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου
2. (για τόπο ή χώρα) εκείνος που δεν υπάγεται σε ξένη εξουσία, δεν βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία ή κατοχή
3. (για πόλη ή χώρα) εκείνος που δεν βρίσκεται κάτω από τυραννικό, αυταρχικό καθεστώς
4. απαλλαγμένος, λυτρωμένος από κάτι
5. απαλλαγμένος από υποψία ή κατηγορία, αθώος
6. (για περιουσιακό στοιχείο) ο μη υποθηκευμένος ή διεκδικούμενος από ανταπαιτητές
7. (για χώρο) προσιτός σε όλους
μσν.- νεοελλ.
1. αποφυλακισμένος
2. άγαμος
3. (για γυναίκα) ελευθερίων ηθών, πόρνη
3. ανεπηρέαστος («ελεύθερη γνώμη»)
4. (για μέλος του σώματος) αυτός που κινείται ελεύθερα
νεοελλ.
1. αυτός που σκέφτεται και ενεργεί ελεύθερα, ο ελευθερόφρων
2. απαλλαγμένος από υποχρεωτική εργασία («είμαι ελεύθερος την Πέμπτη», «έχω ελεύθερη την Πέμπτη»)
3. απαλλαγμένος από υποχρεωτικό πρόγραμμα («ελεύθερο απόγευμα»)
4. ο μη κατειλημμένος («ελεύθερο κάθισμα»)
5. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει απαγόρευση («ελεύθερη διέλευση», «ελεύθερο κυνήγι»)
6. «ελεύθερη ζώνη» — περιοχή λιμανιού όπου τα εμπορεύματα δεν φορολογούνται επειδή πρόκειται να μεταφερθούν
7. αυτός που δεν κλείστηκε στη φυλακή
8. αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με τον νόμο («ελεύθερος γάμος»)
9. αυτός που δεν ακολουθεί τους συνηθισμένους κανόνες ηθικής («ελεύθερη διαγωγή»)
10. (για συγγραφή) αυτός που δεν ακολουθεί πιστά το πρωτότυπο («ελεύθερη μετάφραση», «ελεύθερη διασκευή»)
11. φρ. «ελεύθερος στίχος» — αυτός που έχει τον ίδιο ρυθμό με τους άλλους στίχους του ποιήματος όχι όμως και το ίδιο μέτρο
12. «ελεύθερη πόλη» — αυτή που έχει διοικητική αυτονομία μέσα σ' ένα κράτος
αρχ.-μσν.
1. αυτός που ταιριάζει σε ελεύθερο
2. προσιτός, γενναιόδωρος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελευθερία
2. η σύζυγος
3. γυμνός
4. το ουδ. ως ουσ. τo ἐλεύθερον
α) ελευθερία
β) ελευθεροφροσύνη
5. πίστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχ. επίθετο που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα leudh «μεγαλώνω, αυξάνω, αναπτύσσομαι» και συνδέεται με το λατ. liber. To ελλ. ελεύθερος και το λατ. liber συνδέονται πιθ. με λέξεις της Γερμανικής και Βαλτοσλαβικής που εκφράζουν τη σημασία «λαός» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. liut «λαός», άγγλοσαξ. lēod, λιθ. liaudis, αρχ. σλαβ. ljudĭje). Στον Όμηρο η λ. απαντά δύο φορές (πρβλ. ελεύθερον ἦμαρ «μέρα της ελευθερίας, ελευθερία», κρητῆρα ἐλεύθερον «γιορταστικός κρατήρας της ελευθερίας»). Η λ. ελεύθερος, σε αντίθεση προς τη λ. δούλος, σημαίνει «αυτόν που έχει τη δυνατότητα να ασκεί τα πολιτικά του δικαιώματα» και επομένως δηλώνει αυτόν που δεν βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου άλλου, πράγμα που συνέβαινε με τον δούλο στην αρχαιότητα. Έτσι η λ. ελεύθερος και το θηλ. ελευθερία < ελεύθερος διευρύνθηκαν, προσλαμβάνοντας τη σημασία της ανεξαρτησίας (πρβλ. ελευθερία ή θάνατος) και εξελικτικά κατέληξε να σημαίνει και τον ανύπαντρο άνθρωπο αλλά και καθετί το προσιτό, το επιτρεπόμενο (πρβλ. ελεύθερο δωμάτιο, είσοδος ελευθέρα, ελεύθερη μετάφραση)].
Greek Monotonic
ἐλεύθερος: -α, -ον ή -ος, -ον (ἐ-λεύθερ-ος = Λατ. liber)·
I. 1. ελεύθερος, αντίθ. προς το δοῦλος· ἐλεύθερον ἦμαρ, η ημέρα της ελευθερίας, της απελευθέρωσης, σε Ομήρ. Ιλ.· κρητὴρ ἐλεύθερος, κρατήρας, ποτήρι του οποίου το περιεχόμενο πίνονταν στο όνομα της ελευθερίας, στο ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Ηρόδ., Αττ.· τὸἐλ., η ελευθερία, σε Ηρόδ.· με γεν., ελεύθερος ή απαλλαγμένος από κάτι, σε Τραγ.
2. λέγεται για πράγματα, ελεύθερος, ανοικτός σε όλα, ανεμπόδιστος, απαρακώλυτος, σε Ξεν.
II. όπως το ἐλευθέριος, αυτός που ταιριάζει σε ελεύθερο άνδρα, ελεύθερος, ειλικρινής, ευθύς, άδολος στους τρόπους, σε Ηρόδ., Αττ. — επίρρ. ἐλευθέρως εἰπεῖν, σε Ηρόδ., Σοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: free, free man, opposed to δοῦλος slave (Il.).
Dialectal forms: Myc. ereutero /eleutheros/.
Compounds: rarely as 1. member, e. g. ἐλευθερό-στομος with free mouth (A.); as 2. member a. o. in ἀπ-ελεύθερος freedman (Att.), mostly taken as postverbal to ἀπ-ελευθερόω make free, make freedman (Pl., Arist.), Schwyzer 421, Strömberg Greek Prefix Studies 39f. m. Lit.
Derivatives: ἐλευθερία freedom (Pi.) with ἐλευθεριωτικός proclaiming freedom (Him.); denomin. verbs: ἐλευθερόω make free (Ion.-Att.) with ἐλευθέρ-ωσις, -ωμα, -ωτής; ἐλευθερεσθείς (Thess., Schwyzer 736 w. lit.); ἐλευθέριος as a free man (Ion.-Att.), also as surname of Zeus (Pi., Hdt., because of the victory on the Persians) with Ἐλευθεριών month name (Halikarnassos); ἐλευθεριότης frankness, liberality (Pl.) and the denomin. ἐλευθεριάζω speak and act as a free man (Pl.); ἐλευθερικός belonging to a free man (Pl. Lg. 701e beside δεσποτικός; 919e beside the bahuvrihi ἀν-ελεύθερος; cf. Chantraine Études sur le vocab. gr. 146). Cret. ἐλούθερος with sec. voalism (Schwyzer 194). .
Origin: IE [Indo-European] [684] *h₁leudʰ- grow up, come up; free
Etymology: Old adjective, also in: Lat. līber, -era, also as gods name = Venet. Louzera, Pelign. loufir, Osc. (Iúveis) Lúvfreis = (Iovis) Līberī; cf. Falisc. lōferta = līberta, OLat. loebertāt-em = Falisk. loifirtat-o; uncertain Toch. A lyutāri the upper (men), overseer? (Duchesne-Guillemin BSL 41, 181). - One starts from an old word for people, which is found elsewhere, in Germanic and Balto-Slavic: OHG liut people, pl. liuti people, OE lēod people, Lith. liáudis lower people, Csl., Russ. ljudъ people, OCS ljúdьje, Russ. ljúdi pl. men, people; IE *h₁leudh-o-, -i-; from there also Burgund. leudis a free man, OCS ORuss. ljudinъ free man; ἐλεύθερος, līber (< IE *h₁leudh-ero-s), so prop. belonging to the people, as opposed to the subjected peoples. - Against Altheims idea (s. W.-Hofmann s. 3. Līber), the Ital. Līber came through Oscan from the Greeks (: Ζεὺς Ἐλευθέριος, Διόνυσος Ἐλευθερεύς; s. above), see v. Wilamowitz Glaube 2, 334 n. 2, also Pisani Ist. Lomb. 89 (1956) 17f., who points to Venet. Louzera, which shows that the god was original in Italy (see Krahe Das Venetische 24). - Rich litt. in W.-Hofmann s. 2. līber, 3. Līber and līberī, Fraenkel Lit. et. Wb. s. liáudis, Vasmer Russ. et. Wb. s. ljúd. - See also ἐλεύσομαι. The laryngeal is seen in Skt. vi-rudh- plant, anu-rudh- (Mayrh. EWAia 2, 467ff.) - Of forein origin but perhaps reshaped after ἐλεύθερος and with oppositive accent the PlaceN Ἐλευθεραί, from which Ἐλευθερεύς as surname of Dionysos; cf. on Εἰλείθυια and Ἐλευίς. - On the meaning Benveniste, Institutions 1. 321ff.
Middle Liddell
ἐλεύθερος = Lat. liber
I. free, opp. to δοῦλος: ἐλεύθερον ἦμαρ the day of freedom, i. e. freedom, Il.; κρητὴρ ἐλεύθερος the cup drunk to freedom, Il.:—of persons, Hdt., Attic: —τὸ ἐλ. freedom, Hdt.:—c. gen. free or freed from a thing, Trag.
2. of things, free, open to all, Xen.
II. like ἐλευθέριος, fit for a freeman, free, frank, Hdt., Attic:—adv., ἐλευθέρως εἰπεῖν Hdt., Soph.
Frisk Etymology German
ἐλεύθερος: {eleútheros}
Meaning: frei, freier Mann, im Gegensatz zu δοῦλος Sklave (seit Il.).
Composita: Vereinzelt als Vorderglied, z. B. ἐλευθερόστομος mit freiem Munde (A.); als Hinterglied u. a. in ἀπελεύθερος Freigelassener (att.), allgemein als postverbal zu ἀπελευθερόω befreien, zum Freigelassenen machen (Pl., Arist. u. a.) aufgefaßt, Schwyzer 421, Strömberg Greek Prefix Studies 39f. m. Lit.
Derivative: Ableitungen: 1. ἐλευθερία Freiheit (Pi., ion. att.) mit ἐλευθεριωτικός freiheitsverkündend (Him.); 2. denominative Verba: a. ἐλευθερόω frei machen, befreien, frei lassen (ion. att.) mit ἐλευθέρωσις, -ωμα, -ωτής; b. ἐλευθερεσθείς (thess., Schwyzer 736 m. Lit.); 3. ἐλευθέριος nach Art eines Freien, freimütig, edel (ion. att.), auch als Beiname des Zeus (Pi., Hdt. usw.; wegen des Sieges über die Perser) mit Ἐλευθεριών Monatsname (Halikarnassos); davon ἐλευθεριότης Freimütigkeit, Freigebigkeit (Pl. u. a.) und das Denominativum ἐλευθεριάζω nach Art eines Freien reden und handeln (Pl. u. a.); 4. ἐλευθερικός zum Freien gehörig (Pl. Lg. 701e neben δεσποτικός; 919e neben dem Bahuvrihi ἀνελεύθερος; vgl. Chantraine Études sur le vocab. gr. 146). Kret. ἐλούθερος beruht auf sekundärer Lautentwicklung (Schwyzer 194). — Fremden Ursprungs aber vielleicht nach ἐλεύθερος umgebildet und mit oppositivem Akzent der ON Ἐλευθεραί, woraus Ἐλευθερεύς als Beiname des Dionysos; vgl. zu Εἰλείθυια und Ἐλευσίς. — Myk. e-re-u-te-ro.
Etymology: Altes Adjektiv, das auch auf italischem Boden belegt ist: lat. līber, -era, auch als Götternamen = venet. Louzera, pälign. loufir, osk. (Iúveis) Lúvfreis = (Iovis) Līberī; vgl. falisk. lōferta = līberta, alat. loebertāt-em = falisk. loifirtat-o; unsicher dagegen toch. A lyutāri ‘die Oberen, Aufseher?’ (Duchesne-Guillemin BSL 41, 181; vgl. Pedersen Zur tochar. Sprachgeschichte 29, Fraenkel IF 50, 15). — Auszugehen ist wahrscheinlich von einem alten Wort für Volk, das aber auf einem ganz verschiedenen Gebiet, im Germanischen und Baltisch-Slavischen heimisch ist: ahd. liut Volk, pl. liuti Leute, ags. lēod Volk, lit. liáudis niederes, gewöhnliches Volk, ksl., russ. ljudъ Volk, aksl. ljúdьje, russ. ljúdi pl. Leute, Menschen; idg. *leudh-o-, -i-; daraus anderseits burgund. leudis der Gemeinfreie, aksl. aruss. ljudinъ freier Mann; ἐλεύθερος, līber (aus idg. *leudh-ero-s) somit eig. ‘zum Volk (Stamm) gehörig’, im Gegensatz zu den unterworfenen Völkern. — Gegen die Auffassung Altheims (s. W.-Hofmann s. 3. Līber), der ital. Līber sei durch oskische Vermittlung von den Griechen entlehnt (: Ζεὺς Ἐλευθέριος, Διόνυσος Ἐλευθερεύς; aber s. darüber oben), s. v. Wilamowitz Glaube 2, 334 A. 2, außerdem Pisani Ist. Lomb. 89 (1956) 17f., der als Argument für die Bodenständigkeit des italischen Gottes mit Recht auf venet. Louzera (darüber auch Krahe Das Venetische 24) hinweist. — Reiche Literatur mit weiteren Einzelheiten bei W.-Hofmann s. 2. līber, 3. Līber und līberī, Fraenkel Lit. et. Wb. s. liáudis, Vasmer Russ. et. Wb. s. ljúd. S auch ἐλεύσομαι.
Page 1,491
Chinese
原文音譯:™leÚqeroj 誒留帖羅士
詞類次數:形容詞(23)
原文字根:自由 相當於: (חָפְשִׁי)
字義溯源:無約束的^,不受約束的,免稅的,脫,脫離的,自由的,自主的,自主婦人;或源自 (ἔρχομαι)=來*。這三個編號是一組(即同源字): (ἐλευθερία)名詞,自由 (ἐλεύθερος)形容詞,自由的 (ἐλευθερόω)動詞,得以自由,釋放啓示錄中三次提到:為奴的和自主的( 啓6:15; 13:16; 19:18),這二個詞就包括了所有的人。保羅在他的書信中說到,我們從前是罪的奴僕,現在得了釋放,但甘心情願為基督的奴僕( 林前7:21,22)。約翰在他的福音書中就說:是天父的兒子,是真理叫我們自由( 約8:32,36)
出現次數:總共(23);太(1);約(2);羅(2);林前(6);加(6);弗(1);西(1);彼前(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 自主的(7) 林前12:13; 加3:28; 弗6:8; 西3:11; 啓6:15; 啓13:16; 啓19:18;
2) 自主婦人(5) 加4:22; 加4:23; 加4:26; 加4:30; 加4:31;
3) 自由的(3) 林前7:39; 林前9:1; 林前9:19;
4) 自由(2) 約8:33; 林前7:21;
5) 你們⋯自由的人(1) 彼前2:16;
6) 不受⋯約束的(1) 羅6:20;
7) 自由人(1) 林前7:22;
8) 自由了(1) 約8:36;
9) 脫(1) 羅7:3;
10) 免稅了(1) 太17:26
English (Woodhouse)
frank, free, liberal, sincere, unmortgaged, befitting a free man, free from, free of speech, free politically, open to all
Mantoulidis Etymological
Ἔχει σχέση μέ τό μέλλοντα ἐλεύσομαι τοῦ ἄχρηστου ἐνεστ. ἐλεύθω (=ἔρχομαι). Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα ἔρχομαι. Κατά τόν Κούρτιο προέρχεται ἀπό τό ἐλεύθω ὅπου ἐρῶ (=ἀγαπῶ). Παράγωγα τοῦ ἐλεύθερος: ἐλευθερία, ἐλευθεριάζω, ἐλευθέριος, ἐλευθερόω -ῶ, ἐλευθέρωσις, ἐλευθερωτής, ἐλευθερωτέον. (Λατιν. liber).
Lexicon Thucydideum
liber, free, 1.84.1, 2.36.1, 2.78.4, 2.103.1. 3.10.6, 3.46.5. 3.46.6. 4.63.2, 4.64.5. 4.92.4, 4.118.7, 5.9.1, 5.34.1, 5.83.2. 5.100.1. 6.77.1. 7.58.3, 8.15.2. 8.28.4, 8.41.2. 8.48.5. 8.62.2. 8.73.5. 8.84.2.
SUP. 6.89.6, 7.69.2, liberlas, freedom, 2.43.4, 5.99.1.
Translations
free
Afrikaans: vrye; Albanian: lirë; Amharic: ነፃ; Arabic: حُرّ; Egyptian Arabic: حر; Moroccan Arabic: حر; Armenian: արձակ, ազատ; Assamese: মুকলি; Asturian: llibre; Azerbaijani: azad; Bambara: hɔrɔn; Bashkir: ирекле, азат, бәйһеҙ, хөр; Belarusian: свабодны, вольны; Bengali: আজাদ, মুক্ত; Bikol Central: talingkas; Bulgarian: свободен; Catalan: lliure; Chinese Cantonese: 自由; Mandarin: 自由的; Czech: svobodný, volný; Danish: fri; Dutch: vrij, los; Esperanto: libera; Estonian: vaba, prii; Finnish: vapaa; French: libre; Friulian: libar; Galician: ceibo, libre; Georgian: თავისუფალი; German: frei; Gothic: 𐍆𐍂𐌴𐌹𐍃; Greek: ελεύθερος; Ancient Greek: ἐλεύθερος; Haitian Creole: lib; Hebrew: חופשי / חָפְשִׁי; Hindi: मुक्त, आज़ाद, स्वतंत्र, रिहा; Hungarian: szabad; Icelandic: frjáls; Ido: libera; Indonesian: bebas; Interlingua: libere; Irish: saor; Old Irish: sóer; Istriot: leîbaro; Italian: libero; Japanese: 自由; Jarai: rơngai; Khmer: សេរី; Korean: 자유(自由); Kurdish Central Kurdish: ئازاد, ڕزگار; Northern Kurdish: azad, serbest, rizgar; Latin: liber; Latvian: brīvs; Leonese: ḷḷibru; Lezgi: азад; Limburgish: vrie; Lithuanian: laisvas; Lombard: liber; Low German: frii, fri; German Low German: free; Luxembourgish: fräi; Macedonian: слободен; Malay: bebas; Malayalam: സ്വതന്ത്രം; Manchu: ᠰᡠᠯᡶᠠᠩᡤᠠ; Maori: herekore; Norman: libre; Norwegian: fri; Occitan: liure; Old English: frēo; Persian: آزاد, رها; Polish: wolny, swobodny; Portuguese: livre; Quechua: qispi; Romanian: liber, slobod; Russian: свободный, вольный; Sanskrit: मुक्त, स्वतन्त्र; Scottish Gaelic: saor; Serbo-Croatian Cyrillic: слободан; Roman: slobodan; Sindhi: آزاد; Slovak: slobodný, voľný; Slovene: svoboden; Somali: xor; Southern Altai: эркин; Spanish: libre; Swahili: huru; Swedish: fri; Tabasaran: азад; Telugu: విడుదల; Thai: อิสระ; Turkish: özgür; Udi: азад; Ukrainian: ві́льний, свобі́дний; Urdu: آزاد, سوتنتر, مکت; Uyghur: ئەركىن, ھۆر; Vietnamese: tự do; Volapük: libik; Walloon: libe; Welsh: rhydd; West Frisian: frijlitten, frij; Yiddish: פֿרײַ; Zazaki: azad, xoser
independent
Albanian: pavarur; Arabic: مُسْتَقِل, حُرّ; Armenian: անկախ, ինքնուրույն; Azerbaijani: müstəqil; Bashkir: бойондороҡһоҙ; Belarusian: незалежны, самастойны; Bikol Central: talingkas; Bulgarian: независим; Burmese: လွတ်လပ်; Catalan: independent; Chinese Mandarin: 獨立, 独立; Crimean Tatar: mustaqil; Czech: nezávislý; Danish: uafhængig, selvstændig; Dutch: onafhankelijk, zelfstandig; Esperanto: memstara, sendependa; Estonian: sõltumatu, iseseisev; Finnish: riippumaton, itsenäinen, vapaa; French: indépendant; Galician: independente; Georgian: დამოუკიდებელი; German: unabhängig, selbständig; Greek: ανεξάρτητος; Ancient Greek: ἄβλεπτος, ἄδεσμος, ἀκατάτακτος, ἀνεπίτακτος, ἀνυπότακτος, ἀσύζυγος, ἀσύνδετος, ἀσυνδύαστος, αὐθαίρετος, αὐθεντικός, αὐτάρκης, αὐτεξούσιος, αὐτοδέσποτος, αὐτόδικος, αὐτοκράτειρα, αὐτοκρατής, αὐτοκρατορικός, αὐτοκράτωρ, αὐτόνομος, αὐτόστατος, αὐτόστοιχος, αὐτόταγος, αὐτοτελής, ἐλεύθερος; Hindi: स्वतंत्र; Hungarian: független, önálló; Icelandic: sjálfstæður; Irish: neamhspleách; Italian: indipendente; Japanese: 独立した; Kazakh: тәуелсіз, азат; Khmer: ឯករាជ; Korean: 독립의, 독립적인; Kurdish Central Kurdish: سەربەست, سەربەخۆ; Northern Kurdish: serbixwe; Kyrgyz: көз каранды эмес; Lao: ອິສະລະ; Latin: independens; Latvian: neatkarīgs; Lithuanian: nepriklausomas; Macedonian: независен; Malay: merdeka, mandiri; Indonesian: merdeka; Malayalam: സ്വതന്ത്ര; Mongolian: бие даасан; Norwegian Bokmål: uavhengig, selvstendig; Occitan: independent; Persian: مستقل; Polish: niepodległy, niezależny, niezawisły; Portuguese: independente; Romanian: independent, liber; Russian: независимый, самостоятельный, свободный; Sanskrit: स्वतन्त्र; Scottish Gaelic: neo-eisimeileach; Serbo-Croatian Cyrillic: самосталан, независан, неовисан; Roman: sȁmostālan, nezávisan, nȅovisan; Slovak: nezávislý; Slovene: neodvisen; Sorbian Lower: samostatny; Spanish: independiente; Swedish: självständig, oberoende; Tagalog: malaya; Tajik: мустақил; Thai: อิสระ; Tibetan: རང་བཙན; Turkish: bağımsız; Turkmen: özbaşdak, garaşsyz; Ukrainian: незалежний, самості́йний; Urdu: آزاد; Uzbek: mustaqil, ozod; Vietnamese: độc lập