γράφω

From LSJ
Revision as of 15:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γράφω Medium diacritics: γράφω Low diacritics: γράφω Capitals: ΓΡΑΦΩ
Transliteration A: gráphō Transliteration B: graphō Transliteration C: grafo Beta Code: gra/fw

English (LSJ)

[ᾰ], fut.

   A -ψω Hdt.1.95, etc.: aor. ἔγραψα, Ep. γράψα Il.17.599: pf. γέγραφα Cratin.124, Th.5.26, etc.; later γεγράφηκα PHib. 1.78.2 (iii B. C.):—Med., fut. γράψομαι Ar.Pax 107, etc. (but in pass. sense, Gal.Protr.13): aor. ἐγραψάμην Ar.V.894, etc.:—Pass., fut. γρᾰφήσομαι Hp.Acut.26, Nicom.Com.1.39, (μετεγ-) Ar.Eq.1370; more freq. γεγράψομαι S.OT411, Theoc.18.47, etc.: aor. ἐγράφην [ᾰ], Hdt.4.91, Pl.Prm.128c, etc.; ἐγράφθην SIG57.5 (Milet., v B. C.), Archim.Fluit.2.4: pf. γέγραμμαι (also in med. sense, v. fin.), 3sg. ἔγραπται Opp.C.3.274; part. ἐγραμμένος or ἠγρ- SIG9 (Elis, dub.), Leg.Gort.1.45, al.; later γεγράφημαι Ph.2.637: 3pl. γεγράφαται IG 12.57.10, Dor. γεγράβανται Schwyzer 90.12 (Argos): plpf. ἐγέγραπτο X.Mem.1.2.64: 3pl. ἐγεγράφατο D.C.56.32. Used by Hom. only in aor. Act.:—scratch, graze, αἰχμὴ γράψεν οἱ ὀστέον ἄχρις Il.17.599; γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά having marked or drawn signs thereon, 6.169: hence, later, represent by lines, draw, paint, Hdt.2.41, A.Eu.50, Pl.R.377e; γῆς περιόδους γ. draw maps, Hdt.4.36; γ. Ἔρωθ' ὑπόπτερον Eub.41.1; προσπεπατταλευμένον γ. τὸν Προμηθέα Men.535.2; ἀνδριάντα γ. Pl.R.420c; ζῷα γ., = ζωγραφεῖν (q. v.), Id.Grg.453c: metaph., ὁπόσα τοὺς λειμῶνας αἱ ὧραι γράφουσι Philostr.Im.Praef.:—Med., ζῷα γράφεσθαι Hdt.4.88:—Pass., εἰκὼν γεγραμμένη Ar.Ra.537; πίνακες γεγραμμένοι τὰ Ἀλεξάνδρου ἔργα Philostr.VA2.20.    2 Math., describe a figure, Euc.Post.3, al., Archim.Sph.Cyl.1.23, al., Gal.1.47.    b of a point or line in motion, generate a figure, Arist.Mech.848b10, al.; τὸ σαμεῖον ἕλικα γράψει Archim.Sph.Cyl.1, cf.Apollon.Perg.Con.1.2, Hero Aut.8.1.    3 brand, mark, Opp.C.1.326:—Pass. in form γεγράφαται, ib.322.    II express by written characters, write, τι Hdt.1.125, etc.; γ. διαθήκην Pl.Lg.923c, cf. X.Cyr.4.5.34 (Pass.); γ. τινὶ ὅτι . . Th.7.14; γ. τινί, c. inf., SIG552.13 (Abae, iii B. C.); γ. τι εἰς διφθέρας Hdt.5.58: prov., ὅρκους . . γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω S.Fr.811, cf. Xenarch.6; εἰς τέφραν γ. Philonid.7; εἰς ὕδωρ, ἐν ὕδατι, Men. Mon.25, Pl.Phdr.276c; ἐν χρυσῷ πίνακι Id.Criti.120c; ἐν φλοιῷ Theoc.18.47; καθ' ὕδατος Luc.Cat.21; εἰς πέλαγος γράμματα γράψαι Epigr.Gr.1038.8 (Attalia):—Pass., πόθι φρενὸς γέγραπται in what leaf of memory it is written, Pi.O.10(11).3.    2 inscribe, γ. εἰς σκῦλα, εἰς στήλην, E.Ph.574, D.9.41:—Pass., γράφεσθαί τι to be inscribed with a thing, S.Tr.157; ὧδε γέγραμμαι have my name inscribed, IG12(7).3* (dub.); ἐν τῷ προσώπῳ γραφεὶς τὴν συμφοράν having it branded on his forehead, Pl.Lg.854d; γεγραμμένα κωκύουσαν, of the hyacinth, Euph.40.    3 write down, γ. τινὰ αἴτιον set him down as the cause, Hdt.7.214; γ. τι ἱερόν τινι register as... Pi.O.3.30; in magic, invoke a curse upon, Tab.Defix.Aud.14A1; γ. τινὰ κληρονόμον, ἐπίτροπον, institute by a written document, Pl.Lg.923c, 924a; register, enrol, ἐμὲ γράφε τῶν ἱππεύειν ὑπερεπιθυμούντων X.Cyr. 4.3.21; οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, as a dependent of Cr., S. OT411.    4 γ. τινί write a letter to one, γ. σοὶ ἵνα εἰδῇς PGrenf. 1.11 ii 21 (ii B. C.), etc.; εἴς τινα Luc.Syr.D.23.    5 γ. περί τίνος write on a subject, X.Cyn.13.2, etc.; ὑπέρ τινος Plb.1.1.4, etc.; εἴς τινα against... Longin.4.3; πρός τινα address a work to... Id.1.3; describe, οἱ ὑφ' ἡμῶν γραφόμενοι καιροί Plb.2.56.4; esp. of Prose, opp. ποιεῖν, Isoc.2.48: c. dupl. acc., τί . . γράψειειν ἄν σε μουσοποιὸς ἐν τάφῳ ; E.Tr.1189.    6 write down a law to be proposed: hence, propose, move, γνώμην, νόμον, ψήφισμα, etc., X.HG1.7.34, Ar.Nu. 1429, etc.: abs. (sc. νόμον), D.18.179; γ. καὶ νομοθετεῖν περί τινος Id.24.48; γ. πόλεμον, εἰρήνην, Id.10.55, 19.55: c. inf., σὺ γράφεις ταῦτ' εἶναι στρατιωτικά Id.1.19; ἔγραψα . . ἀποπλεῖν . . τοὺς πρέσβεις Id.18.25; enact, νόμοι οὓς τὸ πλῆθος συνελθὸν ἔγραψε X.Mem.1.2.42:—Pass., παρὰ τὰ γραφέντα δρᾶν Pl.Plt.295d; τὸ γεγραμμένον ὑπὸ σοῦ ψήφισμα Din.1.70.    7 prescribe, ordain, πότμος ἔγραψε Pi.N.6.7.    8 ὁ γράφων τὸν Ὀξυρυγχίτην (sc. νομόν) the secretary for the nome of Oxyrhynchus, POxy.239.1 (i A. D.); τῷ ἰδίῳ λόγῳ γράφοντι τὸν νομόν PFlor.358.5 (ii A. D.).    B Med., write for oneself or for one's own use, note down, Hdt. 2.82, IG12.57.39, etc.; γ. τι ἐν φρεσίν A.Ch.450 (lyr.); φρενῶν ἔσω S.Ph.1325; ἐγραψάμην ὑπομνήματα I wrote me down some memoranda, Pl.Tht.143a; cause to be written, συγγραφήν D.56.6, etc.; γ. πρόσοδον πρὸς τὴν βουλήν petition for a hearing before the Council, Id.24.48.    2 enrol oneself, γράψασθαι φυλῆς καὶ δήμου καὶ φρατρίας IG12.374.16, ib.2.115b21: abs., of colonists, Pl.Lg.850b; but also (cf. A.11.3), ἕνα τῶν μαθητῶν ἐμὲ γράφου enrol me as one of your disciples, Id.Cra.428b.    3 as law-term, γ. τινά to indict one, τινός for some public offence, e.g. τῆς αἰσχροκερδείας, Pl.Lg. 754e; γ. [τινὰ] παρανόμων D.18.13; in full, γραφὴν γράψασθαί τινα Ar.Nu.1482 (but in Pass., εἴ σοι γράφοιτο δίκη ib.758); γράψασθαι δίκας SIG344.38 (Teos): c. acc. et inf., γ. τινὰ ἀδικεῖν Ar.V.894, cf. Pax107: abs., οἱ γραψάμενοι the prosecutors, Id.V.881; ἑτέροις οὐκ ἦν γράψασθαι And.1.75; also γράφεσθαί τι indict an act, i. e. the doer of it, as criminal, ἐγράψατο τὴν Χαβρίου δωρειάν he brought a γραφὴ παρανόμων against the person who proposed the grant to Chabrias, D.20.146, cf. 95; τὸ χάριν τούτων ἀποδοῦναι παρανόμων γράφει (2sg.) Id.18.119.    b Pass., to be indicted, γραφεὶς ἀπέφυγον D.18.103; τοῦτο τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων was indicted as illegal, Aeschin.3.62; ψηφίσματα ὑπὸ τούτου οὐδὲ γραφέντα not even indicted, D.18.222 (but in 18.28, εἰ μὴ τοῦτ' ἐγράφη if this decree had not been proposed, as Pass. of A. 11.6); τὰ γεγραμμένα the articles of the indictment, Id.18.56; τὸ γεγραμμένον the penalty named in the indiclment, Id.24.83:—but γέγραμμαι usu. takes the sense of the Med., indict, Id.18.59, 119, cf. Pl.Euthphr.2b, Tht.210d.

German (Pape)

[Seite 505] ritzen, eingraben, schreiben, malen; pass. aor. u. fut. γραφῆναι, γραφήσεται, Plat. Phaedr. 271 b; Sp. ἐγράφθην, auch γεγράφηκα; perf. pass. ἐγραμμένοι steht Inscr. 11, κατὰ δ' ἔγραπται Opp. Cyn. 3, 2, 74. – Hom. zweimal, in der ursprünglichen Bedeutung, = ritzen, eingraben: Iliad. 17, 599 βλῆτο γὰρ ὦμον δουρί, ἄκρον ἐπιλίγδην· γράψεν δέ οἱ ὀστέον ἄχρις αἰχμὴ Πουλυδάμαντος; 6, 169 πέμπε δέ μιν Λυκίηνδε, πόρεν δ' ὅ γε σήματα λυγρά, γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά, δεῖξαι δ' ἠνώγειν ᾧ πενθερῷ, ὄφρ' ἀπόλοιτο, vgl. vs. 176 sqq καὶ τότε μιν ἐρέεινε καὶ ᾔτεε σῆμα ἰδέσθαι, ὅ ττί ῥά οἱ γαμβροῖο πάρα Προίτοιο φέροιτο. αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σῆμα κακὸν παρεδέξατο γαμβροῦ. κτἑ. In dieser Stelle ist nicht von Buchstabenschrift die Rede, sondern vom Einritzen gewisser Symbole und Zeichen, welche bildlich andeuteten, der Ueberbringer solle sterben. Es giebt im Homer noch eine ähnliche Stelle, an welcher das composit. ἐπιγράφω ganz in demselben Sinne gebraucht wird, wie Iliad. 6, 169 das simpl. γράφω, nämlich Iliad. 7, 187, wo der Zusammenhang noch deutlicher als 6, 169 zeigt, daß keine Allen gemeinsame Buchstabenschrift erwähnt werde, sondern bloß ein Symbol, ein Zeichen; nämlich nur derjenige selbst versteht es, welcher es einritzte. Beide Stellen, an denen, wenn auch keine Buchstabenschrift, doch eine Vorstufe derselben erwähnt wird, Hiad. 6, 169 und 7, 187, gehören zu Lachmanns sechstem Liede; ein Umstand, den Lachmann selber in den Betrachtungen über Homers Ilias S. 22 bei der Abgränzung dieses seines sechsten Liedes nicht erwähnt, an den er auch bei seiner Untersuchung, nach mündlichen Mittheilungen, nicht gedacht hat, den er aber, als man ihn von anderer Seite mündlich auf denselben hinwies, als sehr wichtig und als einen neuen Beweis der ursprünglichen Zusammengehörigkeit beider Bücher 6. u. 7. ansah. Sofort aber verwahrte er sich, u. mit vollem Rechte, gegen die Ansicht, als ob aus dem γράφειν des sechsten Liedes geschlossen werden könne, daß dies Lied junger als irgend ein anderer Theil der Homerischen Dichtungen sei. Es sei eben nur ein anderer Dichter. Ueber die ganze vielbesprochene Angelegenheit s. Wolf. Prolegg. p. 40–94 Lehrs. Aristarch. p. 103. 348 Sengebusch Homer. dissert. 2 p. 41 sqq. Die Thatsache, daß im Homer von Buchstabenschrift nicht die Rede sei, hat schon Aristarch festgestellt, dessen Metalepsis ξέειν ist: s. Schell. Aristonic. Iliad. 6, 169. 176. 7, 175. 187. Vgl. außer ἐπιγράφω noch ἐπιγράβδην Iliad. 21, 166 und γραπτύς Odyss. 24, 229. – Homerisch redet Poll. 9, 83 εἴτε Φείδων πρῶτος ὁ Ἀργεῖοσἔγραψε νόμισμα, εἴτε Δημοδίκη ἡ Κυμαία κτἡ., vgl. 84 εἰ Μιτυληναῖοι μὲν Σαπφὼ τῷ νομίσματι ἐνεχάραττον, Χῖοι δὲ Ὅμηρον, Ἰασεῖς δὲ παῖδα δελφῖνι ἐποχούμενον, Δαρδανεῖς δὲ ἀλεκτρυόνων μάχην κτἡ. Gewöhnlich aber heißt γράφειν nach Homer schreiben oder malen; Linien, Figuren, Buchstaben mit dem Griffel oder Pinsel machen, schreiben, malen, von Her. u. Pind. an überall; ἐς διφθέρας, εἰς σκῦλα, Her. 5, 58; Eur. Phoen. 574 u. A.; γράμματα ἐν φλοίῳ γεγράψεται Theocr. 18, 47; εἰς στήλην Dem. 9, 41; sprichw. εἰς ὕδωρ γρ., von Dingen, die keinen Erfolg haben, B. A. 55; vgl. Paroem. Plut. 5; ἐν ὕδατι Plat. Phaedr. 276 c; καθ' ὕδατος Luc. Catapl. 21; kom. εἰς οἶνον γρ. Xenarch. Ath. X, 441 e; ἐς τὰ ἱερὰ γράψαντα ἀναθεῖναι Plat. Legg. XII, 943 c; vgl. Pind. Ol. 3, 30 u. Plat. Charm. 165 a; ἐν χρυσῷ πίνακι Critia. 620 c; εἰκόνας Phil. 39 b; ἢ πλάττειν Soph. 235 e; τὰ ζῷα γράφειν Gorg. 453 c, woher ζωγραφεῖν; ἀνδριάντας, bemalen, Rep. IV, 420 e; – ein Buch, einen Brief schreiben, πρός τινα, περί τινος; τί, etwas beschreiben, νόμους, Gesetze vorschreiben, geben, vom Gesetzgeber; auch ohne νόμους, z. B. παρὰ τὰ γραφέντα δρᾶν Plat. Polit. 295 d u. öfter; τὰ γεγραμμένα, = νόμοι, Dem. 58, 24; vgl. πότμος ἔγραψε, das Schicksal bestimmte, Pind. N. 6, 5; dah. ζημίαν, κληρονόμον, ἐπίτροπον, fest-, einsetzen, Plat. Legg. VII, 790 a XI, 923 e 924 a; – γνώμην, eine Meinung aufschreiben, um sie genehmigen zu lassen, ἐς τὸν δῆμον Plut. Arist. 3; ebenso νόμον, ψήφισμα, Xen. Hell. 1, 7, 37 Mem. 1, 2, 42; oft bei Oratt.; πόλεμον, εἰρήνην, πρεσβείαν, darauf antragen, Dem. 10, 55. 19, 55, u. öfter bei Rednern; c. acc. c. inf., ἔγραψεν ἐξιέναι βοηθήσοντας Ἀθηναίους, daß sie ausziehen sollten, Dinarch. 1, 39. – Med., sich etwas aufschreiben, Her. 2, 82, sich etwas malen lassen, 4, 88; vgl. Plut. Mar. 40; γράφου δὲ φρενῶν εἴσω Soph. Phil. 1325; vgl. Pind. Ol. 11, 3; νόμους, sich Gesetze geben lassen, vom Volke; ὑπομνήματα Plat. Theaet. 142 e; vgl. Critia. 113 a; sich seinen Namen aufschreibenlassen, Legg. VIII, 850 b; zu einer Klasse rechnen, ἕνα τῶν μαθητῶν καὶ ἐμὲ γράφου Crat. 428 b; so auch akt., ἐμὲ γράφε τῶν ἱππεύειν ἐπιθυμούντων Xen. Cyr. 4, 3, 21; οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, als Klient des Kreon, Soph. O. R. 411; – πρόσοδον γράψασθαι πρὸς τὴν βουλήν, schriftlich um Erlaubniß bitten, in den Senat zu kommen, Dem. 24, 48; συγγραφὴν γράψασθαι, einen Vertrag aufsetzen, 56, 6. – In attischer Gerichtssprache, γράφεσθαί τινά τινος, Einen eines Staatsverbrechens wegen anklagen, z. B. παρανοίας, ἀστρατείας, παρανόμων u. ä., Plat. u. Oratt.; τὴν τῆς παρανοίας γράφεσθαι δίκην od. γραφήν Plat. Legg. XI, 929 d e; γραφήν σέ τις γέγραπται Euthyphr. 2 a; c. partic., ὡς καινοὺς ποιοῦντα θεοὺς ἐγράψατο 3 b; – γράφεσθαι ψήφισμα, δωρεάν, gegen einen Volksbeschluß, ein Geschenk, als gesetzwidrig, Klage erheben, Dem. 20, 146; seltener c. acc. c. inf., Ar. Pax 107 Vesp. 894, der es Av. 1053 auch im act. in dieser Bdtg braucht, was die Atticisten verwerfen; vgl. noch Antiphan. Ath. II, 66 c στρεβλοῦν γράφουσι τοῦτον ὡς κατάσκοπον, eigtl. sie tragen darauf an; pass., εἴ σοι γράφοιτό τις δίκη Nubb. 758; ἡ γραφεῖσα δίκη Plat. Legg. XII, 956 c; γραφεὶς τὸν ἀγῶνα τοῦτον ἀπέφυγον Dem. 18, 103; τὸ γεγραμμένον, die streitige Geldsumme, um die Einer verklagt ist, Dem. 24, 83; τὰ γεγραμμένα, die Klagepunkte, 18, 56; Lycurg. 5.

Greek (Liddell-Scott)

γράφω: [ᾰ], μέλλ.-ψω, ἀόρ. ἔγραψα, Ἐπ. γράψα, πρκμ. γέγραφα Κρατῖν. Νόμ. 7, Θουκ.· παρὰ μεταγεν. συγγραφ. γεγράφηκα Συνέσ.― Μέσ., μέλλ. γράψομαι (ἴδε κατωτ.), ἀόρ. ἐγραψάμην.― Παθ., μέλλ. γρᾰφήσομαι Ἱππ. Ὀξ. 388. 4 (μετεγ-) Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370· συχνότερον γεγράψομαι, ἀόρ. ἐγράφην [ᾰ] Πλάτ., κλπ.· παρὰ μεταγεν. συγγραφ. ἐγράφθην Ἀριστείδ., κλπ.· πρκμ. γέγραμμαι (ὡσαύτως μετὰ μέσ. σημασ., ἴδε ἐν τέλ.), ποιητ. ἔγραπται Ὀππ. Κ. 3. 274. Ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἐνεργ. ἀόρ. (Ἐκ √ΓΡΑΦ παράγονται ὡσαύτως τὰ γραφή, γραφίς, γραμμή, γράμμα, καὶ ἴσως γρομφάς, ὃ ἴδε· πρβλ. Γοτθ. graban (σκάπτειν), groba (φωλεός), Παλαιο-Σκανδιν. grafa, Ἀγγλο-Σαξ. grafan, Γερμ. graben, κλπ.·― ἂν τὰ Λατιν. scribo, scrobs, scrofa εἶναι συγγενῆ, ἡ πρώτη ῥίζα πιθανῶς ἦτο scra bh, ἴδε Corssen Lat. Spr. σ. 447. Ἡ πρώτη σημασία = ξέω, τσουγγρανίζω, αἰχμὴ γράψεν δὲ οἱ ὀστέον ἄχρις Ἰλ. Ρ. 599· γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά, σημειώσας ἢ χαράξας σημεῖα ἐπ’ αύτοῦ, Ζ. 169, πρβλ. Wolf proleg. LXXXI, κἑξ.· οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρ’ Ὁμ. (εἰ μὴ ἐν παραγώγοις τύποις γραπτύς, ἐπιγράβδην, ἐπιγράφω)·― ἐντεῦθεν βραδύτερον, παριστάνω διὰ γραμμῶν, διαγράφω, σχεδιάζω, ζωγραφῶ, Ἡρόδ. 2. 41, Αἰσχύλ. Εὐμ. 50· γρ. Ἔρωθ’ ὑπόπτερον Εὔβουλ. Καμπ. 3· προσπεπατταλευμένον γρ. τὸν Προμηθέα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 6· εἰκὼν γεγραμμένη Ἀριστοφ. Βατρ. 537· ὡσαύτως ἐν τῶ μέσ. τύπῳ, ζῶα γράφεσθαι = ζωγραφεῖν, Ἡρόδ. 4. 88· πρβλ. ἀπόμουσος. ΙΙ. παριστάνωἐκφράζω τι διὰ γραπτῶν χαρακτήρων, γράφω, τι Ἡρόδ. 1. 125, κτλ.· γρ. τινὰ, γράφω τὸ ὄνομἀ τινος, Ξεν.· γρ. ἐπιστολήν, διαθήκην, κτλ., ὁ αὐτ. Κύρ. 4. 5, 34, Πλάτ. Νόμ. 923C, κτλ.· γρ. τινὶ ὅτι…, Θουκ. 7. 14·― γρ. τι εἰς διφθέρας Ἡρόδ. 5. 68· παροιμ., ὅρκους… γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω Σοφ. Ἀποσπ. 694, Ξέναρχ. Πεντ. 3· οὕτως, εἰς τέφραν γρ. Φιλωνίδ. ἐν Ἀδήλ. 1· εἰς ὕδωρ, ἐν ὕδατι Μένανδ. Μονοστ. 25, Πλάτ. Φαίδρ. 276C, πρβλ. Κριτ. 120C· καθ’ ὕδατος Λουκ. Κατάπλ. 21· εἰς πέλαγος γράμματα γράψαι Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 1038. 8.― Παθ., πόθι φρενός γέγραπται, εἰς ποῖον φύλλον τῆς μνήμης εἶναι γεγραμμένον, Πίνδ. Ο. 10 (11). 3· ἐν τῲ προσώπῳ γραφεὶς τὴν συμφοράν, ἔχων αὐτὴν ἐγκεκαυμένην οὕτως εἰπεῖν ἐν τῷ προσώπῳ, Πλάτ. Νόμ. 754Α. 2) ἐγγράφω, ὡς τὸ ἐπιγράφω, γρ. εἰς σκῦλα, εἰς στήλην Εὐρ. Φοιν. 574, Δημ. 121. 21.― Παθ., γράφεσθαί τι, ἐπιγράφομαι μέ τι πρᾶγμα, Br. Σοφ. Τρ. 157· ὧδε γέγραμμαι, ἔχω τὸ ὄνομά μου ἐπιγεγραμμένον, Ἐπιγρ. Ἑλλην. 285. 1. 3) καταγράφω, θεωρῶ, γρ. τινὰ αἴτιον, θεωρῶ τινα ὡς τὸν αἴτιον, Ἡρόδ. 7. 214· γρ. τι ἱερόν τινι, καταγράφω ὡς…, Πίνδ. Ο. 3. 54· γρ. τινὰ κληρονόμον, ἐπίτροπον, καθιστῶ αὐτὸν τοιοῦτον δι’ ἐγγράφου, Πλάτ. Νόμ. 923C, 924Α· καταγράφω εἰς κατάλογον, γρ. τινὰ τῶν ἱππευόντων, μεταξὺ τῶν ἱππέων, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21· οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, ὡς ἐξαρτώμενος ἐκ τοῦ Κρ., Σοφ. Ο. Τ. 411. 4) γρ. εἴς τινα, γράφω ἐπιστολὴν πρός τινα, Λουκ. π. Συρ. Θ. 23. 5) γρ. περί τινος, γράφω περί τινος ὑποθέσεως, Ξεν. Κυν. 13, 2· ὐπέρ τινος Πολύβ. 1. 1, 4, κτλ.·― ἀπολ., γράφω ὡς συγγραφεύς, περιγράφω, ὁ αὐτ. 2. 56, 4· μ. διπλ. αἰτ., τί… γράψειεν ἄν σε μουσοποιός ἐν τάφῳ: Εὐρ. Τρω. 1188. 6) γράφω νόμον τινά, ὃν μέλλω νὰ προτείνω· ἐντεῦθεν, προτείνω, προβάλλω, γνώμην, νόμον, ψήφισμα, κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 37, Ἀπομν. 1. 2, 42· γράφειν, ἀπολ. (ἐξυπακουομ. τοῦ νόμον), Δημ. 288. 9., 715. 27, κτλ.· γρ. πόλεμον, εἰρήνην, κτλ., ὁ αὐτ. 146. 2., 358. 17· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., σὺ γράφεις ταῦτ’ εἶναι στρατιωτικά ὁ αὐτ. 14. 24· ἔγραψα…ἀποπλεῖν… τοὺς πρέσβεις ὁ αὐτ. 233. 21· ἴδε ἐν λ. παράνομος ΙΙ. 7) προγράφω, προορίζω, πότμος ἔγραψε Πίνδ. Ν. 6. 13. Β. μέσ., γράφω δι’ ἐμαυτὸν ἤ πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν, σημειῶ, Ἠρόδ. 2. 82, κτλ.· γράφεσθαί τι ἐν φρεσὶν Αἰσχύλ. Χο. 450· φρενῶν ἔσω Σοφ. Φ. 1325· ἐγραψάμην ὑπομνήματα Πλάτ. Θεαιτ. 143Α· κάμνω ὥστε νὰ γραφῇ τι, συγγραφὴν Δημ. 1284. 20, κτλ.· γρ. πρόσοδον πρὸς τὴν βουλήν, αἴτησιν προσόδου ἤτοι ἀκροάσεως παρὰ τῇ βουλῇ, ὁ αὐτ. 715. 25· πρβλ. ἐγγράφομαι. 2) ὡς Ἀττ. δικανικός ὅρος, γράφεσθαί τινα, καταγγέλειν τινά, τινός, διά τι δημόσιον πλημμέλημα, π.χ. τῆς αἰσχροκερδείας, Πλάτ. Νόμ. 754, ἐν τέλ.· γρ, τινά παρανόμων, ἴδε ἐν λ. παράνομος ΙΙ. (ἴδε τὸν τύπον ἐν Δημ. 548. 4)· πλῆρες, γραφὴν γράψασθαί τινα Ἀριστοφ. Νεφ. 1482 (ἀλλ’ ἐν τῷ παθ., εἴ σοι γράφοιτο δίκη ὁ αὐτ. 758)· ἴδε γραφὴ ΙΙΙ· ὡσαύτως μ. αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., γρ. τινά ἀδικεῖν ὁ αὐτ. Σφηξ. 894, πρβλ. Εἰρ. 107· ἀπολ., οἱ γραψάμενοι, οἱ κατήγοροι, ὁ αὐτ. Σφηξ. 881· οὐκ ἦν ἑτέροις γράψασθαι Ἀνδοκ. 10. 27― ἀλλά, γράψασθαί τι, καταγγέλω πρᾱξίν τινα ὡς ἐγκληματικήν, δηλ. τὸν πράξαντα αὐτὴν, ἐγράψατο τὴν Χαβρίου δωρεάν, εἰσήγαγε γραφὴν παρανόμων ἐναντίον τοῦ άνθρώπου, ὅστις προέτεινε τὴν εἰς τὸν Χαβρίαν δωρεάν, Δημ. 501. 28, πρβλ. 486. 1· τὸ χάριν τούτων ἀποδοῦναι παρανόμων γράφει (β’ ἐνικ. μέσ.) ὁ αὐτ. 267. 7. β) παθ., ἐγκαλοῦμαι, καταγγέλλομαι, οὐχὶ σπανίως παρὰ Δημ. καὶ Αἰσχίν.· τοῦτο τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων, κατηγγέλθη ὡς παράνομον, Αἰσχίν. 62. 28· ψηφίσματα ὑπὸ τούτου οὐδὲ γραφέντα, τὰ ὁποῖα οὐδὲ κατηγγέλθησαν, Δημ. 302. 18· (ἀλλὰ 254. 13, εἰ μὴ τοῦτο ἐγράφη, ἂν τὸ ψήφισμα τοῦτο δὲν εἴχε προταθῇ, ὡς παθ. τοῦ Α. ΙΙ. β)· οὕτως ἐν τῷ πρκμ., τὰ γεγραμμένα, τὰ ἄρθρα τῆς καταγγελίας, ὁ αὐτ. 244. 10., 930. 1· τὸ γεγραμμένον, ἡ ποινὴ ἡ ἀναφερομένη ἐν τῇ καταγγελίᾳ, ὁ αὐτ. 727. 2·― ἀλλὰ τὸ γέγραμμαι συνήθως λαμβάνει τὴν σημασίαν τοῦ μέσ., καταγγέλλω, ὁ αὐτ. 245. 2., 267. 4, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 2Β, Θεαιτ. 210D.

French (Bailly abrégé)

f. γράψω, ao. ἔγραψα, pf. γέγραφα, pqp. ἐγεγράφειν;
Pass. f.2 γραφήσομαι, ao.2 ἐγράφην, pf. γέγραμμαι, pqp. ἐγεγράμμην, f.ant. γεγράψομαι;
A. primit. égratigner, écorcher : αἰχμὴ γράψεν οἱ ὀστέον ἄχρις IL la pointe de la lance lui écorcha l’os à la surface;
B. tracer des signes pour écrire ou pour dessiner, d’où
I. graver : (σήματα) ἐν πίνακι IL (des signes) sur une tablette;
II. écrire, particul.
1 écrire un message, une lettre;
2 écrire, rédiger, composer ; abs. écrire en prose, p. opp. à ποιεῖν, écrire en vers;
3 inscrire, enregistrer : τινα τῶν ἱππεύειν ἐπιθυμουμένων XÉN inscrire qqn au nombre de ceux qui désirent servir dans la cavalerie ; Pass. οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι SOPH litt. je ne serai pas inscrit comme client de Créon, càd je ne serai pas considéré comme l’instrument des volontés de Créon;
4 proposer par écrit : γνώμην, rédiger, proposer une motion ; νόμον, proposer une loi ; πόλεμον, εἰρήνην, rédiger une proposition de guerre, de paix;
5 assigner (par écrit) en justice ; poursuivre ou attaquer en justice ; γραφεὶς τὸν ἀγῶνα τοῦτον ἀπέφυγον DÉM poursuivi dans ce procès, j’ai été acquitté ; τοῦτο τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων ESCHN ce décret a été attaqué comme illégal ; abs. τὰ γεγραμμένα DÉM les articles de la condamnation;
III. tracer des lignes (droites, courbes, etc.) ; dessiner, peindre;
Moy. γράφομαι (f. γράψομαι, ao. ἐγραψάμην, pf. γέγραμμαι);
I. écrire pour soi :
1 consigner ou noter pour soi par écrit ; fig. τι ἐν φρεσίν ESCHL ou φρενῶν ἔσω SOPH noter qch dans son esprit, se graver qch dans l’esprit;
2 rédiger ou composer pour soi : γράφεσθαι νόμους XÉN se donner des lois en parl. du peuple;
3 t. de droit att. γραφὴν γράφομαι assigner (par écrit) en justice, accuser en parl. d’une action publique;
II. dessiner, peindre.
Étymologie: R. Γραφ, égratigner ; cf. lat. scribo.

English (Autenrieth)

aor. γράψε: scratch, graze; ὀστέον, reached by the point of the lance, Il. 17.599 ; σήματα ἐν πίνακι, symbols graven on a tablet, Il. 6.169.

English (Slater)

γράφω
   a inscribe met. ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα, πόθι φρενὸς ἐμᾶς γέγραπται (O. 10.3)
   b write down
   I dedicate ἔλαφον ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίᾷ ἔγραψεν ἱεράν (Ὀρθωσίας coni. Ahrens, metri causa) (O. 3.30)
   II ordain c. acc. & inf. καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντινἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (N. 6.7)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): γάρφο IGDS 134b.14 (Gela V a.C.)

• Prosodia: [-ᾰ-]

• Morfología: [pres. inf. γραφέμεν IG 7.3055.6 (Lebadea VI a.C.), impf. 3a sg. ἔγραπεν ICr.2.12.4.3 (Eleuterna VI a.C.); aor. sin aum. 3a sg. γράψεν Il.17.599; perf. γεγράφηκα PHib.78.2 (III a.C.), IG 11(4).1026.2 (Delos II a.C.), part. γεγραφφώς IG 5(2).357.53 (III a.C.), v. pas. 3a sg. ἤγρατται ICr.1.18.6.7 (Lito VI a.C.), ἔγρατται ICr.4.41.2.6 (VI a.C.), 72.3.29 (V a.C.), ἤγραται ICr.1.10.2.7 (Eltinia V a.C.), ἔγραται ICr.4.72.9.16 (V a.C.), ἔγραπται Opp.C.3.274, arcad. γέγραπτοι IG 5(2).6.51 (Tegea IV a.C.), 3a plu. γεγράφαται Democr.B 259, IG 13.61.10 (V a.C.), dór. γεγράβαται IGDS 121.1 (Camarina V a.C.), γεγράβανται Schwyzer 90.12 (Argos III a.C.), part. ἐγραμένος IO 9.8 (VI/V a.C.), ICr.4.72.1.46 (V a.C.), ἠιγραμμένος SEG 38.13.5 (Ramnunte V a.C.), γεγραθμένα SEG 31.985D.15 (Teos V a.C.), ἠγραμμένος ICr.4.175.3 (II a.C.); plusperf. 3a sg. ἔγραττο ICr.4.72.12.2 (V a.C.), sin aum. γέγραπτο Iul.Or.5.277d, 3a plu. ἐγεγράφατο D.C.56.32.2]
A en v. act.
I 1arañar, rasguñar γράψεν δὲ οἱ ὀστέον ἄχρις αἰχμή y la punta de la lanza le hizo un rasguño en el hueso de parte a parte, Il.l.c.
2 dibujar, pintar Ἐχσεκίας ἔγραφσε κἀπόεσε ἐμέ (un ánfora) CEG 436 (Ática VI a.C.), τὴν θύραν Simon.163D., εἰκόνα Μηνοδότου AP 11.213 (Leon.), cf. en v. pas. Ar.Ra.537, AP 9.792 (Antip.Thess.)
dibujar, representar θεῶν ἰδέας Xenoph.B 15.4, γῆς περιόδους γράψαι dibujar mapas Hdt.4.36, ὁ τὰ ζῷα γράφων de Zeuxis, Pl.Grg.453c, διαγράμματα Arist.Cael.279b34, cf. Call.Fr.191.58, θέαμα ... οἷον οὔτε ζωγράφος ἔγραψε Charito 3.8.6
c. doble ac., compl. dir. y pred. ὄφιν τριήρεος ... φεύγοντα en el mascarón de proa, Hippon.39.1, γράψαι ... Ἔρωθ' ὑπόπτερον representar al amor con alas Eub.40.1, cf. Arist.Po.54b11, Men.Fr.718.2, en v. pas. Γοργόνας ... γεγραμμένας δεῖπνον φερούσας A.Eu.50
abs. εἰ χεῖρας ἔχον βόες ... ἢ γράψαι χείρεσσι Xenoph.B 15.2, cf. Simon.154b.1D.
fig. trazar, ordenar πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν hacia qué meta nos manda correr el destino, e.e. qué meta nos ha trazado Pi.N.6.7.
3 trazar un signo sobre el cuerpo, marcar τοὺς (πορδαλίας) ἔτι νηπιάχους ... χαλκῷ Opp.C.1.326, στίγματα μὴ γράψῃς ἐπονειδίζων θεράποντα Ps.Phoc.225.
4 geom. trazar una figura, describir ἡ γράφουσα (γραμμή) τὸν κύκλον Arist.Mech.848b10, cf. Gal.1.47, en v. pas. παντὶ κέντρῳ καὶ διαστήματι κύκλον γράφεσθαι descríbase una circunferencia desde cualquier punto y distancia Euc.1 Post.3, cf. Archim.Sph.Cyl.1.23.
II rel. c. la escritura
1 grabar, escribir c. ac. int. σήματα λυγρά, γράψας ἐν πίνακι Il.6.169, γράμματα ... εἰς στήλην χαλκήν D.9.41, cf. en v. pas. SEG l.c., τὰ γραφόμενα τῶν ἐν τῇ φωνῇ los signos escritos (son símbolos) de la palabra hablada Arist.Int.16a6
en dif. prov. ref. a aquello de lo que no se puede uno fiar y es inútil ὅρκους ... εἰς ὕδωρ γράφω S.Fr.811, εἰς πέλαγος ... γράμματα γράψαι Orác. en TAM.3(1).34D.18 (Termeso, imper.), cf. Pl.Phdr.276c, Men.Mon.26, paród. cóm. Philonid.7, Xenarch.6, Luc.Cat.21, en v. pas. γράμματα δ' ἐν φλοιῷ γεγράψεται Theoc.18.47
c. ac. del sitio sobre el que se escribe δέλτον E.IA 35, en v. pas. στήλη γράμμασι χρυσοῖς γεγραμμένη X.Eph.5.10.6
abs. ἐς τοιαύτας διφθέρας Hdt.5.58
inscribir c. ac. obj. ext., dedicar c. una inscripción καὶ σκῦλα γράψεις πῶς ἐπ' Ἰνάχου ῥοαῖς; y ¿qué inscripción pondrás sobre los despojos junto al río Ínaco? E.Ph.574, c. doble ac. ἅν (ἔλαφον) ποτε ... ἔγραψεν ἱεράν Pi.O.3.30
fig. en v. pas. estar grabado πόθι φρενός ... γέγραπται Pi.O.10.3, ἐν τῷ προσώπῳ ... γραφεὶς τὴν συμφοράν Pl.Lg.854d.
2 escribir, componer poesía, c. ac. int. ποιητὴς δὲ ἅσσα μὲν ἂν γράφῃ Democr.B 18, o de obj. ext. μακάρων γένος ἔργα τε ... ἔγραφες ref. a Hesíodo AP 9.64 (Asclep.), abs. οἱ γράφοντες los compositores de trenos, Phld.Mus.4.6.19
en prosa γράψαι ... Ἑλένης μὲν ἐγκώμιον Gorg.B 11.21, τὰς ἱστορίας Procl.in Euc.38.20, περὶ ὧν ὕστερον γράψω Hp.Epid.2.3.1, c. ac. int. τὰ λοιπὰ πάντα Epicur.Ep.[3] 85
abs., op. ποιεῖν ‘componer versos’, Isoc.2.48
en el ámbito de las escuelas escribir un texto op. λόγους ποιεῖσθαι ‘mantener debates’, Phld.Cont.fr.117.4, op. λέγειν Phld.Cont.2.12, fr.107.4, en v. pas. τὸ δ' ἐν τῷ Φαίδωνι γεγραμμένον Arist.Mete.355b33, τὰ γεγραμμένα los escritos Epicur.Ep.[3] 84, Phld.Cont.fr.59.14, γέγραπται está escrito para introducir una cita del AT Eu.Marc.7.6
escribir, narrar τὰ τῶν ἄλλων Longus proem.4.
3 escribir misivas, cartas, etc., c. ac. int. ψευδεῖς γραφάς E.Hipp.1311, πολλὰ ... Καίσαρι γράφων Plu.Cic.37, ἃ γράφω ὑμῖν 1Ep.Cor.14.37, en v. pas. τὴν πρὸς ἰδιώτας... γεγραμμένην ἐπιστολήν Phld.Cont.17.9, c. inf. τῷ Ἡρακλείδῃ μὴ ἐνοχλεῖν ὑμᾶς IG 9(1).78.13 (Abas III a.C.), cf. PCair.Zen.341a.28 (III a.C.), ἔγραψας παρεῖναι Charito 5.4.9, c. dif. constr. prep. περὶ ... τῶν ματαίων X.Cyn.13.2, ὑπὲρ ὧν προῃρόμεθα Plb.1.1.4, sólo c. indicación del receptor, en dat. ἐπισταμένοις δ' ὑμῖν γράφω Th.7.14, σοί PGrenf.1.11.2.21 (II a.C.), c. constr. prep. εἰς Διονύσιον Longin.4.3, πρὸς σέ Longin.1.3, cf. Charito 4.5.1
abs. ἕως μοι γράψῃς BGU 698.30 (II d.C.), muy frec. en pap. para autentificar cartas y otros documentos ἔγραψεν Δῶρος BGU 1355 (III a.C.), οὕτως γράφω esta es mi firma, 2Ep.Thess.3.17, mismo sent. ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί Ep.Philem.19, cf. en v. pas. SB 7630.20 (II d.C.), ἔγραψα χωρὶς ἀλείφα[το] ς κ[α] ὶ παρεπιγραφῆς he escrito sin enmienda ni tachadura, SB 6995.25 (II d.C.), cf. PHarris 84.11 (I d.C.).
4 ref. documentos, acuerdos, tratados, contratos c. cierta validez legal poner por escrito, redactar, registrar διαθήκην Pl.Lg.923c, γράφεα IG 5(2).343.22 (Orcómeno IV a.C.), τὴν μαρτυρίαν εἰς πινάκιον ref. al testigo PHal.1.224 (III a.C.), ἡμῖν ἀπολογισμὸν περί τε τοῦ σίτου PMich.43.2 (III a.C.), τὸ συμβόλαιον Ach.Tat.8.18.4, c. inf. γράφειν τοὺς συνθηκογράφους μὴ ... ἀποδ[οῦναι SIG 344.37 (Teos IV a.C.), en v. pas. ὀφει] λεμάτον hὰ γεγράφαται τοι δεμοσίοι IG 13.l.c., τὰ ὄργια ... γραφθέντα Milet 1(3).133.5 (V a.C.), γραφῆναι ... ψήφισμα ἐν στήλῃ SB 7457.44 (I a.C.)
c. ac. de pers. registrar, inscribir como τοῦτον αἴτιον γράφω Hdt.7.214, πρῶτον ... τῶν ὑέων κληρονόμον ... γραφέτω Pl.Lg.923c, cf. Cod.Iust.1.2.25, 3.45.4, 6, Iust.Nou.22.20.2, ἐμὲ ... γράφε τῶν ἱππεύειν ὑπερεπιθυμούντων inscríbeme entre los que más desean ser jinetes X.Cyr.4.3.21, ὁ γράφων τὸν Ὀξυρυγχίτην (νομόν) el que inscribe o registra al nomo de Oxirrinco, e.e. el registrador o secretario de este nomo POxy.239.1 (I d.C.), cf. 3465.7 (II d.C.), en v. pas. ἷ καὶ τοὶ ἄλλοι πολῖται γεγράβανται en el lugar en que están registrados los demás ciudadanos, Schwyzer 90.12 (Argos III a.C.), τὸ γεγραμμένον lo convenido por escrito ref. a una deuda, D.24.83.
5 admin. actuar como secretario c. dat. στραταγόνς, οἷς γράφει Δαμέας Schwyzer 90.10 (Argos III a.C.).
6 mág. escribir una maldición contra c. ac. de pers. πάν τας τοὺς ἐμοὶ ἀντία ποιοῦντας TDA 14.1.
III jur.
1 de leyes, decretos fijar por escrito, promulgar θεσμοὺς ... τῷ κακῷ τε κἀγαθῷ Sol.24.20, τοὺς νόμους ... βροτοῖς E.Io 443, cf. X.Mem.1.2.42, οἱ δὲ πρυτάνεις ... οὐκ ἔγραψαν τὸ ψήφισμα PCair.Zen.341a.23 (III a.C.), en v. pas. νόμος γεγραμμένος op. ἄγραφος Arist.Rh.1373b6.
2 presentar una propuesta por escrito ante tribunales, asambleas ψηφίσματα Ar.Nu.1429, γράφειν παράνομα proponer algo ilegal D.18.13, op. εἰπεῖν ‘exponer de palabra’ (γνώμην) ἐν ἅπασιν εἶπον καὶ γράψας Criti.B 5, οὐκ εἶπον μὲν ταῦτα, οὐκ ἔγραψα δέ D.18.179
c. ac. obj. ext. proponer πόλεμον D.10.55, c. inf. ἔγραψε γνώμην ... κρίνεσθαι τοὺς ἄνδρας X.HG 1.7.34, ἔγραψα ... ἀποπλεῖν D.18.25, ἔγραψε Φιλοκράτης ἐξεῖναι Φιλίππῳ Aeschin.3.62, en v. pas. τὸ γεγραμμένον ὑπὸ σοῦ ψήφισμα Din.1.70.
B en v. med.
I 1grabar en interés propio, registrar para sí γενομένου γὰρ τέρατος φυλάσσουσι γραφόμενοι τὠποβαῖνον Hdt.2.82, ὑπομνήματα Pl.Tht.143a
fig. retener dentro de uno mismo τοιαῦτ' ... ἐν φρεσὶν γράφου A.Ch.450, ταῦτ' ... γράφου φρενῶν ἔσω S.Ph.1325, Νέμεσις δὲ κακὰν ἐγράψατο φωνάν Call.Cer.56, αὐτὰ γὰρ μί' ἐμοὶ γράφεται θεός pues esa es la única diosa que cuenta para mí, AP 5.137 (Mel.).
2 hacerse escribir συγγραφὴν ἐγράψαντο se hicieron escribir un contrato D.56.6.
3 hacerse inscribir ἕνα τῶν μαθητῶν ... ἐμὲ γράφου pido que me inscribas como uno de tus discípulos Pl.Cra.428b, c. gen. εἶναι αὐτῷ γράψασθαι φυλῆς que pueda hacerse inscribir como miembro de una tribu, IG 22.558.19 (IV a.C.), οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι no me inscribiré como meteco cliente de Creonte, e.d. no me someteré a él S.OT 411, cf. Pl.Lg.850b.
II jur.
1 poner pleito en causa pública, acusar op. δικάζειν c. ac. de pers. y gen. judicial αἰσχροκερδείας ... αὐτὸν γραψάμενος Pl.Lg.754e, (ἐμέ) παρανόμων γραφόμενον acusándome de ilegalidad D.18.13, cf. en v. pas., Aeschin.3.62
c. doble ac. int. y de pers. αὐτοὺς γραφὴν ... γραψάμενος tras presentar una acusación contra ellos Ar.Nu.1482
c. ac. int. sólo γράψασθαι τὰς δίκας promover un proceso judicial, SIG 344.38 (Teos IV a.C.), en v. pas. c. dat. εἴ σοι γράφοιτο ... δίκη si se te incoase un proceso Ar.Nu.758
c. ac. del delito denunciar ἐγράψατο τὴν Χαβρίου δωρειάν D.20.146, cf. And.Myst.76
abs. οἱ γραψάμενοι los acusadores Ar.V.881
en v. pas. ser acusado γραφεὶς ... ἀπέφυγον fui absuelto de la acusación D.18.103, τὰ γεγραμμένα los cargos de la acusación, D.18.56.
2 hacer una solicitud formal, pedir πρὸς τὸς ... ἑλλεσποντο φύλακας ἐχσάγεν IG 13.61.39, πρόσοδον ... πρὸς τὴν βουλήν D.24.48.
III mús. y metr. anotar, representar gráficamente τὸ διάστημα Aristox.Harm.50.9, τὸ φρύγιον μέλος Aristox.Harm.49.13, cf. Phld.Mus.4.22.35, Aristid.Quint.23.19, 112.30, τὸ ἰαμβικόν Aristox.Harm.49.10.

• Etimología: De *gerbh- en grado ø, cf. c. grado e ags. ceorfan ‘cortar’, ‘hacer una incisión’.

English (Abbott-Smith)

γράφω, [in LXX chiefly for כּתב];
1.to scrape, graze (Hom.), and later (Hdt.) to sketch, draw.
2.to write;
(a)of forming or tracing letters on writing material: Jo 8:[6], Ga 6:11, II Th 3:17;
(b)to express in writing, commit to writing, record: Lk 1:63, Jo 19:21, 22 Re 1:11, 19 al.; of scripture as a standing authority (Deiss., BS, 112ff.), γέγραπται, itstands written (Luther), Mt 4:4, Mk 7:6, Lk 4:8, Ro 1:17, I Co 1:31, al.; id. seq. ἐν, Mk 1:2, Ac 1:20, al.; c. acc., to write of: Jo 1:46, Ro 10:5; seq. περί, Mt 26:24, Mk 14:21, Jo 5:46; al.; c. dat. (WM, §31, 4), Lk 18:31; id. seq. ἵνα (M, Pr., 207f.), Mk 12:19, Lk 20:28; κατὰ τ. γεγραμμένον, II Co 4:13; γεγραμμένον ἐστί, Jo 2:17; ἐγράφη, Ro 4:24; ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, Jo 12:16;
(c)of writing directions or information, c. dat. pers.: Ro 15:15, II Co 7:12, al.;
(d)of that which contains the record or message: βιβλίον, Mk 10:4, Jo 21:25, Re 5:1; τίτλον, Jo 19:19; ἐπιστολήν, Ac 23:25; ἐντολήν, Mk 10:5 (cf. ἀπο-, ἐγ-, ἐπι-, κατα-, προ-).

English (Strong)

a primary verb; to "grave", especially to write; figuratively, to describe: describe, write(-ing, -ten).

English (Thayer)

(καταγράφω) imperfect 3rd person singular κατέγραφεν; to draw (forms or figures), to delineate: T Tr WH (txt.) would substitute for R G ἔγραφεν. (Pausanias 1,28, 2. Differently in other Greek writings) (Perhaps it may be taken in John , the passage cited in a more general sense: to mark (cf. Pollux 9,7, 104, etc.).)

Greek Monolingual

(AM γράφω)
1. αποδίδω λέξεις με γράμματα του αλφαβήτου
2. ζωγραφίζω
3. γράφω επιστολή
4. καταχωρίζω σε κατάλογο
5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ.
νεοελλ.
1. ξέρω να γράφω
2. συγγράφω, δημοσιεύω
3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου
4. είμαι συγγραφέας ή δημοσιογράφος
5. (για μολύβια, πένες κ.λπ.) είμαι κατάλληλος για γράψιμο
6. (με επίρρημα) έχω ένα ιδιαίτερο γραφικό χαρακτήρα ή συγγραφικό ύφος («γράφω δυσανάγνωστα», «γράφω πολύ δυνατά»)
7. φρ. α) «αν με ξαναδείς, γράψε μου» — δεν θα επιστρέψω ή δεν θα εκπληρώσω την υποχρέωση ή την υπόσχεση μου
β) «γράφ' τα, κλάφ' τα» — αυτός που πουλάει με πίστωση ας θεωρεί χαμένα όσα του χρωστούν
γ) «γραφ' το καλά στο μυαλό σου» — μη το ξεχάσεις ποτέ
δ) «να μάς γράφεις» — ειρωνική παρατήρηση για την αναχώρηση αδιάφορων ή δυσάρεστων ανθρώπων
ε) «σε γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια» — σε περιφρονώ
μσν.
δίνω έγγραφες διαταγές
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. ξύνω, γρατσουνίζω
2. περιγράφω μια μορφή
3. (για σημείο ή γραμμή σε κίνηση) σχηματίζω μια μορφή
4. συλλαβίζω μια λέξη
5. χαράσσω επιγραφή
6. καταγράφω, θεωρώ
7. περιγράφω
8. γράφω νόμο για να τον προτείνω προς ψήφιση
9. θεσπίζω, ψηφίζω
10. προγράφω, προορίζω
II. μέσ.
1. γράφω κάτι για τον εαυτό μου ή για δική μου χρήση, σημειώνω
2. κάνω να γραφτεί κάτι
3. καταγγέλλω, κατηγορώ κάποιον
4. φρ. α) «γράφω γῆς περιόδους» — ζωγραφίζω χάρτες
β) «γράφω περί τινος» — γράφω πάνω σε ένα θέμα
γ) γράφω τινὰ αἴτιον» θεωρώ κάποιον υπεύθυνο
δ) «γράφω τινὰ κληρονόμον, επίτροπον κ.λπ.» — καθιστώ κάποιον κληρονόμο, επίτροπο κ.λπ. με έγγραφο
ε) «ἐν προσώπω γράφομαι τὴν συμφοράν» — έχω την καταστροφή χαραγμένη στο μέτωπό μου
στ) «τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων» — το ψήφισμα καταγγέλθηκε ως παράνομο
II. (μτχ. μέσ. αορ.) αρχ. οί γραψάμενοι οι κατήγοροι
III. (η μτχ. παθ. παρακμ.) γραμμένος, -η, -ο (AM γεγραμμένος, -η, -ον)
1. αυτός που έχει γραφτεί
2. ζωγραφισμένος
3. ζωγραφιστός, καλλίγραμμος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει σημάδια στο δέρμα του
2. (το αρσ. πληθ.) οι γραμμένοι
στρατιώτες ενός αποσπάσματος
3. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) το γραμμένο ή τα γραμμένα
ό,τι έχει γράψει η μοίρα, το πεπρωμένο
4. φρ. «πού το βρήκες γραμμένο;» — αυτό που λες είναι παράλογο, ανυπόστατο
αρχ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ γεγραμμένον
η ποινή που αναφέρεται στην καταγγελία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ γεγραμμένα
τα άρθρα της καταγγελίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, η αρχική σημασία της οποίας ήταν «ξύνω ελαφρά, χαράζω, σχεδιάζω» απ' όπου και η χρήση της για τη γραφή. Ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη εμφανίζουν οι περισσότερες λέξεις τών ινδοευρ. γλωσσών που εκφράζουν την έννοια «γράφω» (πρβλ. λατ. scribo, γοτθ. mēljan, αρχ. ινδ. rikh-, likh, λιθ. piešti κ. ά). Ετυμολογικά το θ. γραφ- (grbh-) αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας gerbh-, που με τη σειρά της ανάγεται σε αρχική απαθή ρίζα gerebh- «χαράζω, γρατσουνίζω». Σχετικά με την ερμηνεία του θέματος γροφ- αρκετών διαλεκτικών —κατ' εξοχήν δωρικών— τύπων (πρβλ. γράφων, γροφά, αντίγροφον κ.ά.) υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται είτε για ετεροιωμένη βαθμίδα είτε για διαφορετική αντιπροσώπευση του r (ρο- αντί ρα- πρβλ. στρατός αιολ. στρότος). Πιθανόν ο ενεστ. γράφω καθώς και άλλοι ενεστώτες με ασθενή βαθμίδα θέματος να προήλθαν από ονόματα (ονοματικούς τύπους), εν προκειμένω τη μτχ. γράφων (πρβλ. επίσης αρχ. ινδ. brhant). To γράφω συνδέθηκε με τη γλώσσα του Ησύχ. «γριφάσθαι
γράφειν, οι δε ξύειν και αμύσσειν», το θέμα του οποίου (gribh-) επεχείρησαν να ερμηνεύσουν ως αποτέλεσμα αναλογικής επίδρασης άλλων τύπων (πρβλ. σκαριφάσθαι). Τέλος, το γράφω συσχετίστηκε επίσης με άλλους τύπους ινδοευρ. γλωσσών: πρβλ. αγγλοσαξον. coerfan «κόβω, χαράζω», μσν. άνω γερμ. kerben (gerbh-), αρχ. σλαβ. žrěbĭjĭ «λαχνός, κλήρος» κ.ά.
ΠΑΡ. γράμμα, γραμμή, γραπτός (νεοελλ. και γραφτός)
αρχ.
γραπτήρ, γραπτύς
μσν.
γράβδην, γράπτης, γραφόριον
νεοελλ.
γραφίτης, γραψίμι, γράψιμο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. γραφίουρος, γραφοκάλαμος, γραφομανής, γραφομανία, γραφομηχανή. (Β' συνθετικό) αναγράφω, αντιγράφω, απογράφω, διαγράφω, εγγράφω, επιγράφω, καταγράφω, μεταγράφω, παραγράφω, περιγράφω, προγράφω, συγγράφω, υπογράφω
αρχ.
εισγράφω, εκγράφω, προσγράφω, υπεργράφω
νεοελλ.
καθαρογράφω, κακογράφω, κουτσογράφω, μισογράφω, μονογράφω, ξαναγράφω, ξεγράφω, πολυγράφω, συχνογράφω, ψιλογράφω].

Greek Monotonic

γράφω: [ᾰ], μέλ. -ψω, αόρ. αʹ ἔγραψα· Επικ. γράψα, παρακ. γέγρᾰφα· Παθ. μέλ. γρᾰφήσομαι και γεγράψομαι, αόρ. βʹ ἐγράφην [ᾰ], μεταγεν., αόρ. αʹ ἐγράφθην, παρακ. γέγραμμαι.
Α. I. Η αρχική σημασία, ξύνω, ξεφλουδίζω, αποξέω, γδέρνω· αἰχμὴ γράψεν ὀστέον, σε Ομήρ. Ιλ.· σήματα γράψας ἐν πίνακι, σκαλίζω, χαράζω σημάδια ως σύμβολα πάνω σε μια πλάκα, στο ίδ.· έπειτα, αναπαριστάνω με χαραγμένες γραμμές, ιχνογραφώ, σχεδιάζω, ζωγραφίζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· εἰκὼν γεγραμμένη, σε Αριστοφ.· επίσης στη Μέσ., ζῷα γράφεσθαι = ζωγραφεῖν, σε Ηρόδ.
II. 1. εκφράζω κάτι με γραπτούς χαρακτήρες, γράφω· τι, στον ίδ.· γράφω τινά, καταγράφω το όνομα κάποιου, σε Ξεν.· γράφω ἐπιστολήν, διαθήκην, κ.λπ., στον ίδ.· γράφω τι εἰς διφθέρας, σε Ηρόδ.
2. εγχαράσσω, εγγράφω, όπως το ἐπιγράφω· γράφω εἰς στήλην, σε Ευρ., Δημ.
3. καταγράφω, γράφω τινὰ αἴτιον, θεωρώ κάποιον υπαίτιο, σε Ηρόδ.
4. καταχωρίζω, καταγράφω σε κατάλογο, δηλώνω· γράφω τινὰ τῶν ἱππευόντων, καταχωρίζω κάποιον μεταξύ των ιππέων, σε Ξεν.· Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, ως υποτελής του Κρέοντα, σε Σοφ.
5. γράφω νόμο που πρόκειται να προταθεί για ψήφιση· προτείνω, προβάλλω· γνώμην, νόμον, σε Ξεν.· ομοίως, απόλ., γράφειν (ενν. νόμον), σε Δημ.· γράφω πόλεμον, εἰρήνην κ.λπ., στον ίδ.· με απαρ., εξωθώ να...· ἔγραψα ἀποπλεῖν τοὺςπρέσβεις, στον ίδ.Β. 1. Μέσ., γράφω για τον εαυτό μου ή για δική μου, προσωπική χρήση, σημειώνω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. ως Αττ. δικανικός όρος, γράφεσθαί τινα, μηνύω, εγκαλώ, παραπέμπω κάποιον σε δίκη, τινός, για κάποιο δημόσιο αδίκημα (πλημμέλημα), σε Πλάτ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., γράφομαί τινα ἀδικεῖν, στον ίδ.· απόλ., οἱ γραψάμενοι, οι κατήγοροι, στον ίδ.· επίσης, γράφεσθαί τι, καταγγέλλω κάποιον ως εγκληματία, σε Δημ. — Παθ., παραπέμπομαι σε δίκη, εγκαλούμαι, στον ίδ. κ.λπ.· τὰ γεγραμμένα, οι όροι της παραπομπής, τα άρθρα της καταγγελίας, στον ίδ.· τὸ γεγραμμένον, η ποινή που αναφέρεται στην καταγγελία, στον ίδ.· αλλά το γέγραμμαι συνήθως εκλαμβάνει τη σημασία του Μέσ., παραπέμπω, μηνύω, καταγγέλλω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

γράφω: (ᾰ) (aor. 2 ἐγράφην) тж. med.
1) царапать, рассекать (ὀστέον ἄχρις τινί Hom.);
2) вырезывать, чертить (ἐν πίνακί τι Hom.; διαγράμματα Arst.; εἰς στήλην χαλκῆν τι Dem.);
3) записывать, писать (τι ἐς διφθέρας Her.; γράμματα ἐν φλοιῷ γεγράψεται Theocr.; νόμοι γεγραμμένοι Arst.): γ. εἰς ὕδωρ Soph., Men., ἐν ὕδατι Plat. и καθ᾽ ὕδατος погов. Luc. писать по воде, т. е. говорить впустую или считать пустой болтовней; γράφεσθαί τι ἐν φρεσίν Aesch. или φρενῶν ἔσω Soph. запечатлевать в душе, крепко запоминать что-л.;
4) писать, письменно сообщать (τινὶ ὡς … Thuc. и εἴς τινα Luc.): πρόσοδον γράψασθαι πρὸς τὴν βουλήν Dem. попросить аудиенции у Совета, обратиться в Совет;
5) в письменной форме предлагать (νόμον Xen.; γνώμην Xen., Plut.): γ. εἰρήνην Dem. вносить предложение о заключении мира: ἔγραφε βουλεύων Dem. он сделал в Совете предложение; τὰ γραφέντα Plat. или τὰ γεγραμμένα Dem. = οἱ νόμοι (ср. 9);
6) предписывать (ποιεῖν τι Xen.): πότμος ἔγραψε Pind. судьба решила; γράψασθαι ἅ τε δεῖ ποιεῖν καὶ ὧν ἀπέχεσθαι Xen. самому для себя решать, что делать и от чего воздерживаться;
7) писать, сочинять (περί Xen. и ὑπέρ τινος Polyb.): γράφεσθαι ὑπομνήματα Polyb. писать свои воспоминания;
8) записывать, вносить в списки (τινά τινα Plat.); γράψαι τινὰ τῶν ἱππεύειν ἐπιθυμουμένων Xen. зачислить кого-л. в списки желающих служить в коннице; ἕνα τῶν μαθητῶν τινα γράφεσθαι Plat. принимать кого-л. в число своих учеников; οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι Soph. я не прибегну к опеке Креонта;
9) подавать в суд жалобу, привлекать к ответственности, обвинять: γραφείς Dem. будучи предан суду; τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων Aeschin. постановление было обжаловано как противозаконное; ἡ γραφεῖσα δίκη Plat. начатое судебное преследование; τὰ γεγραμμένα Dem. пункты обвинения (ср. 5); τὸ γεγραμμένον ἐκτίνειν Dem. уплатить назначенную судом сумму; γράψασθαί τινι Arph., Plat. привлечь кого-л. к судебной ответственности; γράφεσθαί τινά τινος γραφήν или δίκην Plat., реже τινά τι Dem. предъявлять кому-л. обвинение в чем-л.; γράψασθαί τινα ποιεῖν τι Arph. обвинить кого-л. в совершении чего-л.;
10) рисовать, изображать, писать (τινά Her.; εἰκόνας Plat.): ζῷα γ. Plat. рисовать животных, но ζῷα γράφεσθαί τι (= ζῳγραφεῖν) Her. писать с натуры что-л.;
11) расписывать, раскрашивать (ἀνδριάντας Plat.).