δεινός
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ή, όν, (δέος, cf. Pl.La.198b) A fearful, terrible; in Hom., of persons and things, Χάρυβδις Od.12.260; κλαγγή Il.1.49; ὅπλα 10.254: freq. in neut., δεινὸν ἀῧσαι 11.10; βροντᾶν 20.56; δεινὸν δέρκεσθαι 3.342; παπταίνειν Od.11.608; δεινὰ δ' ὑποδρὰ ἰδών Il. 15.13; δ. ἰδέσθαι fearful to behold, Od.22.405; δ. μὲν ὁρᾶν, δ. δὲ κλύειν S.OC141; εἰ καὶ δεινόν τῳ ἀκοῦσαι Th.1.122; δεινὴ παρὰ τοῖς εἰδόσιν ἡ βάσανος And.1.30; in milder sense, awful, δεινή τε καὶ αἰδοίη θεός Il.18.394, cf. 3.172, Od.8.22, etc.; τὸ δεινόν danger, suffering, horror, A.Ch.634, etc.; awe, terror, Id.Eu.517; ὅπου τὸ δ. ἐλπὶς οὐδὲν ὠφελεῖ S.Fr.196; πρὸς τὸ δ. ἔρχεσθαι ib.351: in plural, ἐκτὸς ὄντα πημάτων τὰ δείν' ὁρᾶν Id.Ph.504; εἰ δείν' ἔδρασας, δεινὰ καὶ παθεῖν σε δεῖ Id.Fr.962, etc.; δεινὸν γίγνεται μή .. there is danger that... Hdt.7.157; οὐδὲν δεινοὶ ἔσονται μὴ ἀποστέωσιν no fear of their revolting, Id.1.155, etc.; δεινότατον μή .. the greatest danger lest... And.3.1; δεινόν ἐστι, c. inf., it is dangerous to do, Lys.12.87; δεινὸν ποιεῖσθαι = take ill, complain of, be indignant at a thing: abs., Th.1.102, etc.: c. inf., ὑπὸ Μήδων ἄρχεσθαι Hdt.1.127, etc.; also δεινὰ ποιεῖν make complaints, Id.3.14,5.41; ἐν δεινῷ τίθεσθαι J.AJ18.9.8; δεινόν τι ἔσχε αὐτὸν ἀτιμάζεσθαι Hdt.1.61; δεινὸν παθεῖν or δεινὰ παθεῖν = suffer illegal, arbitrary treatment, Ar.Ra.252, cf. Pl.Prt.317b, etc.; δεινότερα π. Th.3.13; τὸ δ. τὸ πείσομαι Hdt.7.11: in Oratt., δεινὸν ἂν εἴη εἰ… And.1.30, Lys.12.88, etc. Adv. δεινῶς, φέρειν Hdt.2.121. γ'; δ. καὶ ἀπόρως ἔχει μοι I am in dire straits, Antipho 1.1; δ. ἔχειν τῇ ἐνδείᾳ X.An.6.4.23; δ. διατεθῆναι τυπτόμενος Lys.3.27. II marvellously strong, powerful: δ. σάκος the mighty shield, Il.7.245; simply, wondrous, marvellous, strange, τὸ συγγενές τοι δεινὸν ἥ θ' ὁμιλία kin and social ties have strange power, A.Pr.39; δ. τὸ κοινὸν σπλάγχνον Id.Th.1036; δ. τὸ τίκτειν S.El.770; πολλὰ τὰ δ. κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει. Id.Ant.333; δ. ἵμερος, ἔρως, Hdt.9.3, Pl.Tht.169c; οἶκτος S.Tr.298, etc.; δ. λέγεις πρᾶγμα Pl.Euthd. 298c; δ. γ' εἶπας, εἰ καὶ ζῇς θανών S.Aj.1127; freq. δεινὸν ἂν εἴη εἰ .. it were strange that... as E.Hec.592. Adv. δεινῶς = marvellously, exceedingly, δ. μέλαινα, ἄνυδρος, Hdt.2.76,149; δ. ἐν φυλακῇσι εἶναι Id.3.152; δ. πώς εἰμ' ἐπιλήσμων Metag.2, etc.: Comp. δεινοτέρως Sch. Min.Il.7.97. III clever, skilful, first in Hdt.5.23 ἀνὴρ δ. τε καὶ σοφός; of Odysseus, γλώσσῃ… δεινοῦ καὶ σοφοῦ S.Ph.440, cf. OC806, Antipho 2.2.3, Lys.7.12; σοφὸς καὶ δ. Pl.Prt.341a; opp. σοφός, of practical ability, Id.Phdr.245c, Tht.164d; opp. ἰδιώτης, D.4.35: c. inf., δεινὸς εὑρεῖν A.Pr.59; δεινοὶ πλέκειν τοι μηχανὰς Αἰγύπτιοι Id.Fr.373; δ. λέγειν clever at speaking, S.OT545, etc.; δ. εἰπεῖν is rare, D.20.150; νόσος δ. φαγεῖν Ar.Nu.243; δ. πράγμασι χρῆσθαι D.1.3; αἱ εὐπραξίαι δ. συγκρύψαι τὰ ὀνείδη are wonderfully liable to... Id.2.20: c. acc., δ. τὴν τέχνην Ar.Ec.364; δ. περὶ τοὺς λόγους τοὺς εἰς τὰ δικαστήρια Pl.Euthd.304d; ἐς τὰ πάντα Ar.Ra.968; δ. περὶ τὸ ἀδικεῖν, περὶ Ὁμήρου, Pl.R.405c, Ion531a; δ. ἀμφί τι Arr.Tact.9.5; δ. κατὰ χειρουργίαν Ael.VH3.1; ἐν λόγοισι δ. Ὑπερείδης Timocl.4.7 (but also of the forcible, vehement, style in oratory, Demetr.Eloc.240, al.); in bad sense, over-clever, Pl.Euthphr.3c; δ. ὑπὸ πανουργίας Id.Tht.176d, cf. Arist.EN1144a27. (For δϝεινός, cf. Δϝενία, gen. of pr.n. Δεινίας, IG4.858.)
German (Pape)
[Seite 538] (Wurzel Δι-, verwandt δίον, δίεσθαι, δέος, δείδω), furchtbar; überhaupt Alles, was das gewöhnliche Maaß überschreitet u. dadurch Staunen od. Furcht einflößt, Plat. Lach. 198 b δεινὰ ἡγούμεθα ἃ δέος παρέχει; oft bei Homer; z. B. δεινὸς ἀνήρ Iliad. 11, 654; δεινὰ πέλωρα Iliad. 2, 321; αἰγίδα δεινήν Iliad. 5, 739; die Scylla ist Odyss. 12, 119 ἀθάνατον κακόν, δεινόν τ' ἀργαλέον τε καὶ ἄγριον οὐδὲ μαχητόν. οὐδέ τις ἔστ' ἀλκή· φυγέειν κάρτιστον ἀπ' αὐτῆς. – Zuweilen ist es so viel wie »außerordentlich«, »groß«, »gewaltig«; so kann man verstehen Iliad. 7, 245 δεινὸν σάκος; 10, 254 ὅπλοισιν δεινοῖσιν; Odyss. 7, 41 Athene δεινὴ θεός, 10, 136 Kirke δεινὴ θεός, 7, 246 Kalypso δεινὴ θεός; doch ist dabei zu beachten, daß Kalypso und Kirke ursprünglich Göttinnen der Unterwelt sind, Todesgöttinnen. – Zuweilen verbunden mit αἰδοῐος: Iliad. 18, 394 Thetis δεινή τε καὶ αἰδοίη θεός; 3, 172 αἰδοῖός τέ μοί ἐσσι, φίλε ἑκυρέ, δεινός τε; Odyss. 8, 22 ὥς κεν Φαιήκεσσι φίλος πάντεσσι γένοιτο δεινός τ' αἰδοῖός τε; 14, 234 καί ῥα ἔπειτα δεινός τ' αἰδοῖός τε μετὰ Κρήτεσσι τετύγμην. – Odyss. 22, 405 δεινὸς εἰς ὦπα ἰδέσθαι; 16, 401 δεινὸν γένος βασιλήιόν ἐστιν κτείνειν. – Superlativ, Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσιν Odyss. 5, 186 Iliad. 15, 38. – Adverbial δεινόν, Iliad. 11, 10 ἔνθα στᾶσ' ἤυσε θεὰ μέγα τε δεινόν τε ὄρθια; 16, 138 δεινὸν δὲ λόφος καθὐπερθεν ἔνευεν; 3, 342 δεινὸν δερκόμενοι; Plural δεινά, Iliad. 15, 13 δεινὰ δ' ὑπόδρα ἰδὼν Ἥρην πρὸς μῦθον ἔειπεν. – Sehr zweifelhaft ist Iliad. 7, 346 Τρώων αὖτ' ἀγορὴ γένετ' Ἰλίου ἐν πόλει ἄκρῃ, δεινὴ τετρηχυῖα, entweder »eine große«, oder »eine von Furcht und Schrecken erfüllte«, δεινός nicht wie sonst = »Furcht erregend«, sondern passivisch = »in Furcht gesetzt«. Auf jeden Fall ist hier δεινός ungeschickt gebraucht; diese Gegend der Ilias ist ein schlechtes Füllstück zwischen dem sechsten und dem siebenten Liede, s. Lachmann Betrachtungen über Homers Ilias S. 23. – Zuweilen wird eine kurze Sylbe vor δεινός im Verse lang gebraucht, Odyss. 3, 322 ἐπεὶ μέγα τε δεινόν τε, Odyss. 5, 52 ὅς τε κατὰ δεινοὺς κόλπους ἁλὸς ἀτρυγέτοιο ἰχθῦς ἀγρώσσων πτερὰ δεύεται ἅλμῃ; dies erklärt man durch die Annahme, hinter dem δ von δεινός sei ein Consonant ausgefallen, F oder j, δFεινός oder δjεινός, s. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 201. 2, 225. An einigen Stellen ist die Kürze vor δεινός nicht lang gebraucht; Iliad. 15, 626 ἀνέμοιο δὲ δεινὸς ἀήτη, vgl. s. v. ἀήτη; Iliad. 8, 133 βροντήσας δ' ἄρα δεινὸν ἀφῆκ' ἀργῆτα κεραυνόν. Aus diesem Unterschiede auf ein verschiedenes Zeitalter der Stellen zu schließen ist unstatthaft. Die im Erlöschen begriffenen Laute F und j und was noch sonst von der Art gewesen sein mag, wurden in den Homerischen Zeiten in einem und demselben Worte beliebig gesprochen und nicht gesprochen. – Folgende: 1) schrecklich, entsetzlich; Pind. πόλεμος, στάσις, P. 2, 64 N. 9, 13; neben φοβερόν Her. 7, 120; πόλεμος Plat. Menex. 242 e. – 2) von Her. an τὸ δεινόν = die Gefahr; δεινὸν γίγνεται od. ἐστί, μή, es ist Gefahr vorhanden, es ist zu fürchten, daß, Her. 7, 157; δεινότατον τῷ δήμῳ, μή Andoc. 3, 1; οὐ δεινόν ἐστι, μή, es ist nicht zu fürchten, daß, Her. 1, 84; Plat. Gorg. 520 d; auf das Subject bezogen, δεινοὶ ἔσονται μὴ ἀποστέωσι, es wird zu fürchten sein, daß sie abfallen, Her. 1, 155; vgl. 7, 235; – δεινόν τι ἡγεῖσθαι, etwas für ein Unglück halten; so auch δεινὸν ποιεῖσθαι, Aufhebens machen, übelnehmen, Her. 8, 16. 1, 127. 3, 155 u. öfter, so daß ein inf. folgt; auch akt., Her. 3, 14. 5, 41; sich wundern, δεινὰ ἐποιοῦντο, πάσας τὰς ὀρχήσεις ἐν ὅπλοις εἶναι Xen. An. 5, 9, 11; sequ. εἰ Plat. Hipp. min. 363 c; Luc. Nigr. 34; ebenso ist δεινὰ πάσχειν gebraucht Dem. 51, 19; δεινῶς φέρειν, aegre ferre, Her. 2, 121, 3; – δεινῶς ἔχειν, in einer schrecklichen Lage sein, Xen. An. 6, 2, 23; – δεινὸν καὶ χαλεπὸν πάθος Plat. Polit. 308 a; δεινὰ πάσχειν Gorg. 519 b u. sonst. – 3) außerordentlich, gewaltig, wie unser »furchtbar« im gew. Leben; ἵαερος, heftige Begierde, Her. 9, 3; ἔρως Plat. Theaet. 169 b; ἐπιθυμίαι Rep. IX, 573 d; θηρευτής Conv. 203 d; – δεινὸν ἂν εἴη, das wäre doch stark, sonderbar, arg, Theaet. 184 d, u. öfter bei Att.; καὶ ἄλογον Plat. Theaet. 203 d; δεινὸν πρᾶγμα λέγεις, εἰ Euthyd. 298 c; – Her. vrbdt ἀνὴρ δ. καὶ ἀτάσθαλος 7, 116; σοφὸς καὶ δ. 5, 23; so erhält es die Bdtg »ausgezeichnet«, auch im Guten, bes. von Plat. an; ἀκοντιστής Prot. 342 e; φύλαξ Rep. I, 334 a; ἰατροί, ῥήτορες, ἱππεῖς, die in ihrer Art tüchtig u. wirksam sind; bes. oft δεινὸς καὶ σοφός, von den Sophisten, περί τινος Crat. 424 c; oft mit leichtem Tadel od. Ironie, Klügler, Phil. 29 a; καὶ πανοῦργοι Rep. X, 613 b; Ggstz von ἰδιώτης Dem. 4, 35. – Auch c. inf., erfahren, gewaltig worin, λέγειν u. ä.; δεινὸς χρῆσθαι τοῖς πράγμασιν, geschickt in Benutzung der Umstände, Dem. 1, 3; mit accus., τὰ τοιαῦτα δ. Plat. Conv. 198 d; τοὺς λόγους, τὴν τέχνην Euthyd. 304 d; περὶ τὸ ἀδικεῖν Rep. III, 405 c; περὶ Ὁμήρου, im Homer bewandert, Ion 531 a; δεινὸς ἐν λόγοις Timocles Ath. VIII, 341 f; κατὰ χειρουργίαν Ael. V. H. 3, 1. – Im Sittlichen steht es dem πανοῦργος entgegen, Arist. Eth. eud. 5, 12. – Das adv. δεινῶς ist oft nur = sehr, selbst bei adj., δ. μέλαινα Her. 2, 76.
Greek (Liddell-Scott)
δεινός: -ή, -όν, (ἐκ τοῦ δέος, κυρίως δεεινός, πρβλ. ἐλεεινὸς ἐκ τοῦ ἔλεος)· ― φοβερός, τρομερός, φρικτός, σκληρός, ἄγριος· αὕτη εἶναι ἡ κυρία σημασία παρ᾿ Ὁμ., ὅστις μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, θεός, Χάρυβδις, κλαγγή, ὅπλα, κτλ.· συχνάκις καὶ ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῆς μάχης καὶ τῶν τοιούτων, δεινὸν ἀϋτεῖν, βροντᾶν, κράζειν, φωνάζειν, βροντᾶν φοβερῶς, φρικτῶς, Ἰλ.· δεινὸν δέρκεσθαι, παπταίνειν, φοβερὰ βλέπειν, περιβλέπειν, Ὅμ.· δεινὰ ἰδὼν Ἰλ. Ο. 13· ἀλλ᾿ ὡσαύτως, δεινὸς ἰδέσθαι, φοβερὸς νὰ τὸν ἴδῃ τις. Ὀδ. Χ. 405· δεινὸς μὲν ὁρᾶν, δ. δὲ κλύειν Σοφ. Ο, Κ. 141· δεινὸν τῳ ἀκοῦσαι Θουκ. 1.122· δεινὴ παρὰ τοῖς εἰδόσιν ἡ (βάσανος) Ἀνδροκ. 5. 13· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἠπιωτέρας ἐννοίας, σεβαστός, σεπτός, δεινή τε καὶ αἰδοίῃ θεὸς Ἰλ. Σ. 394, πρβλ. Γ. 172, Ὀδ. Θ. 22, κτλ.· ― οὕτω δὲ καὶ παρ᾿ ἅπασι τοῖς μεταγεν. συγγραφ. ― Ἀπὸ Ἡροδ. καὶ ἐφεξῆς, τὸ δεινόν, κίνδυνος, συμφορά, πάθημα· ἀλλά, τὸ δ., ὡσαύτως, πᾶν τρομερὸν πρᾶγμα. Αἰσχύλ. Χο. 634· φόβος, τρόμος, terror, ὁ αὐτ. Εὐμ. 516· ὅπου τὸ δ., ἐλπὶς οὐδὲν ὠφελεῖ Σοφ. Ἀποσπ. 205· πρὸς τὸ δ. ἔρχεσθαι αὐτόθι 322· οὕτω κατὰ πληθ., τὰ δείν᾿ ὁρᾶν ὁ αὐτ. Φ. 504· εἰ δείν᾿ ἔδρασας, δεινὰ καὶ παθεῖν σε δεῖ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 11, κτλ.· ― δεινὸν γίγνεται μή…, ὑπάρχει κίνδυνος μήπως…, Ἡρόδ. 7. 157· ὡσαύτως, οὐδὲν δεινοί, μὴ ἀποστέωσιν, οὐδεὶς φόβος περὶ ἀποστασίας αὐτῶν, ὁ αὐτ. 1. 155, κτλ.· ― δεινὸν ἐστι, μετ᾿ ἀπαρ., εἶναι ἐπικίνδυνον νὰ πράξῃ τις, Λυσ. 128. 16· ― δεινὸν ποιεῖσθαι (οὕτω, δεινὰ ποιεῖν Ἡρόδ. 3. 14), θεωρῶ τι κακόν, «τὸ παίρνω βαρειά», παραπονοῦμαι διά τι, ἀγανακτῶ, βαρέως φέρω, Λατ. aegre ferre, συχνάκις παρ᾿ Ἡροδ. κτλ.· ἀπολ. ἢ μετ' ἀπαρ., ὡς 1. 127., 5. 41, κτλ.· ὡσαύτως, δεινόν τι ἔσχε αὐτόν, μετ᾿ ἀπαρ., 1. 61: δεινὰ παθεῖν, σπανιώτερον ἑνικῶς, δεινὸν π., ὑποφέρω ἐκ φοβεροῦ, ἀνόμου, ἀδίκου καὶ αὐθαιρέτου τρόπου· συχν. παρ᾿ Ἀττ., Ἐλμσλ. Ἀχ. 393· πρβλ. δεινολογέομαι, -παθέω, -ποιέω, καὶ ἴδε ἐν λ. σχέτλιος ἐν τέλ. ― Οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., δεινῶς φέρειν Ἡρόδ. 2. 121, 3· δ. ἔχειν, εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, Ἀντιφῶν 111. 34, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 23· δεινῶς διατεθῆναι τυπτόμενος Λυσ. 98.38. ΙΙ. εἰς ταύτην τὴν ἔννοιαν προστίθεται ἔννοιά τις δυνάμεως ἢ ἰσχύος, θαυμασίως ἰσχυρός, ἰσχυρός, δυνατὸς διὰ καλὸν ἢ διὰ κακόν· ἐντεῦθεν συχνάκις παρ᾿ Ὁμ. ἐπὶ τῶν θεῶν ἄνευ τῆς ἐννοίας τοῦ φοβεροῦ· οὕτω, δεινὸν σάκος, ἡ ἰσχυρὰ ἀσπίς, Ἰλ. Η. 245· ― καὶ ἀκολούθως ἁπλῶς, θαυμάσιος, θαυμαστός, παράδοξος, τὸ συγγενές τοι δεινὸν ἥ θ᾿ ὁμιλία, ἡ συγγένεια καὶ ἡ συναναστροφὴ ἔχουσι παράδοξον δύναμιν, Αἰσχύλ. Πρ. 39· δ. τὸ κοινὸν σπλάχνον ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 1031, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 333· δ. ἵμερος, ἔρως, δέος, κτλ., Ἡρόδ. 9. 3, κτλ.· οἶκτος Σοφ. Τρ. 298, κτλ.· συχνάκις ὡσαύτως ἐν τῇ φράσει δεινὸν ἂν εἴη, εἰ…, θὰ ἦτο παράδοξον…, ὡς Εὐρ. Ἐκ. 592· δεινότατον μή… Ἀνδοκ. 23. 34. ― Ἐπίρρ. δεινῶς, θαυμασίως, καθ᾿ ὑπερβολήν, ὡς τὸ αἰνῶς παρ᾿ Ὁμ.· δ. μέλας, ἄνυδρος Ἡρόδ. 2.76, 149· δ. ἐν φυλακῇσι εἶναι ὁ αὐτ. 3.152· καὶ οὕτω παρ᾿ Ἀττ., δ. πώς εἰμ᾿ ἐπιλήσμων Μεταγ. Αὔρ. 3, κτλ. ΙΙΙ. ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ ἰσχυροῦ, θαυμασίου, μετέβη ἡ λέξις εἰς τὴν τοῦ ἰκανοῦ, ἐπιτηδίου, ἐμπείρου, πρῶτον παρ᾿ Ἡροδ. 5. 23, ἀνὴρ δεινός τε καὶ σοφός· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, γλώσσῃ… δεινοῦ καὶ σοφοῦ Σοφ. Φ. 440, πρβλ. Ο. Κ. 806· πρβλ. Ἀντιφῶντα 116. 33, Λυσ. 109. 20· ― αὕτη ἡ σημασία ἐγένετο κοινὴ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Πλάτωνος, ἴδε Πρωταγ. 341Β· ἰδίως ἐπὶ πρακτικῇ ἱκανότητι καὶ ἐμπειρίᾳ, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σοφός, Φαίδρ. 245C, Θεαιτ. 164D· ― συχν. μετ᾿ ἀπαρεμφ., δεινὸς εὑρεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 59· δεινοὶ πλέκειν τοι μηχανὰς Αἰγύπτιοι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 312· δεινὸς λέγειν, ἔμπειρος εἰς τὸ νὰ ὁμιλῇ, ἱκανὸς εἰς τὸν λόγον, Σοφ. Ο. Τ. 545, κτλ.· (δ. εἰπεῖν εἶναι σπάνιον, Δημ. 502. 28, ἔνθα ἴδε Wolf Lept. σ. 370)· δεινὸς φαγεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 243· δεινὸς πράγμασι χρῆσθαι Δημ. 10. 3, κτλ.· αἱ εὐπραξίαι δειναὶ συγκρύψαι τὰ ὀνείδη, ἔχουσιν ἀξιοθαύμαστον δύναμιν νὰ…, ὁ αὐτ. 23. 27·― ὡσαύτως μ. αἰτ., δεινὸς τὴν τέχνην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 364, Πλάτ. Εὐθυδ. 304D· δ. περί τι ἢ περί τινος ὁ αὐτ. Πολ. 405C, Ἴωνι 531Α· δ. ἀμφί τι Ἀρρ. Τακτ. 14, ἢ ἔν τινι Τιμοκλ. (Ἀθήν. 341F), ἢ κατά τι Αἰλ. Π. Ἱ. 3, 1, ἢ εἴς τι Ἀριστοφ. Βατρ. 968· ― ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, δεινὸς εἶναι ἄνθρωπος φύσει ὀξὺς καὶ εὐφυής, ὅστις διὰ καλῆς ἀγωγῆς δύναται νὰ γείνῃ φρόνιμος, διὰ δὲ κακῆς πανοῦργος· μάλιστα τὸ δεινὸς συχνάκις σημαίνει ὑπὲρ τὸ δέον εὐφυής, Πλάτ. Εὐθύφρ. 3C· δ. ὑπὸ πανουργίας ὁ αὐτ. Θεαιτ. 175D. ― Ἐπίρρ. δεινοτέρως, Σχ. εἰς Ὅμηρον καὶ δεινοτάτως Χρησμ. Σιβ. Β, 291.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
A. qui inspire la crainte, et, p. suite, l'étonnement ; particul.
I. que l'on craint au sens relig. : δεινή τε καὶ αἰδοίη θεός IL divinité que l'on craint et que l'on révère;
II. que l'on craint, terrible, effrayant ; adv. • δεινὸν ἀῧσαι IL pousser un cri terrible ; δεινὸν δέρκεσθαι IL, δεινὰ ἰδών IL regarder, regardant d'un air terrible ; avoir, ayant un aspect terrible ; τὸ δεινόν ESCHL chose horrible;
III. qui peut inspirer de la crainte, dangereux : δεινὸν γίγνεται μή HDT il est à craindre que, il y a danger que ; οὐδὲν δεινοὶ ἔσονται μὴ ἀποστέωσι HDT il n’y a pas de danger qu’ils en viennent à faire défection;
IV. p. ext. mauvais, malfaisant, funeste : δεινὰ παθεῖν, souffrir d'indignes traitements ; δεινὸν ποιεῖσθαι, tenir pour chose indigne, s'indigner ; δεινὰ ποιεῖν, m. sign. ; τὸν δὲ δεινόν τι ἔσχε αὐτόν avec l'inf. HDT il fut saisi d'indignation que;
V. qui frappe l'imagination, étonnant, extraordinaire :
1 fort, puissant : δεινὸν τὸ τίκτειν ἐστίν SOPH c'est quelquechose de bien fort, de bien puissant que d'être mère;
2 extraordinaire, étrange : δεινόν γ’ εἶπας SOPH tu as dit une chose étrange ; δεινὰ ποιεῖσθαι (v. ci-dessus) tenir pour chose étrange, s'étonner;
3 en parl. de pers. merveilleusement doué, extraordinairement habile, d'ord. en b. part avec une nuance de blâme ou d'ironie : γλώσσῃ δεινὴ καὶ σοφός SOPH à la langue habile et avisée (Ulysse) ; qqf en mauv. part;
B. qui craint ; τὸ δεινόν, frayeur, terreur.
Étymologie: δείδω.
English (Autenrieth)
(root δϝι): dreadful, terrible; often adv., δεινὸν ἀῦσαι, δεινὰ ἰδών, etc.; in good sense, δεινός τ' αἰδοἶός τε, i. e. commanding reverence, Od. 8.22; cf. Il. 3.172, where the scansion is to be noted, ἕκυρε δϝεινός τε.
English (Slater)
δεινός
1 dreadful κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει (P. 1.26) νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος δεινῶν πολέμων P.2.64. ἀκρὰνκαὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων (N. 4.64) φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν (N. 9.13) n. sing. pro adv., καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός (N. 10.65)
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que inspira terror, terrible
a) de pers., esp. dioses y héroes: de Príamo Il.3.172, Tetis Il.18.394, Ulises Od.8.22, Χάρυβδις Od.12.260, de Tifón δ. πέλωρον Hes.Th.856, cf. h.Ap.306, Ἀθήνη Hes.Th.92, de Eros δεινότατος θέων Alc.327.1, ἑταῖρος Thgn.925, Ἄρης AP 7.312 (Asinius Quadratus), c. inf. δ. ἰδεῖν de Solón, Sol.1.6, de Edipo δ. μὲν ὁρᾶν, δ. δὲ κλύειν terrible de ver y terrible de escuchar S.OC 141, Νηρεὺς ... δ. ἰδεῖν Nonn.D.43.256, c. dat. Νύμφαι ... δειναὶ θεαὶ ἀγροιώταις Theoc.13.44
•de anim., de un león δ. ... ἰδέσθαι terrible de ver, Od.22.405, cf. Pi.N.4.64, πέλωρα Theoc.24.59, ὄφις A.R.4.1506, Orph.A.928, de la ballena χαυλιόδους Opp.H.5.326;
b) de cosas y abstr. κλαγγή Il.1.49, δ. σάκος escudo terrible por su tamaño e.e. enorme, Il.7.245, ὅπλα Il.10.254, cf. Orph.H.19.8, 28.10, ᾌδος κυνέη Hes.Sc.226, Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ... δεινοτάτους ἀναπέμπει Pi.P.1.26, de la guerra, Pi.P.2.64, πῦρ B.3.53, Ἀίδεω ... μυχός Anacr.36.9, κτύπος Tyrt.1.57, ἄεθλον Xenoph.2.5, εἰ δέ τοι δεινὸν τό γε δεινὸν ἦν si para ti fuera terrible lo que es terrible Simon.38.18, ἔπος Thgn.414, (νοσήματα) Hp.Nat.Hom.10, cf. Haem.2, οἶνος E.Cyc.678, πρίονες Trag.Adesp.114.3, ἡγούμεθα ... δεινὰ ... ἃ καὶ δέος παρέχει consideramos terribles las cosas que producen terror Pl.La.198b, πρᾶγμα Pl.Euthd.298c, βάσανος And.Myst.30, κυδοιμός A.R.1.1029, σόλος Ἄρεος A.R.3.1366, ὄλεθρος Opp.C.4.226, ἀνάγκη Orph.H.2.9, 3.11, Ἀθηναίης δ. χόλος Od.3.145, cf. Eleg.Alex.Adesp.1.10H., Νέμεσις δ. ... θεῶν AP 6.283;
c) neutr. pred. δεινόν (εἶναι) ser terrible c. inf. u or. c. conj. εἰ καὶ δ. τῳ ἀκοῦσαι aunque para alguno sea terrible oírlo Th.1.122, δ. μὲν πόλιν ... μῆνιν ... κεύθειν E.Heracl.759, ἢ δεινόν γ' ἂν εἴη, εἰ ... o al menos sería terrible que ... And.Myst.30, οὔκουν δ., εἰ ...; E.Hec.592, cf. Ph.2.138, Hsch.;
d) neutr. como adv. de forma terrible δ. δερκόμενοι mirando con expresión terrible, Il.3.342, Hes.Sc.160, cf. Alc.298.24, ἤϋσε ... δ. lanzó un grito terrible, Il.11.10, βρόντησε Il.20.56, cf. Triph.118, παπταίνων Od.11.608, δ. γ' εἶπας S.Ai.1127, ὑπογλαύσσοντα Call.Dian.54, ἐπεβρωμᾶτο Call.Del.56, ἰαχεῦσιν Call.Del.145, ὑπεβρυχᾶτο Triph.319, δ. γὰρ ἀύτεον ἀμφοτέρωθε Q.S.6.349;
e) subst. neutr. τὸ δ. el terror, lo que infunde terror A.Ch.634, Eu.517, S.Fr.201f
•τὰ δεινά acciones terribles δείν' ἔρξ' realizó acciones terribles Hes.Fr.25.20
•τὰ δεινά monstruos que aterrorizan τὰ δεινὰ θηρίων Γῆς εἶναι Call.Fr.595
•τὸ δεινότατον lo más sorprendente τοῦτο γάρ τοι καὶ τὸ δεινότατόν ἐστι, ὅτι ... Luc.Nigr.20.
2 peligroso uso pers. c. μή: ὥστε οὐδὲν δεινοί τοι ἔσονται μὴ ἀποστέωσι de forma que no habrá ningún peligro de que se te subleven Hdt.1.155, neutr. pred. δεινὸν γίνεται μὴ ... existe el peligro de que ... Hdt.7.157, ἔστι δεινότατον ... μὴ ... And.3.1
•c. inf. δεινὸν ἦν ... ἐλθεῖν Lys.12.87
•subst. τὸ δ. el peligro τὸ δ. τὸ πείσομαι el peligro que voy a correr Hdt.7.11, τὰ δείν' ὁρᾶν S.Ph.504, cf. 502, πρὸς τὸ δ. ἔρχεται S.Fr.351, cf. Hp.Aër.23, ἐκτὸς τοῦ δεινοῦ fuera de peligro Plb.1.57.8, συνεγγίζοντος τοῦ δεινοῦ Plb.30.7.3, ὡς ἐγγὺς ἦν τὸ δ. Plu.Pomp.70, ἡδονὴ ... ἐπιτείνει τὸ δ. el placer acrecienta el peligro Aristid.Quint.64.7.
3 de sentimientos irresistible ἵμερος Hdt.9.3, τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἥ θ' ὁμιλία los vínculos de sangre y amistad son algo irresistible A.Pr.39, δεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον A.Th.1031, τὸ τίκτειν S.El.770, οἶκτος S.Tr.298, ἔρως Pl.Tht.169c, φόβος E.Hipp.1218, LXX Ib.33.15, Orph.H.39.3
•c. ref. a un estilo oratorio vigoroso, apasionado, vehemente πράγματά τινα ἐξ ἑαυτῶν ἐστι δεινά hay asuntos que por sí mismos son vigorosos Demetr.Eloc.240.
4 subst. τὸ δ. mal, cosa penosa
a) c. ref. a malos tratos o indignidades δ. πάσχειν, δ. παθεῖν sufrir malos tratos πάθοιμέν τ' ἂν δεινότερα ἢ ... Th.3.13, δεινὰ πάσχω E.Andr.395, cf. Sapph.94.4, Ar.Ra.252, Pl.Prt.317b, Plb.5.98.4, Ph.1.670, Vett.Val.111.32, op. δεινά δρᾶν: εἰ δείν' ἔδρασας, δεινὰ καὶ παθεῖν σε δεῖ S.Fr.962, cf. Antipho 3.3.3;
b) δ. ποιεῖσθαι considerar indigno o abusivo, irritarse por algo δεινὰ ποιεύντων Hdt.3.14, 5.41, δ. ποιησάμενοι Th.1.102, c. inf. δ. ποιεύμενοι ὑπὸ Μήδων ἄρχεσθαι Hdt.1.127
•ἐν δεινῷ τίθεσθαι indignarse I.AI 18.372;
c) subst. τὸ δ. mal δεινόν τί <οἱ> κάρτα οὐκ ἂν γένοιτο no experimentaría ningún mal Hp.Morb.4.54, αἰώνιόν τι δεινόν Epicur.Ep.[2] 81, cf. Phld.Cont.5.12, τί γὰρ ἂν πάθοι δεινὸν ἄνθρωπος; Philostr.VS 573
•indignación τὸν δὲ δεινόν τι ἔσχε ἀτιμάζεσθαι πρὸς Πεισιστράτου se apoderó de él la indignación al verse ultrajado por Pisístrato Hdt.1.61.
II 1de pers. terrible por superioridad o habilidad e.e. capaz, hábil frec. c. sent. peyor.:
a) abs. δ. τε καὶ σοφός Hdt.5.23, Pl.Prt.341a (= Prodic.A 14), με ... δεινὸν ... καὶ ἀκριβῆ Lys.7.12, διὸ καὶ τοὺς φρονίμους δεινοὺς καὶ πανούργους φαμὲν εἶναι Arist.EN 1144a27
•op. ἰδιώτης experto, entendido D.4.35, cf. Hsch.
•hábil en sent. práctico, op. φιλόσοφος Pl.Tht.164d, op. σοφός Pl.Phdr.245c, ref. a Hermes γλώσσης δεινὸν ὅπλον ... ἀνθρώποισι Orph.H.28.10;
b) c. dat. de rel., ref. a la capacidad oratoria, c. sent. peyor. γλώσσῃ δὲ δεινοῦ καὶ σοφοῦ de Ulises, S.Ph.440, γλώσσῃ σὺ δ. S.OC 806, c. ac. de rel. δ. ... τὴν τέχνην experto en su arte Ar.Ec.364, δ. τὰ δικανικά Philostr.VS 499, οἱ δεινοὶ τὰ γεωργικά los agricultores Aristid.Quint.64.19;
c) c. inf. δ. ... εὑρεῖν hábil en descubrir A.Pr.59, δεινοὶ πλέκειν ... μηχανάς de los egipcios hábiles en urdir artimañas A.Fr.373, λέγειν ... δ. elocuente S.OT 545, E.Med.585, Alcid.1.6, δ. εἰπεῖν D.20.150, δ. ἄνθρωπος πράγμασι χρῆσθαι un hombre capaz de acomodarse a las circunstancias D.1.3, cf. Philostr.VS 566
•fig. νόσος ... δεινὴ φαγεῖν enfermedad experta en devorar Ar.Nu.243, αἱ γὰρ εὐπραξίαι δειναὶ συγκρύψαι τὰ τοιαῦτ' ὀνείδη D.2.20;
d) c. dif. giros prep. περὶ τοὺς λόγους Pl.Euthd.304d, περὶ τὸ ἀδικεῖν Pl.R.405b, περὶ Ὁμήρου Pl.Io 531a, δ. εἰς τὰ πάντα hábil en todas las cosas Ar.Ra.968, ἀμφὶ ταῦτα Arr.Tact.9.5, τῶν ἀνδρῶν τῶν κατὰ χειρουργίαν δεινῶν Ael.VH 3.1, ἐν λόγοισι δ. Ὑπερείδης Hipérides hábil en palabras Timocl.4.7;
e) neutr. plu. sup. como adv. ὡς δεινότατα κατηγορῆσαι acusar de la manera más hábil posible Luc.Prom.5.
2 sent. peyor. bribón, truhán τις Pl.Euthphr.3c, c. giro prep. ὑπὸ πανουργίας Pl.Tht.176d.
3 subst. neutr. plu. τὰ δεινά maravillas πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει muchas son las maravillas y ninguna hay que supere al hombre S.Ant.333.
III adv. δεινῶς
1 mal, penosamente δ. φέρειν soportar mal Hdt.2.121γ, διατεθῆναι Lys.3.27, δ. ἔχειν encontrarse mal X.An.6.4.23, POxy.1161.11 (IV d.C.), δ. δὲ καὶ ἀπόρως ἔχει μοι estoy en una situación penosa y sin salida Antipho 1.1.
2 c. valor semejante al de un superlativo extraordinaria, excesivamente, muy μέλαινα δ. muy negra Hdt.2.76, ἄνυδρος Hdt.2.149, δ. ἦσαν ἐν φυλακῇσι Hdt.3.152, ἐς ἤβην καὶ κοιλίην ὅλην δ. ὁ πόνος καταιγίζων Hp.Epid.7.33, δ. πώς εἰμ' ἐπιπλήσμων Metag.2, θαμβούμενοι δ. terriblemente espantados LXX Sap.17.3, ἀνελεύθερος Plu.2.46d, ἀσθενεῖ δ. está muy enfermo, BGU 595.14 (I d.C.), SB 12606.6 (III d.C.), cf. Hsch.
•vigorosamente, vehementemente κἂν μὴ δ. λέγωσιν Demetr.Eloc.240
•en sup. de la manera más terrible τοὺς δ' ἅμα πάντας ἄγγελοι ... δεινοτάτως κολάσουσιν Orac.Sib.2.290.
3 hábilmente δ. καθαπτόμενον ἐν ἀπολογίας ἤθει Philostr.VS 503, δ. τῷ πλάσματι ... ἐφαρμόζοντες Iren.Lugd.Haer.1.3.6, cf. Epiph.Const.Haer.31.15.7, Eust.668.53, Sch.Min.Il.7.97.
• Etimología: De *δϝεινός, adj. verbal de la raíz que da lugar a δείδω q.u., e.e. *du̯eHi̯3- ‘dos’.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δεινός, -ή, -όν)
Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ' εἰς ὦπα ἰδέσθαι» — που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο)
2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός κολυμβητής, χορευτής, αντίπαλος κ.λπ.»)
3. σφοδρός (α. «δεινή μάχη, σύγκρουση, διαμάχη κ.λπ.» β. «δεινὸς ἵμερος» — σφοδρός πόθος)
4. αυτός που ξεπερνάει το σύνηθες μέτρο ή τα όρια τών δυνατοτήτων που τον αναγνωρίζουν οι άλλοι
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δεινά, τα
συμφορές
μσν.
σοβαρός, συγκρατημένος («καὶ μετὰ σχήματος δεινοῦ καὶ τάχα σεμνοτέρου»)
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί δέος ανάμικτο με σεβασμό («δεινῆτε καὶ αἰδοίη θεός»)
2. εκείνος που έχει ανώτερες ικανότητες σε σχέση με τον μέσο άνθρωπο («ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται...»)
3. πονηρός, δόλιος
4. (το ουδ. εν. ως ουσ. το δεινόν
κάτι φοβερό, συμφορά
5. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) φοβερά, με τρόπο που εμπνέει φόβο
6. φρ. α) «δεινόν ἐστι + απαρμφ.» — είναι φοβερό ή είναι επικίνδυνο να... β) «δεινὸν ποιοῦμαί τι» — θεωρώ τρομερό, απαράδεκτο
γ) «δεινὰ ποιῶ» — μεμψιμοιρώ, παραπονούμαι
δ) «δεινὸν ή δεινὰ πάσχω» — υφίσταμαι αδικίες
II. επίρρ. δεινά (AM δεινῶς)
1. με τρόπο φοβερό
2. πάρα πολύ, υπερβολικά
αρχ.
φρ.
1. «δεινῶς ἔχει μοι» ή «δεινῶς ἔχω» — υποφέρω πολύ, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση
2. «δεινῶς διατίθεμαι» — κυριεύομαι από κατάπληξη, θαυμασμό, φόβο κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δεινός (< δFει-νος) μπορεί να θεωρηθεί είτε απευθείας ρηματικό παράγωγο του δείδω (< ΙΕ ρίζα δFει- «φοβάμαι») είτε παράγωγο ενός ένσιγμου θέματος (σε es-) δFείος, το (> δέος): Ήτοι, δFειεσ-νος > δεινός (όπως και κλεFεσ-νός (κλέFoς, το) > κλεινός) με παλαιά συναίρεση. Η αρχική σημ. της λέξεως ήταν «αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός, επίφοβος», απ' όπου εξελίχθηκε στη σημ. «ισχυρός, δυνατός». Έπειτα η έννοια «της δυνάμεως» συνδέθηκε με την έννοια «της ικανότητας» και η λ. κατέληξε να δηλώνει «τον ικανό, τον επιδέξιο, τον έμπειρο σε κάτι» (πρβλ. φοβερός, τρομερός), ιδιαίτερα δε κατά την αρχαιότητα, στη ρητορική τέχνη. Βλ. και λ. δειλός.
ΠΑΡ. δεινότητα
αρχ.
δεινάζω, δεινώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δεινολογώ, δεινοπαθώ
αρχ.
δεινοβίης, δεινοεπής, δεινοκάθεκτος, δεινολεχής, δεινοπαθής, δεινοποιώ, δεινόπους, δεινοπροσωπώ, δεινωπός, δεινώψ
μσν.
δεινολόγος, δεινόμορφος, δεινοφόρος. (Β' συνθετικό) αρχ. πάνδεινος, περίδεινος, υπέρδεινος].
Greek Monotonic
δεινός: -ή, -όν (από το δέος, κυρίως δεεινός, πρβλ. ἐλεεινός, ἐλεινός, από το ἔλεος)·
I. τρομερός, φοβερός, φρικτός, σκληρός, άγριος, σε Όμηρ. κ.λπ.· δεινὸν ἀϋτεῖν, βροντᾶν, φωνάζω, αστράφτω με δύναμη, σε Ομήρ. Ιλ.· δεινὸν δέρκεσθαι, παπταίνειν, ἰδεῖν, κοιτάζω με φοβερό βλέμμα, σε Όμηρ.· αλλά δεινὸς ἰδέσθαι, φοβερός στην όψη, σε Ομήρ. Οδ.· δεινὸς μὲν ὁρᾶν, δεινὸς δὲ κλύειν, σε Σοφ.· τὸ δεινόν, κίνδυνος, δυστυχία, συμφορά, πάθημα, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, τὰ δεινά, σε Σοφ. κ.λπ.· οὐδὲν δεινοί, μὴ ἀποστέωσιν, κανένας φόβος αποστασίας τους, σε Ηρόδ.· δεινὸν ποιεῖσθαι, «παίρνω» κάτι βαριά, το φέρω βαρέως, αγανακτώ, θεωρώ κακό, παραπονιέμαι για ένα πράγμα, Λατ. aegre ferre, στον ίδ. κ.λπ.· δεινὰ παθεῖν, υπόκειμαι σε τρομερή, παράνομη, αυθαίρετη μεταχείριση, σε Αττ.· ομοίως στο επίρρ., δεινῶς φέρειν, σε Ηρόδ.· δ. ἔχειν, βρίσκομαι σε δυσκολίες, σε Ξεν.
II. 1. με την έννοια της ισχύος και της δύναμης, δυνατός, ικανός, ισχυρός· δεινὸν σάκος, μεγάλη και δυνατή ασπίδα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απλώς, θαυμάσιος, θαυμαστός, παράδοξος· τὸ συγγενές τοι δεινόν, η συγγένεια έχει παράξενη δύναμη, σε Αισχύλ.· δ. ἵμερος, ἔρως, δέος, σε Ηρόδ.· δεινὸν ἂν εἴη, εἰ..., θα ήταν παράδοξο να..., σε Ευρ.· επίρρ. -νῶς, θαυμάσια, υπερβολικά· δ. μέλας, ἄνυδρος, σε Ηρόδ.
III. η σημασία του δυνατός, θαυμάσιος, μετετράπη σε εκείνη του ικανός, έξυπνος, επιδέξιος, στον ίδ., σε Αττ.· ιδίως, λέγεται για την πρακτική επιδεξιότητα, αντίθ. προς το σοφός, σε Πλάτ.· με απαρ., δεινὸς εὑρεῖν, ευφυής, έξυπνος ως προς τις εφευρέσεις, επινοητικός, ευρηματικός, σε Αισχύλ.· δεινὸς λέγειν, σε Σοφ.· δεινὸς πράγμασι χρῆσθαι, σε Δημ.· επίσης με αιτ., δεινὸς τὴν τέχνην, σε Πλάτ.· δ. περί τι ή τινος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δεινός:
1) внушающий благоговейный трепет или священный ужас (θεός Hom.): Στυγὸς ὕδωρ ὅστε ὅρκος δεινότατος θεοῖσιν Hom. вода Стикса, клятва которой наиболее священна для богов;
2) страшный, ужасный, грозный (Χάρυβδις Σκύλλη τε, πέλωρα θεῶν Hom.; πόλεμος Pind., Plat.): δ. ἰδέσθαι Hom. или ὁρᾶν Soph. страшный на вид; δεινὸν или δεινὰ ποιεῖν или ποιεῖσθαι τι Her., Thuc., Luc. считать ужасным что-л., ужасаться чему-л.; тж. выражать отчаяние, возмущаться или негодовать по поводу чего-л. (ср. 4); τοῦτο δεινὸν γίνεται μὴ … Her. существует опасность, что …; οὐδὲν δεινὸν αὐτῷ μήποτε ἀδικηθῇ Plat. нечего опасаться, чтобы ему могла быть когда-либо нанесена обида; δεινὰ παθεῖν Her., Thuc., Plat., Arph. подвергнуться суровому наказанию, претерпеть, выстрадать;
3) перен. страшный, ужасный, в знач. необычайный, огромный (σάκος Hom.; ἵμερος Her.; ἐπιθυμίαι Plat.);
4) странный, неслыханный: δεινὸν φωνεῖς Soph. или δεινὸν πρᾶγμα λέγεις Plat. странную вещь ты говоришь; δεινὰ ποιεῖσθαι Xen. поражаться, изумляться (ср. 2);
5) важный, значительный, тж. великий, замечательный; превосходный (σοφιστής Eur., Plut.; ἀκοντιστής Plat.; ῥήτωρ Dem.; στρατηγός Arst.): δ. τι Arph., Xen., Plat., περί τι Plat., Arst., Plut., περί τινος Plat., εἴς τι Arph., τινι Soph. и ποιεῖν τι Soph., Arph., Arst., Plut. искусный в чем-л.; δεινὸν τὸ τίκτειν ἐστίν Soph., Eur. материнство - великое дело.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεινός -ή -όν [~ δείδω] angstaanjagend, vreselijk:; δεινή... θεός een angstaanjagende godin Il. 18.394; ἡγούμεθα δ’ ἡμεῖς δεινὰ μὲν εἶναι ἃ καὶ δέος παρέχει wij denken dat datgene vreselijk is wat inderdaad vrees opwekt Plat. Lach. 198b; met inf.:; δ. ἰδέσθαι vreselijk om te zien Od. 22.405; n. adv.:; δεινὸν δερκομένη met angstaanjagende blik Il. 11.37; subst.: τὸ δεινόν het vreeswekkende Aeschl. Eum. 517; ᾔκασεν δέ τις τὸ δεινὸν αὖ Λημνίοισι πήμασιν men vergeleek de verschrikking later met de gruwelen op Lemnos Aeschl. Ch. 634; τὸ δεινόν τὸ πείσομαι het gevaar dat ik zal lopen Hdt. 7.11.4; ὡς δεινὰ πάσχω wat een vreselijk lot onderga ik Eur. Andr. 395; δεινὸν ποιεύμενοι ὑπὸ Μήδων ἄρχεσθαι omdat ze het vreselijk vonden dat zij door de Meden overheerst werden Hdt. 1.127.1; δεινὰ ποιεῖν misbaar maken Hdt. 3.14.6; τὸν δὲ δεινόν τι ἔσχε ἀτιμάζεσθαι πρὸς Πεισιστράτου grote verontwaardiging greep hem aan dat hij van de kant van Peisistratus in zijn eer gekrenkt werd Hdt. 1.61.2. erg, gevaarlijk:; τὸ δ’ εἰδέναι τί δεινόν; wat voor ergs is kennis? Soph. Tr. 549; οὐ(δὲν) δεινὸν μή er is geen gevaar dat:; οὐ γὰρ ἦν δεινόν... μὴ ἁλῷ want er was geen gevaar dat hij gepakt zou worden Hdt. 1.84.2; ook in pers. constr. δεινός εἰμι met inf. of μή:; οὐδὲν δεινοί τοι ἔσονται μὴ ἀποστέωσι u hoeft niet te vrezen dat zij u in de steek zullen laten Hdt. 1.155.4; δεινόν ἐστι het is erg:. δεινόν γ’ ἂν εἴη, εἰ het zou erg zijn, als And. 1.30; ὃ δὲ παντῶν δεινότατον en wat het ergst van alles is Isocr. 4.128. indrukwekkend, ontzagwekkend, imponerend:; δεινὸν σάκος een ontzagwekkend schild Il. 7.245; geweldig, buitengewoon:. δεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμεν de gemeenschappelijke schoot waaruit wij voortkomen is ontzagwekkend Aeschl. Sept. 1031; κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει en niets is geweldiger dan de mens Soph. Ant. 333; δεινότατος ἑαυτοῦ ἦσθα jij stond op het toppunt van je kunnen Xen. Mem. 1.2.46. geducht, bedreven, handig, knap, van pers.:; γλώσσῃ δ. goed van de tongriem gesneden Soph. Ph. 440; met acc.:; δεινός ἐστι τὴν τέχνην hij is bedreven in zijn vak Aristoph. Eccl. 364; met inf.:; δ. εὑρεῖν goed in het vinden Aeschl. PV 59; λέγειν σὺ δεινός jij bent knap in het spreken Soph. OT 545; δεινότατος ὢν τῶν νῦν γράφειν de meest deskundige tekstschrijver van de huidige generatie Plat. Phaedr. 228a; met prep.:; περὶ Ὁμήρου δεινός deskundig inzake Homerus Plat. Ion 531a; δεινὸς εἰς τὰ πάντα deskundig op alle gebieden Aristoph. Ran. 968; overdr.: νόσος... δεινὴ φαγεῖν een vreetgrage ziekte Aristoph. Nub. 243. adv. δεινῶς vreselijk, buitengewoon, zeer:. δεινῶς ἔχει μοι ταῦτα τολμῆσαι het is vreselijk voor mij daartoe de moed te hebben Eur. IA 1257; δεινῶς φέρειν het zich vreselijk aantrekken Hdt. 2.121γ.2; ἄνυδρος δεινῶς vreselijk dor Hdt. 2.149.5.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: fearful, also`strong, extraordinary' (Il.; s. Schwyzer 38).
Compounds: πάν-, περί-, ὑπέρ-.
Derivatives: δεινότης (Att.), esp. as rhetorical terminus, s. L. Voit Δεινότης. Leipzig 1934. Denomin. δεινόω exagerate, magnify (Th.), with δείνωσις (Pl.) with δεινωτικός (Corn.) and δείνωμα (Phld.); δεινάζω in in fear (LXX). - PN ΔϜενίας (Cor.). Express. Δεινάκων (inscr.; Schwyzer 417 n. 1).
Origin: IE [Indo-European] [227] *duei-no- fearful
Etymology: From *δϜει-νός to δείδω (s. d.). The forms κλεινός (< *κλεϜεσ-νός): ἀ-κλε(Ϝ)ής makes also for δεινός beside *ἀ-δϜειής (> ἀ-δεής) a basis *δϜειεσ-νός with early contraction possible.
Middle Liddell
[from δέος, properly δεεινός, cf. ἐλεεινός, ἐλεινός, from ἔλεος
I. fearful, terrible, dread, dire, Hom., etc.; δεινὸν ἀϋτεῖν, βροντᾶν to shout, thunder terribly, Il.; δεινὸν δέρκεσθαι, παπταίνειν, ἰδεῖν to look terrible, Hom.; but, δεινὸς ἰδέσθαι fearful to behold, Od.; δεινὸς μὲν ὁρᾶν, δεινὸς δὲ κλύειν Soph.:— τὸ δεινόν danger, suffering, awe, terror, Hdt., Aesch., etc.; so, τὰ δεινά Soph., etc.:— οὐδὲν δεινοί, μὴ ἀποστέωσιν no fear of their revolting, Hdt.:— δεινὸν ποιεῖσθαι to take ill, complain of, be indignant at a thing, Lat. aegre ferre, Hdt., etc.; δεινὰ παθεῖν to suffer dreadful, illegal, arbitrary treatment, attic; so in adv., δεινῶς φέρειν Hdt.; δ. ἔχειν to be in straits, Xen.
II. with a notion of Force or Power, mighty, powerful, δεινὸν σάκος the mighty shield, Il.
2. simply, wondrous, marvellous, strange, τὸ συγγενές τοι δεινόν kin has a strange power, Aesch.; δ. ἵμερος, ἔρως, δέος Hdt.; δεινὸν ἂν εἴη, εἰ…, it were strange that…, Eur.:—adv. -νῶς, marvellously, exceedingly, δ. μέλας, ἄνυδρος Hdt.
III. the sense of powerful, wondrous passed into that of able, clever, skilful, Hdt., attic; especially of practical ability, opp. to σοφός, Plat.: c. inf., δεινὸς εὑρεῖν clever at inventing, Aesch.; δεινὸς λέγειν Soph.; δεινὸς πράγμασι χρῆσθαι Dem.: also c. acc., δεινὸς τὴν τέχνην Plat.; δ. περί τι or τινος Plat.
Frisk Etymology German
δεινός: {deinós}
Meaning: furchtbar, auch außerordentlich, tüchtig (seit Il.; vgl. zur Bedeutungsentwicklung Schwyzer 38).
Composita: Kompp. πάν-, περί-, ὑπέρ-.
Derivative: Davon δεινότης (att.), vorw. als rhetorischer Terminus, s. L. Voit Δεινότης. Ein antiker Stilbegriff. Leipzig 1934. Denominativa: δεινόω übertreiben, vergrößern (Th., Plu.), wovon δείνωσις (Pl. u. a.) mit δεινωτικός (Corn.) und δείνωμα (Phld.); δεινάζω in Bedrängnis sein (LXX). — EN Δϝε̄νίας (kor.). Expressive Erweiterung Δεινάκων (Inschr.; Schwyzer 417 A. 1).
Etymology: Aus *δϝεινός als Verbaladjektiv zu δείδω (s. d.). Wegen der bei den no-Adjektiven vorherrschenden Schwundstufe der Wurzel kommt auch Anknüpfung an δέος (aus *δϝεῖος) in Betracht; zu *δϝεῖος: *δϝεινός vgl. ἔρεβος: ἐρεμνός. Das Wortpaar κλεινός (aus *κλεϝεσνός): ἀκλε(ϝ)ής legt übrigens auch für δεινός neben *ἀδϝειής (> ἀδεής) eine Grundform *δϝειεσνός mit früh eingetretener Kontraktion nahe.
Page 1,357-358
English (Woodhouse)
alarming, astonishing, clever, cruel, cunning, dangerous, dreadful, extraordinary, fearful, fierce, great, hazardous, horrible, monstrous, outrageous, perilous, quick-witted, savage, serious, shrewd, skilful, strange, terrible, clever in, good at, inspiring fear