ἁρπάζω
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
fut. A -άξω Il.22.310, Babr.89.2, -άσω X.Eq.Mag.4.17, (ἀν-) E.Ion1303; in Att. more commonly ἁρπάσομαι Ar.Pax1118, Ec.866, Av.1460, X.Cyr.7.2.5, (ἀν-) Hdt.9.59; contr. ἁρπῶμαι, ἁρπᾷ LXX Le.19.13, al.: aor. ἥρπαξα Il.3.444, Pi.N.10.67, IG4.951.11 (Epid.); Trag. and Att. ἥρπασα E.Or.1634, Th.6.101 (also Il.13.528, 17.62, Hdt.2.156): pf. ἥρπακα Ar.Pl.372, Pl.Grg.481a:—Med., aor. ἡρπασάμην Luc.Tim.22, etc. ὑφ-αρπάσαιο Ar.Ec.921):—Pass., pf. ἥρπασμαι X.An.1.2.27, E.Ph.1079 (ἀν-): 3 plpf. ἥρπαστο Id.El.1041; later ἥρπαγμαι Paus.3.18.7, inf. -άχθαι Str.13.1.11: aor. 1 ἡρπάσθην Hdt.1.1 and 4, etc., -χθην Id.2.90 (v.l.), 8.115, D.S.17.74; later, aor. 2 ἡρπάγην [ᾰ] Lyc.505, etc.: fut. ἁρπᾰγήσομαι 1 Ep.Thess.4.17, J.BJ5.10.3; part. ἁρπάμενος (as if from ἅρπημι) AP11.59 (Maced.), Nonn.D.1.340, al., (ὑφ-) AP9.619 (Agath.):—snatch away, carry off, ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς ἔπλεον ἁρπάξας Il.3.444; ὡς δ' ὅτε τίς τε λέων . . ἀγέλης βοῦν ἁρπάσῃ ib.17.62; τοὺς δ' αἶψ' ἁρπάξασα φέρεν πόντονδε θύελλα Od.10.48, cf. 5.416; κλέψαι τε χἁρπάσαι βίᾳ S.Ph.644; ἁ. τοῦ βασιλέος τὴν θυγατέρα Hdt.1.2; ἁ. [χρυσὸν] ὑπὲκ τῶν γρυπῶν Id.3.116; ἁ. καὶ φέρειν Lys.20.17: abs., to be a robber, ὁτιὴ ’πιώρκεις ἡρπακώς Ar.Eq.428, cf. Pl.372; ἁρπάζειν βλέπει looks thievish, Men.Epit.181:—Pass. (or Med.), ἐκ χερῶν ἁρπάζομαι I have her torn from my arms, E.Andr.661. 2 seize hastily, snatch up, λᾶαν Il.12.445; δόρυ A.Th.624; τὰ ὅπλα X.An.6.1.8; ἁ. τινὰ μέσον seize him by the waist, Hdt.9.107; λίθος ἥτις τὸν σίδηρον ἁρπάζει, of the magnet, Hp.Steril.243: c. gen. of the part seized, ἁ. τινὰ τένοντος ποδός E.Cyc.400: c. gen. partit., ἁ. τούτων ἐνέτραγον Timocl.16.7: abs., ἀπογεύονται ἁρπάζοντες greedily, Pl.R.354b:—Med. in Luc. Sacr.3. 3 seize, overpower, overmaster, γλῶσσαν ἁ. φόβος A.Th. 259; seize, occupy a post, X.An.4.6.11; ἁρπάσαι πεῖραν seize an opportunity of attacking, S.Aj.2; ἁ. τὸν καιρόν Plu.Phil.15; snap up, ὥσπερ εὕρημα Herod.6.30. 4 seize, adopt a legend, of an author, Hdt.2.156. 5 grasp with the senses, ὀσμαὶ -όμεναι ταῖς ὀσφρήσεσιν Plu.2.647e. 6 captivate, ravish, LXXJu.16.9, Plu. Ant.28. 7 draw up by means of a vacuum, Simp. in Ph.647.28. II plunder, πόλεις, τὰ ἐκ τῶν οἰκιῶν, τὴν Ἑλλάδα, etc., Th.1.5, X.Cyr.7.2.5, D.8.55, etc.
German (Pape)
[Seite 358] hastig ergreifen, aufraffen, wegraffen, rauben; ἁρπάζοντε Iliad. 5, 556;ἁρπάξων 22, 310; ἥρπαξε Iliad. 12, 305 Od. 15, 174; ἁρπάξας Iliad. 3, 444. 12, 445. 16, 814; ἁρπάξασα Od. 10, 48; ἁρπάξαν Od. 5, 416; ἁρπάξαντε Iliad. 13, 199; ἥρπασεν Od. 15, 250; ἁρπάσῃ Iliad. 17, 62. Bei den Att. fut. meist ἁρπάσομαι, Ar. Eccl. 866 Xen. Cyr. 7, 2, 5 u. öfter, neben ἁρπάσω Mag. Equ. 4, 17; aor. Att. ἥρπασα u. so fort, ἥρπασμαι, erst Sp. wieder ἁρπάξω, ἡρπάγην, 2. Cor. 12, 2, u. ἁρπαγήσομαι, 1. Thess. 4, 12; vgl. Lob. zu Phryn. 241; κλέψαι καὶ ἁρπάσαι βίᾳ Soph. Phil. 640; vgl. Eur. Tr. 959; ἄξει οὐχ ἑκοῦσαν ἁρπάσας I. A. 1365; μέσον τινά, Einen in der Mitte fassen, Her. 9, 107; ἀπογεύονται ἁρπάζοντες Plat. Rep. I, 3540, d. i. raptim; πεῖράν τιν' ἐχθρῶν Soph. Ai. 2; μάχαιραν Xen. Cyr. 2, 3, 10; schnell ergreifen, τὰ ὅπλα An. 5, 9, 8, vgl. 6, 3, 18; χώραν, berauben, 1, 2, 27; ὄρος, schnell besetzen, 4, 6, 11; τὴν τῶν Ἑλλήνων εὐχέρειαν Pol. 32, 11, 4; τὸν καιρόν Plut. Dion. 26 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπάζω: μέλλ. ἁρπάξω Ἰλ. Χ. 310, Βαβρ. 89· Ἀττ. ἁρπάσω Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 17, ἀναρπάσεις Εὐρ. Ἴων 1303· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. συνηθέστερος εἶναι ὁ μέσος μέλλων ἁρπάσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1118, Ἐκκλ. 866, Ὄρν. 1460, Ξεν., κτλ., ὡς καὶ παρ’ Ἡροδ.· συνηρ. ἁρπῶμαι, ἁρπᾶ Ἑβδ. (Λευ. ιθ΄, 13): ― ἀόρ. ἥρπαξα Ὅμ., Πίνδ., Ἀττ. ἥρπασα Εὐρ. Ὀρ. 1634, Θουκ. (ὡσαύτως Ἰλ. Ν. 528, Ἡρόδ.): ― πρκμ. ἥρπακα Ἀριστοφ. Πλ. 372, Πλάτ.: ― Μέσ., ἀόρ, ἡρπασάμην Λουκ. Τίμ. 22, κτλ. (ὑφηρπάσατο Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 921)· ἐν Ἀνθ. Π. 11. 59, ἔχομεν ἁρπαμένης ἴχνια Περσεφόνης (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος ἅρπημι), πρβλ. 9. 619, καὶ συχν. παρὰ Νόννῳ: ― Παθ. πρκμ. ἥρπασμαι Ξεν. Ἀν. 1. 2. 27, ἀνήρπασται Εὐρ. Φοίν. 1079: γ΄ ἑν. ὑπερσ. ἥρπαστο ὁ αὐτ. Ἠλ. 1045· μεταγ. ἥρπαγμαι Παυσ. 3. 18, 7, ἀπαρ. -άχθαι Στράβ. 587· ― ἀόρ. α΄ ἡρπάσθην Ἡρόδ. 1. 1 καὶ 4, κτλ., Ἀττ., ἀλλ’ ὡσαύτως (οὐχὶ παρ’ Ἀττ.) -χθην Ἡρόδ. 2. 90., 8. 115· μεταγ. ἀόρ, β΄ ἡρπάγην [ᾰ] Λυκόφρ. 505, κτλ.· ― μέλλ. ἁρπᾰγήσομαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 10, 3. ― Πρβλ. ἀν-, δι-, ἐξ-, συν-, ὑφαρπάζω, καὶ ἴδε τὴν λέξιν ἅρπασμα. (Ἐκ √ΑΡΠ παράγονται ὡσαύτως τὰ ἅρπαξ, ἁρπαγή, ἅρπη, ἅρπυια, ἁρπαλέος· πρβλ. Λατ. rapio, rapax, rapidus, ὡσαύτως sarpio καὶ sarmentum· Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ. sarf, scarp (ἀγγλ. sharp, ὀξύς). Ἁρπάζω ὡς καὶ νῦν, ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς ἔπλεον ἁρπάξας Ἰλ. Γ. 444, κτλ.· ὡς δ’ ὅτε τίς τε λέων… ἀγέλης βοῦν ἁρπάσῃ Ἰλ. Ρ. 62· τοὺς δ’ αἶψ’ ἁρπάξασα φέρε πόντονδε θύελλα (ὅμοιον τῷ Λατ. raptim ferre), Ὀδ. Κ. 48, πρβλ. Ε. 416· ἁρπάσαι βίᾳ Σοφ. Φ. 644· ἁρπάσαι τοῦ βασιλέος τὴν θυγατέρα Ἡρόδ. 2· ἁρπ. χρυσὸν ὑπὲκ τῶν γρυπῶν ὁ αὐτ. 3. 116· ἁρπ. καὶ φέρειν Λυσ. 159. 28· ― ἀπολ., κλέπτω, λῃστεύω, ὁτιή ᾽πιώρκεις ἡρπακὼς Ἀριστοφ. Ἱππ. 428, πρβλ. Πλ. 372: ― Παθ. ἐκ χερῶν ἁρπάζομαι, μοῦ τὴν ἁρπάζουσιν ἐκ τῶν χειρῶν μου, Εὐρ. Ἀνδρ. 661 (ἄν καὶ τοῦτο δύναται νὰ εἶναι μέσ.). 2) ἁρπάζω τι ἐν σπουδῇ λᾶαν Ἰλ. Μ. 445· δόρυ Αἰσχύλ. Θήβ. 624· τὰ ὅπλα Ξεν. Ἀν. 5. 9, 8· ἁρπάζει μέσον καὶ ἐξαείρας παίει ἐς τὴν γῆν, ἁρπάζει αὐτὸν ἀπὸ τὴν μέσην καὶ σηκώσας τὸν τινάσσει εἰς τὴν γῆν, Ἡρόδ. 9. 107· μετὰ γεν. τοῦ μέρους δι’ οὗ ἁρπάζει τίς τινα, τὸν δ’ αὖ τένοντος ἁρπάσας ἄκρου ποδὸς Εὐρ. Κύκλ. 400· μετὰ γεν. μεριστ., ἁρπάσας τούτων ἐνέτραγον Τιμοκλῆς ἐν «Ἰκαρίοις σατύροις» 4. 7· ἀπολ. ἀπογεύονται ἁρπάζοντες Πλάτ. Πολ. 354Β: ― Μέσ. ἐν Λουκ. Θυσ. 3. 3) περιγίγνομαι, καταβάλλω, κατανικῶ, κυριεύω, ἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος Αἰσχύλ. Θήβ. 259· ὡσαύτως, καταλαμβάνω ἤ κυριεύω θέσιν τινά, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 11· ἐν Σοφ. Αἴ. 2, ἀεί μὲν, ὦ παῖ Λαρτίου, δέδορκά σε πεῖράν τιν’ ἐχθρῶν ἁρπάσαι θηρώμενον, σὲ ἔχω παρατηρήσῃ ὦ παῖ τοῦ Λαέρτου, ὅτι πάντοτε προσπαθεῖς νὰ εὕρῃς καιρὸν εὔθετον ὅπως ἐπιτεθῇς κατὰ τῶν ἐχθρῶν σου, Λοβ. ἐν τόπ. πρβλ. ἁρπ. τὸν καιρὸν Πλουτ. Φιλοπ. 15. 4) οἰκειοποιοῦμαι ἀφήγησίν τινος, ἐκ τούτου δὲ τοῦ λόγου… Αἰσχύλος… ἥρπασε τὸ ἐγὼ φράσω Ἡρόδ. 2. 156. 5) ἀντιλαμβάνομαι, ἁρπάζω διὰ τοῦ νοῦ, Πλούτ. 2. 647Ε. πρβλ. συναρπάζω 3. ΙΙ. λεηλατῶ, ἁρπάζω, πόλεις, τοὺς φίλους, τὴν Ἑλλάδα, κτλ., Θουκ. 1. 5, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5, Δημ. 103. 16.
French (Bailly abrégé)
impf. ἥρπαζον, f. ἁρπάσομαι, rar. ἁρπάσω, ao. ἥρπασα, pf. ἥρπακα;
Pass. f. ἁρπασθήσομαι, ao. ἡρπάσθην, pf. ἥρπασμαι, pqp. ἡρπάσμην;
1 enlever de force, ravir ; piller, acc.;
2 saisir à la hâte, s’emparer vivement de, acc. ; fig. saisir promptement, comprendre;
Moy. ἁρπάζομαι (f. ἁρπάσομαι, ao. ἡρπασάμην) s’emparer de, se saisir violemment de, acc..
Étymologie: ἅρπαξ.
English (Autenrieth)
fut. ἁρπάξω, aor. ἥρπαξα, ἥρπασα: seize, snatch; esp. of robbery, abduction, and attacks of wild animals, ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατείνης | ἔπλεον ἁρπάξᾶς, the ‘rape’ of Helen, Il. 3.444 ; ὡς ὅδε (αἰετός) χῆν' ἥρπαξε, Od. 15.174; κῦμα μέγ ἀρπάξαν, Od. 5.416.
English (Slater)
ἁρπάζω (aor. ἅρπᾰς(ε); ἁρπάξαισα, -αντες: pass. ἁρπαζομένων)
1 seize φθέγξομαι τότ' Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι sc. σε (O. 1.40) παῖδ' ἐκ νεκροῦ ἅρπασε (sc. Ἀπόλλων) (P. 3.44) Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων ποτὲ Λατοίδας ἅρπασ (Tricl: ἅρπασεν codd.) (P. 9.6) ἔνθεν ἁρπάξαντες ἄγαλμ' Ἀίδα (N. 10.67) Ἰ]νὼ δἐκ πυ[ρ ἁρπά]ξαισα[ (supp. Lobel: sc. Μελικέρταν) Θρ. . 3. γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμενβρεϝεμαξρμάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (χρη]μάτων e. g. supp. Lobel) fr. 169. 16. in tmesis, ἂν δ' εὐθὺς ἀρπάξαις v. ἀναρπάζω (P. 4.34)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [fut. -άξω Il.22.310, Babr.89.2, -άσω X.Eq.Mag.4.17, LXX Le.19.13, med. ἁρπάσομαι Ar.Pax 1118, Ec.866, Au.1460, X.Cyr.7.2.5, contr. ἁρπῶμαι LXX Os.5.14, pas. ἁρπαγήσομαι 1Ep.Thess.4.17, I.BI 5.434, ἁρπασθήσομαι Luc.D.Meretr.9.4; aor. ἥρπαξα Il.3.444, Pi.N.10.67, IG 42.121.111 (Epidauro IV a.C.), ἥρπασα Il.13.528, 17.62, Hdt.2.156, E.Or.1634, Th.6.101, med. ἡρπασάμην Luc.Tim.22, pas. ἡρπάσθην Hdt.1.1, 1.4, Pl.Phdr.229d, ἡρπάχθην Hdt.8.115 (v.l.), D.S.17.74, ἡρπάγην Lyc.505, Arr.Epict.3.22.36, part. ἁρπάμενος AP 11.59 (Maced.); perf. ind. ἥρπακα Ar.Pl.372, Pl.Grg.481a, pas. inf. ἡρπάχθαι Str.13.1.11, part. ἡρπασμένος PSarap.1.23 (II d.C.); pas. plusperf. 3a sg. ἥρπαστο E.El.1041; lat. part. pas. harpagātum Plaut.Aul.201]
I con connotaciones negativas, gener. c. suj. de pers.
1 robar, arrebatar c. suj. anim. y compl. de anim. y bienes ὡς δ' ὅτε τίς τε λέων ... ἀγέλης βοῦν ἁρπάσῃ Il.17.62, πολλὰ ἁρπάζων ἐφόρεις Hes.Op.38, τὰ ἐκ τῶν οἰκιῶν X.Cyr.7.2.5, cf. A.A.627, Ar.Au.1111, Pl.Ep.335b, D.47.56, Hierocl.Facet.259, D.P.Au.2.3
•abs. κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ de piratas, S.Ph.644, (χρυσὸν) ὑπὲκ τῶν γρυπῶν ἁρπάζειν Hdt.3.116, τὰ (πράγματα) τοῦ παιδὸς ... ἁρπάζειν Is.11.16, de acciones de guerra, X.An.4.6.11, de las aves de rapiña, Ael.NA 2.47
•arrebatar, quitar de la boca palabras Αἰσχύλος ... ἥρπασε τὸ ἐγὼ φράσω Hdt.2.156, ἥρπασ' ἃ σὲ λέγειν ... ἐχρῆν te arrebaté lo que debías decir E.HF 535
•tb. c. suj. de cosa τοὺς δ' αἶψ' ἁρπάξασα φέρεν πόντονδε θύελλα Od.10.48, μ' ... κῦμα μέγ' ἁρπάξαν Od.5.416
•perf. part. pas. subst. τὰ ἡρπασμένα las cosas robadas, PSarap.1.23 (II d.C.)
•perf. abs. ser un ladrón ὁτιὴ 'πιώρκεις ἡρπακώς Ar.Eq.428, μῶν οὐ κέκλοφας, ἀλλ' ἤρπακας Ar.Pl.372, cf. ἁρπάζειν βλέπει mira como un ladrón Men.Epit.398.
2 c. suj. de pers. y compl. del lugar, en cont. milit. saquear τὰς οἰκίας Isoc.15.124, τὴν ... Ἑλλάδα D.8.55
•abs., Th.1.5, Plb.16.24.5, Philostr.VS 500.
3 c. suj. de pers. y ac. de pers. raptar, secuestrar esp. de mujeres ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς ἔπλεον ἁρπάξας Il.3.444, ἀρπάσαι τοῦ βασιλέος τὴν θυγατέρα Hdt.1.2, Περσεφόνην ... ἣν Ἀιδωνεὺς ἥρπασεν Hes.Th.914, cf. Isoc.4.28, de Pélope, Pi.O.1.40, de Helena, Gorg.B 11.6, Colluth.378, cf. Arr.Epict.3.22.36, γνοὺς ὅτι μέλλουσιν ... ἁρπάζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν βασιλέα de Jesús Eu.Io.6.15
•en v. pas. y ac. de pers. ser robado τήνδ' ἐκ χερῶν ἁρπάζομαι me la roban de las manos E.Andr.661
•apresar ἐκέλευσεν τὸ στράτευμα ... ἁρπάσαι αὐτόν Act.Ap.23.10
•fig. arrebatar, seducir, cautivar τὸ σανδάλιον αὐτῆς ἥρπασεν ὀφθαλμὸν αὐτοῦ LXX Iu.16.9, cf. Plu.Ant.28.
II sin connotaciones negativas
1 c. suj. de cosa atraer del imán λίθος ἥτις τὸν σίδηρον ἁρπάζει Hp.Steril.243
•elevar de las clepsidras ἁρπάζουσι τὸ ὕδωρ por el vacío, Simp.in Ph.647.28.
2 c. suj. de pers. coger, apoderarse rápidamente de c. ac. de cosa λᾶαν Il.12.445, πήληκα Il.13.528, δόρυ A.Th.624, τὰ ὅπλα X.An.6.1.8, (βαυβῶνα) ὤ<σ>περ εὔρημ' ἀράσα<σα> Herod.6.30, en v. med. τὰ τόξα Luc.Sacr.3
•captar ἁρπάσας ... τὸ αἰνιχθέν captando la ilusión Plu.2.505d
•fig. asimilar ταχέως ... ἡρπακότες ... τὴν τῶν Ἑλλήνων ... εὐχέρειαν Plb.31.25.4
•tb. c. ac. de pers. μιν ... ἁρπάζει ... μέσον lo coge por la cintura Hdt.9.107, en v. pas. ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ 2Ep.Cor.12.2
•c. ac. de pers. y gen. de la parte cogida τὸν ... τένοντος ἁρπάσας E.Cyc.400
•c. gen. partit. ἁρπάσας τούτων ἐνέτραγον Timocl.18.7
•coger, captar en v. pas. αἱ ὀσμαὶ ... ἁρπαζόμεναι ταῖς ὀσφρήσεσιν Plu.2.647e
•abs. ἀπογεύονται ἁρπάζοντες comen con voracidad Pl.R.354b, cf. Philostr.VS 549
•tb. c. suj. de abstr. ocupar, apoderarse de γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος el miedo atenaza la lengua A.Th.259
•fig. aprovechar rápidamente πεῖράν τιν' ἐχθρῶν ἁρπάσαι S.Ai.2, τὸν καιρόν Plu.Phil.15.
• Etimología: Denom. de un tema en gutural ἁρπαγ- del que deriva tb. ἅρπαξ y rel. ἅρπη q.u. c. idea de ‘enganchar’. Tb. se postula un verbo en -άζω del radical *rep-, cf. lat. rāpio y hom. ἀνηρέψατο c. aspiración secundaria.
English (Strong)
from a derivative of αἱρέομαι; to seize (in various applications): catch (away, up), pluck, pull, take (by force).
English (Thayer)
future ἁρπάσω (Veitch, under the word; cf. Rutherford, New Phryn., p. 407); 1st aorist ἥρπασα; passive, 1st aorist ἡρπασθην; 2nd aorist ἡρπαγην (Winer s Grammar, 83 (80); (Buttmann, 54 (47); WH's Appendix, p. 170)); 2future ἁρπαγήσομαι; (Latin rapio; Curtius, § 331); from Homer down); to seize, carry off by force: τί (R G (see διαρπάζω)); to seize on, claim for oneself eagerly: τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, Xenophon, an. 6,5, 18, etc.); to snatch out or away: τί, τί ἐκ χειρός τίνος, τινα ἐκ πυρός, proverbial, to rescue from the danger of destruction, τινα, to seize and carry off speedily, to snatch or catch away: πρός τόν Θεόν, ἕως with the genitive of place, εἰς τόν παράδεισον, εἰς ἀέρα, διαρπάζω, συναρπάζω.)
Greek Monolingual
και αρπάχνω (AM ἁρπάζω)
1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» — πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν.
«άρπαξε ο λύκος το πρόβατο»)
2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» — πρβλ. «ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς ἒπλεον ἁρπάσας» — όταν σε άρπαξα απ' την όμορφη Λακεδαίμονα, Όμ.)
3. (για άνεμο) αναρπάζω, παρασύρω («μου άρπαξ' ο αέρας το καπέλο» — πρβλ. «ἁρπασθεὶς ὑπὸ τοῡ ἀνέμου», Θουκ.)
4. παίρνω κάποιον λόγο ή κάποια σκέψη, προλαβαίνω και λέω κάτι πρώτος («τ' άρπαξες απ' το στόμα μου» — πρβλ. «Αἰσχύλος ἥρπασε τὸ ἐγὼ φράσω» — ο Αισχύλος άρπαξε, πρόλαβε και έγραψε αυτό που θα διηγηθώ, Ηρόδ.)
5. αντιλαμβάνομαι, κατανοώ γρήγορα, έχω ταχεία αντίληψη («ό,τι ακούσει το αρπάζει αμέσως»
«ό,τι αρπάξει το μάτι της το φτιάχνει το χέρι της» — πρβλ. «ἁρπάσας οὖν τὸ αἰνιχθὲν ἐκεῑνος» — αφού κατάλαβε αμέσως εκείνος τον υπαινιγμό, Πλούτ.)
6. παίρνω με τη βία, κλέβω ή λεηλατώ («άρπαξε να φας και κλέψε να 'χεις» — πρβλ. «ὁκὴ 'πιώρκεις ἡρπακὼς», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. προσβάλλομαι από αρρώστια («την άρπαξα τη γρίπη»)
2. πιάνω γρήγορα ή ξαφνικά
3. φρ. α) «άρπα τον ένα και χτύπα τον άλλο» — ο ένας είναι χειρότερος απ' τον άλλο, είναι εξίσου κακοί και οι δύο
β) «άρπαξε φωτιά το σπίτι, το μπαρούτι, το φουστάνι κ.λπ.» (για ξαφνική ανάφλεξη)
γ) «της άρπαξε ένα φιλί» — τη φίλησε ξαφνικά
4. (με άσεμνη σημασία) «τον αρπάζει» ή «τον άρπαξε» (για σαρκική σχέση)
5. καίω εξωτερικά, καψαλίζω
α) (μτβ.) «τ' άρπαξε ο φούρνος τα ψωμιά»
β) (αμτβ.) «άρπαξε το βραστό» — τσίκνισε
6. (-ομαι) α) οργίζομαι, με πιάνει ξαφνική οργή («μην αρπάζεσαι τόσο εύκολα»)
6) συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια («αρπάχτήκανε πάλι» — δέρνονται, μαλώνουν)
αρχ.
καταβάλλω, κυριεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. αρπάζω πιθ. < ρίζα άρπ- (πρβλ. άρπη) παρεκτεταμένη σε -άζω, ενώ η υπόθεση κατά την οποία το ρ. αρπάζω αποτελεί παράγωγο ονόματος με λαρυγγικό θ. αρπαγ-δεν είναι ικανοποιητική. Κατ' άλλη άποψη, από αρχική ρίζα rep- (πρβλ. ερέπτομαι, λατ. rapio «αρπάζω») > αρέπ- > ρ. αρέπω > αρεπάζω (πρβλ. αλύσκω -αλυσκάζω) > αρπάζω (με συγκοπή) > αρπάζω (με δασύτητα κατά τα αιρέω, είλον κ.λπ.), ενώ άλλοι ανάγουν τον τ. σε ρίζα serp- < ρίζα ser-, με παρέκταση (πρβλ. λατ. sarpiō και sarpō «κλαδεύω, αρπάζω»). Ο νεοελλ. τ. αρπάχνω < (αρχ. αόρ.) ηρπάχθην αντί ηρπάσθην κατά τα ρ. σε -νω, ο δε τ. αρπώ < (αόρ.) ήρπασα του αρπάζω κατά το σχήμα: έσπασα-σπω, γέλασα-γελώ κ.ά. Το ρ. αρπάζω απαντά ευρύτατα σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής γραμματείας, με βασικές σημασίες «αφαιρώ, απάγω» (γυναίκα, λεία), «κατάσχω» (όπλο), «λεηλατώ» (πόλη).
ΠΑΡ. άρπαγας (-αξ), αρπάγη, αρπαγή, άρπαγμα, αρπακτός (-χτός)
αρχ.
αρπάγδην, αρπακτήρ, αρπακτήριος αρπακτής
αρχ.-μσν.
αρπαγμός
νεοελλ.
αρπαξιά, αρπάχτης.
ΣΥΝΘ. αναρπάζω, αφαρπάζω, διαρπάζω, εξαρπάζω, συναρπάζω, υφαρπάζω
αρχ.
εισαρπάζω, καθαρπάζω, παραρπάζω, προαρπάζω
μσν.
ανθαρπάζω, εφαρπάζω
νεοελλ.
περιαρπάζω].
Greek Monotonic
ἁρπάζω: μέλ. -ξω, Αττ. -σω και (σε Μέσ. τύπο) ἁρπάσομαι· αόρ. αʹ ἥρπαξα, Αττ. ἥρπασα· παρακ. ἥρπακα — Παθ. παρακ. ἥρπασμαι, μεταγεν. ἥρπαγμαι, αόρ. αʹ ἡρπάσθην και -χθην·
I. 1. αρπάζω μακριά, μεταφέρω, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., κλέβω, ληστεύω, σε Αριστοφ.
2. αρπάζω κάτι βιαστικά, αποσπώ, λᾶαν, σε Ομήρ. Ιλ.· δόρυ, σε Αισχύλ.· ἁρπάζω τινὰ μέσον, αρπάζω κάποιον από τη μέση, σε Ηρόδ.· με γεν. του μέρους από το οποίο αρπάζει κάποιος κάποιον, ἁρπάζω τινὰ ποδός, από το πόδι, σε Ευρ.
3. καταβάλλω, κατανικώ, σε Αισχύλ.· επίσης, κυριεύω, καταλαμβάνω μια θέση, σε Ξεν.
II. λεηλατώ, πόλεις, σε Θουκ. κ.λπ. (από √ΑΡΠ προέρχονταν επίσης τα ἅρπη, Ἅρπυιαι, πρβλ. Λατ. rap-io).
Russian (Dvoretsky)
ἁρπάζω:
1) хватать (λᾶαν Hom.; δόρυ Aesch.; μάχαιραν Xen.): ἁρπάσαι τινὰ μέσον Her. схватить кого-л. поперек тела; ἁ. τινὰ τένοντος ποδός Eur. схватить кого-л. за пятку; ἁρπάσασθαί τινα Luc. обхватить кого-л.; ἁ. πεῖραν Soph. или καιρόν Plut. пользоваться случаем, ловить момент;
2) похищать (κλέψαι καὶ ἁρπάσαι βίᾳ Soph.; τὴν θυγατέρα τινός Her.; κόρην Plut.); уносить (πόντονδέ τινα Hom.);
3) захватывать (χώραν Xen.; πλεονεξίαν Plut.);
4) присваивать (τὴν τοῦ φιλοσοφεῖν δόξαν αὑτῷ Plut.);
5) грабить (πόλεις Thuc.; τινά Xen.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: snatch away (Il.).
Other forms: aor. ἁρπάξαι (Il.), ἁρπάσαι (Hom.)
Derivatives: ἅρπαξ f. plunder (Hes.), m. robber (Ar.); ἁρπαγή robbery (Sol.), ἁρπάγη hook, rake (E.); ἅρπαγος m. hook (A.); from here Lat. LW [loanword] harpagō hook (Plaut.), harpaga, harpax rapacious. - ἁρπακτήρ m. robber (Il.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: ἁρπάζω seems a denominative to a stem ἁρπαγ-. This may be based on ἅρπ- (from which ἁρπάζω can have been derived directly, s. Schwyzer 734); this is perhaps found in ἅρπη sickle, and a bird of prey. - Cf. ἅρπυς, ἅρπυια, ἁρπαλέος. (Connection with ἐρέπτομαι, Szemerényi Syncope 210ff., is impossible because of the ἐ-.) No cognates. The suffix -αγ- cannot be explained from PIE; forms with it seem substr. words (Chantr. Form. 397). ἁρπ- too can hardly be explained from an IE form; *sr̥p- would have given ῥαπ-.
Middle Liddell
I. to snatch away, carry off, Hom., Hdt., etc.:—absol. to steal, be a thief, Ar.
2. to seize hastily, snatch up, λᾶαν Il.; δόρυ Aesch.; ἁρπ. τινὰ μέσον to seize him by the waist, Hdt.; c. gen. part., ἁρπ. τινὰ ποδός by the foot, Eur.
3. to seize, overpower, Aesch.: also to seize a post, Xen.
II. to plunder, πόλεις Thuc., etc. [From Root αρπ, come also ἅρπη, Ἅρπυιαι, cf. Lat. rapio.]
Frisk Etymology German
ἁρπάζω: {harpázō}
Forms: Aor. ἁρπάξαι (Hom., Pi. usw.), ἁρπάσαι (ep. ion., att.)
Grammar: v.
Meaning: raffen, rauben (seit Il.).
Derivative: Neben ἁρπάζω steht in einigen Nomina ein Gutturalstamm, der dem Verb zugrunde liegen kann: ἅρπαξ f. Raub (Hes. Op. 356), m. Räuber (Ar., Myrtil. usw.), auch attributivisch (adjektivisch) gebraucht mit dem Superlativ ἁρπαγίστατος (Leumann Mus. Helv. 2, 11); ἁρπαγή Raub, Beute (seit Sol.), ἁρπάγη Harke, Rechen (E., Men. usw.); ἅρπαγος m. Haken (A., S.), auch EN. — Von ἅρπαξ bzw. ἁρπαγή wahrscheinlich ἁρπαγεύς Räuber (Them.; vgl. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 73), wohl auch *ἁρπαγών im lat. LW harpagō Enterhaken (seit Plaut.; Leumann Sprache 1, 210f.; vgl. harpaga, harpax). — Von ἁρπάζω dagegen ἁρπακτήρ m. Räuber (ep. seit Il.) mit der seltenen Ersatzform ἁρπακτής (Kall.); ferner die Nomina actionis ἁρπαγμός ‘Raub, (unerweiterte) Beute’ (Plu., Vett. Val.; Ep. Phil. 2, 6, wozu Jaeger Hermes 50, 587ff.), ἅρπαγμα ib. (Lyk., LXX), ἁρπακτύς f. Raub (Kall.; vgl. Benveniste Noms d’agent 72). — ἁρπάγιον Art Gefäß, [[an die κλεψύδρα erinnernd]] (Alex. Aphr.). — Diesen Nomina schließen sich einige Adjektiva an: ἁρπάγιμος geraubt, gestohlen (Kall., AP u. a.; vgl. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 100), erweiterte Form ἁρπαγιμαῖος ib. (Orph. u. a.; vgl. Chantraine Mélanges Maspero 2, 219ff.); ἁρπακτικός räuberisch (Luk. usw.), ἁρπακτήριος ib. (Lyk.). Außerdem das Adverb ἁρπάγδην hinraffend, gierig (A. R., Opp., Aret.). Im Vergleich zu den Gutturalbildungen sind die an den Aorist ἁρπάσαι anzuknüpfenden Formen weniger stark belegt : ἅρπασμα (Pl., Men. usw.), ἁρπασμός (Plu.), ἅρπασις (Phryn.), ἁρπαστικός (Arist., Phld.), ἅρπασος N. eines Raubvogels (Ant. Lib.).
Etymology : Wie erwähnt, läßt sich ἁρπάζω unschwer als ein Denominativum zu einem Gutturalstamm ἁρπαγ- erklären. Hinter diesem nominalen Gutturalstamm liegt wahrscheinlich ein einsilbiges Element ἅρπ- (wovon ἁρπάζω an und für sich eine formelle Erweiterung auf -άζω sein könnte, s. Schwyzer 734). Dies kann in ἅρπη Sichel, auch N. eines Raubvogels, vermutet werden, s. d. Dagegen ist das poetische und späte Ptz. ἁρπάμενος (AP, Nonn.) eine sekundäre Bildung nach den Aoristptz. auf -άμενος. — Vgl. noch ἅρπυς, ἅρπυια, ἁρπαλέος.
Page 1,148-149
Chinese
原文音譯:¡rp£zw 哈而爬索
詞類次數:動詞(13)
原文字根:奪取 相當於: (גָּזַל) (גָּזֵל) (טָרַף)
字義溯源:捉,提,強行帶走,強逼,提去,被提,被帶,抓住,殘暴,搶出來,奪去,握取;源自(αἱρέομαι)*=取為己有)。這字的好些譯詞,如:被提,奪去,搶出來,強逼,抓住,⋯;都有‘強行帶走’的含意。參讀 (ἀγρεύω) (ἀπαίρω)同義字
出現次數:總共(13);太(2);約(4);徒(2);林後(2);帖前(1);猶(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 奪去(3) 太13:19; 約10:28; 約10:29;
2) 被提(2) 林後12:2; 啓12:5;
3) 曾被提(1) 林後12:4;
4) 必⋯被提(1) 帖前4:17;
5) 搶(1) 猶1:23;
6) 提去(1) 徒8:39;
7) 強逼(1) 約6:15;
8) 抓住(1) 約10:12;
9) 就得著(1) 太11:12;
10) 搶出來(1) 徒23:10