μακρός
English (LSJ)
μακρά, μακρόν [ᾰ by nature],
A long, whether of Space or Time,
I of Space,
1 in length, long, δόρυ Il.7.140; νέες, νῆες μ. ships of war, Hdt.7.21, Th.1.41, etc. (collect. in sg., A.Pers.380); πλοῖα μ. Hdt. 5.30, Th.1.14; ἐπὶ τὰ μακρότερα measured by the longer sides, i.e. length-wise, Hdt.1.50; τὰ μ. τείχη the long walls of Athens, Th.8.71, etc.; ἐν τῷ μακρῷ σκέλει τῷ πὸτ τῷ Ποτειδανίῳ SIG247 iii 11 (Delph., iv B. C.); ἡ μακρά (sc. γραμμή), line traced by δικασταί to indicate the heavier penalty, Ar.V.106; ὁ μ. δρόμος the long-distance torch-race, SIG 1068.9 (Patmos, iii/ii B. C.), al., OGI339.83 (Sestos, ii B. C.).
2 in height, tall, high, μ. Ὄλυμπος, οὔρεα, δένδρεα, κίων, Il.15.193, 13.18,9.541, Od.1.127, etc.; of a man, μακρότερον καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι 8.20, cf. 18.195; μ. πύκτης PLond.3.1158.6 (iii A. D.).
b reversely, deep, φρείατα Il.21.197; φάραγξ Herod.8.17.
3 in distance, long, far, remote, κέλευθος Il.15.358; οἶμος Hes.Op.290; ναυτιλίαι Hdt.1.1; στόλος S.Ph.490; μ. ἐπιβοήθειαι long marches to aid, X.Cyr.5.4.47; remote, ἀποικία A.Pr.814; τὰ μακρότατα the remotest parts, Hdt.2.32: freq. in neut. sg. and pl. as adverb, μακρὰ βιβάς, βιβάσθων, with long strides, Il.7.213, 13.809; μακρὰ ῥίψαις, δισκήσαις, Pi.P.1.45, I.2.35; μακρότερον σφενδονᾶν X.An.3.4.16; μακρὸν ἀῧσαι, βοᾶν, to shout so as to be heard afar, i.e. loudly, Il.3.81, 2.224; μακρὰ μεμυκώς 18.580; μακρὸν ἠχεῖν Pl.Prt. 329a; κλάειν σε μακρὰ κελεύσας Ar.Eq.433 (v. κλαίω and infr. v); later by analogy, μακρὰ χαίρειν φράσας τῷ ναυπηγῷ Luc.Nav.2, cf. Apol.3, al., D.C.46.3; cf. μακράν.
4 generally, large in size or degree, great, ἤπειρος A.Eu.75; ὄλβος Pi.P.2.26; πλοῦτος S.Aj.130; τιμήματα Arist.Pol. 1278a23, cf. 1297b4 (Sup.); οὐσία ib.1290b16, 1321a11; μακροτέρα ἀρετά Pi.I.4(3).13; ἐλπίσαντες μακρότερα μὲν τῆς δυνάμεως, ἐλάσσω δὲ τῆς βουλήσεως Th.3.39; μ. τραπεζῖται, perhaps big bankers, Cat.Cod. Astr.7.222.
5 dat. μακρῷ, to strengthen Comp. and Sup., by far, μ. πρῶτος Hdt.1.34; ἄριστος μ. Id.9.71; ἀσθενεστέρα μ. A.Pr.514, cf. Pl.Phlb. 66e; μ. μάλιστα Hdt.1.171, cf. A.Eu.30, etc.; κάκιστα δὴ μ. S.Ant.895: also with Verbs implying comparison, ἀριστεύει μ. A.Pr.890 (lyr.), cf. D.H.1.2.
II of time, long (Hom. only in Od.), ἤματα, νύξ, 10.470, 11.373; αἰών v.l. in Pi.N.3.75; μ. χρόνος Hdt.1.32, etc.; οὐ μ. χρόνου for no long time, S.Ant.1078, etc.; διὰ μ. χρόνου A.Pers.741 (troch.); ἐν χρόνῳ μ. S.OC88, etc.; δι' αἰῶνος μ. A.Supp.582 (lyr.); τὸν μ. βίον Id.Pr.449; τοῦ μ. βίου S.Aj.473; μηνὶ -ότερος by a month, Hdt.1.32; μακρῷ (cf. 1.5) πρότερον Gal.8.958; μ. ἐέλδωρ a long-cherished wish, Od.23.54; μ. γόοι, ὀδύρματα, S.El.375, E.Hec.297.
2 long, tedious, Pi.N.4.33, etc.; λόγοι S.El.1335, Th. 3.60, etc.; μακρὰν ἔοικε λέξειν (sc. ῥῆσιν) Ar.Th.382; οὐδὲ εἷς Ὅμηρον εἴρηκεν μακρόν Philem.97.7; μακρόν [ἐστι] c. inf., Lat. longum est, Pi.I.6(5).56; μ. ἂν εἴη γράφειν X.Ages.7.1. Adv. μακρῶς, λέγεσθαι Antiph. 268: Comp. μακρότερον, ποιεῖς you are taking too long, PCair.Zen. 48.4 (iii B. C.), cf. Philippid.21.
3 Gramm., long in quantity, φωνήεντα Arist.Po.1458a11, D.H.Comp.15; μακρά (sc. συλλαβή), ἡ, A.D.Pron.92.12; ἡ φύσει μ. Id.Adv.179.16: Comp., φωνήεντι μακροτέρῳ Arist.Po.1458a1; also μακρά (sc. προσῳδία), ἡ, mark of long quantity, S.E.M.1.113, D.T.Supp.674.7; ᾱ μακρόν A.D.Pron.112. 6.
III neut. with Preps. in adverb. sense, διὰ μακροῦ (sc. χρόνου) after a long time, long delayed, E.Hec.320, Ph.1069; οὐ διὰ μακροῦ = not long after, Th.6.15,91, Pl.Alc.2.151b (also of place, οὐ διὰ μ. τῆς Ῥώμης D.H.9.56); διὰ μακρῶν E.Fr.420.1; διὰ μακρᾶς Phalar.Ep. 69.1; but διὰ μακρῶν = at great length, Pl.Grg. 449b, etc.; διὰ μακροτέρων Isoc.4.106; μικρῷ διὰ μ. at somewhat greater length, Arist. Pol.1279b11.
2 ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται for no long time, Pi. P.3.105; ἐς τὰ μακρότατα to the utmost, Th.6.31; v. μακράν ΙΙ.
3 ἐπὶ μακρόν = far, a long way, πορεύεσθαι X.Cyr.5.4.47; of time, Call. Del.255; ὅσον ἐπὶ μακρότατον οἷοί τε ἐγενόμεθα ἐξικέσθαι ἀκοῇ Hdt. 4.16, cf. 2.34 (ἐπὶ omitted 1.171 codd.); τοσόνδε ἐπὶ μ. ἐπυθόμην Id.2.29; ἐπὶ μακρότερον yet more, Th.4.41.
IV regul. Comp. and Sup., v. supr.: irreg. Comp. μάσσων, Sup. μήκιστος, v. sub vocc.
V Adv. μακρῶς = at great length, opp. συντόμως, Arist.Rh. 1416b4; slowly, Plb.3.51.2; μ. ἔχειν τοῖν σκέλοιν have long legs, Philostr.Gym.31; of pronunciation, D.H.Comp.15; μ. ἐκφέρειν συλλαβήν Str.13.1.68: but the Adv. is usually expressed by neut. μακρόν or μακρά, cf. supr. 1.3; μακρὰ κλάειν to howl loudly, Ar.Th.211; οἰμώξει μ. Id.Av.1207, Pl.111; ὀτοτύζεσθαι μ. Id.Lys.520; τί μακρὰ δεῖ λέγειν; Antiph.33.5; also by μακράν (v. sub voc.); or by neut. with a Prep., v. supr. III: for Comp. and Sup. of the Adv., v. μακροτέρως, μακροτάτω: neut. pl. μακρότερα as adverb, Pl.Phdr.250c, al.—Fem. μακρά not to be confused with μάκρα (q.v.). (Cf. Avest. mas-'long', Lat. macer.)
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
A. I. propr. long;
1 en parl. de choses μακρὸν δόρυ IL, μακρὸν ἔγχος IL longue lance, longue javeline ; μακρὰ ναῦς THC navire long, càd navire de guerre;
2 en parl. d'espace μακρὰ κέλευθος IL long passage ; μακρὰ ἤπειρος ESCHL continent qui se prolonge au loin, vaste continent ; adv. • μακρὰ βίβας IL s'étant avancé au loin ; adv. • μακρὸν ἀϋτεῖν IL ou μακρὰ βοᾶν IL pousser un cri qui porte loin, càd un cri fort ; • ἐπὶ μακρόν XÉN à une longue distance ; ὅσον ἐπὶ μακρότατον HDT le plus loin possible;
3 avec idée d'éloignement ακρὰ ἀποικία ESCHL colonie éloignée ; μακρὸς στόλος SOPH longue navigation (pour gagner un lieu) ; μακραὶ ἐπιβοήθειαι XÉN secours qu'on apporte d'une longue distance;
II. long en hauteur, haut, élevé;
III. long en profondeur, profond;
B. avec idée de durée;
1 long, qui dure longtemps : διὰ μακροῦ (s.e. χρόνου) après un long temps ; οὐ διὰ μακροῦ THC peu après ; μακράν, longuement;
2 long, prolixe;
3 long, qui retarde : μακρὸν ou μακρὰ ἂν εἴη XÉN il serait trop long de ; διὰ μακροτέρων ISOCR trop longuement;
C. avec idée de quantité ou d'abondance grand, fort : μακρὸς πλοῦτος SOPH richesses abondantes ; ἐλπίσαντες μακρότερα μὲν τῆς δυνάμεως, ἐλάσσω δὲ τῆς βουλήσεως THC ayant espéré plus que ne permettait leur puissance, mais moins que ce qu'ils désiraient ; ἐπὶ μακρότερον THC encore plus ; avec une idée de Sp. devant un Cp. ou un Sp. (cf. lat. longe) de beaucoup : μακρῷ μᾶλλον PLUT beaucoup plus ; ἄριστος μακρῷ HDT de beaucoup le meilleur ; μακρῷ πρῶτος HDT de beaucoup le premier ; μακρῷ μάλιστα HDT tout à fait ; κάκιστα δὴ μακρῷ SOPH de beaucoup le plus misérablement;
Cp. μακρότερος, Sp. μακρότατος ; Cp. et Sp. irrég. μάσσων, μήκιστος.
Étymologie: R. Μακ, être long ; cf. μῆκος, μακεδνός.
German (Pape)
lang:
1 vom Raume, langgestreckt; δόρυ, ἔγχος, Hom. oft; ὀχεύς, Il. 12.121; ἠϊόνος στόμα μακρόν, 14.36; κέλευθον μακρὴν ἠδ' εὐρεῖαν, 15.358; ὄζοι μακροί τε μεγάλοι τε, Od. 12.436; μακρὰ ἅλματα, weite Sprünge, Pind. N. 5.19. – Auch von der Länge nach oben und unten, hoch und tief, Ὄλυμπος, Hom. oft, οὔρεα μακρά, hohe Berge, Il. 13.18, κίονα μακρήν Od. 1.127, öfter, κύματα, Il. 2.144, δένδρεα und τείχεα, oft; ἐρινεός, Od. 12.432; κλῖμαξ, 10.558 (s. auch unter dem superl.), wie auch aus Soph. frg. 24 αἰγείρου μακρᾶς zitiert wird; – φρείατα, tiefe Brunnen, Il. 21.197. – μακρὰ βιβάς, βιβῶν, βιβάσθων, weit ausschreitend, Il. 7.213, Od. 9.450 und sonst, μακρὸν ἀϋτεῖν, μακρὰ βοᾶν, weithin schreien, so daß man es weit hört, also laut schreien, Hom., auch μακρὰ μεμυκώς, Il. 18.580, wie μακρὰ οἰμώζειν, heftig, Ar. Av. 1205; οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται, Pind. 3.105; μακρὰ ῥίψαις, weit, 1.45, wie δισκήσαις, I. 2.35; einzeln bei Tragg., δι' ἠπείρου μακρᾶς, Aesch. Eum. 75, τὴν μακρὰν ἀποικίαν, fern gelegen, Prom. 816, wie πόλις, Spt. 595, οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην στόλος, Soph. Phil. 488, μακρὰ κέλευθος, O.C. 304; μακρὰ ναῦς, Her. 1.2 und öfter, Kriegsschiff, wie μακρὰ πλοῖα, Plat. Polit. 298b und A.; ὁδός, Plat. Rep. II.364d und sonst in Prosa, – μακρὸν ἦν, es war weit, Xen. An. 3.4.42.
2 von der Zeit, lange, lange dauernd; ἤματα μακρά, Od. 10.470, 18.367, 22.301, νὺξ μακρή, 11.373, μακρὸν ἐέλδωρ, ein langgehegter Wunsch, 23.54; αἰών, Pind. N. 3.72, μόχθος, I. 4.63, μακρῷ χρόνῳ, P. 8.76, wie Aesch. Prom. 447; μακρὸν δὲ μῆκος ἐκτελευτήσας χρόνου, 1022; μακρὸν δὲ πῆμα ξυντόμως ἐφημίσω, Ag. 615, und öfter λόγος, ῥῆσις und ä.; so auch Soph. oft mit χρόνος vrbdn, wie Eur., und so auch in Prosa, obwohl nicht so häufig, ἐν τῷ μακρῷ χρόνῳ πολλά ἐστι ἰδεῖν, Her. 1.32; ἃ μακρὸς ἂν χρόνος εἴη λέγειν, Plat. Critia. 119b (vgl. πολύς); bes. von einer langen, weitläufigen Rede, μακρὸς ὁ λόγος, Soph. 263a und öfter (Gegensatz βραχύς, Phaedr. 267b), τί δεῖ μακροῦ λόγου, und, so μακρὸν ἂν εἴη αὐτὸ οὕτω διελθεῖν, es möchte zu lang sein, Prot. 344b; μακρότερον λέγειν, Isocr. 4.73. – Übh. groß, ὄλβος, Pind. P. 2.26, πλοῦτος, Soph. Aj. 130, οὐσία, Arist. pol. 4.4.
Adverbialisch gebraucht μακράν, s. oben besonders; – διὰ μακροῦ, von weitem, Plat. Theaet. 193c; auch von der Zeit, ἥξει δ' οὐ διὰ μακροῦ, Alc. II, 151b; Eur. Phoen. 1076, Sp., wie Luc.; – διὰ μακρῶν, ausführlich, weitläufig, Plat. Gorg. 449c; διὰ μακροτέρων ἐπαινεῖν, Isocr. 4.106; – μακρῷ, bes. beim Kompar. und superl., bei weitem, weit, longe, μακρῷ πρῶτος, ἄριστος, Her. 1.34, 9.71 und öfter; μακρῷ μάλιστα, 1.171, μακρῷ ἀληθεστάτην γνώμην, Plat. Phil. 58a; μακρῷ βέλτιον, 66e.
Regelmäßiger Kompar. und superl. μακρότερος, μακρότατος, ἔγχεα, Il. 14.373, ἐλάτη, 14.288, μακρότερον καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι, Od. 8.20, μακροτέραν ἀρετάν, größere Tugend, Pind. I. 3.31, auch μακρότερος ὄλβης, N. 11.52, öfter, wie Folgde; τῶν τὰ μακρότατα ἰδόντων, die am weitesten sehen, Her. 2.32, und ähnl. ὅσον μακρότατον ἐξικέσθαι ἀκοῇ, 1.171; μακροτέραν ἀποσκίδνασθαι, sich weiter zerstreuen, Duno. 6.98; τοσοῦτον τὸ μακρότερον τῆς ἀποκρίσεώς ἐστίν μοι, Antiph. 5.64; μακροτέρα καὶ πλείων ὁδός, Plat. Rep. IV.435d; διὰ μακροτέρων, ausführlicher, wie im Positiv, Phil. 28c; ἐπὶ τὰ μακρότερα, mehr in die Länge, Her. 1.50; ὅσον ἐπὶ μακρότατον, so weit, so fern wie möglich, 2.29; ὅσον ἡμεῖς ἱστορέοντες ἐπὶ μακρότατον οἷοί τε ἐγενόμεθα ἐξικέσθαι, 4.192 E.; vgl. ἐπὶ μακρ. σκοπεῖν, Thuc. 6.1, weit in die Vergangenheit zurückgehen. – Die unregelmäßigen Kompar. und superl. μάσσων, μήκιστος s. unten besonders.
• Adv. μακρῶς, Pol. 3.51.2 und andere Spätere – Kompar. μακροτέρως, Hippocr.; Arist. rhet. 3.10. – Superl. μακροτάτω, bes. bei Sp. häufig.
Russian (Dvoretsky)
μακρός: (compar. μακρότερος - Anth. тж. μάσσων, superl. μακρότατος и μήκιστος)
1 длинный (δόρυ, ὄζοι Hom.): μακρὰ ναῦς Thuc. (ср. лат. navis longa) длинный, т. е. военный корабль;
2 далекий, дальний (κέλευθος Hom.; οἶμος Hes.; ναυτιλίαι Her.; χώρα NT);
3 высокий (οὔρεα, δένδρεον, κίων, κῦμα, τεῖχος, κλῖμαξ Hom.);
4 глубокий (φρεῖαρ Hom.);
5 большой, обширный (ἤπειρος Aesch.; πλοῦτος Soph.);
6 долгий, продолжительный (ἦμαρ, νύξ Hom.; χρόνος Soph.; ὀδύρματα Eur.; ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή погов. Luc.): διὰ μακροῦ (sc. χρόνου) и διὰ μακρῶν Eur. долго, надолго; οὐ διὰ μακροῦ Plat. немного спустя; μηνὶ μακρότερος Her. (год) продолжительностью дольше на месяц;
7 давнишний, старый (ἐέλδωρ Hom.);
8 длинный, пространный (λόγοι Soph.). - см. тж. μακρά, μακράν, μακρόν и μακρῷ.
Greek (Liddell-Scott)
μακρός: -ά, -όν, [ᾰ φύσει, ἀλλὰ μηκύνεται χάριν τοῦ μέτρου, πρβλ. μᾰκεδνός, μῆκος, Δωρ. μᾶκος]· (ἴδε ἐν τέλ.) Μακρός, ἤτοι κατὰ τόπον ἢ κατὰ χρόνον: Ι. ἐπὶ τόπου, 1) κατὰ τὸ μῆκος, «μακρύς», ἔχων μῆκος, Ὅμ. κτλ., μ. ναῦς, πλοῖον, ἴδε τὰς λέξεις· ἐπὶ τὰ μακρότερα, πρὸς τὰς μακροτέρας πλευράς, δηλ. κατὰ μῆκος, Ἡρόδ. 1. 50· μακρὰ τείχη τῶν Ἀθηνῶν, ἴδε τεῖχος Ι. 2· ἡ μακρὰ (ἐξυπ. γραμμή), ἴδε ἐν λ. τιμάω ΙΙΙ. 1. 2) κατὰ τὸ ὕψος, ὑψηλός, συχν. παρ᾿ Ὁμ., π.χ. μακρὸς Ὄλυμπος, οὔρεα, δένδρεα, τείχεα μακρά, κτλ.· ἐπὶ ἀνδρός, μακρότερον καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι Ὀδ. Θ. 20, πρβλ. Σ. 195· ‒ ὡσαύτως τἀνάπαλιν ὡς τὸ Λατ. altus, βαθύς, φρέατα Ἰλ. Φ. 197. 3) ὡς πρὸς τὴν ἀπόστασιν, ἐκτεταμένος, κέλευθος Ο. 358 κτλ.· οἶμος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 288· ναυτιλίαι μ. Ἡρόδ. 1. 1· ‒ ὡσαύτως «μακρινός», μακρὰν ἀπέχων, μ. ἀποικία Αἰσχύλ. Πρ. 814· στόλος Σοφ. Φ. 490· μ. ἐπιβοήθειαι, μακρόθεν ἐρχόμεναι ἢ φερόμεναι, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 47· τὰ μακρότατα, τὰ μάλιστα ἀπέχοντα μέρη, Ἡρόδ. 2. 32· ‒ συχνάκις κατ᾿ οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., μακρὰ βιβάς, βιβάσθων, βιβῶν, κάμνων μεγάλων βήματα, Ἰλ. Η. 213., Ν. 809, κτλ.· ὡσαύτως, μακρὸν ἀϋτεῖν, βοᾶν, βοᾶν οὕτως ὥστε μακρὰν ἀκούεσθαι, δηλ. βοᾶν μεγάλως, ἠχηρῶς, συχν. παρ᾿ Ὁμ.· οὕτω, μακρὰ μεμυκὼς Ἰλ. Σ. 580· ὡσαύτως, μακρὰ ῥίψαις, δισκήσαις Πινδ. Π. 1. 86, Ι. 2. 51, ἴδε κατωτ. V· μακρὸν ἠχεῖν Πλάτ. Πρωτ. 329Α· οὕτω, μακρότερον σφενδονᾶν Ξεν. Ἀν. 3. 4, 16· μακρότατον, εἰς μεγίστην ἀπόστασιν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13, 7· ‒ ἴδε μακράν. 4) καθόλου, μέγας, πολύς, κατὰ τὸ ποσὸν ἢ τὸν βαθμόν, κατὰ πᾶσαν ἔννοιαν, ἤπειρος Αἰσχύλ. Εὐμ. 75· ὄλβος Πινδ. Π. 2. 48· πλοῦτος Σοφ. Αἴ. 130· τιμήματα Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 6· οὐσία αὐτόθι 4. 4, 5., 6. 7, 1· ἀντίθετ. βραχύς, 4. 4, 24· οὕτω, μακροτέρα ἀρετὰ Πινδ. Ι. 4 (3). 21· ἐλπίσαντες μακρότερα μὲν τῆς δυνάμεως, ἐλάσσω δὲ τῆς βουλήσεως Θουκ. 3. 39. 5) ἡ δοτ. μακρῷ κεῖται πολλάκις ὡς συνών. τῷ πολύ, πρὸς ἐπίτασιν τοῦ συγκρ. καὶ ὑπερθετ., κατὰ πολύ, Λατ. longe, μακρῷ πρῶτος Ἡρόδ. 1. 34· ἄριστος μ. αὐτόθι 9. 71· ἀσθενεστέρα μ. Αἰσχύλ. Πρ. 514, πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 66Ε· μ. μάλιστα Ἡρόδ. 1. 171, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 30, κτλ.· κάκιστα δὴ μακρῷ Σοφ. Ἀντ. 895· ὡσαύτως μετὰ ῥημάτων ἐμφαινόντων σύγκρισιν, ἀριστεύει μακρῷ Αἰσχύλ. Πρ. 890, πρβλ. Δίων Ἁλ. 1. 2. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, μακρός, ἐπὶ μακρὸν διαρκῶν, ἤματα, νὺξ Ὅμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ὡς Κ. 470., Λ. 373· αἰὼν Πινδ. Ν. 3. 131· ὁ μ. χρόνος Ἡρόδ. 1. 32, Πίνδ., κτλ.· οὐ μ. χρόνου Σοφ. Ἀντ. 1078, κτλ.· διὰ μ. χρόνου Αἰσχύλ. Πέρσ. 741· ἐν μ. χρόνῳ Σοφ. Ο. Κ. 88, κτλ.· δι᾿ αἰῶνος μ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 582· τὸν μ. βίον ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 449, Σοφ. κτλ.· τοῦ μ. βίου ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 473· μακρότερος μηνί, κατὰ ἕνα μῆνα, Ἡρόδ. 1. 32· ‒ οὕτω μακρὸν ἐέλδωρ, μακρὰ ἐπιθυμία, ἐπιθυμία ἀπὸ μακροῦ χρόνου, Ὀδ. Ψ. 54· μ. γόοι, ὀδύρματα Σοφ. Ἠλ. 375, Εὐρ. Ἑκ. 297. 2) ὑπὲρ τὸ δέον μακρός, ὀχληρός, προσκορής, Πινδ. Ν. 4. 54, κτλ.· λόγοι Σοφ. Ἠλ. 1335, Θουκ., κτλ.· μακρὰν ἔοικε λέξειν (ἐξυπ. ῥῆσιν) Ἀριστοφ. Θεσμ. 382· οὐδὲ εἷς Ὅμηρον εἴρηκεν μακρὸν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 11· μακρὸν [ἐστί], μετ᾿ ἀπαρ., Λατ. longum est, Πινδ. Ι. 6 (5). 82· μ. ἂν εἴη γράφειν Ξεν. Ἀγησ. 7, 1· ‒ Ἐπίρρ., μακρῶς λέγεσθαι Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 46, 3) παρὰ Γραμμ., μακρὰ συλλαβὴ ἢ ἡ μακρά, ἔχουσα τὸ φωνῆεν μακρὸν φύσει ἢ θέσει. ΙΙΙ. τὸ οὐδ. μετὰ προθέσεων ἐχουσῶν ἐπιρρ. σημασ., διὰ μακροῦ (ἐξυπ. χρόνου), μετὰ μακρὸν χρόνον, μετὰ παρέλευσιν μακροῦ χρόνου, μετὰ μακρὰν ἀργοπορίαν, Εὐρ. Ἑκ. 320, Φοίν. 1069· οὐ διὰ μακροῦ, οὐχὶ μετὰ μακρὸν χρόνον, Θουκ. 6. 15, 91, Πλάτ. Ἄλκ. 2. 151Β· οὕτω, διὰ μακρῶν Εὐρ. Ἀποσπ. 424· διὰ μακρᾶς Φαλάρ. Ἐπ. 105· ἀλλά, διὰ μακρῶν, ἐν ἐκτάσει, Πλάτ. Γοργ. 449Β, κτλ.· διὰ μακροτέρων Ἰσοκρ. 62D· μικρῷ διὰ μ., διὰ μακρῶν πως, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 8, 1. 2) οὐκ ἐς μακρόν, οὐχὶ ἐπὶ μακρὸν χρόνον, Πινδ. Π. 3. 189· ἐς τὰ μακρότατα Θουκ. 6. 31· ἴδε ἐν λ. μακρὰν ΙΙ. 3) ἐπὶ μακρόν, μακράν, εἰς μακρὰν ἀπόστασιν, πορεύεσθαι Ξεν. Κύρ. 5. 4, 47· ἐπὶ χρόνου, Καλλ. εἰς Δῆλ. 255· ὅσον ἐπὶ μακρότατον, ὅσον τὸ δυνατὸν μακρότατον, Ἡρόδ. 4. 16· ἐφ᾿ ὅσον μ. αὐτόθι 2. 34· τόσονδε ἐπὶ μ. αὐτόθι 29· οὕτω καὶ ἄνευ τῆς ἐπί, ὅσον καὶ ἐγὼ δυνατός εἰμι μακρότατον ἐξικέσθαι ἀκοῇ ὁ αὐτ. 1. 171· ὡσαύτως ἐπὶ μακρότερον Θουκ. 4. 41. IV. ὁμαλὸν συγκρ. μακρότερος, Ὀδ., Ἡρόδ., κτλ.· ὑπερθετ. μακρότατος, Ἰλ., κτλ.· ἴδε ἀνωτ.· ἀνώμαλ. συγκρ. μάσσων, ὑπερθετ. μήκιστος, ἴδε τὰς λέξ. V. Ἐπίρρ. μακρῶς, εἰς μῆκος, βραδέως, Πολύβ. 3. 51, 2· ἐπὶ προφορᾶς, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· ‒ ἀλλὰ τὸ ἐπίρρ. συνήθως ἐκφέρεται διὰ τοῦ οὐδ. μακρὸν ἢ μακρὰ (ἴδε ἀνωτ. Ι. 3)· μακρὰ κλάειν, κλαίειν μεγαλοφώνως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 213· οἰμώξει μ. ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1207, Πλ. 111· ὀτοτύζεσθαι μ. ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 520· τί μακρὰ δεῖ λέγειν; Ἀντιφάν. ἐν «Ἀνταίῳ» 1. 5· - ὡσαύτως διὰ τοῦ μακρὰν (ἴδε ἐν λέξ.)· ἢ διὰ τοῦ οὐδετ. μετὰ προθ. (ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ)· - περὶ τοῦ συγκρ. καὶ ὑπερθετ. τοῦ ἐπιρρ. ἴδε ἐν λέξ. μακροτέρως, μακροτάτω. (Ἐκ τῆς √ΜΑΚ παράγονται αἱ λέξ. μῆκος, μακεδνός· Πρβλ. Ζενδ. maś-ita (μέγας)· Λατ. mac-to (= augeo), mac-te· - ὥστε ἴσως καὶ τὸ μάκαρ ἀνήκει εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλ’ οὐχὶ τὸ μέγας).
English (Autenrieth)
comp. μακρότερος and μᾶσσον, sup. μακρότατος: long, tall, of space and of time (κέλευθος, ἤματα), and of things that are high or deep (οὔρεα, δένδρα, φρείατα, Il. 21.197); freq. adv., μακρόν, μακρά, far, afar, βοᾶν, ἀῦτεῖν; μακρὰ βιβάς, ‘with long strides.’
English (Slater)
μακρός (-ός, -ῷ, -όν; -ά nom., acc.: comp. μακρότερον, -ῳ; -ας, -αν, -αι.)
a of time, long, enduring μακρότεραι Τερψίᾳ θ' ἕψοντ Ἐριτίμῳ τ ἀοιδαί (O. 13.41) μακρὸν δ' οὐκ ὑπέμεινεν ὄλβον (P. 2.26) μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ (P. 8.73) τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα (Tric.: μακροτέρῳ σὺν ὄλβῳ codd.) (P. 11.52) [ὁ μακρὸς αἰὼν (θνατὸς v.l.) (N. 3.75) ] μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος pr. (N. 10.4) ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν. μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς (N. 10.46) καὶ μηκέτι μᾰκροτέραν σπεύδειν ἀρετάν too enduring (I. 4.13) οὔτοι τετύφλωται μᾰκρὸς μόχθος ἀνδρῶν (I. 5.56) ἐμοὶ δὲ μᾰκρὸν (sc. ἐστι) πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς (I. 6.56) ἀλλ' ἦ μακ[ρ]ότερον fr. 6a. e. n. pl. pro subs., βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς (P. 9.77) add. art., τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς ὧραί τ ἐπειγόμεναι (N. 4.33) cf. (P. 4.247) sc. χρόνον, ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται (P. 3.105)
b of distance, long, far (n. pl.) μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν (P. 4.247) μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις (N. 5.19) pro adv., μᾰκρὰ δὲ ῥίψαις (P. 1.45) μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι (I. 2.35) met., τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν wh t is distant, unattainable (I. 7.43)
English (Strong)
from μῆκος; long (in place (distant) or time (neuter plural)): far, long.
English (Thayer)
μακρά, μακρόν (from Homer down), long; of place, remote, distant, far off: χώρα, long, lasting long: μακρά προσεύχομαι, to pray long, make long prayers, ); Luke 20:47.
Greek Monolingual
-ά, -ό (AM μακρός, -ά, -όν, ιων. θηλ. μακρή)
1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ' ἄρ' οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῖα... ξυνή... καὶ μακρὸς Ὄλυμπος», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που απέχει πολύ, μακρινός («καὶ μετ' οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησε εἰς χώραν μακράν», ΚΔ)
4. διεξοδικός, λεπτομερειακός, εκτενής (α. «μακρά αφήγηση» β. «καὶ πρὸς τούτοις εἰς τὸν κίνδυνον τῶν μακρῶν ὑπερβατῶν τοὺς ἀκούοντας συνεπισπώμενος», Λογγίν.)
5. μεγάλος σε ποσότητα ή σε βαθμό («μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον μαινομέναις φρεσὶν Ἥρας ὅτ' ἐράσσατο», Πίνδ.)
6. αυτός που διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα, μακροχρόνιος (α. «μακρά ζωή» β. «μηνῶν φθινόντων, περὶ δ' ἤματα μακρὰ τελέσθη», Ομ. Οδ.)
7. (για φωνήεν, συλλαβή ή προσωδία) εκτεταμένος ποσοτικά, σε αντιδιαστολή με τον βραχύ (α. «μακρά φωνήεντα» β. «μακρά συλλαβή»)
8. φρ. α) «διά μακρών» — διεξοδικά, εκτενώς
β) «επί μακρόν» — για μεγάλο χρονικό διάστημα
γ) «μετά μακρόν» — μετά από πολύ χρόνο
δ) «μακροί αδελφοί» — έτσι ονομάστηκαν λόγω του αναστήματός τους οι ασκητές Αμμώνιος, Διόσκορος, Ευθύμιος και Ευσέβιος
ε) «μακρά στοά» — μία από τις εμπορικές στοές του Πειραιά, η οποία βρισκόταν κοντά στη θάλασσα
στ) «μακρά τείχη» — τα τείχη που ένωναν τον περίβολο της πόλης της Αθήνας με τον Πειραιά
ζ) «μακρά πλοία» — πολεμικά πλοία που είχαν μια σειρά κουπιά σε κάθε πλευρά
αρχ.
1. αυτός που εκτείνεται σε βάθος, βαθύς («μακρὰ φάραγξ», Ηρώνδ.)
2. ενοχλητικός, ανιαρός («οὐδὲ εἷς Ὅμηρον εἴρηκεν μακρόν», Φιλήμ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μακρά
α) (ενν. προσῳδία) το σημείο με το οποίο δηλώνεται η μακρότητα, η ποσοτική έκταση
β. (ενν. γραμμή) η γραμμή που χάραζαν οι δικαστές, προκειμένου να υποδείξουν τις βαρύτερες ποινές
4. (το ουδ. στην αιτ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) μακρόν και μακρά
σε μεγάλη απόσταση, μακριά («ὥσπερ τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ καὶ ἀποτείνει», Πλάτ.)
5. (η δοτ. ως επίρρ. για επίταση συγκριτ. και υπερθ.) μακρῷ
πολύ, κατά πολύ («μακρῷ πρότερον», Γαλ.)
6. φρ. α) «ἐπὶ τὰ μακρότερα» — κατά μήκος
β) «διὰ μακροῦ» — μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα
γ) «ἐπὶ μακρόν» — σε μεγάλη απόσταση, μακριά
δ) «μακρόν ἐστι» — είναι δύσκολο.
επίρρ...
μακρώς (AM μακρῶς)
με ποσοτική έκταση («τῶν διχρόνων, ὅταν μακρῶς ἐκφέρηται», Διον. Αλ.)
αρχ.
1. αργά, με βραδύτητα
2. εκτεταμένα, διεξοδικά, σε μεγάλο χρονικό διάστημα («δεῖ μὴ μακρῶς διηγεῖσθαι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακρός ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα măk- της ΙΕ ρίζας māk- «μακρός, λεπτός» (πρβλ. μῆκος, μακεδνός) και συνδέεται με ΙΕ τύπους της ίδιας σημασίας, που όλοι εμφανίζουν επίσης τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας: λατ. măcies και măcer «μακρός», αρχ. άνω γερμ. magar, αρχ. νορβ. magr, χεττιτ. mak-l-ant-. Ο αρχαϊκός τ. του συγκριτικού ὁ, ἡ μάσσων, τὸ μᾶσσον έχει -ᾱ- μακρό και είναι σχηματισμένο όπως τα θᾶσσον, ἔλασσον, ενώ ο υπερθετικός μήκιστος (δωρ. μᾱκιστος) εμφανίζει την απαθή βαθμίδα του θέματος (πρβλ. μῆκος). Ο τ. μακρός στην Αρχαία Ελληνική επικράτησε έναντι της αρχαιότερης λ. δολιχός «μακρός».
ΠΑΡ. μακράν, μακρόθεν, μακρότης (-τα), μάκρων
μσν.
μακρόθι, μακρών, μακρώνω
νεοελλ.
μάκρητα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. μακρ(ο)-. (Β' συνθετικό) στενόμακρος
αρχ.
αμφίμακρος, επίμακρος, μεσόμακρος, πρόμακρος, πρόσμακρος, τρίμακρος, υπόμακρος
νεοελλ.
άμακρος, απόμακρος, ξέμακρος, ολόμακρος].
Greek Monotonic
μακρός: [ᾰφύσει], -ά, -όν (από √ΜΑΚ του μῆκος)·
I. με τοπική έννοια:
1. από άποψη μήκους, μακρός, εκτεταμένος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἐπὶ τὰ μακρότερα, προς την μακρότερη πλευρά, δηλ. κατά μήκος, σε Ηρόδ.
2. από άποψη ύψους, ψηλός, σε Ομήρ. Οδ., π.χ. μακρὸς Ὄλυμπος, μακρὰ δένδρεα, τείχεα, κ.λπ.· επίσης εξ αντιστρόφου, όπως το Λατ. altus, βαθύς, σε Ομήρ. Ιλ.
3. από άποψη απόστασης, μακρός, μακρινός, σε μεγάλη απόσταση, στο ίδ., Ηρόδ.· τὰ μακρότατα, τα πιο απομακρυσμένα μέρη, σε Ηρόδ.· συχνά το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.· μακρὰ βιβάς, βηματίζει με μεγάλες δρασκελιές, σε Ομήρ. Ιλ.· επιπλέον, μακρὸν ἀϋτεῖν, βοᾶν, φωνάζω τόσο δυνατά, ώστε να ακούγεται από πολύ μακριά, σε Όμηρ.· ομοίως, μακρότερον σφενδονᾶν, εκσφενδονίζω σε μεγαλύτερη απόσταση, σε Ξεν.
4. γενικά, μεγάλος σε μέγεθος ή σε βαθμό, μεγάλος, σπουδαίος, σε Αισχύλ., Σοφ.
5. η δοτ. μακρῷ χρησιμ. για να ενισχύσει τον συγκρ. και υπερθ.· μακράν, με διαφορά, Λατ. longe, μακρῷ πρῶτος, μακρὰν μάλιστα, σε Ηρόδ.· ἀσθενεστέρα μακράν, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. με χρονική έννοια:
1. μεγάλος σε διάρκεια, εκτενής, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· οὐ μακροῦ χρόνου, για λίγο χρόνο, σε Σοφ.· τὸν μακρὸν βίον, σε Αισχύλ.· μακρότερος μηνί, σε απόσταση ενός μήνα, σε Ηρόδ.· ομοίως, μακρὸν ἐέλδωρ, ελπίδα που τρέφεται για πολύ καιρό, σε Ομήρ. Οδ.
2. μακρόσυρτος, ανιαρός, σε Πίνδ., Σοφ.
III. το ουδ. μετά από πρόθ. με επιρρ. έννοια, διὰ μακροῦ (δηλ. χρόνου), μετά από πολύ καιρό, για πολύ καιρό, καθυστερημένος, σε Ευρ.· οὐ διὰ μακροῦ, όχι πολύ αργότερα, σε Θουκ.· αλλά, διὰ μακρῶν, σε μεγάλη έκταση, σε Πίνδ.· ἐπὶ μακρόν, σε μάκρος, σε μεγάλη διάρκεια, σε Ξεν.· ὅσον ἐπὶ μακρότατον ή ὅσον μακρότερον, όσο το δυνατόν πιο εκτεταμένα, σε Ηρόδ.· ἐπὶμακρότερον, ακόμη περισσότερο, σε Θουκ.
IV.ομαλός συγκρ. μακρότερος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· υπερθ. μακρότατος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ανώμ. συγκρ. μάσσων, υπερθ. μήκιστος, βλ. αυτ. V. επίρρ. μακρῶς, σε μεγάλη έκταση, αργόσυρτα, σε Πολύβ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: long, great, high also deep, tall, far, lasting long (Il.).
Compounds: Many compp., e.g. μακρό-βιος with long life (Hdt., Hp.), ἐπί-, ὑπό-, πρό-μακρος rather long (Hp.; Strömberg Prefix Studies 100).
Derivatives: μακρό-τερος (θ 20 = σ 195), -τατος (Ξ 288 a. 373); besides the primary μάσσων, μήκιστος, s. on μῆκος. Nominal abstracts: μάκρος n. length (Ar. Av. 1131; prob. accidental formation, cf. Chantraine Form. 417); μακρότης f. id. (hell.). Denomin. μακρύνω lengthen, remove (LXX, Hero) with μακρυσμός long intermediate, μάκρυμμα n. things thrown away (LXX; v.l. μάκρυνσις).
Origin: IE [Indo-European] [699] *meh₂ḱ- long, thin, tall
Etymology: Old adj., also preserved in Latin and German.: Lat. macer meager, thinn, Germ., e.g. OHG magar, OWNo. magr meager', IE *mh₂ḱrós. A parallel l-formation is found in Hitt. mak-l-ant- meager; cf. also μακεδνός. In the sense of long, high μακρός pushed out inherited δολιχός; vgl. Porzig Gliederung 111. S. μῆκος.
Middle Liddell
[(from !μακ, Root of μῆκοσ)]
I. of Space,
1. in point of length, long, Hom., etc.; ἐπὶ τὰ μακρότερα towards the longer sides, i. e. lengthwise, Hdt.
2. in point of height, tall, Hom., e. g. μακρὸς Ὄλυμπος, μ. δένδρεα, τείχεα, etc.:—also reversely, like Lat. altus, deep, Il.
3. in point of distance, long, far, far distant, Il., Hdt.; τὰ μακρότατα the remotest parts, Hdt.:—often in neut. pl. as adv., μακρὰ βιβάς far-striding, Il.; also, μακρὸν ἀϋτεῖν, βοᾶν to shout so as to be heard afar, Hom.; so, μακρότερον σφενδονᾶν to sling to a greater distance, Xen.
4. generally, large in size or in degree, large, great, Aesch., Soph.
5. dat. μακρῷ is used to strengthen the comp. and Sup. by far, Lat. longe, μακρῷ πρῶτος, μ. μάλιστα Hdt.; ἀσθενεστέρα μ. Aesch., etc.
II. of time, long, long-lasting, long, Od., Hdt., etc.; οὐ μακροῦ χρόνου for no long time, Soph.; τὸν μ. βίον Aesch.; μακρότερος μηνί by a month, Hdt.:—so, μακρὸν ἐέλδωρ a long-cherished wish, Od.
2. long, tedious, Pind., Soph.
III. neut. with Preps. in adverb. sense, διὰ μακροῦ (sc. χρόνοὐ after a long time, long delayed, Eur.; οὐ διὰ μακροῦ not long after, Thuc.:—but, διὰ μακρῶν at great length, Plat.: —οὐκ ἐς μακρόν for no long time, Pind.: —ἐπὶ μακρόν far, a long way, Xen.; ὅσον ἐπὶ μακρότατον or ὅσον μ. as far as possible, Hdt.; ἐπὶ μακρότερον yet more, Thuc.
IV. regul. comp. μακρότερος Od., Hdt., etc.; Sup. μακρότατος Il., etc.:—irreg. comp. μάσσων, Sup. μήκιστος, v. sub vocc.
V. adv. μακρῶς, at great length, slowly, Polyb.
Frisk Etymology German
μακρός: {makrós}
Meaning: lang, groß, hoch auch tief, schlank, fern, lange dauernd (seit Il.).
Composita: Viele Kompp., z.B. μακρόβιος mit langem Leben (Hdt., Hp. usw.), ἐπί-, ὑπό-, πρόμακρος länglich (Hp. u. a.; Strömberg Prefix Studies 100).
Derivative: Wenige Ableitungen. Steigerungsformen: μακρότερος (seit θ 20 = σ 195), -τατος (Ξ 288 u. 373); daneben die primären μάσσων, μήκιστος, s. zu μῆκος. Nominalabstrakta: μάκρος n. Länge (Ar. Av. 1131; wohl Zufallsbildung, vgl. Chantraine Form. 417); μακρότης f. ib. (hell. usw.). Denominativum μακρύνω ‘verlängern, (sich) entfernen’ (LXX, Hero u. a.) mit μακρυσμός langer Zwischenraum, μάκρυμμα n. weggeworfenes Ding (LXX; v.l. μάκρυνσις).
Etymology: Altererbtes Adj., das auch im Latein und German. erhalten ist: lat. macer mager, dünn, germ., z.B. ahd. magar, awno. magr ’mager’, idg. *məḱrós. Eine parallele l-Bildung ist in heth. mak-l-ant- mager eingebaut; vgl. noch zu μακεδνός. Im Sinn von lang, hoch hat μακρός das ebenfalls altererbte δολιχός verdrängt; vgl. Porzig Gliederung 111. — Weiteres s. μῆκος.
Page 2,164-165
Chinese
原文音譯:makrÒj 馬克羅士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:遠的
字義溯源:長久,很長的,久遠,遠;源自(μῆκος)*=長)。參讀 (μακράν)同源字
出現次數:總共(5);太(1);可(1);路(3)
譯字彙編:
1) 很長的(3) 太23:14; 可12:40; 路20:47;
2) 遠(2) 路15:13; 路19:12
English (Woodhouse)
ample, long, long-winded, prolonged, spacious, large in space, long drawn out
Mantoulidis Etymological
(=μακρύς, πολύς). Ἀπό τό μᾶκος, δωρ. ἀντί μῆκος. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα τά μακεδνός, μακρότης, μακρύνω, μακιστήρ (=μακρύς), μακράν (=μακριά), καί τά σύνθετα μακραίων, μακρηγορῶ, μακρόβιος, μακροθυμία (=ὑπομονή), μακρολογία, μαχρόχειρ.