προσάγω
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
English (LSJ)
[ᾰ], aor. 2 προσήγᾰγον: for aor. 1 προσῆξα v. infr. A.11.3 fin.: fut. Med. (in pass. sense), Th.4.115: once ποσάγω (q.v.):—
A bring to or bring upon, τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε; Od.17.446, cf. E. Med.993 (lyr.); π. δῶρά τινι h.Ap.272; ἄστει κόσμον Pi.I.6(5).69; θυσίας τινί Hdt.3.24; βοσκήματα S.Tr.762; τῳ θεῶν ὕμνους ἢ χορείας Pl.Lg.799b; ἱερεῖα τοῖς βωμοῖς Poll.1.27; ποταγόντω… τὰ ἱερεῖα… ποτὶ τὸν βωμόν SIG1010 (Chalcedon); π. πάντα ἱκανά furnish, supply, X.Cyr.5.2.5; ἁρμαμάξας ib.4.3.1; λίθους PCair.Zen.34.13 (iii B. C.).
2 put to, add, ἅμα ἠγόρευε καὶ ἔργον προσῆγε (v.l. προῆγεν) Hdt.9.92; of exercises and food, ἐξ ὀλίγου π. Hp.Insomn.89; cf. προσαγωγή II.5.
3 bring to, move towards, apply, τὴν ἄνω γνάθον π. τῇ κάτω Hdt.2.68; μὴ π. τὴν χεῖρά μοι lay it not on me, Ar. Lys.893; π. κεγχρώμασιν ὀφθαλμόν apply it closely, E.Ph.1386; π. τὴν ῥῖνά τινι Diod.Com.2.39; πρὸς τὸ στόμα τὰς χεῖρας Arist.HA587a27: especially of medical applications, ἤπια [ἰήματα] μετὰ τὰ ἰσχυρά Hdt.3.130; προσαχθέντος φαρμάκου Orib.46.1.125: metaph., [παιδιὰς] π. φαρμακείας χάριν Arist.Pol.1337b41; παρρησίαν καὶ δηγμὸν ἀνθρώπῳ δυστυχοῦντι Plu.2.69a.
4 of meats, etc., set before, βρώματά τινι X.Cyr.1.3.4, cf. Plu.2.126a, etc.
5 metaph., π. ὅρκους σφι put oaths to them, make them take oaths, Hdt.6.74.
6 in military sense, bring up for the attack, move on towards, π. πύλαις λόχον E.Ph.1104; τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατόν Th.1.64; τὸ στράτευμα ἀντίπρῳρον π. X.HG7.5.23; [στρατιὰν] π. πρὸς πολεμίους Id.Cyr.1.6.43; v. infr. ΙΙ: so also π. μηχανὰς πόλει Th.2.76, cf. X.HG2.4.27, etc.; μηχανῆς μελλούσης προσάξεσθαι (in pass. sense) Th.4.115; π. βίαν τοῖς τείχεσι, τῇ πόλει, etc., D.S.11.32, 12.46, etc.
7 metaph., π. βίαν τοῖς πολεμίοις Id.15.68, cf. PTeb.61 (b).33 (ii B.C., Pass.), etc.; τὰς ἀνάγκας Th.1.99; συκοφαντίαν π. τοῖς πράγμασι D.19.98; δεινὰν π. τόλμαν apply or put forth daring, E.Med.859 (lyr.); γράψας… τίνα οἰκονομίαν προσαγήγοχας what steps you have taken, PCair.Zen.240.10 (iii B. C.); πολλῶν φόβων προσαγομένων X.An.4.1.23; π. ἡδονάς Pl.Lg.798e.
8 bring to or before, τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους X.Cyr.3.2.12, cf. HG3.4.8, etc.; bring in, bring with one, Is.8.16; introduce, πρὸς τὸν δῆμον Th.5.61; πρὸς τὴν βουλήν And.1.111, cf. Lys.6.29; π. τοὺς πρέσβεις (i.e. before the assembly) D.18.28, cf. 213; πρεσβείαν ἐλθοῦσαν π. πρὸς βουλὴν καὶ δῆμον IG12.39.12; introduce at court, X.Cyr.1.3.8; bring a person into a law-court as defendant or as witness, PHal.8.5 (iii B. C.), etc.
b introduce in writing, λόγῳ π. ὅτι.. introduce the statement... Arist.Cael.304a13; π. [ἡλικίαν] πρὸς μάθησιν Id.Pol.1336a24; [παιδάριον] π. πρὸς τὰ μαθήματα PSI4.340.24 (iii B. C.); τὰ λοιπὰ μυθικῶς προσῆκται = have been introduced, Arist.Metaph.1074b4.
9 bring hither, lead on, τίς [σε] προσήγαγεν χρεία; S.Ph.236; ἐλπίς μ' ἀεὶ προσῆγε E.Andr.27:—Pass., οἴκτῳ καὶ ἐπιεικείᾳ π. Th.3.48; βίᾳ ib.95; ἄκοντες π. ὑπ' Ἀθηναίων ib. 63, cf. X.HG6.1.7.
10 Pass., to be brought over, be attached to the cause of, c. dat., εἴ πως σφίσιν προσαχθείη Th.2.77: abs., προσήγεσθε ὑπ' Ἀθηναίων Id.3.63; cf. B.1.
11 increase a rent or other charge, PTeb.72.187 (Pass.), 200 (ii B. C.); προσηγμένων τοῖς ἀπαιτησίμοις ib.217; ᾧ προσάγω ὑπὲρ ἐπιθέματος ἄλλας δραχμὰς ἑξήκοντα PRyl.99.7 (iii A. D.).
12 = προσαγγέλλω, announce, report, PTeb.60.69 (ii B. C.), etc.
13 debit a person with an amount, charge it to him, συνέβη ναῦλον ἡμῖν προσάγεσθαι τοῦ πλοίου PCair.Zen.368.28, cf. 326.16 (iii B. C.).
II seemingly intr. (sc. ἑαυτόν, στρατόν, etc.), draw near, approach, X.HG3.5.22; πρός τινας LXX 3 Ki.18.21; especially in a hostile sense, advance against, attack, π. πρὸς τὸ κέρας X.An.1.10.9, etc.; κώμῃ τινί Arr.An.2.3.4; δι' ἀπάτης τοῖς βασιλεῦσι Plu.2.800a; ἐγγυτέρω ταῖς ἐλπίσιν Id.Galb.9; τοῖς τετταράκοντα [ἔτεσι] Id.Pomp.46; πόταγε (Dor. for πρόσαγε) come on! Theoc.1.62, 15.78; μαλακῶς π. [γυναικί] make advances to a woman in an effeminate manner, Plu.2.240e; of time, τῆς προσαγούσης τρύγης the approaching vintage, Sammelb.5810.16 (iv A.D.).
2 (sc. ναῦν) bring to, come to land, τόποις Plb.1.54.5, etc.; Ῥόδῳ Apollod.2.1.4codd.
3 δυσχερῶς προσῆγον πρὸς τὰς εἰσφοράς dub.l. in Plb.5.30.5 (πως εἶχον πρὸς Hultsch): ὅσων προσῆξαν is f.l. in Th.2.97 (ὅσωνπερ ἦρξαν Dobree).
B Med., bring to oneself or draw to oneself, attach to oneself, bring over to one's side, σοφίῃ αὐτούς, οὐκ ἀγνωμοσύνῃ προσηγάγετο Hdt.2.172; ἀνάγκῃ προσάγεσθαί τινα Id.6.25, cf. Th.1.99; τἀρετῇ π. πόσιν E. Andr.226; ἀπάτῃ π. τὸ πλῆθος Th.3.43; χρήμασι καὶ δωρεαῖς τὸν δῆμον προσάγεσθαι Pl.Lg.695d; τῷ ποιεῖν εὖ π. τὰς πόλεις Isoc.4.80; θεραπείαις Id.3.22; so [ἵππον] ἠρεμαίως π. τῷ χαλινῷ X.Eq.9.5; συμμάχους καὶ βοηθοὺς π. Id.Mem.3.4.9; τὴν τῶν Ἀθηναίων ξυμμαχίαν Th.5.82; πάντων προσάγομαι ὄμματα draw all eyes upon oneself, X.Smp.1.9.
2 abs., draw to oneself, embrace, Ar.Av.141, X.Cyr.7.5.39, Pl.R.439b; ἥ γ' ἐμὴν γενειάδα προσήγετ' ἀεὶ στόματι E.Supp.1100.
3 c. inf., ἡ Σφὶγξ τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν… ἡμᾶς… προσήγετο put us upon considering, S.OT131; προσάξομαι δάμαρτ' ἐᾶν σε… will induce her to suffer thee... E.Ion659.
II take to oneself, take up, ὀστᾶ Id.Supp.949; τὰ ναυάγια Th.8.106.
2 get for oneself, procure, import, ὧν δεῖται X.Vect.1.7; τὰ προσαχθέντα imports, ib.4.18.
3 αἷς [ταῖς προβοσκίσι] π. εἰς τὸ στόμα τὴν τροφήν with which they bring it to their mouths, Arist.HA523b31, cf. 526a28, PA685b10.
4 μηδὲ προσάγου τῷ πράγματι χειμῶνας ἑτέρους do not add further troubles, Men.187; π. τὸν χρόνον καὶ τὸν πόνον employ it for one's own advantage, Plb.29.17.4.
5 μάρτυρα π. cite as witness, Plu.2.1049b.
German (Pape)
[Seite 747] (s. ἄγω, προσῆξαν Thuc. 2, 97), herbei-, hinzuführen, -bringen; τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε, Od. 17, 446; δῶρά τινι, Einem Geschenke darbringen, H. h. Apoll. 272, wie θυσίας τινί, Her. 3, 24; ἄστει κόσμον προσάγων, Pind. I. 5, 69; ὡς σκάφος στρέβλαισι ναυτικαῖσιν ὡς προσηγμένον, Aesch. Suppl. 436; βοσκήματα, Soph. Trach. 759; τίς σε προσήγαγεν χρεία; Phil. 236, er braucht auch das med., ἡ Σφὶγξ σκοπεῖν ἡμᾶς τἀφανῆ προσήγετο, O. R. 131, brachte uns dahin, vermochte uns dazu, παισὶν ὀλέθριον βιοτὰν προσάγεις, Eur. Med. 993; Νηΐταις πύλαις λόχον, Phoen. 1111; u. med. sich zuführen, erlangen, τῇ 'ρετῇ προσηγόμην πόσιν, Andr. 225; προσάξομαι δάμαρτα, Ion 659, umarmen, Ar. Av. 141; – ἐγγύτατα προσάγειν, Plat. Soph. 234 e; auch Lebloses, Xen. Cyr. 5, 2, 5; παροψῖδάς τινι, 1, 3, 4; προσάγειν τινὶ ὅρκον, Einem einen Eid zuschieben, d. i. ihn den Eid leisten lassen, Her. 6, 74; – πρὸς τὸν δῆμον οὐ προσῆγον, die Gesandten in die Volksversammlung, Thuc. 5, 61; bei Hofe, Xen. Cyr. 1, 3, 8; auch = als Bürger zulassen, Lys. 6, 29. – Med. zu sich führen, an sich locken, auch in schlimmem Sinne, versuchen wozu, χρήμασι καὶ δωρεαῖς τὸν Περσῶν δῆμον προσαγόμενος, Plat. Legg. III. 695 d; Gegensatz von ἀπωθεῖν, Rep. IV, 439 b; προσαγόμενοι τὰς πόλεις, Isocr. 4, 80, Her. προσηγάγετο αὐτούς, er brachte ste auf seine Seite, 2, 172; ἀπάτῃ προσάγεσθαι τὸ πλῆθος, Thuc. 3, 43. 48 u. öfter; aber μελλούσης προσάξεσθαι hat pass. Bdtg, 4, 115; θεραπείαις προσαγαγέσθαι, Isocr. 3, 22; Dem. 2, 8; τῇ τῶν τρόπων ἐπιεικείᾳ πάντας προσηγάγετο, D. Sic. 1, 54, vgl. 15, 8; ὄμματα, die Augen auf sich ziehen. – Intraus., sc. τὸ στράτευμα, anrücken, Xen. An. 1, 10, 9 u. oft, πρὸς πολεμίους, Cyr. 1, 6, 43; sc. ναῦν, landen. Pol. 1, 54, 5; Apollod. 2, 1, 4, sc. ἑαυτόν, sich nähern; πρόσαγε, frisch ans Werk, mache dich daran, Theocr. 1, 62; ὧδε, komm hierher, 15, 78-
French (Bailly abrégé)
f. προσάξω, ao. προσῆξα, ao.2 προσήγαγον, pf. προσῆχα;
I. tr. conduire vers, d'où
1 amener : στρατιὰν πρὸς πολεμίους XÉN conduire une armée à l'ennemi ; τῇ Ποτιδαίᾳ στρατόν THC conduire une armée contre Potidée ; προσάγειν τοὺς πρέσβεις DÉM amener, càd introduire les ambassadeurs ; particul. introduire à la cour d'un roi;
2 apporter : φόρον THC un tribut ; fig. causer, procurer, être cause de, acc. : πῆμα OD litt. apporter une douleur;
3 présenter, offrir : παροψίδας τινί XÉN présenter des mets à qqn ; τινι ὅρκον HDT déférer le serment à qqn, l'inviter à le prêter;
4 faire venir : ἁρμαμάξας XÉN des chariots ; πάντα ἱκανά XÉN tous les approvisionnements nécessaires ; approcher : μηχανὰς τῇ πόλει THC les machines de siège de la ville ; fig. ἀνάγκας τινί THC employer contre qqn des mesures de contrainte ; φόβον THC employer la menace pour effrayer;
5 fig. amener par la parole ; pousser à ; Pass. se laisser amener à, τινι : οἴκτῳ THC à la pitié;
II. intr. 1 s'avancer, marcher en avant : πρὸς πολεμίους XÉN marcher contre l'ennemi (litt. προσάγειν τὸν στρατόν, faire avancer l'armée, etc.);
2 t. de mar. aborder (litt. προσάγειν τὴν ναῦν, conduire le vaisseau vers le rivage) ; abs. se laisser conduire ; se porter vers, s'attacher à qqn, τινι;
3 s'approcher (litt. προσάγειν ἑαυτόν, se porter en avant) ; τοῖς βασιλεῦσι PLUT approcher les rois ; fig. τοῖς τεσσαράκοντα ἔτεσι PLUT approcher de la quarantaine;
Moy. προσάγομαι (f. προσάξομαι, ao.2 προσηγαγόμην) approcher de soi, attirer à soi, d'où
1 presser dans ses bras, particul. pour embrasser ; en parl. de choses τὰ ναυάγια THC attirer à soi, d'où recueillir les débris de navires après une bataille navale;
2 fig. attirer vers soi, amener à soi, se concilier : τινα, qqn, se le rendre favorable, le faire entrer dans son parti ; ἀπάτῃ THC gagner qqn à prix d'argent ou par fraude;
3 amener par sa parole ou ses efforts ; déterminer : τινα avec l'inf. qqn à (faire qch);
4 amener dans son intérêt (au tribunal), produire : μάρτυρα PLUT un témoin.
Étymologie: πρός, ἄγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-άγω, Dor. ποτάγω met acc. leiden naar, ten aanval leiden tegen; met acc. en dat..; τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατόν het leger tegen Potidaia laten optrekken Thuc. 1.64.2; μηχανάς... τῇ πόλει belegeringsmachines tegen de stad inzetten Thuc. 2.76.4; met prep. bep.. στρατιὰν π. πρὸς πολεμίους het leger tegen de vijand leiden Xen. Cyr. 1.6.43. naar... brengen; met acc..; τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε; welke godheid heeft deze ramp hierheen gebracht? Od. 17.446; met acc. en dat..; τὴν ἄνω γνάθον προσάγει τῇ κάτω hij beweegt de bovenkaak naar de onderkaak Hdt. 2.68.3; προσήγαγεν αὐτῷ... παροψίδας hij liet hem lekkernijen brengen Xen. Cyr. 1.3.4; vijandig; μὴ πρόσαγε τὴν χεῖρά μοι handen thuis! Aristoph. Lys. 893; brengen:. θυσίας offers brengen Hdt. 3.24.4. binnenleiden, introduceren; met acc..; προσάγειν τοὺς δεομένους Ἀστάγους diegenen binnenleiden die een verzoek aan Astyages hadden Xen. Cyr. 1.3.8; met acc. en dat..; προσάγειν τινὰς τῷ Ἀγησιλάῳ bepaalde personen bij Agesilaos introduceren Xen. Hell. 3.4.8; voorleiden; met acc. en prep. bep..; π. τινὰ πρὸς τὴν βουλήν iem. voorleiden aan de Raad And. 1.111; met acc. en dat.. προσάγουσι τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους zij leiden de krijgsgevangenen voor aan Cyrus Xen. Cyr. 3.2.12. overhalen (tot), tot... brengen:; τίς προσήγαγεν χρεία welke noodzaak bracht u ertoe (om hier te komen)? Soph. Ph. 236; pass.. εἴ τι καὶ ἄκοντες προσήγεσθε ὑπ’ Ἀθηναίων als jullie ook tegen jullie zin in enig opzicht door de Atheners onder druk gezet werden Thuc. 3.63.2; εἴ πως σφίσιν ἄνευ... πολιορκίας προσαχθείη om te zien of de stad wellicht zonder belegering aan hun kant kon worden gebracht Thuc. 2.77.2; ἣν οὔτε πω πρὸς μάθησιν καλῶς ἔχει προσάγειν οὐδεμίαν (een leeftijd) die nog niet geschikt is om (het kind) tot enige vorm van studie te leiden Aristot. Pol. 1336a24. toevoegen:; τὸ ἔργον προσῆγε hij voegde de daad (bij het woord) Hdt. 9.92.1; overdr. toepassen:. ἤπια... προσάγων verzachtende geneesmiddelen toepassend Hdt. 3.130.3; ὅρκους π. τινί iem. tot een eed dwingen Hdt. 6.74.1; δεινὰν π. τόλμαν vreselijke durf aan de dag leggen Eur. Med. 859; π. τὰς ἀνάγκας dwangmaatregelen toepassen Thuc. 1.99.1; παντοίας ἡδονάς π. allerlei genoegens voorhouden Plat. Lg. 798e; μάλα πολλῶν φόβων προσαγομένων ofschoon hem vele dreigementen werden voorgehouden Xen. An. 4.1.23. intrans. oprukken, naderen:; οὐ προσῆγεν οὐδὲ ἐμάχετο hij rukte niet op en leverde geen slag Xen. Hell. 3.5.22; met prep. bep..; ἔδεισαν... μὴ προσάγοιεν πρὸς τὸ κέρας zij waren bang dat zij de flank zouden aanvallen Xen. An. 1.10.9; met adv..; πόταγ’ ὧδε kom hier Theocr. Id. 15.78; van leeftijd, met dat.. τοῖς τετταράκοντα προσήγεν hij naderde de veertig Plut. Pomp. 46.1. med. met acc. naar zich toe trekken, omarmen:; ὁ Κῦρος... προσήγετο αὐτούς Cyrus omarmde hen Xen. Cyr. 7.5.39; overdr. voor zich winnen:; μετὰ δὲ σοφίῃ αὐτοὺς ὁ Ἄμασις... προσηγάγετο door scherpzinningheid wist Amasis hen voor zich te winnen Hdt. 2.172.2; ertoe brengen dat, ertoe overhalen om, met acc. en inf.: προσάξομαι δάμαρτ’ ἐᾶν σε σκῆπτρα τἄμ’ ἔχειν ik zal mijn echtgenote overhalen toe te staan dat jij mijn macht overneemt Eur. Ion 659. verzamelen:. ὀστᾶ π. de botten verzamelen Eur. Suppl. 949; π. τὰ ναυάγια de wrakstukken verzamelen Thuc. 8.106.4.
Russian (Dvoretsky)
προσάγω: (ᾰ) (fut. προσάξω, aor. 1 προσῆξα, aor. 2 προσήγᾰγον, pf. προσῆχα; дор. imper. πόταγε)
1 вести (против) (στρατιὰν πρὸς πολεμίους Xen.);
2 подводить, подвозить, приближать, придвигать (μηχανὰς πόλει Thuc.; π. τὴν ἄνω γνάθον τῇ κάτω Her.): π. ὀφθαλμόν τινι Eur. приставить глаз к чему-л.;
3 приводить (τοὺς αἰχμαλώτους τῷ Κύρῳ Xen.): π. τοὺς δεομένους Ἀστυάγους Xen. вводить (на прием) тех, у которых есть дело к Астиагу; τίς σε προσήγαγεν χρεία; Soph. какая надобность привела тебя?; προσάγεσθαι μάρτυρα Plut. представлять своего свидетеля;
4 приносить (φόρον Thuc.; τὰς εἰσφοράς Polyb.);
5 преподносить (δῶρα HH): ὕμνους τῳ θεῶν π. Plat. посвящать (новые) гимны кому-л. из богов;
6 предлагать (παντοδαπὰ ἐμβάμματά τινι Xen.);
7 доставлять, причинять (τόδε πῆμα Hom.);
8 доставлять, пригонять (ἁρμαμάξας Xen.): πάντα ἱκανὰ π. Xen. привозить все в достаточном количестве; τὰ προσαχθέντα Xen. привоз, импорт;
9 прилагать, применять (τὰς ἀνάγκας τινὶ π. Thuc.): οὐκ ἔφη, καὶ μάλα πολλῶν φόβων προσαγομένων Xen. (задержанный) ответил отрицательно, несмотря на применение множества угроз; προσάγεσθαι τὸν πόνον καὶ τὸν χρόνον Polyb. затрачивать труд и время;
10 привлекать, склонять, заставлять: ἐλπὶς προσάγει τινὰ εὑρεῖν τι Eur. в ком-л. существует надежда найти что-л.; πρὸς μάθησιν π. τινά Arst. приохотить кого-л. к науке; βίᾳ προσαχθῆναι Thuc. быть вынужденным силою; οἴκτῳ προσάγεσθαι Thuc. поддаваться чувству сострадания; ὅρκον π. τινί Hom. заставить кого-л. поклясться; προτείνων τὴν χεῖρα προσήγετο αὐτούς Xen. протянув руку, (Кир) привлек их к себе; πάντων προσάγεσθαι τὰ ὄμματα Xen. привлекать к себе взоры всех; προσάγεσθαί τινα τὰ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν Soph. побуждать кого-л. думать о настоящем; χρήμασι καὶ δωρεαῖς τινα προσάγεσθαι Plat. привлекать кого-л. на свою сторону деньгами и подарками;
11 med. сгребать (к себе), т. е. собирать (τὰ ναυάγια Thuc.; ὀστᾶ Eur.);
12 (sc. ἑαυτόν) приближаться, подходить (τινι Plut., NT; π. τοῖς τεσσαράκοντα ἔτεσι Plut.): π. ἐγγυτέρω ταῖς ἐλπίσι Plut. приближаться к осуществлению (своих) надежд; πόταγε Theocr. подойди поближе;
13 (sc. τὸ στράτευμα) идти войной (πρὸς πολεμίους Xen.);
14 (sc. τὴν ναῦν) приставать к берегу, причаливать (τοιούτοις τόποις Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
προσάγω: μέλλ. -ξω· ― ἀόρ. β΄ προσήγᾰγον, σπαν. ἀόρ. α΄ προσῆξα οἷον Θουκ. 2. 97 (ἴδε ἄγω)· μέσ. μέλλ. (ἐπὶ παθ. σημασ.), ὁ αὐτ. 4. 115. Ἄγω τι πρός τι, φέρω, προσφέρω, προσκομίζω, τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε; Ὀδ. Ρ. 446, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 993· πρ. δῶρά τινι Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 272· ἄστει κόσμον Πινδ. Ι. 6 (5) 101· θυσίας τινὶ Ἡρόδ. 3. 24· βοσκήματα Σοφ. Τρ. 762· ὕμνους ἢ χορείας τῷ θεῷ Πλάτ. Νόμ. 799Β· ἱερεῖα τοῖς βωμοῖς Πολυδ. Α΄, 27· πρ. πάντα ἱκανά, παρέχω, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 5· ἁρμαμάξας αὐτόθι 4. 3, 1· παρρησίαν ἀνθρώπῳ δυστυχοῦντι Πλούτ. 2. 69Α. 2) προσθέτω, ἅμα ἠγόρευε καὶ ἔργον προσῆγε (διάφ. γραφ. προῆγε) Ἡρόδ. 9. 92, πρβλ. Ἔφορ. παρὰ Μακροβ. 5. 18. 3) κινῶ ἢ φέρω τι πρός τι, ὡς τὸ Λατ. applicare, τὴν ἄνω γνάθον πρ. τῇ κάτω Ἡρόδ. 2. 68· μὴ πρ. τὴν χεῖρά μοι, μὴ τὴν ἐπιθέσης εἰς ἐμέ, Ἀριστοφ. Λυσ. 893· ἀλλ’ εὖ προσῆγον ἀσπίδων κεγχρώμασιν ὀφθαλμόν, ἀλλὰ καλῶς προσῆγον τὸν ὀφθαλμὸν πρὸς τὰς περὶ τὴν ἴτυν μικρὰς ὀπὰς (δι’ ὧν ἐθεῶντο τοὺς ἐναντίους), Εὐρ. Φοίν. 1386· προσάγων τὴν ῥῖν’ ἐδεῖτ’ αὐτοῦ φράσαι πόθεν τὸ θυμίαμα τοῦτο λαμβάνει Διόδωρος ὁ Σινωπεὺς ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 39· πρὸς τὸ στόμα τὰς χεῖρας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 4, κτλ.· ― ἐπὶ φαρμάκων, ἤπια [ἰήματα] μετὰ τὰ ἰσχυρὰ Ἡρόδ. 3. 130. πρβλ. Ὀρειβάσ. περὶ Ἀγμ. 81· οὕτω, παιδιὰς πρ. φαρμακείας χάριν Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 3, 4. 4) ἐπὶ τροφῶν, κτλ., παρατίθημι, βρώματά τινι Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. f26Α, κτλ.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς ἰατροῖς, τοῖσι σιτίοισι κούφοισι προσάγειν (δηλ. ἑαυτόν), ἐπὶ ἀνθρώπου ἐκ πλησμονῆς πάσχοντος, Ἱππ. 376. 30· καὶ ἀπολύτως, λαμβάνω τροφήν, τρώγω, ὁ αὐτ. 377. 17 κἑξ.· πρβλ. προσαγωγὴ Ι. 1. 5) ἐπὶ ἐνδυμάτων, μαλακῶς στολὴν πρ. Πλούτ. 2. 240Ε. 6) μεταφορ., πρ. ὅρκον τινί, βάλλω τινὰ νὰ ὀμόσῃ, Ἡρόδ. 6. 74. 7) ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, ἄγω στράτευμα ἢ μηχανὰς ἐναντίον τινός, πρ. λόχον πύλαις Εὐρ. Φοίν. 1104· τῇ Ποτιδαίᾳ τὸν στρατὸν Θουκ. 1. 64, πρβλ. 7. 43· τὸ στράτευμα ἀντίπρῳρον πρ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23· στρατιὰν πρ. πρὸς πολεμίους ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 33· ἴδε κατωτ. ΙΙ· οὕτω καί, πρ. μηχανὰς πόλει Θουκ. 2. 76, κτλ.· μηχανῆς μελλούσης προσάξεσθαι (ἐπὶ παθ. σημασίας), ὁ αὐτ. 4. 115, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 27, κτλ.· πρ. βίαν τοῖς τείχεσι, τῇ πόλει, κτλ.· Διόδ. 11. 32, 12. 46. 8) μεταφορ., πρ. βίαν τινί, Λατ. vim adhibere alicui, ὁ αὐτ. 15. 68, κτλ.· τὰς ἀνάγκας Θουκ. 1. 99· συκοφαντίαν πρ. τοῖς πράγμασι Δημ. 372. 25· δεινὰν πρ. τόλμαν Εὐρ. Μήδ. 859· πρ. φόβον Θουκ. 2. 97· πολλῶν φόβων προσαγομένων Ξεν. Ἀν. 4. 1, 23 πρ. ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 798Ε. 9) πρ. φόρον Θουκ. 2. 97· πρ. τὰς εἰσφορὰς Πολύβ. 5. 30, 5. 10) κομίζω, ἄγω ἐνώπιόν τινος, τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους Ξεν. Κύρ. 3. 2, 12, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 4, 8, κτλ.· ― εἰσάγω, παρουσιάζω, Ἰσαῖ 70. 27· πρὸς τὸν δῆμον, πρὸς τὴν βουλὴν Θουκ. 5. 61, Λυσί. 105. 37, Ἀνδοκ. 15. 6· πρ. τοὺς πρέσβεις Δημ. 234. 20, πρβλ. 299· 1· πρ. τοὺς πρέσβεις πρὸς τὸν δῆμον, εἰς τὴν ἐκκλησίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 85b, 8 (σ. 897)· ― εἰσάγω εἰς τὴν βασιλικὴν αὐλήν, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8· πρβλ. προσαγωγὴ ΙΙ. 2 προσαγωγεύς· ὡσαύτως, λόγῳ πρ. ὅτι…, εἰσάγω τὸν ἰσχυρισμὸν ὅτι…, Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 3. 5, 6· πρ. τινὰ πρὸς μάθησιν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 17, 4· τὰ λοιπὰ μυθικῶς προσῆκται, ἔχουσι εἰσαχθῆ, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 11. 8, 20. 11) ἄγω πρός τινα ἢ πρός τι μέρος, ὁδηγῶ, τίς [σε] προσήγαγεν χρεία; Σοφ. Φιλ. 236· ἐλπίς μ’ ἀεὶ προσῆγε Εὐρ. Ἀνδρ. 27. ― Παθ., οἴκτῳ καὶ ἐπιεικείᾳ πρ. Θουκ. 3. 47· βίᾳ αὐτόθι 95· ἄκοντες πρ. ὑπ’ Ἀθηναίων αὐτόθι 63, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 7. 12) ἐν τῷ παθ., προσκολλῶμαι εἴς τι, τινι Θουκ. 2. 77, 3. 63, κτλ.· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν, στρατόν, κτλ.), προσεγγίζω, πλησιάζω, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 22· μάλιστα ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, πρ. πρός τινα, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 43, Ἀν. 1. 10, 9, κτλ.· πρ. κώμῃ τινὶ Ἀρρ. Ἀν. 2. 3· τοῖς βασιλεῡσι Πλούτ. 2. 800Α· ἐγγυτέρω ταῖς ἐλπίσι ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 9· τοῖς τεσσαράκοντα ἔτεσι ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 46· ― πόταγε (Δωρ. ἀντὶ πρόσαγε), πλησίασον, Θεόκρ. 1. 62, 15. 78. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ ναῦν), προσεγγίζω, φέρω εἰς τὴν ξηράν, Πολύβ. 1. 54, 5, κτλ. Β. Μέσ., ἑλκύω πρὸς ἐμαυτόν, φέρω πρὸς τὸ μέρος μου, Λατ. sibi conciliare, προσηγάγετο αὐτοὺς Ἡρόδ. 2. 172· ἀνάγκῃ προσάγεσθαί τινα ὁ αὐτ. 6. 25· πρβλ. Θουκ. 1. 99· τἀρετῇ πρ. πόσιν Εὐρ. Ἀνδρ. 226· ἀπάτῃ πρ. τὸ πλῆθος Θουκ. 3. 43, πρβλ. 48· χρήμασι καὶ δωρεαῖς τὸν δῆμον προσάγεσθαι Πλάτ. Νόμ. 695D· τῷ ποιεῖν εὖ πρ. τὰς πόλεις Ἰσοκρ. 56Ε· θεραπείαις ὁ αὐτ. 31Β· οὕτως ἵππον ἡρεμαίως πρ. τῷ χαλινῷ Ξεν. Ἱππ. 9. 5· συμμάχους καὶ βοηθοὺς πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 4, 9· πρ. ξυμμαχίαν τινὸς Θουκ. 5. 82· πάντων πρ. ὄμματα, προσελκύω τὰ βλέμματα πάντων, ἐπισύρω τὴν προσοχήν, Ξεν. Συμπ. 1. 9. 2) ἀπολ., ἕλκω πρὸς ἐμαυτόν, ἐναγκαλίζομαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 141, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 39, Πλάτ. Πολ. 439Β· οὕτως, Εὐρ. Ἱκέτ. 1100, ἡ δ’ ἐμὴν γενειάδα προσήγετ’ ἀεὶ στόματι. 3) μετ’ ἀπαρ., ἡ Σφὶγξ τὰ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν… ἡμᾶς… προσήγετο, προσείλκυεν ἡμᾶς νὰ ἔχωμεν τὴν προσοχὴν ἡμῶν εἰς τὰ συμβαίνοντα πλησίον ἡμῶν, Σοφ. Ο. Τ. 131· προσάξομαι δάμαρτ’ ἐᾶν σε σκῆπτρα τἄμ’ ἔχειν, θὰ καταπείσω αὐτὴν νά σε ἀφήσῃ νὰ ἔχῃς τὰ σκῆπτρά μου, Εὐρ. Ἴων 659. ΙΙ. λαμβάνω τι μετ’ ἐμαυτοῦ, ὅταν δὲ τούσδε προσθῶμεν πυρί, ὀστᾶ προσάξεσθ’ Εὐρ. Ἱκέτ. 949· τὰ ναυάγια Θουκ. 8. 106· ― λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, προμηθεύομαι, εἰσκομίζω, ἐνεργῶ εἰσαγωγὴν ἐκ τῆς ξένης, Ξεν. Πόροι 1. 7· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 2, 5· τὰ προσαχθέντα, τὰ εἰσαχθέντα ἐκ τῆς ξένης, ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4. 18. 2) αἷς [ταῖς προβοσκίσι] πρ. τὴν τροφήν, διὰ τῶν ὁποίων φέρουσι τὴν τροφὴν εἰς τὸ στόμα των, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 8, πρβλ. 4. 2, 14, π. Ζ. Μορ. 4. 9, 14. 3) μηδὲ προσάγου τῷ πράγματι χειμῶνας ἑτέρους, μηδὲ προστίθει τῷ πράγματι ἑτέρας ἀνησυχίας, Μένανδρ. ἐν «Εὐνούχῳ» 2. (Στοβ. Ἀνθ. 108. 46)· πρ. πόνον, χρῆσθαι αὐτῷ πρὸς ἰδίαν ὠφέλειαν, Πολύβ. 29. 6, 13. 4) προσάγω μάρτυρα, φέρω ὡς μάρτυρα, καὶ τὸν Εὐριπίδην μάρτυρα… προσάγεται Πλούτ. 2. 1049Β.
English (Autenrieth)
aor. 2 προσήγαγε: bring upon, Od. 17.446†.
English (Slater)
προςᾰγω bring ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων (sc. Λάμπων) (I. 6.69)
Spanish
English (Strong)
from πρός and ἄγω; to lead towards, i.e. (transitively) to conduct near (summon, present), or (intransitively) to approach: bring, draw near.
English (Thayer)
(προσανέχω) (προσαχέω) προσάχω, Doric for προσηχέω, to resound: WH marginal reading (see their Appendix, p. 151; others προσάγειν, which see), of the roar of the surf as indicating nearness to land to sailors at night.]
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.)
2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν.
γ. «ἀπιέναι ἐκέλευον αὐτοὺς καὶ πρὸς τὸν δῆμον οὐ προσῆγον», Θουκ.)
νεοελλ.
ναυτ.
1. φέρνω την πλώρη του πλοίου κοντά στην ευθεία του ανέμου, ορτσάρω
2. (η προστ. του ενεστ.) πρόσαγε!
(ναυτ. κέλευσμα) όρτσα (α)λα μπάντα
αρχ.
1. παρέχω
2. προσθέτω
3. κινώ ή φέρνω κάτι προς κάτι άλλο («τὴν ἄνω γνάθον προσάγει τῇ κάτω», Ηρόδ.)
4. (σχετικά με εδέσματα) παραθέτω
5. φέρνω κοντά («μὴ πρόσαγε τὴν χεῖρά μοι», Αριστοφ.)
6. στρ. οδηγώ στράτευμα ή πολεμικά μέσα εναντίον κάποιου
7. εισάγω
8. οδηγώ προς κάποιον ή προς ένα μέρος («ἐλπίς μ' ἀεὶ προσῆγε», Ευρ.)
9. φέρνω αγγελία, προσαγγέλλω
10. αυξάνω μίσθωμα ή τέλος («ᾧ προσάγω ὑπὲρ ἐπιθέματος ἄλλας δραχμὰς ἑξήκοντα», Ξεν.)
11. κάνω ερώτηση
12. προβάλλω επιχείρημα
13. (αμτβ.) α) πορεύομαι εναντίον κάποιου
β) πλησιάζω κάποιον, προσεγγίζω
γ) συνεχίζω
14. (μέσ. και παθ.) προσάγομαι
α) προσκολλώμαι σε κάτι
β) φέρνω προς το μέρος μου, προσεταιρίζομαι («χρήμασι καὶ δωρεαῖς τὸν δῆμον προσάγεσθαι», Πλάτ.)
γ) εφιστώ την προσοχή κάποιου, τον αναγκάζω να προσέξει («ἡ Σφὶγξ τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν... ἡμᾶς... προσήγετο», Σοφ.)
δ) πείθω κάποιον εντελώς
ε) εναγκαλίζομαι
στ) παίρνω κάτι μαζί μου
ζ) εισάγω από ξένη χώρα («προσάγεται τε ὦν δεῖται καὶ ἀποπέμπεται ἃ βούλεται», Ξεν.)
η) επιβαρύνω («συνέβη ναῦλον ἡμῖν προσάγεσθαι τοῦ πλοίου», πάπ.)
15. φρ. α) «λόγῳ προσάγω ὅτι» — εισάγω τον ισχυρισμό ότι
β) «προσάγω ὅρκον τινί» — κάνω κάποιον να ορκιστεί, τον βάζω να πάρει όρκο
γ) «προσάγω τὴν ναῡν» — προσορμίζομαι
δ) «πάντων προσάγομαι ὄμματα» — προσελκύω τα βλέμματα όλων, επισύρω την προσοχή όλων.
Greek Monotonic
προσάγω: μέλ. -ξω, αόρ. βʹ προσήγᾰγον, σπανίως αόρ. αʹ προσῆξα, Μέσ. μέλ. (με Παθ. σημασία), προσάξομαι·
Α. I. 1. φέρνω σε ή πάνω σε, τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε, σε Ομήρ. Οδ.· θυσίας προσάγω τινί, σε Ηρόδ.· προσάγω πάντα, παρέχω, προμηθεύω, σε Ξεν.
2. τοποθετώ σε, προσθέτω, ἅμα ἠγόρευε καὶ ἔργον προσῆγε, σε Ηρόδ.
3. θέτω σε, φέρνω σε, κινώ προς, εφαρμόζω, όπως το Λατ. applicare, τὴν ἄνω γνάθον προσάγω τῇ κάτω, στον ίδ.· ὀφθαλμὸν προσάγω κεγχρώμασι, φέρνω κοντά, εφάπτω το μάτι ακριβώς στις οπές, σε Ευρ.
4. λέγεται για τροφές, θέτω ενώπιον, παραθέτω, βρώματά τινι, σε Ξεν.
5. μεταφ., προσάγω ὅρκον τινί, θέτω όρκο σ' αυτόν, τον βάζω να ορκιστεί, σε Ηρόδ.
6. με στρατιωτική σημασία, οδηγώ εναντίον κάποιου, άγω σε επίθεση, κινούμαι προς, τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατόν, σε Θουκ.· στρατιὰν προσάγω πρὸς πολεμίους, προσάγω μηχανὰς πόλει, στον ίδ.
7. μεταφ., τὰς ἀνάγκας, στον ίδ.· προσάγω τόλμαν, επιδίδομαι ή καταβάλλω τόλμη, σε Ευρ.
8. προσάγω φόρον, αποδίδω φόρο, σε Θουκ.
9. οδηγώ σε ή ενώπιον, τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους, σε Ξεν.· εισάγω, παρουσιάζω, τινὰ πρὸς τὸν δῆμον, πρὸς τὴν βουλήν, σε Θουκ.· προσάγω τοὺς πρέσβεις, σε Δημ.·
10. φέρνω πλησιέστερα, οδηγώ, ἐλπίς μ' ἀεὶ προσῆγε, σε Ευρ. — Παθ., οἴκτῳ καὶ ἐπιεικείᾳ προσάγεσθαι, σε Θουκ., Ομήρ. Ιλ. — Παθ., προσκολλώμαι σε κάτι, τινι, στον ίδ.
II. 1. φαινομενικά μτβ. (ενν. ἑαυτόν, στρατόν κ.λπ.), πλησιάζω, προσεγγίζω, ιδίως με εχθρική σημασία, σε Ξεν.
2. (ενν. ναῦν), φέρνω σε, έρχομαι στην ξηρά, σε Πολύβ. Β. I. 1. Μέσ., ελκύω ή φέρνω προς το μέρος μου, προσεγγίζω την πλευρά κάποιου, Λατ. sibi conciliare, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· πάντων προσάγω ὄμματα, τραβώ όλα τα βλέμματα επάνω μου, σε Ξεν.
2. απόλ., έλκω προς εμένα, εναγκαλίζομαι, σε Ευρ., Αριστοφ.
3. με απαρ., προσελκύω κάποιον να κάνει κάποιο πράγμα, ἡ Σφὶγξ σκοπεῖν ἡμᾶς προσήγετο, σε Σοφ.· προσάξομαι δάμαρτ' ἐᾶν, θα τὴν προτρέψω να τα υποστεί, σε Ευρ.
II. παίρνω κάτι μαζί μου, προμηθεύομαι, ὀστᾶ, στον ίδ.· τὰ ναυάγια, σε Θουκ.· προμηθεύω, εισάγω, σε Ξεν.· τὰ προσαχθέντα, εισαγωγές, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ξω aor2 προσήγᾰγον rarely aor1 προσῆξα [fut. mid. προσάξομαι in pass. sense προσάξομαι
I. to bring to or upon, τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε; Od.; θυσίας πρ. τινί Hdt.; πρ. πάντα to furnish, supply, Xen.
2. to put to, add, ἅμα ἠγόρευε καὶ ἔργον προσῆγε Hdt.
3. to put to, bring to, move towards, apply, like Lat. applicare, τὴν ἄνω γνάθον πρ. τῇ κάτω Hdt.; ὀφθαλμὸν πρ. κεγχρώμασι to apply the eye closely to the eyelet-holes, Eur.
4. of meats, to set before, βρώματά τινι Xen.
5. metaph., πρ. ὅρκον τινί to put an oath to him, make him take it, Hdt.
6. in military sense, to bring up for the attack, move on towards, τῇ Ποτιδαίᾳ τὸν στρατόν Thuc.; στρατιὰν πρ. πρὸς πολεμίους, πρ. μηχανὰς πόλει Thuc.
7. metaph., τὰς ἀνάγκας Thuc.; πρ. τόλμαν to apply or put forth daring, Eur.
8. πρ. φόρον to bring in tribute, Thuc.
9. to bring to or before, τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους Xen.: to introduce, τινὰ πρὸς τὸν δῆμον, πρὸς τὴν βουλήν Thuc.; πρ. τοὺς πρέσβεις Dem.
II. Pass. to attach oneself to, τινι Thuc.
II. seemingly intr. (sub. ἑαυτόν, στρατόν, etc.), to draw near, approach, especially in a hostile sense, Xen.
2. (sub. ναῦν) to bring to, come to land, Polyb.
B. Mid. to bring or draw to oneself, attach to oneself, bring over to one's side, Lat. sibi conciliare, Hdt., Thuc., etc.; πάντων πρ. ὄμματα to draw all eyes upon oneself, Xen.
2. absol. to draw to oneself, embrace, Eur., Ar.
3. c. inf. to induce one to do a thing, ἡ Σφὶγξ σκοπεῖν ἡμᾶς προσήγετο Soph.; προσάξομαι δάμαρτ' ἐᾶν σε will induce her to suffer thee, Eur.
II. to take to oneself, to take up, ὀστᾶ Eur.; τὰ ναυάγια Thuc.:— to procure, import, Xen.; τὰ προσαχθέντα imports, Xen.
Chinese
原文音譯:pros£gw 普羅士-阿哥
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向著-帶領 相當於: (בֹּוא / לָבֹא)
字義溯源:向⋯帶領,帶到面前,引領,帶到,漸近,走近,接近;由(πρός)=向著)與(ἄγω)*=帶領)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)。參讀 (ἄγω) (ἐγγίζω)同義字
出現次數:總共(4);路(1);徒(2);彼前(1)
譯字彙編:
1) 帶到⋯面前(1) 徒16:20;
2) 帶到⋯來罷(1) 路9:41;
3) 引領(1) 彼前3:18;
4) 漸近(1) 徒27:27
Léxico de magia
acercar, poner cerca ἐ<ὰ>ν δαιμονιζομένῳ εἴπῃς τὸ ὄνομα προσάγων τῇ ῥινὶ αὐτοῦ θεῖον καὶ ἄσφαλτον, εὐθέως λαλήσει, καὶ ἀπελεύσεται si a un endemoniado le dices el nombre y acercas a su nariz azufre y asfalto, en seguida hablará (el demon) y se retirará P XIII 243 πρόσαγε τῇ θύρᾳ τὸν ὀμφαλὸν λέγων acerca el ombligo a la puerta diciendo P XIII 1069
Lexicon Thucydideum
adducere, to lead to, 2.89.4, 5.61.1, 8.3.1,
admovere, to bring near, apply, 1.64.2, 1.99.1, 2.76.4,
item likewise 4.100.1. 4.100.3. 7.25.6, 7.43.1.
Absol. absolutely copias admovere, to move troops up, 3.107.3, 7.37.2,
colligere, to gather together, collect, 2.97.3,
MED. ad se trahere, to draw to oneself, 8.106.4,
sibi conciliare, ad suam societatem adducere, to win over, bring into one's alliance, 2.30.1. 3.32.2, 3.55.3, 3.91.2. 4.86.1. 4.88.1. 6.22.1, 6.47.1. 6.48.1. 6.71.2. 6.75.3. 6.104.2. 7.7.2, 7.55.2. 8.17.2. 8.25.5. 8.44.1,
in suam potestatem redigere, to reduce to one's power, 1.99.1, 6.94.3, 8.107.1.
appetere, to strive for, seek, 5.82.5,
ad suam sententiam trahere, to bring over to one's opinion, 3.42.6, 3.43.2.
pellicere, to entice, attract, 6.54.3,
PASS. admoveri, to be moved up, 1.76.4, 4.115.2,
ad societatem adduci, to be brought into the alliance, 4.87.3,
in potestatem redigi, to be brought into one's power, 2.77.2, 3.95.1,
ad sententiam trahi, to be brought over to the opinion, 3.48.1,
compelli, to be compelled, 3.63.2.