φύλλον

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλλον Medium diacritics: φύλλον Low diacritics: φύλλον Capitals: ΦΥΛΛΟΝ
Transliteration A: phýllon Transliteration B: phyllon Transliteration C: fyllon Beta Code: fu/llon

English (LSJ)

τό
A leaf; in Ep. and Hdt. always in plural leaves, or collectively foliage, φύλλα καὶ ὄζους Il.1.234, al.; φύλλα δ' ἔραζε χέει Hes. Op.421; τὰ φύλλα καταδρέποντες κατήσθιον Hdt.8.115; ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλα ἀναπέμπει Pi.P.9.46; ψυχὰς ἐδάη.. οἷά τε φύλλ' ἄνεμος δονεῖ B.5.65; sg., S.OC701 (lyr.), Thphr. HP 1.10.6, etc.; οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν Il.6.146, cf. Mimn.2.1; φύλλων γενεᾷ προσόμοιοι Ar.Av.685 (anap.); φύλλοις βάλλειν E.Hec.574; πλεκτὰ φύλλα wreathed leaves, Id.Hipp.807; φύλλον ἐλαίας, poet. for ἐλάα, S.l.c.: metaph. of choral songs, φύλλ' ἀοιδᾶν Pi.I.4(3).27; of leaves used as voting papers, IG12(5).595A12 (Ceos, iii/ii B. C.).
2 of flowers, petal, [ῥόδον] ἔχον ἑξήκοντα φύλλα Hdt.8.138; ὑακίνθινα φύλλα, λειμώνια φύλλα, Theoc.11.26, 18.39.
II plant, in general, φ. ὂν ἐπινηχόμενον τῷ ὕδατι Dsc.1.12, cf. Numen. ap. Ath.9.371b; ἡ κατὰ φύλλον (with or without γεωμετρία) survey according to plants, i.e. crops grown, PTeb.38.3, 78.4 (ii B. C.): ποτίσαι εἰς φύλλον ib.72.362, 105.32 (ii B. C.): especially of medicinal herbs, φ. εἴ τι νώδυνον κάτοιδε S.Ph.44; ἠπίοισι φ. ib.698 (lyr.), cf. 649.
2 as a name of definite species:
a = βρυωνία, dog's mercury, Mercurialis perennis, Thphr. HP 9.18.5, Dsc.3.125.
b the leaf-like fruit of silphium, Hp.Nat.Mul.72, Thphr. HP 6.3.1, Polyaen.4.3.32.
c = λευκάκανθα, Dsc.3.19.

German (Pape)

[Seite 1315] (φύω), τό, 1) Blatt, Laub; oft bei Hom., der wie Hes., Pind., Tragg. u. Her. immer den plur. gebraucht. – Auch Blumen, ὑακίνθινα φύλλα ἐξ ὄρεος δρέψασθαι, λειμώνια, Theocr. 11, 26. 18, 39; übh. Pflanze, Numen. bei Ath. 371 b. – 2) der blätterähnliche Saame des Silphium, Hippocr. – Eine unbestimmte Pflanze, Theophr. – Auch, wie folium, ein Gewürz, Hippocr.; vgl. Polyaen. 4, 3,32.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. feuille :
1 en gén. feuille d'arbre, de plante, etc.
2 particul. pétale de fleur ; au pl. τὰ φύλλα réunion de pétales ; fleur;
II. au pl. τὰ φύλλα plantes médicinales.
Étymologie: p. *φύλjον de R. Φυ, pousser, croître, v. φύω ; sel. d'autres, de la R. Φλυ, v. φλέω ; cf. lat. folium.

Russian (Dvoretsky)

φύλλον: τό
1 лист, собир. листья, листва Hom., Hes., Her., Trag. etc.;
2 венок из лавровых листьев, награда (φ. ἀοιδῶν Pind.);
3 лепесток (sc. τοῦ ῥόδου Her.; ὑακίνθινα φύλλα Theocr.);
4 целебное растение, зелье (τὰν αἱμάδα ἠπίοισι φύλλοις κατευνάζειν Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

φύλλον: τό, ἐν τῷ πληθ. φύλλα, ἢ περιληπτικῶς, τὰ φύλλα, τὸ φύλλωμα δένδρου, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ., Ἡσ., Ἡροδ.· τὸ ἑνικὸν ἐν Σοφ. Ο. Κ. 701, Θεόφρ., κλπ.· οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν Ἰλ. Β. 146· φύλλων γενεᾷ προσόμοιοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 685. φύλλοις βάλλειν Εὐρ. Ἑκάβ. 574· πλεκτὰ φύλλα, φύλλα ἀποτελοῦντα στέφανον ἢ κόσμημα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 807· φύλλον ἐλάας, ποιητ. ἀντὶ ἐλάα, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― μεταφορ. ἐπὶ χορικῶν ᾀσμάτων, φύλλ’ ἀοιδᾶν Πινδ. Ι. 4. 46 (3. 45). 2) ὡσαύτως, φύλλον ἄνθους, πέταλον, ῥόδον ἔχον ἑξήκοντα φύλλα Ἡρόδ. 8. 138· ὑακίνθινα φύλλα, λειμώνια φύλλα Θεόκρ. 11. 26., 18. 39· πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθολ. 2. 2, σ. 266. 3) τὸ φύλλον βιβλίου, Λατ. folium, Βυζ. ΙΙ. ὁ φυλλοειδὴς σπόρος τοῦ σιλφίου, Ἱππ. 274, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3. 1. ΙΙΙ. εἶδος φυτοῦ, ἴσως mercurialis, αὐτόθι 9. 18, 5· ὡσαύτως ἕτερον ὄνομα τῆς βρυωνίας, Διοσκ. 3. 140· φύλλον τοῦ Ἰνδικοῦ μαλαβάθρου, Πολύαιν. 4. 3, 32· ἴσως δὲ καὶ ἀνατολικοῦ τινος φυτοῦ καλουμένου betel, Διοσκ. 1. 11· ― καθόλου, φυτόν, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 371Β. ΙV. λέγεται καὶ ἐπὶ ἰατρικῶν βοτανῶν, φύλ. εἴ τι νώδυνον κάτοιδε Σοφ. Φιλ. 44· ἠπίοισι φ. αὐτόθι 698, πρβλ. 649. 2) ἐπὶ εὐωδῶν βοτανῶν, Ἱππ. παρὰ Γαλην. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΦΑΥ (ἴδε ἐν λέξ. φλέω), ἀντὶ φύλιον, πρβλ. Λατ. folium).

English (Autenrieth)

leaf; φύλλων γενεή, Il. 6.146.

English (Slater)

φύλλον (φύλλοις, -α.) leafὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει” (P. 9.46) πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους (i. e. in the ceremony of φυλλοβολία) (P. 9.124) λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα (N. 1.17) met., ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (sc. φάμα) (I. 4.27)

Spanish

hoja

English (Strong)

from the same as φυλή; a sprout, i.e. leaf: leaf.

Greek Monolingual

το / φύλλον, ΝΜΑ
1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση του βλαστού τών τραχεοφύτων, η οποία αποτελεί το κύριο φωτοσυνθετικό όργανο του φυτού και επιτελεί σε σημαντικό βαθμό τη λειτουργία της διαπνοής (α. «βασιλικός πλατύφυλλος με τα σαράντα φύλλα» β. «τα φύλλα της ελιάς» γ. «ἰδὼν συκῆν... ἦλθεν ἐπ' αὐτὴν καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰμὴ φύλλα μόνον», ΚΔ
δ. «οἵη περ φύλλων γενεὴ τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.)
2. καθένα από τα πέταλα του άνθους τών φυτών (α. «τριαντάφυλλο με εκατό φύλλα» β. «ῥόδον ἔχον ἑξήκοντα φύλλα», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. οτιδήποτε λεπτό και πλατύ από μέταλλο, ξύλο, ζύμη κ.λπ. (α. «φύλλα χρυσού» β. «φύλλο κόντρα πλακέ» γ. «φύλλο για μπακλαβά»)
2. εφημερίδα, περιοδικό, τεύχος (α. «απογευματινό φύλλο» β. «το χθεσινό φύλλο της εφημερίδας» γ. «δεκαπενθήμερο φύλλο»)
3. τμήμα πόρτας ή παραθύρου που ανοιγοκλείνει
4. καθένα από τα κομμάτια υφάσματος που ράβονται μαζί στο γυναικείο φόρεμα
5. ναυτ. κάθε κομμάτι του πανιού ιστιοφόρου πλοίου
6. τραπουλόχαρτο
7. μαθημ. επίπεδη καμπύλη, μέρος της οποίας μοιάζει με φύλλο
8. στρ. έγγραφο που φανερώνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο στρατιωτικός που το έχει (α. «φύλλο πορείας» β. «φύλλο αδείας»)
9. φρ. α) «άμισχο φύλλο»
βοτ. φύλλο χωρίς μίσχο
β) «απλό φύλλο»
βοτ. φύλλο του οποίου το έλασμα είναι μονοτμηματικό
γ) «σύνθετο φύλλο»
βοτ. φύλλο του οποίου το έλασμα αποτελείται από περισσότερα του ενός τμήματα, από τα λεγόμενα φυλλάρια
δ) «τυπογραφικό φύλλο»
(τυπογρ.) βλ. τυπογραφικός
ε) «μαγνητικό φύλλο»
φυσ. μαγνήτης με μορφή λεπτού ελάσματος, του οποίου οι δύο όψεις έχουν ίσες και αντίθετες μαγνητικές πυκνότητες
στ) «θα γυρίσω φύλλο»
(ως απειλητική προειδοποίηση) θα αλλάξω συμπεριφορά
ζ) «φύλλο συκής» — αδαμιαία περιβολή, γύμνια
η) «χωρίς φύλλο συκής» — χωρίς ντροπή, τελείως αδιάντροπα
θ) «έχει φύλλο» — τον ευνοούν οι περιστάσεις
ι) «γύρισε το φύλλο» — άλλαξε φρονήματα ή συναισθήματα
ια) «τον παίρνει στο φύλλο»
(για ιστίο) η διεύθυνση του ανέμου δεν το φουσκώνει, αλλά το τρεμουλιάζει
νεοελλ.-μσν.
καθένα από τα επιμήκη, συνήθως, κομμάτια χαρτιού από τα οποία αποτελείται ένα βιβλίο
μσν.-αρχ.
φρ. «φύλλον τὸ ἰνδικόν»
βοτ. το τριφύλλι
αρχ.
1. το άνθος του φυτού («ὑακίνθινα φύλλα ἐξ ὄρεος δρέψασθαι», Θεόκρ.)
2. φυτό, χορτάρι («φύλλων δ' ὅσσ' ἄσπαρτα ἐρρίζωται ἀρούραις», Νουμήν.)
3. ονομασία διαφόρων φυτών
4. ο σπόρος του φυτού σίλφιο
5. φρ. α) «ἤπια φύλλα» — θεραπευτικά βότανα
β) «φύλλοις βάλλω τινά» — ραίνω κάποιον με φύλλα δάφνης ή μυρτιάς ή με πέταλα ανθέων (Ευρ.)
γ) «πλεκτὰ φύλλα» — στεφάνι, από φύλλα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φύλλον ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhel- «φύλλο, άνθηση, ανθίζω» (η οποία πιθανότατα προέρχεται από τη ρίζα bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι» τών τ. φαλλός, φλέω, φλύω κ.λπ. με την έννοια της αφθονίας χυμών, της άνθησης, βλ. και λ. φλέω, φλύω) και συνδέεται με τ. όπως: λατ. folium (από την ετεροιωμένη βαθμίδα), αρχ. άνω γερμ. blat «άνθηση», γερμ. Blatt «φύλλο», μέσ. ιρλνδ. blāth «άνθηση, άνθος» (τ. που εμφανίζουν οδοντική παρέκταση -t-). Ο ελλ. τ. φύλλον, από μορφολογική άποψη, έχει προέλθει από τ. bhulyo- ή bhulio-με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -l-της συνεσταλμένης βαθμίδας ως -υ- (πρβλ. μύλη < ml- της ρίζας mel-), πιθανότατα κατ' επίδραση του τ. φυτόν.
ΠΑΡ. φυλλάριο(ν), φυλλίζω, φυλλίτης, φυλλώδης, φυλλώ(-νω)
αρχ.
φυλλάζω, φυλλάς, φυλλείον, φυλλίνης, φύλλινος, φύλλίον, φυλλίτις, φυλλιώ, φυλλιών
αρχ.-μσν.
φυλλίς
νεοελλ.
φυλλαράκι, φυλλαρούδι, φυλλιδωτός, φυλλίνη, φυλλουριά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φυλλάκανθος, φυλλοβόλος, φυλλοτόμος, φυλλοφόρος
αρχ.
φυλλάμπελον, φυλλαναλογημός, φυλλανθές, φυλλάνθιον, φυλλόκομος, φυλλοκόπος, φυλλολόγος, φυλλομανής, φυλλορόος, φυλλοσινής, φυλλόσκεπος, φυλλόστρωτος, φυλλοτόκος, φυλλοτρώξ, φυλλοφυώ
αρχ.-μσν.
φυλλοχόος
μσν.
φυλλοδάφνη, φυλλοκτόνος
μσν.- νεοελλ.
φυλλοκάρδια, φυλλομαντεία
νεοελλ.
φύλλανθος, φύλλαρθρο, φυλληρεφής, φυλλόβιος, φυλλόγναθος, φυλλόδερμα, φυλλοδήκτης, φυλλοειδής, φυλλόκακτος, φυλλόκερας, φυλλοκλάδιο, φυλλόκλαδος, φυλλοκοινία, φυλλομαδώ, φυλλομέδουσα, φυλλομετρώ, φυλλόμορφος, φυλλονυχτερίδα, φυλλοξήρα, φυλλοπορφυρίνη, φυλλοπτέρυξ, φυλλόρρινος, φυλλοσκεπής, φυλλόσταχυς, φυλλοστρωμένος, φυλλοταξία, φυλλοτρήτης, φυλλοφάγος, φυλλόχλωρος. (Β' Συνθετικό) α) σε -φυλλος: αείφυλλος, ακανθόφυλλος, αραιόφυλλος, άφυλλος, εκατοντάφυλλος, έμφυλλος, καλλίφυλλος, κατάφυλλος, λειόφυλλος, λεπτόφυλλος, λευκόφυλλος, μακρόφυλλος, μεγαλόφυλλος, μικρόφυλλος, μονόφυλλος, ολιγόφυλλος, πεντάφυλλος, πλατύφυλλος, πολύφυλλος, πυκνόφυλλος, ριζόφυλλος, σαρκόφυλλος, σκληρόφυλλος, στενόφυλλος, τρίφυλλος, χιλιόφυλος
αρχ.
αεξίφυλλος, ακριτόφυλλος, ακρόφυλλος, βαθύφυλλος, βραχύφυλλος, γωνιόφυλλος, δωδεκάφυλλος, εγγειόφυλλος, εικοσίφυλλος, εινοσίφυλλος, εμπεδόφυλλος, επετειόφυλλος, επιγειόφυλλος, επικαυλόφυλλος, επτάφυλλος, ερίφυλλος, εύφυλλος, ημερόφυλλος, ιτεόφυλλος, καλαμόφυλλος, καλόφυλλος, κινησίφυλλος, κοιλόφυλλος, μονόφυλλος, μελάμφυλλος, μελανόφυλλος, νηριτόφυλλος, οξύφυλλος, ουλόφυλλος, πανάφυλλος, πιόφυλλος, προσριζόφυλλος, σπανόφυλλος, τανίφυλλος, τανύφυλλος, ταξίφυλλος, τριακοντάφυλλος, τριχόφυλλος
νεοελλ.
αβρόφυλλος, ανισόφυλλος, αριόφυλλος, βελονόφυλλος, γυμνόφυλλος, δασύφυλλος, δίφυλλος, εικοσάφυλλος, εκατόμφυλλος, εννεάφυλλος, εξάφυλλος, τετράφυλλος, χλωρόφυλλος
β) σε -φυλλο(ν): αμπελόφυλλο(ν), εκατόφυλλο(ν), ελαιόφυλλο(ν), καρπόφυλλο(ν), καρυόφυλλο(ν), κισσόφυλλο(ν), κιτρόφυλλο(ν), μηλόφυλλο(ν), μυριόφυλλο(ν), παράφυλλο(ν), ροδόφυλλο(ν), συκόφυλλο(ν)
αρχ.
αγριόφυλλον, ακρόφυλλον, απλόφυλλον, απόφυλλον, γλυκύφυλλον, καλλίφυλλον, μαχαιρόφυλλον, μελισσόφυλλον, μελιτόφυλλον, μελίφυλλον, ξηροκαρυόφυλλον, ξυλοκαρυόφυλλον, ονόφυλλον, οξυτρίφυλλον, οξύφυλλον, οπόφυλλον, πολιόφυλλον, στησίφυλλον, συκινόφυλλον, τρίσφυλλον, υδνόφυλλον, χαιρέφυλλον
νεοελλ.
αμυγδαλόφυλλο, δαφνόφυλλο, εξώφυλλο, θυρόφυλλο, καπνόφυλλο, λαχανόφυλλο, οπισθόφυλλο, παραθυρόφυλλο, σιδηρόφυλλο, τριαντάφυλλο, χαλυβδόφυλλο, χρυσόφυλλο, ωραιόφυλλο].

Greek Monotonic

φύλλον: τό (φλέω
I. 1. φύλλο· στον πληθ., φύλλα ή περιληπτικά, φύλλωμα δέντρου, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν, τέτοια είναι η γενιά των φύλλων, όπως είναι και των ανθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ.· φύλλοις βάλλειν, σε Ευρ.· σε ενικ., φύλλον ἐλαίας, ποιητ. αντί ἐλάα, σε Σοφ.· μεταφ. λέγεται για χορικά άσματα, φύλλ'ἀοιδᾶν, σε Πίνδ.
2. λέγεται για λουλούδια, πέταλο, σε Ηρόδ., Θεόκρ.
II. ιατρικό βότανο, σε Σοφ.

Middle Liddell

φύλλον, ου, τό, φλέω
I. a leaf; in plural leaves, or collectively the leaves, foliage of a tree, Hom., Hdt., etc.; οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν as is the generation of leaves, such is that of men, Il.; φύλλοις βάλλειν Eur.; in sg., φύλλον ἐλάας, poet. for ἐλάα, Soph.:—metaph. of choral songs, φύλλ' ἀοιδᾶν Pind.
2. of flowers, a petal, Hdt., Theocr.
II. a medicinal herb, Soph.

Frisk Etymology German

φύλλον: {phúllon}
Grammar: n.
Meaning: Blatt (seit Il.), auch als Bez. von Pflanzen mit hervortretenden Blättern und von blattähnlichen Pflanzenteilen (Hp., Thphr., Dsk., Pap.; vgl. Strömberg Theophrastea 184).
Composita: Zahlreiche Kompp., z.B. φυλλοφόρος Blatter tragend (Pi. u.a.), τρίφυλλον n. Trifolium, Klee (ion. att.), eig. substanti- viert von τρίφυλλος dreiblättrig (Dsk., H.); Strömberg Pfl. 17 u. 39.
Derivative: Viele Ableitungen. 1. Demin. φύλλιον n. (Pl. Kom. u.a.), -άριον n. (Dsk. u.a.), auch Blattornament (Delos IIa). 2. -άς, -άδος f. Blätterhaufen, Blätterwerk, Laub, laubreicher Hain (Hdt., Trag., D. S., Str. u. a.), Adj. blätterreich (Nonn.), auch N. der Insel Samos (Schulze Kl. Schr. 687). 3. -ίς, -ίδος f. Blätterwerk (Gp.), auch = -ῖτις (s.d., Ps.-Dsk.). 4. -ιάς· ἐκ λαχάνων ὑπότριμμά τι σκευαζόμενον. ἐκαλεῖτο δὲ θρῖα H. 5. -εῖα n. pl. Kräuter (Ar.). 6. -ίτης (ἀγών) = -ίνης (s.d., Sch.), -ῖτις f. Pfl.N. Hirschzunge, Art Farnkraut (Dsk.; Redard 78). 7. -ινος von Blättern gemacht (Theok., Luk.), -ίνης (ἀγών) m. Wettkampf, bei dem der Preis aus einem Kranz besteht (Poll., H.; Redard 107), auch -ιναῖος ἀγών (EM). 8. -ικός zum Blatt gehörig, blattähnlich (Thphr.). 9. -ώδης ib. (Thphr.). 10. Monatsnamen -ικός (Thessal.), -ιών (Iasos). — Verba: 11. -όομαι mit Blättern bekleidet werden (Hp.) mit -ώματα n. pl. Blätterwerk (D. S.). 12. -ίζω entblättern (Gp.) = ἀπο- ~ (Thphr. u.a.); ἐμ- ~ einpfropfen mit -ισμός (Gp.), ἐπι- ~ Nachlese im Weinberge halten, übertr. von einer kleinlichen Arbeit (LXX), mit -ίς Nachlesetraube (LXX, AP), übertr. von den Versen der Epigonen (Ar.). 13. -άζω· frondesco (Gloss.). 14. -ιάω im Ptz. pl. f. -ιόωσαι ‘Blätter (ohne Früchte) treiben’ (Arat.). 15. -εῖν· ἀδολεσχεῖν H. (von einem fruchtlosen Schwatzen, vgl. 14).
Etymology: Kann von lat. folium Blatt nicht getrennt werden, obwohl die Vokale nicht stimmen. Für folium könnte neben idg. *bholzur Not auch eine tiefstufige Grundform in Betracht kommen, wie eine solche auch für φύλλον möglich ist (Schwyzer 351 f.), sofern man nicht vorzieht, eine sekundäre Angleichung an φύω anzunehmen. Eine dritte Variante zeigt mir. bileóc Blättchen aus *bile (< idg. *bheli̯om). Eine ganz andere Bildung mit t-Suffix ist im Germ., Toch. und Keltischen vertreten durch ahd. blat, nhd. Blatt usw., toch. A pält, B pilta Blatt, sämtliche mit Tief-, bzw. Schwundstufe, kelt., z.B. mir. blāth Blüte, Blume aus idg. *bhlō-t- wie auch ahd. bluot das Blühen, Blüte u.a.m., s. WP. 2, 176f., Pok. 122, W.-Hofmann s. folium und flōs; alles mit endgültiger Unterkunft in bhel- schwellen (s. φαλλός) ?
Page 2,1050-1051

Chinese

原文音譯:fÚllon 廢朗
詞類次數:名詞(6)
原文字根:長出
字義溯源:苖,葉,葉子;源自(φυλή)=支派),而 (φυλή) 出自(φύω)*=發芽,生長)
出現次數:總共(6);太(2);可(3);啓(1)
譯字彙編
1) 葉子(4) 太21:19; 可11:13; 可11:13; 啓22:2;
2) 葉(2) 太24:32; 可13:28

English (Woodhouse)

leaf, medicinal

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φυλλάςάδος (=στρῶμα ἀπό φύλλα), φύλλινος, φυλλίς, φυλλίτης, φυλλοβολῶ, φυλλοροέω, φυλλώδης, φύλλωμα.

Léxico de magia

τό hoja de diferentes plantas, usada gener. para escribir o pintar de lino λαβὼν καλπάσου φ. ζωγράφησον τῷ μηνυθησομένῳ σοι μέλανι τὴν θεὸν τήν σοι μηνυθησομένην toma una hoja de lino y con la tinta que se te indicará dibuja la diosa que te será indicada P IV 2046 (καταγράφεται) τὸ δὲ τῆς καλπάσσου φ. αἵματι ἱερακείῳ la hoja de lino se pinta con sangre de halcón P IV 2103 τὸ δὲ εἰς φ. τῆς καλπάσου ἐστὶν ζῴδιον τοῦτο esta es la figura que se pinta en la hoja de lino P IV 2117 γράφε εἰς φ. καλπάσου ταῦτα escribe esto en una hoja de lino P IV 2141 μίλτῳ ἐπὶ φύλ<λ>ων χαλπάσ(ου) ζμύρνισον sobre unas hojas de lino escribe con tinta de mirra mezclada con minio P XIXb 3 laurel εἰς φ. δάφνης ἐπίγραψον ζμύρνᾳ μετὰ αἵματος βιαίου en una hoja de laurel escribe con mirra mezclada con sangre de uno muerto violentamente P IV 2205 λαβὼν καὶ ἕτερον φ. δάφνης βασιλικῆς ἐπίγραψον κινναβάρει θεοῦ ζῶντος ὄνομα τοῦτο toma también otra hoja de laurel real y escribe con cinabrio este nombre del dios viviente P VII 822 P II 65 ἐντύλισσε τὰ φύλλα ἐν σουδαρίῳ καινῷ καὶ τίθει ὑπὸ τὴν κεφαλήν σου envuelve las hojas en un sudario nuevo y ponlo debajo de tu cabeza P VII 826 ἐπίφερε δὲ καὶ τοῦτο, ὅπερ ἐν φύλλοις δάφνης γράφεται añade también esto, que se escribe en hojas de laurel P II 11 P II 32 SM 96A 51 λαβὼν φύλλα δάφνης ἐγκαρδίου κηʹ καὶ γῆς παρθενικῆς καὶ ἀρτεμισίας σπέρματος toma veintiocho hojas de laurel medular, tierra virgen y semilla de artemisa P V 370 λαβὼν φ. δάφνης ἐπίγραψον τὸν χαρακτῆρα toma una hoja de laurel y escribe en ella el signo P XIII 1044 SM 74 3 ταῦτα εἴπας γʹ ἔκλειξον τὸ φύλλον después de decir esto tres veces, lame la hoja P XIII 1051 cincoenrama εἰς φύλλον πεντεδακτύλου βοτάνης γράψον τὸν ὑποκείμενον χαρακτῆρα ... γράψας σμυρνομέλανι en una hoja de planta de cincoenrama escribe el signo siguiente, escribiéndolo con tinta de mirra P II 40 mirto λαβὼν φύλλα μυρσίνης ἐπίγραφε τῷ μέλανι toma hojas de mirto y escribe con la tinta P IV 2232 olivo εἰς φ. ἐλαίας εἰς τὸ λευκὸν ἐπίγραψον en una hoja de olivo, en la parte blanca escribe P VII 213 SM 82 fr.B.4 κλῶνας ἐλαίας ἆρον ἑπτὰ φύλλα toma siete hojas de ramas de olivo P LXI 3 palmera λαβὼν φοίνικος ἄρσενος φύλλα κθʹ ἐπίγραψον ἐν ἑκάστῳ τῶν φύλλων τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα toma veintinueve hojas de palmera macho y escribe en cada una de las hojas los nombres de los dioses P XXIV 15 persea γράψον ἐπὶ φύλλου περσέας τὸ ὀκταγράμματον ὄνομα escribe en una hoja de persea el nombre de ocho letras P IV 782 ἀπόλειχε τὸ φ. δεικνύων ἡλίῳ lame la hoja mostrándola al sol P IV 785 τὸ φ. ἑλίξας ἔμβαλε εἰς τὸ ῥόδινον enrolla la hoja y échala en el aceite de rosas P IV 789 para ofrendas, casia ἐπίθυμα τῆς πράξεως· λιβάνου δραχμαὶ δʹ, ζμύρνης δραχμαὶ δʹ, κασίας φύλλου ofrenda de la práctica: cuatro dracmas de incienso, cuatro dracmas de mirra, una hoja de casia P IV 1309

Translations

leaf

Abkhaz: абӷьы; Adyghe: тхьэпкӏэ; Afrikaans: blaar; Ainu: ハㇺ; Aklanon: dahon; Albanian: gjethe; Amharic: ቅጠል; Arabic: وَرَقَة‎; Aragonese: fuella; Aramaic Classical Syriac: ܛܪܦܐ‎; Argobba: ቅጠል; Armenian: տերեւ; Aromanian: frãndzã, frundzã; Ashkun: pār; Asi: rahon, dahon; Assamese: পাত; Asturian: fueya; Atayal: abau; Aymara: laphi; Azerbaijani: yarpaq; Bahnar: hla; Balinese: don; Bashkir: япраҡ; Basque: hosto, orri; Belarusian: ліст; Bengali: পাতা; Bole: kumi rewe; Breton: delienn; Brunei Malay: daun; Bulgarian: лист, листо; Burmese: အရွက်; Catalan: fulla; Cebuano: dahon; Central Atlas Tamazight: ⵉⴼⴻⵔ; Central Melanau: daun; Central Nicobarese: dai; Chamicuro: chijpana; Chavacano: ohas; Chechen: гӏа; Cherokee: ᎤᎦᎶᎬ; Chichewa: tsamba; Chinese Cantonese: 葉, 叶, 葉子, 叶子; Dungan: еезы, еер, езы; Hakka: 葉, 叶; Jin: 葉子, 叶子; Mandarin: 葉, 叶, 葉子, 叶子; Min Dong: 箬箬; Min Nan: 葉, 叶, 葉仔, 叶仔; Wu: 葉, 叶, 葉子, 叶子; Xiang: 葉子, 叶子; Chuvash: ҫулҫӑ; Corsican: foglia; Cree Plains Cree: nīpiy; Czech: list; Dalmatian: fualja; Danish: blad, løv; Drung: vng'lvp; Dutch: blad; Eastern Cham: ꨈꨶꨮꩉ, ꨨꨤꨩ; Enga: yoko; Erzya: лопа; Esperanto: folio; Estonian: leht; Even: эбдэнрэ; Evenki: авданна; Ewe: aŋgba; Faroese: blað; Fijian: drau; Finnish: lehti; Fon: ama; Franco-Provençal: fôlye; French: feuille; Friulian: fuee; Fula Latin: haako, kaakol; Adlam: 𞤸𞤢𞥄𞤳𞤮‎, 𞤳𞤢𞥄𞤳𞤮𞤤‎; Fuyug: hutu; Galician: folla; Ge'ez: ቈጽል; Georgian: ფოთოლი; German: Blatt, Laubblatt; Alemannic German: Blatt; Central Franconian: Blatt; Gilaki: ولگ‎; Greek: φύλλο; Ancient Greek: φύλλον, πέταλον; Greenlandic: pilu; Guaraní: togue; Gujarati: પાન, પર્ણ, પાંદડું, દલ; Gwich'in: chʼatʼan; Haitian Creole: fèy; Hausa: ganye, warƙa; Hawaiian: lau; Hebrew: עָלֶה‎; Higaonon: dahon; Hiligaynon: dahon; Hindi: पत्ता, पत्ती; Hopi: nàapi; Hungarian: levél, falevél; Icelandic: lauf, laufblað; Ido: folio; Igbo: akwụkwọ; Indonesian: daun; Ineseño: qap; Interlingua: folio; Inuktitut: ᐊᑭᕈᐊᕈᖅ; Irish: duilleog, bileog; Italian: foglia; Iu Mien: normh; Japanese: 葉, 葉っぱ, 木の葉; Jarai: hla; Javanese: godhong, ron; Jingpho: lap; Kamkata-viri: por; Kannada: ಎಲೆ; Karelian: lehti; Kashubian: lëst; Kazakh: жапырақ; Khasi: sla; Khmer: ស្លឹក, ស្លឹកឈើ; Kikai: 葉; Kikuyu: ithangũ Kiput: dun; Komi-Permyak: кор; Korean: 잎; Kunigami: 葉; Kurdish Central Kurdish: گەڵا‎; Laki: گِڵا‎, ڤەڵگ‎; Northern Kurdish: belg, pel; Southern Kurdish: گِڵا‎‎, وەڵگ‎; Kyrgyz: жалбырак; Ladino: foja, yaprak; Lakota: wahpe, ape; Lao: ໃບ, ໃບໄມ້; Latgalian: lopa; Latin: folium, frons; Latvian: lapa; Ligurian: féuggia; Limburgish: louf; Lingala: nkásá, lokásá; Lithuanian: lapas; Lombard: föia, föja, fœuia, fòia; Low German: Blatt; Luganda: ekikoola; Luhya: lisafu; Luxembourgish: Blat; Macedonian: лист; Maguindanao: laun; Malagasy: ravina, ravina; Malay: daun; Malayalam: ഇല; Maltese: werqa; Manchu: ᠠᠪᡩᠠᡥᠠ; Manx: duillag; Maore Comorian: wani; Maori: rau, tawhera; Maranao: ra'on; Marathi: पर्ण, पत्र, दल; Mari Eastern Mari: лышташ; Western Mari: ӹлӹштӓш; Mbyá Guaraní: ogue; Mirandese: fuolha; Miyako: 葉; Mizo: hnah; Mohegan-Pequot: wunipaq; Mon: သၠ; Mongolian: навч ᠨᠠᠪᠴᠢ; Muong: lả; Mòcheno: lap; Nahuatl: izhuatl; Nanai: хабдата; Navajo: atʼąąʼ; Nepali: पात; Ngazidja Comorian: wani; Norman: fielle, fieille, fuule, fiëly; Northern Amami-Oshima: 葉; Northern Sami: lasta; Norwegian Bokmål: blad, løv; Nynorsk: blad, lauv; Occitan: fuèlha; Ojibwe: aniibiishibag, aniibiishibagoon, aniibiish, aniibiishan, ᐊᓂᐱᐦᔑᐸᐟ, ᐊᓂᐱᐦᔑᐸᑯᐣ, ᐊᓂᐱᐦᐡ, ᐊᓂᐱᐦᔕᐣ; Okinawan: 葉; Oki-No-Erabu: 葉; Old Church Slavonic Cyrillic: листъ; Glagolitic: ⰾⰹⱄⱅⱏ; Old East Slavic: листъ; Old English: lēaf, blæd; Old French: fueille; Old Javanese: ron; Oneida: onláhte̲'; Oriya: ପତ୍ର; Osage: žąąpé; Ossetian: сыф; Pacoh: ula, ila; Palauan: llel; Pali Burmese: ပဏ္ဏ; Devanagari: पण्ण; Khmer: បណ្ណ; Khmer Latin: paṇṇa; Sinhalese: පණ්ණ; Thai: ปณฺณ; Pashto: پاڼه‎; Pela: a³¹faʔ⁵⁵, sak⁵⁵ faʔ⁵⁵; Pennsylvania German: Blatt; Persian: برگ‎; Pipil: iswat, izhuat; Plautdietsch: Blaut; Polish: liść; Portuguese: folha; Prasuni: pārag; Punjabi: ਪੱਤਾ; Quechua: raphi, llaqhi; Rapa Nui: rua; Rohingya: fata; Romani: patrin; Romanian: frunză; Romansch: fegl; Russian: лист; S'gaw Karen: သ့ၣ်လၣ်; Samoan: lau; Sanskrit: पर्ण, पत्र; Sardinian: fògia; Saterland Frisian: Blääd; Scottish Gaelic: duille, duilleag; Semai: sela; Serbo-Croatian Cyrillic: лист, лиска; Roman: list, liska; Shan: မႂ်, ဝႂ်; Shona: shizha; Sicilian: fogghia; Sindhi: پَنُ‎; Sinhalese: කොළේ, කොළය; Slovak: list; Slovene: list; Slovincian: lȧ̃st; Somali: caleen; Sorbian Lower Sorbian: list; Upper Sorbian: list; Southern Amami-Oshima: 葉; Spanish: hoja; Sundanese: daun; Swahili: jani, msahafu; Swedish: blad, löv; Tagalog: dahon; Tajik: барг; Talysh: لیو‎; Tamil: இலை; Taos: ə̂na; Tatar: яфрак; Tausug: dahun; Telugu: ఆకు; Temiar: sela; Tetum: roo; Thai: ใบ, ใบไม้; Tibetan: ལོ་མ།; Tlingit: kayaaní; Tocharian A: pält; Tocharian B: pilta; Tok Pisin: lip; Toku-No-Shima: 葉; Tregami: påṭ; Tulu: ಅಡಿಪಿರೆ; Turkish: yaprak; Turkmen: ýaprak; Tuvaluan: lau; Udi: хазал; Udmurt: куар; Ukrainian: лист; Urdu: پتی‎; Uyghur: يوپۇرماق‎, ياپراق‎; Uzbek: yaproq, barg; Venetian: foja, fogia; Veps: leht; Vietnamese: lá; Vilamovian: błot; Volapük: bled; Voro: leht'; Votic: lehti; Waigali: poṭ; Walloon: foye; Waray-Waray: dáhon; Welsh: deilen; West Frisian: blêd; White Hmong: nplooj; Wolof: xob; Xhosa: igqabi; Yaeyama: 葉; Yakut: сэбирдэх; Yiddish: בלאַט‎; Yonaguni: 葉; Yoron: 葉; Yoruba: ewé; Yámana: Suka; Zazaki: pelg; Zealandic: blad; Zhuang: mbaw; Zulu: ikhasi, iqabi

Mercurialis perennis

ar: حلبوب معمر; arz: حلبوب معمر; be: пралеснік многагадовы; cs: bažanka vytrvalá; cy: bresychen y cŵn; da: almindelig bingelurt; de: Wald-Bingelkraut, Dauer-Bingelkraut, Wildhanf; et: püsik-seljarohi; fa: شنگرفی معمولی; fi: lehtosinijuuri; fr: mercuriale vivace; ga: lus glinne; hsb: trajacy šćěr; hu: erdei szélfű; la: Mercurialis perennis; lt: daugiametis laiškenis; nl: bosbingelkruid; pl: szczyr trwały; ru: пролесник многолетний; sl: trpežni golšec; sv: skogsbingel; uk: переліска багаторічна