παρέχω: Difference between revisions
(31) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[εγχειρίζω]] («δῶρα μέν, αἰ κ' ἐθέλησθα, παρασχέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προμηθεύω]], [[χορηγώ]]<br /><b>3.</b> [[προξενώ]], [[προκαλώ]] (α. «η [[παρουσία]] σου μάς παρέχει [[ευχαρίστηση]]» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσφέρω]] (α. «[[παρέχω]] υλική και [[ηθική]] [[βοήθεια]]» β. «η [[μόρφωση]] παρέχει [[δύναμη]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «παράσχου Κύριε»<br /><b>εκκλ.</b> δώσε Κύριε, στείλε θεέ μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυσικά]] στοιχεία) [[παράγω]], [[αποφέρω]] («[[θάλασσα]] δὲ παρέχει ἰχθῡς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] [[κάτι]] για έναν συγκεκριμένο σκοπό («παρέχουσι... [[γάλα]] [[θῆσθαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] κάποιον [[κάτι]], του [[αποδίδω]] μια [[ιδιότητα]] («τὴν διέξοδόν oἱ ἀσφαλέα παρασχεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φαίνομαι]] ως, [[παρουσιάζομαι]] σαν να έχω μία [[ιδιότητα]] («[[παρέχω]] ἐμαυτὸν ὁσιον καὶ δίκαιον», Αντιφ.)<br /><b>5.</b> [[επιτρέπω]], [[δίνω]] το [[δικαίωμα]]<br /><b>6.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>παρέχει</i> (<i>τινί</i>)<br />[[είναι]] δυνατόν [[κάποιος]] να κάνει [[κάτι]], μπορεί [[κάποιος]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον ενώπιον κάποιου («παρέξειν εἰς τὸ κοινὸν τῶν Ἀρκάδων ὁπόσους τις προσκαλοῑτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> (η μτχ. ουδ. ενεστ. απολ.) <i>παρέχον</i><br />εφόσον μπορεί [[κανείς]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>9.</b> (η μτχ. ουδ. αορ. απολ.) <i>παρασχόν</i><br />[[αφού]] κατέστη δυνατόν να...<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρέχομαι</i><br />α) [[προμηθεύω]], [[εφοδιάζω]] κάποιον από τα δικά μου [[υπάρχοντα]]<br />β) [[σχηματίζω]] («παρέχεται λίμνην ὁ [[πόντος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (σχετικά με ψυχικά χαρίσματα) [[επιδεικνύω]] («πᾱσαν προθυμίην παρεχόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) έχω να παρουσιάσω, να επιδείξω<br />ε) [[παρουσιάζω]] κάποιον να έχει μια [[ιδιότητα]] («ἄρχοντα παρείχοντο Ὀρτάνεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) (για πρέσβεις) [[αντιπροσωπεύω]]<br />ζ) [[υπόσχομαι]]<br />η) (με αριθμητικό) [[ανέρχομαι]], [[συμποσούμαι]] σε...<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρέχω]] δόξαν τινός» — [[φαίνομαι]] ή [[μοιάζω]] σαν...<br />β) «[[παρέχω]] πίστιν τινί» — [[δίνω]] αποδείξεις, [[πιστοποιώ]]<br />γ) «σιγὴν [[παρέχω]]» — [[σιωπώ]], [[παύω]]<br />δ) «[[παρέχω]] ἡσυχίαν» — [[ησυχάζω]], [[είμαι]] [[ήσυχος]]<br />ε) «[[παρέχω]] έμαυτόν τινι»<br />i) παραδίδομαι σε κάποιον με συγκεκριμένο σκοπό<br />ii) υποτάσσομαι<br />iii) (για [[γυναίκα]]) εκδίδομαι<br />στ) «[[παρέχω]] [[ἔργον]]» — [[προκαλώ]] κόπο, [[κούραση]]<br />ζ) «[[παρέχω]] ἐργασίαν» — [[επιφέρω]] κόπους ή ενοχλήσεις, [[κουράζω]]<br />η) «[[παρέχω]] κόπους» — [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]]<br />θ) «[[παρέχω]] πράγματα» — [[προξενώ]] δυσχέρειες σε κάποιον<br />ι) «[[παρέχω]] τινί αἴσθησίν τίνος» — [[επισύρω]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], [[κάνω]] κάποιον να παρατηρήσει [[κάτι]]<br />ια) «[[παρέχω]] αἴσθησιν» — [[γίνομαι]] [[αισθητός]], [[αντιληπτός]]<br />ιβ) «παρέχομαι μάρτυρα»<br />(ως [[δικανικός]] όρος) [[προσάγω]], [[φέρνω]] μάρτυρα στο δικαστήριο<br />ιγ) «παρέχομαι [[τεκμήριον]]» και «παρέχομαι ἐκμαρτυρίαν» και «παρέχομαι μαρτυρίαν» — [[παρουσιάζω]] αποδεικτικό [[στοιχείο]]<br />ιδ) «πάρεχ' ἐκποδὼν» ή «πάρεχε» — παραμέρισε, κάνε [[τόπο]], πήγαινε από 'δω<br />ιε) «μαντήϊα παρέχομαι» — [[μαντεύω]]. | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[εγχειρίζω]] («δῶρα μέν, αἰ κ' ἐθέλησθα, παρασχέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προμηθεύω]], [[χορηγώ]]<br /><b>3.</b> [[προξενώ]], [[προκαλώ]] (α. «η [[παρουσία]] σου μάς παρέχει [[ευχαρίστηση]]» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσφέρω]] (α. «[[παρέχω]] υλική και [[ηθική]] [[βοήθεια]]» β. «η [[μόρφωση]] παρέχει [[δύναμη]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «παράσχου Κύριε»<br /><b>εκκλ.</b> δώσε Κύριε, στείλε θεέ μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυσικά]] στοιχεία) [[παράγω]], [[αποφέρω]] («[[θάλασσα]] δὲ παρέχει ἰχθῡς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] [[κάτι]] για έναν συγκεκριμένο σκοπό («παρέχουσι... [[γάλα]] [[θῆσθαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] κάποιον [[κάτι]], του [[αποδίδω]] μια [[ιδιότητα]] («τὴν διέξοδόν oἱ ἀσφαλέα παρασχεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φαίνομαι]] ως, [[παρουσιάζομαι]] σαν να έχω μία [[ιδιότητα]] («[[παρέχω]] ἐμαυτὸν ὁσιον καὶ δίκαιον», Αντιφ.)<br /><b>5.</b> [[επιτρέπω]], [[δίνω]] το [[δικαίωμα]]<br /><b>6.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>παρέχει</i> (<i>τινί</i>)<br />[[είναι]] δυνατόν [[κάποιος]] να κάνει [[κάτι]], μπορεί [[κάποιος]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον ενώπιον κάποιου («παρέξειν εἰς τὸ κοινὸν τῶν Ἀρκάδων ὁπόσους τις προσκαλοῑτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> (η μτχ. ουδ. ενεστ. απολ.) <i>παρέχον</i><br />εφόσον μπορεί [[κανείς]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>9.</b> (η μτχ. ουδ. αορ. απολ.) <i>παρασχόν</i><br />[[αφού]] κατέστη δυνατόν να...<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρέχομαι</i><br />α) [[προμηθεύω]], [[εφοδιάζω]] κάποιον από τα δικά μου [[υπάρχοντα]]<br />β) [[σχηματίζω]] («παρέχεται λίμνην ὁ [[πόντος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (σχετικά με ψυχικά χαρίσματα) [[επιδεικνύω]] («πᾱσαν προθυμίην παρεχόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) έχω να παρουσιάσω, να επιδείξω<br />ε) [[παρουσιάζω]] κάποιον να έχει μια [[ιδιότητα]] («ἄρχοντα παρείχοντο Ὀρτάνεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) (για πρέσβεις) [[αντιπροσωπεύω]]<br />ζ) [[υπόσχομαι]]<br />η) (με αριθμητικό) [[ανέρχομαι]], [[συμποσούμαι]] σε...<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρέχω]] δόξαν τινός» — [[φαίνομαι]] ή [[μοιάζω]] σαν...<br />β) «[[παρέχω]] πίστιν τινί» — [[δίνω]] αποδείξεις, [[πιστοποιώ]]<br />γ) «σιγὴν [[παρέχω]]» — [[σιωπώ]], [[παύω]]<br />δ) «[[παρέχω]] ἡσυχίαν» — [[ησυχάζω]], [[είμαι]] [[ήσυχος]]<br />ε) «[[παρέχω]] έμαυτόν τινι»<br />i) παραδίδομαι σε κάποιον με συγκεκριμένο σκοπό<br />ii) υποτάσσομαι<br />iii) (για [[γυναίκα]]) εκδίδομαι<br />στ) «[[παρέχω]] [[ἔργον]]» — [[προκαλώ]] κόπο, [[κούραση]]<br />ζ) «[[παρέχω]] ἐργασίαν» — [[επιφέρω]] κόπους ή ενοχλήσεις, [[κουράζω]]<br />η) «[[παρέχω]] κόπους» — [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]]<br />θ) «[[παρέχω]] πράγματα» — [[προξενώ]] δυσχέρειες σε κάποιον<br />ι) «[[παρέχω]] τινί αἴσθησίν τίνος» — [[επισύρω]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], [[κάνω]] κάποιον να παρατηρήσει [[κάτι]]<br />ια) «[[παρέχω]] αἴσθησιν» — [[γίνομαι]] [[αισθητός]], [[αντιληπτός]]<br />ιβ) «παρέχομαι μάρτυρα»<br />(ως [[δικανικός]] όρος) [[προσάγω]], [[φέρνω]] μάρτυρα στο δικαστήριο<br />ιγ) «παρέχομαι [[τεκμήριον]]» και «παρέχομαι ἐκμαρτυρίαν» και «παρέχομαι μαρτυρίαν» — [[παρουσιάζω]] αποδεικτικό [[στοιχείο]]<br />ιδ) «πάρεχ' ἐκποδὼν» ή «πάρεχε» — παραμέρισε, κάνε [[τόπο]], πήγαινε από 'δω<br />ιε) «μαντήϊα παρέχομαι» — [[μαντεύω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρέχω:''' μέλ. [[παρέξω]] ή [[παρασχήσω]], παρακ. <i>παρέσχηκα</i>, αόρ. βʹ [[παρέσχον]], Επικ. απαρ. [[παρασχέμεν]], προστ. <i>παράσχες</i>· ποιητ. επίσης <i>παρέσχεθον</i>, απαρ. [[παρασχεθεῖν]].<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω [[κάτι]] έτοιμο, [[κρατώ]] σε [[ετοιμότητα]], [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[τροφοδοτώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., πᾶσι [[παρέξω]], θα φροντίσω για όλα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίνω]], [[προξενώ]], [[παρέχω]], [[προσφέρω]], <i>φιλότητα</i>, <i>εὐφροσύνην</i>, σε Όμηρ.· <i>ὄχλον</i>, σε Ηρόδ.· [[χάριν]] εὔνοιαν, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προτείνω]] ή [[προσφέρω]] για κάποιο λόγο, με απαρ., (<i>ὀΐες</i>) παρέχουσι [[γάλα]] [[θῆσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[παρέχω]] τὸ [[σῶμα]] τύπτειν, σε Αριστοφ.· [[παρέχω]] ἑαυτόν τινι ἐρωτᾶν, σε Πλάτ.· απ' όπου απόλ., υποτάσσομαι, παραδίδομαι σε κάποιον, <i>ἰατροῖς παρέχουσι ἀποτέμνειν</i>, σε Ξεν.· πάρεχε [[ἐκποδών]], πήγαινε από δω! ([[φύγε]]!), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αυτοπαθ. αντων. και κατηγορ., [[προβάλλω]] ή [[παρουσιάζω]] τον εαυτό μου ως..., [[παρέχω]] ἑαυτὸν σοφιστήν, σε Πλάτ.· <i>εὐπειθῆ</i>, σε Ξεν.· [[παρέχω]] γῆν [[ἄσυλον]], [[προσφέρω]] τη [[χώρα]] ως [[άσυλο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[επιτρέπω]], [[δίνω]], <i>σιγὴν παρασχών</i>, σε Σοφ.· με απαρ., [[επιτρέπω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ. (όπου μπορεί να προστεθεί η [[λέξη]] ὁ [[καιρός]]), <i>παρέχει τινί</i>, με απαρ., επιτρέπεται, είναι εύκολο, είναι στη [[δύναμη]] κάποιου να κάνει [[κάτι]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, ουδ. ως μτχ. απόλ., <i>παρέχον</i>, είναι στη [[δύναμη]] κάποιου, εφόσον [[κάποιος]] μπορεί, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> σε Αττ., [[παρουσιάζω]] ένα [[πρόσωπο]] [[κατόπιν]] διαταγής ή πρόσκλησης, σε Ξεν. κ.λπ. <b>Β.</b> Μέσ., <i>παρέχομαι</i>, μέλ. <i>-έξομαι</i> και [[σχήσομαι]], Παθ. (με Μέσ. [[σημασία]]) παρακ. <i>-έσχημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]] από τον εαυτό μου, [[δίνω]] [[κάτι]] από τα δικά μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[παράγω]], <i>κροκοδείλους</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]] από τη [[μεριά]] μου, <i>προθυμίαν</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στο Αττ. [[δίκαιο]], <i>παρέχεσθαί τινα μάρτυρα</i>, [[παρουσιάζω]] ένα μάρτυρα υπεράσπισης, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[παρουσιάζω]] ως δικό μου, <i>ἄρχοντα παρέχεσθαί τινα</i>, [[αναγνωρίζω]] κάποιον ως άρχοντα ή στρατηγό, σε Ηρόδ.· [[παρέχω]] πόλιν, λέγεται για πρεσβευτή, [[εκπροσωπώ]] την πόλη, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b>[[προσφέρω]], [[υπόσχομαι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> [[καθιστώ]] κάποιον έτσι ή [[αλλιώς]] απέναντί μου, <i>παρασχέσθαι θεὸνεὐμενῆ</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">VI.</b> στην Αριθμητική, συνυπολογίζομαι, [[υπολογίζομαι]], συναριθμούμαι, <i>παρέρχονται ἡμέρας διηκοσίας</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
fut.
A παρέξω Od.18.317, Th.8.48, παρασχήτω Id.6.86, Isoc. 6.71, 15.248 : pf. παρέσχηκα : aor. παρέσχον, Ep. inf. παρασχέμεν Il. 19.147 ; imper. παράσχες E.Hec.842 (παράσχε is f.l.) ; poet. παρέσχεθον Hes. Th.639, inf. παρασχεθεῖν Ar.Eq.321 ; Aeol. παρέσκεθον Alc. Oxy.1788 Fr.15 ii 11 ; παρεχέσκετο is f.l. for παρεκέσκετο in Od.14.521. [In Od.19.113, πᾱρέχη.] A Act., hand over, Il.18.556 ; furnish, supply, φάος πάντεσσι παρέξω Od.18.317 ; δῶρα Il.19.147 ; esp. in Od., ἱερήϊα, βρῶσίν τε πόσιν τε, σῖτον, 14.250, 15.490, 18.360 : abs., ἐγὼ δ' εὖ πᾶσι παρέξω I will provide for all, 8.39 ; π. νέας Hdt.4.83, 7.21 ; τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος Id.2.180 ; χρήματα Th.8.48 ; ἀργύριον, ποίμνια, IG12.39.69,45.4 ; αἱ δὲ Συράκουσαι σῦς . . παρέχουσιν Hermipp.63.9 ; πληρώμαθ' ἡ πόλις παρέχει the state finds men to man the ships, D.21.155, cf. Lys. 19.43. 2 of natural objects, yield, produce, θάλασσα π. ἰχθῦς Od.19.113 ; [σίδηρον] παρέξει (sc. σόλος) Il.23.835. 3 of incorporeal things, afford, cause, φιλότητα, ἀρετήν, γέλω τε καὶ εὐφροσύνην, 3.354, Od.18.133, 20.8 ; ὀνίαις Alc.88 ; π. εἰράναν τισί Pi.P.9.23 ; ὕμνον Id.N.6.33 ; αἶσαν Id.O.6.102 ; Σάρδεσιπένθος A.Pers.322 ; τύχην, φρίκην, S.OT53, 1306 (anap.); χάριν, εὔνοιαν, Id.OC1498(lvr.), Tr.708 ; ὄχλον, πρήγματα π., Hdt. 1.86, al. (v. πρᾶγμα) ; πόνον Alc.19, Hdt.1.177 ; ἔργον Ar.Nu.523 ; π. εὔνοιαν εἴς τινα Antipho 5.76 ; αἴσθησιν παρέχει τινός enables one to observe a thing, Th.2.50 ; but αἴσθησιν π., abs., it causes remark, is perceived, Id.3.22, X.An.4.6.13 ; πενία ἀνάγκῃ τὴν τόλμαν π. Th.3.45 ; ὑφειμένου δόξαν π., = ὑφειμένῳ ἐοικέναι, Plu.2.131a. II present or offer for a purpose, 1 c. inf., [ὄϊες] παρέχουσι . . γάλα θῆσθαι Od.4.89 ; π. τὸ σῶμα τύπτειν Ar.Nu.441 ; τὸ στράτευμα π. τισὶ διαφθεῖραι Th.8.50(without inf., πτήξας δέμας παρεῖχε A.Pers.210) : with reflex. Pron., ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν π. I give myself up to you to practise upon, Pl.Phdr.228e ; π. ἐμαυτὸν ἐρωτᾶν Id.Ap.33b, cf. Prt.312c ; π. ἑαυτοὺς τοῖς ἄρχουσι χρῆσθαι ἤν τι δέωνται X.Cyr.1.2.9 : rarely with a part., π. ἑαυτὸν δεδησόμενον Luc. Tox. 35. 2 give oneself up, submit oneself, ἑαυτόν being omitted, π. [ἑωυτοὺς] διαφθαρῆναι Hdt.9.17 ; πατεῖν παρεῖχετῷ θέλοντι [ἑαυτόν] S. Aj.1146, cf. Ar.Nu.422 ; τοῖς ἰατροῖς παρέχουσι . . ἀποτέμνειν καὶ ἀποκάειν X.Mem.1.2.54, cf. Pl.Grg.456b ; τῷ λόγῳ ὥσπερ ἰατρῷ παρέχων ἀποκρίνου ib.475d, cf. Tht.191a; ἕτοιμός εἰμί σοι παρέχειν ἀποκρινόμενος Id.Prt.348a ; esp. of a woman, sens. obsc., Ar.Lys.162,227, Luc. DMeretr.5.4, etc. (in full, π. ἑαυτήν Id.DMar.13.1, Artem.1.78). 3 with reflex. Pron. and a predicative, show, exhibit oneself so and so, π. ἐμαυτὸν ὅσιον καὶ δίκαιον Antipho 2.2.2 ; σπάνιον σεαυτὸν π. Pl. Euthphr.3d ; σαυτὸν σοφιστὴν π. Id.Prt.312a ; ἑαυτὸν π. εὐπειθῆ X.Cyr. 2.1.22 ; μέτριον ἐμαυτὸν π. Aeschin.1.1 ; τοιοῦτον πολίτην Lys.14.1 ; π.ἐν τῷ μέσῳ ἐμαυτόν X.Cyr.7.5.46 ; δέμασἀ κέντητον παρέχων Pi.O.1.21. III allow, grant, σιγὴν παρασχὼν κλῦθί μου S.Tr.1115 : c. inf., ἐπεὶ παρέσχες ἀντιφωνῆσαι did'st allow me to... ib.1114 ; π. αὐτοὺς δικαστὰς . . γίγνεσθαι Th.1.37 : abs. in imperat., πάρεχε make way, E. Tr.308, Cyc.203, Ar.V.1326, Av.1720 (all lyr.) ; πάρεχ' ἐκποδών Id.V. 949. 2 impers., παρέχει τινί c. inf., it is allowed, in one's power to do so and so, παρεῖχε ἄν σφι εὐδαιμονέειν Hdt.1.170, cf. 3.73, al., Pi.I. 8(7).76 ; ὑμῖν οὐ παρασχήσει ἀμύνασθαι Th.6.86 ; σωφρονεῖν παρεῖχέ σοι E.El. 1080 : neut. part. used abs., παρέχον it being in one's power, since one can, like [[ἐξόν, παρόν, παρέχον [ὑμῖν] ἄρχειν]] Hdt.5.49 ; also εὖ, καλῶς παρασχόν, Th.1.120, 5.14 ; κάλλιον π. ib.60. IV produce a person on demand, ἐς τὸ κοινόν X.HG7.4.38 ; εἰς τὴν βουλήν, εἰς ἀγοράν(leg.αὔριον) , εἰς κρίσιν, Lys.13.23, 23.9, Aeschin.2.117, cf. PHib. 1.168 (iii B.C.), etc. V with a predic. added, make so and so, τὴν διέξοδόν οἱ ἀσφαλέα π. Hdt.3.4 ; π. τινὰς βελτίους And.1.136, cf. Pl.Phdr. 274e, 277a : with part., π. ξυμμάχους τὰς σπονδὰς δεχομένους Th.5.35, cf. X.Oec. 21.4 ; κοινὴν τὴν πόλιν π. offer it as a common resort, Isoc.4.52 ; γῆν ἄσυλον καὶ δόμους ἐχεγγύους π. E.Med.388, etc. B Med. παρέχομαι, fut. -έξομαι Antipho 5.20, Lys.23.8, etc.; also παρασχήσομαι Antipho 5.24, Lys.9.8 : aor. 2 παρεσχόμην Is.3.18, 19 : pf. Pass. (in med. sense) παρέσχημαι X.An.7.6.11, D.27.49, 36.35 : freq. used much like Act., without any reflex. sense : 1 supply of oneself or from one's own means, νέας Hdt.6.8,15,al. ; δαπάνην οἰκηΐην Id.8.17 ; π. ὅπλα furnish a suit of armour, IG12.22.11, Th. 8.97 ; οἱ τὰ τιμήματα παρεχόμενοι the tax-paying citizens, Arist.Ath. 39.6 ; μηδεμίαν δύναμιν π. εἰς τὴν στρατιάν supply no contingent of one's own to... X.An.6.2.10 ; freq. with ἑαυτόν, εὔνουν καὶ πρόθυμον ἑαυτὸν παρέχεται SIG333.11 (Samos, iv/iii B.C.), cf. 620.6 (Tenos, ii B.C.), etc. 2 of natural objects, furnish, present, exhibit, [ποταμὸς] κροκοδείλους π. Hdt.4.44 ; π. λίμνην ὁ Πόντος . . οὐ πολλῷ τεῳ ἐλάσσω ἑωυτοῦ ib.86, cf. 46, Pl.Phd.81d. 3 of works, ἓν ἔργον πολλὸν μέγιστον π. Hdt.1.93. 4 of incorporeal things, display on one's own part, πᾶσαν προθυμίην Id.7.6, cf. X.An.7.6.11 ; πᾶν τὸ πρόθυμον Th.4.85, cf. 61 ; εὔνοιαν D.18.10 ; χρείας Decr. ap. D.18.84. II in Law, παρέχεσθαί τινας μάρτυρας, π. τεκμήρια, bring forward witnesses or proofs, Pl.Ap.19d, Prm. 128b, Antipho 1.11, cf. 5.20,22, Lys.23.8, etc. ; π. ἐκμαρτυρίαν, μαρτυρίαν, Is. ll.cc. III produce as one's own, ἄρχοντα παρέχεσθαί τινα acknowledge as one's general, Hdt.7.61, 62, 67 ; Ἀθηναῖοι ἀρχαιότατον ἔθνος παρεχόμενοι presenting themselves as... ib.161 ; π.πόλιν μεγίστην, of an ambassador, represent a city in one's own person, Th.4.64, cf. 85. IV offer, promise, ἀψευδέα μαντήϊα Hdt.2.174 ; ἔστιν ἃ π. Th.3.36 ; put forward, τὸ εὐπρεπὲς τῆς δίκης Id.1.39. V render so and so for or towards oneself, θεὸν παρασχέσθαι εὐμενῆ E.Andr.55 ; δυσμενεστέρους π. τοὺς ἀνθρώπους Pl.Prt.317b, cf. R.432a, Lg.809d ; v. supr. A. V. VI Arith., make up, amount to, ἐνιαυτοὶ . . παρέχονται ἡμέρας . . Hdt.1.32, cf. X.Cyr. 6.1.28.
German (Pape)
[Seite 519] (s. ἔχω), 1) das act.; – a) hinhalten, vorhalten, zur Hand, in Bereitschaft halten, αὐτὰρ ἐγὼ τούτοισι φάος πάντεσσι παρέξω, Od. 18, 316, vgl. Il. 18, 556. 4, 229. 23, 50. – b) darbieten, gewähren, schenken, ἱερήϊα, δῶρα, σῖτον, βρῶσιν, πόσιν, Il. 19, 147 u. oft in der Od.; θεοῖσι δαῖτα παρέχων, Pind. Ol. 1, 39, wie Aesch. Ag. 1575; ξένα μονοτράπεζά μοι παρέσχον, Eur. I. T. 950; u. in Prosa, Her. 7, 21. 168; λουτρὰ θερμὰ παρασχόντες, Plat. Legg. VI, 761 c; – auch von unkörperlichen Dingen, gewähren, verursachen, ἀρετήν, Od. 18, 133, φιλότητα, Il. 3, 354 Od. 15, 55, γέλω τε καὶ εὐφροσύνην, 20, 8; so auch πλεῖστον πόνον ἐχθροῖς παρασχών, Aesch. Pers. 320; Σάρδεσι πένθος, 314; τοῖς δ' αὖ δακρύων βίον ἀμβλωπὸν παρέχουσαι, Eum. 915; vgl. Pind. βουσὶν εἰράναν παρέχοισα, P. 9, 23; εὔνοιαν, Wohlwollen zeigen, Soph. Trach. 708 (s. unter med.); ἡσυχίην θεήσασθαι παρέχειν, Her. 1, 9; πράγματα, πόνον παρέχειν τινί, Einem Arbeit, Noth, zu schaffen machen, 1, 155. 175. 177; vgl. Ar. Vesp. 313; Plat. Phaed. 115 a u. Folgde häufig; auch ἔργον παρέχειν, Ar. Nubb. 524; ἐμοὶ τοῦτο πλεῖστον ἔργον παρέσχε τῆς τέχνης, Plat. Ion 530 c; ἡδονήν, Prot. 353 d; ἱδρῶτα, Xen. Cyr. 2, 1, 29. – Auch c) preisgeben, hingeben zu Etwas, bes. c. inf., τὸ σῶμ' αὐτοῖσιν παρέχω τύπτειν, Ar. Nubb. 440; παρέχοντας ἑαυτοὺς διαφθαρῆναι αἰσχίστῳ μόρῳ, Her. 9, 17; ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν παρέχειν οὐ δέδοκται, Plat. Phaedr. 228 e, vgl. Prot. 312 c; παρέχωμεν ἡμᾶς αὐτοὺς χρῆσθαι Κύρῳ ὅτι ἂν δέῃ, Xen. Cyr. 8, 1, 5; oft im obscönen Sinne, scheinbar intrans., wo man ἑαυτόν oder ἑαυτήν ergänzen muß, vgl. Ar. Lys. 162, 227; Luc. D. Mer. 13; Strat. (XII, 200); auch παρέσχεν ἑαυτὸν δεθησόμενον, Luc. Tox. 35. – d) als Etwas hinhalten, wozu machen, γῆν ἄσυλον καὶ δόμ ους ἐχεγγύους παρασχών, Eur. Med. 387; καθαρὸν τὸν ἄνθρωπον, Plat. Crat. 405 b; Xen. Cyr. 1, 2, 5 u. A.; bes. ἑαυτόν, z. B. εὐπειθῆ, sich gehorsam zeigen, Xen. Cyr. 2, 1, 22; vgl. Plat. Rep. III, 413 e; ἑαυτὸν τοιοῦτον πολίτην, Lys. 14, 1, u. sonst. – e) impers. παρέχει τινί, wobei man καιρός zu ergänzen pflegt, es ist Zeit oder Gelegenheit dazu, es ist vergönnt, geht an, παρέχει μοι νῦν ὑμέων ἄρχειν, Her. 3, 142, u. oft so c. inf., vgl. 5, 93. 8, 30. 75. 100. 9, 122. Daher παρέχον und aor. παρασχόν absolut, da man kann oder konnte, Zeit oder Gelegenheit hatte, Her. 5, 48; μετὰ τὰ ἐν Πύλῳ, καλῶς παρασχόν, οὐ ξυνέβησαν, Thuc. 5, 14, vgl. 1, 120. 5, 60; Sp., wie Plut. Cimon 14. – f) πάρεχ' ἐκποδών, intr., aus der Sprache des gemeinen Lebens, packe dich, mache dich aus dem Staube, Ar. Vesp. 949. – 2) das med.; – a) von seiner Seite, aus eignen Mitteln geben, aus eignem Willen darbringen, Her. 4, 49. 6, 15. 7, 89 u. öfter; sehr gewöhnlich bei den Rednern μάρτυρας παρέξομαι u. παρασχήσομαι, ich werde Zeugen stellen, Antiph. 5, 20. 23 Lys. 10, 5 Dem., u. A., wie Plat. Apol. 19 d Conv. 215 b; τεκμήρια, Antiph. 1, 11; Sp. so auch act., τούτων παρέξω σοι μάρτυρας, Luc. catapl. 27. – b) beweisen, sehen lassen, zeigen, προθυμίαν, Her. 1, 8, εὔνοιαν, Andoc. 1, 6; Dem. 18, 10; συγγνώμην, Lycurg. 2; τὸ πρόθυμον, Plat. Legg. IX, 859 b, wie Thuc. 4, 85; ὠφέλειαν, Plat. Rep. VIII, 559 b; τίνα ἡμῖν ὠφέλειαν ἢ τίνα βλάβην παρέξεται, Phaedr. 239 e. – c) für sich Etwas zu Wege bringen, machen, ζῶσαν τὴν πόλιν καὶ ἐγρηγορυῖαν παρεχόμεναι, Plat. Legg. VII, 809 d; καὶ τοὺς ἑαυτοῦ ἄνδρας ἀβλαβεῖς διὰ τὸ πείθεσθαι παρέχεται, Xen. Cyr. 4, 1, 3. – Die Form παρασχήσομαι erklärt Möris für attisch, παρέξομαι für hellenistisch, doch findet sich letzteres bei Plat. Conv. 215 b u. sonst. – [In παρέχει ist Od. 19, 113 die erste Sylbe durch Vershebung lang geworden.]
Greek (Liddell-Scott)
παρέχω: μέλλ. παρέξω, ἢ παρασχήσω Θουκ. 6. 86, Ἰσοκρ. 130Ε, ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδ. § 248· πρκμ. παρέσχηκα, ἀόρ. παρέσχον, Ἐπικ. ἀπαρ. παρασχέμεν Ἰλ. Τ. 147· προστ. παράσχες (οὐδαμοῦ παράσχε Δινδ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 842)· ποιητ. παρέσχεθον Ἡσ. Θεογ. 639, ἀπαρ. παρασχεθεῖν Ἀριστοφ. Ἱππ. 325· παρεχέσκετο εἶναι ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ παρεκέσκετο ἐν Ὀδ. Ξ. 521. [Ἐν Ὀδ. Τ. 113, πᾱρέχῃ ἐν ἄρσει.] Α. Ἐνεργ., ἔχω πλησίον, ἔχω ἕτοιμον, ἀσπερχὲς πάρεχον Ἰλ. Σ. 317· φάος πάντεσσι παρέξω, «ἀντὶ τοῦ ἐγγὺς ἔξω, οὗ ἐναντὶον ἐδηλώθη τὸ ἀφέξω, ἀντὶ τοῦ παρεκτὸς σχήσω» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 317· - ὡς καὶ νῦν, δίδω, χορηγῶ, «προμηθεύω», ἱερήια, δῶρα, σῖτον, βρῶσίν τε πόσιν τε κτλ., Ὅμ. (μάλιστα ἐν Ὀδ.), κλ.· - ἀπολ., ἐγὼ δ’ εὖ πᾶσι παρέξω, θὰ προνοήσω περὶ πάντων, Ὀδ. Θ. 39· - οὕτω μεθ’ Ὅμηρον, π. νέας Ἡρόδ. 4. 83., 7. 21· τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος ὁ αὐτ. 1. 180· χρήματα Θουκ. 8. 48· αἱ δὲ Συράκουσαι σῦς καὶ τυρὸν παρέχουσιν Ἔρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1, 9· πληρώματα ἡ πόλις παρέχει, εὑρίσκει ἀνθρώπους ἵνα σχηματίσῃ τὰ πληρώματα τῶν πλοίων, Δημ. 565. 1. 2) ἐπὶ φυσικῶν πραγμάτων, δίδω, παράγω, θάλασσα παρ. ἰχθῦς, Ὀδ. Τ. 113· οὐ γὰρ ἀτεμβόμενός γε σιδήρου ποιμὴν οὐδ’ ἁροτὴρ εἶσ’ ἐς πόλιν, ἀλλὰ παρέξει (ἐξυπακουομ. σόλος, δηλ. ὁ ἐκ σιδήρου δίσκος), Ἰλ. Ψ. 835. 3) ἐπὶ ἀΰλων πραγμάτων, δίδω, γεννῶ, προξενῶ, ἐμποιῶ, δωροῦμαι, φιλότητα, ἀρετήν, γέλω τε καὶ εὐφροσύνην Ἰλ. Γ. 354, Ὀδ. Σ. 133, Υ. 8· οὕτω, π. εἰράναν τινὶ Πινδ. Π. 9. 41· ὕμνον ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 57· αἶσαν, τύχην, πένθος, φόβον, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 175, Σοφ., κτλ.· χάριν, εὔνοιαν Σοφ. Ο. Κ. 1498, Τρ. 708· ὄχλον, πρήγματα π. Ἡρόδ. 1. 86, κ. ἀλλ. (ἴδε ἐν λ. πρᾶγμα ΙΙ. 5)· πόνον ὁ αὐτ. 177· ἔργον Ἀριστοφ. Νεφ. 523. π. εὔνοιαν εἴς τινα Ἀντιφῶν 138. 20· αἴσθησιν παρέχει τινός, καθιστᾷ ἱκανὸν νὰ παρατηρήσῃ τι, Θουκ. 2. 50· ἀλλά, αἴσθησιν παρέχει, ἀπολ., προξενεῖ αἴσθησιν, ὁ αὐτ. 3. 22, Ξεν. Ἀν. 4 6, 13· ἀνάγκῃ τὴν τόλμαν π. Θουκ. 3. 45· ὑφειμένου δόξαν π. = ὑφειμένῳ ἐοικέναι Πλούτ. 2. 131Α· - οὕτω Λατ. praebeo (ἐν λ. praehibeo) = exhibeo. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., [ὄιες] παρέχουσι .. γάλα θῆσθαι Ὀδ. Δ. 89· π. τὸ σῶμα τύπτειν Ἀριστοφ. Νεφ. 441· τὸ στράτευμα π. τινὶ διαφθεῖραι Θουκ. 8. 50· (καὶ ἄνευ ἀπαρ., πτήξας δέμας παρεῖχε Αἰσχύλ. Πέρσ. 210)· μετ’ αὐτοπαθ. ἀντωνυμ., π. ἑαυτόν τινι ἐμμελετᾶν Πλάτ. Φαῖδρ. 228Ε· π. ἑαυτόν τινι ἐρωτᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 33Β, Πρωτ. 312C· π. ἑαυτοὺς χρῆσθαι Κύρῳ, ὅ τι ἂν δέῃ Ξεν. Κύρ. 1. 2, 9· σπανίως μετὰ μετοχ., π. ἑαυτὸν δεηθησόμενον Λουκ. Τόξ. 35. 2) παραδίδομαι, ὑποτάσσομαι, παραλειπομένου τοῦ ἑαυτόν, οἷον, π. [ἑαυτοὺς] διαφθαρῆναι Ἡρόδ. 9. 17· πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι [ἑαυτὸν] Σοφ. Αἴ. 1145· τοῖς ἰατροῖς παρέχουσι ... ἀποτέμνειν καὶ ἀποκάειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 54, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 456Β· τῷ λόγῳ ὥσπερ ἰατρῷ παρέχων ἀποκρίνου αὐτόθι 475D, πρβλ. Θεαίτ. 191Α· - ἕτοιμός εἰμί σοι παρέχειν ἀποκρινόμενος αὐτόθι Πρωτ. 348Α· - μάλιστα ἐπὶ γυναικῶν, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Ἀριστοφ. Λυσ. 162, 227, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 5 ἐν τέλ., κτλ.· (πλῆρες: π. ἑαυτὴν Λουκιαν. Ἐνάλιοι Διάλ. 13, Ἀρτεμ. 1. 78)· - ἀλλά, πάρεχε ἐκποδών· ἐγὼ γὰρ ἀπολογήσομαι, «πήγαινε ἀπ’ ἐδῶ, τραβήξου», διότι ἐγὼ θὰ ἀπολογηθῶ, Ἀριστοφ. Σφ. 949· πρβλ. ἀνέχω Ι. 3. 3) μετ’ αὐτοπαθ. ἀντων. καὶ κατηγορουμένου, δεικνύω ἐμαυτόν, φαίνομαι.., φέρομαι ὡς, π. ἑαυτὸν ὅσιον καὶ δίκαιον Ἀντιφῶν 116. 30· σπάνιον Πλάτ. Εὐθύφρων 3D· σοφιστὴν ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 312Α· εὐπειθῆ Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22· μέτριον Αἰσχίν. 1. 3· τοιοῦτον πολίτην Λυσ. 139. 29· π. ἐν τῷ μέσῳ ἑαυτὸν Ξεν. Κύρ. 7, 5. 46· - οὕτω, δέμας ἀκέντητον παρέχων Πινδ. Ο. 1. 32· - ὡς τὸ ἀποδείκνυμι, καθιστῶ τινα τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, π. τινα βελτίῳ Ἀνδοκ. 17. 44, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 274Ε, 277Α· - οὕτω μετὰ μετοχ., π. τοὺς ξυμμάχους τὰς σπονδὰς δεχομένους Θουκ. 5. 35, Ξεν. Οἰκ. 21, 4· κοινὴν τὴν πόλιν παρέχειν, κοινὴν εἰς πάντας, κοινὸν συνεντευκτήριον ἢ καταφύγιον εἰς πάντας, Ἰσοκρ. 51C· γῆν ἄσυλον καὶ δόμους ἐχεγγύους Εὐρ. Μήδ. 387· ἴδε κατωτ. B. V. ΙΙΙ. δίδω, παραχωρῶ, ἐπιτρέπω, σιγὴν παρασχὼν κλῦθί μου Σοφ. Τρ. 1115· - μετ’ ἀπαρ., ἐπεὶ παρέσχες ἀντιφωνῆσαι, μοὶ ἐπέτρεψας νὰ ..., αὐτόθι 1114. 2) ἀπροσ., παρέχει τινί, μετ’ ἀπαρ., (ἔνθα δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν: ὁ καιρός), ἐπιτρέπεται, εἶναι εὔκολον, εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν τινὸς νὰ πράξῃ τι, παρεῖχε ἄν σφι εὐδαιμονέειν Ἡρόδ. 1. 170, πρβλ. 9., 3. 73, 142., 5. 98., 7. 120., 8. 75, κτλ., Πινδ. Ι. 8. (7). 152· ὑμῖν οὐ παρασχήσει ἀμύνασθαι Θουκ. 6. 86· σωφρονεῖν παρεῖχέ σοι Εὐρ. Ἠλ. 1080, πρβλ. Θουκ. 8. 50· ― οὕτως οὐδέτ. μετοχ. ἐν χρήσ. ἀπολ., παρέχον, ὡς τὸ ἐξόν, παρόν, παρέχον [ὑμῖν] ἄρχειν Ἡρόδ. 5. 49· οὕτως, εὖ παρασχὸν Θουκ. 1. 120., 5. 14· κάλλιον π. 5. 60. IV. παρ’ Ἀττ., παρουσιάζω τινὰ προσκαλούμενον, ἐς τὸ κοινὸν Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 38· εἰς τὴν βουλήν, εἰς ἀγοράν, εἰς κρίσιν Λυσ. 132. 1., 167, 21, Αἰσχίν. 43. 31. V. μετὰ κατηγορ., τὴν διέξοδόν οἱ ἀσφαλέα π. Ἡρόδ. 3. 4· π. αὐτοὺς δικαστὰς ὧν βλάπτουσι Θουκ. 1. 37. Β. Μέσ., παρέχομαι, μέλλ. -έξομαι Λυσ. 167. 15, κτλ.· ὡσαύτως παρασχήσομαι Ἀντιφῶν 132. 20, Λυσ. 115. 5· ἐν τῷ παθ., (ἐπὶ μέσ. σημασίας) παρέσχημαι Ξεν. Ἀν. 7. 6, 11, Ἰσαῖ. 39. 43, Δημ. 829. 2., 955. 16, κτλ.· ― ἀλλὰ συχνάκις ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., ἄνευ φανερᾶς τινος σημασίας ἀντανακλάσεως ἢ μεσότητος. 1) δίδω, χορηγῶ ἐξ ἐμαυτοῦ ἢ ἐκ τῶν ἰδίων, νέας Ἡρόδ. 6. 8, 15., κτλ.· δαπάνην οἰκηίην ὁ αὐτ. 8. 17· παρέχεσθαι ὅπλα Θουκ. 8. 97· μηδεμίαν δύναμιν π. εἰς τὴν στρατιάν, δηλ. ἐξ ἰδίων..., Ξεν. Ἀν. 2. 6, 10. 2) ἐπὶ φυσικῶν φαινομένων, ἔχω, παράγω, ποταμὸς π. κροκοδείλους Ἡρόδ. 4. 44· π. λίμνην ὁ Πόντος... οὐ πολλῷ τέῳ ἐλάσσω ἑωυτοῦ ὁ αὐτ. 4. 86, πρβλ. 4. 46. 3) ἐπὶ ἔργων, ἓν ἔργον πολλὸν μέγιστον π. ὁ αὐτ. 1, 93. 4) ἐπὶ ἀΰλων πραγμάτων ἢ ἀφηρημένων ἐννοιῶν, δεικνύω ἐκ μέρους μου, προθυμίαν ὁ αὐτ. 7. 6, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸ πρόθυμον Θουκ. 4. 85, πρβλ. 61· εὔνοιαν Δημ. 228. 26· χρείας Ψήφισμα παρὰ Δημ. 253. 16. ΙΙ. Ἀττ. δικανικὴ φράσις, παρέχομαί τινα μάρτυρα, π. τεκμήριον, παρουσιάζω ὡς ἀπόδειξιν ὑπὲρ ἐμαυτοῦ, Πλάτ. Ἀπολ. 99D, Παρμ. 128Β, Ἀντιφῶν 112. 36, πρβλ. 131. 41., 132. 9, Λυσ. 167. 15, κτλ.· π. μαρτυρίας Ἰσαῖ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ ἔχω τι ὡς ἴδιόν μου, παρουσιάζω, καὶ ἄρχοντα παρείχοντο Ὀτάνεα, παρουσίαζον, εἶχον, Ἡρόδ. 7. 61, 62, 67· Ἀθηναῖοι ἀρχαῖον ἔθνος παρεχόμενοι, παρουσιάζοντες ἑαυτοὺς ὡς..., ὁ αὐτ. 7. 161· πόλιν τε μεγίστην παρεχόμενος, ἀντιπροσωπεύων ἢ κατ’ ἄλλους παρέχων εἰς τὴν συμμαχίαν, ἐπὶ πρέσβεως, Θουκ. 4. 64, πρβλ. 85. IV. προσφέρω ὑπισχνοῦμαι, ἀψευδέα μαντήια Ἡρόδ. 2. 174· ἔστιν ἃ π. Θουκ. 3. 36, πρβλ. 1. 39, κτλ. V. καθιστῶ τινα τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον πρὸς ἐμέ, παρασχέσθαι θεὸν εὐμενῆ Εὐρ. Ἀνδρ. 55· δυσμενεστέρους π. τοὺς ἀνθρώπους Πλάτ. Πρωτ. 317Β, πρβλ. Πολ. 432Α, Νόμ. 809D· ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 3. VI. ἐπὶ ἀριθμῶν, συμποσοῦμαι εἰς..., δίδω, παρέχονται ἡμέρας διηκοσίας, ἀποτελοῦσι, Ἡρόδ. 1, 32, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 1, 28. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ε΄, σ. 127.
French (Bailly abrégé)
f. παρέξω, ao.2 παρέσχον, pf. παρέσχηκα;
I. tr. 1 fournir, procurer, acc. : γέλω τε καὶ εὐφροσύνην OD fournir un sujet de rire et de joie ; ὅπως τὰ ὅπλα μὴ αἴσθησιν παρέχοι THC afin que les armes n’attirassent pas l’attention (en s’entrechoquant) ; παρέχειν τινὶ πράγματα ATT ou πόνον HDT donner à qqn de la peine, du mal, de l’embarras, du souci, ou être importun, à charge à qqn ; avec l’inf. παρέχειν γάλα θῆσθαι OD fournir du lait à traire en parl. de brebis ; παρέχειν ἑαυτοὺς χρῆσθαι Κύρῳ ὅ, τι ἂν δέῃ XÉN se mettre à la disposition de Cyrus pour ce dont il aurait besoin ; sans pron. réfl. παρέχοντες (s.e. ἑαυτοὺς) διαφθαρῆναι αἰσχίστῳ μόρῳ HDT se livrant pour périr de la plus affreuse mort ; τοῖς ἰατροῖς παρέχειν ἀποτέμνειν καὶ ἀποκάειν XÉN se livrer aux médecins pour qu’ils coupent et qu’ils brûlent;
2 accorder, permettre, concéder : ἐπεὶ παρέσχες ἀντιφωνῆσαι SOPH puisque tu m’as permis de répondre;
3 avec le pron. réfl. accompagné d’un adj. ou d’un part. : se donner, s’offrir, se montrer (tel ou tel, dans telle disposition, etc.) : παρέχειν ἑαυτὸν εὐπειθῆ XÉN se montrer docile ; οὕτω ἑαυτόν XÉN se montrer ainsi ; avec un subst. accompagné d’un attrib. : τινα βέλτιστον XÉN rendre un homme excellent ; τινα σῶον XÉN sauver qqn;
II. • impers. παρέχει τινί avec ou sans inf., il se présente une occasion de, l’occasion ou le moment est favorable pour, il est possible ou permis de ; part. abs. • παρέχον, comme il est possible, comme l’occasion s’offre HDT ; • παρασχόν, l’occasion s’étant présentée THC;
Moy. παρέχομαι (f. παρέξομαι et παρασχήσομαι, pf. παρέσχημαι) offrir, présenter, fournir, donner qch de soi, par ses propres moyens, par sa propre volonté :
1 en gén. παρέχεσθαι νέας HDT fournir des vaisseaux ; ποταμὸς παρέχεται κροκοδείλους HDT le fleuve a des crocodiles ; παρέχεσθαι προθυμίαν HDT, τὸ πρόθυμον THC montrer de la bonne volonté;
2 particul. παρέχεσθαί τινα μάρτυρα PLAT produire qqn comme témoin ; παρέχεσθαι τεκμήρια PLAT produire des preuves;
3 offrir de soi ou en soi : Ἀθηναῖοι ἀρχαιότατον ἔθνος παρεχόμενοι HDT les Athéniens qui se présentent, càd qui sont reconnus comme le plus ancien peuple ; ὁ Πόντος παρέχεται ἔθνεα ἀμαθέστατα HDT le Pont offre dans son sein les peuples les moins cultivés;
4 offrir en perspective, promettre : ἀψεύδεα μαντήϊα HDT des oracles sûrs ; ἔστιν ἃ παρεχόμενον THC bien qu’il promît toutes sortes de choses;
5 avec double acc. se procurer pour soi-même : παράχεσθαι θεὸν εὐμενῆ EUR se rendre un dieu propice ; τινα ἀβλαβῆ XÉN rendre qqn inoffensif pour soi.
Étymologie: παρά, ἔχω.
English (Autenrieth)
fut. παρέξω, aor. 2 παρέσχον, παρέσχεθον, subj. παράσχῃ, inf. παρασχεῖν, παρασχέμεν: hold or hand to, hold ready, Il. 18.556; supply, furnish, provide, δῶρα, σῖτον, ἀρετην; also with a thing as subject, θάλασσα δὲ πᾶρέχει (i. e. παρ(ς)έχει) ἰχθῦς, Od. 19.113; w. inf., Od. 4.89.
English (Slater)
παρέχω, παρίσχω (παρέχει, -οντι, παρίσχει; παρέχοι; -έχων, -έχοισα; -έχειν: aor. παράσχοι; -σχεῖν.)
a grant θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων (O. 6.102) εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι (P. 1.46) τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται. δαίμων δὲ παρίσχει (P. 8.76) κεράιζεν ἀγρίους θῆρας, ἦ πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις (P. 9.23) Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν (N. 6.33) γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις (Pae. 4.24) ἀνδ]ρὶ σοφῷ παρέχει μέλος (Pae. 18.3) add. pr. adj., δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) (O. 1.21) ἀμοιβαῖα θεοῖσι δεῖπνα παρέχων (O. 1.39) ἰατῆρά τοι κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσιν θερμᾶν νόσων ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος (P. 3.66) εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον (P. 11.41)
b allow
I c. dat. & inf. βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος σε ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν παρέχοντι (P. 2.67)
II impers., c. dat. & inf., it is allowed τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει (Tricl.: παρέχειν cod.) (I. 8.69)
English (Strong)
from παρά and ἔχω; to hold near, i.e. present, afford, exhibit, furnish occasion: bring, do, give, keep, minister, offer, shew, + trouble.
English (Thayer)
imperfect παρεῖχον, 3rd person plural παρειχαν (L T Tr WH; see ἔχω, at the beginning, and ἀπέρχομαι, at the beginning); future 3rd person singular παρέξει (R G; see below); 2nd aorist 3rd person plural παρέσχον, participle παρασχών; middle (present παρέχομαι); imperfect παρειχομην; future 2nd person singular παρέξῃ (L T Tr WH); from Homer down; Plautus praehibeo i. e. praebeo (Latin prae from the Greek παραί (but see Curtius, §§ 346,380 (cf. παρά IV:1 at the end))); i. e.
a. to reach forth, offer: τί τίνι, to show, afford, supply: τίνι ἡσυχίαν, φιλανθρωπίαν, πάντα, to be the author of, or to cause one to have; to give, bring, cause, one something — either unfavorable: κόπους, παρέχειν πόνον, ἀγῶνα, πράγματα, very often from Herodotus down; also ὄχλον, see Passow, under the word ὄχλος, 3; (Liddell and Scott, under the word, II.)); — or favorable: ἐργασίαν, πίστιν (A. V. to give assurance), to occasion (ζητήσεις, see οἰκονομία), to offer, show, or present oneself: with ἑαυτόν added (Winer s Grammar, § 38,6; (Buttmann, § 135,6)), with an accusative of the predicate, τύπον, a pattern, παράδειγμα ... τοιονδε, ἑαυτόν παρείχετο, Xenophon, Cyril 8,1, 39; (Josephus, contra Apion 2,15, 4); in the Acts , Plutarch, puer. educ. c. 20 at the beginning.
2. to exhibit or offer on one's own part: τό δίκαιον τοῖς δούλοις, to render or afford from one's own resources or by one's own power: τίνι τί, παρέξει, it must be taken as the 3rd person singular of the future active (in opposed to Winer's Grammar, § 13,2a.), the elders being introduced as talking among themselves; but undoubtedly the reading παρέξῃ should be restored (see above at the beginning), and the elders are addressing Jesus; cf. Meyer at the passage; (and on the construction, cf. Buttmann, § 139,32)). On the middle of this verb, cf. Krüger, § 52,8, 2; Winer s Grammar, § 38,5 end; (Ellicott and Lightfoot on Col. as above).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ' ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.)
2. προμηθεύω, χορηγώ
3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.)
4. προσφέρω (α. «παρέχω υλική και ηθική βοήθεια» β. «η μόρφωση παρέχει δύναμη»)
5. φρ. «παράσχου Κύριε»
εκκλ. δώσε Κύριε, στείλε θεέ μου
αρχ.
1. (για φυσικά στοιχεία) παράγω, αποφέρω («θάλασσα δὲ παρέχει ἰχθῡς», Ομ. Οδ.)
2. προσφέρω κάτι για έναν συγκεκριμένο σκοπό («παρέχουσι... γάλα θῆσθαι», Ομ. Οδ.)
3. καθιστώ κάποιον κάτι, του αποδίδω μια ιδιότητα («τὴν διέξοδόν oἱ ἀσφαλέα παρασχεῑν», Ηρόδ.)
4. φαίνομαι ως, παρουσιάζομαι σαν να έχω μία ιδιότητα («παρέχω ἐμαυτὸν ὁσιον καὶ δίκαιον», Αντιφ.)
5. επιτρέπω, δίνω το δικαίωμα
6. (ως τριτοπρόσ.) παρέχει (τινί)
είναι δυνατόν κάποιος να κάνει κάτι, μπορεί κάποιος να κάνει κάτι
7. παρουσιάζω κάποιον ενώπιον κάποιου («παρέξειν εἰς τὸ κοινὸν τῶν Ἀρκάδων ὁπόσους τις προσκαλοῑτο», Ξεν.)
8. (η μτχ. ουδ. ενεστ. απολ.) παρέχον
εφόσον μπορεί κανείς να κάνει κάτι
9. (η μτχ. ουδ. αορ. απολ.) παρασχόν
αφού κατέστη δυνατόν να...
10. μέσ. παρέχομαι
α) προμηθεύω, εφοδιάζω κάποιον από τα δικά μου υπάρχοντα
β) σχηματίζω («παρέχεται λίμνην ὁ πόντος», Ηρόδ.)
γ) (σχετικά με ψυχικά χαρίσματα) επιδεικνύω («πᾱσαν προθυμίην παρεχόμενοι», Ηρόδ.)
δ) έχω να παρουσιάσω, να επιδείξω
ε) παρουσιάζω κάποιον να έχει μια ιδιότητα («ἄρχοντα παρείχοντο Ὀρτάνεα», Ηρόδ.)
στ) (για πρέσβεις) αντιπροσωπεύω
ζ) υπόσχομαι
η) (με αριθμητικό) ανέρχομαι, συμποσούμαι σε...
11. φρ. α) «παρέχω δόξαν τινός» — φαίνομαι ή μοιάζω σαν...
β) «παρέχω πίστιν τινί» — δίνω αποδείξεις, πιστοποιώ
γ) «σιγὴν παρέχω» — σιωπώ, παύω
δ) «παρέχω ἡσυχίαν» — ησυχάζω, είμαι ήσυχος
ε) «παρέχω έμαυτόν τινι»
i) παραδίδομαι σε κάποιον με συγκεκριμένο σκοπό
ii) υποτάσσομαι
iii) (για γυναίκα) εκδίδομαι
στ) «παρέχω ἔργον» — προκαλώ κόπο, κούραση
ζ) «παρέχω ἐργασίαν» — επιφέρω κόπους ή ενοχλήσεις, κουράζω
η) «παρέχω κόπους» — ταλαιπωρώ, βασανίζω
θ) «παρέχω πράγματα» — προξενώ δυσχέρειες σε κάποιον
ι) «παρέχω τινί αἴσθησίν τίνος» — επισύρω την προσοχή κάποιου σε κάτι, κάνω κάποιον να παρατηρήσει κάτι
ια) «παρέχω αἴσθησιν» — γίνομαι αισθητός, αντιληπτός
ιβ) «παρέχομαι μάρτυρα»
(ως δικανικός όρος) προσάγω, φέρνω μάρτυρα στο δικαστήριο
ιγ) «παρέχομαι τεκμήριον» και «παρέχομαι ἐκμαρτυρίαν» και «παρέχομαι μαρτυρίαν» — παρουσιάζω αποδεικτικό στοιχείο
ιδ) «πάρεχ' ἐκποδὼν» ή «πάρεχε» — παραμέρισε, κάνε τόπο, πήγαινε από 'δω
ιε) «μαντήϊα παρέχομαι» — μαντεύω.
Greek Monotonic
παρέχω: μέλ. παρέξω ή παρασχήσω, παρακ. παρέσχηκα, αόρ. βʹ παρέσχον, Επικ. απαρ. παρασχέμεν, προστ. παράσχες· ποιητ. επίσης παρέσχεθον, απαρ. παρασχεθεῖν.
Α. Ενεργ.,
I. 1. έχω κάτι έτοιμο, κρατώ σε ετοιμότητα, παρέχω, προμηθεύω, τροφοδοτώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., πᾶσι παρέξω, θα φροντίσω για όλα, σε Ομήρ. Οδ.
2. δίνω, προξενώ, παρέχω, προσφέρω, φιλότητα, εὐφροσύνην, σε Όμηρ.· ὄχλον, σε Ηρόδ.· χάριν εὔνοιαν, σε Σοφ. κ.λπ.
II. 1. προτείνω ή προσφέρω για κάποιο λόγο, με απαρ., (ὀΐες) παρέχουσι γάλα θῆσθαι, σε Ομήρ. Οδ.· παρέχω τὸ σῶμα τύπτειν, σε Αριστοφ.· παρέχω ἑαυτόν τινι ἐρωτᾶν, σε Πλάτ.· απ' όπου απόλ., υποτάσσομαι, παραδίδομαι σε κάποιον, ἰατροῖς παρέχουσι ἀποτέμνειν, σε Ξεν.· πάρεχε ἐκποδών, πήγαινε από δω! (φύγε!), σε Αριστοφ.
2. με αυτοπαθ. αντων. και κατηγορ., προβάλλω ή παρουσιάζω τον εαυτό μου ως..., παρέχω ἑαυτὸν σοφιστήν, σε Πλάτ.· εὐπειθῆ, σε Ξεν.· παρέχω γῆν ἄσυλον, προσφέρω τη χώρα ως άσυλο, σε Ευρ.
III. 1. επιτρέπω, δίνω, σιγὴν παρασχών, σε Σοφ.· με απαρ., επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ.
2. απρόσ. (όπου μπορεί να προστεθεί η λέξη ὁ καιρός), παρέχει τινί, με απαρ., επιτρέπεται, είναι εύκολο, είναι στη δύναμη κάποιου να κάνει κάτι, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, ουδ. ως μτχ. απόλ., παρέχον, είναι στη δύναμη κάποιου, εφόσον κάποιος μπορεί, σε Ηρόδ., Θουκ.
IV. σε Αττ., παρουσιάζω ένα πρόσωπο κατόπιν διαταγής ή πρόσκλησης, σε Ξεν. κ.λπ. Β. Μέσ., παρέχομαι, μέλ. -έξομαι και σχήσομαι, Παθ. (με Μέσ. σημασία) παρακ. -έσχημαι·
I. 1. παρέχω από τον εαυτό μου, δίνω κάτι από τα δικά μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. παρέχω, προμηθεύω, παράγω, κροκοδείλους, στον ίδ.
3. εμφανίζω, παρουσιάζω από τη μεριά μου, προθυμίαν, στον ίδ. κ.λπ.
II. στο Αττ. δίκαιο, παρέχεσθαί τινα μάρτυρα, παρουσιάζω ένα μάρτυρα υπεράσπισης, σε Πλάτ.
III. παρουσιάζω ως δικό μου, ἄρχοντα παρέχεσθαί τινα, αναγνωρίζω κάποιον ως άρχοντα ή στρατηγό, σε Ηρόδ.· παρέχω πόλιν, λέγεται για πρεσβευτή, εκπροσωπώ την πόλη, σε Θουκ.
IV.προσφέρω, υπόσχομαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.
V. καθιστώ κάποιον έτσι ή αλλιώς απέναντί μου, παρασχέσθαι θεὸνεὐμενῆ, σε Ευρ.
VI. στην Αριθμητική, συνυπολογίζομαι, υπολογίζομαι, συναριθμούμαι, παρέρχονται ἡμέρας διηκοσίας, σε Ηρόδ.