διδάσκω
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
Ep. inf. διδασκέμεναι and διδασκέμεν, Il.9.442, 23.308: fut.
A διδάξω A. Supp.519, etc.: aor. ἐδίδαξα Il.23.307, etc.; poet. ἐδιδάσκησα h.Cer. 144 (prob.), Hes.Op.64, Pi.P.4.217: pf. δεδίδαχα X.Cyr.1.3.18, Pl. Men.85e:—Med., fut. διδάξομαι: aor. ἐδιδαξάμην:—Pass., fut. διδαχθήσομαι D.H.3.70, etc.: aor. ἐδιδάχθην Sol.13.51, Hdt.3.81, Ar.Nu. 637, etc.: pf. δεδίδαγμαι Il.11.831, Pl.Phdr.269c, etc. Redupl. form of δάω (q.v.) in causal sense:—instruct a person, or teach a thing, Il. 11.832, 9.442: c. dupl. acc., σε ἱπποσύνας ἐδίδαξαν = they taught thee riding, 23.307, cf. Od.8.481; πολλὰ διδάσκει μ' ὁ πολὺς βίοτος E. Hipp.252 (lyr.), etc.; also δ. τινὰ περί τινος Ar.Nu.382; δ. τῶν γενομένων τισὶ τὴν ἀλήθειαν Pl.Tht.201b: c. acc. pers. et inf., σε διδάσκουσιν θεοὶ αὐτοὶ ὑψαγόρην ἔμεναι = teach thee to be... Od.1.384: c. inf. only, δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα = she taught how to shoot, Il.5.51, etc.: without inf., πολλοὶ τοὺς υἱοὺς ῥήτορας διδάσκουσιν Aristonym. ap. Stob.3.4.105; δ. πολλοὺς αὐλητάς Charon 9; τούτους ἱππέας ἐδίδαξεν οὐδενὸς χείρους Pl.Men.94b; also δ. τινὰ σοφόν E.Heracl.575: with an abstract subject, πολυμαθίη νόον οὐ διδάσκει Heraclit.40; ξενιτείη αὐτάρκειαν δ. Democr.246:—Med., teach oneself, learn, φθέγμα καὶ ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο S.Ant. 356 (lyr.); but usu., have one taught or educated, especially of a father, τὰ ἄλλα… διδάσκεσθαι τοὺς ὑεῖς Pl.Prt.325b; δ. τοὺς ὑεῖς τὰς κούφας ἐργασίας Arist.Pol.1321a24: c. inf., δ. τινὰ ἱππεύειν Pl.R.467e; δ. τινα ἱππέα Id.Men.93d, cf. X.Mem.4.4.5 (this distinction between Act. and Med. was neglected by some Poets and late Prose writers, Med. being used like Act. in Pi.O.8.59, Luc.Somn.10, etc.; but in Ar.Nu.783 Elmsl. restored διδάξαιμ' ἄν σ' ἔτι for διδαξαίμην σ' ἔτι, and in Pl.R.421e Cobet cj. διδάξει for διδάσκεται: Med. is used of gods, [θεοί]… ὅπλων χρῆσιν διδαξάμενοι Id.Mx.238b):—Pass., to be taught, learn, c. gen., διδασκόμενος πολέμοιο = trained in war, skilled in war, Il. 16.811: c. acc., τά σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι = which [medicines] they say thou wert taught by Achilles, 11.831, cf. Arat.529; ὃς οὔτ' ἐδιδάχθη οὔτε εἶδε καλὸν οὐδέν Hdt.3.81; διδάξω καὶ διδάξομαι λόγους E.Andr.739: freq. c. inf., δεδιδαγμένον εἶναι χειροήθεα Hdt.2.69; βρέφος διδάσκεται λέγειν ἀκούειν θ' E.Supp.914; διδάσκεσθαι ὡς… X. HG2.3.45.
2 c. gen., indicate, give sign of, χειμῶνος συναγειρομένοιο Arat.793, cf. 734.
II abs., explain, πῶς δή; δίδαξον A.Eu. 431; σαφῶς δ. Th.2.60, etc.; show by argument, prove, λέγων διδασκέτω X.An.5.7.11, etc.; δ. περί τινος ὡς… Th.3.71; ἡλίκον ἐστὶ τὸ ἀλαζόνευμα… πειράσομαι… διδάξαι Aeschin.3.238; ποιητὴς δ. ὅτι… Jul. Or.2.50b.
III of dithyrambic and dramatic Poets (cf. διδάσκαλος ΙΙ), διδάσκω διθύραμβον, δρᾶμα, produce a piece, Hdt.1.23, 6.21; Πέρσας Ar.Ra.1026, cf. Pl.Prt.327d, IG12.770, al.:—Med., διδάξασθαι χορόν = train one's own chorus, Simon.145.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. inf. διδασκέμεναι Il.9.442, διδασκέμεν Il.23.308; fut. διδάξω A.Supp.519, beoc. 3a plu. διδάξονθι SEG 32.496.12 (Tespias III a.C.); aor. ind. ἐδίδαξα Il.23.307, inf. διδασκῆσαι Hes.Op.64; perf. ind. δεδίδαχα Pl.Men.85e, X.Cyr.1.3.18, pas. inf. δεδιδάχθαι Il.11.831, Pl.Phdr.269c, part. δεδιδαγμένον Hdt.2.69]
I en v. act. y med.
1 enseñar, instruir en
a) c. doble ac., de pers. y de cosa σε ... ἱπποσύνας Il.23.307, σφέας οἴμας Μοῦσ' ἐδίδαξε Od.8.481, Ἡσίοδον καλὴν ... ἀοιδήν Hes.Th.22, παρθενικὰς ... ἀγλαὰ ἔργ' h.Ven.15, cf. Orph.A.162, παῖδ' ... καλὰ ... ἔργα Phoc.15.2, κακὰ πολλὰ ... ἄνδρα Thgn.389, cf. 651, τὸν φαρμάκων ... μαλακόχειρα νόμον Pi.N.3.55, πολλὰ ... μ' E.Hipp.252, τὰ μὴ καλῶς ἔχοντα ... τοὺς ἀνθρώπους Antipho 6.2, Ἀκόντιον ... τέχνην Call.Fr.67.1, ὃν ... θεοπροπίας οἰωνῶν A.R.1.66, cf. 2.512, Call.Dian.217, tb. c. περί y gen. οὐδὲν ... περὶ τοῦ πατάγου ... μ' ἐδίδαξας Ar.Nu.382, en v. med. mismo sent. τὰ μὲν ἄλλα διδάσκονται τοὺς ὑεῖς Pl.Prt.325b, cf. Arist.Pol.1321a24, Opp.H.1.666;
b) c. ac. de pers. e inf. o interr. indir. σε ... ὑψαγόρην τ' ἔμεναι Od.1.384, μ' ... ἀείδειν Hes.Op.662, τοὺς παῖδας ... ἱροῦ ἅψασθαι Ἀρτέμιδος Hdt.3.48, τοῦτον γεωμετρεῖν Pl.Men.85e, Μήδους ... αὑτοῦ μεῖον ἔχειν X.l.c., σὸν ... πατέρα ποῖα χρῆ λέγειν A.Supp.519, tb. c. ac. de anim. τοὺς ἵππους ... ὀρχεῖσθαι Charo Lamps.1, en v. med. mismo sent. δοῦρα δὲ τεκτήνασθαι ... ἐπιχθονίους ἐδιδάξατο Opp.H.2.23;
c) sólo c. ac. de cosa τάδε πάντα Il.9.442, ἔργα Hes.Op.64, ξενιτείη βίου αὐτάρκειαν διδάσκει Democr.B 246, σκυτοτομικήν Gorg.B 14, μάθησιν ἰδίαν Arist.Pol.1337a26, γράμματα δ. enseñar a leer, Milet 1(3).145.38 (II a.C.), Plu.Alc.7, τὰ πλεῖστα Vett.Val.343.31, en v. med. mismo sent. ὅπλων κτῆσιν ... διδαξάμενοι Pl.Mx.238b
•en v. pas. c. suj. de cosa ser enseñado ἡγοῦνται σφισιν τελέως ῥητορικὴν δεδιδάχθαι Pl.Phdr.269c;
d) sólo c. inf. u otra complet. o interr. indir. δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις ... βάλλειν ἄγρια πάντα Il.5.51, πολυμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει Heraclit.B 40, χρόνος γὰρ οὐ διδάσκει φρονεῖν Democr.B 183, ἡ συμφορὴ διδάσκει ... τὰ ῥήϊστα αἱρεῖσθαι Hp.Art.52, τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν SIG 578.21 (Teos II a.C.), ἐγὼ ἀγάλματα θεῶν τειμᾶν ἐδίδαξα Hymn.Is.23 (Cime), δ. ὡς οὐκ ἔστιν Epicur.Ep.[4] 132, δ. ... ὅτι χρή Iul.Or.3.50b, πῶς δέ, αὐτὸς διδάξει ὁ νόμος Ph.1.250;
e) sólo c. ac. de pers. ὃν (Ἀχιλλῆα) Χείρων ἐδίδαξε Il.11.832, οὐκ ἂν διδάξαιμ' ἂν σ' ἔτι Ar.Nu.783, τοὺς φιλομαθοῦντας Plb.2.56.11;
f) c. dat. e inf. τῷ Βαλάκ βαλεῖν σκάνδαλον Apoc.2.14;
g) abs. ὁ δ' αὐτὸς ... διδάσκει δὲ ἐννεύμασιν δακτύλων LXX Pr.6.13, ὁ θεὸς οὐ κατὰ συντέλειαν ἐδίδαξεν Ph.1.475, en v. med. mismo sent. τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον al que sabe le es más fácil enseñar Pi.O.8.59.
2 informar, explicar πῶς δή; δίδαξον A.Eu.431, σαφῶς διδάξας Th.2.60, c. ac. de pers. y περί c. gen. τὴν σύγκλητον περὶ τῶν προειρημένων Plb.25.5.4, sólo c. ac. de pers. οὐ γὰρ δεδύνησται (sic) ἡμᾶς διδάξαι pues no ha podido darnos una explicación, SB 7267.4 (III a.C.), cf. A.Al.11B.5.11, c. ac. int. y περί c. gen. βραχέα περὶ αὑτῶν Plb.24.10.2, sólo c. ὑπέρ y gen. δ. ὑπὲρ τῶν ... πραγμάτων Plb.22.11.6, tb. c. complet. δ. ὡς Th.3.71, δ. ὅτι Plb.5.5.3, 16.34.5, ἡλίκον δ' ἐστὶ τὸ ἀλαζόνευμα ... διδάξαι Aeschin.3.238
•c. suj. no de pers. y gen. indicar, señalar (σελήνη) ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός Arat.734, cf. 793.
3 de poetas ditirámbicos y dramáticos ejecutar, poner en escena una obra διθύραμβον ... διδάξαντα ἐν Κορίνθῳ Hdt.1.23, δρᾶμα Hdt.6.21, Marm.Par.A 43, Πέρσας Ar.Ra.1026, cf. Pl.Prt.327d, frec. en inscrs. corégicas Πυθόδωρος ... ἐχορήγε, Ἀρίσταρχος ἐδίδασκε IG 13.960 (V a.C.), Σοφοκλῆς ἐδίδασκεν IG 13.970.5 (V a.C.)
•en v. med. instruir un coro ἱμερόεντα διδαξάμενος χορὸν ἀνδρῶν Simon.FGE 794.
4 c. doble ac. de pers., uno compl. dir. y otro pred. enseñar a ser, educar como δίδασκέ μοι τοιούσδε τούσδε παῖδας, ἐς τὸ πᾶν σοφούς E.Heracl.574, τούτους ... ἱππέας Pl.Men.94b, πολλοὺς αὐλητάς Charo Lamps.1, τοὺς υἱοὺς ῥήτορας Aristonym. en Stob.3.4.105, en v. med. mismo sent. ἄλλους ... χείρους δημιουργούς Pl.R.421e, Κλεόφαντον ... ἱππέα Pl.Men.93d, σκυτέα διδάξασθαί τινα X.Mem.4.4.5.
II en v. med.-pas., gener. c. suj. de pers. y ac. de cosa
1 ser enseñado o instruido en, equiv. a aprender τά (φάρμακα) σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι los (fármacos) que se dice tú has aprendido de Aquiles, Il.11.831, ἄλλος Ὀλυμπιάδων Μουσέων πάρα δῶρα διδαχθείς Sol.1.51, ὄφρα διδαχθῇς a fin de que aprendas Thgn.565, κῶς γὰρ ἂν γινώσκοι ὃς οὔτ' ἐδιδάχθη; Hdt.3.81, τί βούλει ... μανθάνειν ὧν οὐκ ἐδιδάχθης; ¿qué quieres aprender de las cosas que no te enseñaron? Ar.Nu.637, cf. Artem.1.51, διδάξω καὶ διδάξομαι λόγους E.Andr.739, Τριπτόλεμος ἀγαθὰν ἐδιδάσκετο τέχναν Call.Cer.21, αὐτὸν ... τὴν οἰωνοσκοπικὴν τέχνην διδαχθησόμενον D.H.3.70, ὁ δὲ νοῦς ὁ διδασκόμενός ἐστιν Ph.1.97, διδασκόμενοι τὰς αὐτὰς τέχνας Arsameia 145 (I a.C.), σε ... διδαξαμένην τὰ ἔρωτος ἔργα Longus 3.17.2
•c. inf. u otra complet. διδασκέσθω πολεμίζειν Tyrt.7.27, κροκόδειλον, δεδιδαγμένον εἶναι χειροήθεα Hdt.l.c., βρέφος διδάσκεται λέγειν E.Supp.914, διδαξάμενοι ἱππεύειν Pl.R.467e, διδασκόμενος ὡς X.HG 2.3.45, δεδιδαγμένος ὅτι Phld.Rh.5.fr.1.14F.
•c. gen. διδασκόμενος πολέμοιο para aprender a guerrear, Il.16.811, χειρῶν δεδιδαγμένος Arat.529.
2 enseñarse a sí mismo, aprender φθέγμα καὶ ... ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο S.Ant.355.
III en v. med., c. ac. de pers. y valor factitivo enseñar, dar instrucciones ἐδιδαξάμην ... Χρυσάμμωνα ῥήτορα SB 13932.8 (III d.C.).
• Diccionario Micénico: ḍẹ-di-ku-ja (?), di-da-ka-re.
• Etimología: Pres. red. c. suf. -σκ-, de *dn̥s-, tema que da lugar a δαῆναι, q.u. y a ai. dáṃsas-, etc., o quizá de *di-dk-sk-, rel. lat. doceo; mic. de-di-<da->ku-ja parece abonar la segunda posibilidad.
German (Pape)
[Seite 615] lehren; ron δάω mit Reduplication δι-und verstärkender Endung -σκω gebildet, vgl. φάω (φάFω) πιφαύσκω; fut. διδάξω, ἐδίδαξα, ἐδιδάσκησα Hes. O. 64 H. h. Cer. 144, perf. δεδίδαχα, δεδίδαγμαι z. B. Her. 4, 22; – 1) lehrenn. unterrichten, von Homer an überall; τί, Iliad. 9, 442 τοὔνεκά με προέηκε, διδασκέμεναι τάδε πάντα, μύθων τε ῥητῆρ' ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων; τἀληθῆ Plat. Phaedr. 276 c; so τέχνην u. ähnl.; τινά τι, von Hom. an überall, z. B. Odyss. 8, 481 οὕνεκ' ἄρα σφέας οἴμας μοῦσ' ἐδίδαξε, φίλησε δὲ φῦλον ἀοιδῶν; vgl. Iliad. 23, 307; ἐμὲ τὰ ἐρωτικά Plat. Conv. 201 d; σὲ τὴν ἐπιστήμην Euthyd. 293 b; auch τινὰ περί τινος, Ar. Nubb. 382; vgl. Thuc. 3, 71; c. inf., Il. 5, 51.Σκαμάνδριον, αἵμονα θήρης, ἐσθλὸν θηρητῆρα δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα; Odyss. 1, 384 ἦ μάλα δή σε διδάσκουσιν θεο' αὐτοὶ ὑψαγόρην τ ἔμεναι καὶ θαρσαλέως ἀγορεύειν; τοῦτον γεωμετρεῖν Plat. Men. 85 d; τινά allein, = belehren, Il. 11, 832 Od. 8, 488. Auch τούτους – ἱππέας ἐδίδαξεν οὐδενὸς χείρους Plat. Men. 94 b. – Übh. = klar aus einander setzen, darthun, beweisen. - Pass., διδασκόμενος πολέμοιο, in der Kriegskunst, Il. 16, 811; ἐπὶ δ' ἤπια φάρμακα πάσσε, ἐσθλά, τά σε προτί φασιν Αχιλ λῆος δεδιδάχθαι Iliad. 11, 831; so für »lernen«, σκεσθαί τινα, Einen unterrichten lassen, τοὺς υἱέας Plat. Prot. 325 b; τὸν υἱὸν ἱππέα ἐδιδάξατο ἀγαθόν, ließ ihn zu einem guten Reiter ausbilden, Men. 93 d; vgl. Xen. Mem. 4, 4, 5. – Sich unterrichten lassen, lernen; αὐτὸς διδάξομαι Ar. Nubb. 127; vgl. Soph. Ant. 356; Eur. Hel. 1442. – Aber auch = activ., Plat. Menex. 258 b; Ar. Nubb. 782; Luc. Tox. 14 u. öfter. – 2) διθύραμβον, δρᾶμα, von den Dichtern, die einen Dithyrambus, ein Drama selber einstudiren, die Schauspieler anweisen u. die Aufführung leiten, Her. 1, 23; von Arion Plat. Prot 327 d; Ar. Ran. 1026. – Vom Choregen braucht es Antiph. 6, 11.
French (Bailly abrégé)
f. διδάξω, ao. ἐδίδαξα, pf. δεδίδαχα;
Pass. ao. ἐδιδάχθην, pf. δεδίδαγμαι;
1 enseigner, instruire, apprendre : τι, enseigner qch ; τινα, instruire qqn ; τινα ποιεῖν τι, postér. τινι ποιεῖν τι PLUT apprendre à qqn à faire qch ; περὶ τῶν πεπραγμένων διδάξοντας ὡς ξυνέφερε THC devant expliquer les faits en les présentant sous un jour favονable ; abs. πῶς δή ; δίδαξον ESCHL comment donc ? explique ; λέγων διδασκέτω XÉN qu'il parle et qu'il s'explique ; Pass. avec un gén. : διδασκόμενος πολέμοιο IL instruit ou expert dans la guerre;
2 particul. διδάσκειν δρᾶμα HDT, διθύραμβον HDT faire représenter une pièce, un dithyrambe, etc., litt. donner les instructions nécessaires aux acteurs qui doivent jouer;
Moy. διδάσκομαι (f. διδάξομαι);
I. tr. 1 faire instruire : τι τοὺς υἱέας PLAT faire apprendre qch à ses enfants;
2 instruire, enseigner qqn;
II. au sens réfléchi s'instruire soi-même, apprendre pour soi : ἀστυνόμους ὀργάς SOPH apprendre à connaître les lois qui régissent les cités.
Étymologie: pour *δι-δάκ-σκω, de la R. Δακ = lat. doceo, développement de la R. Δα, apprendre, avec redoublement ; cf. *δάω.
Russian (Dvoretsky)
δῐδάσκω: (aor. ἐδίδαξα, HH, Hes. тж. ἐδιδάσκησα, pf. δεδίδαχα; pass.: aor. ἐδιδάχθην, pf. δεδίδαγμαι)
1 реже med. учить, обучать (τινά τι Hom., Eur., Xen., Plat., Arst., τινὰ περί τινος Thuc., Arph., τινά ποιεῖν τι Hom., Lys., Plat., редко τινί ποιεῖν τι Plut.): διδάξαι τινὰ ἱππέα (sc. εἶναι) Plat. обучить кого-л. верховой езде; τά σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι Hom. этому ты, говорят, научился у Ахилла; διδασκόμενος πολέμοιο Hom. обучаясь военному делу; med. (преимущ.) учиться, обучаться, изучать (τι Soph., Arph. и ποιεῖν τι Eur.) или обучить (τινά τι Plat., τινα ποιεῖν τι Plat. и τινά τινα Xen., Plat.);
2 поучать, наставлять: πῶς δή, δίδαξον Aesch. объясни же, как именно; λέγων διδασκέτω Xen. пусть выступит и растолкует; πέμπουσι πρέσβεις περὶ τῶν πεπραγμένων διδάξοντας Thuc. они отправляют послов, которые сообщили бы о принятых мерах;
3 театр. разучивать, ставить (на сцене), представлять (δρᾶμα Her.; Πέρσας, sc. Αἰσχύλου Arph.): ἄγριοι, οὓς Φερεκράτης ἐδίδαξεν Plat. дикари, которых вывел на сцену Ферекрат.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδάσκω: Ἐπ. ἀπαρ. -έμεναι καὶ -έμεν Ἰλ. Ι. 442., Ψ. 308· μέλλ. διδάξω Ἀττ. ἀόρ. ἐδίδαξα Ἰλ., Ἀττ.· ποιητ. ἐδιδάσκησα Voss Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 144, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 64, Πίνδ. Π. 4. 386· πρκμ. δεδίδαχα Ἀττ. ― Μέσ., μέλλ. διδάξομαι Ἀττ.· ἀόρ. ἐδιδαξάμην Ἀττ. ― Παθ., μέλλ. διδαχθήσομαι Διον. Ἁλ. 3. 70, κτλ.· ἀόρ. ἐδιδάχθην Ἡρόδ., Ἀττ.· πρκμ. δεδίδαγμαι Ἰλ., Πλάτ. Μετ’ ἀναδιπλ. τύπος τοῦ δάω, ἐπὶ μεταβ. σημασίας (ἴδε ἐν λ. δάω). Διδάσκω (δηλ. πληροφορῶ, κάμνω τινὰ νὰ μάθῃ) τινὰ ἢ διδάσκω τι, Ὅμ., κτλ.· ἐντεῦθεν μετὰ διπλῆς αἰτιατ., σε… ἱπποσύνας ἐδίδαξαν, σὲ ἐδίδαξαν ἱππασίαν, Ἰλ. Ψ. 307, πρβλ. Ὀδ. Θ. 481· οὕτω παρ’ Ἀττ., πολλὰ διδάσκει μ’ ὁ πολὺς βίοτος Εὐρ. Ἱππ. 252, κτλ.· ὡσαύτως, δ. τινὰ περί τινος Ἀριστοφ. Νεφ. 382· τούτοις διδ. (ἐάν ἡ ὀρθή γραφὴ δὲν εἶναι τοὺτους, ὅρα Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 114, ὅστις ἀποκαλεῖ σόλοικον τὴν μετὰ δοτ. σύνταξιν) ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 201Β, πρέπει νὰ ἐξηγηθῇ ὡς καθ’ ἕλξιν πρὸς τὸ ἀναφορ. οἷς· ― μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., σε διδάσκουσιν θεοὶ αὐτοὶ ὑψαγόρην ἔμεναι Ὀδ. Α. 384· καὶ μετὰ μόνης ἀπαρεμφ., δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα, ἐδίδαξε τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, Ἰλ. Ε. 51, καὶ συχνάκις οὕτως· ὡσαύτως παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., διδάσκειν τινὰ ἱππέα [ἐνν. εἶναι], διδάσκω τινὰ νὰ εἶναι …, γυμνάζω τινὰ εἰς ἱππασίαν, Πλάτ. Μένωνι 94Β· οὕτω, δ. τινὰ σοφόν, κακὸν Elmsl. Ἡρακλ. 575, Stallb. Πλάτ. Πρωτ. 327C. ― Μέσ., διδάσκω ἐμαυτόν, μανθάνω, φθέγμα καὶ ἀστυνόμους ὀργάς ἐδιδάξατο Σοφ. Ἀντ. 356· ἀλλ’ ἡ συνήθης σημασία τοῦ μέσου εἶναι: διδάσκειν τινὰ δι’ ἑτέρου, mandare aliquem docendum, ἰδίως ἐπὶ πατρὸς ἐκπαιδεύοντος τὸν υἱόν, τὰ ἄλλα… διδάσκεσθαι τοὺς υἱεῖς Πλάτ. Πρωτ. 325Β· δ. τοὺς υἱεῖς τὰς κούφας ἐργασίας Ἀριστ. Πολ. 6. 7, 3· μετ’ ἀπαρ., δ. τινὰ ἱππεύειν Πλάτ. Πολ. 467Ε· διδάσκεσθαί τινα ἱππέα (ἐνν. εἶναι) ὁ αὐτ. Μένωνι 93D· πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 5, Pors. Μηδ. 297. ― Ἡ διάκρισις αὕτη μεταξὺ τοῦ ἐνεργ. καὶ τοῦ μέσου δὲν τηρεῖται ὑπό τινων ἐκ τῶν ποιητῶν καὶ τῶν μεταγενεστέρων πεζογράφων, καὶ τὸ μέσ. εὕρηται ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ. παρὰ Σιμων. 147, Πινδ. Ο. 8. 77, Λουκ. Ἐνυπν. 10, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 783 ὁ Elmsl. διώρθωσε, διδάξαιμ’ ἂν σ’ ἔτι ἀντὶ διδαξαίμην σ’ ἔτι, καὶ ἐν Πλάτ. Πολ. 421Ε. ὁ Cobet προτείνει διδάξει ἀντὶ -εται). ― Παθ., διδάσκομαι μανθάνω, μετὰ γεν., διδασκόμενος πολέμοιο, ἔμπειρος τοῦ πολέμου, Ἰλ. Π. 811, πρβλ. *δάω· ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ., τά σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι, ἅτινα [φάρμακα] λέγουσιν ὅτι ἐδιδάχθης ὑπὸ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Λ. 831· ὃς οὔτ’ ἐδιδάχθη οὔτ’ οἶδε καλὸν οὐδὲν Ἡρόδ. 3. 81· διδάσκω καὶ διδάσκομαι λόγους Εὐρ. Ἀνδρ. 739· ἀλλὰ συχνάκις μετ’ ἀπαρ., δεδιδαγμένον εἶναι χειροήθεα Ἡρόδ. 2. 69, κτλ.· βρέφος διδάσκεται λέγειν ἀκοῦσαί θ’ Εὐρ. Ἱκέτ. 914· ὡσαύτως, διδάσκεσθαι ὡς… Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 45. ΙΙ. ἀπολ., ἐξηγοῦμαι, ἑρμηνεύω, Θουκ. 2. 60· δεικνύω διὰ συλλογισμοῦ, ἀποδεικνύω, λέγων διδασκέτω Ξεν. Ἀν. 5. 7, 11, κτλ.· δ. περί τινος ὡς… Θουκ. 3. 71· ἡλίκον ἐστὶ τὸ ἀλαζόνευμα…, πειράσομαι… διδάξαι Αἰσχίν. 87 ἐν τέλ. ΙΙΙ. τὸ διδάσκειν ἰδιαιτέρως ἐλέγετο ἐπὶ τῶν διθυραμβικῶν καὶ δραματικῶν ποιητῶν, οἵτινες ἐδίδασκον τοὺς ὑποκριτὰς τὰ μέρη αὐτῶν καὶ ἐπεστάτουν κατὰ τὴν παράστασιν τῶν δραμάτων ἢ ποιημάτων αὑτῶν, δ. διθύραμβον, δρᾶμα Ἡρόδ. 1. 23. 6. 21, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 327D, κτλ.· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διδάξασθαι χορὸν Σιμων. 147· ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 211 - 226, διδασκαλία ΙΙ, διδάσκαλος ΙΙ, καὶ πρβλ. Böttiger Quid sit docere fabulam, Opusc. σ. 284.
English (Autenrieth)
(root δα), aor. (ἐ)δίδαξα, pass. perf. inf. δεδιδάχθαι: teach, pass., learn; διδασκόμενος πολέμοιο, ‘a beginner, tiro in fighting,’ Il. 16.811.
English (Slater)
δῐδάσκω teach Ἀσκλαπιόν· τὸν φαρμάκων δίδαξε (Χίρων) μαλακόχειρα νόμον (N. 3.55) c. inf. καί ῥά μιν πόρε Κενταύρῳ διδάξαι πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους (P. 3.45) med., τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον. ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν to have oneself taught (O. 8.59) met., reveal διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ (Hermann: ἐδιδάξαμεν codd.) fr. 122. 16.
English (Strong)
a prolonged (causative) form of a primary verb dao (to learn); to teach (in the same broad application): teach.
English (Thayer)
imperfect ἐδίδασκον; future διδάξω; 1st aorist ἐδίδαξα; 1st aorist passive ἐδιδάχθην; (ΔΑΩ (cf. Vanicek, p. 327)); (from Homer down); the Sept. for הודִיעַ, הורָה, and especially for לִמַּד; to teach;
1. absolutely,
a. to hold discourse with others in order to instruct them, deliver didactic discourses: to be a teacher (see διδάσκαλος, 6): to discharge the office of teacher, conduct oneself as a teacher: לְ לִמַּד (Plutarch, Marcell c. 12), with the dative of person: τῷ Βαλάκ, bez elz τόν Βαλάκ); cf. Buttmann, 149 (130); Winer's Grammar, 223 (209), cf. 227 (213).
b. according to the regular use, with the accusative of person, to teach one: used of Jesus and the apostles uttering in public what they wished their hearers to know and remember, τούς Ἕλληνας, to act the part of a teacher among the Greeks, to impart instruction, instill doctrine into one: ὅτι: περί τίνος, ἐν Χριστῷ διδαχθῆναι, to be taught in the fellowship of Christ, prescribe a thing: διδασκαλίας, ἐντάλματα ἀνθρώπων, precepts which are commandments of men (from Buttmann, 148 (129)); τήν ὁδόν τοῦ Θεοῦ, ταῦτα, ἅ μή δεῖ, to explain, expound, a thing: ἀποστασίαν ἀπό Μωϋσέως, the necessity of forsaking Moses, to teach one something (Winer's Grammar, 226f (212); Buttmann, 149 (130)): (ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα, τοῦ διδάσκειν ὑμᾶς τινα τά στοιχεῖα, R G T Tr and others read — not so well — τινα; (but cf. Buttmann, 260 (224) note, 268 (230) note)); ἑτέρους διδάξαι, namely, αὐτά, διδαχθῆναι τί (Buttmann, 188 (163); Winer's Grammar, 229 (215)): ἐδιδάχθην, namely, αὐτό), 2 Thessalonians 2:15.
Greek Monolingual
και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω)
1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῖνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ' ὁ πολὺς βίοτος»)
2. κηρύττω («διδάσκει τον λόγο του Θεού», «ἐδίδασκεν ἀπ
ἄμβωνος ἡ ἐπ' ἄμβωνος», «διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς»)
3. προετοιμάζω και παρουσιάζω θεατρικό έργο
4. υποδεικνύω, νουθετώ
5. (για θρησκευτικούς ηγέτες, φιλοσόφους, πολιτικούς κ.λπ.) πρεσβεύω και διακηρύσσω, θεωρώ ως ορθό
6. (-ομαι) μαθαίνω, αποκτώ γνώσεις ή εμπειρίες
νεοελλ.
1. είμαι δάσκαλος
2. φρ. «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις» — γι' αυτούς που δεν τηρούν οι ίδιοι όσα υποδεικνύουν στους άλλους
αρχ.-μσν.
1. εξηγώ, ερμηνεύω (κείμενο ή θεωρία)
2. αποκαλύπτω, φανερώνω
μσν.
1. εξιστορώ, διηγούμαι
2. δίνω εντολές, διατάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. dns- που συνδέεται με τη λ. δήνεα, αρχ. ινδ. damsas-, dasra- «αυτός που κάνει θαύματα». Πρόκειται για αναδιπλασιασμένο μεταβιβαστικό και θαμιστικό ενεστώτα σε -σκω που μάλλον προέρχεται από θ. σε δα-. Στον Όμηρο απαντά με επίθημα -η, μέλλ. δαήσεαι «θα μάθεις», αόρ. εδάην, δαήναι (< δασ-ήναι), παρακμ. δεδάηκα. Ήδη στον Όμηρο αόρ. εδίδαξα, έπειτα στην Ιων.-Αττική μέλλ. διδάξω (πρβλ. αλύξω του αλύσκω). Τα ονοματικά παράγωγα της λ. σχηματίζονται είτε με θ. δα- είτε με παρεκτεταμένο θ. δαη- (πρβλ. δαήμων, δαημοσύνη), καθώς επίσης μτγν. και με ουρανικό θ. διδαχ- (πρβλ. διδαχή και το ταραχή-ετάραξα) ή με το θ. του ενεστ. διδασκ-. Ο τ. διδάχνω από τον αόρ. εδίδαξα κατά το σχήμα έσπρωξα-σπρώχνω.
ΠΑΡ. δίδαγμα, διδακτήριος, διδακτικός, διδακτός, δίδακτρο(ν), διδασκαλία, διδάσκαλος, διδαχή
αρχ.-μσν.
δίδαξις.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) μεταδιδάσκω, συνδιδάσκω
αρχ.
αναδιδάσκω, αντιδιδάσκω, αποδιδάσκω, εκδιδάσκω, επεκδιδάσκω, επιδιδάσκω, παραδιδάσκω, προδιδάσκω, προεκδιδάσκω, προσαναδιδάσκω, προσδιδάσκω, προσεκδιδάσκω, προσεπιδιδάσκω, υποδιδάσκω].
Greek Monotonic
δῐδάσκω: Επικ. απαρ. -έμεναι, -έμεν, μέλ. διδάξω, αόρ. αʹ ἐδίδαξα, ποιητ. ἐδιδάσκησα, παρακ. δεδίδᾰχα — Μέσ. μέλ. διδάξομαι, αόρ. αʹ ἐδιδαξάμην — Παθ. μέλ. διδαχθήσομαι, αόρ. αʹ ἐδιδάχθην, παρακ. δεδίδαγμαι (αναδιπλ. τύπος του δάω, με Ενεργ. σημασία)·
I. εκπαιδεύω (δηλ. καθοδηγώ) έναν άνθρωπο ή του διδάσκω κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ.· με διπλή αιτ., σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν, σε δίδαξαν ιππασία, σε Ομήρ. Ιλ.· διδάσκω σε κάποιον ένα πράγμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, δ. τινὰ περί τινος, σε Αριστοφ.· με αιτ. προσ. και απαρ., διδάσκω σε κάποιον να είναι έτσι, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ. μόνο, δίδαξε βάλλειν, του έμαθαν τη χρήση του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με το απαρ. να παραλείπεται, διδάσκειν τινὰ ἱππέα (ενν. εἶναι), εκπαιδεύω κάποιον ως καβαλάρη, σε Πλάτ.· ομοίως, δ. τινὰ σοφόν, κακόν, σε Ευρ. — Μέσ., διδάσκομαι, μαθαίνω, σε Σοφ.· όμως η συνήθης σημασία της Μέσ., εκπαιδεύω κάποιον άλλο, λέγεται για έναν πατέρα που εκπαιδεύει τον γιο του, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., διδάσκομαι, εκπαιδεύομαι, με γεν., διδασκόμενος πολέμοιο, εκπαιδευμένος στον πόλεμο, εμπειροπόλεμος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ. κ.λπ.· με απαρ., δεδιδαγμένος εἶναι, σε Ηρόδ.· διδάσκεται λέγειν ἀκοῦσαί θ', σε Ευρ.
II. το διδάσκειν χρησιμοποιείται για τους δραματικούς ποιητές, οι οποίοι αρχικά δίδασκαν στους υποκριτές τα λόγια τους, σε Ηρόδ., Αττ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: teach (Od.)
Other forms: Aor. διδάξαι (like ἀλύσκω: ἀλύξαι; s. lit. below), perf. med. δεδιδάχθαι; posthom. διδασκῆσαι (Hes.), διδάξω (A.), δεδίδαχα (Pl.)
Derivatives: διδάσκαλος m. (f.) teacher (Ion.-Att., h. Merc.) with διδασκαλία doctrine, education (Pi.), διδασκάλιον knowledge (Hdt.), late in plur. premium, διδασκαλικός belonging to the teacher, διδασκαλεῖον school (Ion.-Att.). - (After ταράξαι: ταραχή, τάραξις, τάραγμα) διδαχή education (Ion.-Att.), δίδαξις id. (E.), δίδαγμα id. (Ion.-Att.), διδαγμοσύνη id. (astrol.). - δίδακτρα pl. teachers fee (Theoc.; cf. Chantr. Form. 332); διδακτήριον proof (Hp.); - διδακτικός prepared to learn (Ph., NT).
Origin: IE [Indo-European] [201) *d(e)ns- teach
Etymology: Reduplicated σκ-presens with factitive meaning to δαῆναι (s. v.) < *δασ-ῆναι; because the stem syllable became unclear the reduplication, and partly also the σκ-suffix was used in the non-present forms. - See Debrunner Mélanges Boisacq 1, 251ff.
Middle Liddell
I. to teach (i. e. instruct) a person, or teach a thing, Hom., etc.: c. dupl. acc., σε… ἱπποσύνας ἐδίδαξαν they taught thee riding, Il.; to teach one a thing, Hom., etc.; also, δ. τινὰ περί τινος Ar.:—c. acc. pers. et inf. to teach one to be so and so, Od.; c. inf. only, δίδαξε βάλλειν taught him how to shoot, Il.;—also with inf. omitted, διδάσκειν τινὰ ἱππέα [sc. εἶναι to train one as a horseman, Plat.; so, δ. τινὰ σοφόν, κακόν Eur.:— Mid. to teach oneself, learn, Soph.: but the usual sense of the Mid. is to have another taught, of a father, to have his son taught, Plat., etc.:—Pass. to be taught, to learn, c. gen., διδασκόμενος πολέμοιο trained in war, Il.; also c. acc., Il., etc.; c. inf., δεδιδαγμένος εἶναι Hdt.; διδάσκεται λέγειν ἀκοῦσαί θ' Eur.
II. διδάσκειν is used of dramatic Poets, who originally taught the actors their parts, Hdt., Attic
Frisk Etymology German
διδάσκω: {didáskō}
Forms: Aor. διδάξαι (wie ἀλύσκω: ἀλύξαι u. a.; s. Lit. unten), Perf. Med. δεδιδάχθαι; nachhom. διδασκῆσαι (Hes., Pi.), διδάξω (A. usw.), δεδίδαχα (Pl., X.) usw.
Grammar: v.
Meaning: lehren.
Derivative: Vom Präsensstamm: διδάσκαλος m. (f.) ‘Lehrer, (-erin)’ (ion. att. seit h. Merc.; zum iterativ-konativen Sinn Debrunner [s. u.]) mit διδασκαλία Lehre, Unterricht (Pi., ion. att.), διδασκάλιον das Gelehrte, Kenntnis (Hdt., X.), spät im Plur. Lehrgeld, διδασκαλικός zum Lehrer, Unterricht gehörig, διδασκαλεῖον Schule (ion. att.). — Vom Aorist (nach ταράξαι: ταραχή, τάραξις, τάραγμα u. ähnl.): διδαχή Lehre, Unterricht (ion. att.), δίδαξις ib. (E., Arist. u. a.; vgl. Holt Les noms d'action en -σις 144), δίδαγμα ib. (ion. att.), διδαγμοσύνη ib. (Astrol.; nach ἀγνωμοσύνη, μνημοσύνη usw.); — δίδακτρα pl. Lehrgeld (Theok., Poll.; vgl. Chantraine Formation 332); διδακτήριον Beweis (Hp.); — διδακτικός zum Lehren geeignet (Ph., NT).
Etymology: Redupliziertes σκ-Präsens mit faktitiver Bedeutung zu δαῆναι (s. d.) aus *δασῆναι; wegen der Verdunkelung der Stammsilbe wurde die Reduplikation, z. T. auch das σκ-Suffix in die außerpräsentischen Tempora und die Ableitungen verschleppt. — Ausführlich über Etymologie und Formengeschichte Debrunner Mélanges Boisacq 1, 251ff. m. Lit.
Page 1,387
Chinese
原文音譯:did£skw 笛打士可
詞類次數:動詞(97)
原文字根:教 相當於: (לָמַד)
字義溯源:教,教導,教訓,傳,傳講,指導,指示,傳道;源自(δαπάνη)Y*=學)。和合本將主耶穌的說話,都作:教訓(本書用:教導),對聖靈就說:指教;在行傳中記載門徒對百姓傳講,仍多用:教訓;間或保羅說話,就說:教導。在書信中,對信徒之間便說:教導。在聚會中的教導,也漸次定型( 羅12:7; 林前4:17; 弗4:11; 西3:16)。門徒們乃是把主的福音,主的救恩傳揚出去,同時也把與救恩有關的真理,和主耶穌的話語教導他們
同源字:1) (διδακτικός)教訓的 2) (διδακτός)所教訓的 3) (διδασκαλία)教訓 4) (διδάσκαλος)教導者 5) (διδάσκω)教 6) (διδαχή)教訓 7) (ἑτεροδιδασκαλέω)異樣的教導 8) (θεοδίδακτος / θεολόγος)由神所教訓的 9) (καλοδιδάσκαλος)善的教師 10) (νομοδιδάσκαλος)解釋律法者 11) (ψευδοδιδάσκαλος)假教師
同義字:1) (διδάσκω)教 2) (κατηχέω)教誨 3) (μαθητεύω)受教作門徒 4) (παιδεύω)訓練 5) (παραδίδωμι)交付 6) (συμβιβάζω)一同努力比較 (ἀγγέλλω)同義字
出現次數:總共(97);太(14);可(17);路(17);約(10);徒(16);羅(3);林前(2);加(1);弗(1);西(3);帖後(1);提前(3);提後(1);多(1);來(2);約壹(3);啓(2)
譯字彙編:
1) 教導(34) 太5:2; 太5:19; 太11:1; 太13:54; 可1:22; 可6:34; 可8:31; 可9:31; 可11:17; 路4:31; 路5:3; 路11:1; 路11:1; 路20:1; 約7:35; 約8:2; 約8:20; 約9:34; 徒4:2; 徒4:18; 徒5:25; 徒15:1; 徒18:11; 徒20:20; 羅2:21; 羅2:21; 西1:28; 西3:16; 提前2:12; 提後2:2; 多1:11; 來5:12; 約壹2:27; 啓2:20;
2) 教導人(27) 太4:23; 太5:19; 太9:35; 太26:55; 可1:21; 可4:1; 可6:2; 可6:6; 可12:35; 可14:49; 路5:17; 路6:6; 路13:10; 路13:22; 路19:47; 路21:37; 路23:5; 約6:59; 約7:14; 約7:28; 約18:20; 徒5:21; 徒5:28; 徒15:35; 徒18:25; 徒21:28; 徒28:31;
3) 所教導的(4) 太7:29; 徒1:1; 林前4:17; 約壹2:27;
4) 他⋯教導(3) 可2:13; 可4:2; 可10:1;
5) 傳(2) 太22:16; 可12:14;
6) 他們⋯教導人(2) 太15:9; 徒5:42;
7) 來教導(1) 約壹2:27;
8) 要教導(1) 提前4:11;
9) 你們的教導(1) 帖後2:15;
10) 曾教導(1) 啓2:14;
11) 你要教導(1) 提前6:2;
12) 他們以⋯教導人(1) 可7:7;
13) 他們⋯教導(1) 來8:11;
14) 所教導⋯的(1) 約8:28;
15) 你⋯教導過人(1) 路13:26;
16) 他⋯教導人(1) 路4:15;
17) 你們所受的教導(1) 西2:7;
18) 指示(1) 林前11:14;
19) 他們所傳的(1) 可6:30;
20) 要指教(1) 路12:12;
21) 都教導(1) 太28:20;
22) 所囑咐他們的(1) 太28:15;
23) 在教導人(1) 太21:23;
24) 你所傳(1) 路20:21;
25) 傳講(1) 路20:21;
26) 教導的(1) 羅12:7;
27) 人教我的(1) 加1:12;
28) 你在教導(1) 徒21:21;
29) 教導了(1) 徒11:26;
30) 指教(1) 約14:26;
31) 受過教導(1) 弗4:21
Mantoulidis Etymological
Ἀπό ρίζα δακ + ἐνεστ. ἀναδιπλ. δι + διδακ. Με τό πρόσφυμα σκ γίνεται → διδακ-σκ-ω, καί μέ ἀποβολή τοῦ κ → διδάσκω.
Παράγωγα: δίδαγμα, διδακτέον, διδακτήριος, διδακτικός, διδακτός, ἀδίδακτος, αὐτοδίδακτος, διδακτήριον, δίδακτρα, δίδαξις, διδασκαλεῖον, διδασκαλία, διδάσκαλος, διδασκαλικός, διδαχή.
Lexicon Thucydideum
docere, monere, suadere, to teach, advise, recommend, 1.68.2, 1.86.4, 1.90.4, 2.60.6, (elocutus, having spoken) 2.93.1, (suadentibus, at the recommendation of). 3.71.2, 4.17.2, 4.46.5. 4.83.3, 4.118.2, 5.9.2, 5.27.3. 5.86.1, 98, 6.9.3, 6.38.4, 6.64.1, 6.93.1, 7.18.1, 8.45.3, 8.72.1,
PASS. 1.136.3, 4.17.3, 8.54.1, 8.56.2. 8.75.1.
Translations
teach
Abkhaz: арҵара; Afrikaans: leer, onderrig; Alabama: aabachi; Albanian: mësoj; Arabic: عَلَّمَ; Egyptian Arabic: درس; Moroccan Arabic: قرا, علم; Armenian: սովորեցնել, ուսուցանել, դաս տալ, վարժեցնել; Aromanian: nvetsu, anvetsu; Assamese: শিকোৱা, পঢ়োৱা; Asturian: enseñar; Avar: малъизе; Azerbaijani: öyrətmək; Basque: irakatsi; Belarusian: вучыць, выкладаць; Bengali: শেখান; Bikol Central: tukdo; Bulgarian: уча, уча, обучавам; Burmese: သင်, ပညာပေး; Buryat: һургаха; Catalan: ensenyar; Chechen: хьеха; Cherokee: ᏕᎨᏲᎲᏍᎦ; Chichewa: -phunzitsa; Chinese Cantonese: 教; Dungan: җё; Mandarin: 教, 教授; Min Dong: 教; Min Nan: 教; Wu: 教; Cornish: dyski, deski; Czech: učit; Danish: undervise, lære; Dutch: aanleren, leren, onderwijzen, lesgeven; Elfdalian: lära; Esperanto: instrui, lernigi; Estonian: õpetama; Evenki: алагу-; Faroese: læra, undirvísa; Finnish: opettaa; French: apprendre, enseigner; Friulian: insegnâ; Galician: ensinar, aprender, deprender; Georgian: სწავლა, სწავლება; German: lehren, beibringen; Gothic: 𐍄𐌰𐌻𐌶𐌾𐌰𐌽, 𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽, 𐌲𐌰𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: διδάσκω; Ancient Greek: ἀναγεννάω, ἀναδιδάσκω, ἀναπηγάζω, ἀναστέλλω, ἀποπαιδαγωγέω, δαῆναι, δαίσκω, δάσκω, δείκνυμι, δεικνύω, δέκνυμι, διαδιδάσκω, διαπαιδαγωγέω, διδασκαλεῖν, διδασκαλεύω, διδασκαλέω, διδασκαλῶ, διδάσκω, δίδωμι, εἰσάγω, ἐκδείκνυμι, ἐκδιδάσκω, ἐκμελετάω, ἐκμουσόω, ἐκπαιδαγωγέω, ἐκπαιδεύω, ἐκφέρω, ἐνδιδάσκω, ἐξάρχω, ἐσσάρχω, καθηγέομαι, καθηγοῦμαι, μαθητεύω, μυέω, παιδεύω, παραδίδωμι, προβιβάζω, σπουδάζω, ὑποδείκνυμι, φρενόω, φρενῶ; Greenlandic: ilinniartitsivoq; Guaraní: mbo'e; Hawaiian: aʻo; Hebrew: לימד \ לִמֵּד; Hindi: सिखाना, शिक्षा देना, पढ़ाना; Hinukh: молъа; Hittite: 𒀭𒈾𒉡𒍣; Hungarian: tanít, megtanít, oktat; Icelandic: kenna; Ido: instruktar; Indonesian: ajar, mengajar, mengajari; Interlingua: inseniar; Irish: múin, teagasc; Old Irish: for·cain, do·inchoisc; Istriot: insignà; Italian: insegnare; Japanese: 教える; Javanese: mulang muruk; Kabuverdianu: iduka; Kannada: ಕಲಿಸು; Kazakh: оқыту, сабақ беру; Khmer: បង្រៀន; Korean: 가르치다; Kurdish Central Kurdish: وتنەوە; Northern Kurdish: fêr kirin; Kyrgyz: окут-, үйрөтүү, сабак берүү; Lao: ສອນ; Latin: doceo, instruo, addoceo; Latvian: mācīt; Lithuanian: mokyti; Lü: ᦉᦸᧃ; Lushootseed: ʔugʷus, ʔugʷusəd, ʔugʷucid; Luxembourgish: léieren; Macedonian: учи; Malay: mengajar; Malayalam: പഠിപ്പിക്കുക, അഭ്യസിപ്പിക്കുക, ശിക്ഷണം നൽകുക; Maltese: għallem; Manx: ynsee; Mongolian Cyrillic: заах, сургах; Mongolian: ᠵᠢᠭᠠᠬᠤ, ᠰᠤᠷᠭᠠᠬᠤ; Nanai: алоси-; Neapolitan: 'mparà; Nepali: सिकाउनु; Norman: apprendre, ensîngni; Northern Sami: oahpahit; Norwegian: undervise, lære; Occitan: ensenhar; Odia: ଶିକ୍ଷା ଦେବା; Old Church Slavonic Cyrillic: оучити; Old East Slavic: учити, ꙋчити; Old English: lǣran, tǣċan; Old Norse: kenna; Oromo: barsiisuu; Ossetian: ахуыр кӕнын, амонын; Persian: یاد دادن درس دادن, آموزاندن; Polish: uczyć, nauczyć; Portuguese: ensinar; Quechua: yachachiy; Rapa Nui: haka'ite; Romanian: învăța; Romansch: instruir, docir, mussar; Russian: преподавать, учить, научить, обучать, обучить; Sanskrit: उपदिशति, शास्ति; Scottish Gaelic: teagaisg, foghlaim; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀чити; Roman: ùčiti; Sicilian: nzignari, nsignari; Slovak: učiť; Slovene: učiti; Sorbian Lower Sorbian: wucyś; Upper Sorbian: wučić; Spanish: enseñar; Swahili: kufundisha; Swedish: lära, lära ut; Sylheti: ꠢꠤꠇꠣꠘꠤ, ꠙꠠꠣꠘꠤ; Tajik: ёд додан, омӯзонидан, омӯхтан, таълим додан; Tamil: கற்பி; Telugu: బోధించు, నేర్పు; Thai: สอน; Tibetan: སློབ་པ, སློབ་ཁྲིད་བྱེད་པ; Tocharian B: ākl-; Turkish: öğretmek, ders vermek; Turkmen: okatmak, öwretmek; Tuvan: өөредир, өөредип каар; Ugaritic: 𐎍𐎎𐎄; Ukrainian: вчити, навчити, викладати; Urdu: سکھانا, پڑھانا; Uyghur: ئوقۇتماق; Uzbek: oʻrgatmoq, oʻqitmoq, saboq bermoq, dars bermoq; Venetian: insegnar; Vietnamese: dạy, dạy học, dạy bảo, dạy dỗ; Volapük: tidön; Walloon: acsegnî, scoler; Welsh: athrawiaethu; White Yakut: үөрэт; Yiddish: לערנען; Yucatec Maya: kaʼans; Zazaki: cı musnaene, musnayen, mısnayen; Zhuang: son