φυλακή
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ἡ, (φύλαξ)
A watching or guarding, esp. by night, φυλακῆς μνήσασθε Il.7.371; φυλακὰς ἔχειν = keep watch and ward, 9.1,471; φυλακὰς κατέχειν E.Tr.194 (lyr.); φυλακὴ ἔχει αὐτόν watching engages him, v.l. in Hes.Fr.188.4; φ. νυκτερινή Ar.V.2: prov., γυμνῷ φυλακὴν ἐπιτάττειν = tell an unarmed man to stand on the defensive, i.e. to give commands that cannot be obeyed, Pherecr.144, cf. Philem.12; περὶ φυλακῆς Εὐβοίας . . ἐπιμέλεσθαι IG12.39.76; ὅπως ἀφανὴς εἴη ἡ φ. that there might be nothing visible to watch, Th.4.67; φυλακὴν [τῶν τειχῶν] ἔρημον καταλιπεῖν Lycurg.17; φυλακὰς φυλάξειν = keep watch and ward, X.An.2.6.10, cf. Pl.Lg.758d; τὴν ἐν θαλάττῃ φυλακὴν φυλάττειν D.7.14; φ. ποιῆσαι X.An.5.7.31; τὴν φυλακὴν ποιεῖσθαι Lys.12.16; φυλακὰς ποιήσασθαι X.An.6.3.21; ἰσχυρὰς φ. ποιεῖσθαι Id.Cyr.1.6.37; φυλακὰς καταστήσασθαι, φυλακὰς κατασκευάσασθαι, Ar.Av.841, X.HG7.2.23.
2 watch or guard, of persons, Pl.Prt.321d (pl.), Act.Ap.12.10, etc.; φυλακὴ ἑωυτοῦ ποιεύμενός [τινας] Hdt.2.154; φυλακὴ τοῦ σώματος a bodyguard, D.23.3; τῶν σωμάτων Din.1.9; φυλακὴ περὶ τὸ σῶμα X.Cyr.7.5.58, cf. PHib.1.59.5 (iii B. C.), etc.; garrison of a place or fortress, Hdt.2.30; ἡ ἐν τῇ Ναυπάκτῳ φυλακή, of a squadron of ships, Th.7.17, cf. X.HG1.1.22.
b the rank of φύλακες, Pl.R.415c.
3 station, post, Il.10.408 (pl.), 416 (pl.), X.HG5.4.49; φυλακὰς προλιπών E.Rh.18 (anap.); Διὸς φυλακή, Pythagorean name for the centre of the universe, Arist.Cael. 293b3.
4 of time, a watch of the night, ἐπεὰν τῆς νυκτὸς ἦ δευτέρη φ. Hdt.9.51; πρώτης φ. ἀρχομένης Wilcken Chr.1 ii 18 (iii B. C.); φυλακαῖσι νυκτέροισιν E.Rh.765; φ. νυκτερινὰς καὶ ἡμερινὰς καθιστάναι X.Cyr.1.6.43: of these there were three, acc. to Sch.E. Rh.5; but five are mentioned in Stesich.55, Simon.219 A, E.Rh. 543 (lyr.); and the Roman division was four, Ev.Matt.14.25, Suid.
5 place for keeping others in, ward, prison, δημοσία φ. D.S.10.30; εἰς φυλακὴν βληθείς AP11.276 (Lucill.); βαλεῖν τινὰ εἰς φυλακήν Ev.Matt.18.30, cf. Arr.Epict.1.1.24; θέσθαι τινὰ ἐν φυλακῇ LXX Ge.40.3, cf. Ev.Matt.14.3; πολιτικὴ φυλακή the town-prison, POxy.259.8 (i A. D.).
6 Astrol. = ταπείνωμα (dejection of a planet), PMich. in Class.Phil.22.22 (pl.).
II guarding, keeping, preserving, whether for security or custody, ἐν φυλακῇ ἔχειν τινά Hdt.1.24; ἐν φ. ἀδέσμῳ ἔχειν τινά Th.3.34; ἐν φυλακῇσι μεγάλῃσι ἔχεσθαι Hdt.2.99; τὸν Ἰσθμὸν ἔχειν ἐν φ. to keep the Isthmus guarded or occupied, Id.7.207, cf. 8.40; τὸν ἠνείκαντο γλώσσης χαρακτῆρα τοῦτον ἔχειν ἐν φ. to preserve the same character of language, Id.1.57; ἔχειν νόον ἐν φ. Thgn.439; τὰ παρὰ πᾶσιν ἐν πλείστῃ φ., παῖδας καὶ γυναῖκας D.18.215; τὰ κατὰ τὸ στρατόπεδον διὰ φυλακῆς ἔχων Th.7.8; τὸν πλοῦν διὰ φ. ποιησάμενοι Id.8.39; στόματος φυλακᾷ κατασχεῖν φθόγγον prob. in A.Ag.236 (lyr.); ἐν φ. σχεθέμεν μεγάλᾳ be very ware of, Pi.P.4.75; φυλακὴν ἔχειν = φυλάττεσθαι, keep guard, be on the watch, περί τινα Hdt.1.39; φ. ἔχων εἴ κως δυναίμην . . ib.38; φ. ἔχειν μή . . Th.2.69; φ. λαμβάνειν μή . . Men.Pk.20; δεινῶς ἦσαν ἐν φυλακῇσι were straitly on their guard, Hdt.3.152, cf. A.Pers.592 (lyr.).
2 custody of property, Arist.Pol.1309b6, EN1120a9.
3 safeguard, τὴν μεγίστην φυλακὴν ἀνῄρηκε τῆς πόλεως its chief safeguard, And.4.19; φυλακὴν παρέχειν Isoc.11.13; δημοκρατίας φυλακή, μοναρχίας φυλακή, Lys.25.28, Arist. Pol.1315a8.
III (from Med.) precaution, πολλῆς φ. ἔργον Pl.R. 537d; φ. θαυμαστῆς δεομένη Id.Lg.906a, al., cf. Th.5.99.
2 c. gen., precaution against, εὐλάβεια φ. κακοῦ Pl.Def.413d; ὑποψίας φυλακὴν ποιήσασθαι Antipho 2.1.2; φυλακὴ τῶν πάντα μολυνόντων Epicur. Sent.Vat.80, cf. 73.
German (Pape)
[Seite 1313] ἡ, 1) das Wachen, Wachestehen, Wachehalten, die Wache als Handlung; Il., bes. die Nachtwache, φυλακὰς ἔχειν 9, 1. 471, φυλακῆς μνήσασθε καὶ ἐγρήγορθε ἕκαστος 7, 371. 18, 299; Wachposten, πῶς δ' αἱ τῶν ἄλλων Τρώων φυλακαί τε καὶ εὐναί 10, 408; ἐν φυλακᾷ μεγάλᾳ Pind. P. 4, 75; φυλακὰν κατασχεῖν Aesch. Ag. 227; φυλακὰς ἔχειν Eur. Andr. 962; φυλακὴν ἔχειν περί τινα, wegen Jemandes Wache halten, auf der Hut sein, Her. 1, 39; aber φυλακὴ ἔχει αὐτόν, das Wachhalten hält ihn beschäftigt, Hes. frg. 47, 7; φυλακὰς φυλάττειν, Wache halten, Wache thun, Xen. An. 2, 6,10 Plat. Phaedr. 240 e u. sonst; auch τὰς φυλακὰς ποιεῖσθαι, Xen. An. 6, 3,21. – Übertr., φυλακὴν ποιεῖσθαι, sich in Acht nehmen, vorsichtig sein, Plat. Soph. 231 a; ὑποψίας Antiph. 2 α 2; ἐνταῦθα δὴ πολλῆς φυλακῆς ἔργον Plat. Rep. VII, 537 d. – 2) die Schildwache, die Wächter, und später auch die Leibwache; φυλακὰς καθιστάναι Xen. Cyr. 3, 3,33 u. öfter; τοῦ σώματος Dem. 23, 3. – Der Ort der Wache, Wachposten, Wach- od. Wartthurm, Her. 2, 30, Xen. Hell. 5, 4,49. – Die Zeit der letzten Nachtwache, dah. der letzte Teil der Nacht, vgl. Poll. 1, 70. – 3) der Ort, wo man bewacht wird, Gewahrsam, Gefängniß; ἔχειν τινὰ ἐν φυλακῇ, oft bei Her., auch ἐν φυλακῇσι, 3, 152; τὸν Ἰσθμὸν ἐν φυλακῇ ἔχειν, den Isthmus besetzt halten, 7, 207. 8, 40; τὸν τῆς γλώσσης χαρακτῆρα ἐν φυλακῇ ἔχειν, denselben Charakter der Sprache bewahren, beibehalten, 3, 152.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. action de monter la garde, garde ; φυλακὰς ἔχειν IL, φυλακὴν ποιεῖν XÉN, φυλακὴν φυλάττειν XÉN monter la garde ; p. méton. :
1 celui qui monte la garde, factionnaire, sentinelle, garde en gén. ; φυλακαὶ περὶ τὸ σῶμα XÉN gardes du corps, gardes d'un prince ; particul. garnison d'une place;
2 lieu où l'on monte la garde, poste;
3 temps de garde, tour de garde;
II. endroit où l'on garde, prison;
III. p. ext. action de garder, de veiller sur, d'où :
1 surveillance, protection, défense : τὸν ἰσθμὸν ἐν φυλακῇ ἔχειν HDT avoir à garder l'isthme;
2 action de se garder soi-même, de veiller sur soi, vigilance, circonspection ; ἐν φυλακῇσιν εἶναι HDT être sur ses gardes ; ἐν πλείστῃ φυλακῇ ποιεῖν τινα DÉM veiller avec le plus grand soin sur qqn ; διὰ φυλακῆς ποιεῖσθαί τι THC, ἔχειν τι THC prendre des précautions pour qch ; φυλακὴν ποιεῖσθαι περί τινα, πρός τινα se tenir sur ses gardes vis-à-vis de qch ou de qqn ; φυλακὴν ἔχειν εἰ HDT faire attention si ; φυλακὴν ἔχειν μή veiller à ne pas ; sauvegarde, sûreté, précaution.
Étymologie: φυλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
φῠλᾰκή: ἡ
1 охрана, стража, караул: φυλακὰς ἔχειν Hom. или κατέχειν Eur., φυλακὴν ποιεῖν или φυλακὴν φυλάττειν Xen. нести охрану;
2 страж, караульный, дозорный (φυλακαὶ νυκτεριναὶ καὶ ἡμεριναί Xen.): φυλακὰς ποιεῖσθαι (καταστήσασθαι, κατασκευάσασθαι или καθιστάναι) Xen. расставлять часовых (караулы); φυλακαὶ τοῦ σώματος Dem. и περὶ τὸ σῶμα Xen. телохранители;
3 несение охраны, патрулирование, дозор (τῆς χώρας и ὑπὲρ τῆς χώρας Plat.): τὸν ἰσθμὸν ἐν φυλακῇ ἔχειν Her. нести охрану перешейка;
4 гарнизон: τὰ φρούρια καὶ ἡ φ. Xen. (пограничные) укрепления и их гарнизон; ἡ διαδοχὴ τῇ πρόσθεν φυλακῇ Xen. смена прежнего гарнизона;
5 ночная смена (ночная стража делилась на 3-5 смен): πέμπτη φ. Eur. пятая смена; ἀμφὶ τὴν τελευταίαν φυλακήν Xen. к последней смене; ἐωθινὴ φ. Plut. утренняя смена;
6 оберегание, защита, оплот (δημοκρατίας Lys.);
7 наблюдение, надзор, тж. предосторожность, бдительность (ἡ φ. καὶ ἡ πρόνοια τοῦ μὴ ποιεῖσθαί τι Plut.): φυλακὴν ἔχειν μήτ᾽ ἐκπλεῖν μηδένα μήτ᾽ ἐσπλεῖν Thuc. иметь наблюдение за тем, чтобы никто не выходил из порта и не входил (в него); διὰ φυλακῆς ἔχειν или ποιεῖσθαί τι Thuc. принять меры предосторожности в отношении чего-л.; φυλακὴν ποιεῖσθαι περί τινα Her. бдительно оберегать кого-л., но πρός τινα Xen. держаться начеку в отношении кого-л.; φυλακὴν ἔχω, εἴ κως δυναίμην διακλέψαι σε Her. я принимаю меры, чтобы как-либо оградить тебя (от опасности); ἐν φυλακῇσι εἶναι Her. быть настороже;
8 безопасность (φυλακήν τινι παρέχειν Isocr.);
9 тюрьма, заключение, заточение (ἐν φυλακῇ ἔχειν τινά Her.; εἰς φυλακὴν ἀπάγειν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φῠλᾰκή: ἡ, (√ΦΥΛΑΚ, φυλάσσω) τὸ φυλάττειν, φυλακή, μάλιστα ἐν καιρῷ νυκτός, φρούρησις, φύλαξις, φυλακῆς μνήσασθε, ἔχετε ἐν νῷ, ἐνθυμεῖσθε τὴν φρούρησιν, Ἰλ. Η. 371· οὕτω, φυλακὰς ἔχειν Ι. 1, 471· φ. κατέχειν Εὐρ. Τρῳ. 194· ἀλλά, φυλακὴ ἔχει αὐτόν, ἀπασχολεῖ αὐτὸν ἡ φρούρησις, Ἡσ. Ἀποσπ. 47. 7· φ. νυκτερινὴ Ἀριστοφ. Σφ. 2· παροιμ., γυμνῷ φυλακὴν ἐπίταττε, λέγε εἰς ἄοπλον ἄνδρα νὰ σταθῇ φρουρός, ἐπὶ τῶν παραγγελλόντων τοιαῦτα οἷα ἀδύνατον εἶναι νὰ ἐκτελέσῃ τις, Φερεκ. ἐν «Τυραννίδι» 4, Φιλήμων ἐν «Ἁρπαζομένῳ» 1· ὅπως... τοῖς Ἀθηναίοις ἀφανὴς δὴ εἴη ἡ φυλακὴ «ὅπως ἀφανὲς δῆθεν ᾖ τοῖς Ἀθηναίοις τί χρὴ φυλάττεσθαι» (Σχόλ.) Θουκ. 4. 67· φυλακὴν τῶν τειχῶν ἔρημον καταλιπεῖν Λυκοῦργ. 150. 4· φυλακὴν φυλάττειν, φρουρεῖν, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 10, Πλάτ. Νόμ. 758D· τὴν ἐν θαλάττῃ φ. φυλάττειν Δημ. 80. 8· φ. ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 5. 7. 31· τὰς φ. ποιεῖσθαι Λυσ. 121. 27, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 21· ἰσχυρὰς φ. ποιεῖσθαι ὁ αὐτὸς ἐν Κύρου Παιδ. 1. 6, 37· φυλακὰς καταστήσασθαι, κατασκευάσασθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 841, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23, κτλ.· ἀντὶ τοῦ (φυλακὰς τὰ Ἀντίγραφα συχνάκις ἔχουσι φύλακας). 2) φρουρός, φρουρά, σῶμα φυλάκων, ὡς τὸ Λατ. custodia ἀντὶ custos ἢ custodes (Liv. 6. 1), Πλάτ. Πρωτ. 321D, Ξεν., κλπ.· ἡ τοῦ σώματος φ. Δημ. 622. 7, Δείναρχ. 91. 15, πρβλ. Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. σ. 326· ἡ περὶ τὸ σῶμα Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 5, 58· ― ἡ φρουρὰ ἢ οἱ φύλακες τόπου τινὸς ἢ φρουρίου, Ἡρόδ. 2. 30· ἡ ἐν τῇ Ναυπάκτῳ φυλακή, μοῖρα ναυτική, Θουκ. 7. 17, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 22. β) ἡ τῶν φυλάκων τάξις, Πλάτ. Πολ. 415C. 3) θέσις φύλακος, σταθμός, Ἰλ. Κ. 406, 116, Ξενοφ. Ἑλλην. 5. 4, 49· φυλακὰς προλιπὼν Εὐρ. Ρῆσ. 18. 4) ἐπὶ χρόνου, μέρος τῆς νυκτός, διαίρεσις αὐτῆς, ἐπεὰν τῆς νυκτὸς ᾖ φ. δευτέρη Ἡρόδ. 9. 51· φυλακαῖσι νυκτέροισιν Εὐρ. Ρῆσ. 765· φ. νυκτερινὰς καθιστάναι Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 6, 43· ― αἱ φυλακαὶ αὗται ἦσαν τρεῖς κατὰ τὸν Εὐστ.· ἀλλὰ πέντε μνημονεύονται ὑπὸ τοῦ Στησιχ. 52, Σιμωνίδ. 221, Εὐρ. Ρῆσ. 543· παρὰ δὲ τοῖς Ρωμαίοις τέσσαρες, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδϳ 25, Σουΐδ. 5) ὡς καὶ νῦν, ὁ τόπος ἔνθα φυλάττει τίς τινα ἐν περιορισμῷ, φυλακή, εἱρκτή, Ἀνθ. Παλατ. 11. 276· βάλλειν τινὰ εἰς φ. Εὐαγγ. Ματθ. ιηϳ, 30, πρβλ. εϳ 25· ἐν φυλακῇ θέσθαι τινὰ αὐτόθι ιδϳ, 3. ΙΙ. τήρησις, φύλαξις, διατήρησις εἴτε πρὸς ἀσφάλειαν εἴτε πρὸς περιορισμόν, ἔχειν τινὰ ἐν φυλακῇ Ἡρόδ. 1. 24· ἐν φυλακῇ ἀδέσμῳ ἔχειν τινὰ Θουκ. 3. 34· ἐν φυλακῇσι μεγάλῃσι ἔχειν τι Ἡρόδ. 2. 99, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 134· τὸν Ἰσθμὸν ἐν φυλακῇ ἔχειν, φυλάττειν, Ἡρόδ. 7. 207., 8. 40· τὸν τῆς γλώσσης χαρακτῆρα ἐν φυλακῇ ἔχειν, διατηρεῖν τὸν αὐτὸν χαρακτῆρα τῆς γλώσσης, ὁ αὐτ. 1. 57· τὰ παρὰ πᾶσιν ἐν πλείστῃ φυλακῇ, παῖδας καὶ γυναῖκας Δημ. 300. 10· οὕτως ὡσαύτως, ἐν φ. ἔχειν νόον Θέογν. 439, πρβλ. Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 598· διὰ φυλακῆς ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τι Θουκ. 7. 8. 8., 39· φυλακὴν ποιεῖσθαί τινος Ἡρόδ. 2. 154, Ἀντιφῶν 115. 7· στόματος φυλακὴν κατασχεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 235· ― φυλακὴν ἔχειν, = φυλάττεσθαι, προσέχειν, ἀγρυπνεῖν, περί τινα Ἡρόδ. 1. 39· φ. ἔχει εἴ πως δυναίμην... αὐτόθι 38· φ. ἔχειν μή... Θουκ. 2. 69· δεινῶς ἦσαν ἐν φυλακῇσι, εἶχον μεγάλας προφυλάξεις, Ἡρόδ. 3. 152, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 592. 2) τὸ ἐπιτροπεύειν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 9, 5. 3) ἡ ἀσφάλειά τινος, τὸ φυλάττον τι, τὴν μεγίστην φυλακὴν ἀναιρεῖν τῆς πόλεως, τὴν κυρίαν αὐτῆς ἀσφάλειαν, Ἀνδοκ. 31. 32, πρβλ. Ἰσοκρ. 224Α, Λυσί. 174. 18, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 27. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) προφύλαξις, πολλῆς φ. ἔργον Πλάτ. Πολ. 537D· φ. θαυμαστῆς δεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 906Α, κ. ἀλλ.· ἴδε διαμέλλησις. 2) μετὰ γεν., προφύλαξις ἐναντίον τινός, εὐλάβεια φυλακὴ κακοῦ Ὅροι Πλάτ. 413C· ὑποψίας φυλακὴν ποιεῖσθαι Ἀντιφῶν 115, 7. ― Πρβλ. φρουρὰ ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.
English (Autenrieth)
(φυλάσσω): watch, guard; φυλακὰς ἔχειν, ‘keep guard,’ Il. 9.1; ‘outposts,’ Il. 10.416.
Spanish
protección, guardiana, vigilante
English (Strong)
from φυλάσσω; a guarding or (concretely, guard), the act, the person; figuratively, the place, the condition, or (specially), the time (as a division of day or night), literally or figuratively: cage, hold, (im-)prison(-ment), ward, watch.
English (Thayer)
φυλακῆς, ἡ (φυλάσσω), from Homer down, the Sept. for מִשְׁמֶרֶת, מִשְׁמָר, מַטָּרָה (a prison), כֶּלֶא (enclosure, confinement), guard, watch, i. e.
a. in an active sense, a watching, keeping watch: φυλάσσειν φυλακάς, to keep watch, Xenophon, an. 2,6, 10, etc.; Plato legg. 6, p. 758d. down; (cf. φυλακάς ἔχειν, etc. from Homer (Iliad 9,1etc.) on); often also in the Sept. for מִשְׁמָרות שָׁמַר).
b. like the Latin custodia and more frequently the plural custodiae (see Klotz, Hdwrbch. (or Harpers' Latin Dict.) under the word), equivalent to persons keeping watch, a guard, sentinels: A. V. ward) (and very often in secular authors from Homer down).
c. of the place where captives are kept, a prison: A. V. imprisonment); A. V. hold and cage (R. V. hold)); Herodotus 3,152; Thucydides 3,34; Plutarch, others; the Sept. for מַטָּרָה, כֶּלֶא בֵּית, and הַכֶּלֶא בֵּית, מִשְׁמָר); βάλλειν or τιθέναι τινα εἰς (τήν) φυλακήν or ἐν (τῇ) φυλακή: R G, others, ἀπέθετο); παραδιδόναι εἰς φυλακήν); a watch i. e. the period of time during which a part of the guard were on duty, and at the end of which others relieved them. As the earlier Greeks divided the night commonly into three parts (see Liddell and Scott, under the word I:4), Song of Solomon, previously to the exile, the Israelites also had three watches in a night; subsequently, however, after they became subject to Rome, they adopted the Roman custom of dividing the night into four watches: ἐν τῇ δευτέρᾳ, τρίτῃ, τετάρτῃ, Winer's RWB under the word Nachtwache; (McClintock and Strong's Cyclopaedia, under the word McClintock and Strong, Night-watch; B. D. under the phrase, Smith's Bible Dictionary, Watches of Night).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν φύλαξ, -ακος]
κτήριο στο οποίο κρατούνται υπόδικοι ή κατάδικοι (α. «έμεινε είκοσι χρόνια στη φυλακή» β. «ὁ γὰρ Ἡρώδης κρατήσας τὸν Ἰωάννην ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἔθετο ἐν φυλακῇ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ναυτ. τετράωρη υπηρεσία τών ανδρών του πληρώματος πολεμικού πλοίου, κν. βάρδια
2. φρ. α) «αξιωματικός φυλακής» — αξιωματικός υπηρεσίας
β) «φυλακή τακτική» — ονομασία που δόθηκε στον πρώτο τακτικό στρατό, ο οποίος είχε συσταθεί από τον Υψηλάντη
γ) «της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες» — όποιος έχει το θάρρος να διαπράξει κάτι επικίνδυνο ή ριψοκίνδυνο δεν φοβάται να πάει και στη φυλακή
δ) «θου Κύριε, φυλακήν τῳ στόματί μου» — βλ. κύριος
μσν.
φυλακισμένος, κρατούμενος («εἰς διατροφὴν... τῶν πτωχῶν καὶ ὀρφανῶν καὶ φυλακῶν σιτομέτριον προσέθηκεν», Χρον. Πασχ.)
μσν.-αρχ.
1. προφύλαξη από κάτι («εὐλάβεια φυλακὴ κακοῦ», Πλάτ.)
2. εξασφάλιση, προστασία («τὴν μεγίστην φυλακὴν ἀναιρεῖν τῆς πόλεως», Ανδοκ.)
3. τήρηση, σεβασμός («τῆς τοῦ σαββάτου φυλακῆς οὐχ ἡ φύσις διδάσκαλος ἀλλ' ἡ θέσις τοῦ νόμου», Θεοδώρ.)
4. το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας τών φρουρών, βάρδια (α. «ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός», ΠΔ
β. «πρώτης φυλακῆς ἀρχομένης», πάπ.)
αρχ.
1. ομάδα φρουρών, ένοπλη φρουρά («αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν», Πλάτ.)
2. η κοινωνική τάξη τών φυλάκων
3. η θέση του φρουρού («τί σὺ γὰρ φυλακὰς προλιπὼν κινεῖς στρατιάν», Ευρ.)
4. περιορισμός, κράτηση κάποιου («ἐκεῖνον μὲν ἐν φυλακῇ ἀδέσμῳ εἶχεν», Θουκ.)
5. αστρον. απόκλιση
6. φρ. α) «φυλακὴν [ή φυλακὰς] ποιοῦμαι [ή ποιῶ]» — φυλάγω, φρουρώ (Ξεν.)
β) «φυλακὴ τοῦ σώματος» ή «φυλακή περὶ τὸ σῶμα» σωματοφυλακή (Ξεν.)
γ) «ἐν φυλακῇ ἔχω» — φροντίζω προσεχτικά για κάτι (Θέογν.)
δ) «ἐν φυλακῇ εἰμι» — μέ φροντίζει κάποιος (Δημοσθ.)
ε) «διὰ φυλακῆς ἔχω [ή ποιοῦμαι] τινος» — ενεργώ κάτι με προφύλαξη (Ηρόδ.)
στ) «εἰμὶ ἐν φυλακαῖς» — παίρνω μεγάλες προφυλάξεις (Ηρόδ.)
ζ) «φυλακὴν ἔχω» — προσέχω, φροντίζω μήπως γίνει κάτι (Θουκ.).
Greek Monotonic
φῠλᾰκή: ἡ (φυλάσσω)·
I. 1. παρακολούθηση ή φύλαξη, παρατήρηση, φύλαγμα, φρούρηση, ιδίως τη νύχτα, φυλακῆς μνήσασθε, συνεχίστε τη φρούρηση και φύλαξη, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, φυλακὰς ἔχειν, στο ίδ.· ὅπως ἀφανὴς εἴη ἡ φυλακή, δεν υπάρχει τίποτα φανερό να φρουρήσω, σε Θουκ.· φυλακὴν φυλάττειν, συνεχίζω να φυλάσσω, σε Ξεν.· τὰς φυλακὰς ποιεῖσθαι, στον ίδ.· φυλακὰς καταστήσαθαι, τοποθετώ φρουρές, σε Αριστοφ.
2. φρουρός ή φρουρά, λέγεται για ανθρώπους, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· ἡ τοῦ σώματος φυλακή, φύλαξη του σώματος, σε Δημ.· φρουρά ή φρούριο, σε Ηρόδ.· ἡ ἐν τῇ Ναυπάκτῳ φυλακῇ, λέγεται για μοίρα ναυτική, σε Θουκ.
3. λέγεται για τόπο, παρατηρητήριο, θέση, σταθμός, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
4. χρησιμοποιείται για χρόνο, μέρος της νύχτας, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
5. τόπος εγκλεισμού, δεσμωτήριο, φυλακή, σε Ανθ., Κ.Δ.
II. 1. παρατηρητήριο, φύλαξη, τήρηση, συντήρηση, είτε για ασφάλεια είτε για περιορισμό, ἔχειν ἐν φυλακῇ τινα, κρατώ φυλακισμένο ή περιορισμένο (απασχολημένο), σε Ηρόδ.· τὸν τῆς γλώσσης χαρακτῆρα ἐν φυλακῇ ἔχειν, συντηρώ τον ίδιο χαρακτήρα της γλώσσας, στον ίδ.· ομοίως, διὰ φυλακῆς ἔχειν ή ποιεῖσθαί τι, σε Θουκ.· επίσης, φυλακὴν ἔχειν, = φυλάττεσθαι, προσέχω, αγρυπνώ, περί τινα, σε Ηρόδ.· ἦσαν ἐν φυλακῇσι, είχαν μεγάλες προφυλάξεις, στον ίδ.
2. επιτροπεία, σε Αριστ.
3. ασφάλεια, σε Ισοκρ.
III. (από Μέσ.), προφύλαξη, σε Πλάτ.
Middle Liddell
φῠλᾰκή, ἡ, φυλάσσω
I. a watching or guarding, watch, guard, ward, esp. by night, φυλακῆς μνήσασθε keep watch and ward, Il.; so, φυλακὰς ἔχειν Il.; ὅπως ἀφανὴς εἴη ἡ φ. that there might be nothing visible to watch, Thuc.; φυλακὴν φυλάττειν to keep watch, Xen.; τὰς φ. ποιεῖσθαι Xen.; φυλακὰς καταστήσασθαι to set watches, Ar.
2. a watch or guard, of persons, Plat., Xen., etc.; ἡ τοῦ σώματος φ. a body guard, Dem.:— a guard or garrison, Hdt.; ἡ ἐν τῇ Ναυπάκτῳ φ., of a squadron of ships, Thuc.
3. of place, a watch, station, post, Il., Xen.
4. of time, a watch of the night, Hdt., Eur., etc.
5. a place for keeping others in, a ward, prison, Anth., NTest.
II. a watching, guarding, keeping, preserving, whether for security or custody, ἔχειν ἐν φυλακῇ τινά to keep guarded or occupied, Hdt.; τὸν τῆς γλώσσης χαρακτῆρα ἐν φυλακῇ ἔχειν to preserve the same character of language, Hdt.; so, διὰ φυλακῆς ἔχειν or ποιεῖσθαί τι, Thuc.:—also, φυλακὴν ἔχειν, = φυλάττεσθαι, to keep guard, be on the watch, περί τινα Hdt.; ἦσαν ἐν φυλακῇσι were on their guard, Hdt.
2. guardianship, Arist.
3. a safe-guard, Isocr.
III. (from Mid.) precaution, Plat.
Chinese
原文音譯:fulak» 廢拉咳
詞類次數:名詞(47)
原文字根:守衛(房舍) 相當於: (מִשְׁמָר) (שָׁמַר)
字義溯源:防守,守衛者,守更,(四)更(天),更天,更次,巢穴,監獄,監禁,下監,坐牢,監牢,監視,監;源自(φυλάσσω)*=看守)
出現次數:總共(47);太(10);可(3);路(9);約(1);徒(16);林後(2);來(1);彼前(1);啓(4)
譯字彙編:
1) 監(29) 太5:25; 太14:3; 太14:10; 太18:30; 太25:36; 太25:39; 太25:43; 太25:44; 可6:17; 可6:27; 路3:20; 路12:58; 路22:33; 路23:19; 路23:25; 約3:24; 徒5:19; 徒5:22; 徒5:25; 徒8:3; 徒12:4; 徒12:5; 徒12:17; 徒16:23; 徒16:24; 徒16:37; 徒22:4; 徒26:10; 啓2:10;
2) 監牢(4) 徒12:6; 徒16:27; 徒16:40; 啓20:7;
3) 更天(3) 太24:43; 路12:38; 路12:38;
4) 更(2) 太14:25; 可6:48;
5) 巢穴(2) 啓18:2; 啓18:2;
6) 監禁(2) 林後6:5; 來11:36;
7) 監獄(1) 彼前3:19;
8) 坐牢(1) 林後11:23;
9) 看守(1) 徒12:10;
10) 守更(1) 路2:8;
11) 下監(1) 路21:12
English (Woodhouse)
bondage, caution, confinement, custody, defence, garrison, guard, guarding, imprisonment, preservation, protection, safe-guard, ward, watch, act of guarding, body of guards, detention under guard, division of the night, keeping in ward, keeping watch
Léxico de magia
ἡ tb. -ά 1 protección ἔχε δὲ εἰς φυλακὴν προκείμενον τὸν χαρακτῆρα conserva para tu protección el signo antedicho P LVII 26 2 guardiana, vigilante de Hécate-Selene Ἑκάτη, πολυώνυμε, παρθένε, Κούρα, <ἐ>λθέ, θεά, <κ>έλομαι, ἅλωος φυλακὰ καὶ ἰωγή Hécate, que tienes muchos nombres, doncella, Core, ven, diosa, te invoco, guardiana propicia y refugio P IV 2746 de la Osa ἰὼ ἀ<ε>ρία, ἰὼ Ἐρυμναία, ἰὼ μολπή, φ., πρόσκοπε oh aérea, oh Erimnia, oh canción, vigilante, previsora P VII 698
Lexicon Thucydideum
custodia, guard, watch, 1.30.3, 1.52.2. 1.57.6, 1.93.6. 1.126.8. 1.11.1. 1.143.5, 2.13.7. 2.69.1, 2.79.2. 2.81.4, 2.94.4, 3.3.4, 3.21.4. 3.33.3. 3.34.3, 3.46.1. 3.4.1. 3.51.2. 3.74.3, 4.14.5. 4.23.2. 4.26.2. 4.26.7. 4.27.1. 4.27.14.30.4, 4.38.4. 4.38.44.46.3. 4.54.4. 4.55.1, 4.67.3. 4.82.1. 4.129.1. 5.50.3. 5.99.1. 5.115.4. 6.86.3. 6.104.3. 7.4.7. 7.8.3, 7.11.3. 7.17.4, 7.30.2. 7.70.6. 7.71.6. 8.11.2, 8.11.28.13.1, 8.15.1. 8.29.1. 8.39.3, 8.41.4. 8.51.1.
praesidium, protection, garrison, 1.65.1, 1.113.1, 2.2.3, 2.24.1, [vulgo commonly φύλακας] 2.26.1. 2.93.4. 2.94.2. 3.106.3, 3.114.4. 4.31.2, 4.41.2. 4.96.9, 4.97.1. 4.103.5, 4.108.7, 4.121.2. 4.130.7. 4.131.3. 4.133.4. 5.3.1. 5.3.6. 5.114.2. 6.70.4. 6.98.2. 6.101.5, [for- per-tasse haps φυλή] 7.1.2. 7.7.1. 7.17.4. 7.26.3. 7.80.6. 7.85.2. 8.62.3. 8.80.4.
statio, station, position, 3.22.6,
cautio, precaution, care, 2.11.9, 3.82.7, 4.26.8, 4.80.3, 8.102.1, [praeterea vulgo moreover in the common texts 8.92.4, ubi nunc where now φυλήν.]
Translations
prison
Abkhaz: абахҭа; Adzera: karabus; Afrikaans: tronk, gevangenis; Albanian: burg; Amharic: ከርቼሌ, ዘብጥያ; Arabic: سِجْن; Egyptian Arabic: سجن; Hijazi Arabic: سِجِن; Moroccan Arabic: حبْس; Aramaic: ܚܒܘܫܝܐ; Armenian: բանտ; Aromanian: ncljisoari, hapsi, hãpsani, filichii, zundani, pudrumi; Asturian: cárcel, prisión; Avar: турма; Azerbaijani: həbsxana, zindan, dustaqxana, qazamat, türmə, həbs; Bashkir: төрмә; Basque: espetxe; Belarusian: турма, цямні́ца, астрог; Bengali: কারাগার; Bulgarian: затвор, дранголник, тъмница, тюрма, зандан; Burmese: အကျဉ်းထောင်, ထောင်; Catalan: presó, càrcer, presidi; Cebuano: bilanggoan, prisohan; Chechen: набахти; Cherokee: ᏗᏓᏍᏚᏗ; Chinese Cantonese: 監獄, 监狱, 牢獄, 牢狱, 監牢, 监牢; Dungan: йүҗян, банфонзы; Hakka: 監獄, 监狱, 監牢, 监牢, 囹仔; Mandarin: 監獄, 监狱, 牢獄, 牢狱, 監牢, 监牢, 班房; Min Nan: 監牢, 监牢, 監獄, 监狱, 櫳仔, 栊仔, 櫳仔內, 栊仔内; Wu: 監獄, 监狱; Coptic: ϣⲧⲉⲕⲟ, ⲕⲉⲣⲟⲩⲥⲓⲁ; Cornish: prison; Corsican: prigione, prigiò, prighjò, carcere, carcera; Czech: vězení, žalář, věznice; Danish: fængsel; Dutch: gevangenis, kerker; English: big house, calaboose, can, chokey, choky, clink, correctional facility, correctional institution, hock, house of detention, joint, jug, nick, pen, penitentiary, porridge, prison, queer ken, slam, slammer, stir; Esperanto: malliberejo, prizono; Estonian: vangla; Farefare: yʋ'a deem; Faroese: fongsul, fangahús, gegl; Finnish: vankila, tyrmä; French: prison, cabane, geôle, pénitencier; Old French: prison; Galician: prisión, cárcere, cadea, trenla; Georgian: ციხე, საპატიმრო; German: Gefängnis, Knast, Kerker, Zuchthaus; Greek: γκιζντάνι, δεσμωτήριο, μπουζού, στενή, φρέσκο, φυλάκα, φυλακή, ψειρού; Ancient Greek: ἀναγκαῖον, ἀπόκλεισμα, ἀποκλεισμός, δεσμοφυλάκειον, δεσμωτήριον, δικαιωτήριον, εἰργμός, εἱργμός, εἰρκτή, κάρκαρον, κάρκαρος, ὁρκάνη, ὀχύρωμα, συγκλειστήριον, σωματοτροφεῖον, τηρητήριον, φρούριον, φρουρά, φρουρή, φυλακή; Greenlandic: parnaarussivik; Gujarati: તુરંગ; Hebrew: כֶּלֶא, בֵּית כֶּלֶא, בֵּית סֹהַר, בֵּית הָאֲסוּרִים; Hiligaynon: bilanggoan; Hindi: कारागार, बन्दीघर, जेल, क़ैदख़ाना; Hungarian: börtön; Icelandic: fangelsi; Ido: karcero; Ilocano: pagbaludan; Indonesian: penjara; Irish: príosún, carcair; Italian: prigione, carcere, fresco; Japanese: 監獄, 刑務所, 牢屋, 牢; Jarai: sang krư̆, sang mơnă; Kannada: ಜೈಲು; Kazakh: түрме, абақты; Khmer: គុក, ពន្ធនាគារ; Korean: 교도소(矯導所), 교화소(敎化所), 감옥(監獄), 형무소(刑務所); Kurdish Central Kurdish: بەندیخانە, گرتوخانە, زندان; Northern Kurdish: girtîgeh, zindan; Kyrgyz: түрмө, абак; Lao: ຄຸກ, ເຮືອນຈຳກາງ, ພັນທະນາຄານ, ຕະລາງ, ໂຮງຣາຊທັນ; Latin: carcer; Latvian: cietums; Lithuanian: kalėjimas; Livonian: vizākuodā; Luxembourgish: Prisong; Macedonian: затвор, зандана; Malay: penjara; Malayalam: കാരാഗൃഹം, ജയില്, തുറുങ്ക്; Maltese: ħabs; Manx: pryssoon; Maori: whare herehere; Marathi: तुरुंग; Mongolian Cyrillic: шорон, гяндан, хар гэр; Moore: bãens-roogo, bi-bees roogo; Navajo: awáalya; Nepali: थाना; Northern Sami: fáŋgal, ladni; Norwegian Bokmål: fengsel; Nynorsk: fengsel; Occitan: preson; Ojibwe: gibaakwa'odiiwigamig; Okinawan: 監獄, 牢屋, 牢; Old Church Slavonic Cyrillic: тьмьница, острогъ; Old East Slavic: тюрма, тьмьница, острогъ; Old English: cweartern, carcern; Oromo: mana hidhaa; Ossetian: ахӕстон; Pashto: زندان, اړتون, بنديخانه, جېل, جېلخانه, قيدخانه, محبس; Persian: زندان; Plautdietsch: Kjarkja, Jefenkjniss; Polish: więzienie, pierdel; Portuguese: prisão, cadeia, xadrez, cárcere; Punjabi: ਜੇਲ੍ਹ, ਬੰਦੀਖਾਨਾ, ਬੰਦੀਖ਼ਾਨਾ, ਕੈਦਖਾਨਾ, ਕੈਦਖ਼ਾਨਾ; Quechua: laqha wasi; Romanian: închisoare, pușcărie, temniță; Romansch: praschun; Russian: тюрьма, темница, острог, кутузка, каталажка, тюряга, зона, каземат; Sanskrit: कारागृह, कारागार; Scots: preeson; Scottish Gaelic: prìosan; Serbo-Croatian Cyrillic: затвор, та̀мница; Roman: zátvor, tàmnica; Sinhalese: සිරගෙදර; Slovak: väznica, väzenie, žalár; Slovene: zapor, ječa; Sorbian Lower Sorbian: popajźeństwo; Upper Sorbian: jastwo; Southern Altai: тӱрме; Spanish: cárcel, prisión, penitenciaría, chirona, trullo, talego; Svan: დჷლიგ; Swahili: jela, gereza; Swedish: fängelse; Tagalog: bilangguan, piitan; Tajik: зиндон; Tamil: சிறை, சிறைச்சாலை; Tatar: төрмә; Telugu: జైలు, కారాగారం; Thai: คุก, กรงขัง, เรือนจำ, พันธนาคาร, ทัณฑสถาน; Tibetan: བཙོན་ཁང; Tigrinya: ቤት ማእሰርቲ; Tocharian B: prautke; Tok Pisin: kalabus; Turkish: hapis, hapishane, cezaevi; Turkmen: türme; Tuvan: кара-бажың; Ukrainian: в'язниця, тюрма, темниця, острог; Urdu: کاراگار, بندیگھر, جیل, قیدخانہ; Uyghur: تۈرمە, قاماقخانا; Uzbek: turma, qamoqxona; Vietnamese: tù, nhà tù; Volapük: fanäböp; Walloon: prijhon; Welsh: carchar; West Frisian: finzenis; Yiddish: טורמע, תּפֿיסה; Yonaguni: 牢屋; Zhuang: banfuengz, gam, lauz, fuengz
act of guarding
Azerbaijani: keşik; Bashkir: ҡарауыл; Bulgarian: охрана; Ancient Greek: φυλακή, τήρησις, σκοπιά, φρούρημα, νύχευμα, φρουρά; Irish: faire; Italian: vigilanza, sorveglianza, guardia; Latin: vigilia; Persian: پاییدن; Plautdietsch: Wacht; Polish: straż; Portuguese: vigia; Russian: караул, охрана; Tamil: கண்காணித்தல்
lookout
Bulgarian: наблюдение; Finnish: vartio, vahti; Hungarian: őrködés; Italian: turno di guardia; Russian: дозор, наблюдение