ὀλίγος: Difference between revisions
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 56: | Line 56: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Τό ο εἶναι προθεματικό καί [[ἴσως]] τό β´ συνθετ. νά εἶναι τό λίζον [[λιζόν]] (=[[ἔλαττον]]) ἀπό τό [[λίζω]] (=[[χαράσσω]], τσουγκρανίζω).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀλιγάκις]], [[ὀλιγόω]] -ῶ (=ἐλαττώνω), [[ὀλιγότης]], σύνθετα: [[ὀλιγανθρωπία]], [[ὀλιγαρκής]], [[ὀλιγαρχία]], [[ὀλιγόψυχος]], [[ὀλιγοψυχία]], [[ὀλίγωρος]], [[ὀλιγωρία]] (=[[ἀδιαφορία]]). | |mantxt=Τό ο εἶναι προθεματικό καί [[ἴσως]] τό β´ συνθετ. νά εἶναι τό λίζον [[λιζόν]] (=[[ἔλαττον]]) ἀπό τό [[λίζω]] (=[[χαράσσω]], τσουγκρανίζω).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀλιγάκις]], [[ὀλιγόω]] -ῶ (=[[ἐλαττώνω]]), [[ὀλιγότης]], σύνθετα: [[ὀλιγανθρωπία]], [[ὀλιγαρκής]], [[ὀλιγαρχία]], [[ὀλιγόψυχος]], [[ὀλιγοψυχία]], [[ὀλίγωρος]], [[ὀλιγωρία]] (=[[ἀδιαφορία]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 November 2022
English (LSJ)
[ῐ], η, ον, later ὀλίος (q.v.), of Size, A little, small, freq. in Hom., rarer later, opp. μέγας, σάκος Il.14.376; κῦμα Od.10.94, etc.; ὀλίγῃ ὀπί with small, low voice, 14.492; of stature, 9.515; ὀλίγος κῶρος Theoc.1.47; οὐκ ὀλίγης αἷμα βοὸς κέχυται Call.Aet.Oxy.2080.85; of Space, ὀ. χῶρος Il.10.161, etc.; of time, χρόνος 19.157,23.418, Pi. N.7.38, etc.; ἐν βραχεῖ κὠλίγῳ χρόνῳ S.Fr.646 (cf. IV. 3). 2 sometimes in a sense between that of Size and Quantity, ὀ. δόσις Od.6.208; οὖρα ὀλίγα = not copious, Hp.Epid.1.2; ὑποστάσιες ὀλίγαι slight sediments, ib.17; ὀλίγον καὶ οὐδέν little or nothing, Pl.Ap.23a; οὐδὲν ἢ ὀλίγον Arist.PA651b17. 3 of Degree, ὀλίγος καὶ μέγας = of low and high degree, Callin.1.17. 4 weak, ἀθυμοτέρη καὶ ὀλιγωτέρη φύσις Hp.Virg. 1. II of Number, few, or of Quantity, little, not in Hom., freq. in Att., Ar.Av.1417, Eq.717, etc., but rare in Trag., as ὀλίγα κακά A.Pers.330.—The governing body in Oligarchies and the oligarchical party in Democracies was called οἱ ὀλίγοι, Th.6.38,8.9, etc.; ἡ ὑπὸ τῶν ὀλίγων δυναστεία, αἱ διὰ τῶν ὀλίγων δυναστεῖαι, Pl.Plt.291d, D.60.25; ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλίγον μέσον Pl.Plt.303a. 2 c. inf., ὀλίγους . . στρατιῇ τῇ Μήδων συμβαλεῖν too few to engage... Hdt.6.109, cf. 7.207; μὴ . . αἱ σφέτεραι δέκα νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν ὦσιν Th.1.50. III neut. ὀλίγον as adverb, a little, slightly, little, with Verbs, ὀλίγον παρακλίνας Il.23.424, cf. 11.52, 12.452; φροντίσας E.Cyc.163; ὀ. τοῦ ποιήματος προελθών Pl.Prt.339d : also neut. pl., ἠκροβολίσαντο ὀλίγα Th.3.73. 2 with comp. Adjs., ὀλίγον προγενέστερος Il.23.789; ὀλίγον ἧσσον Od.15.365; στιβαρώτερον οὐκ ὀλίγον περ 8.187; φέρτερος οὐκ ὀλίγον περ Il.19.217; ὀλίγον τι πρότερον, v.l. for ὀλίγῳ, Hdt.4.79,81, cf. Pl.Plt.262b, etc.; ὀ. ὕστερον Id.Grg.454b, etc.; but ὀλίγῳ is more freq. in Prose, Hdt. ll.cc. (with v.l.), 7.113, al., Pl.Grg.460c, R.327c, etc. IV special Phrases: 1 ὀλίγου δεῖν = almost (v. δεῖ II); ὀλίγου ἐδέησε καταλαβεῖν wanted but little of overtaking, Hdt.7.10.γ': hence ὀλίγου alone, within a little, all but, almost, ὀλίγου σεκύνες διεδηλήσαντο Od.14.37, cf. Ar.Ach.348,381,Nu.722, Lys.14.17, Pl.Prt.361b, D.19.334, etc.; ὀ. ἅπαντες Pl.Ap.22b; ὀ. ἐς χιλίους close upon 1,000, Th.4.124; ὀ. ἦλθεν ἑλεῖν (v. infr. 9) Paus.1.13.6. 2 δι' ὀλίγου = at a short distance, E.Ph.1098, Th.2.89,3.21, dub. in A.Th.762 (lyr.); for (during a short time) a short time, Th.1.77,2.85,3.43; within a short time or after a short time, Id.6.11,47,7.39, etc.; but b δι' ὀλίγων = in few words, Pl. Phlb.31d, etc.; v. infr. VI.2. 3 ἐν ὀλίγῳ (χώρῳ is added in Hdt. 9.70) in a small space, within small compass, E.Supp.1126 (lyr.); ἐν ὀ. στρατοπεδευομένοις Th.4.26; κυκλωθέντων ἐν ὀλίγῳ ib.96; εἰς ταὐτὸ πάντα . . ἁθροίσαντ' ἐν ὀλίγῳ D.3.18; also ἐν ὀλίγῳ (sc. χρόνῳ) for a brief time, Pi.P.8.92; but also, in a short time, quickly, ἔγνων καὶ περὶ τῶν ποιητῶν ἐν ὀλίγῳ τοῦτο Pl.Ap.22b, cf. Th.4.55, Act.Ap.26.28. b ἐν ὀλίγοις = one among few, i.e. exceedingly, remarkably, ποταμὸς ἐν ὀλίγοις μέγας Hdt.4.52; ἐν ὀλίγοισι Περσέων . . ἀνὴρ δόκιμος Id.9.41 : freq. in later writers, Plu. Pomp.10, Hld.3.1; so σὺν ὀλίγοις, v. infr. 10. 4 ἐξ ὀλίγου = at short notice, suddenly, ἐξ ὀλίγου καὶ δι' ὀργῆς Th.2.11, cf. 61,4.108, etc. 5 ἐς ὀλίγον, like παρ' ὀλίγον, within a little, ἐς ὀλίγον ἀφίκετο τὸ στράτευμα νικηθῆναι ib.129. 6 ἐπ' ὀλίγον = for a short time, Hp.Prorrh.1.26, Plot. 4.4.29, Gp.7.12.22, 10.7.10, etc.; a little at a time, Hp.VC18; εἴρηται ἐν τῷ [βιβλίῳ] ἐπ' ὀλίγον = a little way on, near the beginning, Gal.15.428. 7 κατ' ὀλίγον by little and little, Th.1.69, Pl.Ti.85d, Luc. Nec.11, etc.; ἐκ τοῦ κατ' ὀ. D.S.15.34, Ath.Med. ap. Orib.1.2.6 : but the Adj.freq. takes the gender and number of its Subst., κατ' ὀλίγους Hdt.2.93, 8.113; οὗτοι κατ' ὀλίγους γινόμενοι ἐμάχοντο fought few at a time, in small parties, Id.9.102, cf. Pl.Tht.197d; κατ' ὀλίγον μαχεῖται (sc. τὸ πλῆθος αὐτῶν) Th.4.10. 8 μετ' ὀλίγον τούτων = shortly after . ., X.HG1.1.2. 9 παρ' ὀλίγον = with little to spare, only just, ἀπέφυγες E.IT870(lyr.); to within a short distance of, παρ' ὀ. ἦλθε . . ἐκπεσεῖν Plb. 2.55.4, cf. 18.46.12; but b παρ' ὀλίγον ποιεῖσθαι hold of small account, X.An.6.6.11. 10 σὺν ὀλίγοις = ἐν ὀλίγοις, ἐπαινεθῆναι Plu.Galb.3; v. supr. IV.3b. V regul. Adv. ὀλίγως is rare, 2 Ep.Pet.2.18, Aq. Is.10.7; οὐκ ὀ. AP12.205 (Strat.). VI Comparison : 1 the Comp. is commonly supplied by μείων, ἥσσων, or ἐλάσσων (qq.v.); the older form ὀλείζων (fr. *ὀλειγ-yων) is found in Hom., λαοὶ δ' ὑπ' ὀλείζονες ἦσαν (ὑπολίζονες codd.) Il.18.519; so in Att. Inscrr., IG12.76.8 (written ὄλεζον ib.63.17, al.); τοῖσι . . ὀλείζοσι μυστηρίοισιν ib.6.76, cf. 95; ὀλείζους is prob. in X.Ath.2.1 (μείζους codd.); so in Alexandrian Poets, Call.Jov.72 (ὀλίζοσι codd.), AP9.521; ἐς ὀλίζονας ἀστέρας ἄρκτου Poet. ap. Theodos. in HilgardExc.exHdn.p.19; also ὀλίζωνες Nic.Th.123, ὀλίζωνα ib.372; ὀλιζότερος is found in Id.Al. 479, Opp.C.3.65,394, cf. ὀλιζόω; ὀλιγώτερος is found in Hp.Virg.I (with the sense weaker, v. supr. 1.4), S.E.M.1.70, App.Pun.42, Mith.24, Ael.NA2.42,6.51. 2 Sup. ὀλίγιστος, η, ον, always of Number or Quantity, Il.19.223, Hes.Op.723, IG12.54.7, Ar.Ra.115, Pl.628, Pl.R.473b, al.; ὀλιγίστου, Sup. of ὀλίγου (cf. IV. I), very nearly, Phot., Hsch. (ubi ὀλιγωστοῦ); ὀλίγιστον as adverb, least, very little, Pl.R.587b; τὸ ὀλίγον = at least, Id.Prm.149a; ὡς ὀλίγιστα Id.Grg. 510a, Lg.953a (v.l. ὀλιγοστά); ἐν ὀλιγίστῳ διασαφῶν Eust.1262.54; so δι' ὀλιγίστων Pl.Ep.351d (interpol.). (Aspirated in papyri of ii-iii A.D., as μεθ' ὁλίγον BGU388.11, cf. 146.10.)
German (Pape)
[Seite 321] wenig; zunächst von der Menge, Gegensatz von πολύς; ὀλίγ' ἀπαγγέλλω κακά, Aesch. Pers. 322; ἀριθμὸν ὀλίγον, kleine Zahl, Eur. Herc. fur. 6; in Prosa überall, ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλίγον μέσον, Plat. Polit. 303 a; in ἡ ὑπὸ τῶν ὀλίγων δυναστεία, ib. 291 d sind οἱ ὀλίγοι, im Gegensatz gegen τὸ πλῆθος, die wenigen Herrschenden, die Regierungspartei in der Oligarchie; Thuc. 8, 9 u. öfter; αἱ διὰ τῶν ὀλίγων δυναστεῖαι, Dem. 60, 25, vgl. Lept. 108; Arist.; – von räumlicher Ausdehnung, klein; ὀλίγος δ' ἔτι χῶρος ἐρύκει, Il. 10, 161; ὀλίγῳ ἐνὶ χώρῳ, 12, 423; ὀλίγη δ' ἦν ἀμφὶς ἄρουρα, 3, 115; von körperlicher Größe, Αἴας, Oileus Sohn, 2, 529; Od. 9, 515; κῦμα οὔτε μέγ' οὔτ' ὀλίγον, 10, 94; σάκος, Il. 14, 376; ἐν ὀλίγῳ χώρῳ, Her. 9, 70; von der Zeit, χρόνος, Il. 19, 157. 23, 418; ὀλίγη δέ τ' ἀνάπνευσις πολέμοιο, 11, 801; von der Zeit auch Pind. N. 7, 38; ὀλίγον γὰρ χρόνον ἀλλήλοις διειλέγμεθα, Plat. Apol. 37 a. – Uebh. gering; ὀλίγον δέ μιν ἄχθος ἐπείγει, Il. 12, 452; δόσις ὀλίγη τε φίλη τε, Od. 6, 208, wie οὐκ ὀλίγαν δόσιν Pind. P. 10, 20; c. inf., zu wenig, um zu, ἐόντων αὐτῶν ὀλίγων τὸν Μήδων στρατὸν ἀλέξασθαι, Her. 7, 207, vgl. 6, 109; δέκα νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν, Thuc. 1, 50. – Adverbial ὀλίγ ο ν, ein wenig, gar wenig; ἱππῆες δ' ὀλίγον μετεκίαθον, Il. 11, 52; ὀλίγον δὲ παρακλίνας, 23, 424; ἐμεῖ' ὀλίγον προγενέστε ρός ἐστιν, ibd. 789; so bes. bei comparat., ὀλίγον σοφώτερος, Eur. Hipp. 987; ὀλίγον τι πρότερον τούτων, Her. 4, 81. (v.l. ὀλίγῳ, s. unten); τὰ λεχθέντα ὀλίγον ἔμπροσθεν, Plat. Phaedr. 277 d; ὀλίγον πρότερον, ὕστερον, Polit. 262 b Gorg. 454 b u. öfter; Xen. An. 7, 2, 20 u. Sp. – Aber beim comparat. steht auch eben so oft ὀλίγῳ, z. B. πρότερον, ὕστερον, Plat. Gorg. 460 c Rep. I, 327 b; οὐκ ὀλίγῳ μου πλεονεκτεῖν διανοεῖ, nicht um ein weniges, Conv. 218 e; – ὀλίγου, um ein weniges, fast, beinahe; Od. 14, 37; μεταξὺ δ' ἀλκὰ δι' ὀλίγου τείνει πύργος ἐν εὔρει, Aesch. Spt. 744; eigtl. vom Preise, ταῦτα ἕτερον ἂν διδάξειεν ὀλίγου, für einen geringen Preis. für ein weniges, Plat. Soph. 234 a (vgl. auch ὀλί. γου δεῖν unter δέω) fast, Prot. 361 c Phaedr. 258 e u. öfter; ὀλίγου εἰς χιλίους, fast an Tausend, Thuc. 4, 124, v.l. ὀλίγῳ; – παρ' ὀλίγον ποιεῖσθαι, gering achten, Xen. An. 6, 4, 11; παρ' ὀλίγον διέλυσαν τὸν ἄνθρωπον, beinahe, Pol. 18, 29, 12; παρ' ὀλίγον ἦλθε τοῦ ἐκπεσεῖν, 2, 55, 4; παρ' ὀλίγον ἦλθε τὰ πράγματα τοῦ πάντας ἐπανελθεῖν, es kam beinahe so weit, 33, 2, 1, öfter; – κατ ' ὀλίγον, bei Kleinem, nach u. nach, allmälig, Plat. Tim. 85 d; Her. sagt auch οὗτοι κατ' ὀλίγους γιγνόμενοι ἐμάχοντο, sie kämpften in kleinen Abtheilungen, vereinzelt, 9, 102; τῶν ἄλλων συμμάχων ἐξελέγετο κατ' ὀλίγους, 8, 113; τῶν ὠῶν ἀποῤῥαίνουσι κατ' ὀλίγους τῶν κέγχρων, 2, 93; κατ' ὀλίγας, Plat. Theaet. 197 d, Sp., wie Pol. 8, 16, 6; Hdn. 2, 7, 10 u. öfter; – δι' ὀλίγων, mit Wenigem, in Kürze, εἰ δεῖ δι' ὀλίγων περὶ μεγίστων ὅτι τάχιστα ῥηθῆναι, Plat. Phil. 31 d; Legg. VI, 778 c; – ἐν ὀλίγῳ, in Kurzem, Apol. 22 b; – δι' ὀλίγου, in kurzem Zwischenraume, bald darauf, ἡ δι' ὀλίγου μελέτη, im Gegensatz von ἡ ἐκ πολλοῦ ἐμπειρία, Thuc. 2, 85, vgl. 5, 69; δι' ὀλίγου ἀπελθεῖν, bald, schnell, 6, 11, auch δι' ὀλίγων, vgl. Valck. Eur. Phoen. 1105; – ἐπ' ὀλίγον, auf kurze Zeit; μετ' ὀλίγον, nach Kurzem, Plat. Legg. XII, 950 d; – ἐξ ὀλίγου, seit Kurzem, dah. plötzlich, Thuc. 2, 61. 5, 64. – Den regelmäßigen comparat. ὀλιγώτερος haben erst Sp., Ael. H. A. 2, 42. 6, 51; auch bei Hippocr. soll er vorkommen, – Das adv. ὀλίγως ist selten, vielleicht nur Strat. 47 (XII, 205). – Superlat. ὀλίγιστος, nur auf die Zahl, Menge gehend, Il. 19, 223, Hes. O. 721; καὶ τοῦτο φύσει ὀλίγιστον γίγνεται γένος, Plat. Rep. IV, 428 e; ὀλίγιστοι τὸν ἀριθμόν, V, 473 b; ὅτι σμικρόταται και ὀλίγισται ἀδικίαι, Legg. V, 743 b; δύο ἄρα δεῖ τὸ ὀλίγιστον εἶναι, zwei zum wenigsten, Parm. 149 a; auch δι' ὀλιγίστων ἔσφηλε καὶ Δίωνα (vgl. δι' ὀλίγου), Ep. VII, 351 d; einzeln bei den Folgdn; Sp. bilden auch davon noch ὀλιγίστατος u. das adv. ὀλιγίστως. – Die unregelmäßigen ὀλίζων, ὀλιζότερος s. besonders. – In Beziehung auf die Größe wird als comparat. zu ὀλίγος auch μείων u. ἐλάσσων gebraucht, als superl. ἐλάχιστος, ἥκιστος.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
I. adj. 1 peu en parl. du nombre ou de la quantité : ὀλίγοι τινές XÉN qqes-uns en petit nombre ; abs. οἱ ὀλίγοι, les oligarques litt. le petit nombre d’hommes qui détiennent le pouvoir ; avec l'inf. trop peu pour, etc.
2 en parl. de la grandeur petit ; en gén. peu considérable : ὀλίγον οὐδέν THC rien de petit;
II. adv. neutre • ὀλίγον, peu, un peu, avec un Cp. : ὀλίγον ἦσσον OD un peu moins ; οὐκ ὀλίγον φέρτερος IL beaucoup plus fort litt. non peu supérieur : ὀλίγον τι πρότερον HDT peu avant ; ὀλίγον ὕστερον XÉN peu après;
Locut. adv.
1 avec idée de quantité • ὀλίγου, pour un peu, presque, environ ; παρ’ ὀλίγον, peu s'en faut, presque ; avec le gén. : ὀλίγου δεῖν ou ὀλίγου δέω avec l'inf. ; de même, ὀλίγον ἀφίκετο νικηθῆναι THC il s'en fallut de peu qu’il ne fût vaincu ; ὀλίγου (ou ὀλίγῳ) ἐς χιλίους THC environ mille;
2 avec idée de temps • ἐν ὀλίγω, en peu de temps, pour peu de temps ; • ἐξ ὀλίγου, depuis peu, soudain ; • δι’ ὀλίγου, pendant un court espace de temps, en peu de temps;
3 avec idée de degré • κατ’ ὀλίγον, peu à peu, insensiblement ; au plur. : οὗτοι κατ’ ὀλίγους γιγνόμενοι ἐμάχοντο HDT ils combattaient n'étant encore que peu nombreux et dispersés;
4 avec idée de quantité • ἐν ὀλίγοις, parmi peu, pour marquer l'idée d'une chose remarquable;
Cp. ὀλιγώτερος, Sp. ὀλίγιστος.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Λικ, être petit.
Russian (Dvoretsky)
ὀλίγος: (ῐ) (compar. ὀλιγώτερος, ὀλείζων или ὀλίζων, тж. μείων и ἐλάσσων; superl. ὀλίγιστος, тж. ἐλάχιστος и ἥκιστος)
1 небольшой, малый (ἀριθμός Eur.; χῶρος Hom.): δι' ὀλίγου Thuc. на небольшом расстоянии; ἐξ ὀλίγου τὰ πολλά Thuc. из малого (возникает) великое;
2 непродолжительный, короткий (ἀνάπνευσις Hom.; χρόνος Plat.): δι' ὀλίγου Thuc. в течение короткого времени; ἐν ὀλίγῳ Plat. за короткое время (ср. 3); δι᾽ ὀλίγων Eur. немного спустя; κατ' ὀλίγον Thuc. мало-помалу;
3 небольшой, немногий, немногочисленный (ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλίγον μέσον Plat.): κατ᾽ ὀλίγους μάχεσθαι Her. сражаться небольшими группами; οἱ ὀλίγοι Plat. олигархи; δι' ὀλίγων Plat. в немногих словах; ἐν ὀλίγῳ με πείθῃ NT ты почти убедил меня (ср. 2);
4 малочисленный, недостаточный (ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι NT): νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν Thuc. корабли в недостаточном для оборонительных действий количестве - см. тж. ὀλίγον.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλίγος: [ῐ], -η, -ον, Ταραντῖν. ὀλίος, ὃ ἴδε: (ἴδε ἐν τέλ.): - ἐπὶ ἀριθμοῦ ἢ ποσότητος, ὀλίγος, σπάνιος, μικρός, ἀντίθετ. τῷ πολύς, συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ., ἀλλὰ σπάνιον παρὰ τοῖς Τραγ.· ὀλίγα κακὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 330· - ὡσαύτως ἐπὶ τόπου ἢ διαστήματος, Ἰλ. Κ. 161, κτλ.· καὶ ἐπὶ χρόνου, Τ. 157., Ψ. 418, Πίνδ., κτλ.· ἐν βραχεῖ τε κὠλίγῳ χρόνῳ Σοφ. Ἀποσπ. 572. - Ἐν ταῖς ὀλιγαρχίαις οἱ ἔχοντες τὴν ἀρχὴν ἐκαλοῦντο οἱ ὀλίγοι, Θουκ. 6. 38., 8. 9, κτλ.· ἡ ὑπὸ τῶν ὀλ. δυναστεία, αἱ διὰ τῶν ὀλ. δυναστεῖαι Πλάτ. Πολιτικ. 291D, Δημ. 1396. 21· οὕτως, ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλ. μέσον Πλάτ. Πολιτικ. 303Α. 2) μετ’ ἀπαρ., ὀλίγους ... στρατιῇ τῇ Μήδων συμβαλέειν Ἡρόδ. 6. 109. πρβλ. 7. 207· μὴ ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν ὦσιν Θουκ. 1. 50. ΙΙ. ἐπὶ μεγέθους, ὀλίγος, μικρός, ἀντίθετ. τῷ μέγας, Ἰλ. Ξ. 376, Ὀδ. Κ. 94, κλ.· ὀλίγῃ ὀπί, μετὰ μικρᾶς, ἀσθενοῦς φωνῆς, Ξ. 492· ὀλίγος κῶρος, μικρὸς παῖς, Θεόκρ. 1. 47· ἡ σημασία αὕτη εἶναι πολλῷ ἧττον κοινὴ τῆς πρώτης καὶ εἶναι σπανία ἐν τῇ πεζογραφίᾳ, Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 530. 2) ἐνίοτε ἔχει σημασίαν κειμένην μεταξὺ τῆς τοῦ μεγέθους καὶ τῆς ποσότητος, ὀλ. ἄχθος Ἰλ. Μ. 452· δόσις Ὀδ. Ζ. 208· ὀλ. ἢ οὐδὲν Πλάτ. Ἀπολ. 23Δ· οὐδὲν ἢ ὀλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 7. 3) ἐπὶ βαθμοῦ, ὀλ. καὶ μέγας, μικροῦ καὶ μεγάλου βαθμοῦ, Καλλῖν. 1. 17. ΙΙΙ. Ὁ Ὅμ. ἔχει συχνάκις τὸ οὐδ. ὀλίγον, ὡς ἐπίρρ., μετὰ ῥημάτων, ὀλίγον παρακλίνας Ἰλ. Ψ. 424, πρβλ. Λ. 52· φροντίσας Εὐρ. Κύκλ. 163· προελθὼν Πλάτ. Πρωτ. 339D· οὕτως οὐδ. πληθυντ., ἠκροβολίσαντο ὀλίγα Θουκ. 3. 73. 2) μετὰ συγκρ. ἐπιθ., ὀλίγον προγενέστερος Ἰλ. Ψ. 789· ὀλ. ἧσσον Ὀδ. Ο. 364 στιβαρώτερος οὐκ ὀλ. περ Θ. 187· φέρτερος οὐκ ὀλ. περ Ἰλ. Τ. 217· οὕτω, ὀλ. τι πρότερον Ἡρόδ. 4. 81, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 262Β, κτλ.· ὀλ. ὕστερον ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 454Β, κτλ.· ἀλλὰ ὀλίγῳ εἶναι κοινότερον μετὰ συγκρ. παρὰ πεζογράφοις, Ἡρόδ. 4. 79., 7. 113, Πλάτ. Γοργ. 460C, Πολ. 327, κτλ. IV. Ἰδιαίτεραι φράσεις: 1) ὀλίγου δεῖν, σχεδὸν (ἴδε ἐν λ. δεῖ ΙΙ), ὀλίγου ἐδέησε καταλαβεῖν, ὀλίγον μόνον ἔλειψε νὰ καταλάβῃ, Ἡροδ. 7. 10. 3· - ἐντεῦθεν μόνον ὀλίγου, σχεδόν, παρ’ ὀλίγον, ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Ὀδ. Ξ. 37, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 348, 381, Νεφ. 722, Λυσίας 141. 15, Πλάτ. Πρωτ. 361C, Δημ. 448. 24, κτλ.· ὀλίγου (ἢ ὀλίγῳ) ἐς χιλίους, σχεδὸν 1000, Θουκ. 4. 124· ὀλίγου ἦλθον ἑλεῖν (ἴδε κατωτ. 8) Παυσ. 1. 13, 6, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 184 κἑξ. 2) δι’ ὀλίγου (δηλ. χώρου), εἰς ὀλίγην ἀπόστασιν, Αἰσχύλ. Θήβ. 762, Εὐρ. Φοίν. 1098, Θουκ. 2. 89., 3. 21· - ὡσαύτως, δι’ ὀλίγου (δηλ. χρόνου), ἐντὸς ὀλίγου χρόνου, αἰφνιδίως, ὁ αὐτ. 2. 85, 6. 11, κτλ.· - ἀλλά, β) δι’ ὀλίγων, μὲ ὀλίγας λέξεις, Λατ. paucis, Πλάτ. Φίληβ. 31D, κτλ.· ἴδε κατωτ. VI. 2. 3) ἐν ὀλίγῳ (δηλ. χώρῳ, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 70), ἐντὸς μικροῦ διαστήματος, ἐντὸς μικρᾶς περιοχῆς, ἐν ὀλ. στρατοπεδευομένοις Θουκ. 4. 26, πρβλ. 96· εἰς ταὐτὸ πάντα ... ἀθροίσαντα ἐν ὀλ. Δημ. 33. 18· - ὡσαύτως, ἐν ὀλίγῳ (δηλ. χρόνῳ), ἐντὸς ὀλίγου χρόνου, Πινδ. Π. 8. 131· ἀλλὰ καί, ταχέως, ἐν τάχει, ἔγνων καὶ περὶ ποιητῶν ἐν ὀλ. τοῦτο Πλάτ. Ἀπολ. 22Β· ὁμοία εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ ἐν ὀλίγῳ, ἐν ταῖς Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, 28. β) ἐν ὀλίγοις, εἷς μεταξὺ ὀλίγων, δηλ. εἰς ὑπερβολήν, σφόδρα, ποταμὸς μέγας ἐν ὀλ. Ἡρόδ. 4. 52· ἐν ὀλίγοισι Περσέων ... ἀνὴρ δόκιμος ὁ αὐτ. 9. 41· συχνάκις παρὰ τοῖς μεταγενεστ., Ἡλιόδ. 3. 1, Πλουτ. Πομπ. 10, ἴδε Hemst. εἰς Λουκ. π. Ἐνυπν. 2· οὕτω, σὺν ὀλίγοις, ἴδε κατωτ. 9. 4) ἐξ ὀλίγου = δι’ ὀλίγου, ἐπὶ χρόνου, ἐξ ὀλίγου καὶ δι’ ὀργῆς Θουκ. 2. 11, πρβλ. 61., 4. 108, κτλ. 5) ἐς ὀλίγον, ὡς τὸ παρ’ ὀλίγον, παρὰ μικρόν, μικροῦ δεῖν …, ἐς ὀλίγον ἀφίκετο τοῦ νικηθῆναι ὁ αὐτ. 4. 129. 6) ἐπ’ ὀλίγον, «δι’ ὀλίγον καιρόν», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 5, 1, Ἡρῳδιαν., κτλ. 7) κατ’ ὀλίγον, «ὀλίγον κατ’ ὀλίγον», Θουκ. 1. 69, Πλάτ. Τίμ. 85D, Λουκ. Τίμ. 4, κτλ.· ἀλλὰ τὸ ἐπίθετ. συχνάκις λαμβάνει τὸ γένος καὶ τὸν ἀριθμὸν τοῦ οὐσιαστικοῦ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, κατ’ ὀλίγους Ἡρόδ. 2. 93., 8. 113· οὗτοι κατ’ ὀλίγους γιγνόμενοι ἐμάχοντο, ὀλίγοι ἑκάστοτε, κατὰ μικρὰς ὁμάδας, ὁ αὐτ. 9. 102, πρβλ. Θουκ. 4. 10, Πλάτ. Θεαίτ. 197D. 8) μετ’ ὀλίγον τούτων, ὀλίγον μετὰ ταῦτα …, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 2. 9) παρ’ ὀλίγον, ὡς τὸ ὀλίγου, «ὀλίγον ἔλειψε να …», σχεδόν, Εὐρ. Ι. Τ. 872· παρ’ ὀλίγον ἦλθε τοῦ μὴ ἐκπεσεῖν Πολύβ. 2. 55, 4, πρβλ. 18. 29, 12· - ἀλλά, β) παρ’ ὀλίγον ποιοῦμαι, θεωρῶ ὡς μικρᾶς σημασίας καὶ ὀλίγης προσοχῆς ἄξιον, ἴδε παρὰ Γ. Ι. 5. β. 10) σὺν ὀλίγοις = ἐν ὀλίγοις, Πλουτ. Γάλβ. 3· ἴδε ἀνωτ. IV. 3. β. V. Τὸ Ἐπίρρ. ὀλίγως, εἶναι σπάνιον, καὶ ἀντ’ αὐτοῦ εἶναι ἐν χρήσει τὸ ὀλίγον ἢ ὀλίγῳ, οὐκ ὀλίγως Ἀνθ. Π. 12. 205. VI. Βαθμοὶ παραθέσεως: 1) τὸ συγκριτικὸν συνήθως ἀναπληροῦται διὰ τοῦ μείων, ἥσσων ἢ ἐλάσσων· ὁ τύπος ὀλίζων, ον, γεν. ονος, ἐσχηματισμένος κατὰ τὸ μείζων, (μέγας), ἐν χρήσει ἀείποτε ἐπὶ σμικρότητος ἀπαντᾷ μάλιστα παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς, Καλλ. εἰς Δία 71, Νικ. Θηρ. 372, Ἀνθ. Π. 9. 521· ἀλλ’ ἀνεγνώσθη ἤδη, τοῖσι ... ὀλείζοσι (οὕτω) μυστηρίοις ἐν παλαιᾷ τινι Ἀττ. ἐπιγραφῇ, (Ἐπιγρ. Βρετ. Μουσ. 2Β. 34), πρβλ. ὀλείζων· καὶ τὸ σύνθετ. ὑπολίζοντες ἀπαντᾶ ἐν Ἰλ. Σ. 519 ἀντὶ τοῦ ὀλίζωνες, ἐν Νικ. Θ. 123, ὁ Bentl. ἀναγινώσκει ὀλιζότερος, ὡς ἐν Ἀλεξιφ. 479, Ὀππ. Κυν. 3. 65, 394· - ὁ ὁμαλὸς τύπος ὀλιγώτερος πρῶτον παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 2. 42., 6. 51. 2) Ὑπερθ. ὀλίγιστος, -η, -ον, (ἐσχηματισμένον κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὰ κάκιστος, φίλιστος, κτλ.), ἀείποτε ἐπὶ ἀριθμοῦ ἢ ποσότητος, Ἰλ. Τ. 223, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 721· ὡσαύτως παρ’ Ἀττ., ὡς Ἀριστοφ. Βάτρ. 115, Πλ. 628, Πλάτ. Πολ. 473Β, κ. ἀλλ. - ὀλιγίστου, ὑπερθ. τοῦ ὀλίγου, (πρβλ. IV. 1), «παρὰ μικρόν», Φώτ. Ἡσύχ.· - ὀλίγιστον ἢ τὸ ὀλίγιστον, ὡς Ἐπίρρ., Λατ. minime, Πλάτ. Πολ. 587Β, Παρμ. 149Α· ὡς ὀλίγιστα Γοργ. 510Ε, Νόμ. 953Α· οὕτω, δι’ ὀλιγίστων ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 351D· (Πρὸς τὰ ὀλίγος, ὀλίζων (δηλ. ὀλιγίων), ὀλιγοστός, ὀλιγάκις, πρβλ. Σανσκρ. liś, liś-yê (parvus fio), leś-as (ἐπίθετ. parvus, paucus)· Ἀρχ. Πρωσσ. lik-rets, (ὀλίγον)· ἄρα τὸ ὀ- εἶναι εὐφων., καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει λιζὸν (γραπτέον λίζον) = ἔλαττον, λιζῶνες, λίζονες;) = ἐλάττονες.
English (Autenrieth)
sup. ὀλίγιστος: little, small; of a ‘short’ time (ὀλίγος χρόνος), a ‘thin’ voice (ὀλίγῃ ὀπί), a ‘feeblyflowing’ spring (πίδακος ὀλίγης), ‘little’fishes (ὀλίγοι ἰχθύες). Neut. as adv., ὀλίγον, a little, also ὀλίγου, almost, Od. 14.37. Sup., Il. 19.223, ‘scanty shall be the reaping.’
English (Slater)
ὀλῐγος (-ῳ, -ον; -αν; -ον nom., acc.)
&nnbsp; a short of time. ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται (sc. χρόνῳ) (P. 8.92) Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον (N. 7.38)
b small of quantity. “ἐμοὶ δ' ὀλίγον δέ]δοται θα[” (e Plutarcho supp. G-H) Πα. . . τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν (P. 10.20)
c n. s. pro adv., to some small degree τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει fr. 61. 1.
English (Strong)
of uncertain affinity; puny (in extent, degree, number, duration or value); especially neuter (adverbially) somewhat: + almost, brief(-ly), few, (a) little, + long, a season, short, small, a while.
English (Thayer)
ὀλίγη, ὀλίγον (on its occasional aspiration, (ὀλίγος) see WH s Appendix, p. 143; Tdf. Proleg., pp. 91,106; Scrivener, Introduction, p. 565, and references under the word οὐ at the beginning), the Sept. for מְעַט (from Homer down), little, small, few, of number, multitude, quantity, or size: joined to nouns (cf. Winer's Grammar, § 20,1b. note; Buttmann, § 125,6), ὀλίγας namely, πληγάς (cf. B. § 134,6; Winer's Grammar, § 32,5, especially § 64,4), opposed to πολλαί, 47); R G; R G; short: χρόνος, καιρός, light, slight: τάραχος, στάσις, χειμών, γυναικῶν, ἀνδρῶν, ὀλίγοι, absolutely: T WH omit; Tr brackets the clause); L T Tr WH; neuter singular: τό ὀλίγον, πρός ὀλίγον ὠφέλιμος, profitable for little (Latin parum utilis); (cf. Winer's Grammar, 213 (200); some, for a little (namely, time); see below), ἐν ὀλίγῳ, in few words (cf. Shakespear's in a few), i. e. in brief, briefly (γράφειν), easily, without much effort, μέγας, 1a. γ.); πρός ὀλίγον, for a little time, ὀλίγον, adverbially: of time, a short time, a (little) while, a little (further), ὀλίγα, a few things: (WH); ); ἐπ' ὀλίγα (see at the beginning and) ἐπί, C. I:2e.), δἰ ὀλίγων, briefly, in few words, γράφειν, διά, A. III:3) (ῤηθῆναι, Plato, Philippians, p. 31d.; legg. 6, p. 778c.).
Greek Monolingual
λίγος, και ολίγος, -η, -ο (AM ὀλίγος, -η, -ον, Α και ὀλίος, -η, -ον, Μ και λίγος, -η, -ον)
1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν ὦσιν», Θουκ.)
2. αυτός που έχει μικρή χρονική διάρκεια, βραχύς (α. «σε λίγη ώρα θα φύγω» β. «Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον», Πίνδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) λίγο και ὀλίγον
σε μικρή ποσότητα, έκταση ή ένταση, λιγάκι (α. «λίγο ακόμη και θα τον χάναμε» β. «ὀλίγον δὲ παρακλίνας ἐδίωκεν», Ομ. Ιλ.)
4. φρ. α) «λίγο έλειψε να...» ή «παραλίγο» ή «ὀλίγου δεῖν» ή «ὀλίγου» ή «παρ' ολίγον» ή «ἐς ὀλίγον» — σχεδόν («λίγο έλειψε να πνιγώ»)
β) «εντός ολίγου» ή «σε λίγο» ή «μετά από λίγο» ή «δι' ὀλίγου» ή «ἐν όλίγῳ» — σε μικρό χρονικό διάστημα ή σε μικρή απόσταση
γ) «προ ολίγου» ή «πριν από λίγο» — πριν από μικρό χρονικό διάστημα
δ) «επ' ολίγον» — για μικρό χρονικό διάστημα
ε) «με λίγα λόγια» ή «εν ολίγοις» ή «δι' ολίγων» — σύντομα, με μικρό αριθμό λέξεων
στ) «λίγο λίγο» ή «ολίγον κατ' ολίγον» — σε μικρές ποσότητες ή σε μικρό χρονικό διάστημα, σιγά σιγά
νεοελλ.
1. φρ. «κάθε λίγο και λιγάκι» — ή «κάθε τρεις και λίγο» — επανειλημμένα, πολύ συχνά
2. παροιμ. α) «όπου γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα» — η απληστία για κέρδος γίνεται συχνά πρόξενος απώλειας και αυτών τών κερδών που ήδη υπάρχουν
β) «όπου πάνε τα πολλά πάνε και τα λίγα» — και τα μεγάλα και τα μικρά κέρδη περιέρχονται στους πλουσίους και δεν απομένει τίποτε για τους φτωχούς
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὀλίγοι
οι ολιγαρχικοί
2. (το ουδ. δοτ. εν. ως επίρρ.) ὀλίγῳ
λιγάκι
3. φρ. «εξ ολίγου» — ξαφνικά, αιφνίδια. Επίρρ. σπαν. ὀλίγως (Α)
λιγάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παραμένει αμφίβολη η σύνδεση της λ. ὀλίγος με τον τ. λοιγός «όλεθρος, φθορά» (το ο
του ὀλίγος θεωρείται προθεματικό), καθώς και με το λιθουαν. liga «ασθένεια». Το επίθ. εμφανίζει στα παραθετικά του ποικιλία τύπων: ὀλίζων ή ὀλείζων (ο πρώτος θεωρείται ως αρχικός, ενώ το -ει- του δεύτερου οφείλεται σε αναλογία προς το μείζων), ὀλιγώτερος - ὀλίγιστος (ομαλά) και τα πιο εύχρηστα στην αττ. διάλεκτο ἐλάττων ή μείων - ἐλάχιστος. Ο διαλεκτικός τ. ὀλίος > ὀλίγος, με σίγηση του -γ-, κατ' άλλους όμως το ουδ. ὀλίον αναλογικά προς το μεῖον. Το νεοελλ., τέλος, λίγος < ὀλίγος με σίγηση του αρκτικού ο
(πρβλ. ὁμιλῶ: μιλώ, ὀμμάτιον: μάτι). Το επίθ. λίγος σε σχέση με το μικρός αναφέρεται κυρίως στην ποσότητα ή στη χρονική διάρκεια, ενώ το μικρός αναφέρεται στο μέγεθος και χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική ευρέως με μειωτική σημ. «ασήμαντος».
ΠΑΡ. λιγώνω, ολιγάκις, (ο)λιγοστός, ολιγότητα(-ης)
αρχ.
ολιγαχού, ὀλιγῶ
νεοελλ.
λιγουλάκι, λιγούτσικος.
ΣΥΝΘ. (Για τα σύνθ. με α' συνθετικό βλ. λιγο-).
Greek Monotonic
ὀλίγος: [ῐ], -η, -ον,
I. 1. λέγεται για αριθμό ή ποσότητα, λίγος, σπάνιος, μικρός, περιορισμένος, ισχνός, αντίθ. προς το πολύς, σε Όμηρ. κ.λπ.· το σώμα των κυβερνώντων στα ολιγαρχικά πολιτεύματα ονομαζόταν οἱ ὀλίγοι, σε Θουκ. κ.λπ.
2. με απαρ., πολύ περιορισμένος για να επιτύχει κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. λέγεται για μέγεθος, μικρός, αδύνατος, ισχνός, αντίθ. προς το μέγας, σε Όμηρ.· ὀλίγον ἢ οὐδέν, λίγο ή τίποτε, σε Πλάτ.
III. ουδ. ὀλίγον ως επίρρ., λίγο, λίγο μόνον, ελαφρά, σε Όμηρ., Ευρ.· με συγκρ. επίθ., ὀλίγον προγενέστερος, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀλίγον ἦσσον, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ὀλίγον τι πρότερον, σε Ηρόδ.· αλλά, το ὀλίγῳ συνοδεύει συχνότερα συγκρ. στον πεζό λόγο, στον ίδ. κ.λπ.
IV. Ιδιωματικές εκφράσεις:
1. ὀλίγου δεῖν, σχεδόν, ὀλίγου ἐδέησε καταλαβεῖν, λίγο έλειψε να κυριεύσει, σε Ηρόδ.· απ' όπου, το ὀλίγου μόνο του, παραλίγο, σχεδόν, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· ὀλίγου ἐς χιλίους, σχεδόν χιλίους, σε Θουκ.
2. δι' ὀλίγου (ενν. χώρου), σε μικρή απόσταση, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, δι'ὀλίγου (ενν. χρόνου), εντός ολίγου, αιφνιδίως, σε Θουκ.· δι' ὀλίγων, με λίγα λόγια, σε Πλάτ.
3. ἐν ὀλίγῳ (ενν. χώρῳ), σε μικρό χώρο, στα όρια μιας μικρής περιοχής, σε Θουκ.· επίσης, ἐν ὀλίγῳ (ενν. χρόνῳ), σε μικρό χρονικό διάστημα, ξαφνικά, σε Πλάτ., Κ.Δ.
4. ἐν ὀλίγοις, ένας ανάμεσα σε λίγους, δηλ. εξαιρετικά, αξιοπρόσεκτα, σε Ηρόδ.
5. ἐξ ὀλίγου = δι' ὀλίγου, λέγεται για χρόνο, σε Θουκ.
6. ἐς ὀλίγον, εντός ολίγου, στον ίδ.
7. κατ' ὀλίγον, λίγο λίγο, στον ίδ.· το επίθ. όμως λαμβάνει συχνά το γένος και τον αριθμό του ουσ. που προσδιορίζει, κατ' ὀλίγους, λίγους κάθε φορά, σε μικρές ομάδες, σε Ηρόδ., Θουκ.
8. μετ' ὀλίγον τούτων, λίγο μετά απ' αυτά, σε Ξεν.
V. το επίρρ. ὀλίγως είναι σπάνιο, οὐκ ὀλίγως, σε Ανθ.
VI. Σύγκριση·
1. ο συγκρ. συνήθως αναπληρώνεται από τα μείων, ἥσσων ή ἐλάσσων· ο τύπος ὀλίζων, -ον, γεν. -ονος, είναι σπάνιος.
2. υπερθ. ὀλίγιστος, -η, -ον, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ὀλίγιστον ή τὸ ὀλίγιστον, ως επίρρ., Λατ. minime, σε Πλάτ.· ὡς ὀλίγιστα, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: little, inferior (Il.), few (posthom.); cf. the lit. on μικρός.
Compounds: Often as 1. member, e.g. ὀλιγ-αρχ-ία f. rule of the few, oligarchy (IA; after μοναρχία, s. μόνος) with ὀλιγαρχ-έω, -ικός (Att.), -ης m. (D. H.) On ὀλιγ-ηπελέων s. v., on ὀλιγο-δρανέων s. δράω, on ὀλίγ-ωρος s. ὤρα.
Derivatives: Comp. forms: ὀλίγ-ιστος (Il.), ὀλίζων (Il.), ὀλείζων (Att. inscr.; after μείζων); Seiler Steigerungsformen 101 ff. ὀλιγότης,. -ητος f. small number (Pl., Arist.), ὀλιγόομαι, -όω to become small, fainthearted, to diminish (LXX); ὀλιγ-άκις seldom (Ion.), -αχόθεν from few places (Hdt., Arist.), -αχοῦ in few places (Pl., Arist.). Also ὀλίγιοι εἶδος ἀκρίδων. τινές ῥιζίον, ὅμοιον βολβῳ̃ H. (s. Gil Fernandez Nombres de insectos 95) ? But the correct form seems to be ὄλιγγοι (Latte) s.v.; connection with λιγύς does not help; the word is Pre-Greek?
Origin: IE [Indo-European] [to be added] *h₃lig- little
Etymology: The adj. can be identcal with Arm. aɫk`at poor (< *oliko- < *h₃ligo-). Alb. lig angry, meagre, but this may rather belong to λοιγός ruin (s. v.). Less clear are OIr. liach miserable, unhappy and OPr. licuts small (which fits well semantically), which have *k. There is no reason to connect λοιγός ruin.
Middle Liddell
ὀλῐ́γος, η, ον
I. of Number or Quantity, few, little, scanty, small, opp. to πολύς, Hom., etc.; the governing body in Oligarchies was called οἱ ὀλίγοι, Thuc., etc.
2. c. inf. too few to do a thing, Hdt., Thuc.
II. of Size, little, small, opp. to μέγας, Hom.; ὀλίγον ἢ οὐδέν little or nothing, Plat.
III. neut. ὀλίγον as adv., little, a little, slightly, Hom., Eur.; with comp. Adjs., ὀλίγον προγενέστερος Il.; ὀλ. ἧσσον Od.; so, ὀλ. τι πρότερον Hdt.; but ὀλίγῳ is more common with the comp. in Prose, Hdt., etc.
IV. special phrases:
1. ὀλίγου δεῖν almost, ὀλίγοῦ ἐδέησε καταλαβεῖν wanted but little of overtaking, Hdt.:—hence ὀλίγου alone, all but, almost, Od., attic; ὀλίγου ἐς χιλίους hard upon 1000, Thuc.
2. δι' ὀλίγου (sc. χώροὐ at a short distance, Aesch., etc.: also, δι' ὀλίγου (sc. χρόνοὐ at short notice, suddenly, Thuc.:— δι' ὀλίγων in few words, Plat.
3. ἐν ὀλίγῳ (sc. χώρῳ) in a small space, within small compass, Thuc.:—also, ἐν ὀλίγῳ (sc. χρόνῳ) in a short time, suddenly, Plat., NTest.
4. ἐν ὀλίγοις one among few, i. e. exceedingly, remarkably, Hdt.
5. ἐξ ὀλίγου = δι' ὀλίγου, of time, Thuc.
6. ἐς ὀλίγον within a little, Thuc.
7. κατ' ὀλίγον by little and little, Thuc.; but the adj. often takes the gender and number of its Subst., κατ' ὀλίγους few at a time, in small parties, Hdt., Thuc.
8. μετ' ὀλίγον τούτων shortly after these things, Xen.
9. παρ' ὀλίγον within a little, almost, Eur.:—but, παρ' ὀλ. ποιεῖσθαι to hold of small account, Xen.
V. the adv. ὀλίγως is rare, οὐκ ὀλίγως Anth.
VI. Comparison:
1. the comp. is commonly supplied by μείων, ἥσσων or ἐλάσσων; the form ὀλίζων, ονος, is rare.
2. Sup. ὀλίγιστος, η, ον, Il., attic:— ὀλίγιστον or τὸ ὀλ., as adv., Lat. minime, Plat.; ὡς ὀλίγιστα Plat.
Frisk Etymology German
ὀλίγος: {olígos}
Meaning: klein, gering (seit Il., vorw. ep.), wenig (nachhom.); vgl. die Lit. zu μικρός.
Composita : Oft als Vorderglied, z.B. ὀλιγαρχία f. Herrschaft der Wenigen, Oligarchie (ion. att.; nach μοναρχία, s. μόνος) mit ὀλιγαρχέω, -ικός (att.), -ης m. (D. H. Zu ὀλιγηπελέων s. bes., zu ὀλιγοδρανέων s. δράω, zu ὀλίγωρος s. ὤρα. — Steigerungsformen: ὀλίγιστος (seit Il.), ὀλίζων (ep. seit Il.), ὀλείζων (att. Inschr.; nach μείζων); Seiler Steigerungsformen 101 ff.
Derivative: Sonstige Ableitungen: ὀλιγότης,. -ητος f. kleine Anzahl (Pl., Arist. usw.), ὀλιγόομαι, -όω klein, kleinmütig werden, verkleinern (LXX); ὀλιγάκις ‘selten (ep. ion.), -αχόθεν von wenigen Orten her (Hdt., Arist.), -αχοῦ an wenigen Orten (Pl., Arist.). Auch ὀλίγιοι· εἶδος ἀκρίδων. τινές ῥιζίον, ὅμοιον βολβῳ̃ H. (s. Gil Fernandez Nom. bres de insectos 95) ?; wohl eher zu λιγύς, s. d.
Etymology : Über Anknüpfung an balt., alb. und arm. Wörter und weitere Einbeziehung von λοιγός Verderben, Unheil, Tod s. d. m. Lit.
Page 2,377
Chinese
原文音譯:Ñl⋯goj 哦利哥士
詞類次數:形容詞,43
原文字根:少許 相當於: (מְעַט)
字義溯源:細微的*,稍微,幾條,幾件,幾個,片刻,暫時,略略,短短,稀少,少數,少時,不多的,何等小的,小,少,短,稍,剛,幾,暫
同源字:1) (ὀλιγόπιστος)不肯信的 2) (ὀλίγος)細微的 3) (ὀλιγόψυχος)小魂的 4) (ὀλιγωρέω)小看比較: (μικρός)=小
出現次數:總共(44);太(7);可(4);路(7);徒(10);林後(1);弗(1);提前(2);來(1);雅(2);彼前(4);彼後(1);啓(4)
譯字彙編:
1) 少(9) 太9:37; 太20:16; 太22:14; 路10:2; 路12:48; 徒17:4; 徒17:12; 林後8:15; 提前4:8;
2) 小的(4) 徒12:18; 徒15:2; 徒19:24; 徒27:20;
3) 稍微(3) 路5:3; 徒26:28; 徒26:29;
4) 少的(2) 路7:47; 徒14:28;
5) 暫時(2) 彼前1:6; 彼前5:10;
6) 略略(2) 弗3:3; 彼前5:12;
7) 不多(2) 路13:23; 彼前3:20;
8) 幾條(2) 太15:34; 可8:7;
9) 不多的事(2) 太25:21; 太25:23;
10) 片刻(2) 可6:31; 啓17:10;
11) 剛(1) 彼後2:18;
12) 幾件事(1) 啓2:14;
13) 稍微⋯點(1) 提前5:23;
14) 短短的(1) 啓12:12;
15) 幾(1) 啓3:4;
16) 少時(1) 雅4:14;
17) 暫(1) 來12:10;
18) 就少(1) 路7:47;
19) 幾個(1) 可6:5;
20) 少數(1) 路10:42;
21) 稀少(1) 太7:14;
22) 小(1) 徒19:23;
23) 稍(1) 可1:19;
24) 何等小的(1) 雅3:5
English (Woodhouse)
few, insignificant, little, short, slender, slight, small
Mantoulidis Etymological
Τό ο εἶναι προθεματικό καί ἴσως τό β´ συνθετ. νά εἶναι τό λίζον λιζόν (=ἔλαττον) ἀπό τό λίζω (=χαράσσω, τσουγκρανίζω).
Παράγωγα: ὀλιγάκις, ὀλιγόω -ῶ (=ἐλαττώνω), ὀλιγότης, σύνθετα: ὀλιγανθρωπία, ὀλιγαρκής, ὀλιγαρχία, ὀλιγόψυχος, ὀλιγοψυχία, ὀλίγωρος, ὀλιγωρία (=ἀδιαφορία).