φύσις
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, gen. φύσεως, poet. φύσεος prob. (metri gr.) in E.Tr. 886, cf. Ar.V.1282 (lyr.), 1458 (lyr.), Ion. φύσιος: dual φύσει (v.l. φύση) Pl.R.410e, (φύω): I origin, φ. οὐδενός ἐστιν ἁπάντων θνητῶν οὐδὲ . . τελευτή Emp.8.1 (cf. Plu.2.1112a); φ. βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα Pl.Lg.892c; ἡ φύσις ἡ λεγομένη ὡς γένεσις ὁδός ἐστιν εἰς φύσιν Arist.Ph.193b12; φ. λέγεται ἡ τῶν φυομένων γένεσις Id.Metaph.1014b16; freq. of persons, birth, φύσει νεώτερος S.OC1295, cf. Aj.1301, etc.; φύσι γεγονότες εὖ Hdt.7.134; φύσει, opp. θέσει (by adoption), D.L.9.25; φύσει Ἀμβρακιώτης, δημοποίητος δὲ Σικυώνιος Ath.4.183d; so ὁ κατὰ φύσιν πατήρ, υἱός, ἀδελφός, Plb. 3.9.6, 3.12.3, 11.2.2; also in acc., ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν S.El.325; ἢ φίλων τις ἢ πρὸς αἵματος φύσιν ib.1125, cf. Isoc.3.42. 2 growth, τριχῶν, παιδίου, Hp.Nat.Puer.20,29, cf. 27: pl., γενειάσεις καὶ φύσεις κεράτων Plot.4.3.13. II the natural form or constitution of a person or thing as the result of growth (οἷον ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φύσιν εἶναι ἑκάστου Arist.Pol.1252b33): hence, 1 nature, constitution, once in Hom., καί μοι φύσιν αὐτοῦ (sc. τοῦ φαρμάκου) ἔδειξε Od.10.303; φ. τῆς χώρης Hdt.2.5; τῆς Ἀττικῆς X.Vect.1.2, cf. Oec.16.2, D.18.146, etc.; τῆς τριχός X.Eq.5.5; αἵματος, ἀέρος, etc., Arist.PA648a21, Mete.340a36, etc.: pl., φύσεις ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων Isoc.7.74; αἱ φύσεις καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν Id.12.134; ἡ τῶν ἀριθμῶν φ. Pl.R.525c; ἡ τῶν πάντων φύσις X.Mem.1.1.11, etc.; ἡ ἰδία τοῦ πράγματος φ. IG22.1099.28 (Epist.Plotinae). 2 outward form, appearance, μέζονας ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38; ἢ νόον ἤτοι φύσιν either in mind or outward form, Pi.N.6.5; οὐ γὰρ φ. Ὠαριωνείαν ἔλαχεν Id.I.4(3).49 (67); μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φ. A.Supp.496; τὸν δὲ Λάϊον φύσιν τίν' εἶχε φράζε S.OT740 (read εἷρπε, taking φ. with ἔχων), cf. Tr.379; δρακαίνης φ. ἔχουσαν ἀγρίαν prob. in E.Ba.1358; τὴν ἐμὴν ἰδὼν φύσιν Ar.V.1071 (troch.), cf. Nu.503; τὴν τοῦ σώματος φ. Isoc.9.75. 3 Medic., constitution, temperament, Hp.Aph.3.2 (pl.), al.; ἡ φύσις καὶ ἡ ἕξις Id.Acut.43; φ. φύσιος καὶ ἡλικία ἡλικίης διαφέρει Id.Fract.7; φύσιες νούσων ἰητροί Id.Epid.6.5.1. b natural place or position of a bone or joint, ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῆς φύσεως, ἐς τὴν φύσιν ἄγεσθαι, Id.Art.61, 62, al.; ὀστέον μένον ἐν τῇ ἑωυτοῦ φ. Id.VC5, al.; φύσιες τῶν ἄρθρων Id.Nat.Puer.17. 4 of the mind, one's nature, character, ἦθος ἕκαστον, ὅπῃ φ. ἐστὶν ἑκάστῳ Emp.110.5; εὐγενὴς γὰρ ἡ φύσις κἀξ εὐγενῶν . . ἡ σή S.Ph.874; τὴν αὑτοῦ φ. λιπεῖν, δεῖξαι, ib.902,1310; φ. φρενός E.Med.103 (anap.); ἡ ἀνθρωπεία φ. Th.1.76; φ. τῆς μορφῆς καὶ τῆς ψυχῆς X.Cyr.1.2.2; ὀνόματι μεμπτὸν τὸ νόθον, ἡ φύσις δ' ἴση E.Fr.168; φ. φιλόσοφος, τυραννική, etc., Pl.R.410e, 576a, etc.; δεξιοὶ φύσιν A.Pr.489; ἀκμαῖοι φύσιν Id.Pers.441; τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις Ar.V.1458 (lyr.), cf. 1282 (lyr.); Σόλων . . ἦν φιλόδημος τὴν φύσιν Id.Nu.1187; ἔνιοι ὄντες ὡς ἀληθῶς τοῦ δήμου τὴν φύσιν οὐ δημοτικοί εἰσι X.Ath.2.19; φύσεως ἰσχύς force of natural powers, Th.1.138; φύσεως κακία badness of natural disposition, D.20.140; ἀγαθοὶ . . γίγνονται διὰ τριῶν, τὰ τρία δὲ ταῦτά ἐστι φ. ἔθος λόγος Arist. Pol.1332a40; χρῶ τῇ φύσει, i.e. give rein to your natural propensities, Ar.Nu.1078, cf. Isoc.7.38; τῇ φύσει χρώμενος Plu.Cor.18; θείας κοινωνοὶ φ. 2 Ep.Pet.1.4: pl., Isoc.4.113, v.l. in E.Andr.956; οἱ ἄριστοι τὰς φ. Pl.R.526c, cf. 375b, al.: prov., ἔθος, φασί, δευτέρη φύσις = habit, they say, is second nature Jul.Mis.353a. b instinct in animals, etc., Democr.278; οὐκ ἐπιστήμῃ οὐδὲ τέχνῃ ἀλλὰ φύσει Herm. ap. Stob.1.41.6; ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις ἡ αἴσθησις τῇ φύσει ἥνωται, ἐν δὲ ἀνθρώποις τῇ νοήσει Corp.Herm. 9.1, cf. 12.1. 5 freq. in periphrases, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, i.e. would'st provoke a stone, S.OT335; χθονὸς φ. A.Ag.633; especially in Pl., ἡ τοῦ πτεροῦ φ. Phdr.251b; ἡ φύσις τῶν σωμάτων Smp.186b; ἡ φύσις τῆς ἀσθενείας its natural weakness, Phd.87e; ἡ τοῦ μυελοῦ φ. Ti.84c; ἡ τοῦ δικαίου φ. Lg.862d, al.; ἡ φ., with genitive understood, Smp.191a, Phd.109e. III the regular order of nature, τύχη . . ἀβέβαιος, φ. δὲ αὐτάρκης Democr.176; κατὰ φύσιν Pl.R.444d, etc.; τρίχες κατὰ φύσιν πεφυκυῖαι growing naturally, Hdt.2.38, cf. Alex.156.7 (troch.); κατὰ φύσιν νόμος ὁ πάντων βασιλεύς Pi.Fr. 169 (cf. Pl.Grg.488b); κατὰ φ. ποιεῖν Heraclit.112; opp. παρὰ φύσιν, E.Ph.395, Th.6.17, etc.; παρὰ τὴν φύσιν Anaxipp.1.18; προδότης ἐκ φύσεως a traitor by nature, Aeschin.2.165; πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον before the natural term, Plu.Comp.Dem.Cic.5: freq. in dat. φύσει (ἐν φ. Hp.Aër.14) by nature, naturally, opp. τύχῃ, τέχνῃ, Pl.Lg.889b, cf. R.381b; φύσει τοιοῦτος Ar.Pl.275, cf. 279, al.; ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷόν ἐστι = man is by nature a political animal Arist.Pol.1253a3; ὁ μὴ αὑτοῦ φ. ἀλλ' ἄλλου ἄνθρωπος ὤν, οὗτος φ. δοῦλός ἐστιν ib.1254a15; φ. γὰρ οὐδεὶς δοῦλος ἐγενήθη ποτέ Philem.95.2; opp. νόμῳ (by convention), Philol.9, Archelaus ap.D.L.2.16, Pl.Grg.482e, cf. Prt.337d, etc.; τὰ μὲν τῶν νόμων ὁμολογηθέντα, οὐ φύντ' ἐστίν, τὰ δὲ τῆς φύσεως φύντα, οὐχ ὁμολογηθέντα Antipho Soph.44Ai32 (Vorsokr.5); ἅπας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται D.25.15; τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν νόμους Men.Mon.492; οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει τινί Pl. Ap.22c; φ. μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν S.Ph.79, cf. Pl.Phlb.14c, etc.; φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκαμεν καὶ βάρβαροι καὶ Ἕλληνες εἶναι Antipho Soph.44Bii10 (Vorsokr.5); φύσιν ἔχει c. inf., it is natural, κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι (sc. τὸν Ἡρακλέα); Hdt.2.45, cf. Pl.R.473a; οὐκ ἔχει φύσιν it is contrary to nature, ib.489b; οὔτ' εὔλογον οὔτ' ἔχον ἐστὶ φύσιν D.2.26; τὸ τόλμημα φύσιν οὐκ ἔχει Polem.Call.36. IV in Philosophy: 1 nature as an originating power, φ. λέγεται . . ὅθεν ἡ κίνησις ἡ πρώτη ἐν ἑκάστῳ τῶν φύσει ὄντων Arist.Metaph.1014b16; ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φύσις οὐδὲν μάτην ποιοῦσιν Id.Cael.271a33; ἡ δὲ φύσις οὐδὲν ἀλόγως οὐδὲ μάτην ποιεῖ ib.291b13; ἡ μὲν τέχνη ἀρχὴ ἐν ἄλλῳ, ἡ δὲ φύσις ἀρχὴ ἐν αὐτῷ Id.Metaph.1070a8, cf. Mete.381b5, etc.; φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ = nature loves to conceal herself, nature loves to hide, concealment accompanies Physis, concealment remains with physis like a friend, the natural companion of physis is concealment, physis naturally seeks to remain something of a mystery Heraclit.123; ἡ γοητεία τῆς φύσεως Plot.4.4.44; φύσις κοινή, the principle of growth in the universe, Cleanth.Stoic.1.126; as Stoic t.t., the inner fire which causes preservation and growth in plants and animals, defined as πῦρ τεχνικὸν ὁδῷ βαδίζον εἰς γένεσιν, Stoic.1.44, cf. 35, al., S.E.M.9.81; Nature, personified, χάρις τῇ μακαρίᾳ Φ. Epicur.Fr.469; Φ. καὶ Εἱμαρμένη καὶ Ἀνάγκη Phld. Piet.12; ἡ κατωφερὴς Φύσις Corp.Herm.1.14. 2 elementary substance, κινδυνεύει ὁ λέγων ταῦτα πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα πρῶτα ἡγεῖσθαι τῶν πάντων εἶναι καὶ τὴν φύσιν ὀνομάζειν αὐτὰ ταῦτα Pl.Lg. 891c, cf. Arist.Fr.52 (defined as τὴν πρώτην οὐσίαν . . ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι Gal.15.3); τῶν φύσει ὄντων τὰ στοιχεῖά φασιν εἶναι φύσιν Arist.Metaph.1014b33: pl., Epicur.Ep. 1p.6U., al.; ἄτομοι φ. atoms, Democr. ap. Diog.Oen.5, Epicur.Ep. 1p.7U.; ἄφθαρτοι φ. Phld.Piet.83. 3 concrete, the creation, 'nature', ἀθανάτου . . φύσεως κόσμον ἀγήρων E.Fr.910 (anap.); περὶ φύσεώς τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν Pl.Prt.315c; περὶ φύσεως, title of works by Xenophanes, Heraclitus, Gorgias, Epicurus, etc.; [σοφία] ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν Pl.Phd.96a; περὶ φ. ἀφοριζόμενοι διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη Epicr.11.13 (anap.); so later, ἡ φύσις τὸ ὑπὸ ψυχῆς τῆς πάσης ταχθέν Plot.2.2.1; τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως Corp.Herm.1.8; αἱ δύο φύσεις, i.e. heaven and earth, light and darkness, etc., PMag.Leid.W.6.42. 4 Pythag. name for two, Theol.Ar.12. V as a concrete term, creature, freq. in collect. sense, θνητὴ φύσις = mankind, S.Fr.590 (anap.), cf. OT869 (lyr.); πόντου εἰναλία φύσις the creatures of the sea, Id.Ant.345 (lyr.); ὃ πᾶσα φ. διώκειν πέφυκε Pl.R.359c, cf. Plt.272c; ἡ τῶν θηλειῶν φύσις womankind (opp. τὸ ἄρρεν φῦλον) X.Lac.3.4: also in plural, S.OT674, Pl.R.588c, Plt.306e, X.Oec.13.9; in contemptuous sense, αἱ τοιαῦται φύσεις such creatures as these, Isoc.4.113, cf. 20.11, Aeschin.1.191. b of plants or material substances, φ. εὐώδεις καρποφοροῦσαι D.S.2.49; ὑγράν τινα φ. καπνὸν ἀποδιδοῦσαν Corp.Herm. 1.4. VI kind, sort, species, ταύτην . . ἔχειν βιοτῆς . . φύσιν S.Ph.165 (anap.); ἐκλέγονται ἐκ τούτων χρημάτων μίαν φ. τὴν τῶν λευκῶν Pl.R. 429d; φ. [ἀλωπεκίδων] species, X.Cyn.3.1; natural group or class of plants, Thphr.HP6.1.1 (pl.). VII sex, θῆλυς φῦσα (prob. for οὖσα) κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν S.Tr.1062, cf. OC445, Th.2.45, Pl.Lg.770d, 944d: hence, 2 the characteristic of sex, = αἰδοῖον, Tab.Defix.89a6 (iv B.C.), Nic.Fr.107, D.S.32.10, S.E.M.1.150, etc.: especially of the female organ, Hp.Mul.2.143, Ant.Lib.41, Artem.5.63, PMag.Osl.1.83,324, Horap. 1.11: pl., τῶν δύο φύσεων, of the vagina and anus, Sch.Ar.Lys.92, cf. PMag.Par.1.318.
German (Pape)
[Seite 1318] ἡ, 1) die Natur; zunächst – a) die natürliche, angeborne Beschaffenheit, die Naturanlage, das Wesen einer Person od. Sache; bei Hom. nur Od. 10, 303, φαρμάκου φύσις; φύσιν προσφέρομεν ἀθανάτοις Pind. N. 6, 5, dem νόος entgegengesetzt, also das Aeußere; μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις Aesch. Suppl. 491; χρωτὸς εὐειδῆ φύσιν Eur. Alc. 172; Αἰγύπτου Her. 2, 5. – Bes. die Anlagen des Geistes, Talent, Genie, οἵτινές τε δεξιοὶ φύσιν εὐωνύμους τε Aesch. Prom. 487; ἀκμαῖοι φύσιν Pers. 433; ἔξοιδα καὶ φύσει σε μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν Soph. Phil. 79 (vgl. Baton bei Ath. IV, 163 c τί τἀργύριον, ἄνθρωπε, τιμιώτερον σαυτοῦ τέθεικας ἢ πέφυκε τῇ φύσει, seiner Natur nach); τὴν αὑτοῦ φύσιν ὅταν λιπών τις δρᾷ τὰ μὴ προσεικότα 890, u. öfter; auch γυνὴ δὲ θῆλυς οὖσα κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν, Trach. 1051, nicht von der Natur eines Mannes, wo man ἔχουσα ergänzt; οὐδὲ συμφορᾶς ὕπο φύσιν διέφθειρε Eur. Hec. 598; τῷ γενναίῳ φύσιν I. A. 448; auch im plur., τὰς γυναικείους φύσεις Andr. 957; διάφοροι φύσεις βροτῶν I. A. 558, wie Xen. Mem. 4, 1,2; φύσεως ἀποστῆναι χαλεπόν Ar. Vesp. 1457; öfters bei Plat. u. Folgdn; vgl. Valck. diatr. 76 b. – b) die Naturordnung, Einrichtung der Natur; φύσει, von Natur, nach einem Naturtriebe, οὐ φύσει οὐδ' ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν Plat. Prot. 323 c; φύσει, οὐ νόμῳ 337 c, wie Gorg. 482 e u. öfter; ἢ φύσει ἢ τέχνῃ Rep. II, 381 a; κατὰ φύσιν, nach der Natur, nach natürlichen Gesetzen, Plat. oft; auch κατὰ φύσιν πεφυκέναι, Her. 2, 38; ὁ κατὰ φύσιν πατήρ, natürlicher od. leiblicher Vater, Pol. 15, 20; παρὰ φύσιν, wider die Naturordnung, naturwidrig, Eur. Phoen. 398; Plat. Phil. 32 a; κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι τὸν Ἡρακλέα; wie ist es natürlich od. natürlicher Weise denkbar, daß er viele Tausende getödtet hat? Her. 2, 45; so τοῦτο φύσιν οὐκ ἔχει, das ist gegen die Natur, Plat. Rep. VI, 489 b, u. öfter; οὔτ' εὔλογον, οὔτ' ἔχον ἐστὶ φύσιν Dem. 2, 26; φύσιν ἔχει γενέσθαι, es liegt in der Natur, daß es so geschieht, es pflegt nach dem Gange der Natur so zu geschehen, Pol. 2, 21, 3, u. öfter; vgl. Schäf. zu D. Hal. de C. V. p. 144 ff. u. πέφυκε unter φύω. – 2) die Natur als die zeugende, schafsende Kraft, dah. Zeugung, Erschaffung, Entstehung, Sp. – 3) das Erzeugte, ein Geschöpf, das Geschlecht, die Nachkommenschaft, Soph. El. 325 Ant. 346 u. Folgde; θηλεῖα φ., die Weiber, Xen. Lac. 3, 4; auch von leblosen Gegenständen, D. Sic. 13, 12.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. nature, manière d'être : φαρμάκου OD nature d'une plante médicinale ; πέτρου SOPH nature d'un rocher ; au pl. αἱ φύσεις natures diverses ; particul.
1 nature du corps, forme, traits, taille, attitude, etc. : μέζονας ἢ κατ’ ἄνθρωπον φύσιν HDT plus grands que ne le sont d'ordinaire les hommes ; τὸν Λάϊον φύσιν τίν’ εἶχε φράζε SOPH ce Laïos, quel était son air ? décris-le;
2 nature de l'esprit ou de l'âme, caractère naturel ATT : φύσεως ἰσχύς THC force de l'esprit ; τῇ φύσει χρῆσθαι PLUT se laisser aller à sa nature ; τῇ φύσει ἀγαθῇ χρῆσθαι LUC suivre son bon naturel ; φύσει εἶναι XÉN être naturel ; πρὸς τὴν φύσιν XÉN selon sa nature, son naturel ; ἐκ φύσεως ESCHN de nature;
3 état naturel, disposition naturelle : ἡ τῶν πάντων φύσις XÉN la nature de l'univers ; φύσει de nature, naturellement ; κατὰ φύσιν HDT selon la nature ; φύσιν ATT naturellement, selon la nature ; παρὰ φύσιν THC contre nature ; φύσιν ἔχει avec l'inf. il est naturel que ; κῶς φύσιν ἔχει ; avec une prop. inf. HDT comment est-il naturel ou possible que ?;
4 condition de nature (liens du sang, sexe, condition sociale, etc.) : πρὸς αἵματος φύσις SOPH liens du sang ; ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν SOPH du même père pour l'origine, càd du même père ; φύσει νεώτερος SOPH d'âge plus récent, plus jeune ; ἡ ὑπάρχουσα φύσις THC (votre) sexe, litt. la condition de nature où vous êtes en parl. à des femmes ; φύσει βασίλεια SOPH royauté de nature, naissance dans une condition royale;
II. au sens philos. nature :
1 nature, càd force de production, force productrice et créatrice ; le sexe de la femme chez Hippocrate;
2 substance des choses ; particul. être animé (homme, animal, etc.) : ἡ τῶν θηλειῶν φύσις XÉN le sexe féminin, les femmes ; πόντου εἰναλία φύσις SOPH être qui vit dans la mer ; en mauv. part αἱ τοιαῦται φύσεις ISOCR de pareilles créatures.
Étymologie: R. Φυ, naître, pousser, croître ; v. φύω.
Russian (Dvoretsky)
φύσις: εως, редко поэт. εος (ῠ) ἡ
1) природные свойства, природа, характер (Αἰγύπτου Her.; ἡ εὐγενὴς φ. Soph.; αἱ φύσεις τῶν πολιτειῶν Isocr.): μορφῆς φ. Aesch. наружность; φύσεως ἰσχύς Thuc. сила характера; φ. τῆς ψυχῆς Xen. душевные качества; ἡ τοῦ αἵματος φ. Arst. природные свойства крови; τῇ φύσει χρώμενος Plut. следуя (своей) натуре; αἱ τοιαῦται φύσεις Soph. подобные натуры (ср. 6);
2) природа, естество: ἡ τῶν πάντων φ. Xen. вся природа, вселенная; φύσει, οὐ νόμῳ Plat. по природе, а не в силу (человеческого) установления; περὶ φύσεως ἄττα διερωτᾶν Plat. расспрашивать о разных явлениях природы; οἱ περὶ φύσεως Arst. естествоиспытатели; φύσει ἦν, ὥσπερ τὸ βαδίζειν Xen. это было (столь же) естественно, как хождение; κατὰ φύσιν Plat. согласно природе; παρὰ φύσιν Thuc. вопреки природе; ὃ φύσιν ἔχει γίνεσθαι Polyb. что обыкновенно бывает; οὐ γὰρ ἔχει φύσιν Plut. ведь невозможно; κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι; Her. как возможно, чтобы (Геракл) перебил (такое) множество людей?;
3) вещество, материал: κλίνης φ. τὸ ξύλον, ἀνδριάντος δ᾽ ὁ χαλκός Arst. вещество ложа - дерево, а статуи - медь;
4) наружный вид, внешность: φύσιν τίν᾽ εἶχε; Soph. какова была его наружность?;
5) род, природа: θνητὴ φ. Soph. род смертных, т. е. человеческий род; ἡ τῶν θηλειῶν φ. Xen. женский пол, женщины; πόντου εἰναλία φ. Soph. животный мир морей; ἡ φ. τῶν πεζῶν (sc. ζῷων) Arst. класс наземных животных;
6) создание, творение, существо, тварь: φύσεις καρποφοροῦσαι Diod. плодоносящие существа, т. е. растения; αἱ τοιαῦται φύσεις презр. Isocr., Aeschin. подобные твари (ср. 1);
7) происхождение, рождение: ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν ἔκ τε μητρός Soph. (дочь) того же отца и той же матери; φύσει νεώτερος Soph. младший по рождению, т. е. годами; ἣ φύσει ἦν βασίλεια Soph. которая была царственного происхождения; ὁ κατὰ φύσιν πατήρ Polyb. родной отец;
8) (иногда описательно, для подчеркивания сущности предмета): καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ᾽ ὀργάνειας Soph. ведь и самый камень ты мог бы вывести из терпения; ἡ ὑγιείας φ. Plat. самое здоровье, т. е. здоровье как таковое; πρὸς αἵματος φύσιν τις Soph. кто-л. близкий по крови.
Greek (Liddell-Scott)
φύσις: [ῠ], ἡ, γεν. φύσεως Εὐρ. Τρῳ. 886 καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, φύσεος Ἀριστοφ. Σφ. 1282. 1458 (λυρικὰ χωρία), Ἰων. φύσιος· Ἀττικ. δυϊκ. φύσει ἢ (ἐν ἑνὶ Ἀντιγράφῳ) φύση (πρβλ. πόλις) Πλάτ. Πολ. 410Ε· (ἴδε ἐν τέλει). Ἡ φύσις προσώπου ἢ πράγματος, δηλ. ἡ φυσικὴ αὐτοῦ κατάστασις καὶ μορφή, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς φυσικῆς ἀναπτύξεως αὐτοῦ (οἷον ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φύσιν εἶναι ἑκάστου Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 8)˙ ὅθεν, Ι. ἡ φύσις, αἱ φυσικαὶ ἰδιότητες, ἡ φυσικὴ δύναμις, σύστασις ἢ κατάστασις πράγματός τινος, καί μοι φύσιν αὐτοῦ (ἐξυπακ. τοῦ φαρμάκου) ἔδειξεν Ὀδ. Ξ. 303 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρ’ Ὁμ.)˙ ἡ φ. τῆς χώρης Ἡρόδ. 2. 5˙ τῆς Ἀττικῆς Ξεν. Πόροι 1, 2, πρβλ. Οἰκονομ. 16, 2, Δημ. 276. 12, κλπ.˙ ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῆς φύσιος, ἄγεσθαι εἰς τὴν φ., ἐπὶ τῶν ὁρμῶν, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 827˙ ἡ φ. τῆς τριχὸς Ξεν. Ἱππ. 5, 5˙ αἵματος, πυρός, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 2. 2, 9, κλπ.˙ ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., φύσεις ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων Ἰσοκρ. 155Α˙ αἱ φ. καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν ὁ αὐτ. 260C· ― ἀριθμῶν φ., ὡς τὸ Λατ. vis, Πλάτ. Φίληβ. 25Α˙ ἡ τῶν πάντων φ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 11, κλπ. 2) ὡς τὸ φυή, ἀνάστημα, μέζονας ἢ κατ’ ἄνθρωπον φύσιν Ἡρόδ. 8. 38˙ ἦ νόον ἤ τοι φύσιν, ἢ κατὰ τὸν νοῦν ἢ κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν σχῆμα, ἢ τὴν μορφήν, Πινδ. Ν. 6. 9˙ οὐ γὰρ φ. Ὠαριωνείαν ἔλαχεν ὁ αὐτ. Ι. 4. 83˙ μορφῆς δ’ οὐχ ὁμόστολος φύσις Αἰσχύλ. Ἱκ. 496˙ τὸν δὲ Λάϊον, φύσιν τίν’ εἶχε, φράζε Σοφοκλ. Οἰδ. Τύρ. 740, πρβλ. Τραχ. 379˙ δρακαίνης φ. ἔχουσαν ἀγρίαν Εὐρ. Βάκχ. 1355˙ τὴν ἐμὴν ἰδὼν φ. Ἀριστ. Σφ. 1071, πρβλ. Νεφ. 503˙ τὴν τοῦ σώματος φ. Ἰσοκρ. 204C. 3) ἐπὶ τῆς διανοίας, ἡ φύσις, ἡ φυσικὴ κλίσις, αἱ φυσικαὶ δυνάμεις, ὁ χαρακτήρ τινος, εὐγενὴς γὰρ ἡ φ. κἀξ εὐγενῶν... ἡ σὴ Σοφ. Φιλ. 874˙ τὴν αὑτοῦ φ. λιπεῖν αὐτόθι 902, πρβλ. 1310˙ φ. φρενὸς Εὐρ. Μήδ. 105˙ ἡ ἀνθρωπεία φ. Θουκ. 1. 76˙ ψυχῆς Ξεν Κύρου Παιδ. 1. 2. 2˙ φ. φιλόσοφος, τυραννικὴ Πλάτ. Πολ. 410Ε, 576Α, κλπ.˙ δεξιοὶ φύσιν Αἰσχύλ. Πρ. 489˙ ἀκμαῖοι φύσιν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 440˙ τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις Ἀριστοφ. Σφ. 1458, πρβλ. 1282, φύσεως ἰσχύς, ἰσχὺς τῶν φυσικῶν δυνάμεων, Θουκ. 1. 138˙ φύσεως κακία, κακία φυσικῆς διαθέσεως, Δημ. 499. 22˙ τῇ φ. χρῆσθαι Πλουτ. Κορ. 18˙ ἐν τῷ πληθ., γινομένου λόγου περὶ πλειόνων προσώπων, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 674, Εὐρ. Ἀνδρ. 956, Ἰσοκρ. 64Β˙ οἱ ἄριστοι τὰς φ. Πλάτ. Πολ. 526C· πρβλ. 375Β, κ. ἀλλ. 4) συχνάκις ἐν χρήσει ὡς ἁπλῆ περίφρασις ἢ μετ’ ἐπιθετικῆς δυνάμεως, πέτρου φύσιν σύ γ’ ὀργάνειας, δηλ. ἤθελες ἐξερεθίσῃ καὶ λίθον ἀκόμη, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 334˙ μάλιστα παρὰ Πλάτωνι, ἡ τοῦ πτεροῦ φ. ἐν Φαίδρῳ 251Β˙ ἡ φ. αὐτοῦ ἀντὶ αὐτός, ἐν Φαίδωνι 109Ε, πρβλ. Συμπ. 186Β, 191Α˙ ἡ φ. τῆς ἀσθενείας, ἡ φυσικὴ αὐτῆς ἀδυναμία, Φαίδων 87Ε˙ ἡ τοῦ μυελοῦ φ. Τίμ. 84C· ἡ τοῦ δικαίου φ. Νόμοι 862D, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἡ φύσις ὡς ἀφῃρημένον τι, δηλ. ἡ συνήθης τάξις ἢ νόμος τῆς φύσεως, κατὰ φύσιν νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς Πινδ. Ἀποσπ. 151, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 444D, κλπ.˙ κατὰ φύσιν πεφυκέναι Ἡρόδ. 2. 38˙ ὁ κατὰ φ. πατήρ, υἱός, ἀδελφός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ θέσιν (δι’ εἰσποιήσεως υἱοθεσίας), Πολύβ. 3. 9. 6., 12, 3, 11. 2, 2˙ ὁ κατὰ φ. θάνατος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν βίαιον θάνατον, πρβλ. Πλουτ. Δημοσθ. καὶ Κικέρ. Σύγκρ. 5˙ ― ἀντίθετον τῷ παρὰ φύσιν Εὐρ. Φοίν. 395, Θουκ. 6. 17, κλπ.˙ οὕτω, προδότης ἐκ φύσεως, φύσει τοιοῦτος, Αἰσχίν. 50. 20˙ ― συνηθέστερον κατὰ δοτ., φύσει, ὡς ἐπίρρ., φύσει τοιοῦτος Ἀριστοφ. Πλ. 273, πρβλ. 279, κ. ἀλλ.˙ ἐν ἀντιθέσει, πρὸς τὸ νόμῳ, Πλάτ. Γοργ. 482Ε, Πρωτ. 337D κλπ.˙ ἅπας ὁ ἀνθρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται Δημ. 774. 7˙ ἢ φύσει ἢ τέχνῃ Πλάτ. Πολ. 381Α˙ οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 22C· φύσει πέφυκε Σοφ. Φιλ. 79, Πλάτ., κλπ.˙ φύσιν ἔχει, μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ πέφυκε˙ κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι τὸν Ἡρακλέα; πῶς εἶναι φυσικὸν ἢ δυνατὸν ὁ Ἡρακλῆς νά…; Ἡρόδ. 2. 45˙ οὐκ ἔχει φύσιν, εἶναι ἐναντίον τῆς φύσεως, οὐχὶ φυσικόν, Πλάτ. Πολ. 473Α, πρβλ. 489Β. 2) ἀρχή, γέννησις, φύσει γεγονότες εὖ Ἡρόδ. 7. 134˙ φ. νεώτερος Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1295, πρβλ. Αἴ. 1301˙ οὕτω κατ’ αἰτ., ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 325˙ ἢ φίλων τις ἢ πρὸς αἵματος φύσιν αὐτόθι 1125, πρβλ. Ἰσοκρ. 35C· ὄντες τοῦ δήμου τὴν φ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 3. ΙΙΙ. ἐν τῇ φιλοσοφικῇ γλώσσῃ, 1) ἡ φύσις ὡς δύναμις διδοῦσα ἀρχήν, γένεσιν, ἢ κίνησιν, πρῶτον Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 1111F κἑξ.˙ φύσιν βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα Πλάτ. Νόμ. 892C· φ. λέγεται ἡ τῶν φυομένων γένεσις Ἀριστ. Φυσ. 2. 1, 1., 3. 1. 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 4, 1˙ ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φ. οὐδὲν μάτην ποιεῖ περὶ Οὐρ. 1. 4, 6˙ ἡ δὲ φ. οὐδὲν ἀλόγως οὐδὲ μάτην ποιεῖ αὐτόθι 2. 11, 1˙ ἡ μὲν τέχνη ἀρχὴ ἐν ἄλλῳ, ἡ δὲ φ. ἀρχὴ ἐν αὐτῷ ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 3, 2, πρβλ. Μετεωρολ. 4. 3, 21, κτλ. 2) ἡ στοιχειώδης φύσις τῶν πραγμάτων, ἡ οὐσία αὐτῶν, τὴν πρώτην οὐσίαν... ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι Γαλην. εἰς Ἱππ. περὶ φύσιος ἀνθρώπου ἐν ἀρχ.˙ οὔσης τῆς μὲν ὡς ὕλης, τῆς δ’ ὡς οὐσίας Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 1. 1, 29, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 4. 3 κἑξ. 3) ἡ καθόλου σύστασις καὶ οὐσία τῶν πραγμάτων, τὸ σύμπαν, Πλάτ. Πρωτ. 315C, Γοργ. 483Ε, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ. κλπ. IV. ὡς συγκεκριμένον τι, τὰ πλάσματα, τὰ ζῷα (πρβλ. φύστις), θνητὴ φύσις, τὸ ἀνθρώπινον γένος, Σοφ. Ἀποσπ. 515, πρβλ. Οἰδ. Τύρ. 869˙ πόντου εἰναλία φ., τὰ ἐν τῇ θαλάσσῃ ζῷα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 346˙ ὃ πᾶσα φ. διώκειν πέφυκε Πλάτ. Πολ. 359C, πρβλ. Πολιτικ. 272C· θήλεια φ., ἡ γυνή, τὸ γυναικεῖον φῦλον, Ξεν. Λακ. Πολ. 3, 4˙ ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 588C, Πολιτικ. 306Ε, Ξεν., κλπ.˙ φύσεις καρποφοροῦσαι, τὰ φυτά, Διόδ. 2. 49, πρβλ. 3. 12˙ ― ἐπὶ περιφρονητικῆς σημασίας, αἱ τοιαῦται φύσεις, πλάσματα τοιαῦτα, οἱ τοιοῦτοι τὴν φύσιν ἄνθρωποι, Ἰσοκρ. 64Β, πρβλ. 397C, Αἰσχίν. 27. 13. V. εἶδος, ταύτην ἔχειν βιοτῆς... φύσιν Σοφ. Φιλ. 165˙ ἐκλέγονται ἐκ τούτων χρωμάτων μίαν φ., τὴν τῶν λευκῶν Πλάτ. Πολ. 429D, πρβλ. Lucret. 2. 850· φ. ἀλωπεκίδων, τὸ εἶδος..., Ξεν. Κυνηγ. 3. 1. VI. τὸ φῦλον, γένος, θῆλυς οὖσα κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν (ἔνθα ὁ Mudge θῆλυς κοὐκ ἔχουσ’ ἀ. φ.) Σοφ. Τραχ. 1062, ἔνθα ἴδε Ἕρμανν. (1051), πρβλ. Ο. Κ. 445, Θουκ. 2. 45, Πλάτ. Νόμ. 770D, 944D˙ ἐντεῦθεν, 2) ὡς τὸ Λατ. natura, τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ φύλου, τὰ γεννητικὰ ὄργανα ἢ μόρια (ὡς καὶ νῦν ἔτι), Διοδ. Ἐκλογ. 521, 92, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 92, Σουΐδ. κλπ.˙ ἴδε Δουκάγγ. (φύσις ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ φύω, ὡς τὸ natura ἐκ τοῦ nascor καὶ ingenium ἐκ τοῦ geno, gigno).
English (Autenrieth)
ιος (φύω): natural characteristic, quality, property, Od. 10.303†.
English (Slater)
φῠσις nature (of the body): bodily form ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις (N. 6.5) οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι (sc. Μέλισσος) (I. 4.49)
Spanish
naturaleza, órgano sexual, sexo
English (Strong)
from φύω; growth (by germination or expansion), i.e. (by implication) natural production (lineal descent); by extension, a genus or sort; figuratively, native disposition, constitution or usage: (man-)kind, nature(-al).
English (Thayer)
φύσεως, ἡ (from φύω, which see, as Latin nature from nascor, ingenium from geno, gigno), from Homer, Odyssey 10,303down; nature, i. e.
a. the nature of things, the force, laws, order, of nature; as opposed to what is monstrous, abnormal, perverse: ὁ, ἡ, τό παρά φύσιν, that which is contrary to nature's laws, against nature, οἱ παρά φύσιν τῇ Ἀφροδιτη χρώμενοι, Athen. 13, p. 605; ὁ παιδεραστής ... τήν παρά φύσιν ἡδονήν διώκει, Philo de spec. legg. i., § 7); as opposed to what has been produced by the art of man: οἱ κατά φύσιν κλάδοι, the natural branches, i. e. branches by the operation of nature, Winer's Grammar, 193 (182)), contrasted with οἱ ἐγκεντρισθεντες παρά φύσιν, contrary to the plan of nature, cf. 24; ἡ κατά φύσιν ἀγριέλαιος, ibid.; as opposed to what is imaginary or fictitious: οἱ μή φύσει ὄντες θεοί, who are gods not by nature, but according to the mistaken opinion of the Gentiles (λεγόμενοι θεοί, nature, i. e. natural sense, native conviction or knowledge, as opposed to what is learned by instruction and accomplished by training or prescribed by law: ἡ φύσις (i. e. the native sense of propriety) διδάσκει τί, φύσει ποιεῖν τά τοῦ ναμου, natura magistra, guided by their natural sense of what is right and proper, birth, physical origin: ἡμεῖς φύσει Ἰουδαῖοι, we so far as our origin is considered, i. e. by birth, are Jews, φύσει νεώτερος, Sophocles O. C. 1295; τῷ μέν φύσει πατρίς, τόν δέ νόμῳ πολίτην ἐπεποιηντο, Isocrates Evagr. 21; φύσει βάρβαροι ὄντες, νόμῳ δέ Ἕλληνες, Plato, Menex., p. 245d.; cf. Grimm on ἡ ἐκ φύσεως ἀκροβυστία, who by birth is uncircumcised or a Gentile (opposed to one who, although circumcised, has made himself a Gentile by his iniquity and spiritual perversity), a mode of feeling and acting which by long habit has become nature: ἦμεν φύσει τέκνα ὀργῆς, by (our depraved) nature we were exposed to the wrath of God, φύσει πρός τάς κολασεις ἐπιεικῶς ἔχουσιν οἱ Φαρισαῖοι, Josephus, Antiquities 13,10, 6. (Others (see Meyer) would lay more stress here upon the constitution in which this 'habitual course of evil' has its origin, whether that constitution be regarded (with some) as already developed at birth, or (better) as undeveloped; cf. Aristotle, pol. 1,2, p. 1252{b}, 32 f οἷον ἕκαστον ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθεισης, ταύτην φαμέν τήν φύσιν εἶναι ἑκάστου, ὥσπερ ἀνθρώπου, etc.; see the examples in Bonitz's index under the word. Cf. Winer's Grammar, § 31,6a.)).
d. the sum of innate properties and powers by which one person differs from others, distinctive native peculiarities, natural characteristics: φύσις θηρίων (the natural strength, ferocity and intractability of beasts (A. V. (every) kind of beasts)), ἡ φύσις ἡ ἀνθρωπίνῃ (the ability, art, skill, of men, the qualities which are proper to their nature and necessarily emanate from it), Winer's Grammar, § 31,10); θείας κοινωνοί φύσεως, (the holiness distinctive of the divine nature is specially referred to), Ἀμενωφει ... θείας δοκουντι μετεσχηκεναι φύσεως κατά τέ σοφίαν καί πρόγνωσιν τῶν, ἐσομενων, Josephus, contra Apion 1,26).
Greek Monolingual
η / φύσις, -εως, ΝΜΑ
1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν το επιτρέπει η φύση της χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση του πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ.
δ. «ἡ φύσις τῆς χώρης», Ηρόδ.
ε. «αἱ φύσεις καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν», Iσοκρ.)
2. έμφυτη κλίση, χαρακτηριστικά γνωρίσματα (α. «είναι αδύνατη η ανθρώπινη φύση» β. «εὐγενὴς γὰρ ἡ φύσις κἀξ εὐγενῶν», Σοφ.
γ. «ἡ ἀνθρωπεία φύσις», Θουκ.)
3. η στοιχειώδης, η βαθύτερη ουσία τών πραγμάτων (α. «δεν κατάλαβε τη φύση του προβλήματος» β. «τὴν πρώτην οὐσίαν... ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι», Γαλ.)
4. το περιβάλλον, ο κόσμος, το σύμπαν
5. τα γεννητικά όργανα
6. (η δοτ. του αρχ. τ. ως επίρρ.) φύσει
από φυσικού του (α. «είναι φύσει κακός» β. «πάντως γὰρ ἄνθρωπον φύσει τοιοῦτον εἰς τὰ πάντα ἡγεῖσθέ μ' εἶναι», Αριστοφ.)
7. φρ. α) «κατά φύσιν» — ό,τι συμβαίνει ή γίνεται σύμφωνα με τις φυσικές κλίσεις, τους φυσικούς νόμους
β) «παρά φύσιν» — αντίθετα προς τους φυσικούς νόμους, προς το συνηθισμένο για όλους τους ανθρώπους
γ) «εκ φύσεως» — από φυσικού του, από τη βαθύτερη ουσία της προσωπικότητάς του («προδότης εκ φύσεως»)
δ) «φύσει και θέσει» — σύμφωνα τόσο με τη φυσική πραγματικότητα όσο και σύμφωνα με κοινωνικούς ή άλλους θεσμούς
νεοελλ.
φρ. α) «νεκρή φύση»
ί) σύνολο άψυχων πραγμάτων
ii) ζωγραφικός πίνακας που παριστάνει ένα τέτοιο σύνολο
β) «φύσει μακρά συλλαβή»
γραμμ. συλλαβή που έχει μακρό φωνήεν ή δίφθογγο, σε αντιδιαστολή προς τη θέσει, που θεωρείται τέτοια λόγω της θέσης που κατέχει μέσα στη λέξη
μσν.-αρχ.
1. η δύναμη που δίνει την αρχή για τη γένεση, για τη δημιουργία («φύσιν βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα», Πλάτ.)
2. είδος («ταύτην ἔχειν βιοτῆς φύσιν», Σοφ.)
αρχ.
1. φυή. ανάστημα, παράστημα («μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις», Αισχύλ.)
2. φύλο («τῆς... ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ή δόξα», Θουκ.)
3. φρ. α) «πέτρου φύσιν» — η πέτρα (Σοφ.)
β) «ἡ φύσις αὐτοῦ» — αυτός
γ) «ἡ τοῦ δικαίου φύσις» — το δίκαιο
δ) «θνητὴ φύσις» — το ανθρώπινο γένος (Σοφ.)
ε) «πόντου εἰναλία φύσις» — τα θαλασσινά, τα ψάρια (Σοφ.)
στ) «θήλεια φύσις» — το γυναικείο φύλο (Ξεν.)
ζ) «φύσεις καρποφοροῦσαι» — τα φυτά (Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φύσις (< φυ-τις, με συριστικοποίηση του -τ- μπροστά από το -ι-) έχει σχηματιστεί από το θ. φῠ- του ρ. φύω, φύομαι και εμφανίζει βραχύ -ῠ-, αντί του αναμενόμενου -ῡ- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhūti- «ευημερία», λιθουαν. būtis «ύπαρξη»), πιθ. αναλογικά προς άλλα θηλ. σε -σις, τα οποία εμφανίζουν βραχύ φωνήεν προερχόμενο από συνεσταλμένη βαθμίδα (πρβλ. βάσις, στάσις), βλ. και λ. φύω].
Greek Monotonic
φύσις: [ῠ], ἡ, γεν. φύσεως, Ιων. φύσιος, Αττ. δυϊκ. φύσει ή φύση· (φύω)·
I. 1. φύση, φυσική κατάσταση, δύναμη, σύσταση, συνθήκη ενός ανθρώπου ή πράγματος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
2. όπως το φυή, μορφή, ανάστημα, ἢ νόον ἤ τοι φύσιν, ή κατά τον νουν ή κατά την εξωτερική μορφή, σε Πίνδ.· τὸν δὲ Λάϊον φύσιν τίν' εἶχε, φράζε, σε Σοφ.· τὴν ἐμὴν ἰδών φύσιν, σε Αριστοφ.
3. σχετικά με το πνεύμα, η φύση κάποιου, φυσική κλίση, φυσική δύναμη χαρακτήρας, σε Σοφ. κ.λπ.
4. συχνά περιφρ., πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, δηλ. θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμα και πέτρα, σε Σοφ.· ἡ φύσις αὐτοῦ αντί αὐτός, σε Πλάτ.
II. 1. φύση, δηλ. η σειρά ή η τάξη της φύσης, κατὰ φύσιν πεφυκέναι, είμαι φτιαγμένος έτσι από τη φύση μου, φυσικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αντίθ. προς παρὰ φύσιν, σε Ευρ., Θουκ.· ομοίως, προδότης ἐκ φύσεως, προδότης από τη φύση του, σε Αισχίν.· ομοίως σε δοτ., φύσει, από τη φύση, φυσικά, σε Αριστοφ. κ.λπ.· φύσιν ἔχει, με απαρ., είναι φυσικό ότι..., σε Ηρόδ., Πλάτ.
2. αρχή, γέννηση, φύσει γεγονότες εὖ, σε Ηρόδ.· φύσει νεώτερος, σε Σοφ.· ομοίως, τὴν φύσιν, σε Ξεν.
III. φύση, σύμπαν, σε Πλάτ., Αριστ.
IV. ως κάτι συγκεκριμένο, πλάσματα, ζώα (πρβλ. φύστις), θνητὴ φύσις, η ανθρωπότητα, σε Σοφ.· πόντου εἰναλία φύσις, τα πλάσματα της θάλασσας, στον ίδ.· θήλεια φύσις, η γυναικεία φύση, σε Ξεν.· αἱ τοιαῦται φύσεις, τέτοιου είδους πλάσματα όπως αυτά, σε Ισοκρ.
V. φύση, είδος, γένος, βιοτῆς φύσις, σε Σοφ.· γένος, σε Ξεν.
VI.φύλο, σε Σοφ., Θουκ.
Middle Liddell
φῠ́σις, εως, [φύω]
I. the nature, natural qualities, powers, constitution, condition, of a person or thing, Od., Hdt., attic
2. like φυή, form, stature, ἢ νόον ἤ τοι φύσιν either in mind or outward form, Pind.; τὸν δὲ Λάϊον, φύσιν τίν' εἶχε, φράζε Soph.; τὴν ἐμὴν ἰδὼν φύσιν Ar.
3. of the mind, one's nature, natural bent, powers, character, Soph., etc.
4. often periphr., πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, i. e. would'st provoke a stone, Soph.; ἡ φ. αὐτοῦ for αὐτός, Plat.
II. nature, i. e. the order or law of nature, κατὰ φύσιν πεφυκέναι to be made so by nature, naturally, Hdt., etc.;—opp. to παρὰ φύσιν, Eur., Thuc.; so, προδότης ἐκ φύσεως a traitor by nature, Aeschin.:—so, in dat. φύσει, by nature, naturally, Ar., etc.:—f4usin 24exei, c. inf., it is natural that . ., Hdt., Plat.
2. origin, birth, φύσει γεγονότες εὖ Hdt.; φ. νεώτερος Soph.; so, τὴν φύσιν Xen.
III. nature, universe, Plat., Arist.
IV. as a concrete term, creatures, animals (cf. φύστισ), θνητὴ φ. man kind, Soph.; πόντου εἰναλία φ. the creatures of the sea, Soph.; θήλεια φ. woman- kind, Xen.; οἱ τοιαῦται φύσεις such creatures as these, Isocr.
V. a nature, kind, sort, βιοτῆς φύσις Soph.: species, Xen.
VI. sex, Soph., Thuc.
Chinese
原文音譯:fÚsij 廢西士
詞類次數:名詞(14)
原文字根:長出的
字義溯源:生長出來的,本來生的,生來的,本性,天生的,本質,性質,性情,類,種類;源自(φύω)*=噴出,發芽,生長)。這編號有下列四個含意:
1)天生的,( 羅11:24)
2)指性質,性情;( 加4:8; 彼後1:4)
3)指本性,( 羅1:26)
4)指種類,( 雅3:7)
出現次數:總共(14);羅(7);林前(1);加(2);弗(1);雅(2);彼後(1)
譯字彙編:
1) 本來生的(2) 羅11:21; 羅11:24;
2) 生來(2) 羅2:27; 弗2:3;
3) 本性(2) 羅11:24; 林前11:14;
4) 類的(1) 雅3:7;
5) 類(1) 雅3:7;
6) 性情的(1) 彼後1:4;
7) 本來(1) 加4:8;
8) 生來的(1) 加2:15;
9) 天生(1) 羅11:24;
10) 本性的(1) 羅1:26;
11) 依本性(1) 羅2:14
English (Woodhouse)
character, disposition, instinct, nature, shape
Translations
origin
Albanian: zanafillë; Arabic: مَنْشَأ; Egyptian Arabic: منشأ; Hijazi Arabic: مَنْشَأ, مَصْدَر; Aragonese: orichen; Asturian: orixe; Belarusian: крыні́ца, жарало, пачатак, паходжанне; Bulgarian: начало, произход; Catalan: origen; Chinese Mandarin: 起源, 源頭, 源头, 起始, 本源; Min Dong: 起源; Czech: vznik, počátek; Danish: herkomst, oprindelse; Dutch: oorsprong, herkomst; Esperanto: origino; Finnish: alkuperä; French: origine; Galician: orixe; Georgian: საწყისი; German: Ursprung, Anfang, Entstehung; Greek: αρχή, προέλευση; Ancient Greek: ἀρχή; Guaraní: ypy; Haitian Creole: orijin; Hebrew: מוֹצָא, מָקוֹר; Higaonon: poonan; Hindi: शुरुआत; Hungarian: eredet, kezdet, kezdőpont, kiindulópont; Indonesian: asal usul; Irish: foinse, máthair, bunús; Italian: origine; Japanese: 起源, 原因; Javanese: asal; Khmer: កំណើត; Kilivila: uula; Korean: 기원(起源), 원인(原因); Lao: ກຳເນີດ; Latin: origo, principium, primordium; Latvian: cilme; Lithuanian: kilmė; Macedonian: потекло, почеток; Malay: asal; Malayalam: ഉത്ഭവം; Mongolian Cyrillic: гарал; Norwegian Bokmål: opphav, opprinnelse, utgangspunkt, utspring; Nynorsk: opphav, utgangspunkt, utspring; Plautdietsch: Aunfank, Häakunft; Polish: pochodzenie, początek; Portuguese: origem, começo; Romagnol: radìșa, ràdga; Romanian: origine, origină; Russian: начало, источник, происхождение; Serbo-Croatian Cyrillic: почетак; Roman: počétak; Sicilian: uriggina, urìggina; Slovak: začiatok, vznik; Slovene: poreklo, začetek; Sorbian Lower Sorbian: póchad; Spanish: origen; Swedish: ursprung; Tagalog: mulâ, simulâ, pasimulâ, umpisá; Tausug: pun; Thai: กำเนิด; Turkish: köken, başlangıç, kaynak, orijin; Ukrainian: джерело, криниця, початок, походження; Venetian: orixene; Vietnamese: nguồn gốc; Volapük: rig; Yakut: төрүт; Zulu: umsuka
nature
Abkhaz: аԥсабара; Adyghe: природ; Afrikaans: natuur; Albanian:mjedis, natyrë; Amharic: ተፈጥሮ; Arabic: طَبِيعَة; Egyptian Arabic: طبيعة; Aragonese: natura; Armenian: բնություն; Assamese: প্ৰকৃতি; Azerbaijani: təbiət; Bashkir: тәбиғәт; Belarusian: прырода; Bengali: প্রকৃতি; Bulgarian: природа; Burmese: သဘာဝ, စရိုက်; Buryat: байгаали; Catalan: natura; Chinese Cantonese: 自然; Dungan: зыжан, зохуа; Mandarin: 自然, 造化; Min Nan: 自然; Wu: 自然; Chuvash: ҫутҫанталӑк; Crimean Tatar: tabiat; Czech: příroda; Danish: natur; Dutch: natuur; Eastern Mari: пӱртӱс; Esperanto: naturo; Estonian: loodus; Finnish: luonto, ympäristö; French: nature; Galician: natureza, naturanza, natura; Georgian: ბუნება, გარემო; German: Natur; Gothic: 𐍅𐌹𐍃𐍄𐍃; Greek: φύση; Ancient Greek: φύσις; Gujarati: પ્રકૃતિ, કુદરત; Hebrew: טֶבַע; Hindi: प्रकृति, फ़ितरत, तबीयत, क़ुदरत, कुदरत, फितरत, निसर्ग; Hungarian: természet; Icelandic: náttúra, umhverfi; Ido: naturo; Indonesian: alam, kodrat; Irish: nádúr, an dúlra, dúlra; Italian: natura; Japanese: 自然; Kabardian: природэ; Kalmyk: йиртмҗ; Kannada: ನಿಸರ್ಗ; Kazakh: табиғат; Khmer: ធម្មជាតិ; Korean: 자연(自然); Kurdish Central Kurdish: سروشت; Northern Kurdish: sirişt, xweza, xwerist, tebîet, natûr; Kyrgyz: жаратылыш, табият; Lao: ທຳມະຊາດ; Latin: natura; Latvian: vide, daba; Lezgi: тӏебиат; Lithuanian: gamta; Low German: natuur; Lü: ᦉᦳᧄᦘᦱᧇ; Macedonian: природа; Malay: alam semulajadi, semulajadi, tabiat, alam; Malayalam: പ്രകൃതി; Maori: ao tūroa, aotūroa; Marathi: निसर्ग; Middle Persian: 𐭰𐭩𐭧𐭫; Moksha: перьфпяль; Mongolian Cyrillic: байгаль; Navajo: tłʼóoʼdi; Norwegian Bokmål: natur; Nynorsk: natur; Occitan: natura; Old English: ġecynd, wist; Oriya: ପ୍ରକୃତି; Ossetian: ӕрдз; Pashto: طبيعت; Persian: طبیعت, سرشت, نهاد, چهر; Polish: natura, przyroda; Portuguese: natureza; Punjabi: ਕੁਦਰਤ; Quechua: sallqa; Romanian: natură; Russian: природа; Rusyn: природа; Sanskrit: प्रकृति; Scottish Gaelic: nàdar; Serbo-Croatian Cyrillic: природа; Roman: príroda; Sinhalese: සොබාදහම; Slovak: príroda; Slovene: narava; Spanish: naturaleza, natura; Swahili: mazingira; Swedish: natur; Tagalog: kalikasan; Tajik: табиат; Tamil: இயற்கை; Tatar: табигать; Telugu: ప్రకృతి; Thai: ธรรมชาติ; Tibetan: རང་བྱུང; Tigrinya: ተፈጥሮ; Turkish: tabiat, doğa; Turkmen: tebigat; Udmurt: инкуазь; Ukrainian: природа; Urdu: فِطْرَت, طَبِیعَت, قُدْرَت; Uyghur: تەبىئەت; Uzbek: tabiat; Vietnamese: ngoài trời, tự nhiên, nguyên thủy, tạo hóa; Yakut: айылҕа; Yiddish: נאַטור, סבֿיבֿה; Zhuang: mbwnnamh
constitution
Belarusian: целасклад, склад, склад цела, камплекцыя; Bulgarian: телосложение; Chinese Mandarin: 體質, 体质; Finnish: yleiskunto; French: constitution; Galician: constitución; German: Verfassung, Konstitution; Hindi: शरीरावस्था; Ido: konstituciono; Indonesian: resam tubuh; Italian: costituzione; Japanese: 体質; Korean: 체질(體質); Malay: resam tubuh; Norman: constitution; Norwegian Bokmål: helse; Polish: budowa ciała; Portuguese: constituição; Russian: телосложение, комплекция, состояние организма; Scottish Gaelic: dèanamh; Spanish: constitución; Thai: สังขาร; Ukrainian: склад, будова ті́ла, склад ті́ла, комплекція; Vietnamese: thể chất
temperament
Arabic: طَبْع; Belarusian: тэмпэрамент, тэмпэрамэнт, характар, нораў; Bulgarian: темперамент, нрав; Catalan: temperament; Chinese Mandarin: 氣質, 气质, 性格, 性情, 脾氣, 脾气; Min Nan: 氣質, 气质; Czech: temperament; Danish: temperament; Dutch: temperament; Esperanto: humoro, animagordo; Finnish: luonne, temperamentti; French: tempérament; Galician: temperamento, tempero; German: Temperament, Charakter, Veranlagung; Hebrew: מֶזֶג; Hindi: स्वभाव; Italian: temperamento, carattere; Japanese: 気質, 気性, 性格; Kazakh: қызуқандылық; Korean: 기질(氣質), 성격(性格); Norwegian Bokmål: temperament; Nynorsk: temperament; Persian: خو; Portuguese: temperamento, índole; Romanian: temperament; Russian: темперамент, характер, нрав; Scottish Gaelic: nàdar; Spanish: temperamento; Thai: พื้นอารมณ์แต่กำเนิด; Ukrainian: темперамент, характер, норов, вдача
appearance
Arabic: شَكْل; Armenian: արտաքին; Assamese: চেহেৰা, ৰূপ; Azerbaijani: zahir; Belarusian: аблі́чча, вонкавы выгляд, выгляд, вонкавасць; Bengali: সুরত; Bulgarian: външност, външен вид; Catalan: aparença; Chinese Cantonese: 外貌; Mandarin: 外貌, 模樣, 模样, 樣子, 样子; Finnish: julkiasu, ulkomuoto, ulkonäkö, tuntomerkit; French: apparence; Georgian: შესახედაობა, გარეგნობა; German: Aussehen; Gothic: 𐍃𐌹𐌿𐌽𐍃; Ancient Greek: ἰδέα; Hindi: रूप, शक्ल, रूप-रंग; Hungarian: kinézet, megjelenés; Irish: comharthaí, comharthaí aithne, comharthaí sóirt; Italian: apparenza, aspetto, sembianza, aria, cera; Japanese: 様子, 外観, 見掛け; Kazakh: сиық; Latin: species, vultum; Middle English: wlite; Old English: hīew, ansīen, wlite, andwlita; Navajo: iʼnoolinígíí; Polish: wygląd, aparycja, powierzchowność; Portuguese: aparência; Romanian: înfățișare, aspect, aparență; Russian: внешность, внешний вид, облик; Sanskrit: रूप; Serbo-Croatian: pojava, izgled, vanjština; Sicilian: figura, aspettu; Slovene: videz, zunanjost; Spanish: apariencia, hechura, estampa; Swedish: utseende; Ukrainian: зовнішній вигляд, зовнішність; Vietnamese: bề ngoài
instinct
Afrikaans: instink; Albanian: instinkt; Arabic: غَرِيزَة, سَلِيقَة, فِطْرَة; Armenian: բնազդ; Azerbaijani: instinkt; Belarusian: інстынкт; Bulgarian: инстинкт; Catalan: instint; Chinese Mandarin: 本能, 天性; Czech: instinkt, pud; Danish: instinkt; Dutch: instinct; Estonian: instinkt; Finnish: vaisto, vietti; French: instinct; Georgian: ინსტიქტი; German: Instinkt; Greek: ένστικτο, ένστιχτο; Hebrew: אִינְסְטִינְקְט, יֵצֶר; Hindi: फ़ितरत, वृत्ति, सलीक़ा; Hungarian: ösztön; Icelandic: eðlishvöt; Indonesian: insting; Italian: istinto; Japanese: 本能; Kazakh: инстинкт; Khmer: សភាវគតិ; Korean: 본능(本能); Kurdish Northern Kurdish: xerîze; Kyrgyz: инстинкт; Lao: ສັນຊາດຕະຍານ, ສັນຊາດຍານ; Latvian: instinkts; Lithuanian: instinktas; Macedonian: инстинкт; Malay: naluri, garizah, insting; Maori: rongo ā-puku; Norwegian Bokmål: instinkt; Nynorsk: instinkt; Pashto: غريزه; Persian: غریزه; Polish: instynkt; Portuguese: instinto; Romanian: instinct; Russian: инстинкт; Serbo-Croatian Cyrillic: ѝнстинкт, нагон; Roman: ìnstinkt, nágon; Slovak: inštinkt; Slovene: nagon; Sotho: tshekamelo; Spanish: instinto; Swedish: instinkt; Tajik: ғариза, инстинкт; Tatar: инстинкт; Thai: สัญชาตญาณ; Turkish: içgüdü, insiyak, sevkitabii; Ukrainian: інстинкт; Urdu: فِطْرَت; Uzbek: instinkt; Vietnamese: bản năng
growth
Arabic: تَنْمِيَة, نُمُو; Armenian: աճ; Asturian: crecimientu; Bashkir: ҙурайыу, үҫеш; Belarusian: рост; Breton: kresk; Bulgarian: растеж, ръст; Catalan: creixement; Chinese Cantonese: 生長, 生长; Mandarin: 生長, 生长; Min Nan: 生長, 生长; Czech: růst, vzrůst, nárůst; Danish: vækst; Dutch: groei, toename; Esperanto: kreskiĝo; Estonian: kasv; Faroese: vøkstur; Finnish: kasvu; French: croissance; Galician: crecemento; Georgian: ზრდა, გაზრდა, მატება, მომატება; German: Wachstum; Gothic: 𐌿𐍃𐍅𐌰𐌷𐍃𐍄𐍃; Greek: ανάπτυξη; Ancient Greek: αὔξησις; Hebrew: גדילה, צמיחה; Hungarian: növekedés; Irish: forás, fás, borrúlacht; Italian: crescita; Japanese:成長, 生長; Korean: 성장, 생장; Kurdish Northern Kurdish: girbûn, gewrebûn; Kyrgyz: өсүм; Latin: auctus; Latvian: augšana, izaugsme; Lithuanian: augimas; Macedonian: раст, развој; Malayalam: വളർച്ച; Norwegian Bokmål: vekst, framvekst; Nynorsk: vekst, framvekst; Occitan: creissença; Old English: æþelu or; Old Norse: vǫxtr; Persian: رشد; Polish: wzrost inan, rozwój inan; Portuguese: acréscimo, crescimento; Russian: рост, развитие; Sanskrit: उपचय; Scottish Gaelic: fàs; Serbo-Croatian Cyrillic: раст; Roman: rast; Slovak: rast, vzrast; Slovene: rast, porast; Spanish: crecimiento; Swahili: ukuaji; Swedish: stigande, tilltagande, tillväxt, utvidgning; Tocharian B: tsamo; Turkish: büyüme; Ukrainian: ріст; Welsh: cynnydd; West Frisian: groei oanwaaks